Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Ιππαρχος

Σελίδες: [1] 2 3
1
Βρήκα στο δρόμο

του φεγγαριού το πτώμα

μιας κρύας νύχτας


Και παραδίπλα

σβησμένα να κείτονται

μια χούφτα άστρα


Απλός άνθρωπος

με ποιον τρόπο να σκάψω

ουράνιο μνήμα;

2
Θάλασσες έμαθες να βάφεις με χρωστήρα
Πέλαγα ολάκερα να δείχνεις στον καμβά
Με κύματα ήρεμα ή άγρια και θαμπά
Και φλοίσβο ολοζώντανο κι αληθινή αλμύρα

Τον ουρανό ζωγράφισες και μαύρα νέφη
Κυοφορώντας άγρια και θυμωμένη μπόρα
Και φωτεινά ουράνια τόξα ελπιδοφόρα
Σαν υπενθύμιση διαρκή πως ο ήλιος επιστρέφει

Από ένα κομμάτι μάρμαρο κατάλευκο τη Σελήνη
Μπόρεσες και εξόρυξες με μαγεμένη σμίλη
Πανέμορφη και μάγισσα όπως την λεν οι θρύλοι
Ζηλόφθονη και φονική όπως την λεν οι θρήνοι

Τ’ αστέρια σ’ ένα κάτοπτρο έκλεισες ένα βράδυ
Τύψεις χωρίς να αισθανθείς και μεταμέλεια δίχως
Ώστε τις νύχτες ουρανός να γίνει για σένα ο τοίχος
Λίμνη να είναι το πάτωμα, η κλίνη σου καράβι

Και στο χαρτί το άπιαστο, το άυλο έχεις κλείσει
Κι όπως θεός δημιουργός έδωσες την πνοή σου
Και είδες ψυχές λογιών λογιών επάνω στο χαρτί σου
Χαρές και θλίψεις, τρόμους κι ελπίδες, αγάπες και μίση

3
Κλεόμαχος Απολλοδώρου, ναυμάχος Αθηναίος
καλός και αγαθός, ευγενής νέος
-θάμαζες την ομορφιά του αν τον κοιτούσες-
χιλιάδες χρόνια στο βυθό, στις Αργινούσσες
μία στο θάνατο κρυφή τού απέμεινε ελπίδα
να τον κηδέψει με τιμές η ευκλεής πατρίδα

Τον ύπνο του ποιος άραγε ταράσσει;
Σηκώνεται, ξυπνά τους σύντροφους με βιάση
Ακούνε θόρυβο ψηλά, ανθρώπους, βάρκες
Αλλίμονο, ξεχνάνε πως τα οστά τους και τις σάρκες
τα έχει θάλασσα αιώνες τώρα πια εξαφανίσει.
"Ήρθε η Αθήνα" λένε "για να μας τιμήσει!"

Κι όμως, σαν τη βροχή που πέφτει από τα νέφη
πλήθος κορμιά ασιάτες, νέοι, γυναίκες, βρέφη.
"Στέλνει μωρά" απορούν " η Ανατολή να μας νικήσει;"
Ο Κλεόμαχος - στους πεθαμένους δε χωράνε μίση -
ένα παιδάκι παίρνει σκυθρωπός από το χέρι
καμμιά ταφή δε θα 'χουν ούτε αυτοί, καλά το ξέρει...


4




Χάδια σου δίνανε τα κύματα για φίλεμα
να σ’ ακουμπήσουν κι ας χαθούν πάνω στα βράχια
καθώς κοιτούσες σιωπηλή το ηλιοβασίλεμα
με τα μαλλιά λυτά, ξανθά όπως τα στάχυα

και με τα μάτια σου στο χρώμα του αμέθυστου.
Φεύγανε τα σύννεφα μπροστά απ’ το φεγγάρι
με πόση έκπληξη το έβρισκες στη θέση του!
λες και φοβόσουν πως η νύχτα θα το πάρει.

Νησιά ξεφύτρωναν παντού μικροί παράδεισοι
μπορεί να πέσανε στη γη απ’ τα ουράνια
ίσως και να ήρθανε στο φως με κάποια ανάδυση
για να στεγάσουν της ψυχής σου την ορφάνια

Μα εσύ τους κοίταγες δειλή, αναποφάσιστη
ίδια παιδί που πρέπει να διαλέξει ένα παιχνίδι
μπροστά σε έσπρωχνε ο άνεμος , μα άσειστη
ποτέ δεν θέλησες να κάνεις το ταξίδι

5
Lasciate ogni speranza voi ch' intrate , Δάντης, "Κόλαση" Άσμα ΙΙΙ, στίχος 9


Σαν μια παλιά φωτογραφία της Σμύρνης
τις μαύρες μέρες της καταστροφής
ψυχές δυστυχισμένες, κατηφείς
ανέμεναν στις παρυφές της λίμνης

Ούτε σταγόνα ιδρώτας, ούτε δάκρυ
στου περατάρη την ανέκφραστη μορφή
ούτε συμπόνοια ανεκδήλωτη, κρυφή
την ώρα που φοβέριζε: "Στην άκρη"

"Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα επιβάτες"
ειρωνευόταν με βαριά φωνή, βραχνή.
Τρεμάμενοι, αδιόρατοι σχεδόν, αχνοί
αποβιβάζονταν με κυρτωμένες πλάτες

Υπό το βλέμμα του βαρκάρη το θρασύ
καθώς κωπηλατούσε να επιστρέψει
βαδίζαν οι ψυχές μπουλούκι, δίχως σκέψη
και πίσω-πίσω ακολούθαγες κι εσύ

6

Στον κήπο με τ' αγάλματα σαν πέσει το σκοτάδι
το ηλιακό ρολόι μέσα του κρατάει το ρυθμό
ώστε με την αυγή να δείχνει το σωστό αριθμό
απ' τη σκιά του γνώμονα το ευθύγραμμο σημάδι

Στον κήπο, τα αγάλματα, σαν κάποιος δημιουργός
μετανιωμένος με ανάσα του ζωή χαρίζει
τα μάτια ανοίγουν, το λευκό τους δέρμα κοκκινίζει
και τα μαλλιά ανασηκώνει άνεμος αργός

Τα βάθρα τους αφήνουν και στο χώμα περπατούν
ξυπόλυτα, λερώνουνε τους πτυχωτούς χιτώνες
στη θήκη βάζουν τα σπαθιά, τους ίππους αμολούν οι αμαζόνες
και τα ψηλά καπέλα που τους βάραιναν πετούν

Κι οι άστεγοι, που τα παγκάκια έχουν για κρεβάτια
σαν τύχει κι απ' το θόρυβο ξυπνήσουν, αρχικά
θαυμάζουν κι απορούν, όμως με λόγια μελιστάλαχτα, γλυκά
κάποια φωνή και κάποιο χέρι τους σφαλίζουνε τα μάτια

Και ονειρεύονται βαθιά, οι ζωντανοί δυστυχισμένοι
αυτό που και τ' αγάλματα γυρεύουν: μια καλύτερη ζωή
Μα είναι φορές, που οι φύλακες τους βρίσκουν να είναι το πρωί
ίδιοι με αγάλματα,λευκοί, ακίνητοι και παγωμένοι

7
α
 Σ’ ένα γαλάζιο του Ιούλη σκηνικό
 η ζέστη γίνεται θηλιά που σφίγγει
 ο τζίτζικας με ύφος κυνικό
 αιώνια κοροϊδεύει το μυρμήγκι
 
β
 Το πέλαγος αρχαίο ελληνικό
 σε λήθαργο βαθύ ο Ποσειδώνας
 το κύμα στην ακτή ασθενικό
 άπιαστο όνειρο φαντάζει ο χειμώνας
 
 γ
 Τα νέφη μάγισσες σε κρίση πανικού
 πετάνε βιαστικά προς τη σελήνη
 η φήμη καύματος τα διώχνει κυνικού
 ή της Αρτέμιδος τα έλκει η σαγήνη;
 
δ
 Χαράματα ανατέλλει το αστέρι του Κυνός
 το πιο λαμπρό που Σείριο αλλιώς το λένε
 ο πόθος για δροσιά στα πλάσματα κοινός
 καθώς τα βράχια αρπάζουνε φωτιά και καίνε
 
 ε
 Αφόρητο του Ιούλη είναι το κάμα
 βράζει ο τόπος σαν τεράστιο μαγκάλι
 οι πέτρες και το χώμα ένα κράμα
 και πού να βρει κανείς μια σκιερή αγγάλη ;
 
 ζ
 Οι ακτίνες φωτεινή βροχή πυκνή
 ασφυκτική σε κάθε ανάσα η αύρα
 κάτω απ’ το βράχο αναπαύεται οκνή
 παραλλαγμένη στη σκιά μια σαύρα
 
 η
 Τα πάντα ακινητούν υπό τον ήλιο
 ατάραχα κοιμούνται τα παράλια
 θα έδινα – αν είχα -  ένα βασίλειο
 να κράταγα στο χέρι μια βεντάλια
 
 θ
 Βράζει ολόκληρος τριγύρω μου ο πόντος
 πανύψηλο το δέντρο δέκα μέτρα
 όμως ο ίσκιος που προσφέρει ούτε πόντος
 καθώς ζαρώνω καθιστός σε μία πέτρα
 
 ι
 Την ώρα που το κυνικό με λιώνει καύμα
 θα είναι –το ξέρω- πιο αφόρητο το βράδυ
 προσεύχομαι να γίνει κάποιο θαύμα
 λίγη δροσιά στο σώμα, στην ψυχή ένα χάδι
 
κ
 Προβάλλει στο στερέωμα ο Μέγας Κύων
 και κοκκινίζει το τοπίο της αυγής
 μου λείπει η δροσιά χειλιών οικείων
 λίγη ανυπόκριτη αγάπη και αμιγής

8
Καθώς αχνοφεγγίζει των ματιών το φως
πίσω απ' της θλίψης σου το γκρίζο πέπλο
μοιάζεις αγία που κοιτάζει από το τέμπλο
μοιάζω με κάποιον που προσεύχεται σκυφτός


Καθώς χορεύεις και λικνίζεσαι με χάρη
κι εγώ σ' ακολουθώ με τη ματιά
μοιάζεις με άνεμο που ορμάει απ' το νοτιά
μοιάζω με φύλλο που μαζί σου το 'χεις πάρει


Καθώς σαλεύουνε τα χείλη σου λιγάκι
κι ακούγεται η τόσο που πεθύμησα φωνή
μοιάζεις σειρήνα του πελάγου αλαργινή
μοιάζω Δυσσέας που ξεχνάει την Ιθάκη


Καθώς κοιμάσαι βυθισμένη στα όνειρά σου
κι όπως πτυχώνει η αναπνοή το νυχτικό
μοιάζεις με άγαλμα αρχαίο ελληνικό
μοιάζω με γλύπτη που σμιλεύει τα μαλλιά σου

9
Γράφω για τους μέτριους ποιητές
μέτριοι ασφαλώς αυτοθεωρούμενοι
και όχι βέβαια ποιητές
Αν τους ρωτούσες θα το αρνιούνταν
σαν κάποιο παλαιό, ανήθικο αμάρτημά τους
χωρίς, συνήθειο καθώς το έχουν,
να σε κοιτάζουνε στα μάτια.
Για τη μετριότητά τους όμως πεπεισμένοι
κι αυτό το δείχνουν όλο άγχος
μήπως και κάποιος τους προσέξει να υπερέχουν.

Στο δρόμο αν τύχει να τους απαντήσεις
δύσκολα μπορείς να τους διακρίνεις
ίσως το βλέμμα τους το χαμηλό
ίσως τα χείλη τους να τους προδώσουν
καθώς θα μουρμουρίζουν κάποιον στίχο
ή ένα χαρτί θα μουτζουρώνουν βιαστικοί
που θα το κρύβουν σαν φωτιά που πάει να σβήσει

Γράφω για τους μέτριους ποιητές
καταδικασμένοι να' ναι ποιητές και μέτριοι συνάμα
χωρίς ελπίδα να μπορέσουν κάποια μέρα
λαμπροί να γίνουν σαν κι εκείνους που θαυμάζουν

Και μόνο αποκούμπι τους, πηγή χαράς
και περιφάνειας ανεξάντλητο πηγάδι
ένας – δυο στίχοι που φαντάζουν να’ ναι ξένοι
θαρρείς γραμμένοι από φτασμένους ποιητές
που κάποια έμπνευση ανεξήγητη, ένα πρωί
σαν μέσα σ’ όνειρο θαμπό τούς είχε χαρίσει
Ήταν ευχή, ήτανε δώρο που ζητούσανε με πάθος
μα είναι και άγκυρα που τους κρατά δεμένους
είναι εμπόδιο που δε θα ξεπεράσουν

Γράφω για μένα...
[/t][/t]

10
Θλιβερά γεννήματα του νου
 λέξεις ασήμαντες, γραμμένες
 υπό την έμπνευση καιρού αλλοτινού
 λέξεις δικές μου και συνάμα ξένες
 
 Τι άσχημες που κείνται στη σελίδα
 κάποιες νεκρές, άλλες ψυχορραγούν,
 καρτερικά προσμένοντας, χωρίς ελπίδα,
 τη λήθη και το θάνατο που δεν αργούν
 
 Σαν νοσταλγία απρόσκλητη με επισκεφτεί
 να ξεφυλλίσω τα τετράδια που κρύβουν
 παλιά ποιήματα που χρόνια έχουν θαφτεί
 μοιάζουν λευκώματα με εικόνες που με θλίβουν
 
 Και καταλήγουν κλειδωμένα σε ερμάρια
 ενός σπουδαίου παρελθόντος και τρανού
 απολιθώματα, σκέψεων λαμπρών απομεινάρια
 θλιμμένα, θλιβερά γεννήματα του νου

11
Ποιητές λαμπροί και των γραμμάτων φάροι
 Ποιητές σπουδαίοι, ταλαντούχοι και τρανοί
 Αν σας τραβήξουν των επαίνων το σκαμνί
 Νάνοι θα μείνετε με τσακισμένο το ποδάρι
 
 Τον ήλιο βλέπετε τάχατες να αργολιώνει
 Και πόσο θρηνείτε σαν ματώνει ο ουρανός
 Την μαύρη τύφλα σας δε βλέπετε αφ’ ενός
 Και αφ’ ετέρου ειν’ το μυαλό σας που θολώνει
 
 Και γράφετε λόγια σαν ..τη θεία μου παχιά
 «Θα σ’ αγαπώ ώσπου να σβήσουν τ' άστρα!
 Για να ‘ρθω πλάι σου θε να γκρεμίσω κάστρα!»
 Την τρίχα πόσο εύκολα την κάνετε τριχιά!
 
 Οι χειροκροτητές σας βλέπουνε με δέος
 Και πάντα σας διαβάζουν με κομμένη αναπνοή
 «Μα δεν μπορεί, βεβαίως κάτι άλλο θα εννοεί
 Ετούτος είναι ποιητής με τάλαντο, σπουδαίος!»

12
Στάζει για χρόνια η μοναξιά απ’ το ταβάνι
 αδρές, κατάμαυρες σταγόνες,
 έχω μάθει πια να ξεχωρίζω τον ήχο τους
 όμοιο με φθινοπωρινή βροχή πάνω σε τσίγκο
 να διακρίνω τους θολούς ομόκεντρους κύκλους
 στη μικρή λιμνούλα της γαλήνης που διαταράσσεται,
 τα ίχνη στους τοίχους ίδια με πορεία σαλιγκαριού.
 Και βλέπω απαθής καταμεσίς του δωματίου
 σταγόνα τη σταγόνα να σχηματίζεται
 ο σταλαγμίτης που υψώνεται κατακόρυφα,
 γερή κολώνα για να στηρίζεται
 το οικοδόμημα της μοναξιάς
 

13
Θα ήθελα να σε είχα αγκαλιά
 φιλιά να σου γεμίζω τις πατούσες
 εσύ γλυκά να μου χαμογελούσες
 ίδιο πουλάκι στη ζεστή του τη φωλιά
 
 Στα πρώτα βήματα θα σ' είχα από  το χέρι
 θα σου 'δειχνα να γράφεις, να διαβάζεις
 εσύ στους ουρανούς να μ' ανεβάζεις
 κι εγώ από κει  να σου χαρίζω κάθε αστέρι
 
 Θα μου 'λεγες τα μύχια μυστικά σου
 θα ήμουν δίπλα σου καθώς θα μεγαλώνεις
 όλο καμάρι θα σε έβλεπα να αλώνεις
 πόλεις και κάστρα που θ' ανοίγονται μπροστά σου
 
 Κι όταν τελείωσει η ποσότητα της άμμου
 καθώς θα σώνεται το λάδι στο καντήλι
 την ώρα που χωρίζεται το πνεύμα από την ύλη
 θα 'θελα να 'σουν άγγελος σιμά μου ...

14
Σκληρός φαντάζει ετούτος ο τόπος
κρίνοντας απ’ τα κατάλευκα βράχια
προσαρμοσμένα απόλυτα στο τοπίο
τον ήλιο που πέφτει κατακόρυφος
το κύμα που ξεθυμαίνει οργή προαιώνια
τον άνεμο που λυσσομανά σαν τρελλός
και πηγαίνει και έρχεται στην ερημιά.
Το φωνάζει η ηχώ του ξεραμένου πηγαδιού
το μόνο απομεινάρι μιας υγρής εποχής
ο απόμαχος κουβάς που σκουριάζει στην άκρια
το διψασμένο χώμα που απορροφά κάθε σταγόνα
και αχόρταγο ζητάει συνεχώς κι άλλη.
Το βλέπεις στα χορταριασμένα ερείπια
που έχουν χάσει από χρόνια την οροφή τους
στα ερπετά που έχουν έρθει να κατοικήσουν
και απειλούν με έξωση τα οικόσιτα φαντάσματα.
Στο δείχνει ο κακοτράχαλος χωματόδρομος
που ξέρει μόνο να διώχνει και όχι να φέρνει
τους κουρασμένους του οδοιπόρους
η αλειτούργητη εκκλησία με τα σβησμένα κεράκια
και τους ανάπηρους αγίους στον τοίχο
άλλος χωρίς πόδι, άλλος με μισό φωτοστέφανο
η καμπάνα που έχει ξεχάσει πώς να σημαίνει
η αυλή του σχολείου που νοσταλγεί παιδικά γέλια.
Το διαβάζεις στα ξεθωριασμένα ονόματα των τάφων
σαν αμνησία που προκάλεσε το πέρασμα του χρόνου
στους σταυρούς που τους συγκρατεί μόνο μία ακίδα
στο σβησμένο καντήλι με το σωμένο του λάδι
στη φωτογραφία χωρίς τζάμι του αγαπημένου.
Σκληρός ο τόπος ακόμα και για τους νεκρούς του.
Μα κυρίως το νιώθείς με όλη την ψυχή σου
παρατηρώντας τους ελάχιστους κατοίκους
να παραχωρούν τη θέση τους στο φτωχικό τραπέζι
να φέρνουν με τρεμάμενα χέρια προσεκτικά
το δίσκο με το κανάτι και το γλυκό του κουταλιού
κοιτάζοντας στα μάτια περιμένοντας να επιδοκιμάσεις
να λένε «εδώ μου έλαχε να ζήσω, εδώ ζητώ να πεθάνω».
Σκληρός ο τόπος για τον ανθρώπινο βίο
κρίνοντας από την τρυφερότητα της ψυχής των γερόντων.

15
Γοργόνα θ’ άξιζε να ήσουνα πλωριά
 Όμως στεκόσουνα ακίνητη στην  πρύμνη
 Της λησμονιάς διασχίζοντας τη γκρίζα λίμνη
 Για να περάσεις στην απέναντι μεριά
 
 Σαν άστρο έλαμπε της νιότης σου η χάρις
 Μα ήταν το βλέμμα σου απύθμενα θολό
 Σα να ντρεπόσουν που δεν είχες οβολό
 Όταν στον ζήτησε για ναύλο ο περατάρης
 
 Είχες στην όψη σου μια νοσταλγία πικρή
 Για την ηλιόλουστη που άφηνες πατρίδα
 Κουράγιο σού’ δινε μια τελευταία ελπίδα
 Να σε προσμένουν οι που αγάπησες νεκροί
 
 Μουντό, βαθύσκιωτο του τέλους το λιμάνι
 Πλημμυρισμένο με αδιατάραχτη σιωπή
 Κι ήταν απέραντα θλιμμένοι, σκυθρωποί
 Όσοι κοιτούσαν απ’ το αντίκρυ ανθρωπομάνι
 

16

Έσταζε το φως απ' του συννέφου τη λαβωματιά
λευκό κρασί απ' των θεών το πατητήρι
γέμιζε ως απάνω των ματιών σου το ποτήρι
αχ! να μπορούσα να σου κλέψω μια σταλαγματιά

Μεθούσε με το βλέμμα σου ο άνεμος του νότου
παραπατώντας πήγαινε προς την ανατολή
τα ηλεκτροφόρα σύρματα δονούσε σα βιολί
καθώς σιγοτραγούδαγε τον πιο γλυκό σκοπό του

Κι ο ήλιος καθώς έδυε σε κέρναγε μαυροδάφνη
ζεστό της θείας μετάληψης γλυκόπιοτο κρασί
απλόχερα το πρόσφερες, ίδια θεά εσύ
σε όποιον ποθεί συγχώρεση και διακαώς την ψάχνει


Μα γρήγορα σωνότανε κι αργούσε ακόμα η αυγή
πικρό κρασί σε κέρναγε και μαύρο το σκοτάδι
αυτό που πίνουν οι νεκροί και τραγουδούν στον Άδη
μα όταν το πιουν οι ζωντανοί ακούγεται σαν κραυγή

17
   
Παγώνουνε οι σκέψεις απ’ τον πόνο
κοντά σου μόνο θέλω να βρεθώ
ας ξέρω πως στο τέλος θα χαθώ
στο πλάι σου να είμαι κι ας ματώνω

Το δέρμα σου μου φτάνει να αγγίζω
το γκρίζο σου το βλέμμα να κοιτώ
το χέρι σου μονάχα να κρατώ
στο άγνωστο μαζί σου ας βαδίζω

Το γέλιο σου να ακούω και ας κλαίω
θα λέω στο Θεό ευχαριστώ
το άρωμά σου το ευωδιαστό
ζητώ απ’ τον αέρα που αναπνέω

Στα όνειρά σου να’ ρθω ένα βράδυ
μες στο σκοτάδι να σου φέρω φως
το ίδιο αγνά καθώς ο αδελφός
φιλί να σου χαρίσω κι ένα χάδι

18
   
Νύχτα Ιουνίου με τον άνεμο του Νότου
το πέλαγος λίγο να ρυτιδώνει
νύχτα Ιουνίου με το κάλεσμα του γκιώνη
που μάταια ψάχνει να βρει τον αδελφό του

Νύχτα Ιουνίου με του Σκορπιού το αστέρι
να λάμπει θαρρείς κι ο ουρανός τού ανήκει
νύχτα Ιουνίου με το επίμονο τζιτζίκι
να νομίζει πως είναι ακόμα μεσημέρι

Νύχτα Ιουνίου με γιορτές στη βεράντα
μουσικές και αρώματα γεμίζουν οι κήποι
νύχτα Ιουνίου με μια ανεξήγητη λύπη
που πιστεύεις πως ήρθε να μείνει για πάντα

Νύχτα Ιουνίου και η θάλασσα μυστηριώδης
υπό το φως ενός φάρου αδύναμου και μόνου
νύχτα Ιουνίου η συντομότερη του χρόνου
νύχτα υπέροχη, νύχτα μεγαλειώδης

19

Πάντα απορούσα
με την τόση σου λύπη
και αναζητούσα
το δάκρυ που λείπει

Σε κάθε πίκρα
μάζευες κι ένα
ποτέ δε βρήκα
πού τα' χες κρυμμένα

Τα είχες δέσει
να φτιάξεις αστέρι
να το αφήσεις να πέσει
η ανάγκη αν το φέρει

Το είχες φορτώσει
με ευχή και ελπίδα
σε ελεύθερη πτώση
μια νύχτα το είδα

20
   
Στου σώματός σου το μυχό
Θέλω ν’ ακούσω την ηχώ
Του ονόματός μου

Στο ποθητό σου το κορμί
Θέλω να σβήσω την ορμή
Του κύματός μου

Να κοιμηθώ στη σιγαλιά
Στην όμορφη ακρογιαλιά
Του βλέμματός σου

Να σε κρατώ στην αγκαλιά
Τα χείλη να κερνώ φιλιά
Ως να ματώσουν

21

α.

Στητός αδιάφορος στ’ ανεμοβόρι
κοιτά τη θάλασσα π’ ανοίγει δρόμο
το βλέμμα των ματιών μπροστά στην πλώρη
στο διάβα του σκορπά μεγάλο τρόμο
υποχωρεί το κύμα να περάσει
πιστό στου ισχυρότερου το νόμο
που όλοι σέβονται σ’ αυτήν την πλάση.
Σα βέλος σκίζει το νερό η τριήρης
καθώς κωπηλατούν γερά με βιάση.
Εκείνος σκεφτικός μπροστά μονήρης
προς το νησί του ο λογισμός του τρέχει
γνωρίζει πως του πέλαγου ο Κύρης
μ’ ασίγαστο θυμό τον κατατρέχει
ποτέ δε χάνει όμως την ελπίδα
χιλιάδες μίλια ακόμα ας απέχει
η όμορφη γυναίκα και η πατρίδα.
Ο κεραυνός τα σύννεφα ανάβει
και μαίνεται ολούθε η καταιγίδα
ακάθεκτο πηγαίνει το καράβι
ολόισια στο δρόμο του θανάτου
το ξέρει αυτός μα μέσα του το θάβει
μαζί με τα πιο μύχια μυστικά του.
Πορεία μπρος φωνάζει οδηγημένος
από το φως αστέρα αοράτου
που πάντα παραμένει καρφωμένος
απάν’ απ΄την πατρίδα του σα φάρος
και μοναχά γι’αυτόν είν’ αναμμένος
σαν απελπίζεται να παίρνει θάρρος.
Κοιτά ψηλά για θεϊκά σημεία
δυσοίωνος στ’ αριστερά ο γλάρος
ελπίδα δεν αφήνει ούτε μία
Σα ν’ άλλαξε όμως γνώμη ο Ποσειδώνας
και διέταξε να πάψει η τρικυμία
ημέρεψε η όψη της γοργόνας
στ’ ακρόπλωρο που είναι σκαλισμένη.
Τα χρόνια που περάσανε αιώνας
γυρίζουν πίσω τώρα γερασμένοι
χορτάτοι από πόλεμο και πλούτη
δεν ξέρουν αν θα ζουν οι αγαπημένοι
και τους τσακίζει η αγωνία τούτη

β.

Στον αργαλειό της πάντα καθισμένη
θα είναι τώρα πια είκοσι χρόνοι
υφάσματα τη μέρα να υφαίνει
μα μόλις σκοτεινιάσει τα ξηλώνει
και με το πρώτο φως τα ξαναπιάνει
γεμίζοντας τις ώρες που ΄ναι μόνη.
Θυμάται τότε, κόσμος στο λιμάνι
καθώς ετοιμαζότανε ο στόλος
το μακρινό ταξίδι για να κάνει
της νήσου ο πληθυσμός ήτανε όλος
να δει τους άνδρες που σε λίγο φεύγουν
Αυτός αμίλητος ονειροπόλος
τα μάτια του θαρρείς την αποφεύγουν
αυτή σιωπηλά του λέει να μείνει
τα χέρια της βουβά τον ικετεύουν
το βλέμμα της που του’ φερνε γαλήνη
ανίσχυρο μπροστά στο πεπρωμένο
που λέει πως θα πρέπει τώρα κείνη
να χωριστεί απ’ τον αγαπημένο
Κοιτάζει απ’ τον ορίζοντα πιο πέρα
το βλέμμα της στο βάθος καρφωμένο
πετάει η ψυχή της στον αιθέρα
σαν βλέπει να ‘ρχεται κάποιο καράβι
πως έφτασε του γυρισμού η μέρα
ελπίδα μέσα της βαθιά ανάβει
μα είναι πάντα φρούδα η ελπίδα
και όταν τελικά το καταλάβει
χαράσσεται ακόμα μια ρυτίδα
στο κάποτε ωραίο πρόσωπό της
θυσία για την άσπλαχνη πατρίδα
που θέλησε να πάρει τον καλό της

γ.

Καθώς συνήλθε βρέθηκε στην άμμο
τον ξύπνησε του κύματος το χάδι
προσπάθησε να σηκωθεί από χάμω
μπροστά το χέρι έχοντας σκιάδι
μα έπεσε και πάλι ζαλισμένος
αυτός που γύρισε απ’ τον Άδη
από τη δίψα νιώθει νικημένος
με μόνο φίλο τώρα πια το κύμα
που μέχρι χθες τον χτύπαγε με μένος.
Μες στο μυαλό του τώρα παίρνουν σχήμα
τα τρομερά της νύχτας γεγονότα:
Τρεις μέρες συνεχώς φυσούσε πρίμα
και της πατρίδας φάνηκαν τα φώτα
«νενίκηκά σε» είπε «Ποσειδώνα
στου γυρισμού πια βρίσκομαι τη ρότα
για δέκα χρόνια ήμουν στον αγώνα
να ξεπερνάω τα εμπόδιά σου
η δόξα μου θα λάμπει στον αιώνα
εγώ θνητός μα νίκησα το θέλημά σου»
Φωνή αντήχησε από το βάθος:
«Εσύ που κρύβεις πάντα τ’ όνομά σου
τυφλός, οδηγημένος από πάθος 
νομίζεις έχεις φτάσει στο νησί σου.
Πολλοί αυτοί που έκαναν το λάθος
να θέλουν τους θεούς να καταργήσουν
και πόσο τώρα το ‘χουν μετανιώσει!
Χαμένοι στα σκοτάδια της αβύσσου
ας είχαν πρώτα τη στερνή τους γνώση
τους λείπουνε οι ύβρεις και οι στόμφοι
ζητούν απ’ το θεό να τους λυτρώσει»
Υψώθηκαν τα κύματα σα λόφοι
και σήκωσαν το πλοίο στον αέρα
χαθήκαν από μπρος του οι συντρόφοι
δεν ήτανε γραφτό να δουν τη μέρα.
Στο πλοίο τώρα πια αυτός μονάχος
δε νιώθει όμως στην ψυχή φοβέρα
του γυρισμού του έφυγε το άγχος
και μόνη σκέψη του να επιβιώσει.
Ποτέ κανένας άλλος μονομάχος
δεν είχε πεθυμιά να ζήσει τόση
και ούτε λύσσα κυνηγός κανένας
το θύμα του να θέλει να σκοτώσει
Στο κέντρο της υδάτινης αρένας
 αγώνας εκτυλίσσεται μεγάλος
μικρός αδύναμος θνητός ο ένας
δεινός πανίσχυρος θεός ο άλλος
με μίσος κοιταζόντουσαν στα μάτια
κλυδώνισε το πλοίο μέγας σάλος
και χίλια δυο το έκανε κομμάτια.
Ημέρεψε η οργή του Αθανάτου
που γύρισε στα θεϊκά παλάτια.
Στο έλεος ο άλλος του θανάτου
αφέθηκε στ’ανέμου τις θελήσεις
 στη λύσσα τη μεγάλη του κυμάτου
και έχασε στο τέλος τις αισθήσεις.

δ.

Την ξύπνησε το φως του παραθύρου
κι ο θόρυβος που ‘ρχόταν απ’ το δρόμο
τη γεύση είχε ακόμα του ονείρου
αργά επανερχότανε στον κόσμο
και φοβισμένη κοίταζε την πόρτα
ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο τρόμο
λουσμένη καθώς ήταν στον ιδρώτα
τα χέρια είχε στην καρδιά σφιγμένα

Ο στόλος λέει στο νησί ερχόταν
με όλα τα πανιά του ανοιγμένα
κι οι κωπηλάτες όλοι μ’ ένα στόμα
τραγούδια έλεγαν αγαπημένα
Δεν είχε δέσει το καράβι ακόμα
μα κείνος βγήκε στη στεριά με βιάση
γονάτισε και φίλησε το χώμα
σε κλάματα ζεστά είχε ξεσπάσει
για τούτη τη στιγμή τα συγκρατούσε
που στην πατρίδα τώρα είχε φτάσει
Μα κάτι γνώριμο αναζητούσε
σαν σήκωσε ξανά ψηλά το βλέμμα
δεν είδε αυτά που πεθυμούσε
ο γυρισμός του έμοιαζε με ψέμα.
Ψυχή δεν είδε να τους περιμένει
στου ταξιδιού που έφτασαν το τέρμα.
Πώς λαχταρούσε την αγαπημένη
να τρέξει να βρεθεί στην αγκαλιά του
να τον φιλά γλυκά. ευτυχισμένη
που ξέφυγε απ’ τα χέρια του θανάτου
για να κρατήσει το δικό της χέρι!
Ορμητική και βίαιη η ματιά του
κοιτάζει να την βρει στα γύρω μέρη
που του φαντάζουν άγονα και στείρα
μέσα στα βάθη της ψυχής το ξέρει
-ποτέ δεν τον συμπάθησε η μοίρα-
το σπίτι θα ‘ναι άδειο, ρημαγμένο
Αργά αργά πηγαίνει προς την θύρα
το  βήμα του βαρύ, υποταγμένο
στη θεία βούληση των Αθανάτων 

Ακόμα το μυαλό της θολωμένο
ακούει τώρα θόρυβο βημάτων
σιγά, διστακτικά η πόρτα ανοίγει
και να! Ω μέγα θαύμα των θαυμάτων
επέστρεψε εκείνος που είχε φύγει.



Αν  μου επιτρέπετε δυο λόγια. Είχα ανεβάσει παλιότερα το α και β μέρος, αλλά αποφάσισα για διάφορους λόγους να σας παρουσιάσω ολόκληρο τον "Νόστο". Ένας από τους λόγους είναι για να τον αφιερώσω στον φίλο Ίβυκο για το τιτάνιο έργο που έχει αναλάβει.
Θα σας ήμουν ευγνώμων για οποιεσδήποτε υποδείξεις επάνω στο κείμενο, στο μέτρο, σε όλα...

22
   
Κόρη πανώρια λυγερή
το σώμα σου σαν το κερί
καίγεται κι αργολιώνει

Άνεμος είναι φονικός
κύμα ψηλό ο πανικός
μπόρα που δεν τελειώνει

Ο ήλιος κατακόκκινος
ερχόταν μέχρι πρότινος
τώρα δε λέει να φέξει

Ποια θάλασσας θεότητα
του κύματός την όργητα
άραγε θα ημερέψει

Τα δάκρυα επάργυρα
όμως βαριά σαν άγκυρα
σε παίρνουν στο βυθό τους

Λάμπουν εκεί για μια στιγμή
κι ύστερα πια ούτε ρωγμή
στο πέλαγος του σκότους

Το σώμα σου ανάσκελο
πλέει κοντά στον άγγελο
που θέλει την ψυχή σου

Γοργόνα με ξανθά μαλλιά
και με τα μάτια τα μελιά
ρωτάς που ‘ν’ οι δικοί σου

Ποια θάλασσας θεότητα
θα δει την αθωότητα
και θα σε βοηθήσει

Τον άγγελο που σε κρατά
προσπέφτοντας στα γόνατα
να πει να σε αφήσει

Να στείλει φεγγαρόφωτο
κι έν’ αεράκι αλλόκοτο
να μπει απ’ το φεγγίτη

Να βγεις στην επιφάνεια
η ομορφιά σου σπάνια
ίδια η Αφροδίτη

23
μόνο το "σ' αγαπώ" στο τέλος προ(σ)φέρεται...


Πανέμορφη είναι η σιωπή κοιτάζοντας τα μάτια σου

να επισκιάζουνε  τ’ άστρα που μιλάνε εκεί ψηλά για μας

το νιώθεις ψηλαφίζοντας τον γαλαξία με τα δάκτυλα

η Σελήνη με μακρόσυρτο ‘‘σσσσ’’ επιβάλλει σιγή

στο αεράκι που θέλει να παίξει με τα φυλλώματα

η καρδιά στο ρολόι του τοίχου σταμάτησε

κρίνοντας απ’ το ‘‘τικ’’ που έμεινε αναπάντητο

οι λέξεις απόψε διστάζουν να προφερθούν

καμμιά τους δε θέλει το άγος του θανάτου της σιωπής

24
"Ego non baptizo te in nomine patri sed in nomine diaboli" , Κάπταιν Άαχαμπ


«Λέγε με Ισμαήλ» έτσι απλά συστήθηκες
από τη στεριανή ζωή πολύ απογοητευμένος
της θάλασσας τον κίνδυνο, του κύματος το μένος
για να γευτείς στο Νάντακετ μια μέρα οδηγήθηκες

Σε τρόμαξαν του Κουίκουεγκ τα φοβερά τα στίγματα
με αυτόν η μοίρα σ’ έστειλε να μοιραστείς την κλίνη
σε κέρδισε  η απλότητα κι η πλέρια καλοσύνη
μαζί αποφασίσατε να οργώσετε τα κύματα

Ούτε που γνώριζες πώς είναι η ζωή φαλαινοθήρα
το φίλο όμως ήξερες ότι θα έχεις στήριγμα
πολύ σε τρόμαξε του γέρο-πάστορα το κήρυγμα
λες κι άκουγες από το στόμα του να σου μιλά η μοίρα

Ανοίχτηκες στο πέλαγος να κυνηγήσεις φάλαινες
πάνω στο γέρικο σκαρί του «Πικουόντ»
παγόβουνα αντίκρισες και αιχμηρά φιόρντ
αντί για πράους ωκεανούς και θάλασσες καταγάλανες

Πολύ σε τρόμαζε του γέρο Άαχαμπ το ψεύτικο ποδάρι
μα πιο πολύ η τρέλα που ‘βλεπες στο μάτι του
ήταν παράλογος, δεσμώτης πάθους ασταμάτητου
ή να πεθάνει ή τη ζωή του Μόμπι Ντικ να πάρει

Ήταν μια φάλαινα λευκή, μοναδική στον κόσμο
όσοι την είχαν δει ορκίζονταν πως ήταν ο Λεβιάθαν
όσοι πήγαν ξοπίσω της κακό μεγάλο πάθαν
μα οι πιο πολλοί, οι πιο συνετοί, αλλάζανε απλώς δρόμο

Στέλναν σημάδια οι ουρανοί και πλήθος οιωνούς
όμως κουφός ο Άαχαμπ, τυφλός, αλλοπαρμένος
στην πλώρη του μερόνυχτα αδιάκοπα γερμένος
πρώτος αυτός να δει του Μόμπι Ντικ τη στήλη από ατμούς

Σε βάρκα ανέβηκε σαν είδε την ασπρίλα στον ορίζοντα
βρήκε τον θάνατο, μπλεγμένος με σχοινιά πάνω στο κήτος
κι ύστερα το καράβι δέχτηκε ένα χτύπημα στο κύτος
αύτανδρο το κατάπιανε τα κύματα τα αφρίζοντα

Ούτε κατάλαβες πώς βρέθηκες στη θάλασσα Ισμαήλ
έχοντας για σωσίβιο του φίλου σου την κάσα
κι εκεί που ήσουν έτοιμος να αφήσεις την ανάσα
σαν να ‘σουν το παιδί της σε περιμάζεψε η «Ραχήλ»

25
Χειροπιαστό σκοτάδι, γαλαξίας μαυροφόρος
μα στην καρδιά του Οφιούχου ένα αστέρι
μόνο του λάμπει εκεί ψηλά και δίχως ταίρι
ξέχασε να το σβήσει ο φανοκόρος

Δριμύς, ατέλειωτος χειμώνας
το περσινό του τοίχου καλαντάρι
έχει κολλήσει σε μια νύχτα του Φλεβάρη
όμως ανθίζει ο βλαστός της ανεμώνας

Βαριά σιωπή, πυκνή, άμα την στύψεις
μπορεί ν’ ακούσεις την ηχώ ενός ψιθύρου
που ξεγελώντας τον φρουρό του παραθύρου
τρύπωσε απόψε στο δωμάτιο της θλίψης

Σελίδες: [1] 2 3