Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Χρήστοςφλ

Σελίδες: [1] 2 3
1
Πέρασα από τις Συμπληγάδες
ατσάκιστος μα άφησα πίσω
άλλους να πνίγονται χιλιάδες
και πώς να μου το συγχωρήσω;

Είδα παιδιά σκελετωμένα
βιάστηκα κι άλλαξα κανάλι
είναι μακριά, είπα, από μένα
ας τα νοιαστούνε κάποιοι άλλοι

γι αυτό κι ένα σταυρό σηκώνω
για κάθε που έστρεψα το βλέμμα
από τον θάνατο ή τον πόνο
για κάθε «τι με μέλει εμένα;»

Έγινα πέτρα να μη σπάσω
μα πλήρωσα το τίμημά μου
δωσ’ μου τα μάτια σου να κλάψω
δεν έχουν δάκρυα τα δικά μου...

2
[/font][/color]
[/color]Είχες στα μάτια σου του ηφαιστείου τη λάμψη
κείνη την ατιθάσευτη φωτιά, της νιότης
όταν ψιθύριζες στη μάνα σου « μην κλάψεις,
θα είμαι πίσω πριν καλά καλά το νιώσεις»

«είναι παράξενοι οι δρόμοι της θαλάσσης»
σου είπε μονάχα και τα λόγια της μαχαίρια
«σου ρίχνει η νύχτα πετονιά κι άμα δαγκάσεις
ξεχνάς και χάνεται η ζωή απ’ τα δυο σου χέρια»

«ψάχνω για εκείνο το ολοπόρφυρο κοχύλι
μόλις το βρω την άλλη μέρα θα γυρίσω»...
μα έχουν περάσει από τότε χρόνοι χίλιοι
και ούτε η σκέψη σου ποτέ δεν ήρθε πίσω

κι αργά κατάλαβες πολύ, σου πήρε αιώνα
πως κυνηγώντας τ’ άπιαστα και τα μεγάλα
έχανες την ουσία, στ’ άχυρα βελόνα
την ώρα που έφευγε η ζωή στάλα τη στάλα


[/color][/font][/color]
[/t][/t]
[/td][/tr][/table]

3
Γυμνή σε βρήκα, μ’ αδειανό και σκοτεινό το βλέμμα
κι η ανάσα σου ίσα που έβγαινε απ’ τα βάθη του λαιμού
στην πλάτη σου είχες μια πληγή π’ ανάβλυζ’ άλικο αίμα
από σαΐτα, μαχαιριά; Ή δάγκωμα αγριμιού;


Στα χείλη σου έφερα νερό γλυκό να ξεδιψάσεις
χρόνια σε τόπους άνυδρους που έζησες και ξερούς
κι ήταν νερό της λησμονιάς να πιεις και να ξεχάσεις
εκείνους σε πλήγωσαν , τους ξένους, τους δικούς


Τα μάτια σου άνοιξες δειλά και κοίταξες την πλάση
Κι έμοιαζες με ορίζοντα στο χρώμα το αυγινό
«όλα μπορεί ο άνθρωπος» μου πες «να τα ξεχάσει
δε λησμονιέται μοναχά τ’ άδικο απ’ αδερφό»


κι ευθύς πετάξαν δυο πουλιά, δυο άγριοι συκοφάδες
δεν τραγουδούσαν, μα έλεγαν λόγια του γδικιωμού
κατάρες για τους άδικους για τους αδερφοφάδες
για όλους που σφετερίζονται τον πόνο του αλλουνού

4
Μη λες τη λέξη θάλασσα, μη λες τη λέξη κύμα
μπρος σε καράβι απόμαχο, δεμένο στη στεριά
που ακούει μέσα του φωνή να του φωνάζει «κίνα!»
αλλά δεν έχει αντοχές να πάει πουθενά

μη λες τη λέξη λευτεριά, μη λες τη λέξη αέρας
μπρος σε κλουβί, σε φυλακή, σε μένα αν μ’ αγαπάς
πιόνι αισθάνομαι άβουλο στου κόσμου τη σκακιέρα
δεν ξέρεις τι είναι να σου λέν’ οι άλλοι που θα πας

μη λες τη λέξη ουρανός σ’ όποιον φτερά δεν έχει
και σ’ όσους για τα χαμηλά τους έταξε η ζωή
δεν είναι πόνος πιο βαρύς: ό,τι μισείς ν’ αντέχεις
να λαχταράς, να καίγεσαι αλλά να μην μπορείς…

Μη λες για τον παράδεισο, για θεία δικαιοσύνη
σ’ εκείνους που δεν άγγιξε πότε χέρι θεού
αν θες για αγάπη μίλα μου, μα όχι από ελεημοσύνη
αγάπη είναι να πονάς στον πόνο του αλλουνού

5
[/u][/font][/color]
[/color]
Έχω μες στο μυαλό αποθήκες
κουτιά χιλιάδες, κρύπτες , ράφια
για τις γλυκές που γεύτηκα ήττες
σαν μέλι πάνω από ξυράφια

Μακριά από μούχλα κι υγρασία
μες σε ντουλάπι εντοιχισμένο
κρύβω καλά μια προδοσία
στόμα του Ιούδα φιλημένο

όλα τα ελαφρυντικά μου
και τα «προτέρου εντίμου βίου»
έβαλα με τα σφάλματά μου
σ’ ένα συρτάρι του ψυγείου

Τις ενοχές μου έχω πετάξει
μες στον νιπτήρα του Πιλάτου
κι είμαι για όλους, σ’ όλα εντάξει...

Κι όμως γιατί είμαι του θανάτου;
[/color][/u][/font]
[/t][/t]
[/td][/tr][/table]

6
να μεγαλώσω κάποτε Βιαζόμουν
να κάνω πράξη όσα ονειρευόμουν
μα τώρα που μεγάλωσα
είδα πως κατανάλωσα
τα νιάτα μου σ’ ότι πολύ φοβόμουν

Ποτάμι ο καιρός κι έχει κυλήσει
Δεν βρήκα όμως στ’ άλυτα μου λύση
Και σκιάζομαι τον ίσκιο μου
Μα πιο πολύ που πίσω μου
Εκείνα που αγάπησα έχω αφήσει

Τα βράδια όλα που πέρασαν
Τα χρόνια που με γέρασαν
Τα νιώθω ένα – ένα να ανασαίνουν
Κι εγώ να γράφω ποίηματα
Για θάλασσες και κύματα
Γι αγάπες που ποτέ τους δεν πεθαίνουν

Βιαζόμουνα να μεγαλώσω πάντα
Τον ήλιο για να φτάνω απ’ τη βεράντα
Κι αργά το πήρα είδηση
Πως μέσα στη συνείδηση
Μιαν εφηβεία ζω ετών σαράντα

7

δίψαες για πέλαος κι εγώ για μια πατρίδα
κίτρινο μες στα μάτια η νιότη κεχριμπάρι
και μ’ ένα ασέλωτο χρυσόμαλλο κριάρι
πετάξαμε προς τον βορρά, την Προποντίδα

σαλπάραμε κατά το ασήμι, το χρυσάφι
την ώρα π’ άναβαν τα ουράνια σπαρματσέτα
μα έκρυβε ο χρόνος μες στον κόρφο του φαλτσέτα
θανατερή και κοφτερή σαν το ξυράφι

όμως εμείς κι οι δυο μαζί στην εφηβεία
στην άγνοια μέσα, κοροϊδεύαμε γελώντας
τους αποτρόπαιους χρησμούς που έλεε μασώντας
της δάφνης φύλλα στους Δελφούς κάποια Πυθία

κοιτάζω τώρα τη σκιά σου να μακραίνει
μέσα στη θάλασσα που πήρε τ’ όνομά σου
δε με λυπεί που πια δεν βρίσκομαι κοντά σου
με θλίβει που η ψυχή από αισθήματα φτωχαίνει

8
έκλεισα τα φύλλα του παράθυρου
τάισα  τη νύχτα σπόρια του ροδιού
για να ξεχαστεί …. και τούτο το όνειρο
να μπορώ για πάντα  να θωρώ:

είμαι   λέει σε βάρκα κι είσαι πλάι μου
κι όπως πλέουμε  στο κέντρο τ’ ουρανού
σου μιλώ  λόγια  αγάπης άηχα
που η ψυχή τ’ ακούει μοναχά

κι έχεις λέει το  χέρι σου το χέρι μου
νιώθω στην καρδιά μου τα ίχνη του σεισμού
κι από ένα  φεγγάρι άτι ασέλωτο
δίναμε στο πέλαγος  λωτό

ξέχασε μας πέλαο μεσοπέλαγα
λέγαμε, και μη μας βγάζεις σε στεριά
όνειρο που θρέφεσαι απ’ τη μνήμη μας
κράτησε αιώνια για μας

9
χαμένος μέσα στα ρηχά που αγκυροβόλησα
σε χρόνια δίσεκτα και σε καιρούς της άπνοιας
να μάθω ήθελα απλά γιατί δεν μπόρεσα
γιατί συγχώρεσα
την ατολμία της σάρκας

θυμώνει η θάλασσα που δεν την εταξίδεψα
και βρέχει ο ουρανός που δίστασα να αγγίξω
ξυπνούν τα όνειρα που μόνος μου παγίδεψα
και που τα κήδεψα
προτού καν να τα ζήσω

σηκώνω όλο το στερέωμα στην πλάτη μου
δε νιώθω βάρος, με βαραίνει αυτό μονάχα:
ότι η πιο μεγάλη απ’ όλες αυταπάτη μου
ήταν η αγάπη μου
ήταν πως ζούσα τάχα

τραβάω μια μπίλια στου καιρού το αριθμητήριο
και μια γραμμή να ακυρωθούν τα περασμένα
κρυφά ποτίζω τη ματαίωση δηλητήριο
βγάζω εισιτήριο
για το άγνωστο, για μένα

10
έριξα τη σκέψη μου μες στ’ άπατα
στις στροφές της μνήμης που δε σταματά
κι όνειρα , εφηβείες, πρώτοι έρωτες
αναγεννηθήκανε ξανά απ’ το χτες

κι είπα, όλα είναι τόσο εφήμερα
κι όσα ζούμε είναι μόνο μια φορά
λάμψη σε νερό πελάγους διάφανου
σήμερα δικά μας κι αύριο αλλουνού

ήρθ’ η μέρα και το φως της ζήλεψα
έβαλα τα ακέραια χώρια απ’ τα λειψά
άνοιξα πατζούρια και παράθυρα
να ακουστεί η ευχή μου απ’ όλους καθαρά:

αχ να ζούσα για όσο θα ονειρεύομαι
για όσο λέω στης σκέψης τα ταξίδια, ναι
κι όταν σταματούσα να αγαπιόμουνα
να με κάνει ο χρόνος τίποτα ξανά

11
δείξε μου δρόμο ουρανέ να βγω να περπατήσω
ετούτη η γης  δε με χωράει,  με γέμισε πληγές
το θάνατό μου στο λαιμό ήθελα να πατήσω
πριν μεγαλώσω και  γενώ απόσπασμα απ’ το χτες

δείξτε μου θάλασσες  μια οδό κάτω από τα νερά σας
που στου ηφαιστείου να οδηγεί, την πύρινη ψυχή
να κλέψω από τη θέρμη του, να βάλω στην καρδιά σας
άνθρωποι που δεν ξέρετε αγάπη τι θα πει

μίσος στο μίσος  χόρτασα, κι απάτη στην απάτη
πάρε με τόξο ουράνιο τέρμα οι αναβολές
πιο πέρα απ’ τον ορίζοντα, πέρα απ’ την αυταπάτη
μέχρις εκεί που βρίσκονται της νύχτας  οι εκβολές

τους στίχους μου τους ταπεινούς έλα και πάρε αέρα
στροβίλισέ τις λέξεις μου , μάθε τις να πετούν 
μες στις στοιβάδες των νεφών στα στρώματα του  αιθέρα
γιατί  ποτέ δε μάθανε στη γη να περπατούν

κι εσύ φεγγάρι αυτάρεσκα  που βλέπεις τη μορφή σου
μέσα  στα καταγάλανα της θάλασσας νερά
έλα σύρε την καυτή, πα στα μαλλιά μου,  αφή σου
και πες μου ψέματα: « η ζωή δεν είναι μια φορά»

12
από μακριά η ζωή σαν να μου γνέφει
θυμίζοντάς μου πόσα μου χει δώσει
κι εγώ απ’ τον ουρανό να χαμηλώσει
ζητώ, για να κρυφτώ στ’ άσπρα του νέφη

στο νου μου φέρνω όσα επιθυμούσα
τα μάτια κλείνω κι όμως δεν κοιμάμαι
πάντοτε, από παιδί ,ήμουν… θυμάμαι
πιο πίσω πάντα απ’ ότι κυνηγούσα

στην εφηβεία που έχω αφήσει πίσω
μια θάλασσα με φέρνει κύμα – κύμα
διστάζω μα τολμώ το πρώτο βήμα
και παίρνω φόρα να την ξαναζήσω

κι όλους που μ’ αγαπήσαν δίχως δόλο
στο νου μου φέρνω κι όσους αγαπούσα
και νόμισα απ’ το χέρι τους κρατούσα
μα ήταν ένα όνειρο , όλο κι όλο

13
Στον καπνό και στην αιθάλη
πνίγηκε κι απόψε πάλι
των ματιών το φως
ψάχνοντας στα πονεμένα
πνίγηκα κι εγώ σ’ εμένα
κι έμεινα μισός

στη φωτιά και στο μαχαίρι
σαν να μ’ έσπρωξε ένα χέρι
μα δεν λέω πονώ
δίνω μέλι στις πληγές μου
και στις δώδεκα ψυχές μου
λάβδανου ποτό

ξέρω στο ευτελές μου ντύμα
του θανάτου έχω το στίγμα
μα όσο ακόμη ζω
και πριν στον καιρό υποκύψω
θα ‘θελα να εξοστρακίσω
τη φοβία του μπρος

απ’ τα δυο σου μπλε μαντεία
ήπια αιώνια εφηβεία
κι έλαβα χρησμό:
«θα σαι πάντα ήξεις αφήξεις
αν τη σκέψη δεν τραβήξεις
από το κενό»…

14
πάνω στη θάλασσα θα αφήσω όσα αγάπησα
να επιπλέουν σαν σπαράγματα από πλοίο
για να θυμίζουν πως στα κύματα περπάτησα
και που ναυάγησα
να δείχνουν το σημείο

κι ανηφορώντας πα στα στρώματα τα’ ανώτερα
του αιθέρα, όλα θα ξεχάσω τα χαμένα
και πως θηρεύοντας για αιώνες τα’ ανυπόστατα
φύγαν αερόστατα
τα χρόνια μου ένα – ένα

στον άνεμο θα αφήσω όσα χρόνια ανέχομαι
θα εξοστρακίσω όλα που μου φέρναν τρόμο
και θα απαντήσω στη ζωή: «να ζήσω δέχομαι
πίσω σου έρχομαι
και δείξε μου το δρόμο»

κι αφού πετάξω στον καιάδα ότι έχω ανάπηρο
κι αφού τεντώσω ως το τέρμα τις χορδές μου
ουράνιο σώμα να κατρακυλήσω, διάπυρο
να αγγίξω τ’ άπειρο
να φτάσω στο μηδέν μου

15

Έσκαψα στέρνα στον καιρό
και την ξεχείλισα νερό
να μπω να κολυμπήσω
γιατί σε θάλασσα ανοιχτή
φοβάται η σκέψη να ανοιχτεί
μη δε γυρίσει πίσω

Κλείνω καλά την κλειδωνιά
Να μην ακούω φωνή καμιά
Τραβάω τις κουρτίνες
η μέρα νύχτα να γενεί
κι αυγή ποτέ να μη φανεί
γιατί μου φέρνει μνήμες

παλάτι έχτισα αντοχής
μέσα στα βάθη της ψυχής
να κυβερνούν οι τύψεις
που με γυρίζουν πίσω εκεί
σ' ότι έχει ολότελα χαθεί
και σ' ότι μου 'χει λείψει

Δρόμο άνοιξα στον ουρανό
να βαφτιστώ στον κεραυνό
φωτιά να μεταλάβω
να κάνω στο κορμί κακό
που άφησε να διαβεί ο καιρός
χωρίς να καταλάβω

16
σ’ ένα μου όνειρο βαθύ και πελαγίσιο
σ’ είδα μα εσύ έκανες τάχα πως δε μ’ είδες
είχες τα μαύρα σου μαλλιά δεμένα πίσω
τα μάτια σου άστραφταν, μικρές πυγολαμπίδες

κι ενώ περίμενα να ‘ρθεις να μου μιλήσεις
από μακριά μου στέλνεις το φιλί του Ιούδα
κι όπως αρχίζουν του μυαλού οι κατολισθήσεις
μικρή η ψυχή μου εγκλωβισμένη πεταλούδα

κι όμως μαζί είχαμε πορευτεί θυμάμαι
πλάι στο ηφαίστειο πριν εκραγεί της Θήρας
και σου χα πει ψιθυριστά πως δεν φοβάμαι
τι να μας κάνει, αν είμαστε μαζί, η Μοίρα

τριγύρω τώρα εγκάτάλειψη μυρίζει
κι οσμή αναδίδω σήψης πριν να χω πεθάνει
αφού μια σ’ έχει το κορμί μου και σ’ αγγίζει
και μια πετάς πάνω στα νέφη και σε χάνει

17
βραχνό λαγούτο οδηγεί απόψε την ψυχή μου
ως μπαίνει μέσα στο βαθύ λαγούμι της σιωπής
κι αναρωτιέμαι νόημα αν έχει πια η ζωή μου
αφού όσα πόθησα πολύ τα έχω απαρνηθεί

όμως σαν σπίτι που έπεσε και προσκυνά το χώμα
μα τα θεμέλια του ειν’ θαρρείς ακόμη ζωντανά
νιώθω μες στην ερείπωση του σώματος μου, ακόμα
να υπάρχει κάτι πιο βαθύ …. κάτι που δεν γερνά

κι όσο κι αν θες αδίσταχτο θεριό να με χαλάσεις
μάθε , δεν παραδόθηκα ποτέ μου αμαχητί
κι εφτά στιλέτα κάρφωσα στο σώμα της θαλάσσης
για κάθε που μου βούλιαξε στα βάθη της σκαρί

μα ως πότε θα καπνίζουνε τα ερείπια του μυαλού μου;
γιατί δεν σβήνουν οι φωτιές αφού έπιασε βροχή;
με την ευτέλεια να κυλά στις φλέβες του καιρού μου
στίχους δε θέλει μα σπαθί ετούτη η εποχή....

18
είπα στη θάλασσα: μπορώ
να περπατήσω στο νερό
είπα: μπορώ να κάνω
τ’ αδύνατα όλα δυνατά
να πάω απ’ τον καιρό μπροστά
κι απ’ τη ζωή πιο πάνω

είπα στη νύχτα: φτάνει πια
έχω φτερά, έχω κουπιά
κι αρκεί να το θελήσω
μπορώ να πλεύσω ωκεανούς
να κατακτήσω ουρανούς
μπορώ να σε νικήσω

και στην ψυχή μου μη δειλιάς
είπα, μπροστά είν’ ότι αγαπάς
κι ότι έφυγε, έχει φύγει
βρες ένα τρόπο, μι' αφορμή
από το δανεικό κορμί
να βγεις να πας ταξίδι

μα ύστερα κλείστηκα ξανά
στα όριά μου τα στενά
στης θλίψης τη θαλάμη
που είν’ όλα γύρω μου σαθρά
που είναι η ζωή μια χαρακιά
απάνω στην παλάμη

19
Είπες: «θα φύγω σ’ άλλη γη θα πάω σ’ άλλα μέρη
με τον καιρό θα μετρηθώ στ’ αλώνια του μυαλού
θα κόψω τον ομφάλιο λώρο μ’ ένα μαχαίρι
που στο κατάρτι με κρατά δεμένο του καιρού»

τα όνειρά σου ανάθρεψες με περηφάνιας γάλα
απάνω στον αυχένα τους μην ανεχτούν ζυγό
κι είπες «εγώ γεννήθηκα για πράγματα μεγάλα
πίσω απ’ τη μοίρα να συρθώ δεν θα καταδεχτώ»

πάντα σου ότι αγάπαγες το αγάπαγες περίσσια
της προδοσίας δεν γνώριζες τη γεύση τη στυφή
και φύτευες μες στ’ άγονα κιτριές και κυπαρίσσια
γι’ αυτό μυρίζεις άνοιξη και θάνατο μαζί

αψήφησες τι σου ‘λεγαν όλοι οι μαντατοφόροι
«απ’ όσους δώρα φέρνουνε, καλά να φυλαχτείς»
τώρα τα τείχη σου χτυπούν με λύσσα οι σταυροφόροι
κι εσύ δεν έχεις δύναμη να τους αντισταθείς…

20
είχε η αγάπη σου απ’ την απάτη σου
ένα μονάχα γράμμα διαφορά
όπως η άβυσσος και ο παράδεισος
απέχουν μόλις λίγα εκατοστά

ρωγμή στη στέρνα μου, βέλος στη φτέρνα μου
η σκέψη σου, κι αδειάζει το μυαλό
λάμα είναι ατσάλινη σε θήκη γυάλινη
η μνήμη σου … μα σκύβω τη φιλώ

φωτιά στα σύννεφα
θα βάλω σήμερα
να κάψω όσα χρόνια με γερνούν
και μες στη θάλασσα
όσα δεν άλλαξα
θα ρίξω να τα πάρει να χαθούν

τι μου ‘ρθε κι άνοιξα μες στα μεσάνυχτα
την πόρτα; τάχα ποιον να υποδεχτώ
κι άκουσα βήματα ήχο από κύματα
θρόισμα πτώσης φύλλων στο κενό

21
Μάνα σου στέλνω μια γραφή γραμμένη μ’ αίμα
χαμένος είμαι μες τα ίδια και τα ίδια
μα όλο πετά η σκέψη μου στα περασμένα
ξεσκόνισέ τα παιδικά μου τα παιχνίδια…

Πνίγομαι πια μέσα στον ίδιο τον εαυτό μου
χωρίς να το αισθανθώ μέρα με την ημέρα
κόβοντας τ’ οξυγόνο από το σκάφανδρό μου
μαμά δεν έχω πια καιρό δεν έχω αέρα

μέρες βαριές και σαν να σκούριασαν κι οι μνήμες
μεσ’ σε κουτάκια δες συλλέγω τις σιωπές μου
Ξύπνα με το πρωί και τράβα τις κουρτίνες
«είν’ ώρα για να πας σχολείο, σήκω γιε μου»

μόνο μια χάρη σου ζητώ μη μου γεράσεις
γιατί έχω ανάγκη απ’ τη δική σου παρουσία
να με χαϊδέψεις στα μαλλιά, να μου γελάσεις
και να μου μάθεις ποια τα’ ανούσια, ποια η ουσία

κοίτα τα’ αστέρια είναι κοντά, δίπλα η σελήνη
μα προτιμώ απ’ το τρέξω να τα αγγίξω
στην αγκαλιά σου να ζητήσω την γαλήνη
μέσα της να με σφίξεις κι εγώ να σε σφίξω

Μάνα σου στέλνω μια γραφή γραμμένη μ’ αίμα
πιασμένος είμαι μες τα δόκανα του κόσμου
άραγε ήταν νύχτα τότε που με γέννας
κι είναι ταγμένος στο σκοτάδι ο εαυτός μου;

22
μετράει ανάποδα ο καιρός κι εγώ παγώνω
γυρνάει της γης όλο ακατάπαυστα η σφαίρα
σ’ είχα θαρρώ ανταμώσει σ’ έναν άλλο χρόνο
κορίτσι που έγινες γυναίκα σε μια μέρα

σ’ ένα ιερό της Ίσιδος κάπου στις Θήβες
ως μ’ έλουζες στα σκοτεινά σ’ ένα λουτήρα
μου ‘πες μαζί θα ξεγελάσουμε τη μοίρα
κι ύστερα γίναμε στην άμμο πυραμίδες

καθώς τα χέρια μας σμιλεύαν του Φειδία
πα στη ζωφόρο τη λευκή του Παρθενώνα
μου πες θα σ’ αγαπώ ως τη δύση του αιώνα
και στην πεντελική αφεθήκαμε ακαμψία

Τη νύχτα που έσβηνε στη λήθη η Πομπηία
σ’ εναγκαλίστηκα φορά στερνή και πρώτη
μου ‘ταξες να μου δόσεις την αιώνια νιότη
κι ύστερα γίναμε δυο γύψινα εκμαγεία

σ’ είχα και πλάι μου, και μέσα και κοντά μου
μαζί μου σ’ όποιαν εποχή σ’ όποια πατρίδα
τώρα κοιμάμαι μοναχά με την ελπίδα
να ρθεις και στ’ όνειρο ν’ αγγίξεις τα μαλλιά μου

23
το βλέμμα  μου στην  έρημο βουλιάζει
και πώς να προχωρήσω  δίχως έννοια
κερκόπορτα του νου μου σιδερένια
ποια προδοσία σε παραβιάζει;

το σώμα μου μονάχο εδώ κρυώνει
τη μοναξιά μου με αιώνες  μέτρα
πως έγινε η καρδιά μου μαύρη πέτρα ΄
σαν λάβα που τη θάλασσα ανταμώνει;

καράβι δέσμιο ατσαλένιου μόλου
δεν μ’ έσκιαξαν τα πέλαγα ποτέ μου
τις τρικυμίες τους έκανα δικές μου…
το τίποτα με σκιάζει, το καθόλου

με σώζει  μόνο που μ’  αφήνει πίσω   
και  πάντα προπορεύεται η ψυχή μου
του υπολογισμού , της λογικής μου
του : «τόσα θέλω για να σ’  αγαπήσω»

24
θυμάμαι κάποτε είχες πει
«εγώ θα σ’ αγαπώ για πάντα»
άγρια  η ανάσα σου λεβάντα
λευκό το σώμα σου πανί

πάνω σ’ ένα κορμό χλωρό 
είχαμε γράψει  τα αρχικά μας
κι ήτανε γύρω όλα δικά μας
και κύλαγε η ζωή νερό 

και είχαν ανθίσει  οι ουρανοί
σπαρμένα ολούθε ουράνια τόξα
για της αγάπης μας τη δόξα
που ήταν αγνή κι αληθινή

κι ύστερα ήρθαν οι βροχές
και μας σκεπάσανε τα χιόνια
τι κι αν περάσαν  χίλια  χρόνια
μου φαίνεται σαν να ταν  χτες

τώρα  στα μάτια μου βαθιά
χαλκού κοιτάσματα θαμμένα
θα σ’ έχω πάνω κι από μένα
σου χα  θυμάμαι πει παλιά

25
τα μάτια μου άνοιξα προτού να ξημερώσει
να δω το φως το αυγινό προτού να φύγει
προτού με φθείρει ο καιρός και με σκοτώσει
με το στιλέτο που πίσω απ’ την πλάτη κρύβει

τριγύρω σε κορνίζες πρόσωπα οικεία
με πάνε σ’ έναν άλλο τόπο σ’ άλλο χρόνο
σα να ‘μαι μες στη σάλα με τα προσωπεία
μουσείου, που φιλοξενεί θανάτους μόνο

βλέπω κι εσένα, τα μαλλιά σου είναι χυμένα
πάνω στους ώμους, σκύβω και σου ψιθυρίζω
«σ’ αγάπησα πιότερο απ’ όλους κι από μένα
κι εσύ μ’ αγάπησες πιο πάνω απ’ όσο αξίζω»

σε βλέπω, πίνω κάθε φθόγγο απ’ τη φωνή σου
κι εσύ μ’ ακούς τι κι αν τα χρόνια μας χωρίσαν
κι όπως μ’ αγγίζεις , με το χέρι το δεξί σου
μου λες: «για κοίτα τα δεντρά πως πρασινίσαν»

Σελίδες: [1] 2 3