Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - ΧΩΡΙΑΤΗΣ

Σελίδες: 1 2 [3] 4 5 6 ... 33
51
Να 'σαι καλά Φωτεινή


52

Φτιάχνεις όλη μέρα σχέδια στο χαρτί,
γράφεις, μουτζουρώνεις πια το κάθε τι.


Λόγια του αέρα τρέχουν στο γυαλί
και την πόρτα κλείνεις σαν φυσάει πολύ.


Πλαστικές σημαίες κρύβουνε τη γη,
γίνανε σκουπίδια μέχρι την αυγή.


Άνθρωποι που μοιάζουν σαν αγάλματα,
γέλιο πια δεν βγάζουν, ούτε κλάματα.


Άδειοι είναι οι τοίχοι και άγρια η λησμονιά
και δεν ξημερώνει πια στη γειτονιά.


Γράφεις όλη μέρα γράμματα σκυφτός,
άδειος από λέξεις, άσημος αστός.


Φτιάχνεις όλη μέρα σχέδια στο χαρτί,
τώρα τα κοράκια λέγονται αετοί.


Λόγια του αέρα μόλυναν το φως,
καίγονται στο χρόνο λύκος κι αδελφός.


Πλαστικές σημαίες κρύβουν τη ζωή,
νάυλον σακούλες χωρίς μια πνοή.


Άνθρωποι που μοιάζουν με προβλήματα,
μείναν οι προθέσεις χωρίς ρήματα.


Σβήστηκαν οι τοίχοι, έμειναν μισοί,
χάθηκε το μαύρο και το θαλασσί.


Γράφεις όλη μέρα γράμματα σκυφτός,
ψάχνεις για τις λέξεις, άπιστος πιστός.


Γράφεις όλη μέρα γράμματα σκυφτός,
άλλαξαν κι οι λέξεις, 'γίναν καθεστώς.

53
Σε ευχαριστώ πολύ φίλε μου
να 'σαι καλά


54

Μέσα στη ζάλη των ποιημάτων,
με αναμνήσεις παλιών ασμάτων,
γόνατο βάζω πάνω στο χώμα,
σηκώνομαι όρθιος για λίγο ακόμα.


Μες τα μοντέρνα τα καλοκαίρια
φτύνω τζιτζίκια τα μεσημέρια,
χύνω στους τοίχους μελάνι μαύρο,
μες τους ρεμπέτες αλήθειες θα 'βρω.


Είμαστε ωραίοι, είμαστε λίγοι,
μέσα στο νέφος που μας τυλίγει,
είμαστε ωραίοι, κρατάμε ακόμα,
μέχρι να μπούμε στο μαύρο χώμα.


Μέσα στον κύκλο που με κλειδώσαν,
μια ευκαιρία πάλι μου 'δώσαν,
μα εγώ ακόμα δεν είπα τέλος,
στη συμμορία θα μείνω μέλος.


Μες τη ομάδα την εκτός μόδας,
άγριας κιθάρας και της μιας ρόδας,
με μωβ διακρίσεις ξενυχτισμένων
και με ατάκες καταραμένων.


Είμαστε ωραίοι, είμαστε λίγοι,
μέσα στο νέφος που μας τυλίγει,
όμως κανείς μας δεν ξενερώνει
και δεν μας νοιάζει τι ξημερώνει.


Μέσα στη ζάλη των συγκινήσεων,
φιλιά ερώτων και ροκ κινήσεων,
χωρίς το χρήμα αυτοσκοπό μας
πάντα θα λάμπει το μέτωπό μας.


Χωρίς της μάζας την προστασία,
δεν μας ανήκει καμιά θυσία,
ζούμε μονίμως σ' ένα ταξίδι,
μα που θα πάμε το ξέρουμε ήδη.


Είμαστε ωραίοι, είμαστε μόνοι,
μα δεν μας νοιάζει, δεν μας θυμώνει,
παλιοί δραπέτες ονειροπόλοι,
δεν μας ταιριάζουν οι νέοι ρόλοι.


Είμαστε ωραίοι, είμαστε ίσοι,
δεν μας πειράζει, θα βρούμε λύση
για ό,τι μας τρώει και μας ζορίζει,
ποτέ κανένας δεν μας χωρίζει.


55
Να είστε καλά

56

Του πρωινού η διάσταση
αλλάζει και εξαρτάται,
από εκείνον που ξυπνά,
ή άλλον που κοιμάται.


Ο ένας ξημερώματα
γυρνάει από ξενύχτι,
εγκλωβισμός σε αρώματα
και σε γυναίκας δίχτυ.


Κι ο άλλος τα χαράματα
ξυπνάει για να μετρήσει
τα χίλια μεροκάματα
και ύστερα να σβήσει.


Του πρωινού τον θάνατο
τον έζησαν χιλιάδες,
άλλον τον κάνει αθάνατο
και άλλους σαν ραγιάδες.


Ο ένας χτίζει τ' όνειρο
σε μάρμαρο και πέτρα,
μα σε καιρό παμπόνηρο
και αδειάζει η φαρέτρα,


τα βέλη που τον πλάνεψαν,
η φλόγα που τον καίει,
τα χρόνια τον ορφάνεψαν
και τώρα καταρρέει.


Ο άλλος φτιάχνει οράματα
στην άμμο και στο χώμα,
μα πριν απ' τα γεράματα
ξαπλώνει σε άδειο στρώμα,


ένας τρελός που περπατά
σε πάτωμα που τρίζει,
τη μια δεν ξέρει που πατά,
την άλλη ξαναρχίζει.


Του πρωινού η άνοιξη
ψυχές θα σημαδεύει,
άλλος με αγάπη θα ξυπνά
κι άλλος θα τη γυρεύει.


Ο ένας στη νιρβάνα του
φτερά θα ζωγραφίζει
κι ο άλλος στη χαρμάνα του
την τύχη του θα βρίζει.


Του πρωινού η άνοιξη,
τον κόσμο ξημερώνει,
άλλος με γέλιο ντύνεται
και άλλος ξενερώνει.


Του πρωινού η άνοιξη
ταξίδια θα φωτίζει,
ένας θα φεύγει στ' άγνωστο
κι άλλος ξαναγυρίζει.

57

Τώρα που βρήκες την Ιθάκη,
σαν Οδυσσέας ναυαγός,
σαν βετεράνος κυνηγός
με άγριο βλέμμα σαν γεράκι.


Τώρα που έπεσε ο αέρας,
μπήκε στου αιόλου το ασκί,
πίνεις μονάχος σου ρακί
μέχρι τη δύση της ημέρας.


Δεν έχουν μείνει πια μνηστήρες,
η Πηνελόπη πια γριά
και δεν υπάρχει γιατρειά
ούτε υπάρχουν πια σωτήρες.


Τι κι αν τη σπίθα σου έχεις δώσει
στου Τηλεμάχου τη ματιά,
του τόξου σου τη σαιτιά
άλλος κανείς δεν θα τη νιώσει.


Ο μόνος φίλος σου έχει φύγει,
είχε το όνομα Αργός,
πιστός σκυλίσιος οδηγός
με τα άγρια νιάτα σου θα σμίγει.


Τώρα που βρήκες την Ιθάκη,
την πιο στερνή σου τη φωλιά,
τώρα δεν βγάζεις πια μιλιά
για το θαλάσσιο το σαράκι.


Τώρα πια γράφεις τ' όνομά σου
φορώντας γέρικα γυαλιά,
με το κεφάλι στη θηλιά,
τώρα για ήττες ετοιμάσου.


Όταν, λοιπόν, ξανά θα φύγεις
μέσα από τούνελ της σιωπής,
μέσα στο φως μιας αστραπής,
ύστατη αλήθεια ξετυλίγεις.


Όταν, λοιπόν, ξανά θα φύγεις
μέσα σε νύχτα του χιονιά,
θα ξεχυθείς στη λησμονιά,
σ' αυτή που πάντα καταλήγεις.

58

Ήλιος Θεός, Ήλιος Χριστός,
Ήλιος Μωάμεθ, Βούδας,
σκοτάδι βγαίνει ο θάνατος,
Εφιάλτης και Ιούδας.


Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
πίνω τη μέρα φως μου,
κάνω τα δάκρυα όνειρα
μες τις καρδιές του κόσμου.


Ήλιος θεός, Ήλιος θνητός,
Σωκρατικός προφήτης,
φωτιά που πέφτει από ψηλά,
κι ένας Θεός αλήτης.


Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
κεριά μες το σκοτάδι,
σκορπάει ο χρόνος τα όνειρα,
μα αυτά γυρίζουν βράδυ.


Ήλιος Θεός, Ήλιος λαμπρός,
Ήλιος Ερμής και Απόλλων,
σαν πληγωμένος έρωτας
σε αυγές ονειροπόλων.


Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
κατάματα στον Ήλιο,
ένας δραπέτης άνεμος
σε ονειρικό βασίλειο.

59
πολύ δυνατοί στίχοι και γρήγοροι σαν σφαίρες
μπράβο από μένα.

60

Αυτό που φαίνεται σιωπή,
σαν παγωμένο χιόνι,
πουλιά πάνω στα σύρματα
της μουσικής μου οι τόνοι.


Αυτό που απλώνει σαν φωτιά
σε ξεραμένα φύλλα,
αντίδοτο στα θαύματα,
σκουλήκι μες τα μήλα.


Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
συμβολικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.


Αυτός που ψάχνει θάνατο,
τη μοναξιά του ψάχνει,
ένα κουνούπι μόνο του
τροφή για την αράχνη.


Αυτό που ήλιος φαίνεται,
λογίζεται σαν άστρο,
φωτίζει τα περάσματα
στης λησμονιάς το κάστρο.


Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
ρητορικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.


Αυτό που πέφτει σαν σκιά,
σαν μαύρη σκοτοδίνη,
άλλη το λένε πόλεμο
κι άλλοι το λεν' ειρήνη.


Αυτός που ψάχνει θάνατο,
άλλο δεν περιμένει,
δεν βρίσκει χώρο τ' όνειρο
σε μια ψυχή θλιμμένη.


Αυτός που ψάχνει θάνατο,
δεν ψάχνει τη θυσία,
μα στη ζωή που έζησε
δεν βρήκε σημασία.


Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
αναρχικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.


Αυτό που γράφω με οργή
και με βαθύ μελάνι,
αδιέξοδο παράπονο
όμως θα με τρελάνει.

61

Η θλίψη ξαναφάνηκε σαν γέρικη φιγούρα,
σε ένα προφίλ του μέλλοντος, σκιά του διαδικτύου,
αρρωστημένος άνεμος που κίνησε μια σβούρα
σε μια σελίδα εικονική ηλεκτρικού φορτίου.


Η θλίψη τώρα κάθεται σαν μύγα στην οθόνη,
σε πληκτρολόγιο απρόσωπο που δεν μιλά, μα γράφει,
η μοναξιά ξανάρχεται μ' άλλη μορφή σκοτώνει,
καλωδιωμένος θάνατος με μυρωδιά από θειάφι.


Τα όνειρα μπαγιάτισαν, τα μάτια πια δεν κλαίνε,
σ' ένα στημένο διάκοσμο ακίνητων εικόνων,
ατροφικά αισθήματα και οι καρδιές δεν καίνε,
τα λόγια μοιάζουν με άψυχες κραυγές των τηλεφώνων.


Τα οράματα σταυρώθηκαν σε ψηφιακούς δυνάστες,
υψώσαν τα παράσιτα δική τους βασιλεία,
ξεθάψανε και κάψανε αστούς και μετανάστες
σε νέα μέτρα φτιαξανε για πάντα τη φιλία.


Το μέλλον ξαναγράφεται σε άδεια μπαταρία,
αρρωστημένο κι άσχημο, δεμένο με καλώδια,
σαν διαρροή ο έρωτας με ηλεκτρική κυρία,
φαντάζει βραχυκύκλωμα σε ιδρωμένα πόδια.


Η θλίψη τώρα γράφεται με ασύρματη γραφίδα,
σε ένα παρόν που ελέγχεται σε αγορασμένη βάση,
ο κόσμος όλος ντύνεται με προστασίας ασπίδα
και ο φορτισμένος θάνατος σε ανεβασμένη τάση.

62

Οι δικές σου θεωρίες
και οι δικές μου από κοντά,
ξάφνου γίνονται κυρίες
με τα πόδια ανοιχτά.


Ξεπουλούν την παρθενιά τους
σε μια δύσκολη στιγμή
και τα εύκολα κορμιά τους,
σε μια ανοίκεια πληρωμή.


Οι δικές σου θεωρίες
και οι δικές μου από κοντά
γράψανε τις ιστορίες,
μα βουλιάξαν στα ανοιχτά.


Αρνηθήκαν τις αιτίες
που μας έφεραν εδώ,
τώρα μοιάζουνε αστείες
χωρίς μέτρο και φειδώ.


Οι δικές σου θεωρίες
και οι δικές μου ολοταχώς,
βγήκαν έξω από πορείες
και χαθήκαν δυστυχώς.


Ανταλλάξαν καταιγίδες
με σταγόνες της βροχής
και βουλιάξαν σε παγίδες
της πιο ψεύτρας εποχής.


Οι δικές σου θεωρίες
και οι δικές μου τώρα πια,
ζωγραφιές σε γαλαρίες
και σε απόμερα γιαπιά.


Κι ήρθε η ώρα για τις πράξεις,
μα έγινε το φως σκιά
και η ελπίδα για να αλλάξεις
έχει γίνει πια γριά.


Κι ήρθε η ώρα για τις πράξεις,
μα έχει πέσει πια σιγή
και η ελπίδα για να αλλάξεις
μες το ψέμα έχει πνιγεί.

63

Στα χέρια μου σε κράτησα και πάλι,
σε νύχτα πληρωμένη του χαμού,
προτού η άγρια μέρα θα προβάλλει
σαν δόνηση στα όρια ενός σεισμού.


Στα χνάρια σου απόψε εγώ θα πέσω
το απόστημα να σπάσω του χιονιά,
το θέλω, το πιστεύω, θα μπορέσω
να ρίξω τη ρουτίνα στα σκοινιά.


Στο πλάι σου απόψε τοξοβόλος,
με βέλος που ουρλιάζει και πεινά,
μιας άνοιξης παλιάς ονειροπόλος
σε οράματα βαθειά και αληθινά.


Στα χέρια μου σε κράτησα και πάλι,
σε νύχτα πληρωμένη και σκληρή,
σαν σύννεφο μικρό, σαν προσκεφάλι,
προτού η νέα μέρα σε χαρεί.


Απόψε στο σκοτάδι θα παλέψω,
να 'βγω από παραμύθι των παιδιών,
θα 'βγω για λίγο μόνο να σε κλέψω
για πτήσεις σε ουρανούς των αστεριών.


Στο πλάι σου σπουργίτι και γεράκι,
θα μείνω στη φωλιά σου να κρυφτώ,
χαρίζω τις φωτιές όπως οι δράκοι
πριν πέσω στης αράχνης τον ιστό.


Στο πλάι σου μυρμήγκι και λιοντάρι,
θα μείνω λίγο ακόμα ζωντανός,
σε γνώριμο νησί όπως οι γλάροι
κρωάζω ευτυχισμένος και κοινός.


64

Η Ζωή ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι για το άγνωστο, με ένα ποτήρι γάλα για το δρόμο. Στη πορεία της είχε συντρόφους τον ήλιο, τη σελήνη, τη δροσιά της θάλασσας και τα αναμμένα τζάκια των σπιτιών.
Η Ζωή όπως και κάθε οδοιπόρος σταματούσε συχνά να ξαποστάσει ακούγοντας τους ήχους των πετούμενων, τα γέλια και τα κλάματα των παιδιών που παίζουν μπάλα στις αλάνες, στους δρόμους και στα σαλόνια των διαμερισμάτων.
Καθώς προχωρούσε,πείνασε και τρύγησε δυο τσαμπιά σταφύλια για να φάει και να μεθύσει από τη χαρά τους.
Μετά ένοιωσε να μεγαλώνει, να ερωτεύεται και να πονάει.
Υπήρχαν στιγμές που αγαπούσε όλο τον κόσμο και άλλες φορές που ήθελε να πεθάνει.
Υπήρχαν ώρες που γελούσε, γελούσε ασταμάτητα και μετά έκλαιγε τόσο πολύ που άδειαζε και στέγνωνε η ψυχή της και τότε σώπαινε και δεν μιλούσε για μέρες, για χρόνια για αιώνες.
Και συνέχιζε να μεγαλώνει.
Το πρόσωπό της τώρα έχει σκληρύνει και τα μάτια της βγάζουν φωτιές.
Ο δρόμος τώρα έχει γίνει κακοδιάβατος, γεμάτος πέτρες και αγκάθια, γεμάτος καρφιά, γεμάτος ψέματα και ατέλειωτη κακία, μα πρέπει να προχωρήσει.
Ο ουρανός, τώρα, έχει γεμίσει σύννεφα και η οσμή της βροχής έχει ποτίσει τα ρουθούνια της.
Σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει αλλά πρέπει να συνεχίσει.
Τώρα η βροχή πέφτει δυνατά και ασταμάτητα μα η Ζωή προχωρά.
Τα χωράφια πλημμύρισαν, οι δρόμοι έγιναν ποτάμια, τα μάτια ξεχύλισαν από δάκρυα, κάποια όνειρα πλύθηκαν και κάποια πνίγηκαν μέσα στο νερό, αλλά η Ζωή συνεχίζει.
Ξαφνικά έπαψε να βρέχει, βγήκε ένας μεγάλος ήλιος, ένας μεγάλος φίλος.
Μπροστά, σε μικρή απόσταση, φαίνεται μια μεγάλη πόλη, άλλη μια πόλη στο πέρασμα της.
Μια πολιτεία γεμάτη κόσμο, μεγάλη κίνηση στους δρόμους, μεγάλα κτίρια, φωτεινές επιγραφές που διαφημίζουν τα πάντα αλλά χωρίς χαμόγελα, χωρίς ψυχή.
Όλα, μα όλα είναι εμπόριο.
Πολλές οι ευκαιρίες για χρήμα, για συνήθεια, για μιζέρια και μπόλικη θλίψη.
Σταμάτησε σε ένα εστιατόριο στο λιμάνι, για να φάει και να πιεί λίγο νερό.
Κάθησε σε ένα τραπέζι κοντά σε παράθυρο για να βλέπει τη θάλασσα γιατί της είχε λείψει πολύ καιρό τώρα.
Δεν πεινούσε πολύ, απλά ήθελε να βρεθεί δίπλα σε ένα παράθυρο να κοιτάζει τη θάλασσα.
Αγαπούσε την αίσθηση του λιμανιού έστω και σαν εικόνα.
Φαντάστηκε ότι βρισκόταν μέσα σε ένα πλοίο.
Καθόταν σε μια καμπίνα και αγνάντευε το νερό, το κύμα, άκουγε φωνές, βρισιές από ναυτικούς, τα ποτήρια να τσουγκρίζουν μεταξύ τους και το ουίσκι να χύνεται σε διψασμένα λαρύγγια, να χύνεται στο πάτωμα, να σκορπίζεται στο χώμα των χαμένων τους τόπων όπως σκορπίζεται ο ιδρώτας τους, το αίμα τους, ο καθημερινός τους βίος σε έναν ατελείωτο θάνατο και να προσμένουν συνεχώς την ανάσταση, για τη μάνα τους, για τις φωνές των παιδιών, για τα μάτια που πεθύμησαν.
Η ώρα είχε περάσει, νυχτώθηκε χωρίς να το καταλάβει βυθισμένη στις σκέψεις της.
Πλήρωσε και έφυγε βιαστικά για να προλάβει το επόμενο τρένο.
Κάθησε στο δεύτερο βαγόνι, περίπου στη μέση, σε ένα κουπέ, μαζί με άλλους τρεις, δίπλα στο παράθυρο.
Ήταν δύο γυναίκες και ένας άντρας και κουβέντιαζαν χωρίς σταματημό λες και βιάζονταν να μιλήσουν για όλα όσα έχουν περάσει μέχρι να κατέβουν, ο καθένας στον προορισμό του.
Μιλούσαν συνεχώς σε μια ατελείωτη συζήτηση για το ταξίδι, για την επικαιρότητα, για χαμένα πρόσωπα, για χαμένα όνειρα και στο τέλος έλεγαν ανέκδοτα για τρελούς και μαύρα ανέκδοτα και πότε γελούσαν και πότε έκλαιγαν για να περάσει η ώρα και να φτάσουν στο τέλος της διαδρομής.Η Ζωή δεν έλεγε τίποτα,τους άκουγε αλλά κοιτούσε συνεχώς προς τα έξω, πάντα αυτό έκανε όταν ταξίδευε με τρένο, με αεροπλάνο, με πλοίο, με αυτοκίνητο, γιατί αγαπούσε τις εικόνες, τη φύση, το χρόνο που την κρατούσε ζωντανή.
Κάποια στιγμή, κουρασμένη καθώς ήταν, ένοιωσε τα μάτια της να βαραίνουν και έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Όταν ξύπνησε ένοιωσε σαν να είχε περάσει πολύς καιρός, μέρες ολόκληρες, μήνες, χρόνια.
Αυτοί που καθόντουσαν δίπλα της στο κουπέ, ήταν εκεί και κουβέντιαζαν ακόμα μα πρόσεξε ότι είχαν αλλάξει πολύ, τα πρόσωπά τους είχαν γεμίσει ρυτίδες, τα μαλλιά τους είχαν ασπρίσει, αλλά δεν σταματούσαν να λένε τις ιστορίες τους.
Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο, έξω το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, όλα έξω ήταν σκεπασμένα από το παχύ στρώμα των νιφάδων του, και δεν πρόσεξε ότι η φύση είχε αλλάξει, η γη είχε αλλάξει.
Στο επόμενο σταθμό κατέβηκε και συνέχισε με τα πόδια.
Καθώς προχωρούσε, συνάντησε ένα μικρό παιδί με μια σχολική τσάντα στον ώμο.
Το παιδάκι βιαζόταν να φτάσει στο σχολείο του γιατί είχε αργήσει.
Η Ζωή του είπε πως θέλει να πάνε μαζί εκεί γιατί ήθελε να αναπνεύσει αέρα καθαρό, να ξαναβρεί την ανόθευτη αλήθεια που είχε να συναντήσει καιρό, σε ένα πρότυπο χώρο, σαν πυξίδα για τη συνέχειά της.
Όταν έφτασαν, χαιρέτησε τον μικρό μαθητή και κάθησε σε ένα παγκάκι μέσα στο προαύλιο του σχολείου και τραγούδησε με τα στόματα των παιδιών, μετά σηκώθηκε και χόρεψε με τους ρυθμούς τους, στο διάλειμμα έπαιξε ποδόσφαιρο μαζί τους, γέλασε με τις πλάκες τους, σκούπισε το αίμα από τα φθαρμένα τους γόνατα, ταξίδεψε με τα όνειρα τους, έγινε ένα με αυτά.
Μετά βρέθηκε πάλι στο δρόμο και περπατούσε για πολλές ώρες μέχρι που νύχτωσε για τα καλά.
Η Ζωή αισθανόταν,τώρα, πολύ κουρασμένη και ήθελε να βρει ένα κατάλημμα για να περάσει τη νύχτα.
Σε λίγο βρέθηκε σε ένα μικρό σπίτι μέσα σε ένα δάσος, το μοναδικό σε αυτό το μέρος.
Ήταν μια απλή, ξύλινη κατοικία χωρίς παράθυρα, με μια θολωτή πόρτα στο πίσω μέρος του.
Ηταν μια περίεργη, μικρή και πολύ παλιά παράγκα, αλλά έκανε πολύ κρύο έξω και αφού δεν υπήρχε κάτι άλλο πρόχειρο εκεί κοντά, αποφάσισε να χτυπήσει την πόρτα.
Χτύπησε αρκετές φορές αλλά δεν πήρε καμμιά απάντηση μα καθώς ακούμπησε το χέρι της πάνω στην πόρτα, αυτή άνοιξε.
''Είναι κανείς εδώ;'' ρώτησε δισταχτικά, στην αρχή και μετά πιο δυνατά αλλά δεν πήρε καμμιά απάντηση.
Προχώρησε προς τα μέσα και τότε ένα φως πλημμύρισε το δωμάτιο.
Η Ζωή ξαφνιασμένη μα όχι φοβισμένη εστίασε το βλέμμα της προς την εσωτερική πόρτα που άνοιξε δίπλα της.
Μπροστά της παρουσιάστηκε ένας λευκοφορεμένος και βαθειά γερασμένος άνθρωπος ο οποίος, μόλις την είδε χαμογέλασε πλατιά και την καλωσόρισε θερμά. Το όνομά του ήταν Χρόνος.
Η Ζωή ήταν η πιο αγαπημένη κόρη του.
Την παρακολουθούσε πάντα σε όλες τις στιγμές του ταξιδιού της γιατί μαζί της ταξίδευε και αυτός για να γνωρίσει τη γη και τους ανθρώπους της.
Κάθησαν και μίλησαν για αρκετή ώρα, για αυτά που είδε και συνάντησε η Ζωή στο έως τώρα πέρασμά της από τους δρόμους που περπάτησε, τα μέρη που αντίκρυσε και τους ανθρώπους που αντάμωσε.
Όταν ξημέρωσε, αφού χαιρέτησε τον αιώνιο γέρο, σηκώθηκε να φύγει, να βιώσει νέες περιπέτειες που θα ανανέωναν την πορεία της.
Περπατώντας για μεγάλο διάστημα, συνάντησε πολλά ζώα μέσα στο δάσος, άγρια ζώα, μα διέκρινε στα μάτια τους ένα φόβο που πήγαζε από τις δυσκολίες της καθημερινότητάς τους αλλά και την αγωνία για το προσεχές άγνωστο...


65

Οι ώμοι σου βαρύναν,
μα εσύ δεν ξεπουλάς
το αίνιγμα του κόσμου και τα πάθη,


ανθρώπων αμαρτίες
στην πλάτη κουβαλάς,
πηγαίνοντας στα πέρατα, στα βάθη.


Τα χέρια σου πληγώνουν
αμέτρητα καρφιά,
του σήμερα ρουφιάνοι, καταδότες,


τριάκοντα αργύρια
χαμένα στα χαρτιά,
παιγμένα μοιρολόγια μ' άθλιες νότες.


Τα μάτια σου δακρύζουν
σ' αιώνια ερημιά,
τον κόσμο διαφεντεύουν φαρισαίοι,


διασύρουν την ψυχή σου,
σε άψυχα κορμιά,
νεκροί κατά χιλιάδες ναζωραίοι.


Οι ώμοι σου βαρύναν
αιώνες στο σταυρό,
το αίνιγμα του κόσμου για να λύσεις,


στον άνθρωπο χαρίζεις
χαμένο θησαυρό,
το μαύρο του θανάτου να διαλύσεις.


Στον κόσμο αυτό που τρέχει
ταχύτητες φωτός,
πληγώνονται τα λόγια που 'χες δώσει,


Ιούδας Ισκαριώτης
βαφτίστηκε πιστός,
και βρήκε πάλι τρόπο να προδώσει.


Οι ώμοι σου βαρύναν,
ως πότε θα φυσάς,
ελπίδα μες τα όνειρα που σβήνουν,


παλαίμαχος σωτήρας,
ζητιάνος ή πασάς,
με λόγια που παλεύουν για να μείνουν.

66

Ο χρόνος έχει όνομα
και λέγεται κλεψύδρα,
ταξίδι για την Ύδρα,
για Σπέτσες και Ψαρά,


Γυρνάς σε μέρη αυτόνομα
και σε κρυμμένα ύψη,
ζωή που σου 'χει λείψει
και πάντα σε αφορά.


Ο χρόνος κρύβει θάνατο,
κρύβει χαρά και δάκρυ,
όμως δεν έχει άκρη,
διασχίζει όλη τη γη,
,
έχει ένα λόγο αθάνατο,
για Έβρο και Ροδόπη,
ευλογημένοι τόποι
.για ατέλειωτη φυγή.


Ο χρόνος έχει όνομα
και λέγεται νυστέρι,
κατάμαυρο μαχαίρι
και αδάμαστη οργή,


γυρνάς σε μέρη αυτόνομα,
σε Μάνη και σε Κρήτη,
σπηλιές του Ψηλορείτη
σε Ξένια βγάζουν γη.


Ο χρόνος κρύβει θάνατο,
χωρίζεται σε μνήμες,
ταξιδεμένες ρίμες
σε θύλακες του νου,


έχει ένα λόγο αθάνατο
για τα νησιά τα Ιόνια,
σε μονοπάτια αιώνια
θάλασσας και βουνού.


Ο χρόνος έχει όνομα
και κρύβει μεσημέρια,
ήλιους και καλοκαίρια,
βραδιές και πρωινά,


γυρνάς σε μέρη αυτόνομα,
σε γνώριμα λιμάνια,
σε καφενείων χαρμάνια
στης Εύβοιας δειλινά.


Ο χρόνος κρύβει θάνατο
και παρελθόντος θλίψη,
μα δεν μπορεί να κρύψει
τον πόνο στην καρδιά,


έχει ένα λόγο αθάνατο
για λίμνες και ποτάμια,
για θολωμένα τζάμια
στου Ολύμπου τα χωριά.


Ο χρόνος έχει όνομα,
σκορπίζεται κι ανήκει
σε μια Θεσσαλονίκη,
την κόρη του βορρά,


γυρνάς σε μέρη αυτόνομα
με τρένο που διασχίζει,
Ελλήνων γη μυρίζει,
τη γη που σε αφορά.


Ο χρόνος κρύβει θάνατο,
μα τέλος δεν θα φέρει,
μια άνοιξη προσφέρει
με ήλιο και φωτιά,


έχει ένα λόγο αθάνατο
για αθάνατη πατρίδα,
γι' αυτήν θα γράφει ελπίδα
κι ιδιαίτερη ματιά.

67

Το να είσαι ευαίσθητος και όχι ψευτοπαληκαράς σε αυτή τη άδικη εποχή που ζούμε δυστυχώς λογίζεται σαν μειονέκτημα

Χίλια μπράβο φίλε






68

Πίσω από τα ακριβά βλέμματα των ανθρώπων κρύβεται η θλίψη.


Έχει την όψη κορακιού που ήθελε να είναι αετός και λιοντάρι.


Οι ψυχές δεν γερνούν ποτέ μόνο δυναμώνουν, αδυνατίζουν, ή χάνονται στα λευκά κελιά τους.


Τα τραγούδια είναι ψυχές, οι ψυχές είναι τραγούδια της ειρήνης και της έκστασης.


Η ζωή είναι δρόμος που οδηγεί στο χαμό ή στην ιερή  αδράνεια ανεκπλήρωτων ονείρων.


Τα λάθη αμέτρητα, ο πόνος δεν τελειώνει ποτέ, τα χρώματα ξεθωριάζουν μα προδίδουν τις ανυπότακτες ιδέες που τρέφονταν πάντα με αποκαθηλώσεις, απομυθοποιήσεις και ξεγυμνώσεις παθητικών ενόχων.


Τα χρόνια περνούν, οι σκέψεις όχι.


Τα φώτα χαμηλώνουν, μα ο ήλιος πάντα θα ανατέλλει.


Οι χαρές τελειώνουν μα πάντα θα γράφονται νέες.


Οι αγάπες παλιώνουν μα οι μνήμες δεν θα σβήσουν ποτέ.


Οι ψυχές δεν γερνουν ποτέ, μόνο κρύβονται προσωρινά σε αστρικά λαγούμια απροσάρμοστων θεωριών.


Πίσω από τα ακριβά βλέμματα των ανθρώπων κρύβεται η θλίψη.


Ίσως κάποτε το κοράκι γίνει αετός.


Ίσως γίνει λιοντάρι κατασπαράζοντας όλους τους υποτακτικούς της σύγχρονης κόλασης.

69
Φίλε Θανάση σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο.


Συνεχίζουμε, όχι στην ίδια συχνότητα όπως παλιά βέβαια, να καταθέτουμε τους στίχους μας μέσα από την ψυχή μας σε αυτή την γνώριμη μας περιοχή. Το ότι δεν πολυσχολιάζουμε πλέον δεν σημαίνει πως δεν διαβάζουμε και δεν εκτιμούμε τις ψυχοκαταθέσεις όλων εδώ μέσα.


Να 'σαι πάντα καλά και να συνεχίσεις να γράφεις συνέχεια.

70

Είδαν πολλά τα μάτια μου
στου ουρανού το θρόνο,
τη μια γινόμουν συννεφιά,
την άλλη υδάτινα καρφιά
πάνω στη γη καρφώνω.


Είδαν πολλά τα μάτια μου
σαν γλάρος του πελάγου,
πάνω από πέτρινα νησιά,
τα βαφτισμένα θαλασσιά
απ' την πνοή ενός μάγου.


Είδαν πολλά τα μάτια μου
σαν λεύκα και πλατάνι,
με χαραγμένο τον κορμό,
με μια καρδιά για λυτρωμό,
ψυχούλα να ζεστάνει.


Είδαν πολλά τα μάτια μου
σε φορτηγά καράβια,
στων οριζόντων τις γραμμές,
σκιές που πλέκουν διαδρομές
στου χρόνου τη μοράβια.


Είδαν πολλά τα μάτια μου,
μου 'παν πολλά οι λέξεις,
σε μια φωνή, σε μια πνοή,
σε μια γεμάτη αναπνοή,
θα είσαι ό,τι διαλέξεις.


Είδαν πολλά τα μάτια μου
σε δρόμους χωρίς τέλος,
και ακόμα μένω ζωντανός,
ένας αλήτης ταπεινός
και αλύτρωτος Οθέλλος.

71

Μες τις αυλές των ποιητών μας,
ριζώνει ο χρόνος και επιμένει,
μέσα στα φύλλα του οι θλιμμένοι,
αντιγραφές των εαυτών μας.


Γυάλινα σώματα διαφάνειας,
καρδιές, αιμάτινες θυρίδες
να μαρτυρούν αυτά που είδες
μες τους καθρέπτες της αφάνειας.


Κερνάει ο νους αυτό το κάτι,
που αναζητάς παντού και πάντα,
μες την ομίχλη των σαράντα
βαθειά ψυχή και οφθαλμαπάτη.


Μέσα σε ανώνυμα σημάδια
κρύβονται οι λύπες που μας ζώνουν,
τα καλοκαίρια θα μας σώνουν
απ' του χειμώνα τα σκοτάδια.


Σε χίλια μέτωπα παλεύεις
μέχρι το τέλος του αγώνα,
να βγεις απ' έξω απ' την εικόνα,
άλλη ταυτότητα γυρεύεις.


Κερνάει ο νους αυτό το κάτι,
το σιωπηλό σου μεγαλείο,
φτιαγμένο απ' όνειρα βιβλίο,
μαύρο κοράκι και άσπρο άτι.


Πάνω στο χώμα του ονείρου
μοιάζει ο χρόνος με ένα δέντρο,
φτάνουν οι ρίζες του στο κέντρο
αυτού του κόσμου του απείρου.


Κι αν ζώνουν φίδια τα κορμιά μας,
πελώρια ψέματα μιζέριας,
πάντα οι κραυγές κάποιας ιέρειας
θα πυρπολούν την ερημιά μας.


Κερνάει ο νους αυτό το κάτι,
δίνει σε κάποιους τα φτερά του,
πετάει ο καθείς με τη σειρά του
για της αλήθειας το παλάτι.


Κερνάει ο νους αυτό το κάτι
που διαπερνά το πεπρωμένο,
μένει να βρεις που είναι κρυμμένο
το ξεχασμένο μονοπάτι.

72
Στο Σάο πάολο, στο ρίο
εκεί ποτέ δεν κάνει κρύο,
χτυπούν καρδιές σαν φλογισμένες
μες των γηπέδων τις αρένες,
και οι βραζιλιάνες φρενιασμένες.


Πολύ ωραίο και επίκαιρο[size=78%] [/size]
μπράβο φίλε Θανάση.

73

Πόσα ταξίδια κάναμε στις γειτονιές του Άδη,
σημαδεμένα σώματα, νευρώσεις του μυαλού,
ώρες που 'γράψαν θάνατο, που μύρισαν σκοτάδι
γιατί απ' αλλού κινήσαμε και φτάσαμε αλλού.


Πόσα ταξίδια κάναμε σε νοητούς λιμένες
με δυο ρουθούνια γυάλινα σε τόπους μακρινούς,
ζωές που παραδόθηκαν σε ψεύτικους ποιμένες
σταθμοί που γράψαν θάνατο για τους προσωρινούς.


Πόσα κορμιά σταυρώθηκαν στον γολγοθά της τρέλας,
μέσα στα ψιλά γράμματα, τα πίσω απ' τις γραφές,
ζωγραφισμένα κλάματα παλιάς ακουαρέλας
που γίνονται μηνύματα και του μυαλού τροφές.


Πόσα τραγούδια γράφτηκαν για το λευκό της θλίψης,
σε ωκεανούς της άρνησης, στη σκόνη του κενού,
μορφές στο χρόνο ανένταχτες με χίλιες αναλήψεις,
μικρές σκιές ακίνητες στην άκρη του φανού.


Πόσα ταξίδια κάναμε στις γειτονιές του Άδη,
σε αγχόνες που κρεμάστηκαν στο ύψος τ' ουρανού,
των ξεχασμένων γράμματα που γράφτηκαν σκοτάδι
γίναν φτερά για τ' όνειρο διαχρονικού κοινού.


Πόσα ταξίδια κάναμε στις γειτονιές του Άδη,
καταραμένοι, άυλοι, πολίτες της νυχτιάς,
άυπνα μάτια, κόκκινα, που λάμπουν μόνο βράδυ
που έχουν κρυμμένη μέσα τους τη λάμψη της φωτιάς.


74

Μες τις ανάσες άγριων ζώων θα ανατέλλεις,
μέσα απ' τα δόντια πεινασμένων κροκοδείλων,
πάνω στα λόγια των εχθρών, μα και των φίλων
για μια στιγμούλα πανικού που πάντα θέλεις.


Μέσα στα λόγια των νεκρών λίγο πριν φύγουν,
μέσα στα δάκρυα των δικών τους των ανθρώπων,
πάνω στα χώματα των ξεχασμένων τόπων
σ' άγρια λουλούδια που φυτρώνουν και ανοίγουν.


Πάνω στων δέντρων τους κορμούς γράφει για σένα,
πάνω στις όπλες μαύρων, γέρικων αλόγων,
στα ψιλά γράμματα που κρύβονται στων λόγων
που δεν διαβάστηκαν ποτέ από κανένα.


Μέσα στην πίκρα ενός χαμόγελου που σβήνει,
μέσα στα μάτια που γουρλώνουν απ' τον τρόμο,
πάνω στα δάχτυλα που δείχνουνε το δρόμο
που οδηγεί στη πιο ανυπόφορη οδύνη.


Μέσα στο αμίλητο το βλέμμα θα γεννιέσαι ,
γέρων ανθρώπων που το τέλος περιμένουν,
στα υγρά τους μάτια που το θάνατο υφαίνουν,
ύστατη ελπίδα να αγαπάς και να αγαπιέσαι.


Μέσα στα άυλα της θέλησης χατίρια,
μέσα στα όνειρα που αφήσαμε να λήξουν,
μικρά συμπόσια που σε λίγο θα εκλείψουν
και εσύ κρασί που ξεχειλίζεις τα ποτήρια.


Μέσα στο απέραντο του νου μου το πηγάδι,
μέσα στα όνειρα που κρύφτηκαν στις μνήμες,
φυτρώνεις τώρα νέα λέξη μες τις ρίμες,
εσένα ψάχνω σαν χρυσό και σαν πετράδι.

75
Όχι φίλε Βασίλη δεν έχει μελοποιηθεί
Σας ευχαριστώ πολύ και τους δυο.

Σελίδες: 1 2 [3] 4 5 6 ... 33