Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - kuiper

Σελίδες: 1 2 [3] 4
51
                    Τι κρίμα        

Σ’ ένα ματζόρε που δε φτάσαμε λυπάμαι
τι κρίμα τ’ όνειρο μας να χαθεί
από το χέρι το κρατούσαμε θυμάμαι
με τα μινόρε μιας αυγής για να ντυθεί.

Πως το μπορέσαμε και κάναμε ληστεία
σ’ ένα παιχνίδι που το παίζουν και παιδιά
τι κρίμα που χωρίσαμε γι’ αστεία
κι’ έγιναν κάκτοι της ελπίδας τα κλαδιά.

Σ’ ένα φινάλε που δε φτάσαμε λυπάμαι
τι κρίμα που δε νιώσαμε το πρώτο μας φιλί
ποιό λάθος κάναμε στο άγνωστο και πάμε
μια μέθοδο δε λύσαμε απλή.

Μια στάλα ήλιο ήπιαμε, από ποτήρι άδειο.
Κι’ αλλάξαμε κατεύθυνση και μάρκα στο τσιγάρο.
 
 
 

   

52
                 Διαλεκτική.

Ενύπνιο υπέροχο, χωρίς αρχή και τέλος.
Ευτυχία ανείπωτη, ανομολόγητη.
Χρυσή σπίθα από το φως της φύσης.
Πολύχρωμες φλεγόμενες εικόνες.
Ήλιος θάλασσα και σάρκα.
Κι’ ο χρόνος;  Άγνωστος.
Ένας κομήτης, ένας μύθος.

Κι’ όμως, μυθικά κλειδοκύμβαλα
σκουριασμένα από τα οργισμένα νεφελώματά του.
Μελωδίες ακατόρθωτες,
σ’ έναν κόσμο μικρό, ωχρό, ισόπεδο.
Χημεία χωρίς αξία.
Άβυσσοι, βάραθρα φωτιάς.
Λάμψεις θνητές,
συναντιούνται στους άχρωμους ουρανούς.

Συνήχηση με της ζωής το συνθεσάιζερ
σε μια κραιπάλη όλων των αισθήσεων,
μέσα στις παρθένες σκιές των φεγγαριών,
στα σύδεντρα των μεθυσμένων αστεριών,
στον ουρανό μιας ερωτικής θύελλας.
Εκπληκτική, ατελεύτητη αγάπη στην ιέρεια
μιας ανώτερης πραγματικότητας.

Κι’ όμως, ατείχιστη, άγονη,
ξεθυμασμένων αρωμάτων όαση.
Η σκιά μου ριγεί στις αφηνιασμένες ομίχλες τ’ ουρανού.
Στις άλικες λάμψεις της καταιγίδας.
Στη φοβερή τρικυμισμένη σιωπή μου.
Σύμπαν δίχως εικόνες.
Ουτοπικά όνειρα στις χλωμές φεγγαρίσιες φιγούρες.

Εγώ μιλούσα στη ζωή,
μέσα στο αργοξύπνημα ενός ανάλαφρου αγέρα.
Σαν μάγος, σαν άγγελος, σ’ ένα ουράνιο τόξο
που αγκάλιαζε τη γη, που έλιωνε τους πάγους,
που καταδυόταν στους ωκεανούς,
που στριφογυρνούσε αέναα στο άπειρο του χρόνου.

Κι’ όμως, μάτια ξεριζωμένα από τα γεμάτα καρφιά
δάκρυα των αναμνήσεων.
Ερινύες καινούργιες, δίκες στημένες.
Βουλεβάρτο με λασπονέρια απροσπέλαστο.
Φυλλώματα καμένα
από μια άγνωστη άλικη φωτιά.
 
Νεανικός δυϊσμός.
Δρώμενα σε μια σκηνή χωρίς σύνορα,
με εκτυφλωτικά τα φώτα της ράμπας.
Σκιρτήματα αδάμαστα σ’ ένα τρένο δίχως στάσεις.
Ταξίδι άχρονο.

Κι’ όμως, ψεύτικο όραμα,
χνάρι ενός απολιθώματος.
Όνειρα φτωχά, ανάπηρα, από την έκρηξη
των ουράνιων σταθμών.
Το σαββατιάτικο φιλί,
ξεκομμένα σκοτεινά ιερογλυφικά
μιας άγνωστης γης.


   

                                           

53
                            Μπορείς!!!
                           ( για ένα φίλο)

Μου λες
Τα όνειρα σου φλέγονται στης ψυχής το καμίνι.
Στην κατάρρευση της ανείπωτης υπομονής. Ξέμπαρκα στα λιμάνια του πόνου.
Βολοδέρνουν στις σκοτεινές θάλασσες του μυαλού.

Κι’ όμως μπορείς
Το γόρδιο δεσμό, να παλέψεις, να σπάσεις.
Κι’ αν τα χέρια σου με θέληση μπολιάσεις, φτερά θα γίνουν.         
Μέσα από τα μάτια του ουρανού,  ψάξε στις οάσεις της ψυχής σου να κουρνιάσεις.

Μου λες
Πως χάνεσαι στη δίνη της μοναξιάς. Το όνειρο αδιάβατο γιοφύρι.
ψηλά και της ζωής το παραθύρι.
Ατσάλινη είναι λες η φυλακή  κι’ ο χρόνος πλησιάζει.
Φυσάει αέρας κι’ η ζωή φυλλορροεί στ’ αγιάζει.

Κι’ όμως μπορείς
Το αλγεινό το τρένο των ανέμων να σκορπίσεις.
Κάνε μια στάση, ίσως σε περιμένει μια Αργώ,
τ’ αλίμενο εγώ σου να ορμίσεις.

Μου λες
Την μνήμη την αλλοιώσιμή σου αναδεύεις, μέσα από συμπλέγματα αλλόκοτα παράνοιας.
Να βρεις το δρόμο.
Τον γεμάτο με άμετρες ξόβεργες, παγίδες. Ξέπνοες και οι όποιες σου ελπίδες.

Κι’ όμως μπορείς
Με υπεράνθρωπη προσπάθεια. Ίσως.
Όμως μπορείς.
Να βάλλεις σε τάξη την αταξία που προκαλεί το αναστάτωμα του
αισθητού με τον υπεραισθητό κόσμο.
Να καταδυθείς στα βάθη της ψυχής σου.
Να γνωρίσεις, να ερωτευτείς, το άγνωστο, γνωστό σου πολικό αστέρι.

Μου λες
Τα ουρλιαχτά των ανέμων σε φοβίζουν. Μελαγχολείς και ορρωδείς να κοιμηθείς.
Και προσπαθείς σ’ ένα σταυρό να κρατηθείς. Πονάς. Ξέχασες ν’ αγαπάς.
Το φαράγγι της αβύσσου περνάς.
Και ακροβατείς στα όρια της ύπαρξης σου.

Κι’ όμως μπορείς
Γίνε ο κυνηγός της απούσας για σένα αληθινής ζωής.
Να γκρεμίσεις τα τείχη αυτής της ηθικής φυλακής,
βάζοντας στον παγωμένο κόσμο σου, τη μεγάλη φωτιά,
την αγάπη.
 
Μπορείς!!!   



54
         Δε με νοιάζει

Δε με νοιάζει.
Αν η νύχτα  στη μέρα ποτέ δε γυρίσει,
αν η καρδιά μου τις ρίμες αφήσει.
Σ’ έναν άγνωστο κόσμο τι να γυρεύει,
μιά πηγή που σε λίγο στερεύει.

Για τα όνειρα μου όμως φοβάμαι,
μακριά τους που θά’ μαι.
Ανοιξιάτικα μα ξεμείνανε μόνα,
περάσαν τα χρόνια και βρήκαν χειμώνα.

Δε με νοιάζει.
Αν το μπάρκο στο άγνωστο ρότα ανοίξει,
στης αβύσσου το χάος άγκυρα ρίξει.
Αν ο ήλιος ποτέ δε φιλήσει το δείλι.
Αν ένα δάκρυ θα πέσει σε κάποιο μαντίλι.

Για τα μικρά μου τα ρόδα φοβάμαι,
που κοντά τους δε θά’ μαι.
Μη τυχόν και σε πέτρα σκοντάψουν
και πονέσουν και κλάψουν.

Δε με νοιάζει.
Τα φιλιά της κι’ αν χάσω.
Έτσι κι’ αλλιώς,
στην ψυχή της ποτέ δε θα φτάσω.

Τα όνειρα μου όμως λυπάμαι.
Να κοιμηθούν παραμύθια δε θά’ χουν
και σε ξένα φεγγάρια εμένα θα ψάχνουν.
Στο φως τους μη σβήσουν φοβάμαι.
 
 

55
          Νοσταλγική μου άνοιξη

Μού ΄φερε μήνυμα από σένα, ένας άνεμος νοτιάς.
Πως θέλεις στα παλιά μας στέκια να βρεθούμε 
το σ’ αγαπώ μιας άλλης εποχής να θυμηθούμε.
Μια σπίθα ίσως βρούμε της φωτιάς.

Πέρασαν όμως μάτια μου χειμώνες καλοκαίρια.
Στο ταβερνάκι μας την όμορφη γωνιά
σώπασε η χαβάγια χαθήκαν ρόδα γιασεμιά.
Δεν κάνουν στα χαλάσματα φωλιές τα περιστέρια.

Μάτια θολά θα δεις, χαρά μου τόσο ξένα
θ’ ακούσεις μια φωνή, από τα περασμένα.
Βοριάς θα σου χαϊδέψει τα μαλλιά
πως να κουρνιάσεις σε μια άγνωστη αγκαλιά.
Αφόρμισαν του χωρισμού μας οι πληγές
άργησες και στερέψανε από τα μάτια οι πηγές.     
Την παγωνιά καρδιά μου δε θ’ αντέξεις
ούτε τον ξένο στη γωνιά δε θα προσέξεις.

Νοσταλγική μου άνοιξη το χρόνο πως να φτάσεις.
Άσε τον ξένο στης ζωής την απονιά
ψάχνει κι’ αυτός στα όνειρα του απανεμιά.
Το χρώμα των ματιών σου να μη δει, να προσπεράσεις. 

Μείνε ψυχή μου στα παλιά, τ’ ανέρωτα φιλιά.
Το τρένο έχει φύγει μακριά, δε σταματάει.
Ποιος είπε πως στη συννεφιά, μπορεί τ’ αστέρια να μετράει. 
Είναι η ζωή γλυκιά μου, μια πρωταπριλιά.

56

    Χρειάζομαι το γέλιο πίστεψε με.
              ( Από ένα S M S )

Γελάς που σε πειράζω μα μου λες πως το χρειάζεσαι
κι’ αφού τα πάντα ξέρεις πως μοιράζομαι μαζί σου
μου κρύβεις μια τελεία κι’ ένα κόμμα απ’ τη ζωή σου
γιατί χαρά μου πάντα για τους άλλους θυσιάζεσαι.

Ποιός μπόρεσε με μίσος να κουρσέψει
το έναστρο χαμόγελο του ουρανού
τ’ ανέσπερο το φως τ’ αυγερινού
ποιός μπόρεσε το νάμα των ματιών σου να στερέψει. 

Άσε την αύρα της ψυχής σου να χαϊδέψω
του ύπνου σου τα οδηγήματα ν’ αφουγκραστώ
στη θάλασσα της σκέψεις σου να βυθιστώ
κάποιο κακό σου όνειρο να ημερέψω.

Κι αν οι σκιές της νύχτας σ’ οδηγήσαν σε παγίδες
είναι η αγάπη μου ένα σύννεφο λευκό
σου το χαρίζω κρέμασε το φυλαχτό
θ’ αναπτερώσει τα όνειρα σου, τις θλιμμένες σου ελπίδες.   
     
 

57

             Θολά φεγγάρια

Θολά φεγγάρια σ’ ένα κόσμο που δεν ξέρω
ότι μ’ απόμεινε στο άγνωστο να πορευτώ
αδήριτος της μοναξιάς ο πόνος κι’ υποφέρω
πως να’ ταν θε’ μου ψέματα κάνε να ονειρευτώ.

Άραχλες ψεύτικες εικόνες δίχως χρώμα
ορφάνεψε το δάκρυ και τα μάγουλα τραχιά
χάνεται στ’ άνυδρο το χώμα
άλλη μια μέρα στέρεμα αναβροχιά.

Προσκυνητάρια που τα σβήσαν οι χειμώνες
που να’ ναι ο  ίσκιος σου άναρχε ν’ αρθώ
χαλάσματα βουβά κι’ οι Παρθενώνες
κι’ ούτε ν’ απάγκιο απ’ το βοριά να κρατηθώ.

Οι αναμνήσεις μου κι’ αυτές γκριζοφορούσες
μες τα τσαντόρ κρυμμένα τα παλιά
απ’ τις χασούρες στις ζαριές μεμψιμοιρούσες   
ασπρόμαυρη ταινία, μια ζωή πρωταπριλιά.   



58
             
                             SMS

Σιβυλλικά τα sms σου μες στα μάτια μου καλπάζουν
μπαλέτο από άστρα μπαλαρίνες
σ’ εν’ αποκριάτικο χορό με φούξιες, σερπαντίνες
των οραμάτων μου τη στράτα καταυγάζουν.

Τα sms σου έντονοι ψαλμοί από τα βάθη του απείρου
ουράνιες εικόνες ένας γόρδιος δεσμός
θολούρα του μυαλού κατακλυσμός
ιδεογράμματα στον κόσμο ενός ονείρου.

Τα sms σου ένα ποτάμι που στις έννοιες τους χάνομαι
λέξεις με παύλες και ευθείες
συμβολισμοί, φιλιά αντί τελείες
να βρω τις λύσεις στον καφέ μου καταπιάνομαι.

Για μια συνάντηση παλεύω ολημερίς, μ’ αλληγορείς 
στ’ αλίμενα περάσματα σου να σερφάρω
με τις φλεγόμενες των φεγγαριών φιγούρες να σαλπάρω
και σ’ αγαπώ εγώ χαρά μου κι’ ας μου λες ΄΄ No kiss ΄΄   

 


                           

59
            Ταξίδι σ’ ένα γράμμα

Με το εξπρές ενός ονείρου, ήρθε γράμμα συστημένο
γραμμένο απ’ το σύννεφο που ξέρω το λευκό
με διάφανο μελάνι απ’ τ’ άστρο τ’ ουρανού το πολικό
με τις ανταύγειες της ψυχής του πλουμισμένο.

Από την έρημο της θλίψης να ξεφύγω μου μιλάει
κι από το δάκρυ του κορμιού του να λουστώ
τους χτύπους της καρδιάς του μου ζητά ν’ αφουγκραστώ
μ’ ονειρικά ακόρντα να μου πει πως μ’ αγαπάει ?

Στο χρώμα των ματιών του η μοναξιά μου ταξιδεύει
μες στην πεδιάδα ενός άγνωστου ουρανού
με άρμα δίτροχο τα σύννεφα τα άλικα του νου
τα χρυσοκίτρινα τα φύλλα μιάς ανάμνησης μαζεύει.

Στη θάλασσα της σκέψης του γαλήνια κύματα
λέξεις φλεγόμενες φεγγάρια μαγεμένα
φιλιά αντί τελείες απ’ αστέρια ανθισμένα
ένα ταξίδι φωτοφόρο με ποιήματα.

Μες στο χιονιά μου  η φωτιά που με ζεσταίνει
μου λέει να μη μελαγχολώ
το γράμμα του ρακόμελο που πίνω και μεθώ 
είναι η αχτίδα μιας ελπίδας που μου μένει.

     

60
            Δεν εισ’ εγώ.
   
Μες στον καθρέφτη μου κι απόψε σε θωρώ
πως εισ’ εγώ μη λες δεν το μπορώ
δε σε γνωρίζω δε θυμάμαι
δεν είμαι φίλος σου λυπάμαι.

Κι αν όπως λες εισ’ η αλήθεια
κι ότι δε ζεις στα παραμύθια
τότε είμαι εγώ επαναστάτης
κι είσαι ένας άλλος αποστάτης.

Εισ’ ένα σώμα κάλπικο και ξένο
κι εγώ ψυχή που τη ζωή δεν τη χορταίνω
εισ’ ένα όνειρο παλιό που έχω ξεχάσει
κι εγώ η καρδιά σου που δε λέει να γεράσει
εισ’ ένα ψέμα που οι χειμώνες του το δέρνουν
κι εγώ τα μάτια σου που ερωτευμένα πάντα μένουν.

Όμως δε θέλω στη θολούρα του καθρέφτη να σ’ αφήσω
άσε το δάκρυ σου μ’ αγάπη να σκουπίσω
είμαι εσύ το χρόνο που ποθεί να σταματήσει
ποιός δε λαχτάρισε δυό ζάλα πίσω να γυρίσει.   
 

61
  Δέκα αστέρια.

Μου ΄παν τα σύννεφα
πως ίσως να υπάρχεις
στη χώρα του ποτέ
τα ξωτικά παρέα να ΄χεις
στη φυλακή ενός ονείρου αγκαζέ.

Κι’ έγινα δάκρυ μαγικής βροχής
να βρέξω τα φτερά σου
γλυκός ο χρόνος της απαντοχής
να φτάσω μάτια μου
μια νύχτα στα όνειρά σου.

Από το τέλος μια αρχή
ίχνη που φάνηκαν στο χώμα
στη καταιγίδα όμως στη βροχή
αντικατοπτρισμός του έρωτα το χρώμα.

Της ειμαρμένης ένα ταξίδι
που το δικό της τρένο σε λίγο σφυρίζει
στην άδεια θέση που είχα κρατήσει
τα δέκα αστέρια
ίσως ο χρόνος ν’ αφήσει. 

62
     Μελαγχολία αγάπη μου

Μελαγχολία μου πιστή μου παραμένεις
της Κυριακής μου αθώρητο φεγγάρι
δε θέλω πια ο ήλιος να σε πάρει
στην αγκαλιά μου σε συνήθισα να μένεις.
 
Μελαγχολία μου η συντροφιά μου είσαι η μοιραία
για τους καημούς μου τραγουδάς
στ’ αναστενάρια μου μαζί στα κάρβουνα πατάς
της μοναξιάς μου είσαι η αχώριστη παρέα.

Μελαγχολία μου πικρή μου ερωμένη
είδωλο του καθρέφτη της ψυχής μου
άγραφος στίχος της απαντοχής μου
του άναστρου μου ουρανού αγαπημένη.

Μελαγχολία αγάπη μου ποιά όνειρα ν’ αγγίξω
κλείσαν οι πόρτες τους παντού
μου πήραν το κλειδί το πασπαρτού
μες στη θολούρα τους ότι μ’ απόμεινε να πνίξω. 

   
 

63
       Φύσα βοριά μου

Φύσα βοριά μου πήγαινε με σε γκρεμούς
να ρίξω της ψυχής μου τις ελπίδες
σπρώξε τα σύννεφα να γίνουν καταιγίδες
να συντροφέψουν πόνους και καημούς.

Βοριά μου απόψε μη φυσήξεις   
άσε το δάκρυ της καρδιάς μου να κυλήσει
τα όνειρα μου με αλμύρα να ποτίσει
να βρεις λασπόνερα την πίκρα μου να πνίξεις.

Φύσα βοριά μου όσο μπορείς
σ’ ότι μ’ απόμεινε να ρίξεις χιόνι
να γίνει πέτρα να μη λιώνει
της μοναξιάς μου την κραυγή μη λυπηθείς.

Βοριά μου χάρη σου ζητώ
άσε το λύχνο μου ν’ ανάψει
τις αναμνήσεις της ζωής να κάψει
άδειο τεφτέρι νά’ βρει ο χρόνος να κρατώ.   

Φύσα βοριά πες στα θεριά που περιμένουν
το πεπρωμένο δε φοβάμαι κι’ ειμ’ εδώ
στο σταυροδρόμι τραγουδώ
τα δέντρα ορθόκορμα πεθαίνουν.
     

64
     Ταξίδι σ’ ένα φιλί.

Σε φίλησα ένα Σάββατο πρωί
στην όαση μιάς ηλιαχτίδας
και μέθυσε χαρά μου η ζωή
στο όραμα κάποιας ελπίδας

Ταξίδι στ’ άγνωστο τ’ απείρου
τ’ άστρο που πέφτει μια ευχή
στο παραμύθι ενός ονείρου
τα χείλη σου γλυκιά απαντοχή.

Στις σαϊτιές του χρόνου γιατρικό μου
στο χειμωνιάτικο ταξίδι απανεμιά
ρακόμελο φιλί μεθυστικό μου
και ξαναγίναν τα εντελβάις γιασεμιά.

Τα σύννεφα του φερετζέ σιβυλλικά
άλικο πάθος αίνιγμα που μεγαλώνει
στου Σαββατιάτικου φιλί τα μυστικά
το ψέμα της ζωής θαρρείς τελειώνει.   

65
 Του φθινοπώρου το δάκρυ

Του φθινοπώρου το δάκρυ
από τα όνειρα κάποιας ελπίδας κυλά
στο χρόνο που φεύγει
για μια αδικία θαρρείς του μιλά.

Ώχρινα φύλλα
σαπίζουν στην άδεια φωλιά
το τρένο μες στους καπνούς του σφυρίζει
μελαγχολίας μουντή πινελιά.

Της Κυριακής τα θλιμμένα φεγγάρια
νοσταλγικές ματιές τα θωρούν
το άδειο ποτήρι στα χέρια που σπάει
οι χαρακιές του βαθιές που πονούν.   

Βαριά ομιχλώδη ανάσα
φυλλορροούν αναμνήσεις θολές
δάκρυ πικρό σ’ έναν κύκλο που κλείνει
αλήθεια ή ψέμα, ποια σημασία κι’ αν κλαις.

 

66
                Ένας   Κύκλος.

Σ’ ένα ολοκαύτωμα στις στάχτες ενός ονείρου
το δάκρυ τ’ άναρχου πεθαίνει μια βραδιά
από μια μάνα αρχέγονη σε μια γωνιά τ’ απείρου
καινούργιο αστέρι απ’ του φοίνικα γεννιέται την καρδιά.

Η πλάση αέναα πολύχρωμα παιχνίδια
κι’ αυτό το νιόφερτο τα παίζει και γελά
μα μπρος στης μάνας του τ’ αποκαΐδια
στα χνάρια που του άφησε κατρακυλά.

Νωπό το χώμα μούχλα που μυρίζει
τα χελιδόνια απ’ τη λάσπη του χτίζουν φωλιά
ο χρόνος κύκλους κάνει και γυρίζει
και ξανανθίζει η πασχαλιά.

Στο νοικιασμένο το δρομάκι απ’ τη ζωή
κι’ εκείνη τα όνειρα της θα αφήσει
λουλούδι να φυτρώσει το πρωί
να έρθει ο χρόνος  πριν βραδιάσει να το σβήσει.

Από το χάος μια ζωή που ξαναρχίζει
τα μάτια του γλυκιά απαντοχή
ο ίσκιος ενός ονείρου που γυρίζει
του άναρχου ένα δάκρυ ένα τέλος μια αρχή.

67
                   Σαλπίσματα.

  Στον άγνωστο τον κόσμο μου κι' απόψε σεργιανούσα
  στου αγνοουμένου έρωτά μου το σοκάκι
  και το χαμόγελο του φεγγαριού ρωτούσα
  που νάναι η άνοιξη λουλούδια να γεμίσω το δισάκι.

  Όλη η ηχώ των αστεριών με θύμησες το νου μου πλημμυρίζει
  σε μιά βουή από ιδέες που είχα ταπεινές
  νοσταλγικό το νοτισμένο χώμα που μυρίζει
  σε μύθους κι΄εποχές αλλοτινές.

  Στο κοιμισμένο το κουράγιο ένας καημός
  το δειλινό μι΄απέραντη αντάρα
  σύννεφα μέθης απροσπέλαστος ο λογισμός
  μέρα θλιμμένη αποφράδα.

  Του γέλιου μου θρηνώ τη συντριβή
  από του χρόνου την αδήριτη ρομφαία
  του άδηλου μου έρωτα φωνή αλαργινή
  σαλπίσματα οπισθοχώρησης μοιραία.

68
      Στο τσιγάρο που κρατώ

 Μου έστειλες κι' απόψε τα φιλιά σου
 μα σου ομόνω στο τσιγάρο που κρατώ
 πως να βρεθώ στην αγκαλιά σου
 που ξέχασα χαρά μου ν' αγαπώ.

 Με κέρασες γλυκιά μου ένα τσιγάρο
 μεσ' απ' τη καύτρα του να ζεσταθώ
 απ' την ανάσα του κορμιού σου γιατρικό να πάρω
 στο μούχρωμα του φθινοπώρου να σταθώ.

 Μου άναψες ψυχή μου ένα τσιγάρο
 στα συννεφάκια που φυσάω να βρεθώ
 το ψέμα της ζωής να κάψω να φουμάρω
 αμαχητί να μη παραδοθώ.

 Βρήκα κι' απόψε τα φιλιά σου
 όμως εγώ μελαγχολώ
 το ξέρω πως η αγκαλιά σου
 είναι καπνός,είν' ένα όνειρο απατηλό.

 Τώρα στους κύκλους του καπνού μου απ' το τσιγάρο
 να σκαρφαλώσω μάταια προσπαθώ
 τα δίνω όλα και ρεστάρω
 στο μαύρο του κορμί να κρατηθώ.
 

69
     Το παντελόνι το κοντό μου.

 Το παντελόνι το κοντό μου να' χα πάλι
 έστω μια νύχτα στου μυαλού την παραζάλη
 του χρόνου τα σκισίματα να κλείσω
 με της καρδιάς μου τα φιλιά να το γεμίσω.

 Να ξαναγράψω στο λυχνόφεγγο τραγούδια
 της φτωχικής της νιότης διηγήματα
 στο σύθαμπο να κυνηγώ πουλιά ξεπεταρούδια
 από την έρημο του νου να σύρω ιστορήματα.

 Το παντελόνι το κοντό μου να' χα πάλι
 να δω τον ήλιο της καρδιάς μου να προβάλλει
 να το φορέσω μια στιγμή μονάχα ένα βράδυ
 της κοπελιάς της πρώτης μου να βρω το χάδι.

 Το μαντηλάκι της δώρο ψυχής να κυματίζει
 στ' αλίμενα του χρόνου όνειρά μου
 ακρόπρωρο στων αναμνήσεων το μπρίκι ν' αρμενίζει.

 Μια βόλτα στις αλάνες στα σοκάκια τα παλιά
 με τη σφεντόνα μου στη τσέπη του την τρύπια
 παράξενη ζωή να σ' είχα πάλι αγκαλιά.

70
              Τι να 'ναι αυτό.         

 Λέξη βαθιάς συμπάθειας στοργής
 φιλία μπιστική μεγάλη
 απαύγασμα τ'αγάπανθου της γης
 μα και του έρωτα η ζάλη.

 Λέξη από γόρδιους δεσμούς
 θολούρα ποταμών και νοημάτων
 ιδεογράμματα απ'άγνωστους θεούς
 ιερογλυφικά συναισθημάτων.

 Λέξη από χρησμούς - συμβολισμούς
 μελίρρυτη στα χείλη
 συνήχηση με της καρδιάς τους στεναγμούς
 μα και ψευτιά πολλές φορές τ'Απρίλη.

 Τι να 'ναι αυτό το φωτερό - το υπεραισθητό
 του νου αρχέγονο τραγούδι
 τι να 'ναι αυτό του κόσμου όλου ποθητό
 αέναο σιβυλλικό μοσχολουλούδι.
 

71
                Μελαγχολώ.

 Μελαγχολώ-συμφύρω του μυαλού τη λογική
στ' ανακατώματα να βρώ ένα χάδι
κι' από τα στέμφυλα μιά στάλα από ρακή
να κλέψω της ζωής το άβγαλτο μαγνάδι.

Μελαγχολώ τ' απόγεμα της Κυριακής
κι' η έμπνευση το λύχνο μου ανάβει
μα ο χρόνος είναι χαμερπής
το λάδι που τ' απόμεινε στάλα τη στάλα αδειάζει.

Μελαγχολώ και ορρωδώ να κοιμηθώ
ξέχασα ν' αγαπάω
κι' αν προσπαθώ σ' ένα σταυρό να κρατηθώ
ξαστόχησαν οι ρίμες μου - πονάω.

Μελαγχολώ κι' οδοιπορώ
σ' εν' άσωτο σιβυλλικό ταξίδι
προσηλυτίζομαι και προσχωρώ
στο ψεύτικο του κόσμου μου παιχνίδι.

72
     
       Με μέθυσες χαρά μου.

Εφτάστερο διπλής απόσταξης ποτό μου
μεθυστικό μου
θόλωμα του νου της ύπαρξής μου
άγνωστο νυχτολούλουδο της άνοιξής μου.

Μου έστειλες κι'απόψε τα φιλιά σου
τα μελιά σου
ταξίδεψέ με κι'ας παραπατώ μαζί σου θά'ρθω
με μέθυσες χαρά μου και ξαναζώ κι'υπάρχω.

Λευκόφτερό μου περιστέρι μην αργείς
να φανείς
ρεσάλτο στο καράβι των ονείρων κι'ας χαθούμε
σε μιά ιθάκη ίσως κάποτε βρεθούμε.

Όμως δε ζω στα παραμύθια
στα όνειρα ποιός είδε την αλήθεια
άσε με όμως να πιστεύω
ίσως κι'υπάρχει μιά αγάπη που δε βρήκα
και γυρεύω.

73
            Ονειροφαντασία.

Ονειροσύννεφο πέπλο της νύχτας σκοτεινό
γράμμα κι'απόψε συστημένο
της θύμησής του αλγεινό
απ'το μετόχι της ψυχής το περασμένο.

Στράτα της ειμαρμένης διαγράμματα
με της καρδιάς τα δάκρυα σπαρμένη
στροφές με εικονοστάσια από τάματα
στου χρόνου τα τερτίπια παράπονο που μένει.

Καινούργιες ερινύες δίκες στημένες με σόου
στη δίνη των αβύσσων των νεκρών αισθήσεων
γδικιωμός της ζωής με γιού εφ όου
μεθύσι παραισθήσεων.

Χειμώνες παγωμένοι αμμόσπιτα χαλάσματα
συμπληγάδια περάσματα
γεφύρια στοιχειωμένα με πνεύματα αλλόκοτα
χαρακιές στα σύδεντρα της ύπαρξής μου
ολοκαυτώματα.

Στο άπειρο των μαθηματικών χάνομαι
γιά μιά εξίσωση απλή λες κι'έχει σημασία
χωρίς ελπίδα γιά τη λύση καταπιάνομαι
παράξενη ζωή, ονειροφαντασία.

74
      Και τι δε θά 'κανα.

Και τι δε θά 'κανα αν μ'αγαπούσες
με το τραγούδι της ψυχής σου αν με μεθούσες
νά 'σουν η Μούσα μου κι'εγώ ο μελωδός σου
στις στροφές της ζωής η επωδός σου.

Και τι δε θά 'δινα
γιά μιά γωνιά στη σκέψη του μυαλού σου
να μαγγανέψω να γευτώ
την αύρα του κορμιού σου.

Νά 'σουν απτός αντικατοπτρισμός
στην έρημο του νου μου
νά 'σουν εξάντας μπούσουλας
το πολικό αστέρι τ'ουρανού μου.

Νά 'σουνα φάρος οδηγός
και στα ορμίζματά μου
άστραμμα στα σκοτάδια μου
στα νεφελώματά μου.

Και τι δε θά 'δινα
αδήριτος φρουρός της ύπαρξής σου νά 'μουν
οι οραματισμοί σου σε μένα να ταιριάζουν
τ'απόκρυφά σου αισθήματα ν'αγρεύω
στο μπρίο σου να χάνομαι
με το ματιών σου το εξπρές να ταξιδεύω.

Και τι δε θά 'κανα
μιά νύχτα αν ξυπνούσα
κι'έβρισκα μπογιαντίσματα
χνάρια πως σε φιλούσα.

75
         Παίξε κιθάρα μου.

Παίξε κιθάρα μου το τούνελ του χρόνου
με νότες να κλείσεις
τις άδειες χελιδονοφωλιές μ'ακόρντα
να γεμίσεις
παίξε κιθάρα μου στην έρημο της ψυχής μου
όαση μένεις
και στο φινάλε του έργου εσύ γιά μένα
τραγούδια υφαίνεις.

Παίξε κιθάρα μου πιάσ' ένα βαλς
ατόφιο χρυσάφι διώξε τα στρας
παίξε γιά μένα τα τέλια ν'ανάψουν
και τα μινόρε της αυγής με τ'άστρα
να κλάψουν.

Παίξε κιθάρα μου δυό ζάλα ξοπίσω να πάω
να πιώ ανέρωτα φιλιά ξέχασα να μεθάω
παίξε κιθάρα μου μελωδική μου παρέα
μαζί και στης ζωής τη στροφή τη μοιραία..
 

Σελίδες: 1 2 [3] 4