1
Δικοί μας στίχοι και ποιήματα / Άθεοι Μεσσίες
« στις: 30/10/08, 19:14 »
20 χρονών, άθεος προφήτης, παλεύει με τα πάθη του, να μην τα χάσει,
να μην του πουν ότι συνήθισε…
μέσα στην πόλη του τη φωτισμένη
-η Ιερουσαλήμ του πουλημένη στους τουρίστες- δε πονάει πια μαζί του
κι εκείνος
πνιγμένος μες στις στάλες μιας βροχής
που τόσα χρόνια δεν τολμάει να ξεσπάσει…
Τινάζει τα μαλλιά του να τρομάξει τους εφιάλτες
Κοιτάζει τις ζωγραφιές στο κορμί του
τις χρειάζεται για να νιώθει ζωντανός
ρίχνει το χρώμα τους στο μαύρο του σημάδι μες στο σύμπαν
που όλο μικραίνει….
Κάπου βαθιά η ψυχή του κόσμου τρεμοπαίζει ριγώντας τη δικιά μας λήθη….
Περπάτησε στην πλατεία όπως παλιά…
Αποφεύγοντας τα γνωστά πρόσωπα, τρέμοντας μην τον χαιρετήσουν….
Ψάχνει να βρει σε ποιο πεζούλι σπατάλησε όλο του το πάθος σε μια κιθάρα γεμάτη ξένες μελωδίες
Σε ποια φευγάτα χαμόγελα σπατάλησε όλη του την αγάπη;
Ψάχνει τα μπράτσα του για σημάδια- ήταν σίγουρος πως ήταν εκεί
Ψάχνει την καρδιά του για λαβωματιές… μα δεν βρίσκει τίποτα. Μόνο κενό.
Και τρομάζει… «γιατί;»
Γιατί γελούσε; Γιατί δεν κλαίει; γιατί……
Η ψυχή του κόσμου θρηνεί τους ήρωες ντυμένη στα λευκά
Μα τώρα φορά μαύρα και προσπαθεί μάταια να αλλάξει τα θαμπά συνθήματα γραμμένα σε ένα πανό γεμάτο αίματα….
Κάπου μακριά, του είπαν, τα αηδόνια κελαηδούν ακόμα
Ξημερώνει…
να μην του πουν ότι συνήθισε…
μέσα στην πόλη του τη φωτισμένη
-η Ιερουσαλήμ του πουλημένη στους τουρίστες- δε πονάει πια μαζί του
κι εκείνος
πνιγμένος μες στις στάλες μιας βροχής
που τόσα χρόνια δεν τολμάει να ξεσπάσει…
Τινάζει τα μαλλιά του να τρομάξει τους εφιάλτες
Κοιτάζει τις ζωγραφιές στο κορμί του
τις χρειάζεται για να νιώθει ζωντανός
ρίχνει το χρώμα τους στο μαύρο του σημάδι μες στο σύμπαν
που όλο μικραίνει….
Κάπου βαθιά η ψυχή του κόσμου τρεμοπαίζει ριγώντας τη δικιά μας λήθη….
Περπάτησε στην πλατεία όπως παλιά…
Αποφεύγοντας τα γνωστά πρόσωπα, τρέμοντας μην τον χαιρετήσουν….
Ψάχνει να βρει σε ποιο πεζούλι σπατάλησε όλο του το πάθος σε μια κιθάρα γεμάτη ξένες μελωδίες
Σε ποια φευγάτα χαμόγελα σπατάλησε όλη του την αγάπη;
Ψάχνει τα μπράτσα του για σημάδια- ήταν σίγουρος πως ήταν εκεί
Ψάχνει την καρδιά του για λαβωματιές… μα δεν βρίσκει τίποτα. Μόνο κενό.
Και τρομάζει… «γιατί;»
Γιατί γελούσε; Γιατί δεν κλαίει; γιατί……
Η ψυχή του κόσμου θρηνεί τους ήρωες ντυμένη στα λευκά
Μα τώρα φορά μαύρα και προσπαθεί μάταια να αλλάξει τα θαμπά συνθήματα γραμμένα σε ένα πανό γεμάτο αίματα….
Κάπου μακριά, του είπαν, τα αηδόνια κελαηδούν ακόμα
Ξημερώνει…