Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - ΠΟΙΟΣ

Σελίδες: [1] 2 3 4 ... 19
1
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ

ήρθε στην ώρα του το τρένο

εγώ είμαι εδώ και περιμένω

να κατεβείς, να σ αγκαλιάσω

φοβάμαι μη και δεν προφτάσω



μήπως ο χρόνος τρέξει πίσω

που ήρθα να σ' αποχαιρετήσω

που σου είχα πει πως σ αγαπούσα

 καθώς το χέρι σου κουνούσα



μην μπεις στο λάθος το βαγόνι

που είναι δικό τους και σκοτώνει

γιατί το γέλιο θα σωπάσει

τρέμω μην ήδη σε έχω χάσει



μήπως στην στάση που είμαι τώρα

μες στον αέρα και στην μπόρα

κανένα τρένο δεν ζυγώνει

 μην σε έχασα και έμεινα μόνη



έχει περάσει ένας χρόνος

που με σκοτώνει ο ίδιος φόνος

μες στις καυτές της λαμαρίνες

 είμαι νεκρή δώδεκα μήνες

Α.Π.


2
 ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ

είσαι πάντα εδώ , πάντα μπροστά μου

 ένα βήμα ακόμα και σε πιάνω

η σκιά σου μέσα στην σκιά μου

πάλι σε κερδίζω και σε χάνω



είσαι πάντα εδώ μα πάλι λείπεις

μοναχός δεν ζω , μαζί σου σβήνω

σε αφήνω και με εγκαταλείπεις

όλα στα γυρεύω και στα δίνω



είσαι πάντα εδώ μα δεν σε νοιάζει

δεν σε νοιάζει αν γύρισα ή αν φεύγω

είναι η μοναξιά που σε τρομάζει

και να γίνουμε ένα το αποφεύγω



είσαι πάντα εδώ , πάντα μαζί μου

είσαι ο πιο δικός μου ξένος τόπος

σε ανασαίνω στην αναπνοή μου

και να σ΄αγαπώ είναι ο μόνος τρόπος

Α.Π.


3
ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ

και τι νομίζεις πως θα μείνει

 τι θα απομείνει

τώρα που φεύγεις και εσύ

ακόμα μιά αδιανή σελίδα

με μια κηλίδα

 από χυμένο κρασί

ακόμα μία ελπίδα ψεύτρα

μια χαρτοκλέφτρα

με πειραγμένα χαρτιά

τι και αν ήσουν καταιγίδα

 αφού εγώ  είδα

 μόνο  μιά στάλαγματιά

δεν ξέρω αν με έχεις συγχωρήσει

 και λησμονήσει

τα λόγια μου τα πικρά

μα εγώ σου στέλνω  μία συγγνώμη

 μία ακόμη

 σε δυο στιχάκια μικρά

Α.Π




4
μεθυσμένες υπογραφές



δραπέτευσαν τα γράμματα και φεύγουν

 από την τελευταία την σελίδα

τα λόγια ξαναγύρισαν στο στόμα

και επέστρεψε η βροχή στην καταιγίδα



δύο σώματα που είχαν λησμονήσει

να αγγίζονται,  να γδέρνονται τα βράδια

παλεύουν την σκουριά να καθαρίσουν

 από το δέρμα , με φιλιά και χάδια



η Ιθάκη και τα ανάκτορα μπροστά του

 πανέμορφη η βασίλισσα του γνέφει

φαντάσματα οι  μνηστήρες γύρω-γύρω

και πίσω , στο ταξίδι του επιστρέφει



και η αγάπη καπετάνιος μεθυσμένος

κερνάει την φουρτούνα ένα ακόμη

πώς χώρεσε το ψέμα μες στο  δάκρυ

πώς κρύφτηκε στον φόβο το συγγνώμη



το νόμισμα που δύο όψεις έχει

μονά ζυγά το ''τίποτα'' ή το ''όλα''

γεννιέται και πεθαίνει  ο κόσμος όλος

μέσα στα μάτια του κεραυνοβόλα

Α.Π.


5
ΑΙΩΝΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Σε αγκαλιάζω και ακουμπώ στο λαιμό σου τα χείλη μου

μες σε μία αγκαλιά πως χωράει η ερωμένη η μάνα και η φίλη μου ?

με κλεισμένα τα ματια , κολλημένο στο αυτί σου το στόμα μου

καθώς γέρνεις σε μένα και τυλίγεσαι  γύρω από το σώμα μου



Πόσα χρόνια  στριμώξαν τις μέρες τους μέσα σε αυτήν  τη στιγμούλα?

 και ποιοι ήλιοι που σβήσαν , είχαν κρύψει το φως τους σε μία φλόγα μικρή , τοσοδούλα?



Το φθινόπωρο πέφτει στο σώμα μου σαν την βροχη

πεφταστέρι η ζωή μας , μα αιωνία η στιγμή για να κάνω μία ευχή

αν ο χρόνος τελειώσει , η κλεψύδρα αν αδειάσει σε λίγο

να είσαι εκεί , να σου πω ένα αντίο στερνό πριν να φύγω

Α.Π.








6
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙΑΡΙΚΟ ΠΟΥΛΙ

 το ταξιδιάρικο πουλί που αγάπησα με πάθος

να χάνεται παρατηρώ στου ορίζοντα το βάθος

ξέρω ποτέ δεν θα το δω , ποτέ μέχρι να φύγω

κι ας μου έμαθε πως να πετώ και τα φτερα να ανοίγω



το ταξιδιάρικο πουλί δεν θα γυρίσει πίσω

μα εγώ ξανά στον κήπο μου λίγο νερό θα αφήσω

άμα διψάει στον δρόμο του , αν είναι πεινασμένο

να θυμηθεί πώς το αγαπώ και πώς το περιμένω



το ταξιδιάρικο πουλί θα έχει μεγαλώσει

τα κουρασμένα του φτερά θα τα χει πια  διπλώσει

θα βλέπει τον ορίζοντα με την αιώνια θλίψη

πως του έλειψα δεν θα μου πει και εγώ πως μου έχει λείψει



το ταξιδιάρικο πουλί λες και είδα μες στο βλέμμα σου

πως πέταγε χαρούμενο μέσα σε κάθε ψέμα σου

οι αλήθειες που το διώξανε ας μείνουν μες στο στόμα μου

και μία φωλιά μην κουραστεί ας χτίσω μες στο σώμα μου

Α.Π.


7

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ

το μαχαίρι  την τρόμαζε και όχι αυτός που το κράταγε

στη σκιά της πνιγότανε όταν μόνη περπάταγε

στο κενό της αδειάζανε το κενό τους οι άλλοι

ξεχασμένες οι νύχτες τους πάνω στο προσκεφάλι



στο δικό της χαμόγελο δεν κουρνιάζουν αστεία

μα μονάχα παράπονο και πηχτή αγωνία

και έχει κάτι από θάλασσα που στεγνώνει στα στόμα της

και φιλιά που ξεράθηκαν ξεχασμένα στο σώμα της



στο κορίτσι που ξέχασε τα όνειρά της στο βλέμμα της

οι αλήθειες μου σώθηκαν μες στο όμορφο ψέμα της

Α.Π.

8
ΤΕΤΡΑΔΙΟ



Μες στο παλιό μου το τετράδιο έχω στριμώξει τη ζωή μου

το ξεφυλλίζω μήπως μάθω αν  ήταν  η ζωή η δική μου

μία-μία γυρίζω τις σελίδες , σαν κυνηγός ψάχνω για ίχνη

που σε έχασα , για δε σε βρήκα ,  κάποιο σημάδι να μου δείχνει



Μιά μιά τις λέξεις ανακρίνω , να' βρω τι ξέρανε για σένα

μα θα θελα να χα μπροστά μου και αυτές που πέθαναν στη γέννα

και αυτές που είχανε δειλιάσει και κρύφτηκαν σε μία μουτζούρα

και αυτές που τρόμαξαν στο λάθος και είπαν τον έρωτα καψούρα



Μες στο παλιό μου το τετράδιο με ένα μολύβι είμαι και γράφω

και αν έχει μαύρο χρώμα η λέξη , παίρνω πινέλο και την βάφω

αν είναι νύχτα και δεν βλέπω , ανάβω το χαμόγελό σου

μα απ' τις σελίδες μου σε διώχνω , σαν μείνεις με το νυχτικό σου



Α,Π,

9
Χωρίς να ξέρω αν ήσουν εσύ

κοιτάζω πίσω με ανάσα μισή

αυτό το γέλιο και εκείνο το φως

Τι ακούω Θεέ μου ...τι βλέπω ο φτωχός



Πώς πεταρίζει εκείνη η σκιά

μοιάζει να τρέμει , μα χαμογελά

με μία κιμωλία στης νύχτας το μαύρο

σου γράφω ένα στίχο για να σε ξανάβρω



Η θάλασσα σβήνει τα ίχνη στην άμμο

δεν λένε πού πήγαν για να τα προκάμω

αν ήταν δικά σου  , του έρωτα αν είναι

ταξίδι  η αγάπη και πέλαγο γίνε



Περνάει το καράβι με φώτα ανάμενα

κοιτάζω ένα βράχο , πως μοιάζει με μένα

του πλοίου τα απόνερα  σε εκείνον που σπάνε

ταξίδι μυρίζουν και τον ξεγελάνε



Στην άκρη του βράχου η μούσα σαν κύμα

μου φέρνει γραμμένο του έρωτα ποίημα

διπλώνω την κόλλα και φτιάχνω βαρκούλα

μαζί στο ταξίδι έστω για μία στιγμούλα



Α.Π,

10
ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Ανοίξανε οι ουρανοί και βρέχει θλίψη

είναι και η μούσα που έφυγε και μου χει λείψει

είναι και η φρίκη παμψηφεί που αθωώνεται

και που του δίκιου η πρεμιέρα ματαιώνεται



Είναι που του Αύγουστου η θάλασσα είχε θάνατο

και η συνείδηση  το μαύρο ,το επάρατο

είναι που πνίξαν τον Σεπτέμβρη μου στα κύματα

και που ''ωσαννά''  λένε στους θύτες μου , τα  θύματα



Είναι που αγκάθια έχουν φυτρώσει σε ότι χάιδεψα

και που πεθάναν οι αυταπάτες μου και  ορφάνεψα

είναι που όλα όσα φοβόμουνα γεννήθηκαν

μα για πατέρα σθεναρά με αποποιήθηκαν

Α.Π.






















11
  ΔΙΨΑ

ο άνεμος το κύμα το  εγκατέλειψε

σε μιαν ακτή , και εκείνο μόνο έσβησε

γαλάζια πίστα η θάλασσα που οι έρωτες και οι αέρηδες ανέμελα χορεύουν

μα  εμένα οι γλάροι και οι Μαΐστροι με ξεχάσαν , και πια δεν με γυρεύουν



από το χέρι με τραβούν, κάτω απ' του Αυγούστου το φεγγάρι  ,οι νυχτοβατες μου

για να βαδίσουμε μαζί στον δρόμο των παραμυθιών ,  να ξαναδώ στερνή φορά τις αυταπάτες μου

ξεπλύθηκα με όση αγάπη  μου έμεινε από τη σκόνη της σιωπής , και δρόσισε ότι ένιωσα

αγκάλιασα τη σκέψη σου , αγνά , όπως η μάνα το μωρό,  και από το χειμώνα στέγνωσα



δεν έχει ο Αύγουστος δροσιά αρκετή , να ξεδιψάσει τα γερασμένα όνειρα , και εκείνα που ξεχάσαν να γεράσουν

μα έχει μολύβι και χαρτί , και μία σκιά στην μοναξιά , να ζωγραφίσουν έρωτες και θάλασσες και κύματα , να ξεδιψάσουν

Α.Π.

12
ΤΡΑΚΑΡΙΣΜΑ

 ήταν μιά μέρα που την πρωτόδα

και αργά ένα βράδι την πρωτοσκέφτηκα

ήμουνα άνετος  και όλα ευθεία

 μα δυστυχία μου ... την ερωτεύτηκα !



στο άψε-σβήσε άλλαξαν όλα

'χασαν την λάμψη τους , γίναν ασήμαντα

και από φουρτούνες ενώ δεν γνώριζα

τώρα με πνίγουνε σαράντα κύματα



η πρώτη σκέψη μου μόλις ξυπνάω

πριν να ξαπλώσω η τελευταία 

λες και τρακάρησα με ένα άγριο σύννεφο

 σε μία σύγκρουση μετωπιαία



κλάφτα Χαράλαμπε  ,κλάφτα μανούλα μου

ρέγγες της θάλασσας κλάφτε για μένα

πώς να χαϊδέψω  τούτο το όνειρο

 με αυτά τα δάχτυλα τα μαραμένα



Α.Π


13
από δω και από κει.............................

μα ο χαμένος μου παράδεισος δεν είχε

ούτε την Εύα , ούτε το φίδι , ούτε το μήλο

μα είχε μία ανέλπιδη αγάπη τρομαγμένη

κρυμμένη πίσω από της συκής το φύλλο



δεν είχε φλόγες ούτε πίσσα η κόλαση μου

ούτε καζάνια με βραστό νερό και λάδι

μα είχε μία οθόνη που χωρούσε χίλιους ήλιους

που όλοι πνιγόταν μές' στο πιο βαθύ σκοτάδι



και ήταν και η μούσα μου εκεί

στην κόλαση και στον παράδεισο

πότε από δω και πότε εκεί

πότε στο φως , πότε  στην άβυσσο

Α.Π.


14
ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ

να μπορούσα , να μπορούσες , να μπορούσαμε

μες στο ίδιο παραμύθι να χωρούσαμε

δυό κλόουν που γελούσανε θλιμμένοι

με μία άνοιξη στην τσέπη τους κρυμμένη



μες στα κύματα να πλέναμε τα χρόνια μας

με το Ιόνιο απλωμένο στα σεντόνια μας

μία αμμουδιά γεμάτη ίχνη από τα νιάτα μας

και ο Μαΐστρος να  ξεστρώνει τα κρεβάτια μας



να μπορούσες , να μπορούσα , να μπορούσαμε

 μες στον ίδιο τον καμβά να  σεργιανούσαμε

να σε έβαφα με χρώματα απ' το δείλι

να σου  άπλωνα χαμόγελα στα χείλη



να μου έβαζες στα μάτια λίγο ουρανό

να γεμίσει με γαλάζιο τούτο το κενό

ότι μας πλήγωσε να σκέπαζες με χρώμα

και να μου' σβηνες το σε αγαπώ απ' το στόμα



Α.Π.


















15
ΦΥΓΑΣ

γύρω οι δαίμονες χορεύουν

αγκαλιά με τους φόβους τους

νικημένοι εραστές

με γερμένους τους ώμους τους



το ρολόι στον τοίχο

 κουβαλάει την ώρα

λες και του έδειξε ο χρόνος

να μη δείχνει το ''τώρα''



είναι η μέρα μεγάλη

και ποτέ δεν τελειώνει

βρήκε μέσα μου νύχτα

και έρχεται και ξαπλώνει



μαύρη τρύπα η οθόνη

που ρουφάει τη σκέψη

να με πάρει από μένα

και να με φυγαδεψει



Α.Π.


16
ΣΑΝ  ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙ



είναι και εκείνα τα τραγούδια

 που δεν γεννήθηκαν

λες και ήταν όνειρα που πριν ξυπνήσουν

 αποκοιμήθηκαν

κουκίδες άμμου εκατομμύρια

  στην παραλία

και εγώ γυρεύω να βρω εσένα

αυτήν την μία

πόσο σε αγάπησα κανείς δεν έμαθε

 κανείς δεν ξέρει

μέσα μου έλαμψες,  μέσα μου κάηκες

σαν πεφταστέρι

έγινες στίχος έγινες χρώμα

  και ύστερα σιώπησες

ηθελα τόσα να σου απαντήσω

 μα δεν με ρώτησες

τα χελιδόνια πίσω  γυρίσανε

και με θυμούνται

με είδανε μόνο μου χωρίς εσένανε

 και με λυπούνται

ετούτη η άνοιξη ένα χειμώνα

κρατάει απ' το χέρι

δεν με θυμάται δεν με γνωρίζει

 και δεν με ξέρει

Α.Π.


17
ΝΙΩΘΩ

Αποξηραμένα αισθήματα και φωτιές σβησμένες

νικημένοι πόθοι με λευκή σημαία

 μυστικά  ασύλητα και ντροπές κρυμμένες

ερειπωμένη ενέργεια ,  διατηρητέα



Κουρασμένη θύελλα που βαριά ανασαίνει

όνειρο απολίθωμα σε μυαλό μουσείο

το σκυλί το χάτσικο που όλο περιμένει

φόβοι που κρυφτήκανε σε ανοιχτό βιβλίο



Μα όσο οι νότες σαν  μεθυσμένες σφήκες θα χορεύουν μες της νυχτιάς τον κήπο

και όσο οι σκέψεις  θα μαζεύουν σαν τα μυρμήγκια  την τροφή για το καλύτερο μου ποίημα

ώσπου η σταγόνα της ζωής μου να στεγνώσει , θα φροντίσω από όσα νιώθω να μην λείπω

γιατί ίσως κάτι  να έχουν ακόμα να μου δώσουν και να το χάσω θα ναι κρίμα

Α.Π.


18
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΑΣΗ



και εγώ που τόσο ένιωσα

μα που ποτέ δεν στέριωσα

τσιγγάνος μέσα στο ίδιο μου το κάρμα

τα χρόνια πέρασαν γοργά

 έτσι όπως βάδιζαν αργά

οι αλήθειες και οι αυταπάτες μου αντάμα



κοιτάω το ηλιοβασίλεμα  που βάφει τον ορίζοντα με το αίμα του

και θλίβομαι που άχρωμος βαδίζω σε έναν δρόμο όπου έφτασα στο τέρμα του

Α.Π.


19
ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ

ήταν σαν τον  τον δεσμό τον γόρδιο

ο κόμπος που ποτέ δεν  έλυσα

το ανυπέρβλητο εμπόδιο

το σύνορο που δεν δρασκέλισα



ηλιοβασίλεμα στην κόλαση

μία Ατλαντίδα μες στο χάρτη μου

το χελιδόνι που δεν γύρισε

με τον Απρίλη και τον  Μάρτη μου



οφθαλμαπάτη μέσα στο όνειρο

χρησμός που  έδωσε η τσιγγάνα

κρασί που χύθηκε στο τσούγκρισμα

ευχή που  έδωσε η ζητιάνα



στο άσπρο λουλούδι πάνω στάθηκε

μία μέλισσα να πάρει γύρη

μία άνοιξη άγγιξε  τα χείλη μου

 πριν να πνιγεί μες στο ποτήρι

Α.Π.

20
ΑΝ...



Εάν στα αρχαία χρόνια είχαμε υπάρξει

εκεί τριγύρω κάπου στον χρυσό αιώνα

νομίζω θα να ήσουνα μία Καρυάτιδα

και εγώ εργάτης μάρμαρου στον Παρθενώνα



Αν ζούσαμε μαζί στην Αναγέννηση

θα ήθελα να ήσουνα  η Μόνα Λίζα

 ο da Vinci ο ζωγράφος που σε αποθανάτισε

και γω ο μαραγκός που έφτιαξε την κορνίζα



Αν είχες γεννηθεί μία σταρ του σινεμά

του Φίνου θα ήσουνα το πιο λαμπρό αστέρι

σε κάθε σου πρεμιέρα θα ήμουνα εκεί

έξω από το σινεμά να κάνω τον πορτιέρη



Μα ζούμε και οι δυό στην σύγχρονη εποχή

που έχει λερωθεί ως και το φως του Ελύτη

για αυτό μικρή μου μούσα να μου χαμογελάς

να φωτιστούν οι στίχοι μου , που 'χω νύχτα στο σπίτι

Α.Π.

21
Ο ΑΛΛΟΣ

Ένας φάκελος με σφραγίδα διαγνωστικού κέντρου ,  που μέσα έχει τον χάρτη που δείχνει τον  δρόμο για την απελπισία , για την ελπίδα , για το φόβο , για το θάρρος , για την παραίτηση ,για το κουράγιο ,που κάνει τους άλλους προορισμούς τόσο  ασήμαντους

Ενα τηλεφώνημα μέσα στη νύχτα με την παγερή φωνή του αξιωματικού υπηρεσίας του αστυνομικού τμήματος της πόλης , που ενημερώνει την  μάνα για το ατύχημα με τον ήχο της  φωνής  να θυμίζει θάνατο .

 Μία στιγμή θα μείνει στον αέρα η σφαίρα πριν χωθεί στο στήθος του πατέρα , του αδελφού , του γιου , του φίλου , και ύστερα ένας ένστολος θα χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του .

Ενα ανεπαίσθητο βουητό την ώρα που η πόλη κοιμάται , που κλιμακώνεται μέχρι να γίνει ουρλιαχτό από την κόλαση , που σε δευτερόλεπτα σωριάζει στη γη καθετί όρθιο , καθετί που θεωρείται δεδομένο .

Η  στιγμή  που θα χρειαστεί το κύμα  για να αναποδογυρίσει το σαπιοκάραβο,  πετώντας στον θάνατο  τα απελπισμένα όνειρα .

Κάποιες από τις στιγμές  που ενώ κρατούν τόσο λίγο τα αλλάζουν όλα για πάντα .

Ίσως να συμβαίνουν μόνο στους άλλους .

Ζούμε σαν να συμβαίνουν μόνο στους άλλους .

Μία στιγμή χρειάζεται όμως για να γίνεις ο άλλος.

Α.Π.


22
η φαρμακοποιός



έχω ένα πόνο στο μυαλό

και μία πληγή στην σκέψη

και μία αόρατη σκιά

με έχει κυριέψει



έχει καρδιά μου πυρετό

και όσα νιώθω βράζουν

και κάθε βράδυ οι μοναξιές

θερμόμετρο μου βάζουν



έχει η μνήμη μου κενά

 θυμάμαι και ξεχνάω

θυμάμαι ότι με μισώ

ξεχνάω πως σε αγαπάω



εσύ έχεις το φάρμακο

εσύ και το φαρμάκι

ελα και δώσε μου όποιο θες

 για να σε δω λιγάκι



Α.Π.


23
Η ΚΑΛΥΒΑ

 Είχε πολύ καιρό να πάει στην μεγάλη πόλη

Ποτέ δεν του άρεσε

Είχε αρχίσει να βρέχει και προσπάθησε να καλυφθεί κάτω από μία μαρκίζα

Παρατήρησε τον άστεγο που καθόταν στο παγκάκι να προσπαθεί γρήγορα να μαζέψει τους μπόγους του για να μην του βραχούν

Ασυναίσθητα έτρεξε να τον βοηθήσει παίρνοντας έναν από τους μπόγους και μαζί τρέξανε  κάτω από τη μαρκίζα

Η βροχή δυνάμωνε

 Αρχισαν να κουβεντιάζουν

Είπαν πολλά , για το παρελθόν , για το παρόν , μίλησαν για λάθη , για προδοσίες ,  για ατυχίες

Αν είχες επιλογή ,  ρώτησε τον άστεγο ο χωρικός , πώς θα θελες να ζεις ? πως ονειρεύεσαι τον παράδεισο σου ?

Θα σου περιγράψω του είπε ο άστεγος τον παράδεισο μου

Μία καλύβα στην κορυφή ενός λόφου , με λαμαρίνα για στέγη , χειμώνας , να βρέχει καταρρακτωδώς , μαζί με το αγαπημένο μου σκυλί να προσπαθούμε να ζεσταθούμε γύρω από την ξυλόσομπα  και να ξεγελάμε την πείνα μας με ένα κομμάτι  ξερό ψωμί

Μα καλά  , του είπε ο χωρικός  , δεν θα θελες να είσαι σε ένα σπίτι στην πόλη ή στο χωριό με ανθρώπους γύρω σου , με γεμάτο το ψυγείο σου , με φως , με τηλεόραση , με θέρμανση , με ζεστό νερό ?

Οχι του λέει , γιατί δεν αντέχω την σκλαβιά και τη μοναξιά

Α.Π.


24
ΤΑ ΧΑΡΑΜΑΤΑ

Με ξύπνησε ο ήχος του μηνύματος στο κινητό .

Άπλωσα το χέρι μου γιατί συνήθως το κινητό το αφήνω στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι μου .

Δεν ήταν εκεί ...θα το είχα αφήσει την τσάντα μου στην καρέκλα δίπλα στην πόρτα.

Άναψα το φτηνό μου πορτατίφ και σηκώθηκα απ' το κρεβάτι .

Φόρεσα τα γυαλιά μου.  Έβαλα τους κωδικούς για να ανοίξω το κινητό και μπήκα στα μηνύματα .

''Δεν μπορώ να κοιμηθώ απόψε''  , μου έγραφε ''σε σκέφτομαι , θα θελα τόσο να υπήρχε ένας τρόπος να σε δω , μη μου  απαντήσεις σε παρακαλώ , δεν είμαι μόνη '' .

Ενστικτωδώς πανικοβλήθηκα , '' Θεέ μου τι να της συμβαίνει ? , γιατί να μου στείλει μήνυμα μετά από τόσο καιρό ? ''

Γύρισα και κοίταξα το ρολόι  , 5:15 το πρωί .

Αποσβολωμένος σαν στήλη άλατος μέσα στους μισοφωτισμένο και παγωμένο δωμάτιο να σκέφτομαι αν έχω ξυπνήσει η όλο αυτό το βλέπω στο όνειρό μου .

Ξαναγύρισα στο κρεβάτι μου ,  έσβησα το φως και και στριφογύριζα μέσα στις κουβέρτες  προσπαθώντας να καταλάβω τι έγινε .

Θα ήταν πρωί όταν με ξαναπήρε ο ύπνος .

Όταν άνοιξα πάλι τα μάτια μου το ρολόι έγραφε 10:20 .

Ακουγόταν έξω ο αέρας που σφύριζε και η βροχή που χτύπαγε δυνατά το τζάμι .

Ήταν μία βροχερή Κυριακή όπως άλλωστε αναμενόταν και έλεγαν όλη τη βδομάδα στα δελτία του καιρού .

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάρω στα χέρια μου το κινητό και να ξαναδιαβάσω το μήνυμα .

Το άφησα για αργότερα .

Ας είναι αυτή η Κυριακή μία διαφορετική Κυριακή είπα . 

Ξαναγυρίζω στην πραγματικότητα τη Δευτέρα .

Α.Π.

25
ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΣ



έρωτά μου τοκογλύφε

ένα δίνεις πέντε παίρνεις

ξέρεις ότι είμαι μονάχος

 και όλο και με γυροφέρνεις



δανεικά όμως δεν γυρεύω

κλέφτη και απατεώνα

από την άνοιξη με δίωξαν

μα αγαπώ και τον χειμώνα



έρωτά μου τοκογλύφε

δεν με ξέρεις , δεν σε ξέρω

το χτυποκάρδι πάει στα νιάτα

 και η σύνταξη στον γέρο



Α.Π.


Σελίδες: [1] 2 3 4 ... 19