Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Ααρών Μνησιβιάδης

Σελίδες: [1]
1


Σε είπανε λιογέννητη• την μέρα που εγεννήθης
τρεις άστραψε τρεις βρόντηξε φορές ο ουρανός
κι έτσι μικρή που ήσουνα ευτύς σαν εφοβήθης
κλαδιά ψηλά σ᾽ ασήκωσαν κι αντίκρυσες το φως.

Ολημερίς σε βάσταξε ο ήλιος στην αγκάλη
και πήρες απ᾽ την θέρμη του μια φλόγα στα κλεφτά
κι η φλόγα όλο φούντωνε ώσπου ᾽γινε μαγκάλι,
ώσπου ᾽γινε θεόρατη του δάσου πυρκαγιά.

Σε σκέπασε με σύννεφο την νύχτα η Σελήνη,
την νύχτα που κοιμήθηκες για πρώτη σου φορά
κι ως έγειρες το πρόσωπο φιλί κρυφό σου δίνει
που το ᾽καναν τραγούδι τους της μέρας τα πουλιά.

2
Πρωτοφανέρωτη κόρη
που για μια στιγμή ανοιγόκλεισες τα μάτια σου
και φτερουγίσαν σπουργιτάκια μικρά κουρνιασμένα στα τσίνορα
με την σκόνη που σήκωνες κι άφριζε στον αέρα
στο λαμπερό στρατί που σαν πατούσες τιτίβιζε
ώρες τρεις ο ήλιος σταμάταγε να σε δει
κι οι μέρες μάκραιναν
κόρη που κάλπαζες ανάμεσα απ᾽ τα καλοκαίρια
κι ανέμιζαν τ᾽ αστάχυα των μαλλιών σου
απ᾽ το χάδι που άπλωνε ένα χέρι στα χωράφια
ανατριχιάζαν θαρρείς τα σπαρτά λιγωμένα
σαν χαίτη αλογίσια
πριν πέσουν τα κορμιά τους στου δρεπανιού την αγκάλη
να λυτρωθούν
κόρη που για χατήρι σου ξεντύθηκαν οι μαργαρίτες
μέσα σε σκούρα δάχτυλα τα λευκά τους σεντόνια
που για γινάτι σου
φόρεσε ο Αύγουστος το πιο λαμπρό του φεγγάρι
κι άστραψε η θάλασσα σαν ουρανός μες στην νύχτα
που για την όψη σου μόνο
αδημονούσε τριάντα ένα μερόνυχτα ο Σεπτέμβρης
να σε προλάβει
κι έβρεξε τόσα φιλιά για τ᾽ ακατάδεκτα χείλη σου
να μου τυλίξει το αντίο με ουράνιο τόξο
που ως και το βρεμένο σου φόρεμα ακόμη
σ᾽ αγκάλιασε μεμιάς σφιχτότερα.

3
Οξύγωνοι οι πύργοι της Ζυρίχης
στις άκρες των νερών τα ουράνια σχίζουν
μα εμένα την ψυχή μου πλημμυρίζουν
παλίμβολα τα πλήγματα της τύχης.

Μια νύχτα σκοτεινή θα με πετύχεις
σε δρόμους που όσ’ ηττήθηκαν βαδίζουν,
τα μάτια σου ξανά θα λαμπυρίζουν,
δυό άστρα που μ’ αυτά με κατατρύχεις.

Κι αν τώρα δεν μιλάς θα μου μιλήσεις
κρυφά η φανερά με κάποια λύπη,
την έπαρση μ’ ευγένεια θα ντύσεις

κι η πρώτη σου απόσταση θα λείπει.
Λοξό θα ρίξεις το γαλάζιο βλέμμα
κι η μαύρη μου καρδιά θα στάξει αίμα.

Ζυρίχη – Θεσσαλονίκη
Μάιος 2009 μ.Χ.

Tο παραπάνω σοννέτο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό iamvos art (άνοιξη - καλοκαίρι 2009)

4
   ΚΡΕΜΑΣΤΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

Όχι δα κήπους κρεμαστούς της Βαβυλώνος πλέον
του κόσμου αυτού οι ράθυμοι αφέντες δεν εγείρουν,
έργα σαθρά, μικρόψυχα με φώτα από νέον
για χιλιοστή ξανά φορά στο έδαφος θα σπείρουν.

Κι αφού πια κήποι κρεμαστοί ή άλλο αντάξιο κάτι
από ‘να τέτοιο θαύμασμα δεν έχει απομείνει
εμπρός για να σηκώσουμε της θάλασσας τα πλάτη
εκεί ψηλά που στέκεται απόμακρη η Σελήνη.

Όχι πια κήποι ανθιστοί, μα θάλασσες με ψάρια
θα κρέμoνται ολοκάθαρα κυματιστά σεντόνια
έτσι που θα ‘χει ο ουρανός αμέτρητα φεγγάρια-
καθρεφτισμούς να φέγγουνε της γης την καταφρόνια.

5
Κι αν έσβησαν του βίου μου οι λύχνοι,
σκοτάδι κι αν ολόγυρα με ζώνει
εν' άστρο ασημένιο θα μου δείχνει
του Χάρου το μαρμάρινο αλώνι.

Το φως του στάλα στάλα θα μου ρίχνει
γεμίζοντας το διάβα μου αστροσκόνη,
ξοπίσω μου φωτίζοντας τα ίχνη
τον δρόμο μου με μάλαμα θα στρώνει.

Κι ενόσω των ματιών μου η αλισάχνη
γυρεύει το κατάλληλο τοπίο
θα πλέκει μ' άσπρο νήμα η αράχνη

αέρινο μετάξινο αντίο
που σάβανο απάνω μου θα πέσει
να κόψει τη ζωούλα μου στη μέση.

6
Καρδούλα μου μονάχη
ποια αγάπη να 'χει
μέσα σου φωλιάσει;

Πάει καιρός που οι άλλοι
μες σε κάποια ζάλη
σ' έχουνε ξεχάσει.

Μόνο ρίχνει δάκρυ
κάπου σε μιαν άκρη
τό φτωχό γεράνι.

Κι όταν θα 'χεις πάψει
ποιος για σε θα κλάψει
που 'χει αυτό μαράνει;

7
Εγκάθειρκτοι σε χάλκινο κελί σαν την Δανάη
ξυπνούμε και κοιμόμαστε στην άθλια φυλακή μας,
ταξίδια σχεδιάζουμε για την ζεστή Χαβάη
ελπίζοντας στην γρήγορη αποφυλάκισή μας.

Δειλοί, οκνοί και άπραγοι, αιώνιοι δεσμώτες
κάποιου κρυμμένου, ζοφερού, πλατωνικού σπηλαίου
μηχανικά απευθύνουμε ξεψυχισμένες νότες
στα είδωλα ενός νεκρού από καιρό πανθέου.

Τις νύχτες σηκωνόμαστε απότομα θαρρώντας
πως ήχησαν τα βήματα του δεσμοφύλακά μας
και ύστερα προσμένουμε κρυφά αδημονώντας
το γύρισμα της κλειδαριάς και την ελευθεριά μας.

Ποτέ ποτέ δεν μάθαμε πως είμαστε ισοβίτες
ποτέ δεν μας το είπανε κι ελπίζουμε ακόμη
σε όσα πίσω κρύβονται απ'τους ψηλούς φεγγίτες
πως θά ῤθει μέρα να μας παν φεγγολουσμένοι δρόμοι.

Κι είναι φορές που κάποτε χρυσή βροχή τρυπώνει
στο χάλκινο υπόγειο της έγκλειστης Δανάης
και τότε μέσα στο κελί το σκοτεινό φυτρώνει
ολόλευκο της άνοιξης το πρώτο εντελβάις.

ααρών Μνησιβιάδης 28-05-2009

8
Ατέλειωτη νύχτα κι αυτή
στο μακρόσυρτο τραίνο του χρόνου,
στον αέρα μι' ανάσα κοφτή:
το βαθύτατο πλήγμα του πόνου.

Τ' ουρανού ξεχωρίζω ένα μάτι
σαν φεγγάρι που σκύβει να δεί
γελασμένο θαρρείς από κάτι,
σαν μια κίνηση μόνο μπορεί.

Ας μου γίνει μονάχα η χάρη
να φιλήσει χωρίς προσμονή
το ολόγιομο εκείνο φεγγάρι
την θλιμμένη μου άδεια ψυχή.

9
Μια πόρτα ο άνεμος ανοίγει
στου φθινοπώρου τις βροχές,
σαν φύλλο τώρα σε τυλίγει
σφιχτά κι ολόκληρη σε πνίγει
η άγρια ανάμνηση του χθες.

Καθώς σφυρούν οι μεντεσέδες
σ' ολονυχτίες παγερές
κι αρχίζουν πάλι αμανέδες
θαρρείς και γίνανε τεκέδες
στο σπίτι τ'άδειο οι ρωγμές

βαρύ σκοτάδι σε πλακώνει
τον εαυτό σου κι αν τον καις
το φως που βγαίνει δεν σε σώνει,
τις στάχτες σου μονάχα απλώνει
ο άνεμος και οι βροχές.

10
Γυρνάς μου ρίχνεις μια ματιά
κι εγώ πρέπει να ζήσω!
Αμίλητη σε μια γωνιά
σ' ἐχω αντίκρυ μου ξανά
και το γκαρσόνι πίσω.

Ρωτώ με βλέμμα σιωπηλό
στον νου σου τι να βάζεις
μα να μαντέψω δεν τολμώ
και τις κινήσεις σου μετρώ
καθώς βουβή κοιτάζεις.

Χειρονομίες προσπαθούν
κουβέντες να αρθρώσουν,
χρόνια τα χέρια σου απειλούν
από το σώμα να κοπούν
κι απάντηση να δώσουν.

Ο λόγος όμως ή η σιωπή
κινεί τα βήματά σου;
τι απ'τα δύο να μπορεί
να δώσει σχήμα και μορφή
στα συναισθήματά σου;

Σελίδες: [1]