Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - Agar-agar

Σελίδες: 1 [2]
26
Φυσικά.
Μελέτη το παν (Συνετός Περίανδρος ο Κορίνθιος)

27
Έφυγες προσπερνώντας της ζωής το λάθος,
σαν τελευταίο ταξίδι στην Ανδαλουσία.
Τι κι αν τα χείλη σμίγουνε με χρόνων πάθος,
στο παγωμένο στήθος σου η απουσία.

Έφυγες, δίχως με τη ζωή σου να χαράξει
ο ορίζοντας του κόσμου ο σκοτεινός
όμως εγώ είδα τη νύχτα που 'τρεξε ν' αρπάξει
τη θέση που 'χε πριν να σβήσει το μικρό σου φως.

28
Κι έτσι όπως σήκωσα τα μάτια μου τον βρήκα
να στέκει απάνω μου να με κοιτά σαν από ώρα
και πάγωσα. Και μου 'πε: "Είδα τη μπόρα
κι είδα την πόρτα σου ανοιχτή κοντά και μπήκα".

Γύρισα, κοίταξα την πόρτα τη μεγάλη
της κάμαράς μου -πόσα χρόνια κλειδωμένη!-
Του 'πα: "Απ' την πόρτα αυτή κανένας πια δεν μπαίνει".
Κι έγειρα μόνο λίγο το κεφάλι.

Πρόλαβα γύρισα το βλέμμα μου απ' την άλλη,
στο παραθύρι. Του 'πα: "Κοίτα, έξω δεν βρέχει
κι ούτε ένα σύννεφο ο ουρανός δεν έχει".
Κι έγειρα ακόμα λίγο το κεφάλι.

Κι έτσι απόμεινε να με κοιτά και να χτυπάνε
άκουα στον τοίχο τα λεπτά μες το σκοτάδι
-καθώς θα έπεφτε σιγά-σιγά το βράδυ-
Δεν είπα τίποτα, μα σκέφτηκα: "Ποιος να 'ναι;"

Στ' αφτί μου ακούστηκε η φωνή του πιο σβηστή:
"Δεν με κατάλαβες, όμως σε ξέρω χρόνια τώρα.
Σε ξέρω απ' όταν άρχισε η μπόρα
κι απ' όταν έμεινε η πόρτα αυτή κλειστή.

Όμως κι εσύ με σκέφτεσαι, με ξέρεις.
Κοίτα και θα με βρεις μες τα χαρτιά σου,
σ' αυτά που έγραφες πριν μπω, εκεί μπροστά σου.
Μόνος σου ζήτησες κοντά σου να με φέρεις".

Κι έτσι όπως έκλεινα τα μάτια μου, είδα πως
"ΘΑΝΑΤΟΣ" είχανε για τίτλο εκείνοι οι στίχοι
που -οι πολλοί θα είπαν κατά τύχη-
κρατούσα όταν με βρήκανε κι ήμουν νεκρός.

29
Φανταζόμενος διαρκώς νέας ηδονάς
διακοπτώμενος από την θέαν σεπτών εικονοστασίων
ούτως διαρκώς σταυροκοπούμενος
διάγω το ταξίδιόν μου συνετώς άμα και αλλοπροσάλλως.

Αγαπών σε διακαώς κι εναγωνίως
σε ομού μετά της διδύμου αδελφής σου,
σκέπτομαι πως δεν δύναμαι πλέον να διακρίνω
πότε πρόκειται περί εσού και πότε περί της άλλης.

Απαγγέλων στίχους ολίγους και ευκόλους
του Καβάφη, του Κάλβου και του Καρυωτάκη
οδηγούμαι φοβούμαι προς την εξάντληση του βίου μου
μόνον εν τω εκφράζεσθαι περί αυτού.

Κάμνων χρήση γλώσσης μικτής, αδιακρίτως,
συγγράφων ως σπανίως κάμνω, εις στίχον ελεύθερον,
ολοκληρώνω έν μικρόν νέον έπος
και εις αυτήν την σύντομη εν προκειμένω διαδρομή μου

Παραγεμίζων με λίαν ασυνάρτητας φράσεις
τα κενά μεταξύ των αράδων διαστήματα της εφημερίδος
τακτοποιών τούτες εν συνεχεία δεόντως
εν είδη εσχάτης διαθήκης μου.

Μετέωρος μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μεγάλων πόλεων
παγιδευόμενος μεταξύ οχημάτων αρκετών χιλιάδων κυβικών
αισθάνομαι αίφνης τη ραχοκοκκαλιά μου να θρυματίζεται
και σκέπτομαι:
Είναι δυνατόν η ποίησις να πρόκειται περί μιας τόσο απλής διαδικασίας;

30
Το άλογο λύγισε απ' το βάρος του καρπού,
γλυστρά στη λάσπη, δεν μπορεί να σηκωθεί.
Στη μέση ανάμεσα στην πολιτεία και τα χωράφια.
Ο μυλωνάς μας περιμένει μ' άδεια ράφια,
που οι προμήθειες προ πολλού έχουν σωθεί.
Θα περιμένει ως το βράδυ, αλλά πού!

Νυχτώνει. Τα βουνά κλείνουν το μάτι
κι οι ασφοδέλοι μας γελάνε ειρωνικά,
οι πέτρες βαφονται στο χρώμα της ασφάλτου
κι αστράφτει η καθαρότητα του σμάλτου
καθώς οι λύκοι, περιμένοντας καρτερικά,
γλύφονται, βλέποντας εμέ και τ' άτυχο άτι.

Να ξεφορτώσω, να φωνάξω για βοήθεια.
Να πάω όμως πίσω όπου ξεκίνησα ή εμπρός;
Του μυλωνά, ξέρω, ο βοηθός είναι μπεκρής
κι εδώ κι εκεί ο δρόμος φαίνεται μακρύς.
Στη σέλλα, σπάει τα νύχια ο κόμπος ο χοντρός
Αχ! πώς πονάει το πρώτο δόντι μες τα στήθια.

31
In the greenest of our valleys
By good angels tenanted,
Once a fair and stately palace –
Radiant palace – reared its head.
In the monarch Thought’s dominion –
It stood there!
Never seraph spread a pinion
Over fabric half so fair!

Banners yellow, glorious, golden,
On its roof did float and flow,
(This – all this – was in the olden
Time long ago,)
And every gentle air that dallied,
In that sweet day,
Along the ramparts plumed and pallid,
A winged odor went away.

Wanderers in that happy valley,
Through two luminous windows, saw
Spirits moving musically,
 To a lute’s well-tuned law,
Round about a throne where, sitting
(Porphyrogene!)
In state his glory well befitting,
The ruler of the realm was seen.

And all with pearl and ruby glowing
Was the fair palace-door,
Through which came flowing, flowing, flowing,
And sparkling evermore,
A troop of Echoes, whose sweet duty
Was but to sing,
In voices of surpassing beauty,
The wit and wisdom of their king.

But evil things, in robes of sorrow,
Assailed the monarch’s high estate.
(Ah, let us mourn! – for never morrow
Shall dawn upon him desolate!)
And round about his home, the glory
That blushed and bloomed
Is but a dim-remembered story
Of the old time entombed.

And travelers now, within that valley,
Through the red-litten windows see
Vast forms, that move fantastically
To a discordant melody,
While, like a ghastly rapid river,
Through the pale door
A hideous throng rush out forever
And laugh – but smile no more.

32
Ω! ο Θάνατος το θρόνο του ορθώνει
Σε πολιτεία παράξενη και μόνη
Πέρα βαθιά στη θαμπωμένη Δύση
Εκεί όπου κάθε δαιμόνια και θεία φύση
Έχει αιώνια ανάπαυση ζητήσει.
Κανένα μνήμα εκεί, ή πύργος, ή παλάτι
(Που μες το χρόνο αναρρίγητα κι αιώνια μένει)
Δεν μοιάζει από τον κόσμο μας με κάτι.
Κι ολόγυρα, από κάθε ανάσα ξεχασμένη
Ράθυμη κάτω απ' την ουράνια σκέπη
Με έρμα νερά η θάλασσα έρπει.

Καμιά ακτίνα τ' Ουρανού δεν κατεβαίνει
Στης πόλης τη νυχτιά που αιώνια μένει.
Μόνο της θάλασσας το φως που αναρριγεί
Πάνω στ' ακρόπυργα γλιστράει μες τη σιγή
Πάνω στους θόλους στέλνει εβένινη μαρμαρυγή
Πάνω στους τρούλους -και τα μέγαρα τα αιώνια-
Στους ναούς πάνω –και τα τείχη της τα Βαβυλώνια-
Πάνω στα σκιερά περίπτερα τα ξεχασμένα
Μ' άσπρο κισσό και πέτρινα άνθη σμιλεμένα-
Πάνω στα μύρια θαυμαστά εκείνα μνήματα
Που συνυφαίνουν στων ζωφόρων τους τα σχήματα
Τις βιόλες, τις βιολέτες και τα κλήματα.
Ράθυμη κάτω απ' την ουράνια σκέπη
Με έρμα νερά η θάλασσα έρπει.
Τόσο οι σκιές μπερδεύονται εκεί πέρα
Που όλα θαρρείς πως αιωρούνται στον αέρα,
Ενώ από πύργο που περήφανος φαντάζει
Γιγάντια ο Θάνατος κοιτάζει.

Εκεί ανοιχτοί ναοί και ραγισμένα μνήματα
Χάσκουνε πλάι στα φωτεινά του πόντου κύματα.
Μα ούτε ο αμέτρητος ο πλούτος εκεί διόλου
Απ' τ' αδαμάντινο το μάτι κάθε ειδώλου
Ούτε οι νεκροί που λαμπρά σάβανα φορούνε
Τα φωτεινά νερά στην κοίτη τους δεν συγκινούνε.
Και δεν χαράζει έτσι, αλίμονο, ρυτίδα μια
Πάνω στη γυάλινη, ασάλευτη ερημιά-
Κανένα φούσκωμα της θάλασσας δεν λέει
Άνεμος σ' άλλα πιο χαρούμενα νερά πως πνέει-
Κανένας φλοίσβος δεν στριφογυρνά να δείξει
Πως έχει άνεμος σε ζωντανά νερά φυσήξει.

Μα να, σαν κάτι να σαλεύει στον αέρα!
Το κύμα -φαίνεται μια κίνηση εκεί πέρα!
Σάμπως οι πύργοι κάπως να σπρωχτήκαν
Και λίγο στη μουντή παλίρροια βυθιστήκαν-
Σαν οι κορφές τους πως αφήσαν κάποιο πόντο
Κενό μέσα στο σκούρο Ουράνιο φόντο.
Λάμψεις πιο κόκκινες τώρα απ' τα κύματα ανεβαίνουν-
Οι ώρες σιγά κι αδύναμα αργοανασαίνουν-
Κι όταν με πλήθος από απόκοσμους θρήνους ζωσμένη
Βαθιά, βαθιά η πολιτεία καταδυθεί
Η Κόλαση από χίλιους θρόνους σηκωμένη
Με σεβασμό θα της υποκλιθεί.

33
Ευχαριστώ όλους για τα καλά σας λόγια.

34
Αγαπητέ Σπρύρο, σ' ευχαριστώ για τα καλά σχόλιά σου, τα οποία είναι προϊόν της καλής σου προαίρεσης κι όχι απόλυτα η αλήθεια. Εφόσον σου αρέσει ο Poe, θα στείλω τις επόμενες ημέρες κι άλλο ένα δικό του. Και πάλι ευχαριστώ.

35
Στης πιο πράσινης κοιλάδας μας τα βάθη
Κει που αγγέλοι κατοικούσανε καλοί
Κάποτε τρανό παλάτι εστάθη
Λαμπρό παλάτι κι ύψωνε την κεφαλή.
Στο βασίλειο πέρα κει το φοβερό
Στου μονάρχη Νου στεκότανε τη χώρα
Σεραφείμ ποτέ δεν άπλωσε φτερό
Πάνω από χτίσμα σαν κι εκείνο μέχρι τώρα.

Με σημαίες χρυσοπόρφυρες, λαμπρές
Στους τρανούς του ν' ανεμίζουνε του θόλους
(Τούτα γίνονταν σε μέρες μακρυνές-
Όλα τούτα - ξεχασμένες τώρα απ' όλους)
Και τ' αγέρι που απαλό μες τις γλυκές
Ερωτιάρικα παιχνίδιζε τις μέρες
Στις επάλξεις του - πανώριες μα χλωμές -
Ευωδιές σκορπούσε γύρω στους αιθέρες.

Κι οι διαβάτες της κοιλάδας σαν περνούσαν
Βλέπαν μέσα στο παλάτι αυτό του πλούτου
Πνεύματα που τις φιγούρες τους κινούσαν
Ρυθμικά στο μαγικό ήχο ενός λαγούτου
Όλο γύρω από έναν θρόνο όπου - καθώς
Στην τρανή του δόξα ταίριαζε - φαινόταν
Ο πορφυρογεννημένος κι αγαθός
Του βασίλειου ο αφέντης που καθόταν.

Με ρουμπίνια στολισμένη ένα σωρό
Και λαμπρά μαργαριτάρια ήταν η πύλη
Του κάστρου εκείνου απ' όπου πάντα λαμπερό
Κύλαγε έξω κάθε αυγή και κάθε δείλι
Ένα πλήθος από ηχούς στις λαγκαδιές
Που για μόνη και γλυκιά είχανε δουλειά τους
Με υπέροχες να ψάλλουνε φωνές
Το μυαλό και τη σοφία του βασιλειά τους.

Ντυμένα όμως πένθιμα πλάσματα μαύρα του Άδη
Μια μέρα πήραν το τρανό του Ρήγα το βασίλειο
(Αχ! ας τον κλάψουμε που πια μαύρο τον κλει σκοτάδι
Και ν' ανατέλει δεν θα δει ποτέ ξανά τον Ήλιο)
Και γύρω απ' το παλάτι του η δόξα που ανθισμένη
Ερόδιζε την κάθε αυγή σαν άνθος δροσερό
Δεν είναι παρά μια παλιά ιστορία ξεχασμένη
Θαμένη απ' τον καιρό.

Τώρα οι διαβάτες της κοιλάδας σαν περνάνε
Βλέπουνε μέσα στο παλάτι πάντα εκεί
Μορφές πελώριες που αλλόκοτα στριφογυρνάνε
Σε μια παράτονη χυδαία μουσική
Ενώ σαν χείμαρος φριχτός έξω απ' την πύλη
Του κάστρου έξω ασταμάτητα κυλάει
Μαύρο ένα πλήθος με το σαρκασμό στα χείλη
Που ξεφωνίζει μα ποτέ πια δεν γελάει.

36
Κάθε που βραδιάζει σ' ακολουθώ
σα σκιά σου ό,που περνάς περνώ

Κάθε βήμα σου με φέρνει κι αλλού
σαν ταξίδι λεύτερο του μυαλού

Δεν πατώ στο χώμα μόνο πετώ
πάνω απ' τα μαλλιά σου σαν ξωτικό

Σαν τ' αγέρι δίπλα σου τραγουδώ
μα το πρόσωπό σου δεν μπορώ να δω

Μου το κρύβει η νύχτα κι η καταχνιά
σαν του φεγγαριού τη σκοτεινή πλευρά

Κι όσο φεύγεις πάντα σ' ακολουθώ
σα σκιά σου όπου πατείς πατώ

Με τρομάζει κάθε του δρόμου φως
κάθε σταυροδρόμι μου θυμίζει πως

Θα χαθείς για πάντα κάποιο πρωί
σε μιας νέας μέρας τη ζεστή πνοή

Με μαλώνει ο δρόμος που δεν μπορώ
μόνη μου τη νύχτα να περπατώ

Μα σαν ξημερώνει κι είμαι μοναχή
καρτερώ το βράδυ να ξαναρθεί

37
Η Πηνελόπη, τις νύχτες, βιαστικά τώρα υφαίνει
στ' αργαλειό της το σάβανο, δίχως πια να ξηλώνει.
Δέκα χρόνια κι ακόμα της μηνάνε πως δένει
ο Δυσσέας, μακριά, στον ιστό του κι απλώνει

όλο νέα πανιά. Για το Θιάκι του δήθεν,
μα για κόσμο άλλον πάντα ταξιδεύει και πάει.
Τον δικό του τον κόσμο, που για πάντοτε απήλθε,
κυνηγάει και πλέει και ποτέ δε γυρνάει.

Κείνη υφαίνει κι εκείνος, σε γυαλό που αλαργεύει
ολοένα μαζί του, λίγο αν στέκει, και πάλι
αρμενίζει. Μα ξέρει κι αν παντού τη γυρεύει,
πως η Ιθάκη του χάθηκε. Τούτη η Ιθάκη είναι άλλη.

38
Όταν το ψέμα ζήσεις για ζωή σου
-Ψέμα πως είναι η αμαρτία λέω του κόσμου-
Κλαίει η ψυχή σου, κλαίει και τυραννιέται
Αγάπη, πάλι το φιλί σου δος’ μου
-Ξέρει η αλήθεια, ξέρει κι εκδικιέται-
Αγάπη -λέω- σε ικετεύω: Το φιλί σου

Χθες βράδυ ονειρεύτηκα πως δεν υπάρχεις
Και στο σκοτάδι όπως πετάχτηκα για να φωνάξω
Είδα -φριχτά- την κάμαρά μου δίχως φως
-Αχ! κι είναι πια αργά να την αλλάξω!-
Φριχτά να μοιάζει η κάμαρά μου είδα σταθμός
Που του 'φυγαν τα τρένα κι ο σταθμάρχης

Και μόνο λίγους ταξιδιώτες του 'χει αφήσει
Ο χρόνος, που στις ράγες πάνω ξαπλωμένοι
Τώρα τις άδειες, περιμένουν κάποιο τρένο
Να 'ρθει, και -δίχως να σταθεί, να περιμένει-
Πάνω τους μόνο να περάσει δίχως φρένο
Τη φρίκη μόνο της αναμονής να σταματήσει

Κι όταν ανοίξανε της κάμαρας -μες το σκοτάδι-
Οι τοίχοι κι έξω βρέθηκα γυμνός στον κήπο
Στερνή φορά τα μάτια μου να μου χτυπήσει η ομορφιά
Του άλλου κόσμου οι άγγελοι βρήκαν να λείπω
Απ' τα βιβλία των ζωντανών κι ήρθαν για συντροφιά
-Τρελή παρέα και πομπή μου για τον Άδη-

Ναι, τη ζωή ξόδεψα όλη σαν τον ψεύτη
Και τα λουλούδια του έρμου κήπου μου τώρα μονάχα
Ψελλίζουν -καθώς σκύβουνε να μπουν στο χώμα
Ξανά- "η ζωή του δυστυχία δεν ήταν τάχα;
Στο βάθος κύλησε της άβυσσου κι ακόμα
Δεν ξέρει πώς να σηκωθεί και όλο πέφτει!"

39
Έφυγα από τον κόσμο και περπάτησα
Κι όλους της γης και τ' ουρανού τους δρόμους πάτησα
Κι η μαύρη μου ψυχή απ' τα βάθη ανάσανε
Άφησα πίσω μου τον έρωτα, την προδοσία
Τ' απατηλά μου όνειρα για την αθανασία
Που την καρδιά μου τόσα χρόνια τη χαλάσανε
Τα πάθη μου, τον οίκτο και το θαυμασμό
Την αρχική μου πίκρα για το χωρισμό
Τα ξέχασα όλα κι όλα -είπα- με ξεχάσανε.

Θεοί και Δαίμονες με τράβηξαν κοντά τους
Κι είδα -στα μάτια μου να ζούν- χίλιους θανάτους
Που να με βλάψουν δεν μπορούσανε ξανά
Γύρισα τους βυθούς κι όλα τ' αστέρια
Και της αβύσσου η σκοτεινιά μου πάγωσε τα χέρια
Κι έπαψε πια η καρδιά μου να πονά
Έζησα μές το φως και το σκοτάδι
Κι είδα παλιούς συντρόφους μου στον Άδη
Και στα Ηλίσια Πεδία τα φωτεινά.

Ναι, έφυγα και ταξίδεψα χρόνια και χρόνια
Κι είδα πολλές φορές να λιώνουνε τα χιόνια
Πάνω στις θάλασσες και στ' ουρανού τις σφαίρες
Μα τώρα που έφτασα ξανά σ' αυτά τα μέρη
Που μιας πατρίδας γνώριμης φυσάει τ' αγέρι
-Τώρα που ξέφυγα από θάλασσες και ξέρες-
Ένα κορίτσι μες την αγκαλιά μου κλαίει
-Θεέ μου τα μάτια της τι μου θυμίζουν;- και μου λέει
Πως έλειψα μονάχα εννέα μέρες.

40
Ας κρατήσει για πάντα στα χειλάκια σου η λήθη
το χαμόγελο. Εγώ θα σου πω παραμύθι

για ένα άλλο παιδάκι, που όταν του 'λειψε ένα
κοκκαλάκι απ' αυτά που 'χε πριν μαζεμένα,

απ' το χέρι του κόβει το μικρό δαχτυλάκι
και στο χώμα το μπήγει, τελευταίο σκαλάκι

να πατήσει, ν' ανέβει - τι χαρούμενο τέλος! -
το βουνό και να ρίξει του άλλου κόσμου το βέλος

41
Έφυγες προσπερνώντας της ζωής το λάθος,
σαν σε τελευταίο ταξίδι στην Ανδαλουσία.
Τι κι αν τα χείλη σμίγουνε με είκοσι χρόνων πάθος,
στο παγωμένο στήθος σου η απουσία.

Έφυγες, δίχως με τη ζωή σου να χαράξει
ο ορίζοντας του κόσμου ο σκοτεινός
όμως εγώ είδα τη νύχτα που 'τρεξε ν' αρπάξει
τη θέση που 'χε πριν να σβήσει το μικρό σου φως.

Σελίδες: 1 [2]