Καλλιτεχνικές μας δημιουργίες > Δικοί μας στίχοι και ποιήματα

Σπήλιος - Άπαντα

<< < (17/18) > >>

Ο Νέος Κιθαρωδός:
ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΡΜΕΓΩ

Οι συλλεκτήρες μου βυζάξαν το σκοτάδι
το αγνό, τα αρχέγονο, το προσυμπαντικό,
το αραχνοφάσκιωτο της ύπαρξης το υφάδι
στο εκκολαπτήριο της φθοράς, το κολπικό.

Ξερνούν οι αισθήσεις μου απόβλητα φασμάτων
στη νοοπλάνα τους, προοπτική απλωσιά.
Εντάφιες μήτρες χορηγών συναισθημάτων
σάμπως αφίσες στού ποτέ τη δημοσιά.

Μια χούφτα αισθήσεις πατρονάρουν συνειδήσεις
κι έχει στο λίκνο της η αιτία σφαγιαστεί.
Ξεσαλωμένες οι αγοραίες μου παραισθήσεις
στον εαυτό τους έχουν καταποντιστεί.

Σε κώμα η αλήθεια, συντηρείται μ αυταπάτες
στην ελπιδόρευστη φορμόλη του κενού.
Τα οράματά μου, πλάνης σκιές κι οφθαλμαπάτες,
πτυχές στο σάρκωμα ενός κόσμου αλλουνού.

Σκοτάδι αρμέγω από τ αποθηκευμένο
-πού έχω ανεξίτηλα απ το φως στιγματιστεί-
και δραπετεύω μ ένα μου όνειρο παρθένο
όπου είχα, πριν ακόμα υπάρξει, αφανιστεί.

Ο Νέος Κιθαρωδός:
ΜΑΝΑ

Λαχτάρησε τον ύπνο μου
η άγια σου οπτασία .
που απ την Αχερουσία
ξεστράτισες,
να με μυρώσεις με άσπιλα
ροδάνθια της αβύσσου .
Σκαστή του Παραδείσου,
κι αμάρτησες .

Σε πυρετό κι απόσκυψες,
με χείλια πανιασμένα,
να μάθεις για τα μένα,
που δάκρυσα .
Κι ως σίμωσες, σου γέλασα
με μάτια λιγωμένα ..
" Μάνα ", σου είπα, " αγάπησα " .
Κι είπες " Πονάω για σένα " !

Ο Νέος Κιθαρωδός:
ΣΕ ΜΙΑ ΑΜΜΟΥΔΙΑ

Είχες μπαρκάρει μ ένα στρόβιλο γι αλλού
κι όταν η μοίρα σου στο δρόμο είχε αποκάνει
σε ξαναντάμωσα,αχιβάδα τού γιαλού
στην αμμουδιά πού είχα,από χρόνια πριν,πεθάνει

Το γλυκοχάραμα ριγούσε ηδονικά
κι ένα φεγγάρι ετρεμόπαιζε, να σβήσει
Σού είπα πως, κάποτε, σε είχα αγαπήσει
κι εσύ μού γέλασες πικρά κι ειρωνικά

Είχε η μέρα αποσταμένη λιγωθεί
κι είχε αφεθεί σε μιά ανελέητη σβηστήρα
όσο πού η φύση τον γαλάζιο της χρωστήρα
στο μαύρο βούτηξε, σε νύχτα να ντυθεί

Λευκή αχιβάδα, στο χρυσάφι ενος γιαλού
με βρήκες κι έσμιξες με το απολίθωμά μου
Πρόλαβες κι έγραψες στην άμμο το όνομά μου
πριν η παλίρροια σε στείλει κάπου αλλού

Σε μιά αμμουδιά μετράω αιώνες καί χρησμούς
στο περιγιάλι πούχω εξαίσια ξωκείλει
εκεί πού θάρρεψα πως είχα ανατείλει
καί δύση χόρτασα, με αγάπης ξορκισμούς

Μιά νύχτα πούμελε, πριν φύγεις ξαφνικά,
μιά αιωνιότητα καί κάτι να κρατήσει
Σού είπα πως, κάποτε, σε είχα αγαπήσει
κι εσύ μού γέλασες πικρά κι ειρωνικά

Ο Νέος Κιθαρωδός:
Σ’ ΕΝΑ ΧΟΡΟ

Εσυρε ο Χάρος το χορό
καί μού ζητάει απ το φτερό
σφιχτά να τον κρατήσω
Σ αντρίκιο γλέντι, αντάμικο
τον κόσμο μ ένα τσάμικο
θε ν΄αποχαιρετήσω

Καημοί καί φτερουγίσματα
τσαλίμια καί τσακίσματα
Γουστάρει ο θάνατός μου
Μα έχει ο καιρός γυρίσματα
τού λέω . Καί χαιρετίσματα
Κι ο χρόνος είν δικός μου

Με έναν τσάμικο χορό
μετράω τού χάρου τον καιρό

Πικρό καί δεν τ αρνήθηκε
Στα μαύρα ο χάρος ντύθηκε
πού ό,τι έζησε. θα ζήσει
Με μιά βλαστήμια στο μετά
ο θάνατος, τού θανατά
πέφτει καί πάει να σβήσει

Ρίχνω ένα σάλτο στο φτερό
χτυπάω ζεϊμπέκικο χορό
καί μού κρατάει το ίσο
Τελειωμένος στο κρασί
λέω "να πεθάνει η Ανάσταση"
να τον παρηγορήσω

Μ’ ένα ζεϊμπέκικο χορό
το θάνατο παρηγορώ

Ο Νέος Κιθαρωδός:
ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΓΥΡΕΥΩ…

Βαρύ τσιγάρο, σέρτικο φουμάρεις
και πίνεσαι από ύποπτο καπνό.
Σε γκρίζα καλντερίμια σουλατσάρεις
μακριά απ τον κόσμο που δεν τον γουστάρεις
κι απ ό,τι σε στραγγίζει αληθινό.

Στριφώνεις μιαν ευχή στο παντελόνι
και σε μια ζάρα θάβεις τον καιρό.
Νυχτώνεις την αυγή που ξημερώνει
και σα λεκές σε νυφικό σεντόνι
των ηδονών σου σέρνεις το χορό.

Σε πίνει η σκόνη από τη χόβολή σου
κι απ όσα σου όνειρα περιγελάς.
Σε μαγειριά λαδώνεται η ζωή σου
και σ άθλια καταγώγια της αβύσσου
την παρθενιά του εγώ σου ξεπουλάς.

Προβάρεις τη σκιά σου αλλοπαρμένη
στου εφιάλτη σου το σκηνικό.
Μ΄ ένα φευγάτο τώρα ερωτευμένη,
του χθες σου υποταχτική ερωμένη,
φλερτάρεις τ΄ αυριανό σου φονικό.

Μερεμετίζω λόγια σκοτωμένα
απ της σιωπής την αυθυποβολή.
Χαμόγελα γυρεύω απελπισμένα,
τα χείλια μου τα χιλιοπικραμένα
να ντύσω, πριν σου στείλω ένα φιλί.

Πλοήγηση

[0] Λίστα μηνυμάτων

[#] Επόμενη σελίδα

[*] Προηγούμενη σελίδα

Μετάβαση στην πλήρη έκδοση
Mobile View