Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - amfenster

Σελίδες: [1]
1
Συναντηθήκαμε στη μέση του πεδίου
μιας μάχης άσκοπης και δίχως νικητή
Απαλλαγμένοι από ενοχές εντίμου βίου
στεφανωμένοι πια τη δόξα του αγίου
και σκεπασμένοι με τη σκόνη του ασκητή.

Δεν είχες όπλα, δε φορούσα πανοπλία
Αίμα δεν έτρεξε, δεν ήχησε κραυγή
Ήσυχα λόγια μοναχά ήταν η λεία
λόγια που μήτε θα τα γράψουν σε βιβλία
μήτε τραγούδια θα τα πλέξουν ραψωδοί.

Τα θύματά μας τα φιλήσαμε στο στόμα
πριν κατευόδιο να τους γνέψουμε στερνό
Διάπλατα ορθάνοιχτα τα μάτια τους ακόμα
και οι φωνές τους μας καλούν από το χώμα
σαν την καμπάνα εκκλησιάς σ’ εσπερινό.

Δεν θα πληρώσεις αμαρτίες, δεν θα κλάψεις
Κι ούτε κι εγώ ποτέ μου θα τιμωρηθώ
Όμως θυμήσου πριν την τελευταία σπίθα θάψεις
ποιό είναι τ’ όνομα που πρέπει να φωνάξεις
για να ΄ρθω πλάι της για πάντα να θαφτώ.

2
Παραμονές τ’ αη Λιος ακόνιζες μαχαίρια
Δεκαπενταύγουστο, πελέκαγες σπαθιά
σέρνοντας πίσω σου σφαγμένα καλοκαίρια
γυρνούσες τρέμοντας με ματωμένα χέρια
και ξεχειμώνιαζες σ’ απάτητη ερημιά.

Τις νύχτες έσμιγες με του βουνού τ’ αγρίμια
Τις μέρες, σπάραζες την ίδια σου καρδιά
Ότι σ’ αγάπησε το γκρέμισες συντρίμμια
ντρεπόσουν κι έθαβες την πρόστυχή σου γύμνια
στις στάχτες π’ άφηνε η πρόσκαιρη φωτιά.

Ξερνούσες αίμα και χολή πάνω στα τείχη
που χες υψώσει απ’ Αυτούς για να σε σώσουν
χάραζες πάνω τους θανάτους με το νύχι
έβριζες κι έφτυνες την άδική σου τύχη
κι ότι θυμόσουνα καλό το καταριόσουν.

Μονάχα νύχτες που χανόταν το φεγγάρι
κι ίσκιους δεν είχε να σου κάνουν συντροφιά
τον ύπνο ξόρκιζες κοντά του να σε πάρει
στο χώμα έγερνες, γινόσουνα κουβάρι
και τυλιγόσουνα σ’ ονείρων αρμαθιά.

Εκεί, ξανάβρισκε τον Άνθρωπο το Κτήνος
Εκεί, γαλήνευαν κι η όψη κι η ψυχή
Ξαναγεννιόσουνα κι ήσουνα πάλι Εκείνος
και πριν τολμήσει η κραυγή να γίνει θρήνος
«Μάνα…» ψιθύριζες κι έκλαιγες σαν παιδί.

3
Ασθμαίνουσα επιβάτιδα συρμών και λεωφορείων
διαρκώς περιοριζόμενη στας θέσεις των ορθίων
ταξίδεψα aller - retour και πάντα εντός ορίων
μικροπρεπών ενδοιασμών κι ερώτων ηλιθίων.

Απρόσεκτη κι επιεικής σχεδόν μέχρι βλακείας
με τρόπους και ανατροφή σωστή και comme il faut
άπλωνα το ξεράδι μου κι ασχέτως ηλικίας
διάλεγα ό,τι μου γυάλιζε μέσ’ από το σωρό.

Μα πριν ακόμα να χαρώ το νέο απόκτημά μου
αυτό που τόσο επάσχισα για να τ’ αξιωθώ
γονυπετώ κι ομολογώ, φρικτό το αμάρτημά μου
μα έσπευδα εν μια νυκτί, φευ, να τ’ απαρνηθώ.

Αυτού μου του καμώματος πηγή δεν ήτο η λύσσα
γυναίκας ελαφρόμυαλης, ακόρεστης κι αήθους
ούτε και θα μου άξιζαν τα πούπουλα κι η πίσσα
οι ύβρεις και τ’ ανάθεμα του ενάρετου του πλήθους

Μα οσάκις θέλησα να δω πιο μέσα και πιο πίσω
απ’ τις αρρενωπές πτυχές σωμάτων σφριγηλών
τη θέα αντιμετώπιζα κενών υποκαμίσων
ψυχών ακαλλιέργητων και χαλαρών φρεννών.

Και όσο κι αν προσπάθησα στο της μεταμελείας
το ευγενές το άθλημα να εξασκώ τον νου
ποθούσα κατά συρροήν και όχι εξ αμελείας
το έγκλημα της συντροφιάς του άρρενος κοινού.

Καλών φίλων παραίνεσις και συμβουλή γονέων
ουδέποτε ανέκοψαν του πάθους την ορμή
γιατί είν’ ως φαίνεται γραφτό των ατυχών θηλέων
να ρέπουν οικειοθελώς προς την καταστροφή.

Όντας λοιπόν πλέον μεστή και πλήρης εμπειρίας
φέρουσα τα παράσημα σκανδάλων και λαθών
ελπίζω εις την έλευσιν της τρίτης ηλικίας
να μ’ απαλλάξει απ’ τα δεινά ερώτων και παθών.

Κι όσοι από σας τυγχάνετε αρσενικών γεννήτορες
κι επαίρεστε για τα καλά υμών και υμετέρων
μη χαίρεστε που φέρατε στον κόσμο επιβήτορες
σκεφτείτε και τους τλήμονες γονείς των θυγατέρων.

Δεν είναι η θεοπρεπής λατρεία του φαλλού τους
που θα ανοίξει διάπλατα αγκάλες κορασίων
δώσατε λίγη προσοχή στα του εγκέφαλού τους
ίνα μη χαρακτηρισθούν κι αυτοί «ερασταί των οπισθίων».


4
Δεν έχω πια καλωσόρισμα. Δεν έχω πρόσβαση στη λίστα μη αναγνωσμένων μηνυμάτων. Δεν έχω επίσης πρόσβαση και στα πμ μου... Γενικά όταν συνδέομαι δε βλέπω πια το πινακάκι που περιείχε όλα τα παραπάνω. Γιατί? ??? :(

5
Μικρος κι ανυπερασπιστος να κλαις για τη ζωη σου
Στα δηθεν και στα τυπικα να κρυβεις τη ντροπη σου
Κι εγω… μαζι σου!
Ηρωας, αφεντης και νταης να δινεις την ψυχη σου
Απο θυμο κι αναθεμα να παλλεται η φωνη σου
Κι εγω… μαζι σου!
Ζητιανος, αστεγος, φτωχος, να σερνεις το κορμι σου
Να εκλιπαρεις, να σ’ αγνοουν και να σου λενε «σβησου!»
Κι εγω… μαζι σου!
Τρελλος, παλιατσος, νουμερο, σκορπας τη δυναμη σου
Χαριζεις, σου χαριζονται κι αυτη ειν’ η πληρωμη σου
Κι εγω… μαζι σου!
Μαγκας, ρεμαλι κι εραστης, σκλαβος της ηδονης σου
Σωματα ξενα, προστυχα διψουν για την αφη σου
Κι εγω… μαζι σου!
Ρητορας ασυναρτητος ουρλιαζεις τη σιωπη σου
Τα πληθη που παραληρουν ζητουν τη σταυρωση σου
Κι εγω… μαζι σου!
Αγριμι, αποσυναγωγος, μετρας την αντοχη σου
Δεν ευχεσαι, δε νοιαζεσαι, δε θες τη λυτρωση σου
Κι εγω… μαζι σου!
Φευγατος αγγελος, θνητος, πατησες την κορφη σου
Χιμηξες απο κει ψηλα προς την καταστροφη σου
Κι εγω?.. Μαζι σου?..


“Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει”
(Μανώλης Αναγνωστάκης, «Μιλώ»)



6
Επειδη με συμβουλεψαν να γραφω ελευθερα και να μην περιχαρακωνομαι σε ριμες. Επειδη ειμαι πολυ «μικρη» για να μη δεχομαι παρατηρησεις και αρκετα μεγαλη για να μην τις εκτιμω. Επειδη μου αρεσουν τα «απονενοημενα»… Συγχωρειστε με…
 

Ρωτας τι θα φερει το αυριο…
Εμενα,
που αρπαχτηκα στο χτες, αραχνη απελπιδα
που πλεκει τον ιστο της
κι ενωνει τις ακρες του γυρω της
(δεν ξερω λες πως θα πνιγω προσμενοντας θυματα?)
Μη με ρωτας λοιπον:
Πεινα θα φερει το αυριο και Διψα…
Μας ξεχασαν εδώ στο ξεφτισμενο ταβανι
μας το παραχωρησαν
να στησουμε την αγχονη ανενοχλητοι
Δεν κοιτουν ποτε ψηλα
και σαν πλαγιασουν κλεινουν τα ματια γρηγορα
ησυχοι και χορτασμενοι
(και τι να δουν στα σκοτεινα?..)
Μη λυπασαι
να, σημερα κιολας ανακαλυψα μια νεα ρωγμη
στον απεναντι τοιχο
Ομορφη ειναι, σα ρυτιδα…
Σκεψου,
θα μας παρει μερες να την φτασουμε…
Ελα, παμε…

(Εμεις, φιλε, ποτε θα τους ξεχασουμε?)

Κι επειδη μου γινε πια συνηθεια...

Κάποτε, μιά τυχαία κι εντελώς ασήμαντη λέξη
προσδίδει μια απροσδόκητη σημασία στο ποίημα,
όπως π.χ. στο εγκαταλειμμένο υπόγειο, όπου
κανείς δεν κατεβαίνει από καιρό, το μεγάλο, άδειο κιούπι.
στο σκοτεινό του χείλος περπατάει χωρίς νόημα μια αράχνη,
(χωρίς νόημα για σένα, μα ίσως όχι για κείνην).

(Γιαννης Ριτσος, "Η Αραχνη")













7
Μέρα βροχερή
κι η σημερινή
μέρα δίχως ήλιο
και δεν θα σε δω
στον πλατύ γιαλό
με το χέρι αντήλιο

Σύννεφα σωρό
στήσανε χορό
στ' ουρανού την πίστα
Μέρα σκοτεινή
φως δε θα φανεί
τα δυο μάτια κλείστα

Κλείστα να μη δεις
πως ακόμα εμείς
σ' έχουμε κοντά μας
κι ας πετάς εσύ
πέρα απ' τη ζωή
κι απ' την αγκαλιά μας

Κλείστα μην τα δω
μην τα θυμηθώ
τα γαλάζια μάτια
που σπασαν καθώς
του κυμάτου αφρός
σε μικρά κομμάτια

Κι έπεσαν στη γη
όπως η βροχή
σε μικρές σταγόνες
να ποτίσουν λες
τις πικρές καρδιές
σαν τις ανεμώνες

Και διαβάζω, δες,
λόγια που μου λες
μες από τις στάλες:
"Μάτια μου μην κλαις
μέρες βροχερές
θα γνωρίσεις κι άλλες..."

"Πόσος κόπος και πόνος κι αγωνία
να πλάσεις απ' τη θλίψη σου αρμονία
και να την πλάσεις μ' όλους σου τους τρόπους
για να την ξαναδώσεις στους ανθρώπους..."
Ναπολέων Λαπαθιώτης

8
Πες ό,τι θες
Εγώ θα μείνω να σ’ ακούσω
Πάντα μ’ αρέσει να σ’ ακούω να μιλάς
Τι κι αν δεν έχω άλλο γέλιο να σε λούσω
Τι κι αν αλλού σκορπάς το φως όταν γελάς

Μόνο μην πεις
Μη να χαρείς, μην πεις ξανά
Πως μόνη σου παρηγοριά τη νύχτα έχεις
Πως θέλεις γρήγορα η μέρα να περνά
Για να μπορείς πίσω από τ’ όνειρο να τρέχεις

Μην πεις πως θες
Ήσυχα και με σβησμένο φως
Να μένεις μόνος με τις ώρες στο κρεβάτι
Πως το σκοτάδι μόνος σου μεινε αδερφός
Και δεν αντέχεις των ανθρώπων την απάτη

Γιατί το ξέρεις
Πόσο αυτά τα λόγια με πονούν
Πως μου στερούν τη δύναμη απ’ τα χέρια
Για να μπορέσω εκείνο που άλλοι δεν μπορούν
Να σε κρατώ ψηλά πολύ κοντά στ’ αστέρια

Γύρω σου δες
Δες πόσο έχουν όλα ησυχάσει
Λες και στο θάνατο αφέθηκαν μεμιάς
Ως κι η ανάσα μου παλεύει να σωπάσει
Ως και οι χτύποι σταματήσαν της καρδιάς

Μα μίλα εσύ…
Για πάντα εγώ σκυφτή θα μένω
Να σ’ αφουγκράζομαι και να σκορπώ στη γη
Που δεν κατάφερα να πάψω να προσμένω
Και που συνήθισα να ζω μες στη σιωπή

«Δικά μου οι στίχοι απ’το αίμα μου παιδιά
Μιλούνε μα τα λόγια σαν κομμάτια
Τα δίνω από την ίδια μου καρδιά
Σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια»
(Κ. Καρυωτάκης, «Οι στίχοι μου»)







9
Είχα ένα φιλαράκι καλό που τον έλεγαν Media Player... Μαζί περνούσαμε μια χαρά, τον φρόντιζα, με φρόντιζε...
Ώσπου μια μέρα, μου εξαφάνισε όλες τις playlists και όχι μόνο αυτό, αλλά αρνιόταν πεισματικά να με αφήσει να φτιάξω καινούριες! Έτσι, αναγκαστικά άκουγα τα σωσμένα mp3s ένα ένα. Τώρα τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα:ο WMP ανοίγει όποτε γουστάρει αυτός! Ακόμα και cd να προσπαθήσω να παίξω δεν... Αν είναι στις καλές του μπορεί να ακούσω και ένα ολόκληρο, για δεύτερο δεν το συζητάμε... Τι του συμβαίνει πείτε μου... Βοηθάτε ρε παιδιά, χάνω τον κολλητό μου....

10
Άγιος Βασίλης έσκασε
από τη γη των πάγων
και φέρνει δώρα σ'όλους μας
καλύτερα απ'των μάγων

Στίχους μας φέρνει,μουσικές
γεμάτο το τσουβάλι
για του Κιθάρα τα παιδιά
χαρά, γιορτή μεγάλη

Πήγε να μπει και στο chat room
που είναι όλοι οι φίλοι
μα, που να μπει! τον πρόλαβε
το banning του Βραζίλη...

Μεμιάς τον parlats θέλησε
να κάνει κολλητό του
του χάρισε και μια στολή
που ήταν στο νούμερό του

Και στου mymood την εκπομπή
πήγε για να μιλήσει
μα κόντεψε απ'την τόση jazz
ο άγιος να ... λαλήσει!

Παραπατώντας έφυγε
τραβάει για τη Βάγια
κι αφήνει δώρα και γι'αυτή
και για την...κουκουβάγια!

Έφερε και στον Witchking
δώρο που θα τ'αρέσει
μα του 'παν "τώρα δε μπορεί
ο... server έχει πέσει!"

Ξάφνου μία γλυκιά φωνή
το αφτί του το χτυπάει
σαν ρώτησε του είπανε
"η lilit τραγουδάει!.."

"Τι ωραία που είστε βρε παιδιά
μα πρέπει πια να τρέξω
παράνομα παρκάρισα
τους τάρανδους απέξω..."

Αλλά τον πρόλαβε η Pascal
"άγιε, γύρνα πίσω
στο δικαστήριο αν σε παν
εγώ θα καθαρίσω"

Στης fsl την εκπομπή
πήγε λοιπόν ν'αράξει
κι αυτή ευθύς τον τύλιξε
με μουσικές μετάξι

Χαλαρωμένος έφυγε
που να 'ξερε ο καημένος
πως παρακάτω ήτανε
ο Kerwyn κρυμμένος

που τον αρχίζει στις ροκιές
του άλλαξε τα φώτα
μετά απ'αυτό δεν ήξερε
κατά που πέφτ' η πόρτα!

Πήγε και στον Απόλλωνα
να μάθει για τη λύρα
μα εκείνος του 'πε "ξέχνα το,
κιθάρα τώρα πήρα..."

"Καψούρα live" άκουσε
και του 'ρθε να δακρύσει
θυμήθηκε και την κυρά
που είχε πίσω αφήσει...

Μα την καρδιά του γλύκανε
μια μελωδία μέλι
_Τι 'ν' τούτο πάλι βρε παιδιά?
_Σύνθεση του Vangeli!

Πολλά είπα μου φαίνεται
σας ζάλισα κι απόψε
Κιθαρωδέ, μη λυπηθείς,
όσο σ'αρέσει κόψε...

μα μη με στείλεις να χαρείς
στου κάδου σας τον πάτο
για να περάσω τις γιορτές
παρέα με το ... γάτο!!!

Σ'αυτό το site που 'ρθαμε
χιλιάδες είναι μέλη
αλλά χωρούν όλοι οι καλοί
ας έρθει όποιος θέλει...

Άντε και του χρόνου...



11
Θυμίσου φίλε μου τις μέρες κείνες των θαυμάτων
θεριό ο χρόνος φάνταζε κι εμείς τόσο μικροί
σα Ροβινσώνες σε ταξίδια ατέλειωτα
Συλλαβιστά μαθαίναμε τους στίχους ποιημάτων
κι άνοιγαν πόρτες οι καρδιές με προσμονή
στον πρώτο μας έρωτα

Χλευάζαμε τη Λογική, τ' Ορθό, το Καθώς Πρέπει
ήρωες, αντάρτες που θαρρείς μας πρόσταζ' η ζωή
να πάρουμε τους δρόμους αξημέρωτα
Κι είχαμε των γονιών τ' άγρυπνο μάτι να μας βλέπει
και να μαντεύει μες στην άγουρη ψυχή
μυστικά αφανέρωτα

Απείθαρχοι κι ανένταχτοι θα μέναμε για πάντα
αβύθιστο η νιότη μας σκαρί πειρατικό
μ' ονείρατα τρελλά αρματωμένο
Μ' όρκο βαρύ δεθήκαμε πως μέχρι τα τριάντα
θα 'χαμε αλλάξει αυτό τον κόσμο το στραβό
τον ψεύτικα φτιαγμένο

Σαν γρήγορα να πέρασαν τα χρόνια αδερφέ μου
άγρια πουλιά που πέταξαν και χάθηκαν μακριά
-που αφήσαμε την παιδική σφεντόνα?
Αλλού βολεύτηκες εσύ κι εγώ στο ρετιρέ μου
μια πυργοδέσποινα που δε θυμίζει πια
σε τίποτα αμαζόνα

Που βρίσκομαι, που χάθηκα, πως να περνάω τάχα
μαθαίνω τώρα πως ρωτάς για μένα όταν βρεθείς
με φίλους ή στη μάνα σου όταν γράψεις
Δε θα σου πουν, το ξέρουνε, ακούγοντας μονάχα
κι εσύ όπως αυτοί φριχτά θα βαρεθείς
και να με βρεις μην ψάξεις

Γιατ' ήρθαν φίλε μου τα πράγματα μοιραία
κι αυτά που τότε κοροιδεύαμε
τώρα τα κάναμε σημαία...

12
Ό,τι ξέρω, ό,τι θυμάμαι κι είχα πει
χάθηκαν, βέλη που δεν άγγιξαν το στόχο
μέσα στα μάτια που χτυπήσαν αστραπή
μα που δεν είδαν-και παράπονο σου το 'χω-

πως είμαι πια ένα στον άνεμο φτερό
ένας ανόητος και δίχως λύση γρίφος
πρόσωπο που είδε με καθρέφτη το νερό
ν' αλλάζει σχήματα και χρώματα και ύφος

χωρίς να θέλει ή να πρέπει και χωρίς
να 'ναι γραμμένη από το Θείο χέρι η μοίρα
που έτσι το θέλησε, μάταια και νωρίς
δρόμο να σκάψει στα δυό μάγουλα η αρμύρα.

Κι είναι σαν χτες που η ανυποψίαστη καρδιά
άνοιγε δρόμο μες στα κρίνα να περάσει
κι ούτε που το 'βαλα στο νου μου μια φορά
έτσι αγνή πως δεν της μέλλει να γεράσει

παρά θα ζήσει, κι ας απέμεινε μισή
με όλη τη λύσσα που καρδιές μαινάδων κρύβουν
γιατί πνιγμένες από ζήλια και ντροπή
δεν έχουν μάτια που μπροστά στο φως ν'ανοίγουν

μονάχα χέρια, μπράτσα, δάχτυλα σχοινιά
που γύρω απλώνοντας ζητάν μόνο ν'αρπάξουν
σύννεφα-σώματα, αγκαλιάσματα-πουλιά
που τρομαγμένα μακριά τους θα πετάξουν

όπως πετάς και φεύγεις κάθε μέρα εσύ
όταν τα χέρια μου απλώνω να σ'αγγίξω
και δεν το ξέρεις πως βαθιά μου ο πόθος ζει
σαν μια αρρώστια που παλεύω για να κρύψω

Κι έτσι όπως έμεινε η Άχαρη Καρδιά
σφιχτά κλεισμένη σαν τη σφαίρα στη θαλάμη
δεν αξιώθηκαν τα χείλη στα φιλιά
χάδια δεν τόλμησε η άπληστη παλάμη

έμειναν μόνο τα δυό μάτια ανοιχτά
που αν ήταν στόμα θα ούρλιαζαν "σε θέλω",
"μείνε", "κράτα με αγκαλιά"
μα δε μιλούν, νύχτα τα σκέπασε σα βέλο...
 

Σελίδες: [1]