Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - ε?

Σελίδες: [1] 2 3 4 ... 7
1
Ο κόσμος αλλάζει και μοιάζει
σαν μοίρα σκληρή και μαράζι
χωρίς ηδονή να γερνάω.
Μια ημέρα καινούρια χαράζει.
*
Μεγάλωσα πια, δεν χωράω.

*ένα πικρό χαμόγελο και νοσταλγία

2
Βουνά μαγικά, άδεια λιβάδια, ωκεανοί,
άστρα, φεγγάρια, στέρφα πηγάδια και ουρανοί
ονείρου μέτρο, βάρος και πέφτω,
σαν βράδυ πέφτω στην σιωπή.

Βουβή αδερφή, δίχως κλιμάκων την λογική.

Σώμα από ξύλο, στήλη υδραργύρου σπονδυλική
ράχη του Κόσμου, σύμπαντα εντός μου, προοπτική
του βάθους, ο έρως φυγής σημείο σε φυλακή.

Συνείδησή μου, θλίψη βαριά μου και ενοχή.

Ζήνωνος βέλος που στο κενό μου

και ισορροπεί.

3
Μουσική από τον Αλέξανδρο Χ,


Στίχοι από εμένα

https://youtube.com/watch?v=G4ydM9F1E_E?t=37

4
Ανατολή χαμένη.
Καφές χωρίς μυρωδιά.
Και δύση διακριτική,
χωρίς σημασία.
(Όπως το βάδισμα ενός κοριτσιού).
 
Σαν δύση διακριτική, σε μιαν άγνωστη χώρα.
 
Σαν τραγούδι που φτάνει στην τελευταία στροφή του.
Μια πορεία χωρίς καμία σημασία μα επώδυνη,
òσο το αδιάφορο βάδισμα ενός κοριτσιού.
 
Μια μνήμη πληγή.

5
Πάντα στο πέρα
κι όλο μπλεγμένος,
έχω πολλές, πολλές δουλειές.

Μια κάποια μέρα
κι ενδεχομένως
μια στις επόμενες φορές.

Περνάν ημέρες,
περνάν και οι νύχτες
κι όπως αλλάζουν οι εποχές

σφιχτά δεμένος,
σπουδάζω χάρτες
για τις επόμενες ζωές.

Πάντα στο πέρα
κι ενδεχομένως
μια στις επόμενες ζωές.

Ερωτευμένος,
ξενιτεμένος,
πρόζακ κι αλάτι στις πληγές.

6
Τυράννου πρόσχημα, μια διαταγή:
Κάτω απ’ την γη.
Γεωμετρική
υπερβολή.
 
Μες στο σκοτάδι το φτυάρι κρατώ
Παραπατώ…
Κι έχει καιρό
Που κυοφορώ
Ένα οχυρό.
 
Δέκα χρονάκια με αναστολή,
Μόνη απειλή.
Η αποστολή,
Πιο αναπνοή…
 
Τραύμα αμφίστομο
Μνήμη βουνό
Σοκ σηπτικό.
Και το μυαλό
Μηχανικό.

Κέντρο μου αδύνατό
Και άκρη του Εγώ
που ακροβατώ.
Σε ένα μυαλό
Μηχανικό.

7
Είναι ακόμα μακριά η Βαβυλώνα,
πίσω απ' την άκρη του επόμενου χειμώνα
έχουμε άλλες δυο ζωές κι έναν αιώνα
στο δρόμο του αύριο μια πρόχειρη κρυψώνα.

Τόσες ζωές, τρεις εποχές κι έναν αιώνα
είναι ακόμα μακριά η Βαβυλώνα.

Και αν είναι οι πύργοι οι ψηλοί στην Βαβυλώνα
από χαρτί, λίγο γυαλί και τόσο αγώνα
όρθιοι να ναι σαν φρουροί μέσα στα χρόνια
κι ο ουρανός αν δείχνει αστέρια και μπαλόνια.

Σε ποίο χαρτί ζωγραφιστή μιαν ανεμώνα,
είναι ακόμα μακριά η Βαβυλώνα.

Κι αν είναι ακόμα ζωντανή στην Βαβυλώνα,
αν έχει δώρα στην ποδιά, αν έχει εγγόνια
αν τ΄απογεύματα της μένουν πάντα μόνα
και αν με θυμάται σαν μητέρα και σαν νόνα.

Πόση ψυχή, να ακολουθεί τα χελιδόνια
είναι ακόμα μακριά η Βαβυλώνα.

Κι αν είναι αλήθεια ότι την λένε Βαβυλώνα,
αν έχει χώρο και για εμάς και αν ακόμα,
κρατάει το χτες στην αγκαλιά όλο συμπόνια,
αν έχει μάτια παιδικά και αν έχει στόμα

τι τραγουδά όταν βραδιάζει στον κοιτώνα,
είναι ακόμα μακριά η Βαβυλώνα.

Γραμμή στην μοίρα, χαραγμένη Βαβυλώνα
μιας δυναστείας σου τον πρώτο της κανόνα
μιαν ηττημένη στο αγώνισμα χελώνα
ακολουθώ σε ξένη γη χιλιάδες χρόνια.

Μία ζωή επί στιγμές, μα ελπίζω ακόμα.

Όταν χαράζει, όταν γυρνούν τα χελιδόνια
βλέπω ψηλά στον ουρανό μια Βαβυλώνα.


Πόση ψυχή, να ακολουθεί τα χελιδόνια
με συντροφεύει σαν ευχή μια Βαβυλώνα.

8

Τον έδειρα, τον μάλωσα,
βαριά καρδιά το φέρνω
πρωί - πρωί τoν άφησα
και στεναχωρημένο.


Η μέρα μοιάζει ατέλειωτη,
τα χέρια μου μου τρέμουν,
μου λεν πως πάει, τελείωσε
μα δε καταλαβαίνουν.


Μισό - μισό το φταίξιμο,
μισώ τον εαυτό μου
σαν άντρας να μην φέρνομαι,
να χάνω το μυαλό μου.


Δεν είμ' αυτός, εγώ καλός
και τι, σιγά το πράγμα
μα το 'κανα, το μάλωσα
και πλάνταξα στο κλάμα.


Μισός καλός, μισός κακός,
κι ολόκληρος θλιμμένος,
ντροπή βαριά, παράπονο
και στεναχωρημένος.













9

Έδυσε ό ήλιος, είναι οι δρόμοι σκοτεινοί
πίσω απ'τα σίδερα ανάψαν λίγα φώτα
μικρό δωμάτιο κι έχε απάνω το κλειδί
στη σιδερένια
της πόλης που έπεσε την πόρτα.


Βαριά η ανάσα και το δείπνο μυστικό
στριφτό κ αμίλητο καπνίζει το τσιγάρο
σαν ένα γέλιο κάπου κάπου παιδικό
σκοπό που μένει
"κι άλλη μια" για έναν φαντάρο.


Υγρά τα βλέφαρα σε αυτήν την ερημιά
μυρίζει γάτες καi σκουπίδια το κρεβάτι
ποιος έχει χάρτη και ποιο χέρι φυλαχτά
καρδιά ποιος έχει
να χτίσει θάλασσες και φράχτη.


Είναι τα άστρα σαν κι εσένα μακρινά
σαν ιστορία, πιο παλιά και από τους δύο
το ίδιο βράδυ σαν να ταν τότε μια φορά
θεάτρου αυλαία
σαν σχολειό και χειρουργείο.


Έδυσε ό ήλιος, είναι οι δρόμοι σκοτεινοί
πίσω απ'τα σίδερα ανάψαν λίγα φώτα
μικρό δωμάτιο, κρύος διάδρομος ψυχή
κορμί φωτιά
καίει φωτιά
μπρος στου παράδεισου την σφαλισμένη πόρτα.

10

Η Έβελυν ρεμβάζει μέσα στην λαμαρίνα
στο σίδερο βουλιάζει, τα μάτια της κλειστά
ωραία κοιμωμένη για πάντα είκοσι τρία,
μικρή μου ονειροπόλα χωρίς την υποψία
του αίματος η εικόνα απ' το σαράντα εφτά


της πιο μεγάλης τέχνης θυμίζει την ουσία -
να ζεις και να πεθαίνεις από έρωτα, τυφλά
στο όνειρο να πέφτεις χωρίς αμφιβολία
ογδόντα έξι ορόφους μέχρι το πουθενά.
Εκεί που η ενοχή σου, αθώα εφηβεία
σε σπρώχνει και σε σέρνει και σε στριφογυρνά.


Η Έβελυν ρεμβάζει μέσα στην λαμαρίνα
στο σίδερο βουλιάζει, τα μάτια της κλειστά
ωραία κοιμωμένη για πάντα είκοσι τρία,
μικρή μου ονειροπόλα χωρίς την υποψία
του αίματος η εικόνα απ' το σαράντα εφτά


σε πρώτο πλάνο η αγάπη, στο βάθος η εξουσία
χιλιάδες κόσμους, νύχτες και θάλασσες μακριά
οι μάρτυρες διαλέξεις για μια φωτογραφία
πιστεύουν σαν τους όλους ότι τα γερατειά
θα σου άρμοζαν αλήθεια γεροντική ανία
χαπάκια, μπίνγκο, πάνες και διουρητικά.


Μα Έβελυν ρεμβάζεις μέσα στην λαμαρίνα
στο σίδερο βουλιάζεις τα μάτια σου κλειστά
ωραία κοιμωμένη για πάντα εικοσι τρία,
μικρή μου ονειροπόλα χωρίς αμφιβολία
τα όνειρα του κόσμου κατάντησαν φθηνά.

11
Στις χαρές μας, στις γιορτές μας
στα ταξίδια τα στεγνά.
Στην Ασφάλεια, τις Αρχές μας,
στο κατόπι του φυγά.

Πιείτε όλοι, τραγουδήστε
κάθε μέρα που περνά
μεγαλώνει την κοιλιά της
γυφτοπούλα που γεννά

τους δικούς μας, τους εχθρούς μας,
και φουσκώνει σπιτικό
στο συρτάρι του γιατρού μας
αναβράζον γιατρικό.

Σ΄όσα θα 'ρθουν και της μοίρας
τις μυστήριες βουλές.
Στο κρεβάτι κάποιας χήρας
κι όσα γίναν κιόλας χθες.

Πιείτε όλοι, τραγουδήστε
κάθε μέρα που περνά
μεγαλώνει την κοιλιά της
γυφτοπούλα που γεννά

παραστάτες, επιστάτες
και γεμίζει μαθητές
νανουρίζει επαναστάτες
στων σχολείων τις αυλές.

Στους δασκάλους, τους μεγάλους
που παν πράγματα σοφά.
Και στης θάλασσας τους φάρους
που δεν πήγαν πουθενά.

Πιείτε όλοι, τραγουδήστε
κάθε μέρα που περνά
μεγαλώνει την κοιλιά της
γυφτοπούλα που γεννά

ερωμένες και αντένες,
προηγμένες μηχανές,
τα τριήμερα ταβέρνες
και πολιτοφυλακές.

Πιείτε όλοι, τραγουδήστε
κάθε μέρα που περνά
μεγαλώνει την κοιλιά της
γυφτοπούλα που γεννά

διαδόχους, καπνοδόχους
αερίων δαμαστές
μπίζνεσμέν και δοσιλόγους
βιαστές και δικαστές.

Πιείτε όλοι, τραγουδήστε
κάθε μέρα που περνά
ρίχνω λάδι στην φωτιά της
που μου καίει τα σωθικά.

Πιείτε όλοι, τραγουδήστε
κάθε μέρα που περνά
με κλωτσάει στα όριά της
και ξυπνάω στο πουθενά.

12
Πουλί φυσάει την πόρτα μου, μιλάει όταν κοιμάμαι
ψιλή βροχή τον δρόμο μου κρατάει συντροφιά
το χώμα ετούτο φούσκωσε και τώρα κολυμπάμε
σε μία λίμνη βρώμικη μέσα στην λασπουριά.

Άκου τι λέει το πουλί και η βροχή που πέφτει
ωκεανούς σου άφησα στο πιάτο, να τους φας
μα η αστική σου ανατροφή πια δεν στο επιτρέπει
σε δάσος που πλημμύρισε η θάλασσα να πας.

Τι μου λες παππού? Πια δεν καταλαβαίνω,
από πηγάδι έρχομαι, σε ποταμό πηγαίνω
σε ένα λιβάδι ξένο,
χωράφι πετρωμένο.
Το χώμα κρύβει μάρμαρα και παραμιλητά.

13
Ανακοινώσεων καιροί,
Κάθε κουβέντα κι εντολή
Καμμένο χώμα.

Εδώ εμείς, εκεί εχθροί
Άλλο κεφάλι και ψυχή
Η σκέψη δόγμα.

Άσπρο σαν χιόνι θα σου πει,
Όσα δικαίωσε η ζωή
Και τ’ Άγιο Πτώμα.

Μαύρο της ήττας το σκυλί
Δεν μένει άλλη επιλογή
Σε αυτό το σώμα.

Δασκάλα τσούλα με γυαλιά,
Βιβλία πούλαγε μπροστά
Σε μια τάξη φοβισμένη.

Με του χασάπη τον παλτά
Της ιστορίας τα σωστά
Ξεδιάλεγε ερεθισμένη.

Ηρώων πράξεις μακρινές
Φιλτραρισμένες εκδοχές
Αθώων κρίμα

Που δεν χωράει τις φωνές
Όσων χαθήκανε στο χθες
Φωτιάς το κύμα

Πολέμου σπίτια φυλακές
Με χίλιες δυο αναστολές
Και ο Κίνιν θύμα.

Μες στων βουνών τις συμβολές
Όσοι πιαστήκαν στις σπηλιές
Και είπαν το ποίημα.

Δασκάλα τσούλα με γυαλιά,
Βιβλία πούλαγε μπροστά
Σε μια τάξη φοβισμένη.

Με του χασάπη τον παλτά
Της ιστορίας τα σωστά
Ξεδιάλεγε ερεθισμένη.

Τραγούδια ξέρω ένα σωρό
Δεν τον γουστάρω τον χορό
Της τραγωδίας.

Του θεατή παρακαλώ
Τον ρόλο αυτό να επωμιστώ
Και σαν σωσίας

Αρμάτων πίσω θα σταθώ
Να κάνω τον λογαριασμό
Είμαι ο ταμίας

Τρόπαιο μάχης ζωντανό
Σε ένα μέλλον λαμπερό
Ένας παρίας.

Δασκάλα τσούλα με γυαλιά,
Βιβλία πούλαγε μπροστά
Σε μια τάξη φοβισμένη.

Με του χασάπη τον παλτά
Της ιστορίας τα σωστά
Ξεδιάλεγε ερεθισμένη.

Στην δίκη ακούστηκαν πολλά
Το γράψανε στα πρακτικά
Είμαι προδότης.

Πόσο χωράν στην ζυγαριά
Πόσα παιδιά και λευτεριά
Στον λογισμό της.

Είδα το βράδυ την μαμά
Είχε λουλούδια μια αγκαλιά
Το πρόσωπό της

Χαμογελούσε τρυφερά
και ήμουν για εκείνη όπως παλιά
ο άγγελος της.

Πόσο χωράν στην ζυγαριά
Πόσα παιδιά και λευτεριά
Στον λογισμό της.

Δασκάλα τσούλα με γυαλιά,
Βιβλία πούλαγε μπροστά
Σε μια τάξη φοβισμένη.

Με του χασάπη τον παλτά
Της ιστορίας τα σωστά
Ξεδιάλεγε ερεθισμένη.

14
Παράξενα πράγματα.... οι στίχοι δεν έχουν γραφτεί ακόμα.
Σκέφτηκά να γράψω εδώ όμως όλες τις "σημειώσεις" για αυτό το τραγούδι.. από την σύλληψη του μέχρι να πάρει στο τέλος μορφή.. Γιατί? Έτσι μου ήρθε ελπίζω να μην σας πειράζει.. Όλα ξεκίνησαν σήμερα...

Anyway ας μπούμε στο ψητό:

(προσοχή, οι λεπτομέριες των γεγονότων μου διαφεύγουν...δεν με ενδιαφέρουν.. αυτές είναι απλώς οι σημειώσεις και κάποιες "εξηγήσεις" για να μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει το "έργο". Και να διαβάσει στο τέλος το τραγούδι..)

Εισαγωγή - Η ιστορία, η κακοποιημέμη γερμανίδα και εγώ. Πρώτες σκέψεις

1945, λίγο μετά το τέλος του WWII. Ένας αμερικάνος στρατιώτης κινηματογραφεί την πορεία των ηττημένων Γερμανών στρατιωτών (και πολιτών) στα σύνορα της τσεχοσλοβακίας.

Η εικόνα σχεδόν φέρνει εμετό. Περπατάνε σε μια γραμμή "πεθαμένοι", άρρωστοι, ξυπόλητοι ξεψυχισμένοι. Πτώματα στην άκρη του δρόμου. Κάποιοι ανασαίνουν με δυσκολία. Πεθαίνουν αργά, μπροστά στον φακό.

Στο πλάνο εμφανίζεται το πρόσωπο μιας απίστευτα όμορφης κακοποιημένης γερμανίδας. τρεκλίζει και ο φακός "ζουμάρει" στο πανέμορφο, το παραμορφωμένο πρόσωπό της. Παραπατάει. Κλαίει. Κρύβει το πρόσωπό της. Τρέμει.

Ένας άντρας γυμνός από την μέση και πάνω ανασηκώνεται και κοιτάει προς τον φακό. Πεθαίνει. Το σώμα του τραβάει της μύγες. μετά μια τελευταία εικόνα της κακοποιημένης ομορφιάς.

Σκληρό.

Έχω ακούσει ότι έπαιρναν τα έμβρυα από την κοιλιά των μανάδων τους για να τα σφάξουν. Μπορεί αυτός να ήταν ένας από αυτούς σκέφτομαι... όμως ακόμα και έτσι πονάει να τον βλέπεις. Ένας άντρας που ξεκοιλιάζει γυναίκες και σκοτώνει μωρά άγέννητα ακόμα είναι αθώος την στιγμή που πεθαίνει. Του αξίζει αγάπη.

Και μετά εκείνη. Δεν ξέρω τι να πώ. Η απόλυτη ομορφιά. Μπερδεμένα συναισθήματα. Μίσος για αυτόν που άγγιξε το υπέροχο πρόσωπο και χτύπησε το υψηλότερο ιδανικό: την Όμορφη Γυναίκα.

Ντροπή μου που σκέφτομαι έτσι. Γιατί με τάραξε  [ι]αυτή[/ι] περισσότερο από όλους? Αυτή δεν πεθαίνει. Αυτή όμως είναι η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου και εγώ ένα τέρας που λυπάται μόνο για το ωραίο? Η εικόνα: Αυτή περπατάει σαν χαμένη. Αυτή τρέμει. Αυτή μπορεί να σκότωσε με τα χέρια της μωρά παιδιά και αθωόυς και όμως εγώ πιστεύω ότι [ι]αυτή[/ι] είναι καλή. Μήπως είμαι εγώ ο κακός?

Προσπαθώ να σκεφτώ. Ισως να πολεμούσα μονάχα για εκείνη. Ίσως να κατέδιδα για εκείνη. Ίσως πάλι τρελαμένος από το μίσος την βίαζα στην άκρη του δρόμου όπως πιθανότατα κάνανε κάποιοι άλλοι λίγο πριν την συλλάβει ο φακός να περπατάει σαν χαμένη.

Όλα αυτά που νοιώθω κοιτώντας το πρόσωπό της ο έρωτας, η αγάπη, το μίσος που αισθάνομαι για αυτούς που την πείραξαν και που δεν αισθάνθηκα για κανέναν άλλον από αυτούς τους δύστυχους με φέρνει μπροστα στην πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού μου.

Το ωραίο. Η εκδίκηση, η βία. Η αγάπη. Ο πόνος. Η επιλεκτική μεγαλοψυχία (να τους λυπάμαι όλους μα να είμαι πραγματικά καλός για μονάχα για [ι]αυτή[/ι]).Το ερώτημα τελικά δεν είναι ποια είναι αυτή αλλά ποιός είμαι εγώ και ποιά είναι η δική μου ιστορία. Σκατά. Βλέπω το πρόσωπό τη στον καθρέφτη. Το μισό υπέροχο. Το άλλο μισό να σαπίζει. Πώς να κρίνεις...

! No longer available


Χιλιάδες σύμβολα μέσα σε ένα βίντεο 5 λεπτών. Διαλέγω δύο. Τουλάχιστον για την αρχή.

Σύμβλο πρώτο:Εκείνη είναι η "Παναγία".

Θα γράψω για εκείνη πολλά. Δεν μπορώ τώρα. Το τραγούδι είναι για εκείνη και εμένα.

Σύμβολο δεύτερο: Η πορεία.

Έρχονται από την Αμαρτία και πάνε στον θάνατο. Σαν όλους εμάς. Εγώ τους πετυχαίνω στον δρόμο, φοβισμένους. Δεν βλέπω ούτε την αμαρτία τους ούτε τον θάνατό τους. Βλέπω τα βήματα που τρέμουν. Βλέπω την μοίρα τους που από θύτες τους κάνει θύματα. Στον δρόμο αυτο είμαστε όλοι ίδιοι.

Σε έναν δρόμο που το πιο όμορφο κακοποιείται και σαπίζει.

(συνεχίζεται όποτε μου έρθει)

16
Σβησμένες μορφές πια,
εικόνες
σχεδόν ιερές
στον Γνώριμο Χώρο.

Κανείς να μην μπει εκεί που θυμάσαι.

Η αιώνια ζωή περνά
μέσα από την λατρεία λεπτών περιγραμμάτων
που σημαίνουν πολλά
μα μένουν ώς μόνον
βυζαντινές παραστάσεις σε μια εκκλησία
παραδομένη στα χέρια βαρβάρων.

Την λήθη.

17

με τραβήξανε μέσα σε ένα χριστοθγενιάτικο δέντρο,
με δέσανε και διασχίσαμε τρέχοντας σαν κηνυγημένοι
την άδεια λεοφώρο.Μια σηρήνα τραγουδουσε
για εμας και ο εξωγήινος που καθότανε δίπλα μου
ψυθίρισε με κακία στο αυτί:


"Ακουσε αυτό τον ήχο καλά. Δεν το έχεις ακούσει έτσι ξανά...ε? ποτέ ξανά..ε..?
ποτέ αληθινά.


Είναι που αυτή την φορά μιλάει για εσένα...
Φαινόμενο doppler μαλ**α..


Το Φαινόμενο doppler...θυμάσαι"




Ποντίκια κάλυπταν το σώμα που κοιμόταν
μέσα στην κούνια του αγγαλιά μ 'εναν μπαλτά
τόσο μωρό κι όμως η π...α του καιγόταν
όταν στη ρόγα σου το έφερναν μπροστά


σάρκα ανθρώπινη, βαριά μαγειρεμένη
ζελέ στο πιάτο καναβούρι και μυαλά
γρια μαγέιρισα σερβίρει θυμωμενη
τριάντα έφτασε κι ακόμα δεν μιλά!


Βία στη βία, μια παδεία πειθαρχήμένη
ψάξε το νόημα στο ράσο του παπά
λιβάνη κάπνιζε μια κάνη κι αν θιγμένη
τα ποδια άνοιγε σε όποιον την χτυπά.


Είδα τα όνειρα στα μάτια που κοιτούσαν
μέσα στην κάψουλα το πτώμα που περνά
χιλιάδες τέρατα τριγύρω μου ζητούσαν
την ολοκλήρωση στο πνεύμα που γερνά.


Και είναι πια σίγουρο, είναι σίγουρο πως η σειρήνα αυτή τραγουδάει για εμένα... γύρισα και ξέρασα χάπια και παστικό φαγητό στην μοκέτα. Το διαμέρισμα τιναζόταν σε κάθε λακούβα και εκέινη πλησίαζε ερεθισμένη τράβωντας το φίμωτρο
και γριλίζοντας. Ο εξωγήινος μας κοιτουσε και την έπαιζε.


Άναψε το φως! Άναψε το φως που**να!
Άναψε το φως!!


Ένιωσα όλο το βάρος μου στις αμυγδαλές, πόνο και να μην έχω αέρα.Να μην έχω αέρα... Πνευμόνια γεμάτα σκόνη και χόρτα. Γεμάτα χαρτιά, συρμάτινα δίχτυα και σαν τοπία ξεχασμένα. γεμάτα καπνό και μπισκότα.


Ξηρά λιβάδια πια με σπίτια ερηπωμένα
γυρίζω σκάβωντας πηγάδια για να βρω
μνημεία μαρμάρινα, πεδία στειχειωμένα
αίμα και σάρκα για να φάω και να πιω


κι αν το οξυγώνο που μου μένει τοσό λίγο
μέσα στην κάψουλα αρκεί και για τους δυο
έχω δυο σφαίρες στην θαλάμη και πριν φύγω
θα στις φυτέψω μια μια στον λαιμό.


Να ξεδιψάσουνε παιδάκια διψασμένα
απ'τα ποτάμια που στα στήθη σου κυλάν -
κόκκινα είναι! και εκείνα που πρησμένα
από την πείνα τους ξεχάσαν να μασάν


μαύρα θα γίνουνε πουλιά και μαύρα δάση
φίδια που βίαια στον κόλπο σου ζητούν
μια μήτρα απόκρυμνη που σκιές έχει ξεβράσει
μέσα στην κόλαση που κλήρωσε να ζουν.


Ο αέρα μπούκαρε μέσα από τα ματωμένα μου ρουθούνια και όπως με έσπρωχναν με βία στο πάτωμα ένοιωσα το άδειο στομάχι να γεμίζει και αντανακλαστικά


ξέρασα ξανά βγάζοντας αίμα και σοκολάτα ανακατεμένη με σκατά και φάρμακα. Κάποιος με κώτσησε δυνατά και ένοισω να τρυπάνε οι κόρες των ματιών μου από ένα εκτυφλωτικό κίτρινο φως στις άκρες του οποίου έλιωναν οι μορφές των αδερφών και των Πατέρων μου.


Η σειρήνα στρίγγλιζε γνώριμα αι ανακουφισμένος άφησα στο παντελόνι ότι είχε απομείνει από την τελευταία μου επιθυμία: να φάω.


Δεν ήμουν εγώ. Δίπλα μου μαζεύαν ένα πτώμα και αφού μ βοήθησαν να σηκωθώ,


ανακουφισμένος κατούρησα πάνω του και έφυγα γελώντας δυνατά.


Με τους πατέρς και τους αδρφούς μου. Πνιγμός εικονικός.


Δεν ήταν για εμένα.


Όχι.


Όχι αυτή την φορά.


"Αρκει η φωνη της
να κανει του Κοσμου
απεραντους δρομους
σαν φυλλα
να τρεμουν.
 
ΠΙΣΤΗ και
ΥΠΟΤΑΓΗ."




υ.γ1 κρατάω την (αν)ορθογραφία και την στίξη από το προτότυπο αν δεν σας πειράζει..
υ.γ2 οι τελευταιοι στίχοι είναι από το "για Εκείνη" που έγραψα πριν περίπου 8 χρόνια. Αυτούσιοι οι ίδιοι στίχοι υπάρχουν το "queen attractor" και το "ο φυλακισμένος των χρόνων".  Τα παραπάνω κείμενα (και πολλά ακόμη όπως και το "Doppler") είναι όλα "για Εκείνη".

18
Έχουν φωνή οι φυλακές,
τραγούδι τα ποτάμια.
Τα σπίτια πόρτες μυστικές
κι ο έρωτας πλοκάμια.

Όσοι χαθήκαν στα βουνά
ή ζουν στο μαύρο χώμα
σκιές στου μύθου τη σπηλιά
η ιδέα από σώμα.

Την ηρεμία τα θεριά
την βρίσκουνε στην πέτρα-
τόσο ψυχή να μη χωρά
πηγάδι δύο μέτρα.

Ξοπίσω τρέχει συννεφιά,
στεγνές οι καμινάδες
μένει του κόσμου η ρετσινιά
κι ο πόνος στις μανάδες.

Μία φωνή οι φυλακές,
ακούς μες στα σχολεία
στων στρατοπέδων τις βολές
και στα νοσοκομεία.

19
Σε φίλους αφιερωμένο,
γραμμένο για εκείνους που γνωρίζουν καλύτερα αυτό που θα γινόμουν
παρά τελικά εκείνο που είμαι.


Τραγούδι απο κιθάρα
παραγωγής μαζικής, εμφάνισης κοινής
μα φωνής
που μιλάει μονάχα σε εμένα.


Κομμάτια έκφρασης πολιτικής σε δωμάτιο εφηβικό
που γυρίζω τα σάββατα. Όταν βραδιάζει.


Και βυθίζομαι στο παρελθόν μου.


Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός, συμπλέγματα πλατωνικά
ατέρμονες λούπες
και εφαρμοσμένες πιθανότητες
με άσπρα μαλλιά.
Μπροστά στον καθρέφτη.


Το ρεφρέν για ένα μπιζέλι.


Μες στο πιάτο το μπιζέλι
σε χορό μοναχικό
με κρασί από τ' αμπέλι
ένα φίλτρο μαγικό

σε μιαν νάρκη αφημένο
δεν σταμάταγε ποτέ
όταν άκουγε να παίζω
το επόμενο ρεφρέν:


Άσπρο, ολόλευκο παρόν μου,
κρύο σπίτι, αδειανό
άφησα τον εαυτό μου
σε έναν τόπο μακρινό.

Μια κοπέλα μαυρομάλλα
και γεννέθλιων γλυκά,
μαυροδάφνη μια μπουκάλα
και τραγούδια ιταλικά"


Το κακόμοιρο μπιζέλι,
πως τα φέραν οι καιροί
δεν γουστάρει τους μεζέδες
κι όταν λείπω απορεί.


Ποιός το πιάτο, ποιός το ντέφι
ποιός θα σέρνει τον χορό
και ποιό χέρι το ντουφέκι
θα κρατάει αν  όχι εγώ?



Το κακόμοιρο μπιζέλι,
πως τα φέραν οι καιροί
τώρα ζει σε ένα πιάτο
και να φύγει δεν μπορεί.

20
Γνώση ιστορίας βιωματική
οι κυριακάτικες γεύσεις -
ένα τραπεζομάντηλο λευκό
και η επίδραση συμβόλων
που βρήκαμε χτισμένα στην πέτρα.
Παλιές διηγήσεις.


Αρχές χρόνου κι τόπου
σαν γλωσσικοί ιδιωματισοί
δεμένες στην φυσική επαφή
τις κηδείες και κοινότοπες απόψεις
τις μυστήριες προκαταλήψεις.


Ψωμί και λιβάνι.


Άρωμα γης ανακατεμένης με κόκκους καφε
και απολαύσεις μικρές στην καρδιά
μιας βρώμικης πανάρχαιας πόλης.
Στο κέντρο του σύμπαντος των ακίνητη
μεταναστών σαν στίξης σημείο
και καρκίνος
που συνοψίζει σε μια έκφραση αμηχανίας
τους διαλόγους μιας ολόκληρης ζωής χωρίς σημασία.


Αλλοτρίωση η κάθε προσέγγιση ορθολογική
και ξένος γυρίζω
και ξένος γυρίζω
τον μαύρο κόσμο του μέσα μου Δάσους
ο φτωχός, γελασμένος.


Τον δρόμο πως θα βρω σπουδάζοντας
χάρτες καρτεσιανούς
και εφαρμογές ξεφυλλίζοντας
γεωγραφικών συντεταγμένων.


Σε στίξης σημεία γυρίζω.


Μηδέν.

21
Συλλαβές γραμμένες στη γάστρα
και μπλε ιστορίες.
Φίλοι με βράγχια, η εικόνα ενός ορίζοντα κενού απο άλλους
γεμάτου με Εσένα.
Ταξίδι σε ομηρικές παραλίες.
Ναύτες, μανάδες.
-Μην πας στα βαθιά.


Πετούσα λοιπόν,
και το φεγγάρι μάζευε γύρω του
-μαζί με εμένα-
πλάσματα νυχτερινά,
μουσική!
και τραγουδούσαμε όλοι μαζί
για την ζωή που τραβούσε δεμένη
στο ατσάλινο αγκίστρι.


Ενος ψαρά πεισματάρη
που αγαπούσε το φούτμπολ
και τώρα
κηνυγάει ξιφίες.


H βάρκα του κυλάει απαλά
στον αναποδογυρισμένον ουρανό.
Κι έχει στη γάστα γραμμένη
αυτή που δεν θα διαβάσει κανένας-
την ίδια
μπλε ιστορία.


22
Φωνή εγχόρδου ξύπνησε σκυλί σφιχτοδεμένο
κι αφήσαν τις καρέκλες τους οι άντρες για να δουν
πομπή που εκουβάλαγε στους ώμους πεθαμένο
τον άνθρωπο που φύλαγε εκείνους που πονούν.


Τα μάτια είχε ασφάλιστα, τα χέρια του δεμένα
λουλούδια στο κεφάλι του, στο στόμα του χρυσό
και γύρω ετραγούδαγαν κορίτσια λυπημένα
μα εντράπησαν το θέαμα κι απέμεινε μισό.


γ**ήλια της φόρεσαν κι εκείνης την ποδιά της
λευκό το κρίνο, στέφανο κοσμεί την κεφαλή
στα μάτια τρέχαν σύννεφα κι εράγιζε η καρδιά της
μια μοίρα που δε στάθηκε μαζί της δα καλή.


Ποιός είδε να χορεύουνε μια μέρα τέτοια πτώμα,
ποιός άκουσε να κλαίγουνε το βράδυ σα σκυλιά
τραγούδι ποιος να έκαμε το δράμα της ακόμα
ποιό ζόρι να της φούσκωσε με γκάστρι τη κοιλιά...


Το όνομά της δώσανε σε τρεις γενιές παρθένες
και τού νεκρού το όνομα ξεχάστηκε. Καιρό
γυρίζουνε οι κόρες της ακόμα λυπημένες,
ταξίδι τρώγουν φάρμακα και σέρνουν το χορό.

23
Σε μακρινές γραμμές να βρεθούμε
και αδειανούς γεμιστήρες.
Σαν φίλοι παλιοί και εχθροί,
σαν στρατιώτες.
Θα μείνουμε άλλωστε στην ιστορία
σαν ημερομηνία
ή ανάλυση πολιτική
μιας εποχής που αλλάζει.
Και η σφαγή μας ακόμα
επιτυχία εισπρακτική
σε ένα δυστοπικό μέλλον.


Εμείς κάπου αλλού,
με τρύπες στο σώμα,
σφαίρες και φαγητό χαλασμένο
τλιγμένοι με βία μια ξένη σημαία
θα τρέφουμε την φωτιά
που ζεσταίνει τις φάμπρικες.


Κι αν ακόμα πούνε για εμάς πολλά,
δεν θα μάθει ποτέ
κανείς την αλήθεια.

24
Τον άντρα αυτό τον δύστροπο
πες μου θεά που χρόνια
γυρνούσε στα μπαλκόνια
και μες στων καφενείων
μαγνήτες των ηχείων
έσπρωχνε στο χαρτί.

 
Τώρα μυρίζει κάτουρο,
Νέρων κρεβατομένος
τρεις μήνες ξεχασμένος
μέσα στην κλινική
φιγούρα πατρική
που δεν χορταίνει βία.

 
Τσέπες γεμάτες δίφραγκα
μοιάζει σαν να κοιμάται
τώρα μονό θυμάται
γόνατα τρυπημένα
πόσα πολλά θλιμμένα
χωράει μια Κυριακή.

 
Ίδια μονάχα η θάλασσα
κι αυτή που τρώει άντρες
μες στων σχολειών τις μάντρες
καθώς γυρίζει η μπάλα
και δεν την νοιάζει στάλα
αν έχεις ηττηθεί.

 
Μπήκε ο χορός στην κάμαρα
βγήκανε πρώτοι οι ξένοι
μια πράξη τώρα μένει
να πέσει η αυλαία
κι εγώ δεν έχω ιδέα
που θα πρωτοταφεί.

 
Σ' αυτή την γη που σκλήρυνε
πάνω στις μαύρες πέτρες
τις τελευταίες μέρες
προσεχτικά πατώ
κι αντίστροφά μετρώ
τον χρόνο που μου μένει.

 
Χρόνια πολλά
δεμένοι
σε ξύλινο σκαρί.

25
Μιας ακόμα Κυριακής,
καφές βαρύς, δράμα χωρίς
του τέλους λύση.


Πρωί κι απόγευμα νωρίς
με αναμνήσεις εποχής
κι αν έχουν σβήσει


γίνονται νόημα ζωής
κορμί της πείνας θεατής,
τα μάτια βρύση.


*


Μιας ακόμα Κυριακής
πλοκή κοινή κι όμως κανείς
δεν θα εξηγήσει

αυτή την δύση.


*(κάνε μια παύση στο σημείο αυτό. Επανάληψη καθημερινή, μετά το φαγητό, το γυναστήριο ή όπου αλλού κουβαλάς τις Κυριακές σου)

Σελίδες: [1] 2 3 4 ... 7