Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - tinios

Σελίδες: [1] 2 3
1
Πάνω και κάτω σα γιό γιό,
μιά με τον Κώ.., μιά με τον Γιώ..,
ψωμί απ'την ίδια τη μαγιά,
και παρ'ολί..κι η Μπακογιά...!
οι ίδιοι πάντοτε νονοί,
τρεις οικογέ.. απ' το πενή...!

Χρόνια μου πιάνουνε τον κώ...,
δικαίω κληρονομικώ.
Μου τον φοράν καλά καλά,
και τους ψηφήζω ο μαλά...!
Πονάω λίγο αλλά μ' αρέ...,
τέτοιος που είμαι, τέτοια θέ...!

Τρύπια η παράγκα μας και στάζ...,
για όλα φταίγανε τα stage,
είχε η τσέπη μου φουσκώ...,
γι' αυτό μου κό... τα τετρακό...,
έπαιρνα φίλε μου πολλά,
το είπε κι ο Ευαγγελά...!

Μ'ένα αμάξι χαλασμέ...,
τα λάστιχά του καθισμέ...,
δεν πρόλαβα να τ'αποσύ...,
μού'μεινε μόνο το σασί!
Κοίτα ρε που... τι μου τυχαί...!
Ρε συ Γιωργάκη δε μας χέ...!

Λέω θα πρέ.. κάπως ν' αλλά...,
και χαρακτήρα και μυαλά.
Να σφίξουνε λίγο οι κώ...,
να μη με βρίσκουν βολικό.
Τωρά μετά απ'τα σαρά...,
μήπως με πάρουν σοβαρά!

Μιά βόλτα απ'τον Καρατζαφέ...,
και λίγο στο Συνασπισμέ...
Ύστερα πάλι απ'την αρχή,
να μην ξεσπάσει αναρχί...!
Θα τους πιστέ... στο πρώτο θα,
μα@@ας μέχρι να πεθά...!

Μπορείτε να το ακούσετε μελοποιημένο από τον κ. Σπύρο Σαμοίλη: http://kalyterotera.blogspot.com/2010/03/blog-post_6005.html

2
ΓΕΝΙΑ ΜΟΥ ΕΥΚΟΛΟΠΙΣΤΕΥΤΗ




Χειμώνας, κι έφτιαχνε ο χιονιάς, κεντίδια στο μπετόν,
σκληρός Δεκέμβρης ήτανε του ’73.
Μ’ ένα ποτό στο «Κύτταρο», Ηπείρου κι Αχαρνών,
ελπίδες ανασταίναμε, για νέα Πολυτεχνεία.

Τον κόσμο τον αλλάζαμε, σε πείσμα των καιρών,
τότε δεν φανταζόμασταν πως είν’ ανοησία.
Ήταν τα νειάτα μας φωτιά, μικρά παιδιά σχεδόν,
ήταν γνωστός και ο εχθρός: η κάθε εξουσία.

Ψυχή λάβα και σίδερο, οράματα πολλά,
γυρεύαμε το δρόμο μας, στα Εξάρχεια, στην Πλάκα.
Με των δεκάξι τα φτερά, στοχεύαμε ψηλά,
έτοιμοι να πιστέψουμε, τον κάθε ένα μαλ**α!

Κι ‘υστερα ήρθαν ξαφνικά, στη μαύρη καταχνιά,
σαν από μηχανής θεοί, ηγέτες φωτισμένοι.
Νέας αρχής ξεκίνημα, με όρτσα τα πανιά.
Γενιά μου «ευκλοπίστευτη και πάντα προδομένη».

(Ρ)

Με χίλιες σκέψεις άγουρες, στην άκρη του μυαλού,
ένα πακέτο άφιλτρα, και όνειρα μεγάλα,
κίνησαμε το Μάη μας, να βρούμε κάπου αλλού,
μα ήρθε νύχτα σκοτεινή και χάσαμε τη μπάλα.

3
(Αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω και δημόσια, τον μαέστρο κ. Σπύρο Σαμοϊλη και τους υπόλοιπους συντελεστές των ποιητικών αγώνων Λευκίμμης Κέρκυρας, για την καταπληκτική φιλοξενία και την αξέχαστη εμπειρία που μας προσέφεραν!
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η αγάπη αυτού του ανθρώπου, για την ποιοτική μουσική και τους νέους δημιουργούς!
Η δουλειά που κάνει σ'αυτην την πανέμορφη γωνιά της Ελλάδας, αναγνωρίζεται πια από όλο και περισσότερους ανθρώπους.
Φίλε μου Σπύρο, αυτές οι 2 μέρες στην Λευκίμμη, θα μας μείνουν πραγματικά αξέχαστες!
Ένα από καρδιάς ευχαριστω, ασφαλώς είναι πολύ λίγο!
Καλή δύναμη για τη συνέχεια που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος μας!)



ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΔΙΑΒΗΚΑΝ





Απλώνουν ρίζες, οι ψυχές, στα πεζοδρόμια,
μάταια προσμένοντας, την Άνοιξη να φτάσει.
Στάση εργασίας οι ποιητές, στα ονειροδρόμια,
δρόμο δεν βρίσκει η ελπίδα, να περάσει.

Αρρωστημένες μουσικές, στα ραδιόφωνα,
αδειες κορνίζες! Κομματιάζουνε τις μνήμες.
Ή με κραυγές, είτε μιλώντας χαμηλόφωνα,
λέξεις ανόητες, απλά να φτιάχνουν ρίμες.

Παραφυλάν τα τρωκτικά των συνειδήσεων,
μες στις σκιές, τη λογική να ροκανίσουν.
Παραμυθένιους στήνουν, κόσμους ψευδαισθήσεων,
την απουσία της Αγάπης, ν’αφορίσουν.

Καλοστημένες μηχανές αναζητήσεων,
προσφέρουν εύκολα, για όλα απαντήσεις.
Τραπέζια στρόγγυλα, ατερμόνων συζητήσεων,
«λύσεις», σου δίνουν, πριν ακόμα τις ζητήσεις.


Πόσο ανεπαίσθητα, μας πέταξαν στ’αζήτητα!
μικρομεσαίους, και ανιστόρητους μας βρήκαν.
Είδαν τα στέκια των ονείρων ακατοίκητα,
οι βάρβαροι άργησαν, μα τελικά διαβήκαν!

4
ΚΑΙΡΟΣ ΛΗΣΤΗΣ





Καιρός ληστής,
παραμονεύει τη ζωή σου να αρπάξει.
Να οπλιστείς,
μ’ όνειρο-ασπίδα, για την τελευταία πράξη.
Κι εγώ το χρόνο θα γυρίσω πάλι πίσω,
να αναστηθώ μικρός θεός, να σ’ αναστήσω.

Απ’ το βυθό
των πετρωμένων ενοχών, αναρριχήσου.
Να πλανηθώ
στ’ ανεξερεύνητα σημεία της ψυχής σου.
Στη σκοτεινιά της, εωσφόρος ν’ ανατείλω,
φως να σκορπίσω, στο τοπίο της το ανήλιο.

Μη θαμπωθείς!
απ’ ουρανούς αλαργινούς, μ’ άστρα από «νέον».
Να βαπτιστείς,
στ’ άγια νάματα αποφάσεων γενναίων.
Μη φοβηθείς, άδειες κραυγές και επιπτώσεις.
Εγώ, θ’ ανέβω στο σταυρό, να μη ματώσεις!


Μελοποιημένο από τον Κώστα Σμυρνιό: http://greekmusic.ning.com/profile/NEKTARIOS

5
ΜΙΑ ΡΟΚ ΜΙΑ ΤΣΙΦΤΕΤΕΛΙ




Μια ζωή στο πήγαιν’έλα,
με σαμάρι ή με σέλα.
Μια μαστίγιο, μια καρότο,
μια εντάξει, μια γ**ώτο.

Πότε φως, πότε σκοτάδι,
πότε μέσα στο πηγάδι.
Ίδια παραμύθια λέμε,
μια γελάμε και μια κλαίμε.

Πότε ανοίγει η αμπάρα,
πότε, κάτω από τη μπάρα.
Απ’ το σχολείο στο ΚΑΠΗ,
πότε πανιά, πότε κουπί.

(Ρ)

Πότε πιάνο, πότε τέλι,
μία ροκ, μια τσιφτετέλι.
Πότε Στίγκ, πότε Ρουβά,
μια ταμείο, μια «κουβά»!
Η ζωή μια καραμπόλα,
μια γλυκιά, και μία «φόλα».
Πότε έτσι, πότ’αλλιώς,
μια καινούργιος, μια παλιός!

6
   
ΠΑΡΑΜΙΛΩ

(Αφιερωμένο, στο Νικόλα Άσιμο, το Νίκο Πουλαντζά και σε όλους όσους επέλεξαν την αξιοπρεπή "φυγή", απ' τον ανέντιμο συμβιβασμό!)



Καυτές ανάσες πανικού, με σημαδεύουνε,
κραυγές θανάτου, το μυαλό μου εξουσιάζουν.
Μη μου μιλάς λοιπόν, τα λόγια περιττεύουνε,
τυφλές πυξίδες, την πορεία μου χαράζουν.

Στοιχειώνει ο νους, από αδιάφανα οράματα,
λέξεις κενές, κι ετοιμοθάνατες ελπίδες.
Πάει καιρός, που δεν πιστεύω πιά, στα θαύματα,
της άμυνάς μου, χαλαρώσαν οι ασπίδες.

Παραμιλώ, κρατώντας όνειρα εξόριστα,
αφορισμένα, απ’ ανθρώπους κι από νόμους.
Με δυναστεύουν, μένουν δίπλα μου αχώριστα,
κλείνοντας βάναυσα, της διαφυγής τους δρόμους.

(Ρ)

Βαρύ φορτίο, μου εμπιστεύθηκε ο Αθάνατος!
Ίσως τρελαίνομαι, ίσως ξαναγεννιέμαι!
Μια στο καρφί, λοιπόν, και όποιον πάρει ο θάνατος,
ή μια στο πέταλο, σαλτάρω ή κρεμιέμαι!

7
ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ





Αγαπημένη αίσθηση των μαγικών καιρών,
των ταξιδιών της Άνοιξης, στη γη της ουτοπίας.
Της πρώτης διαδήλωσης που δήλωσα παρών,
με σένα, αστέρι ολόφωτο, στη μέση της πλατείας.

Ξαναντηχεί το γέλιο σου, που ανθούσε παιδικό,
τις νύχτες που πορφύρωνες, το κάτασπρο των τοίχων.
Λάβαρο κι επανάσταση, πρώτο μου ιδανικό,
πριν πέσουνε τα χρόνια σου, σε χέρια τυμβωρύχων.

Καθρέφτη αναμνήσεων, ανάστησε ξανά,
τα νιάτα που ανέμιζαν στο κόκκινο αγέρι.
Τότε, που αγγέλοι κι άνθρωποι, σου ψέλναν Ωσαννά,
κι εγώ κρατούσα τ’ όνειρο κι εσένα απ’ το χέρι.

Εφηβικές μου μουσικές, σκοποί μου αλλοτινοί,
ξαναγυρίστε την ψυχή, που η νύχτα την βαραίνει,
τότε που τραγουδούσαμε με γρέζι στη φωνή,
του Μάνου το «ακορντεόν», σφιχτά αγκαλιασμένοι.



8
   
ΜΟΝΑΧΑ ΑΠΟ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΖΩΝΤΑΝΟΣ




Γεννήθηκα σε δίσεκτους καιρούς,
με δυό φτερά αδύναμα, για προίκα.
Προσκύνησα, ανόητους θεούς,
κι αγάπες κουρασμένες, μόνο βρήκα.

Δυό λόγια τρυφερά, και μιάν ευχή,
μου έδωσε η μάννα, αδερφομοίρι.
Γυμνό κορμί, σε κρύα εποχή,
φτηνό ποτό, σε βρώμικο ποτήρι.

Σαράντα τόσα χρόνια, στο κουπί,
σ’ ένα σκαρί, που το’φαγε η αρμύρα.
Δε βρέθηκε κανένας να το πει,
σε κείνη την που---α μου τη μοίρα!

(Ρ)

Μονάχα από συνήθεια ζωντανός,
υπάρχω, για να μην αδειάζει ο τόπος,
και βλέπω, από αισθήματα αδειανός,
να φεύγουνε τα χρόνια, όπως όπως.

9
ΔΕΝ ΖΗΛΕΨΕΣ, ΠΟΤΕ ΤΟΥΣ ΑΕΤΟΥΣ




Δεν ζήλεψες ποτέ τους αετούς,
φοβήθηκες, το φως να πλησιάσεις.
Μπορούσες να πετάς, στους ουρανούς,
μα διάλεξες, στο χώμα να φωλιάσεις.

Δεν ζήλεψες ποτέ τους αετούς,
τα ύψη τα φοβάσαι, σε ζαλίζουν,
γυρίζεις, τρωκτικό, στους οχετούς,
σε υπόνομους, τα όνειρα, σαπίζουν.

Δεν ζήλεψες ποτέ τους αετούς,
τα χρόνια σου, τα τύλιξε σκοτάδι.
Δεν άγγιξες, ποτέ σου, τους θεούς,
προτίμησες, τ’ αγκάλιασμα του Άδη.

(Ρ)

Δεν σού’ φταιξαν, οι άλλοι μοναχά,
στο άλλοθι, μην ψάχνεις δεκανίκι.
Δεν έτυχε, το διάλεξες απλά,
να σέρνεσαι στη λάσπη, σαν σκουλήκι.

10
   
ΜΙΣΗ ΝΤΡΟΠΗ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ




Με όνομα διάσημο,
τη μοίρα μας κουρσέψανε.
Το μόνο τους παράσημο,
η ψήφος που μας κλέψανε.

Τις αντιστάσεις θάψανε,
με λόγους επικήδειους.
Ροζ τα όνειρα μας βάψανε,
με τρόπους επιτήδειους.

Απ’ το σουβλάκι στα γκουρμέ,
βρέθηκαν οι γνωρίζοντες.
Δημοκρατία Μ.Μ.Ε.
με σκοτεινούς ορίζοντες.

Παραδομένα στη φθορά,
ανόητων ζυμώσεων.
Οράματα σε προσφορά,
υπόλοιπα εκπτώσεων.

(Ρ)

Επιρρεπείς στο ολίσθημα,
ηγέτες ανυπόληπτοι.
Μισή ντροπή στο σύστημα,
κι επάνω μας η υπόλοιπη.

11
ΘΕΛΩ



Θέλω, κάποιες νύχτες να φωνάξω,
μ'ένα αχ, να σπάσω τη σιωπή.
Τη ζωή στα μάτια να κοιτάξω,
και να κοκκινήσει, από ντροπή.

Θέλω, να σταθώ μπρος τον καθρέφτη,
να του πω, τα χίλια μυστικά.
Να τον δω, σε θρύψαλα να πέφτει,
όπως, τα δικά μου ιδανικά.

Θέλω, μιά βραδιά να σεργιανίσω,
πίσω, στου ονείρου τις αρχές.
Στη ζεστή αγκαλιά του, ν'ακουμπήσω,
και να το γεμίσω ενοχές.

(Ρ)

Πόσο με πονάνε, αυτά τα "θέλω ",
σαν αλάτι, σ'ανοιχτή πληγή.
Μιά ζωή, τον κόσμο, καταγγέλω,
λες και ζω εγώ, σε άλλη γη!
Πόσο, Θεέ μου, θά'θελα ν'αλλάξω,
να μη με τρομάζουν, τα "γιατί".
Την ελπίδα, νά'βρω και ν'αρπάξω,
πριν πεθάνει μόνη της, κι αυτή!

12
ΓΟΝΑΤΙΣΤΕΣ ΖΩΕΣ




Παγώνουν οι ψυχές στο καταχείμωνο,
χρόνια σε ναφθαλίνη τυλιγμένα.
Στα χείλη μας τραγούδι, το αλίμονο,
τα όνειρα μας, λάβαρα σκισμένα.

Αμήχανες βραδιές, με ροζ ταυτότητα,
με «ζούγκλες», και ταινίες μουδιασμένες.
Ένα άθλιο καρουζέλ, η ανθρωπότητα,
γυρίζει γύρω, απ’ άρρωστες αντένες.

Οι νύχτες, γειτονιά πιά δεν μυρίζουνε,
ξεχάσαμε της προσευχής τα λόγια.
Οι ώρες στα βαλτόνερα σαπίζουνε,
σπασμένοι δείχτες, σ’ άχρηστα ρολόγια.

Ριζώσαμε, ανούσια αγάλματα,
σε μίζερες συνήθειες γαντζωμένοι.
Υποτελείς, σε θλιβερά προστάγματα,
σφιχτά με το μηδέν, αγκαλιασμένοι.

(Ρ)

Έτσι απλά, όλα αλλάζουνε,
της μιάς σεζόν, προγράμματα στις πίστες.
Ανόητα κομπιούτερ, λογαριάζουνε,
προσθέτοντας προσήλυτους, στις λίστες.
Έτσι απλά, όλα πεθαίνουνε,
με μια άρρωστη σιωπή, νεκροταφείου.
Γονατιστές ζωές, στο αρχείο μπαίνουνε,
σε μπλε ντοσιέ, συμβολαιογραφείου.

13
Στου άγιου χρόνου τα τεμένη,
νύμφη, κόρη λαγγεμένη,
κάθεται στον αργαλειό.
Την ανέμη της γυρίζει,
και τραγούδι ψυθιρίζει,
για τον πόνο τον παλιό.

Με κλωστή μαλαματένια
αστραπή, κτυπάει τα κτένια,
δυνατά με υπομονή.
Με γητειές, ξόρκια και μάγια,
φαίνει η μάγισσα η νάγια,
ηλιοκέντητο πανί.

Με του πόθου το βελόνι,
μία ράβει, μιά ξηλώνει,
της αγάπης φορεσιά.
Σ'άλλον δίνει στολισμένη,
άλλος με κουρέλια μένει,
μ'άδικη τη μοιρασιά.

Στου άγιου χρόνου τα τεμένη,
μάγισσα καταραμένη,
φτιάχνει ρούχο νυφικό.
Δεν το δίνει όπου κι όπου,
μα όπως γράφει κάθε ανθρώπου,
το δικό του ριζικό.

Μπορείτε να το ακούσετε μελοποιημένο από τον Κώστα Σμυρνιό:http://greekmusic.ning.com/profile/NEKTARIOS

14
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΘΡΗΝΟΥ


(Έτσι απλά, από εσωτερική ανάγκη!
Συγγνώμη που δεν έχω χρόνο για σχόλια!
       Καλή Ανάσταση!)



Παρασκευή Μεγάλη,
ο θάνατος προβάλει,
Με ιαχές της νίκης,
πιστεύει, του ανήκεις.

Κραδαίνει το δρεπάνι,
στον ουρανό το φτάνει.
Με θέλημα δικό μου,
λαβώνει το Θεό μου.

Υπέρτατη θυσία,
γι’άλλους, ανοησία.
Με εξουσία τόση,
διάλεξε να ματώσει!

Παρασκευή τ’ Απρίλη,
μ’ένα «γιατί» στα χείλη,
πονάει η καρδιά Του,
μα κλαίει για τα παιδιά Του!

Μαστίγια και χλεύη,
ο κόσμος Τον ζηλεύει,
τους σταυρωτές δοξάζει,
το φως Του, τον τρομάζει!

Αφόρητη οδύνη,
ανάσα π’αργοσβήνει.
Αβάσταχτος ο πόνος,
κι Εκείνος, τόσο μόνος!

Παρασκευή του θρήνου,
για το χαμό Εκείνου,
π’άφησα να πεθάνει,
μ’αγκάθινο στεφάνι.

Τον πότισα με ξίδι,
οδυνηρό ταξίδι.
Μ’ακόλαστα νυχτέρια,
Του κάρφωσα τα χέρια!

Κείνη την μαύρη ώρα,
χίλια μου κάνει δώρα!
Αντίδοτο στο ψέμα,
Σώμα Θεού, και Αίμα!

Παρασκευή θλιμμένη,
το θαύμα περιμένει.
Στου χάροντα την πύλη,
ο Ήλιος ν’ανατείλει.

Χριστέ μου, αναστήσου!
Πάρε και με μαζί σου!
Το ξέρω, δεν τ’αξίζω,
μα, με’κανες να ελπίζω!

Αγάπη σταυρωμένη,
στο θάνατο, δε μένει!
Ανοίγει την αγκάλη,
μέσα με κλείνει, πάλι!

15
Μ’ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ




Στις μυρωδιές του άγιου Απρίλη, σ’αναζήτησα,
στη χαρμολύπη της Μεγάλης εβδομάδας.
Σ’ύμνους που έψαλλε, κάποια γριά Πολίτισα,
το φως κοιτάζοντας, Λαμπριάτικης λαμπάδας.

Στου Επιτάφιου τα Εγκώμια, σε γύρεψα,
νύχτα Παρασκευής, στης Κασσιανής τα λόγια.
Θαύμα προσμένοντας, στο παρελθόν ταξίδεψα,
σε δυό χιλιάδων χρόνων και, ημερολόγια.

Σ’έψαξα μέσα σ’εκκλησίες, λαμπροστόλιστες
και σε ξωκλήσια, αγιασμένα απ’το χρόνο.
Πάνω σε μίτρες Δεσποτάδων, χρυσοστόλιστες,
όμως δεν κοίταξα, στου διπλανού, τον πόνο.

Κι ύστερα, ξάφνου άκουσα, ένα θρήνο παιδικό,
δίπλα, τ’αδέρφια και η μάννα του, κομμάτια!
Στην Παλαιστίνη, μέσα στο φριχτό θανατικό,
Σ’είδα να κλαις, μ’εκείνου του παιδιού τα μάτια!

16
ΧΟΡΟΣ ΧΑΜΕΝΩΝ





Σημάδια φόβου, στιγμές οδύνης,
αιχμάλωτοι, στην ένταση της δίνης.
Ναυάγια ώρες, πανιά σκισμένα,
πληρώματα, για θάνατο ορισμένα.

Κουστούμια σκούρα,και καθώς πρέπει,
η σύμβαση, αλλιώς,δεν επιτρέπει.
Καλοί πολίτες, «εν τάξει παίδες»,
μυαλά και όνειρα, με χειροπέδες.

Πλακάκια άσπρα, νεκροτομείου,
στεντόν, με συνταγή φρενοκομείου.
Θλιμμένες μάζες, ζωή εν τάφω,
για σένα και για μένα, φίλε γράφω!


(Ρ)

Χορός κρυμμένων.
Στιγματισμένων.
Ασήμαντων, κι όμως σεσημασμένων.
Χορός χαμένων.
Φυλακισμένων.
Χωρίς αναισθησία, ευνουχισμένων.

17
Πάλι τις πρώτες μου αγάπες ερωτεύτηκα





Πάντα μού’διναν συμβουλές,
ή με καλό ή μ’απειλές:
«στραβά περπάτησες»!
Μού’κλειναν μάτι πονηρό,
λέγαν, «αν βγεις απ’το σωρό,
φίλε την πάτησες»!

Με μαύρο χρώμα της νυχτιάς,
βάψαν τα χρόνια της φωτιάς,
της αθωότητας.
Καινούργια πάλι προξενιά,
ξαναρραμένη παρθενιά
και ζώνη αγνότητας.

Με’στείλαν λάθος διαδρομές,
μου παγιδέψαν τις στιγμές,
σε λάθος έρωτα.
Μέρες στα χέρια των ληστών.
Σ’οθόνες υπολογιστών,
βράδια ξενέρωτα.

Με της συνήθειας τη φθορά,
κάτω πεσμένα τα φτερά
κι η επανάσταση.
Φιλίες ηλεκτρονικές,
δυό τρεις κουβέντες τυπικές.
Παλιοκατάσταση!

Μα πήρα ανάποδη στροφή,
κι ας μου φωνάζαν οι «σοφοί»,
πως παραστράτησα.
Βρήκα τον κόσμο απ’την αρχή,
με μιαν ελπίδα στην ψυχή,
λαθρεπιβάτισσα.

(Ρ)

Πάλι τις πρώτες μου αγάπες ερωτεύτηκα,
άφησα πίσω μου τα «δήθεν» και τα ψεύτικα.
Έσπειρα θύελλες και τώρα τις θερίζω,
όμως τη μοίρα μου, για μια φορά ορίζω!

18
  Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας από την MELON music, εντός των ημερών του CD του Ιωσήφ Λεμονή" Αδειο τρένο", ανεβάζω σε επανάληψη τους στίχους των δύο τραγουδιών, που εμπεριέχονται σ'αυτό, γιατί είναι παλιοί και πολλοί φίλοι θα τους διαβάσουν για πρώτη φορά.   

Ευχαριστώ!


 (1) ΤΙΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΑΓΑΠΗΣΑ



 

 Τις μουσικές αγάπησα, που σ’ έχουν νανουρίσει.
  Τις ώρες πού’ πινες νερό, στου έρωτα τη βρύση.
  Του ήλιου το αγκάλιασμα, το πρώτο καλοκαίρι.
  Τα όνειρα που βύζαξες, και σε καναν Αστέρι!

  Αγάπησα στα μάτια σου, τις φωτεινές κηλίδες,
  τα δάκρυα που σου χάρισα, κι όμως, ποτέ δεν είδες!
  Της νύχτας τις διαδρομές, στο φως τ’ αποσπερίτη.
  Τους στίχους που σε μάγευαν, από τα «Ρω», του Ελύτη.

  Τίποτα δεν αγάπησα, πιο πάνω από σένα,
  κι ούτε στιγμή λογάριασα, τα χρόνια τα χαμένα.
  Ξέρω δεν είναι δυνατόν, τη μοίρα σου να ορίσω,
  σε μια γωνιά τ’ ονείρου σου, μου φτάνει εκεί να ζήσω!

(Ρ)

Αποδιωγμένος εραστής, στη μοναξιά των στίχων,
ανάξιος ακροατής, των μουσικών σου ήχων.
Προσκυνητής αδέξιος, των αναστεναγμών σου,
άπειρος κλέφτης, θεατής, των μαγικών στιγμών σου.





    (2)   ΞΥΠΝΟΥΣΕ Η ΝΥΧΤΑ



Ζήλεψαν, τόση ευτυχία, οι ουρανοί,
και δίχως έλεος, σε πήραν από μένα.
Σημάδι βάλαν τη ζωή μου, οι κεραυνοί,
και δεν μ’ αφήσανε προορισμό, κανένα,

Στης μοναξιάς, ακουμπισμένος τις σκιές,
Μοιρολογώντας, το νεκρό το καλοκαίρι.
Σκοτάδι στάζαν, της ψυχής μου οι πληγές,
κι η μοίρα ανήμπορη, κοντά μου να σε φέρει.

Μικρό σημάδι, κόκκος άμμου στην ακτή,
χάραξα ρότα, για τ’ απέραντο ταξίδι.
Μ’ όρκο αιώνιας αγάπης, δυνατής,
στο θάνατο έδωσα, αρραβώνα δαχτυλίδι.

(Ρ)

Ξυπνούσε η νύχτα, στο νεφέλωμα του Ωρίωνα,
Αύγουστος μήνας, κι όμως Θεέ μου, πόσο κρύωνα!
Τόση αγάπη, τόσα όνειρα ανείπωτα,
και όλα δώσανε τη θέση τους στο τίποτα!

19
ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΑΥΤΗ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑΝ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ





Τη νύχτα αυτή, σ’αγάπησαν τα θαύματα,
σκοτείνιασε από ζήλια το φεγγάρι.
Αρχίσαν οι αγγέλοι τα πειράγματα,
μαζί στον ουρανό, ποιος θα σε πάρει.

Θεός αντάρτης, άπλωσε τα δίχτυα του,
μ’ολόχρυσο βελόνι μανωμένα.
Με έρωτα να ντύσει τα ξενύχτια Του,
που τα φυλάνε τ’άστρα νυσταγμένα.

Απρίλης άστραψε στο καταχείμωνο,
απ’τα δεκαοκτώ σου μαγεμένος.
Αψήφησε τους νόμους και αλίμονο,
κοντά σου θα πεθάνει ερωτευμένος.

(Ρ)

Σε είδε ο ήλιος κι άλλαξε τη ρότα του,
στο βλέμμα σου σταμάτησε το βλέμμα του.
Μεθύσαν απ’τα μάτια σου τα φώτα του,
κι ανάψαν τα μεσάνυχτα το στέμμα του.

20
   ΟΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ





Χιλιάδες αζήτητα πτώματα,
μακριά από εξουσίες, κυκλώματα.
Νεκροί; Ζωντανοί; Και ποιος νοιάζεται;
ο τόπος «σωτήρες» χρειάζεται.

Απόντες σοφών συζητήσεων,
σε πάνελ δελτίων ειδήσεων,
δεν έχουν κονέξια και βύσματα,
μα ούτε στο κόμμα ερείσματα.

Αμέτοχοι των αποφάσεων,
καλόπιστοι δέκτες συστάσεων,
απλοί ψηφοφόροι αναλώσιμοι,
υπήκοοι ανακυκλώσιμοι.

Οδός «Ανωνύμου του Έλληνος»!
Φτηνός ο οδοστάτης, νικέλινος.
Δεν είχε σπουδαίο επώνυμο,
ούτ’έκανε έγκλημα ιδιώνυμο.
Οδός»ξοφλημένων υπάρξεων».
Αιτίων ασήμαντων πράξεων.
Χωρίς V.I.P. διαβατήριο,
Κι ούτ’ένα για φόνο πειστήριο.   


21
ΚΟΙΤΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΡΑΜΕΝΑ ΣΤΟ ΠΕΡΒΑΖΙ




Όλα τα ζήσαμε αγάπη του χειμώνα!
Λύπες, χαρές και σαστισμένες εποχές,
ξύλινα λάβαρα, θανάτους, δακρυγόνα,
λοβοτομές και ματωμένες ενοχές.

Πέτρινα λόγια σε κατάμεστες πλατείες,
ήλιους με χρώματα και ροζ αστερισμούς.
Εθελοντές σε αλλοπρόσαλλες θητείες,
εξαρτημένοι από περίεργους –ισμούς.

Σε τοίχους γράψαμε, συνθήματα με αίμα,
όρκους οργής: «Δεν θα περάσει ο φασισμός»!
Όνειρα αυθαίρετα, κτισμένα μέσ’ στο ρέμα,
που τα κομμάτιασε ο πρώτος ο σεισμός.

Με δυό μισθούς, εξαγοράσαμε εφηβείες,
παραδομένοι στου αιώνα τη βροχή.
Τώρα μ’αστές καλοπροαίρετες συμβίες,
το τέλος βλέπουμε, πριν δούμε την αρχή.

(Ρ)

Κοίτα τα χρόνια, μαραμένα στο περβάζι,
ήρθαν φωτιές και δεν τα πότισε κανείς.
Τρύπια η υπόσχεση, που σάπισε και στάζει
νεκρές ελπίδες, στα σκαλιά της προσμονής.

22
Οι χαραυγές των γκρίζων πρωινών,
θολές εικόνες σε παμπάλαιη κορνίζα.
Νότες σκιές σκοπών αλλοτινών
και τα δυό δάχτυλα γυμνά μέσα στην πρίζα.

Τις Κυριακές χλομιάζει η ανατολή,
θλιμμένοι στίχοι, στου εσπρέσσο το φλιτζάνι.
Ώρες στοιχειά, ματώνουν το φιλί,
το τάμα ψάχνουνε, σαν άγιοι ζητιάνοι.

Τα δειλινά τα’αγόγγυστου λυγμού,
εκεί που γίνονται τα όνειρα φενάκη,
σκέψη τρελή, που**να του συρμού,
σερβίρει θάνατο με δόσεις, σε σφηνάκι.

Νύχτες βροχές, ορίζουν τις ποινές,
εισαγγελείς πενταμελούς σε απαρτία.
Με ύφος βαρύ, παράκρουσης φωνές,
τη λογική μετουσιώνουν σ’αμαρτία.

23
ΤΟ ΦΩΣ ΛΙΓΟΣΤΕΥΕΙ


(Μια αδέξια σπουδή πάνω σε ένα σπουδαίο ποίημα-τραγούδι)


Το φως λιγοστεύει,
Οι μέρες γεμίζουνε σκόνη,
θανάτου σιωπές συντροφεύουν τις μνήμες.
Αντένες και δέκτες τρισδιάστατοι,
κραυγές σαστισμένων «σωτήρων»,
με φόβους κυκλώνουν τη σκέψη.

Το φως λιγοστεύει,
τα όνειρα γίνονται χιόνια,
θρηνούν οι στιγμές, τις φρικτές απουσίες.
Παγώνει το «χτες» στην κατάψυξη,
μαζί σε ψυγεία ντουλάπες,
με φρούτα και σάπιες ιδέες.

Το φως λιγοστεύει.
Αιώνων ακοίμητος πόνος,
χαράζει στην πέτρα επικήδειους λόγους.
Γυμνός ξεψυχάει ο Έρωτας,
με σφαίρες στα άσπρα φτερά του,
με κόκκινη πίκρα στα μάτια.

Και στη μέση ενός κόσμου που κλαίει,
αγέραστη μούσα ψυχή,
στο σκοτάδι αστραπή, με τυφλώνεις.


24
ΧΙΛΙΕΣ ΖΩΕΣ Σ’ΑΚΟΛΟΥΘΩ




Στις άγριες θάλασσες στα χέρια πειρατών,
κι ύστερα μάντισσα σε γνώρισα στην Τροία.
Στα Σούσα μάγισσα, πλανεύτρα των θνητών,
και στ’ αμφιθέατρα βορά για τα θηρία.

Στο Αλ Χαλίλι, να πουλάς μπαχαρικά,
στην άγια Πόλη, μοναχή και κολασμένη.
Να κουβεντιάζεις στους Δελφούς μ’αερικά,
στο μεσοπόλεμο, τροτέζα μεθυσμένη.

Την Ισπανία Πασιονάρια να δονείς,
Κι άλλη φορά στην Αραβία βεδουίνα.
Σεπτή ιέρεια την Παλλάδα να υμνείς,
Πριν να στεφτείς αυτοκρατόρισσα στην Κίνα.

(Ρ)

Χίλιες ζωές σε συναντώ και με πονάς,
μοίρας γραμμένο στα όνειρά σου ν’ανασαίνω .
Μα άλλους θεούς κι άλλες αγάπες προσκυνάς.
χίλιες ζωές, σ’ακολουθώ κι αργοπεθαίνω.

25
ΜΕ ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΕ ΚΕΡΔΙΖΩ Η ΣΕ ΧΑΝΩ



Με μια παρτίδα σε κερδίζω ή σε χάνω,
σ’ένα παζάρι ανατολίτικο, σκληρό.
Μισή γκανιότα για το χρόνο το ρουφιάνο,
κι άλλη μισή γι’αυτόν που ορίζει τον καιρό.

Κίτρινα φώτα χρωματίζουν την ανία,
Μαροκινά μετάξια, ντύνουν τη σιωπή.
Σ’ ένα καρέ, σαν από Χόλλυγουντ ταινία,
ποντάρω ρέστα, στη μεγάλη ανατροπή.

Άβουλο θύμα στου γραμμένου την ατζέντα,
θολό μυαλό, κι όλο τζογάρει αβλεπί.
Στρωμένο φύλλο, από χέρι πάει για κέντα,
μα πάντα παίρνει το παιχνίδι άλλη τροπή.

(Ρ)

Και συ στο μπαρ μεσ’ στη σατέν σου τουαλέτα,
χαζογελάς με ξοφλημένους εραστές.
Τα όνειρα θάβεις, για μια γρήγορη ξεπέτα.
έπαψαν πια να σ’ εξιτάρουν οι ποιητές.



Σελίδες: [1] 2 3