Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - Ιππαρχος

Σελίδες: [1] 2 3 4
1
Βρήκα στο δρόμο

του φεγγαριού το πτώμα

μιας κρύας νύχτας


Και παραδίπλα

σβησμένα να κείτονται

μια χούφτα άστρα


Απλός άνθρωπος

με ποιον τρόπο να σκάψω

ουράνιο μνήμα;

2
Θάλασσες έμαθες να βάφεις με χρωστήρα
Πέλαγα ολάκερα να δείχνεις στον καμβά
Με κύματα ήρεμα ή άγρια και θαμπά
Και φλοίσβο ολοζώντανο κι αληθινή αλμύρα

Τον ουρανό ζωγράφισες και μαύρα νέφη
Κυοφορώντας άγρια και θυμωμένη μπόρα
Και φωτεινά ουράνια τόξα ελπιδοφόρα
Σαν υπενθύμιση διαρκή πως ο ήλιος επιστρέφει

Από ένα κομμάτι μάρμαρο κατάλευκο τη Σελήνη
Μπόρεσες και εξόρυξες με μαγεμένη σμίλη
Πανέμορφη και μάγισσα όπως την λεν οι θρύλοι
Ζηλόφθονη και φονική όπως την λεν οι θρήνοι

Τ’ αστέρια σ’ ένα κάτοπτρο έκλεισες ένα βράδυ
Τύψεις χωρίς να αισθανθείς και μεταμέλεια δίχως
Ώστε τις νύχτες ουρανός να γίνει για σένα ο τοίχος
Λίμνη να είναι το πάτωμα, η κλίνη σου καράβι

Και στο χαρτί το άπιαστο, το άυλο έχεις κλείσει
Κι όπως θεός δημιουργός έδωσες την πνοή σου
Και είδες ψυχές λογιών λογιών επάνω στο χαρτί σου
Χαρές και θλίψεις, τρόμους κι ελπίδες, αγάπες και μίση

3
Κλεόμαχος Απολλοδώρου, ναυμάχος Αθηναίος
καλός και αγαθός, ευγενής νέος
-θάμαζες την ομορφιά του αν τον κοιτούσες-
χιλιάδες χρόνια στο βυθό, στις Αργινούσσες
μία στο θάνατο κρυφή τού απέμεινε ελπίδα
να τον κηδέψει με τιμές η ευκλεής πατρίδα

Τον ύπνο του ποιος άραγε ταράσσει;
Σηκώνεται, ξυπνά τους σύντροφους με βιάση
Ακούνε θόρυβο ψηλά, ανθρώπους, βάρκες
Αλλίμονο, ξεχνάνε πως τα οστά τους και τις σάρκες
τα έχει θάλασσα αιώνες τώρα πια εξαφανίσει.
"Ήρθε η Αθήνα" λένε "για να μας τιμήσει!"

Κι όμως, σαν τη βροχή που πέφτει από τα νέφη
πλήθος κορμιά ασιάτες, νέοι, γυναίκες, βρέφη.
"Στέλνει μωρά" απορούν " η Ανατολή να μας νικήσει;"
Ο Κλεόμαχος - στους πεθαμένους δε χωράνε μίση -
ένα παιδάκι παίρνει σκυθρωπός από το χέρι
καμμιά ταφή δε θα 'χουν ούτε αυτοί, καλά το ξέρει...


4




Χάδια σου δίνανε τα κύματα για φίλεμα
να σ’ ακουμπήσουν κι ας χαθούν πάνω στα βράχια
καθώς κοιτούσες σιωπηλή το ηλιοβασίλεμα
με τα μαλλιά λυτά, ξανθά όπως τα στάχυα

και με τα μάτια σου στο χρώμα του αμέθυστου.
Φεύγανε τα σύννεφα μπροστά απ’ το φεγγάρι
με πόση έκπληξη το έβρισκες στη θέση του!
λες και φοβόσουν πως η νύχτα θα το πάρει.

Νησιά ξεφύτρωναν παντού μικροί παράδεισοι
μπορεί να πέσανε στη γη απ’ τα ουράνια
ίσως και να ήρθανε στο φως με κάποια ανάδυση
για να στεγάσουν της ψυχής σου την ορφάνια

Μα εσύ τους κοίταγες δειλή, αναποφάσιστη
ίδια παιδί που πρέπει να διαλέξει ένα παιχνίδι
μπροστά σε έσπρωχνε ο άνεμος , μα άσειστη
ποτέ δεν θέλησες να κάνεις το ταξίδι

5
Αναρωτιέμαι αν μπορεί να μελοποιηθεί τούτο δω το ποιηματάκι, αν αξίζει τον κόπο και αν προτίθεται να το κάνει κάποιος....

6
Lasciate ogni speranza voi ch' intrate , Δάντης, "Κόλαση" Άσμα ΙΙΙ, στίχος 9


Σαν μια παλιά φωτογραφία της Σμύρνης
τις μαύρες μέρες της καταστροφής
ψυχές δυστυχισμένες, κατηφείς
ανέμεναν στις παρυφές της λίμνης

Ούτε σταγόνα ιδρώτας, ούτε δάκρυ
στου περατάρη την ανέκφραστη μορφή
ούτε συμπόνοια ανεκδήλωτη, κρυφή
την ώρα που φοβέριζε: "Στην άκρη"

"Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα επιβάτες"
ειρωνευόταν με βαριά φωνή, βραχνή.
Τρεμάμενοι, αδιόρατοι σχεδόν, αχνοί
αποβιβάζονταν με κυρτωμένες πλάτες

Υπό το βλέμμα του βαρκάρη το θρασύ
καθώς κωπηλατούσε να επιστρέψει
βαδίζαν οι ψυχές μπουλούκι, δίχως σκέψη
και πίσω-πίσω ακολούθαγες κι εσύ

7

Στον κήπο με τ' αγάλματα σαν πέσει το σκοτάδι
το ηλιακό ρολόι μέσα του κρατάει το ρυθμό
ώστε με την αυγή να δείχνει το σωστό αριθμό
απ' τη σκιά του γνώμονα το ευθύγραμμο σημάδι

Στον κήπο, τα αγάλματα, σαν κάποιος δημιουργός
μετανιωμένος με ανάσα του ζωή χαρίζει
τα μάτια ανοίγουν, το λευκό τους δέρμα κοκκινίζει
και τα μαλλιά ανασηκώνει άνεμος αργός

Τα βάθρα τους αφήνουν και στο χώμα περπατούν
ξυπόλυτα, λερώνουνε τους πτυχωτούς χιτώνες
στη θήκη βάζουν τα σπαθιά, τους ίππους αμολούν οι αμαζόνες
και τα ψηλά καπέλα που τους βάραιναν πετούν

Κι οι άστεγοι, που τα παγκάκια έχουν για κρεβάτια
σαν τύχει κι απ' το θόρυβο ξυπνήσουν, αρχικά
θαυμάζουν κι απορούν, όμως με λόγια μελιστάλαχτα, γλυκά
κάποια φωνή και κάποιο χέρι τους σφαλίζουνε τα μάτια

Και ονειρεύονται βαθιά, οι ζωντανοί δυστυχισμένοι
αυτό που και τ' αγάλματα γυρεύουν: μια καλύτερη ζωή
Μα είναι φορές, που οι φύλακες τους βρίσκουν να είναι το πρωί
ίδιοι με αγάλματα,λευκοί, ακίνητοι και παγωμένοι

8
α
 Σ’ ένα γαλάζιο του Ιούλη σκηνικό
 η ζέστη γίνεται θηλιά που σφίγγει
 ο τζίτζικας με ύφος κυνικό
 αιώνια κοροϊδεύει το μυρμήγκι
 
β
 Το πέλαγος αρχαίο ελληνικό
 σε λήθαργο βαθύ ο Ποσειδώνας
 το κύμα στην ακτή ασθενικό
 άπιαστο όνειρο φαντάζει ο χειμώνας
 
 γ
 Τα νέφη μάγισσες σε κρίση πανικού
 πετάνε βιαστικά προς τη σελήνη
 η φήμη καύματος τα διώχνει κυνικού
 ή της Αρτέμιδος τα έλκει η σαγήνη;
 
δ
 Χαράματα ανατέλλει το αστέρι του Κυνός
 το πιο λαμπρό που Σείριο αλλιώς το λένε
 ο πόθος για δροσιά στα πλάσματα κοινός
 καθώς τα βράχια αρπάζουνε φωτιά και καίνε
 
 ε
 Αφόρητο του Ιούλη είναι το κάμα
 βράζει ο τόπος σαν τεράστιο μαγκάλι
 οι πέτρες και το χώμα ένα κράμα
 και πού να βρει κανείς μια σκιερή αγγάλη ;
 
 ζ
 Οι ακτίνες φωτεινή βροχή πυκνή
 ασφυκτική σε κάθε ανάσα η αύρα
 κάτω απ’ το βράχο αναπαύεται οκνή
 παραλλαγμένη στη σκιά μια σαύρα
 
 η
 Τα πάντα ακινητούν υπό τον ήλιο
 ατάραχα κοιμούνται τα παράλια
 θα έδινα – αν είχα -  ένα βασίλειο
 να κράταγα στο χέρι μια βεντάλια
 
 θ
 Βράζει ολόκληρος τριγύρω μου ο πόντος
 πανύψηλο το δέντρο δέκα μέτρα
 όμως ο ίσκιος που προσφέρει ούτε πόντος
 καθώς ζαρώνω καθιστός σε μία πέτρα
 
 ι
 Την ώρα που το κυνικό με λιώνει καύμα
 θα είναι –το ξέρω- πιο αφόρητο το βράδυ
 προσεύχομαι να γίνει κάποιο θαύμα
 λίγη δροσιά στο σώμα, στην ψυχή ένα χάδι
 
κ
 Προβάλλει στο στερέωμα ο Μέγας Κύων
 και κοκκινίζει το τοπίο της αυγής
 μου λείπει η δροσιά χειλιών οικείων
 λίγη ανυπόκριτη αγάπη και αμιγής

9
Καθώς αχνοφεγγίζει των ματιών το φως
πίσω απ' της θλίψης σου το γκρίζο πέπλο
μοιάζεις αγία που κοιτάζει από το τέμπλο
μοιάζω με κάποιον που προσεύχεται σκυφτός


Καθώς χορεύεις και λικνίζεσαι με χάρη
κι εγώ σ' ακολουθώ με τη ματιά
μοιάζεις με άνεμο που ορμάει απ' το νοτιά
μοιάζω με φύλλο που μαζί σου το 'χεις πάρει


Καθώς σαλεύουνε τα χείλη σου λιγάκι
κι ακούγεται η τόσο που πεθύμησα φωνή
μοιάζεις σειρήνα του πελάγου αλαργινή
μοιάζω Δυσσέας που ξεχνάει την Ιθάκη


Καθώς κοιμάσαι βυθισμένη στα όνειρά σου
κι όπως πτυχώνει η αναπνοή το νυχτικό
μοιάζεις με άγαλμα αρχαίο ελληνικό
μοιάζω με γλύπτη που σμιλεύει τα μαλλιά σου

10
Δεν υπάρχει λόγος παρεξήγησης, εκτιμώ κάθε καλοπροαίρετη κριτική

11
Γράφω για τους μέτριους ποιητές
μέτριοι ασφαλώς αυτοθεωρούμενοι
και όχι βέβαια ποιητές
Αν τους ρωτούσες θα το αρνιούνταν
σαν κάποιο παλαιό, ανήθικο αμάρτημά τους
χωρίς, συνήθειο καθώς το έχουν,
να σε κοιτάζουνε στα μάτια.
Για τη μετριότητά τους όμως πεπεισμένοι
κι αυτό το δείχνουν όλο άγχος
μήπως και κάποιος τους προσέξει να υπερέχουν.

Στο δρόμο αν τύχει να τους απαντήσεις
δύσκολα μπορείς να τους διακρίνεις
ίσως το βλέμμα τους το χαμηλό
ίσως τα χείλη τους να τους προδώσουν
καθώς θα μουρμουρίζουν κάποιον στίχο
ή ένα χαρτί θα μουτζουρώνουν βιαστικοί
που θα το κρύβουν σαν φωτιά που πάει να σβήσει

Γράφω για τους μέτριους ποιητές
καταδικασμένοι να' ναι ποιητές και μέτριοι συνάμα
χωρίς ελπίδα να μπορέσουν κάποια μέρα
λαμπροί να γίνουν σαν κι εκείνους που θαυμάζουν

Και μόνο αποκούμπι τους, πηγή χαράς
και περιφάνειας ανεξάντλητο πηγάδι
ένας – δυο στίχοι που φαντάζουν να’ ναι ξένοι
θαρρείς γραμμένοι από φτασμένους ποιητές
που κάποια έμπνευση ανεξήγητη, ένα πρωί
σαν μέσα σ’ όνειρο θαμπό τούς είχε χαρίσει
Ήταν ευχή, ήτανε δώρο που ζητούσανε με πάθος
μα είναι και άγκυρα που τους κρατά δεμένους
είναι εμπόδιο που δε θα ξεπεράσουν

Γράφω για μένα...
[/t][/t]

12
Θλιβερά γεννήματα του νου
 λέξεις ασήμαντες, γραμμένες
 υπό την έμπνευση καιρού αλλοτινού
 λέξεις δικές μου και συνάμα ξένες
 
 Τι άσχημες που κείνται στη σελίδα
 κάποιες νεκρές, άλλες ψυχορραγούν,
 καρτερικά προσμένοντας, χωρίς ελπίδα,
 τη λήθη και το θάνατο που δεν αργούν
 
 Σαν νοσταλγία απρόσκλητη με επισκεφτεί
 να ξεφυλλίσω τα τετράδια που κρύβουν
 παλιά ποιήματα που χρόνια έχουν θαφτεί
 μοιάζουν λευκώματα με εικόνες που με θλίβουν
 
 Και καταλήγουν κλειδωμένα σε ερμάρια
 ενός σπουδαίου παρελθόντος και τρανού
 απολιθώματα, σκέψεων λαμπρών απομεινάρια
 θλιμμένα, θλιβερά γεννήματα του νου

13
Μάλλον πρέπει να εξηγηθώ:

Πρώτα πρώτα, για να μην παρεξηγηθώ, αφού σε καμμιά περίπτωση θα ήθελα να δημιουργηθεί υπόνοια ότι τον σατιρίζω ή ότι σαρκάζω, η απάντησή μου προς τον Στιχοπλόκο ήταν ειλικρινής. "Είναι μάλλον προφανές" σημαίνει ότι  δεν αναφέρομαι σε πραγματικά σπουδαίους ποιητές αλλά σε "σπουδαίους" ποιητές. Ή μήπως σε σπουδαίους "ποιητές" ή σε "σπουδαίους ποιητές"; Κι εγώ δεν ξέρω τι απ' από τα τρια θα έπρεπε να γραψω, οπότε το άφησα χωρίς εισαγωγικά. Τα συμπληρώνει καθένας κατά βούληση.

Όταν λέω ότι είναι κυρίως αυτοκριτική εννοώ πως κι εγώ έχω γράψει, ή έχω σκεφτεί ότι ο ουρανός ματώνει, ότι ο ήλιος αργολιώνει, ότι το πέλαγος κοιμάται κλπ κλπ. Κι εγώ έχω πάρει δύναμη ή απογοήτευση ανάλογα από την ανταπόκριση σε πράγματα που έχω γράψει. Βεβαίως το να γράψει κανείς ότι ο ήλιος αργολιώνει είναι ενδεχομένως αντάξιο σπουδαίας ποίησης. Είναι μια μεταφορά που μπορεί να αναφέρεται πχ σε ήλιο που δύει μέσα στη θάλασσα. Μάλιστα πιστεύω ότι είναι μια ταιριαστή μεταφορά. Συνεπώς ελπίζω πως γίνεται κατανοητό ότι τουλάχιστον η δεύτερη στροφή, αν απομονωθεί, είναι σατιρική (ή τουλάχιστον αυτή ήταν η πρόθεσή μου), αλλά δεν βάλλει εναντίον κάποιων, ποιητών ή μη, αφού θεωρώ και τις δυο μεταφορές που αναφέρονται στη στροφή εύλογες. Ή αλλιώς αν θέλετε, είναι σκόπιμα αντιφατική: κοροϊδεύω κάτι που εν γνώση μου δε θα έπρεπε να κοροϊδεύω.

Η τρίτη στροφή κι αν είναι αυτοκριτική! Τα λόγια αυτά τα έχω σκεφτεί, τα έχω νιώσει. Και έχω καλά αντιληφθεί τη ματαιότητά τους.

Αν πρέπει να υπάρχει κάποιος στόχος, αυτός σίγουρα δεν είναι κάποιος ποιητής, ή δυνάμει ποιητής ή "ποιητής". Ό,τι μικρό ή μεγάλο γράψει κανείς, δεν είμαι εγώ κατάλληλος να το (λογο)κρίνω. Η  πρώτη και η τέταρτη στροφή, κατηγορούν κυρίως τους χειροκροτητές, αυτούς που διαβάζουν κάτι κοινότοπο ή εξεζητημένο και ενθουσιάζονται (τελευταίοι δύο στίχοι)

Όμως ειλικρινά όταν το έγραφα, δεν περίμενα ότι θα χρειαζόταν να αναλυθεί τόσο πολύ...

14
Είναι νομίζω προφανές.

15
Ίσως γι' αυτό ακριβώς. Ευχαριστώ πάντως...

16
Καμμία σχέση. Μάλλον αυτοκριτική είναι παρά οτιδήποτε άλλο...

17
Ποιητές λαμπροί και των γραμμάτων φάροι
 Ποιητές σπουδαίοι, ταλαντούχοι και τρανοί
 Αν σας τραβήξουν των επαίνων το σκαμνί
 Νάνοι θα μείνετε με τσακισμένο το ποδάρι
 
 Τον ήλιο βλέπετε τάχατες να αργολιώνει
 Και πόσο θρηνείτε σαν ματώνει ο ουρανός
 Την μαύρη τύφλα σας δε βλέπετε αφ’ ενός
 Και αφ’ ετέρου ειν’ το μυαλό σας που θολώνει
 
 Και γράφετε λόγια σαν ..τη θεία μου παχιά
 «Θα σ’ αγαπώ ώσπου να σβήσουν τ' άστρα!
 Για να ‘ρθω πλάι σου θε να γκρεμίσω κάστρα!»
 Την τρίχα πόσο εύκολα την κάνετε τριχιά!
 
 Οι χειροκροτητές σας βλέπουνε με δέος
 Και πάντα σας διαβάζουν με κομμένη αναπνοή
 «Μα δεν μπορεί, βεβαίως κάτι άλλο θα εννοεί
 Ετούτος είναι ποιητής με τάλαντο, σπουδαίος!»

18
Στάζει για χρόνια η μοναξιά απ’ το ταβάνι
 αδρές, κατάμαυρες σταγόνες,
 έχω μάθει πια να ξεχωρίζω τον ήχο τους
 όμοιο με φθινοπωρινή βροχή πάνω σε τσίγκο
 να διακρίνω τους θολούς ομόκεντρους κύκλους
 στη μικρή λιμνούλα της γαλήνης που διαταράσσεται,
 τα ίχνη στους τοίχους ίδια με πορεία σαλιγκαριού.
 Και βλέπω απαθής καταμεσίς του δωματίου
 σταγόνα τη σταγόνα να σχηματίζεται
 ο σταλαγμίτης που υψώνεται κατακόρυφα,
 γερή κολώνα για να στηρίζεται
 το οικοδόμημα της μοναξιάς
 

19
Ασφαλώς έχεις δίκιο στη παρατήρηση που κάνεις. Ευχαριστώ!

20
Θα ήθελα να σε είχα αγκαλιά
 φιλιά να σου γεμίζω τις πατούσες
 εσύ γλυκά να μου χαμογελούσες
 ίδιο πουλάκι στη ζεστή του τη φωλιά
 
 Στα πρώτα βήματα θα σ' είχα από  το χέρι
 θα σου 'δειχνα να γράφεις, να διαβάζεις
 εσύ στους ουρανούς να μ' ανεβάζεις
 κι εγώ από κει  να σου χαρίζω κάθε αστέρι
 
 Θα μου 'λεγες τα μύχια μυστικά σου
 θα ήμουν δίπλα σου καθώς θα μεγαλώνεις
 όλο καμάρι θα σε έβλεπα να αλώνεις
 πόλεις και κάστρα που θ' ανοίγονται μπροστά σου
 
 Κι όταν τελείωσει η ποσότητα της άμμου
 καθώς θα σώνεται το λάδι στο καντήλι
 την ώρα που χωρίζεται το πνεύμα από την ύλη
 θα 'θελα να 'σουν άγγελος σιμά μου ...

21
Σκληρός φαντάζει ετούτος ο τόπος
κρίνοντας απ’ τα κατάλευκα βράχια
προσαρμοσμένα απόλυτα στο τοπίο
τον ήλιο που πέφτει κατακόρυφος
το κύμα που ξεθυμαίνει οργή προαιώνια
τον άνεμο που λυσσομανά σαν τρελλός
και πηγαίνει και έρχεται στην ερημιά.
Το φωνάζει η ηχώ του ξεραμένου πηγαδιού
το μόνο απομεινάρι μιας υγρής εποχής
ο απόμαχος κουβάς που σκουριάζει στην άκρια
το διψασμένο χώμα που απορροφά κάθε σταγόνα
και αχόρταγο ζητάει συνεχώς κι άλλη.
Το βλέπεις στα χορταριασμένα ερείπια
που έχουν χάσει από χρόνια την οροφή τους
στα ερπετά που έχουν έρθει να κατοικήσουν
και απειλούν με έξωση τα οικόσιτα φαντάσματα.
Στο δείχνει ο κακοτράχαλος χωματόδρομος
που ξέρει μόνο να διώχνει και όχι να φέρνει
τους κουρασμένους του οδοιπόρους
η αλειτούργητη εκκλησία με τα σβησμένα κεράκια
και τους ανάπηρους αγίους στον τοίχο
άλλος χωρίς πόδι, άλλος με μισό φωτοστέφανο
η καμπάνα που έχει ξεχάσει πώς να σημαίνει
η αυλή του σχολείου που νοσταλγεί παιδικά γέλια.
Το διαβάζεις στα ξεθωριασμένα ονόματα των τάφων
σαν αμνησία που προκάλεσε το πέρασμα του χρόνου
στους σταυρούς που τους συγκρατεί μόνο μία ακίδα
στο σβησμένο καντήλι με το σωμένο του λάδι
στη φωτογραφία χωρίς τζάμι του αγαπημένου.
Σκληρός ο τόπος ακόμα και για τους νεκρούς του.
Μα κυρίως το νιώθείς με όλη την ψυχή σου
παρατηρώντας τους ελάχιστους κατοίκους
να παραχωρούν τη θέση τους στο φτωχικό τραπέζι
να φέρνουν με τρεμάμενα χέρια προσεκτικά
το δίσκο με το κανάτι και το γλυκό του κουταλιού
κοιτάζοντας στα μάτια περιμένοντας να επιδοκιμάσεις
να λένε «εδώ μου έλαχε να ζήσω, εδώ ζητώ να πεθάνω».
Σκληρός ο τόπος για τον ανθρώπινο βίο
κρίνοντας από την τρυφερότητα της ψυχής των γερόντων.

22
Σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια...

23
Γοργόνα θ’ άξιζε να ήσουνα πλωριά
 Όμως στεκόσουνα ακίνητη στην  πρύμνη
 Της λησμονιάς διασχίζοντας τη γκρίζα λίμνη
 Για να περάσεις στην απέναντι μεριά
 
 Σαν άστρο έλαμπε της νιότης σου η χάρις
 Μα ήταν το βλέμμα σου απύθμενα θολό
 Σα να ντρεπόσουν που δεν είχες οβολό
 Όταν στον ζήτησε για ναύλο ο περατάρης
 
 Είχες στην όψη σου μια νοσταλγία πικρή
 Για την ηλιόλουστη που άφηνες πατρίδα
 Κουράγιο σού’ δινε μια τελευταία ελπίδα
 Να σε προσμένουν οι που αγάπησες νεκροί
 
 Μουντό, βαθύσκιωτο του τέλους το λιμάνι
 Πλημμυρισμένο με αδιατάραχτη σιωπή
 Κι ήταν απέραντα θλιμμένοι, σκυθρωποί
 Όσοι κοιτούσαν απ’ το αντίκρυ ανθρωπομάνι
 

24

Έσταζε το φως απ' του συννέφου τη λαβωματιά
λευκό κρασί απ' των θεών το πατητήρι
γέμιζε ως απάνω των ματιών σου το ποτήρι
αχ! να μπορούσα να σου κλέψω μια σταλαγματιά

Μεθούσε με το βλέμμα σου ο άνεμος του νότου
παραπατώντας πήγαινε προς την ανατολή
τα ηλεκτροφόρα σύρματα δονούσε σα βιολί
καθώς σιγοτραγούδαγε τον πιο γλυκό σκοπό του

Κι ο ήλιος καθώς έδυε σε κέρναγε μαυροδάφνη
ζεστό της θείας μετάληψης γλυκόπιοτο κρασί
απλόχερα το πρόσφερες, ίδια θεά εσύ
σε όποιον ποθεί συγχώρεση και διακαώς την ψάχνει


Μα γρήγορα σωνότανε κι αργούσε ακόμα η αυγή
πικρό κρασί σε κέρναγε και μαύρο το σκοτάδι
αυτό που πίνουν οι νεκροί και τραγουδούν στον Άδη
μα όταν το πιουν οι ζωντανοί ακούγεται σαν κραυγή

25
   
Παγώνουνε οι σκέψεις απ’ τον πόνο
κοντά σου μόνο θέλω να βρεθώ
ας ξέρω πως στο τέλος θα χαθώ
στο πλάι σου να είμαι κι ας ματώνω

Το δέρμα σου μου φτάνει να αγγίζω
το γκρίζο σου το βλέμμα να κοιτώ
το χέρι σου μονάχα να κρατώ
στο άγνωστο μαζί σου ας βαδίζω

Το γέλιο σου να ακούω και ας κλαίω
θα λέω στο Θεό ευχαριστώ
το άρωμά σου το ευωδιαστό
ζητώ απ’ τον αέρα που αναπνέω

Στα όνειρά σου να’ ρθω ένα βράδυ
μες στο σκοτάδι να σου φέρω φως
το ίδιο αγνά καθώς ο αδελφός
φιλί να σου χαρίσω κι ένα χάδι

Σελίδες: [1] 2 3 4