Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Agar-agar

Σελίδες: [1] 2
1
Κάποια φάση του προγράμματος, αδύνατον να θυμηθεί πια κανείς ποια ακριβώς, προέβλεπε την ανάδειξη του πρωτογενούς στοιχείου πάσης φύσεως και (πρωταρχικά) των απλών «λαϊκών» μελών της κοινωνίας, στους οποίους έπρεπε να αναγνωριστεί ύψιστη αυθεντία και προτεραιότητα.
Επιστήμονες και καλλιτέχνες συναναστρέφονταν με τους αυτοδίδαχτους μάστορες που κατείχαν οποιοδήποτε είδος τέχνης.
Απλοί ποιμένες δέχονταν ύψιστες τιμές από θρησκευτικούς ηγέτες και ιεράρχες όλων των δογμάτων.
Ταπεινά (έστω και εγκαταλελειμμένα) εικονοστάσια των δρόμων αναγνωρίζονταν και τιμούνταν ως τόποι λατρείας σημαντικότεροι από τους περίτεχνους αρχιτεκτονικά και ιστορικούς ναούς, οι οποίοι, ιδιαίτερα στις δυτικές περιφέρειες, σύντομα μετατράπηκαν σε μουσεία και γκαλερί τέχνης.
Φιλόσοφοι και μελετητές παρουσιάζονταν να κρέμονται κυριολεκτικά από τα χείλη και τα θέσφατα γερόντων και γεροντισσών (όσων είχαν απομείνει), τους οποίους αναζητούσαν και ανακάλυπταν σε κάθε απομονωμένο χωριό, σε κάθε ταπεινό σπίτι. Ιδιαιτέρως περιζήτητοι ήταν οι αγράμματοι γονείς επιτυχημένων στελεχών της κοινωνίας.
Οι δάσκαλοι στα σχολεία, εκθείαζαν επιδεικτικά και αψηφώντας κάθε μέχρι τότε παραδεκτό κανόνα παιδαγωγικής, τα τέκνα των φτωχών και περιθωριακών οικογενειών για την οποιαδήποτε υποψία προσπάθειάς τους, ανεξαρτήτως τελικών επιδόσεων ή επιτυχιών τους.
Παρόλα αυτά, για να αποφύγουν απογοητεύσεις και αποτυχίες του παρελθόντος (παρόμοιο φαινόμενο είχε εμφανιστεί 180 περίπου χρόνια παλιότερα), αποθάρρυναν οποιαδήποτε κίνηση θα περιείχε την ιδέα της ούτως καλούμενης λαϊκής συμμετοχής.
Το όλο πρόγραμμα έπρεπε να εφαρμοστεί μαζικά αλλά κυρίως ελεγχόμενα.
Εγώ, την περίοδο εκείνη, κατά την πάγια συνήθειά μου, είχα μείνει (έτσι νόμιζα) εκτός του γενικού κλίματος.
Εύλογη λοιπόν η έκπληξή μου όταν κάποιο πρωί (την ώρα μάλλον του δεύτερου γεύματος της ημέρας), ένα συνεργείο ενός από τα πλέον δημοφιλή τηλεοπτικά κανάλια της χώρας (ο όρος χρησιμοποιούταν ακόμα τότε) ήρθε στο σπίτι για να πάρει συνέντευξη από τη γριά μητέρα μου. Η ίδια δε μου είχε πει τίποτα, παρόλο που είχε εγκαίρως ενημερωθεί, φοβούμενη, όπως πάντα άλλωστε, την κατάσταση των νεύρων μου.
Τι συγκεκριμένα ειπώθηκε σ’ εκείνη τη συνέντευξη δεν έμαθα ποτέ, άλλωστε θα έβαζε στοίχημα πως οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που άκουσαν τα αφτιά των δημοσιογράφων εκείνο το πρωί, εγώ το είχα ήδη ακούσει τουλάχιστον 2 ή 3 φορές μέσα στην τελευταία εβδομάδα. Η καημένη η μητέρα μου βλέπετε, είχε ήδη τότε προ πολλού περάσει εκείνο το ανεπίστρεπτο σημείο, πέραν του οποίου η αναφορά σε οποιουδήποτε είδους λογική γίνεται για λόγους καθαρά ανθρωπιστικούς και προς χάριν της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Μέσα στη θύελλα της νοητικής της ασυνειδησίας, η γερόντισσα είχε μέσα στα 3 τελευταία χρόνια ζήσει τουλάχιστον 5 διαφορετικές ζωές, όλες απόλυτα αληθινές, αλλά όχι απαραίτητα δικές της.
Άφησα τη μητέρα μου μόνη με το συνεργείο και κατευθύνθηκα προς τον Όμιλο.
Συνάντησα και χαιρέτησα όσα μέλη βρίσκονταν εκεί ξεχασμένα από την προηγούμενη ημέρα, επιδιδόμενα σε ανελέητη χαρτοπαιξία, η οποία πλέον θεωρούνταν ύψιστη τεχνική απασχόληση.
Με κέρασαν αφέψημα και συζητήσαμε για τον καιρό, την πολιτική και την επικείμενη παράταση της ισχύος των συνδικαλιστικών συμφωνιών.
Τους ήξερα όλους με το όνομά τους. Είχαμε μεγαλώσει μαζί, αν και σε διαφορετικούς τόπους ο καθένας. Εγώ ειδικά ήμουν μάλλον από τους πιο καινούργιους, αλλά όλα αυτά τα χρόνια, μέσω του διαδικτύου, είχαμε αναπτύξει (κάπως) στενές σχέσεις.


2
Έφυγα από τον κόσμο και περπάτησα
Κι όλους της γης και τ' ουρανού τους δρόμους πάτησα
Κι η μαύρη μου ψυχή απ' τα βάθη ανάσανε
Άφησα πίσω μου τον έρωτα, την προδοσία
Τ' απατηλά μου όνειρα για την αθανασία
Που την καρδιά μου τόσα χρόνια τη χαλάσανε
Τα πάθη μου, τον οίκτο και το θαυμασμό
Την αρχικήυ μου πίκρα για το χωρισμό
Τα ξέχασα όλα κι όλα -είπα- με ξεχάσανε.

Θεοί και Δαίμονες με τράβηξαν κοντά τους
Κι είδα -στα μάτια μου να ζούν- χίλιους θανάτους
Που να με βλάψουν δεν μπορούσανε ξανά
Γύρισα τους βυθούς κι όλα τ' αστέρια
Και της αβύσσου η σκοτεινιά μου πάγωσε τα χέρια
Κι έπαψε πια η καρδιά μου να πονά
Έζησα μές το φως και το σκοτάδι
Κι είδα παλιούς συντρόφους μου στον Άδη
Και στα Ηλίσια Πεδία τα φωτεινά.

Ναι, έφυγα και ταξίδεψα χρόνια και χρόνια
Κι είδα πολλές φορές να λιώνουνε τα χιόνια
Πάνω στις θάλασσες και στ' ουρανού τις σφαίρες
Μα τώρα που έφτασα ξανά σ' αυτά τα μέρη
Που μιας πατρίδας γνώριμης φυσάει τ' αγέρι
-Τώρα που ξέφυγα από θάλασσες και ξέρες-
Ένα κορίτσι μες την αγκαλιά μου κλαίει
-Θεέ μου τα μάτια της τι μου θυμίζουν;- και μου λέει
Πως έλειψα μονάχα εννέα μέρες.


3
Ας κρατήσει για πάντα στα χειλάκια σου η λήθη
το χαμόγελο. Εγώ θα σου πω παραμύθι

για ένα άλλο παιδάκι, που όταν του 'λειψε ένα
κοκκαλάκι απ' αυτά που 'χε πριν μαζεμένα,

απ' το χέρι του κόβει το μικρό δαχτυλάκι
και στο χώμα το μπήγει, τελευταίο σκαλάκι

να πατήσει, ν' ανέβει - τι χαρούμενο τέλος! -
το βουνό και να ρίξει του άλλου κόσμου το βέλος

4
Εδώ το φως θα μ' έφτυσε, σεις κύματα μ' ακούτε
κι εσύ με το σκοτάδι σου σπηλιά, που σιγοτραγουδώ.
Απόψε ψεύγω, χάνομαι μακριά απ' τους άλλους κι ούτε
ένα δεν μένει χνάρι μου πάνω στην άμμο που πατώ.

5
Τώρα που όντως κλείσανε, όπως είπε,
τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα,
η μόνη ελπίδα μου έμεινε γλυκέ μου κήπε,
στο θροϊσμό των φύλλων σου το λήγοντα.

Κι αν κλείσει έτσι η τελευταία εκκρεμότητα
και η διαθήκη η τελευταία αν πληρωθεί
θα μείνεις κήπε μου γλυκέ σε ετοιμότητα,
μόλις κι ο κύκλος πάλι αυτός συμπληρωθεί,

πάλι και γιούλια και κυκλάμινα κι ας μην τα ξέρω
ν' ανθίζεις όπως άνθιζες και ήξερες
θα 'χεις εμένα κήπε μου σε μια άκρη γέρο,
τις χάρες σου να χαίρομαι τις ύστερες.

6
Σαν σε κοιτάζω, αδιαφορώ
σαν μεγαλώσω τι θα γίνω
τα ίδια ρούχα όλο φορώ
και σημασία καμιά δε δίνω.
Σαν σε κοιτάζω αδιαφορώ
μες τη ζωή τι θ' απογίνω.

Σαν δεν σε βλέπω ανησυχώ,
σαν τον μπεκρή συνέχεια πίνω
να πάω σπίτι μου ξεχνώ
και το τσιγάρο μου δε σβήνω.
Σαν δεν σε βλέπω ανησυχώ
μες τη ζωή τι θ' απογίνω.

7
Δεκαοχτώ χιλιόμετρα καιρό
μου δίνεις μοναχά για να σε πείσω
να μην κατέβεις απ' το μαύρο μου φτερό
προτού την έρμη διαδρομή μου τερματίσω.

Δεκαοχτώ χιλιόμετρα καιρό
για μιας ζωής χρεόγραφα να σκίσω
και με μιας πλάνης νέας το νερό
ετών φωτός τα ψέματα να σβήσω.

Δεκαοχτώ χιλιόμετρα καιρό
που προσπαθώ όπως παλιά να ξαναζήσω
μ' όποιο κομμάτι μου απέμεινε γερό
απ' όταν μ' άφησες για πάντα να σ' αφήσω.

8
Από έναν δρόμο ερημικό του σκοταδιού,
Που άγγελοι μόνο τον στοιχειώνουν του κακού
Κει που ένα Είδωλο που 'ν' ΝΥΧΤΑ τ' όνομά του
Σε μαύρο στέκει αιώνια θρόνο του θανάτου
Σ' αυτές τις χώρες εδώ κάτω έχω πια φτάσει
Απ' τη χλωμή της Θούλης γη που 'χω περάσει-
Απ' το βασίλειο που φριχτό και πάντα μόνο
Στέκει τρανό πέρα απ' το ΧΩΡΟ κι απ' το ΧΡΟΝΟ.

Ρέματα ατέλειωτα κι απέραντες κοιλάδες
Δάση τιτάνια, σπηλιές, βαθιές χαράδρες
Που τη μορφή τους βλέμμα ανθρώπινο δε φτάνει
Καθώς η πάχνη γύρω αόρατα τα κάνει
Βουνά τεράστια που αδιάκοπα γλιστρούνε
Μέσα σε θάλασσες απύθμενες να βυθιστούνε
Θάλασσες που φουσκώνουν μανιασμένα
Στα ουράνια ν' ανεβούν τα φλογισμένα
Λίμνες που αιώνια απλώνουν τα νερά τους
-Έρμα νερά, που κρύβουν μέσα τους θανάτους-
Νερά ασάλευτα πάντα κρυσταλλιασμένα
Με χιόνια από τα κρίνα τα γερμένα.

Εκεί στις λίμνες που όλο απλώνουν τα νερά τους
-Έρμα νερά, που κρύβουν μέσα τους θανάτους-
Νερά ασάλευτα πάντα κρυσταλλιασμένα
Με χιόνια από τα κρίνα τα γερμένα-
Κει στα βουνά -που τη χλωμή την όχθη αγγίζουν
Του ποταμού και σιγανά κι αιώνια μουρμουρίζουν-
Εκεί στα δάση -και τα έλη εκεί τα μαύρα
Όπου για σπίτι τους κρατούν ο βάτραχος κι η σαύρα-
Εκεί στους ζοφερούς κι απαίσιους λάκκους
Που κατοικούνται μόνο από τους δράκους-
Εκεί στη γη του πλέον ανίερου μαύρου τόπου
Στην καθεμιά πιο θλιβερή γωνιά είναι όπου
Έκθαμβος ο διαβάτης σαν περνάει
Του παρελθόντος αναμνήσεις συναντάει
Μορφές σαβανωμένες που στενάζουν
Καθώς το δύστυχο οδοιπόρο πλησιάζουν
Μορφές λευκές φίλων παλιών που από καιρό
Μ' αγώνα δόθηκαν σε Γη και σ' Ουρανό.

Για την καρδιά που δυστυχίες έχει ασκέρι
Τούτη η χώρα ανακούφιση θα φέρει
Και για το πνεύμα που πορεύεται μακριά απ' τον ήλιο
Μοιάζει σα να 'ναι του Ελντοράντο το βασίλειο!
Μα ο ταξιδιώτης άμα τύχει να περνάει
Να την κοιτάξει δεν μπορεί και δεν τολμάει
Και μένουν πάντοτε κρυφά τούτου του τόπου
Τα μυστικά απ' το θνητό βλέμμα του ανθρώπου
Έτσι το θέλησε ο αφέντης του και διατάζει
Να μη σηκώνεται το πέπλο αυτό που τη σκεπάζει
Κι έτσι η έρμη που περνά ψυχή εκείνη
Μόνο από κρύσταλλο λες μαύρο τη διακρίνει.

Από έναν δρόμο ερημικό του σκοταδιού,
Που άγγελοι μόνο τον στοιχειώνουν του κακού
Κει που ένα Είδωλο που 'ν' ΝΥΧΤΑ τ' όνομά του
Σε μαύρο στέκει αιώνια θρόνο του θανάτου
Σ' αυτές τις χώρες εδώ κάτω έχω πια φτάσει
Απ' τη χλωμή της Θούλης γη που 'χω περάσει.

9
Ξημερώνει; Δεν ξέρω, κοιμηθήκαμε νωρίς
Ο καφετζής, καθώς περνούσαμε, το μαγαζί του
τ' άνοιγε ήδη, ή μήπως το 'κλεινε; Μήπως μπορείς
να φανταστείς; Τώρα ο φίλος μου κι εγώ μαζί του

- που μ' έχει κιόλας μετά θάνατον προδώσει -
στην αμμουδιά την άδεια, κάτασπροι απ' τ' αλάτι,
μάταια -μάλλον- περιμένουμε να ξημερώσει,
τ' άστρα μακριά κοιτάζοντας μ' αιώνιο μάτι

10
Στα Ουράνια ένα πνεύμα κατοικεί
"Που 'ναι η καρδιά του σαν χορδές λαγούτου".
Με τέτοια εξαίσια ομορφιά άλλος εκεί
Όπως τον άγγελο Ισραφήλ δεν τραγουδεί
Κι όλοι οι πλανήτες (λένε οι θρύλοι) εκστατικοί
Παύουν των ύμνων τους τη μουσική
Βουβοί ν' ακούνε τη φωνή του αγγέλου τούτου.

Και καθώς ψηλά τρεκλίζει
Στο μεσουράνημά της που ανεβαίνει
Η σελήνη ερωτευμένη
Απ' την αγάπη της ροδίζει
Ενώ, κάθε μετέωρο στα ουράνια χάη
(Που στις γρήγορες Πλειάδες πλάι
Που 'ναι επτά, πάντα πετάει)
Για ν' ακούσει, την τροχιά του σταματάει.

Και λέει (η χορωδία των άστρων κείνη
Κι όποια ύπαρξη ακούει άλλη)
Ότι στον Ισραφήλ τη φλόγα δίνει
Η λύρα του, που δεν αφήνει
Μα πάντα δίπλα του στέκει και ψάλλει
Έγχορδο ζωντανό που έχει μείνει
Με παράξενες χορδές να πάλλει.

Μα οι ουρανοί που ο άγγελος πατάει
Ειν' το βασίλειο που μόνο η σκέψη είναι χρέος
Και αρχαίος Θεός η Αγάπη το κρατάει.
Εκεί τα μάτια των Ουρί γεμίζουν πλέρια
Με ομορφιά που οι άνθρωποι με δέος
Θαυμάζουν μόνο από μακριά στ' αστέρια.

Όχι, ο Ισραφήλ σφάλμα δεν κάνει,
Που ένα τραγούδι δίχως πάθος
Στα χείλη του ποτέ δεν πιάνει.
Σ' αυτόν αξίζει δάφνινο στεφάνι,
Για της φωνής και της σοοφίας του το πάθος!
Ας ζει αιώνια και θλίψη ας μην τον φτάνει!

Όλη τούτη η έκταση στα ουράνια ύψη
Με τις φλογισμένες νότες του ταιριάζει-
Με την αγάπη του, το μίσος, τη χαρά, τη θλίψη,
Με το πάθος του λαγούτου του και μοιάζει
Δίκαιο, κάθε αστέρι βουβό να τον θαυμάζει.

Ναι, τα ουράνια δικά του έχει όλα
Κι εμείς εδώ έναν κόσμο με χαρές και πόνο.
Τ' άνθη μας άνθη μένουν μες το χρόνο,
Κι η μέρα μας η πλέον φεγγοβόλα
Δεν είναι παρά μια σκιά της ευτυχίας του μόνο.

Όμως, να μένω αν μπορούσα εκεί
Που ο Ισραφήλ τώρα κατοικεί
Κι αυτός κάτω στη γη αν κατοικούσε,
Ίσως με εξαίσια ομορφιά να τραγουδεί
Τις γήινες μελωδίες να μην μπορούσε,
Ενώ απ' τη λύρα μου στον ουρανό μια μουσική
Απ' τη δική του πιο γενναία ίσως ηχούσε.

11
Κάθε που βραδιάζει σ' ακολουθώ
σα σκιά σου όπου περνάς περνώ

Κάθε βήμα σου με φέρνει κι αλλού
σαν ταξίδι λεύτερο του μυαλού

Δεν πατώ στο χώμα μόνο πετώ
πάνω απ' τα μαλλιά σου σαν ξωτικό

Σαν τ' αγέρι δίπλα σου τραγουδώ
μα το πρόσωπό σου δεν μπορώ να δω

Μου το κρύβει η νύχτα κι η καταχνιά
σαν του φεγγαριού τη σκοτεινή πλευρά

Κι όσο φεύγεις πάντα σ' ακολουθώ
σα σκιά σου όπου πατείς πατώ

Με τρομάζει κάθε του δρόμου φως
κάθε σταυροδρόμι μου θυμίζει πως

Θα χαθείς για πάντα κάποιο πρωί
σε μιας νέας μέρας τη ζεστή πνοή

Με μαλώνει ο δρόμος που δεν μπορώ
μόνη μου τη νύχτα να περπατώ

Μα σαν ξημερώνει κι είμαι μοναχή
καρτερώ το βράδυ να ξαναρθεί

12
Έτσι, μια νύχτα στη βουή, στα φώτα
μιας νέας, πρωτόγνωρης ζωής, να αφεθώ
στον οίκτο σου - πιο δυνατό από πρώτα -
με τ' άρωμά σου να μεθώ.

Μακριά απ' τους άλλους, μια φορά, ίσως φαντάζω
σαν πιο ωραίος, πιο βολικός να σου τω πω.
Κάτω από ψεύτικους καημούς να μη στενάζω
για μια μου νύχτα μόνο. Εσένα ν' αγαπώ.

Στης μέθης μέσα τη χαρά να με κοιτάξεις
μέσα από κρύσταλλο, πρώτη φορά για να με δείς.
Μέσα στη ζάλη μυστικά να με φωνάξεις
στην αγκαλιά της ηδονής.

Κι ύστερα πάλι τίποτα να μη θυμάσαι,
πριν φύγω τίποτα ούτε κι εγώ να μη σου πω,
μόν' να γυρίσω να σε δω που θα κοιμάσαι
κάτω απ' το άγγιγμα της άνοιξης το χαρωπό.

13
Αχ να 'μουν κάποιου τ' όνειρο και να φοβάται
να μην ξυπνήσει και χαθώ και φύγω.
Κάποιου κι ας ήταν μοναχά όταν κοιμάται
κι ας ήταν μόλις πριν το ξυπνημα, μόνο για λίγο.

Κι ας ξύπναγε κι ας μ' έχανε, μόνο ας κρατούσα
σα φευγαλέα θύμηση μια θέση στο μυαλό.
Έτσι, να πω πως έζησα ίσως μπορούσα,
έστω σαν όνειρο κάποιου άλλου απατηλό.

Όπως ποτέ δεν έζησα. Να με ζητάνε
σαν φεύγω, όπως ποτέ δε με ζητήσανε.
Να 'μαι εγώ η εικόνα εκείνη που αγαπάνε
όσοι νομίσαν πως εμένα αγαπήσανε.

14
Της γέννησής σου την απάτη   βλέπεις πλέον μ' άλλο μάτι
και με τρόπο πια κανένα   να σε φθείρει δεν θ' αφήσεις.
Μα κι εδώ θα είσαι μόνος   κι ένας επιπλέον πόνος:
των γονιών σου έσχατος γόνος   την καρδιά τους να ραγίσεις.
Μονόδρομος μοιάζει για σένα,   μα το ξέρω θα γυρίσεις,
να σου πω να μην τολμήσεις.

Θα ντυθείς καινούργια ρούχα   και με φάρμακα οπιούχα
του κορμιού και της ψυχής σου   τα θηρία θα νικήσεις
και με ζήλο θα παλέψεις   -αφού πρώτα εσύ πιστέψεις-
των τριγύρω σου τις σκέψεις   και τις ζοφερές τους κρίσεις,
που όμως πια δεν θα σ' αγγίζουν,   μα το ξέρω θα γυρίσεις
στο κάλεσμα της πρώτης φύσης.

Νέας ζωής ανατριχίλα   με καρδιάς καινούργιας φύλλα,
για έναν νέο εαυτό σου,   που αξίζει να χαρίσεις
ένα καθαρό σου βλέμμα,   δίχως της ντροπής το ψέμα.
Λες πως έληξε το θέμα,   δεν χωράνε αντιρρήσεις.
Όχι άλλα μπρος και πίσω,   μα το ξέρω θα γυρίσεις,
έστω μετά τις εγχειρίσεις.

15
Περίστροφο η αγάπη σου μες την παλάμη
μ' όλες τις σφαίρες περασμένες στη θαλάμη.

Πως να γλυτώσω και να κάνω τώρα πίσω
που είν' η σειρά μου τη σκανδάλη να πατήσω.

Πώς με παγίδεψες σε τούτη τη ρουλέτα
και μου 'πες "όλα τ' άλλα ξέχασέ τα"

Πώς σ' άφησα και μ' έκανες να το πιστέψω
ότι θα μ' άφηνες παιχνίδι τίμιο να παίξω

16
Έφυγες προσπερνώντας της ζωής το λάθος,
σαν τελευταίο ταξίδι στην Ανδαλουσία.
Τι κι αν τα χείλη σμίγουνε με χρόνων πάθος,
στο παγωμένο στήθος σου η απουσία.

Έφυγες, δίχως με τη ζωή σου να χαράξει
ο ορίζοντας του κόσμου ο σκοτεινός
όμως εγώ είδα τη νύχτα που 'τρεξε ν' αρπάξει
τη θέση που 'χε πριν να σβήσει το μικρό σου φως.

17
Κι έτσι όπως σήκωσα τα μάτια μου τον βρήκα
να στέκει απάνω μου να με κοιτά σαν από ώρα
και πάγωσα. Και μου 'πε: "Είδα τη μπόρα
κι είδα την πόρτα σου ανοιχτή κοντά και μπήκα".

Γύρισα, κοίταξα την πόρτα τη μεγάλη
της κάμαράς μου -πόσα χρόνια κλειδωμένη!-
Του 'πα: "Απ' την πόρτα αυτή κανένας πια δεν μπαίνει".
Κι έγειρα μόνο λίγο το κεφάλι.

Πρόλαβα γύρισα το βλέμμα μου απ' την άλλη,
στο παραθύρι. Του 'πα: "Κοίτα, έξω δεν βρέχει
κι ούτε ένα σύννεφο ο ουρανός δεν έχει".
Κι έγειρα ακόμα λίγο το κεφάλι.

Κι έτσι απόμεινε να με κοιτά και να χτυπάνε
άκουα στον τοίχο τα λεπτά μες το σκοτάδι
-καθώς θα έπεφτε σιγά-σιγά το βράδυ-
Δεν είπα τίποτα, μα σκέφτηκα: "Ποιος να 'ναι;"

Στ' αφτί μου ακούστηκε η φωνή του πιο σβηστή:
"Δεν με κατάλαβες, όμως σε ξέρω χρόνια τώρα.
Σε ξέρω απ' όταν άρχισε η μπόρα
κι απ' όταν έμεινε η πόρτα αυτή κλειστή.

Όμως κι εσύ με σκέφτεσαι, με ξέρεις.
Κοίτα και θα με βρεις μες τα χαρτιά σου,
σ' αυτά που έγραφες πριν μπω, εκεί μπροστά σου.
Μόνος σου ζήτησες κοντά σου να με φέρεις".

Κι έτσι όπως έκλεινα τα μάτια μου, είδα πως
"ΘΑΝΑΤΟΣ" είχανε για τίτλο εκείνοι οι στίχοι
που -οι πολλοί θα είπαν κατά τύχη-
κρατούσα όταν με βρήκανε κι ήμουν νεκρός.

18
Φανταζόμενος διαρκώς νέας ηδονάς
διακοπτώμενος από την θέαν σεπτών εικονοστασίων
ούτως διαρκώς σταυροκοπούμενος
διάγω το ταξίδιόν μου συνετώς άμα και αλλοπροσάλλως.

Αγαπών σε διακαώς κι εναγωνίως
σε ομού μετά της διδύμου αδελφής σου,
σκέπτομαι πως δεν δύναμαι πλέον να διακρίνω
πότε πρόκειται περί εσού και πότε περί της άλλης.

Απαγγέλων στίχους ολίγους και ευκόλους
του Καβάφη, του Κάλβου και του Καρυωτάκη
οδηγούμαι φοβούμαι προς την εξάντληση του βίου μου
μόνον εν τω εκφράζεσθαι περί αυτού.

Κάμνων χρήση γλώσσης μικτής, αδιακρίτως,
συγγράφων ως σπανίως κάμνω, εις στίχον ελεύθερον,
ολοκληρώνω έν μικρόν νέον έπος
και εις αυτήν την σύντομη εν προκειμένω διαδρομή μου

Παραγεμίζων με λίαν ασυνάρτητας φράσεις
τα κενά μεταξύ των αράδων διαστήματα της εφημερίδος
τακτοποιών τούτες εν συνεχεία δεόντως
εν είδη εσχάτης διαθήκης μου.

Μετέωρος μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μεγάλων πόλεων
παγιδευόμενος μεταξύ οχημάτων αρκετών χιλιάδων κυβικών
αισθάνομαι αίφνης τη ραχοκοκκαλιά μου να θρυματίζεται
και σκέπτομαι:
Είναι δυνατόν η ποίησις να πρόκειται περί μιας τόσο απλής διαδικασίας;

19
Το άλογο λύγισε απ' το βάρος του καρπού,
γλυστρά στη λάσπη, δεν μπορεί να σηκωθεί.
Στη μέση ανάμεσα στην πολιτεία και τα χωράφια.
Ο μυλωνάς μας περιμένει μ' άδεια ράφια,
που οι προμήθειες προ πολλού έχουν σωθεί.
Θα περιμένει ως το βράδυ, αλλά πού!

Νυχτώνει. Τα βουνά κλείνουν το μάτι
κι οι ασφοδέλοι μας γελάνε ειρωνικά,
οι πέτρες βαφονται στο χρώμα της ασφάλτου
κι αστράφτει η καθαρότητα του σμάλτου
καθώς οι λύκοι, περιμένοντας καρτερικά,
γλύφονται, βλέποντας εμέ και τ' άτυχο άτι.

Να ξεφορτώσω, να φωνάξω για βοήθεια.
Να πάω όμως πίσω όπου ξεκίνησα ή εμπρός;
Του μυλωνά, ξέρω, ο βοηθός είναι μπεκρής
κι εδώ κι εκεί ο δρόμος φαίνεται μακρύς.
Στη σέλλα, σπάει τα νύχια ο κόμπος ο χοντρός
Αχ! πώς πονάει το πρώτο δόντι μες τα στήθια.

20
In the greenest of our valleys
By good angels tenanted,
Once a fair and stately palace –
Radiant palace – reared its head.
In the monarch Thought’s dominion –
It stood there!
Never seraph spread a pinion
Over fabric half so fair!

Banners yellow, glorious, golden,
On its roof did float and flow,
(This – all this – was in the olden
Time long ago,)
And every gentle air that dallied,
In that sweet day,
Along the ramparts plumed and pallid,
A winged odor went away.

Wanderers in that happy valley,
Through two luminous windows, saw
Spirits moving musically,
 To a lute’s well-tuned law,
Round about a throne where, sitting
(Porphyrogene!)
In state his glory well befitting,
The ruler of the realm was seen.

And all with pearl and ruby glowing
Was the fair palace-door,
Through which came flowing, flowing, flowing,
And sparkling evermore,
A troop of Echoes, whose sweet duty
Was but to sing,
In voices of surpassing beauty,
The wit and wisdom of their king.

But evil things, in robes of sorrow,
Assailed the monarch’s high estate.
(Ah, let us mourn! – for never morrow
Shall dawn upon him desolate!)
And round about his home, the glory
That blushed and bloomed
Is but a dim-remembered story
Of the old time entombed.

And travelers now, within that valley,
Through the red-litten windows see
Vast forms, that move fantastically
To a discordant melody,
While, like a ghastly rapid river,
Through the pale door
A hideous throng rush out forever
And laugh – but smile no more.

21
Ω! ο Θάνατος το θρόνο του ορθώνει
Σε πολιτεία παράξενη και μόνη
Πέρα βαθιά στη θαμπωμένη Δύση
Εκεί όπου κάθε δαιμόνια και θεία φύση
Έχει αιώνια ανάπαυση ζητήσει.
Κανένα μνήμα εκεί, ή πύργος, ή παλάτι
(Που μες το χρόνο αναρρίγητα κι αιώνια μένει)
Δεν μοιάζει από τον κόσμο μας με κάτι.
Κι ολόγυρα, από κάθε ανάσα ξεχασμένη
Ράθυμη κάτω απ' την ουράνια σκέπη
Με έρμα νερά η θάλασσα έρπει.

Καμιά ακτίνα τ' Ουρανού δεν κατεβαίνει
Στης πόλης τη νυχτιά που αιώνια μένει.
Μόνο της θάλασσας το φως που αναρριγεί
Πάνω στ' ακρόπυργα γλιστράει μες τη σιγή
Πάνω στους θόλους στέλνει εβένινη μαρμαρυγή
Πάνω στους τρούλους -και τα μέγαρα τα αιώνια-
Στους ναούς πάνω –και τα τείχη της τα Βαβυλώνια-
Πάνω στα σκιερά περίπτερα τα ξεχασμένα
Μ' άσπρο κισσό και πέτρινα άνθη σμιλεμένα-
Πάνω στα μύρια θαυμαστά εκείνα μνήματα
Που συνυφαίνουν στων ζωφόρων τους τα σχήματα
Τις βιόλες, τις βιολέτες και τα κλήματα.
Ράθυμη κάτω απ' την ουράνια σκέπη
Με έρμα νερά η θάλασσα έρπει.
Τόσο οι σκιές μπερδεύονται εκεί πέρα
Που όλα θαρρείς πως αιωρούνται στον αέρα,
Ενώ από πύργο που περήφανος φαντάζει
Γιγάντια ο Θάνατος κοιτάζει.

Εκεί ανοιχτοί ναοί και ραγισμένα μνήματα
Χάσκουνε πλάι στα φωτεινά του πόντου κύματα.
Μα ούτε ο αμέτρητος ο πλούτος εκεί διόλου
Απ' τ' αδαμάντινο το μάτι κάθε ειδώλου
Ούτε οι νεκροί που λαμπρά σάβανα φορούνε
Τα φωτεινά νερά στην κοίτη τους δεν συγκινούνε.
Και δεν χαράζει έτσι, αλίμονο, ρυτίδα μια
Πάνω στη γυάλινη, ασάλευτη ερημιά-
Κανένα φούσκωμα της θάλασσας δεν λέει
Άνεμος σ' άλλα πιο χαρούμενα νερά πως πνέει-
Κανένας φλοίσβος δεν στριφογυρνά να δείξει
Πως έχει άνεμος σε ζωντανά νερά φυσήξει.

Μα να, σαν κάτι να σαλεύει στον αέρα!
Το κύμα -φαίνεται μια κίνηση εκεί πέρα!
Σάμπως οι πύργοι κάπως να σπρωχτήκαν
Και λίγο στη μουντή παλίρροια βυθιστήκαν-
Σαν οι κορφές τους πως αφήσαν κάποιο πόντο
Κενό μέσα στο σκούρο Ουράνιο φόντο.
Λάμψεις πιο κόκκινες τώρα απ' τα κύματα ανεβαίνουν-
Οι ώρες σιγά κι αδύναμα αργοανασαίνουν-
Κι όταν με πλήθος από απόκοσμους θρήνους ζωσμένη
Βαθιά, βαθιά η πολιτεία καταδυθεί
Η Κόλαση από χίλιους θρόνους σηκωμένη
Με σεβασμό θα της υποκλιθεί.

22
Στης πιο πράσινης κοιλάδας μας τα βάθη
Κει που αγγέλοι κατοικούσανε καλοί
Κάποτε τρανό παλάτι εστάθη
Λαμπρό παλάτι κι ύψωνε την κεφαλή.
Στο βασίλειο πέρα κει το φοβερό
Στου μονάρχη Νου στεκότανε τη χώρα
Σεραφείμ ποτέ δεν άπλωσε φτερό
Πάνω από χτίσμα σαν κι εκείνο μέχρι τώρα.

Με σημαίες χρυσοπόρφυρες, λαμπρές
Στους τρανούς του ν' ανεμίζουνε του θόλους
(Τούτα γίνονταν σε μέρες μακρυνές-
Όλα τούτα - ξεχασμένες τώρα απ' όλους)
Και τ' αγέρι που απαλό μες τις γλυκές
Ερωτιάρικα παιχνίδιζε τις μέρες
Στις επάλξεις του - πανώριες μα χλωμές -
Ευωδιές σκορπούσε γύρω στους αιθέρες.

Κι οι διαβάτες της κοιλάδας σαν περνούσαν
Βλέπαν μέσα στο παλάτι αυτό του πλούτου
Πνεύματα που τις φιγούρες τους κινούσαν
Ρυθμικά στο μαγικό ήχο ενός λαγούτου
Όλο γύρω από έναν θρόνο όπου - καθώς
Στην τρανή του δόξα ταίριαζε - φαινόταν
Ο πορφυρογεννημένος κι αγαθός
Του βασίλειου ο αφέντης που καθόταν.

Με ρουμπίνια στολισμένη ένα σωρό
Και λαμπρά μαργαριτάρια ήταν η πύλη
Του κάστρου εκείνου απ' όπου πάντα λαμπερό
Κύλαγε έξω κάθε αυγή και κάθε δείλι
Ένα πλήθος από ηχούς στις λαγκαδιές
Που για μόνη και γλυκιά είχανε δουλειά τους
Με υπέροχες να ψάλλουνε φωνές
Το μυαλό και τη σοφία του βασιλειά τους.

Ντυμένα όμως πένθιμα πλάσματα μαύρα του Άδη
Μια μέρα πήραν το τρανό του Ρήγα το βασίλειο
(Αχ! ας τον κλάψουμε που πια μαύρο τον κλει σκοτάδι
Και ν' ανατέλει δεν θα δει ποτέ ξανά τον Ήλιο)
Και γύρω απ' το παλάτι του η δόξα που ανθισμένη
Ερόδιζε την κάθε αυγή σαν άνθος δροσερό
Δεν είναι παρά μια παλιά ιστορία ξεχασμένη
Θαμένη απ' τον καιρό.

Τώρα οι διαβάτες της κοιλάδας σαν περνάνε
Βλέπουνε μέσα στο παλάτι πάντα εκεί
Μορφές πελώριες που αλλόκοτα στριφογυρνάνε
Σε μια παράτονη χυδαία μουσική
Ενώ σαν χείμαρος φριχτός έξω απ' την πύλη
Του κάστρου έξω ασταμάτητα κυλάει
Μαύρο ένα πλήθος με το σαρκασμό στα χείλη
Που ξεφωνίζει μα ποτέ πια δεν γελάει.

23
Κάθε που βραδιάζει σ' ακολουθώ
σα σκιά σου ό,που περνάς περνώ

Κάθε βήμα σου με φέρνει κι αλλού
σαν ταξίδι λεύτερο του μυαλού

Δεν πατώ στο χώμα μόνο πετώ
πάνω απ' τα μαλλιά σου σαν ξωτικό

Σαν τ' αγέρι δίπλα σου τραγουδώ
μα το πρόσωπό σου δεν μπορώ να δω

Μου το κρύβει η νύχτα κι η καταχνιά
σαν του φεγγαριού τη σκοτεινή πλευρά

Κι όσο φεύγεις πάντα σ' ακολουθώ
σα σκιά σου όπου πατείς πατώ

Με τρομάζει κάθε του δρόμου φως
κάθε σταυροδρόμι μου θυμίζει πως

Θα χαθείς για πάντα κάποιο πρωί
σε μιας νέας μέρας τη ζεστή πνοή

Με μαλώνει ο δρόμος που δεν μπορώ
μόνη μου τη νύχτα να περπατώ

Μα σαν ξημερώνει κι είμαι μοναχή
καρτερώ το βράδυ να ξαναρθεί

24
Η Πηνελόπη, τις νύχτες, βιαστικά τώρα υφαίνει
στ' αργαλειό της το σάβανο, δίχως πια να ξηλώνει.
Δέκα χρόνια κι ακόμα της μηνάνε πως δένει
ο Δυσσέας, μακριά, στον ιστό του κι απλώνει

όλο νέα πανιά. Για το Θιάκι του δήθεν,
μα για κόσμο άλλον πάντα ταξιδεύει και πάει.
Τον δικό του τον κόσμο, που για πάντοτε απήλθε,
κυνηγάει και πλέει και ποτέ δε γυρνάει.

Κείνη υφαίνει κι εκείνος, σε γυαλό που αλαργεύει
ολοένα μαζί του, λίγο αν στέκει, και πάλι
αρμενίζει. Μα ξέρει κι αν παντού τη γυρεύει,
πως η Ιθάκη του χάθηκε. Τούτη η Ιθάκη είναι άλλη.

25
Όταν το ψέμα ζήσεις για ζωή σου
-Ψέμα πως είναι η αμαρτία λέω του κόσμου-
Κλαίει η ψυχή σου, κλαίει και τυραννιέται
Αγάπη, πάλι το φιλί σου δος’ μου
-Ξέρει η αλήθεια, ξέρει κι εκδικιέται-
Αγάπη -λέω- σε ικετεύω: Το φιλί σου

Χθες βράδυ ονειρεύτηκα πως δεν υπάρχεις
Και στο σκοτάδι όπως πετάχτηκα για να φωνάξω
Είδα -φριχτά- την κάμαρά μου δίχως φως
-Αχ! κι είναι πια αργά να την αλλάξω!-
Φριχτά να μοιάζει η κάμαρά μου είδα σταθμός
Που του 'φυγαν τα τρένα κι ο σταθμάρχης

Και μόνο λίγους ταξιδιώτες του 'χει αφήσει
Ο χρόνος, που στις ράγες πάνω ξαπλωμένοι
Τώρα τις άδειες, περιμένουν κάποιο τρένο
Να 'ρθει, και -δίχως να σταθεί, να περιμένει-
Πάνω τους μόνο να περάσει δίχως φρένο
Τη φρίκη μόνο της αναμονής να σταματήσει

Κι όταν ανοίξανε της κάμαρας -μες το σκοτάδι-
Οι τοίχοι κι έξω βρέθηκα γυμνός στον κήπο
Στερνή φορά τα μάτια μου να μου χτυπήσει η ομορφιά
Του άλλου κόσμου οι άγγελοι βρήκαν να λείπω
Απ' τα βιβλία των ζωντανών κι ήρθαν για συντροφιά
-Τρελή παρέα και πομπή μου για τον Άδη-

Ναι, τη ζωή ξόδεψα όλη σαν τον ψεύτη
Και τα λουλούδια του έρμου κήπου μου τώρα μονάχα
Ψελλίζουν -καθώς σκύβουνε να μπουν στο χώμα
Ξανά- "η ζωή του δυστυχία δεν ήταν τάχα;
Στο βάθος κύλησε της άβυσσου κι ακόμα
Δεν ξέρει πώς να σηκωθεί και όλο πέφτει!"

Σελίδες: [1] 2