Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - ΠΟΙΟΣ

Σελίδες: 1 2 [3] 4 5 6 ... 19
51

ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΤΩΣΗ
Είναι γιατί τις αγάπησα πολύ , την παρακμή μου και την πτώση μου...
Εκείνες ήταν που με έμαθαν ποιος είμαι στα αλήθεια ...
Γιατί καμιά μάσκα δεν σε ακολουθεί στην πτώση ...
Στην άκρη του γκρεμού είναι που φοβάσαι τα πάντα ...
Φοβάσαι πως θα σε σπρώξουν να πέσεις , φοβάσαι πως δεν θα σε βοηθήσουν να σηκωθείς , φοβάσαι τον πόνο , φοβάσαι να μείνεις μόνος , φοβάσαι τον θάνατο ...
Μα όταν αρχίζεις να κατρακυλάς είσαι πια ελεύθερος , δεν έχεις να πάρεις αποφάσεις , δεν υπάρχει σωστό και λάθος , δεν υπάρχουν φίλοι και εχθροί ...
Δες τον ήλιο πώς ζωγραφίζει με τα πιο όμορφα χρώματα τις τελευταίες στιγμές της μέρας ...
Κοίταξε το πεφταστέρι πώς σκορπάει υπέροχα το φως του , στο τελευταίο του ταξίδι ...
Λάτρεψα με πάθος την μούσα μου , και εκείνη με βοήθησε να γράψω τους στίχους μου , μνημείο για να δείχνει που έζησαν και που πέθαναν τα πιο όμορφα μου όνειρα ...
Την αγάπησα πολύ την παρακμή μου γιατί ποτέ δεν τρόμαξε το παιδί που ζει μέσα μου ... για αυτό και ζωγραφίζω ακρογιαλιές και κάμπους για να έχει το παιδί κάπου να πάει όταν έρθει η άνοιξη ...
Ίσως η παρακμή και η πτώση μου να είναι η πιο ολοκληρωμένη εκδοχή του εαυτού μου...
Γιατί όλοι οι φόβοι που με συνόδευαν στον δρόμο της ζωής μου , σταμάτησαν εκεί στην άκρη του γκρεμού , και δεν με ακολούθησαν στην πτώση μου...
Και οι φόβοι ήταν αυτοί που με υποχρέωναν να φοράω μάσκες ...
Και επιτέλους έμαθα το αληθινό μου πρόσωπο ...
Και είναι ωραίο να ξέρεις ποιος στα αλήθεια είναι αυτός που μαζί του θα κάνεις το υπόλοιπο ταξίδι που σου απομένει ...
Α.Π.

52
ΚΑΦΕΣ ΚΑΙ ΤΣΙΓΑΡΟ



Σαν το τσιγάρο που μου είχες κάνει τράκα

σαν τον  καφέ που ζήτησες να σε κεράσω

σαν τότε που είπες απ 'το σπίτι να περάσω

φθηνή η ζωή μου και την σκότωνες για πλάκα



και τον καφέ και τα τσιγάρα μου έχω αφήσει

στην σερβιτόρα έχω πει πως θα γυρίσω

μα έχω πεθάνει και νομίζω πως θα αργήσω

και θα έχουν τώρα το τραπέζι καθαρίσει



πόσο θα ήθελα να μάθω αν με θυμάσαι

πόσο θα ήθελα να σε έχω πια ξεχάσει

κι' αναρωτιέμαι όταν ο χρόνος θα περάσει

αν στο τσιγάρο και μες στον καφέ μου θα 'σαι



Α.Π.


53
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΟΧΑ

Τα ωραιότερα τραγούδια δεν γράφονται για τους βολεμένουςς και τους καθωσπρέπει .

Ούτε για εκείνους που έχουν εξουσία ,  ούτε για εκείνους που στήνουν το παιχνίδι .

Για τους τρελούς και τους ονειροπόλους γράφονται ... για τους πνιγμένους στο αλκοόλ  μεθυσμένους σοφούς , για εκείνους που έχουν χάσει τις θάλασσες τους , μα βλέπουν τους ωκεανούς μέσα στο ποτήρι τους και ξανάκάνουν το ταξίδι γουλιά γουλιά ...

Για εκείνους που διάλεξε η μοίρα να είναι το χρώμα το σκουριασμένο ,  στο λιμάνι και στο σταθμό των τρένων ....

Για εκείνους που μοιράζονται το λιγοστό τους φαγητό με τα αδέσποτα στο δρόμο ...

Για εκείνους που δεν θα τους έκανες ποτέ παρέα με κανέναν τρόπο όμως είναι οι αγαπημένοι σου ήρωες στα βιβλία που διαβάζεις στις διακοπές σου ...

Για εκείνους που ένιωσαν τις ανάσες των  ξερών φύλλων στις πλατείες ...

Εκείνους που έγιναν ποιητές χαράζοντας με τα νύχια τους τα παγκάκια στα πάρκα ,,,

Τον Μόχα τον συνάντησες και εσύ , τον προσπέρασες όμως  βιαστικά και όταν πήγες στο σπίτι σου πίνοντας το αγαπημένο σου ποτό,  άκουσες το τραγούδι που μιλάει για εκείνον στο πανάκριβο στερεοφωνικό σου...

'' Μόχα ο τρελός, ο σοφός, ο τελειωμένος

Μόχα, αυτός που τον ξεχώρισε η Μοίρα.
Τρέχει απ’ τα μάτια του η σκουριά και η αλμύρα
Μόχα, αυτός που τραγουδάει ευτυχισμένος...''
Α.Π.

54
ΔΥΟ ΞΕΝΟΙ
Μα πιο πολύ φοβάμαι τους στίχους που θα γράψω και εσύ δεν θα σαι μέσα στο μολύβι μου...
Θα είναι εκείνη η φοβερή στιγμή που θα δω  το κενό που άφησες μέσα μου....
Και τρέμω μην το γεμίσω με αλήθειες τώρα που μου τελειώσανε τα ψέματα ...
Και δεν έχω δει ποτέ μου μία αλήθεια που δεν κρατάει μαχαίρι...
Ίσως θα πρέπει να γίνω πρόσφυγας στους στίχους που έγραψε κάποιος άλλος...
Να γίνω ένας λαθρεπιβάτης στο ταξίδι της ψυχής του αγαπημένου μου τραγουδιού...
Να φύγω για πάντα από μέσα μου και να κάνω ένα καινούργιο εαυτό πατρίδα...
Κι αν ποτέ σε συναντήσω δεν θα με γνωρίσεις , αλλά ούτε και εγώ θα σε ξέρω....
 Επιτέλους θα είμαστε δύο ξένοι...
Α.Π.

55
Ο ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΣ

Ο όχλος κύκλωσε το θύμα κρατώντας πέτρες στις χούφτες...

Ο αναμάρτητος σήκωσε το χέρι και εκτόξευσε τον λίθο που κρατούσε πρώτος..

Σαν σύννεφο ακολούθησαν οι πέτρες του όχλου που χτύπαγαν τον άμοιρο άνθρωπο παντού στο σώμα και στην ψυχή...

Εγώ είχα επικεντρωθεί στην πέτρα του αναμάρτητου , που κύλησε μετά την πρόσκρουση μπροστά στα πόδια μου γεμάτη με αίμα...

Εσκυψα και την πήρα φεύγοντας βιαστικά πηδώντας έξω από τον υπολογιστή...

Και γύρισα στην πραγματικότητα μου για να βάλω την ματωμένη πέτρα στα εγκληματολογικά εργαστήρια της συνείδησης μου ...

Το DNA έδειξε ίχνη από μεγάλη ζήλια που το διαφορετικό μπορούσε να χαμογελάει , μπορούσε να είναι ευτυχισμένο κάνοντας μία αλλιώτικη ζωή ...

Έδειξε μεγάλο μίσος που το διαφορετικό τα είχε καταφέρει να έχει τα πάντα χωρίς να έχει τίποτα , ενώ εκείνοι  έχοντας τα πάντα ήταν ανικανοποίητοι...

Έδειξε και φόβο γιατί στα μάτια του διαφορετικού έβλεπαν με τρόμο τον άθλιο εαυτό τους...

Εσφιξα την πέτρα στα δάχτυλά μου και την πέταξα με δύναμη στον καθρέφτη μου σπάζοντας τον...

Α.Π.


56
ΚΙΝΗΣΗ



Ηταν νομίζεις ο άνεμος που έριξε τη στέγη σου

και γέμισε χειμώνα την ζωή σου

Ηταν νομίζεις που έπεσε βαρύ το χιόνι και έχασες τον δρόμο σου

και τώρα  τριγυρνάς σαν λύκος μονάχος μες στα δάση

Ήταν νομίζεις που είχε σηκώσει κύμα ψηλό η θύελλα ,

που χρόνια λυσσομάναγε χωρίς σταματημό , και την Ιθάκη σου δεν μπόρεσες να βρεις

Ηταν νομίζεις η φωτιά που έκαψε τον κήπο με τα χάρτινα σου παραμύθια και τώρα περπατάς στα αποκαΐδια ,  γεμάτος στάχτες στα ρούχα και στα όνειρα

Ηταν νομίζεις ο κακός σου ο καιρός , ήταν η τύχη και η ατυχία ,

το ριζικό και το γραμμένο

Μα ήταν το βήμα που έκανες και εκείνο που δεν έκανες

Ηταν οι λέξεις που είπες και εκείνες που δεν είπες

Ηταν εκείνα που είδες και εκείνα που φοβήθηκες να δεις

Ηταν το χρώμα που έλειπε απ'τον καμβά σου και εκείνο που περίσσευε

Ηταν που αγάπησες πολύ , ότι να αγαπιέται λίγο πρέπει

Μα μη σταθείς και μην τα παρατήσεις

και ας μην μπορείς ούτε μπροστά να πας ,  ούτε και πίσω να γυρίσεις

Πάντα μπορείς να πας πιο κάτω , στους σκοτεινούς βυθούς , εκεί πού ζουν οι φόβοι

Κι 'ύστερα πάλι για το φως να σκαρφαλώσεις πρέπει , εκεί που φτερουγίζουν οι Άγγελοι και τα όνειρα

Αρκεί να μη σε βρει ακίνητο ο θάνατος ,

γιατί για νεκρό θα σε περάσει και δεν θα σε σκοτώσει ,

 και ύστερα θα πρέπει να γυρνάς μες  στη ζωή σαν πεθαμένος...

Α.Π.


57



επιστρεπτέες προκαταβολές



η μουσική  στο κελί κλειδωμένη

και οι ποιητές με τα μάτια δεμένα

η λευτεριά  στο ψυγείο ληγμένη

και τα όνειρα  στις οθόνες κλεισμένα



οι αλήθειες στου προκρούστη την κλίνη

και οι ιδεολογίες πια δεν έχουν ιδέες

 ζώ σαν νεκρός για να ζώ με  ειρήνη

και οι ελπίδες  μου να είναι επιστρεπτέες



όμως στον βράχο ακόμη σπάει το κύμα

και η βροχή πάνω στο τζάμι χτυπάει

και είναι η  ανάγκη  μου  πού γίνεται ποίημα

να χει ο χειμώνας μέσα μου  να ξεσπάει

ΑΠ.





















58
Η ΜΟΥΣΑ ΜΟΥ

όλοι την ξέχασαν που έχει γεράσει

 και μόνη απόμεινε σε δρόμους πέντε

ήρθε στην σκέψη μου να ξαποστάσει

καθώς ανέμιζε μες στον πουνέντε



 την καλωσόρισα , δεν μου αποκρίθηκε

μόνο  μου ζήτησε χαρτί ,μολύβι

μα ούτε που τα άγγιξε και αποκοιμήθηκε

και μπήκα στο όνειρο να βρω τι κρύβει



άγραφοι στίχοι και μιά μπαλάντα

και κάθε ανάσα της χίλια αρώματα

η ίδια  μούσα , του πρίν , του πάντα

ξανά με γέμισε με όλα τα χρώματα



μόνο μου ζήτησε σαν ξημερώσει

και βγω από το όνειρο , να το κλειδώσω

και εκείνη μου έταξε να μην προδώσει

πως η ματιά της μου λείπει τόσο

Α.Π.

59
η τυφλή σκυλίτσα της Νάουσας



Και η όσφρηση καθοδήγησε το τυφλό πεινασμένο σκυλί στο φαγητό ...

Είχε να φάει μέρες σε όλο τούτο το ταξίδι του προς την αγάπη...

Κουνώντας χαρούμενα την ουρά κατάπιε λαίμαργα τον θάνατο...

Συνέχισε να περπατάει για λίγο μέχρι που άρχισε να παραπατάει και να πονάει αφόρητα ...

Σχεδόν λιπόθυμο και μέσα σε φρικτούς πόνους αναγνώρισε μέσα σε πολλές μυρωδιές τον άνθρωπο που έψαχνε...

Θέλησε  να του δείξει τη χαρά του με ένα γαύγισμα .... όμως δεν τα κατάφερε... ήταν μόνο ο επιθανάτιος ρόγχος που κατάφερε να βγάλει από το στόμα του, ελάχιστες στιγμές  πριν πεθάνει...

Α.Π.


60
Η ΣΤΑΣΗ

 Ξανά δεν τόλμησε να πάει στην άλλη όχθη

εκεί που είναι το φίδι και το μήλο, εκεί που είναι οι πόθοι

 σαν το νεκρό  που ουδέποτε τα μάτια τού  τα κλείσανε

κοιτάει από τις γρίλιες  όσα παράτησε και όσα τον παρατήσανε



Κείνο το φως που έλαμπε στα μάτια τα μεγάλα της

κοιτάζει μη το δει μες στη βροχή , στην κάθε στάλα της

καθώς τα φώτα απ' τα αυτοκίνητα σκοτώνουν το σκοτάδι του

βγαίνει από τις σκέψεις και από το άπειρο γυρνάει μέσ 'στο ρημάδι του



Στην ίδια στάση και απόψε ως το πρωί θα περιμένει

χίλιες φορές στο ίδιο τρένο ανεβαίνει κάθε βράδυ ..... μα ποτέ δεν κατεβαίνει

Α.Π.

61
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Και έγιναν οι στίχοι μου τα μνήματα των ανεκπλήρωτων

Οι αλήθειες μου καλυμμένες από μουτζούρες πετάχτηκαν με τα άλλα σκουπίδια στον κάδο του δήμου

Και από μένα απέμεινε μόνο φασαρία και θόρυβος έτσι όπως έσερνα το σκουριασμένο μου το όνειρο

Και έβαψα το σκοτάδι μου με το φως της μέρας για να μπορέσω να το μετακινήσω στην επόμενη νύχτα χωρίς να προκαλέσω τον ήλιο

Και περιπλανήθηκα στην ξενιτιά των ανθρώπων για να έχω να γυρίσω πίσω στην σπηλιά μου λυτρωμένος

Σαν ένα ξερό λουλούδι που γύρισε και κρύφτηκε μέσα στον σπόρο του ξέροντας ότι από καμιά μέλισσα δεν θα λείψει

Α.Π.

62
ΚΑΤΑΔΙΚΗ

Πάνω στο σκουριασμένο μαγικό χαλί μου περιμένω πάλι

μα εχω  ξεχάσει τι.... απλά μιά προσμονή  που  έχει δίχως λογική μέσα μου μείνει

σαν μία ασθένεια ανίατη αυτή η  συνήθεια που με έχει καταβάλει

μία καιομένη βάτος ο ήχος της σιωπής  εντός μου που δεν σβήνει



Και του τσιγάρου μου ο καπνός η μόνη κίνηση  στο μετέωρο τοπίο

μες στο ποτήρι ο πάγος αιώνες επιπλέει και ποτέ δεν λιώνει

σε ένα χαρτί τσαλακωμένο να κρυφτεί από τον κόσμο θέλει ένα ''μου λείπεις'' και ένα ''αντίο''

λες και απόψε ο κόσμος όλος χώρεσε σε εκείνη που στα δάχτυλα κρατώ μικρή οθόνη



Αφού λοιπόν τα άλογα σκοτώνουν σαν γεράσουν

αφού λοιπόν δεν θά 'βγω στη βροχή ποτέ ξανά για να χορέψω

αφού λοιπόν τα χρόνια δικαστές σκληροί στο εδώλιο με βάλαν για να με δικάσουν

 αν η ποινή είναι θάνατος δεν βρίσκω λόγο τις αρρώστιες που με τρώνε να γιατρέψω

Α.Π.

63
ΕΝΑ ΚΟΥΒΑΡΙ..



Μόνο εκείνα που δεν είπα γλίτωσαν από την χλεύη

και η σιωπή μου να τα κρύψει μέσα της σκληρά παλεύει

Με τους στίχους που είχα γράψει και για κείνη νε μιλάνε

ένας κλόουν κάνει αστεία και οι ακροατές γελάνε



Δεν θυμάμαι αν είναι αλήθεια ή ένα που έχω φτιάξει ψέμα

μα νομίζω ότι  είδα μες στο απέραντο της βλέμμα

να μου γνέφει η λατρεμένη η μικρούλα μου η μούσα

που είχε φύγει από την ζωή μου και ήταν για καιρό απούσα



Μα δεν ήτανε εκείνη...  ήταν ωιμέ ! μιαν άλλη

και είχα τόσο ανάγκη ο δόλιος να την αγαπήσω πάλι

και μπερδεύτηκαν κουβάρι στην καρδιά ψέμα και αλήθεια

και από μέσα μου για νά' βγουν μου ξερίζωσαν τα στήθια



Πώς να κρύψω αυτό το λάθος,  πώς να κρύψω τα σημάδια

πώς να διώξω τα όνειρά μου που την φέρνουνε τα βράδια

πιο αστείο να της λέω να την βλέπω να γελάει

και όχι με το πάθημα μου που το αστείο  με πονάει

Α.Π.


64
ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ

Κουράστηκα να είμαι το σκιάχτρο μες στο αμπέλι , που με φοβούνται τα πουλιά ενώ εγώ τα αγαπάω τόσο....

Κουράστηκα να κρατάω το καπέλο του μάγου και να μην έχω ιδέα πώς να βγάλω το κουνέλι από μέσα ...

Κουράστηκα να είμαι ένα ξερό φύλλο στο χώμα που ακόμα ελπίζει πώς θα ξαναγυρίσει στο κλαδί που έζησε όλη τη ζωή του ...

Κουράστηκα να μην πετάω την κάλπικη μου λύρα γιατί φοβάμαι πως θα μείνω πιο φτωχός χωρίς αυτήν ...

Κουράστηκα να είμαι ένα γέρικο αδέσποτο σκυλί πού δεν σταμάτησε ποτέ να ελπίζει πως μία μέρα θα έρθουν να το βρουν εκείνοι που το πέταξαν στο δρόμο ...

Κουράστηκα να μετράω τον χρόνο από τότε που σε γνώρισα ,  ενώ όλη μου τη ζωή την έζησα πριν σε γνωρίσω ...

Κουράστηκα να φοβάμαι μην πνιγώ στα ρηχά εγώ που δεν πνίγηκα μες στους πιο σκοτεινούς  μου βυθούς ...

Κουράστηκα να προσπαθώ να ζωγραφίσω στον καμβά με χρώματα την ασπρόμαυρη ζωή σου ...

Κουράστηκα να περιμένω να κλείσει η αυλαία μέσα στο άδειο θέατρο  , σε μία παράσταση που ποτέ δεν άρχισε ...

Κουράστηκα να είμαι πάντα εγώ , ενώ με έχεις αλλάξει τόσο ...

Κουράστηκα που πάντα  είσαι εσύ , ενώ δεν μοιάζεις τώρα καθόλου με εκείνην που κάποτε αγάπησα ...

Κουράστηκα να κάνω λάθη ...

Κουράστηκα να είμαι το λάθος ...

Κουραστήκα να αγαπάω τους λάθος ανθρώπους ...

Κουράστηκα να αγαπάω λάθος τους ανθρώπους ...

Κουράστηκα να είμαι άνθρωπος ...

Α.Π.


65
ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Τώρα ήρθε ο χειμώνας  , δεν θα φοβάμαι τα μεγάλα γιορτινά τραπέζια ,τα μεσημέρια , πια

ούτε οίκτο θα νιώθω για τον ανέραστο ιδρώτα που κυλάει καυτός , στους γκρίζους τους κροτάφους

και ούτε τα σαββατόβραδα θα παίρνουνε τα όνειρα  και οι ελπίδες μου φωτιά

ούτε θα οδύρομαι για ανύπαρκτες αγάπες  που δεν έζησαν ποτέ , πάνω από  άδειους  τάφους



Ούτε στο γέρσιμο του ήλιου θα χρεώνομαι με ακόμα μία ξενιτιά

και δεν θα πνίγομαι σε θάλασσες που χρόνια τώρα από ταξίδια εχουν στερέψει

ούτε ονόματα , μες στο ποτήρι του αλκοόλ  θα ψάχνω για να δώσω  στην παιδική μου μοναξιά

ούτε θα κρύβομαι μες στις οθόνες τις σβησμένες , με τα φώτα αναμμένα και τις πόρτες ανοιχτές,  μήπως εκείνη  με γυρέψει



Είναι χειμώνας και τα παράθυρα έχουν άλλοθι να μένουν σφραγισμένα

είναι χειμώνας και κανένας δεν προσέχει μέσα στους δρόμους τα ξερά τα φύλλα , τα πεσμένα



Α.Π.


66
η μπαλάντα του νοικοκύρη....

Εγώ που κοίταζα από τις γρίλιες μα δεν βγήκα στο δρόμο

εγώ που τήρησα με ευλάβεια τον άδικο νόμο

εγώ που φόρεσα κουκούλα για να εκφέρω μία γνώμη

εγώ από σένα πού αγωνίζεσαι ζητάω συγνώμη



Εγώ που ξέπλυνα τα χέρια τους απ'το αίμα αθώων

που προσκυνάω τον τσοπάνη σε μαντριά υπηκόων

εγώ που σου έκαψα το δάσος για να φτιάξω ένα σπίτι

να ξερες πόσο σε ζηλεύω της πλατείας αλήτη



Εγώ που δεν ξέρω ποιος είμαι και κοινή γνώμη με λένε

πάνω στους τοίχους σε γνώρισα που λένε αλήθειες που καίνε

μα κι'αν το τρένο το έχασα και έχω ξεμείνει εδώ πέρα

δεν κάνω πια πως δεν άκουσα την που σε σκότωσε σφαίρα

Α.Π.


67
ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ

Θα σε πνίξω στη μεγάλη κατσαρόλα

θα σε βράσω γιατί εσύ μου φταις για όλα

θα σε φάω με το μικρό το κουταλάκι

θα σε πιω μες στου καφέ το φλυτζανάκι



θα σε σπάσω σαν αυγό μες στο τηγάνι

και θα αδειάσω ένα μπουκάλι με μελάνι

να καείς και εσύ και όσα σου  έχω γράψει

 που η ψύχρα σου με έχει κατακάψει



με τον τρίφτη θα σε κάνω τρίμμα τρίμμα

που δεν νοιάζεσαι είναι άδικο και κρίμα

μες στον φούρνο θα σε ψήσω με ένα πράσο

μοναχό που με έκανες χωρίς το ράσο



φέτα φέτα θα σε κόψω σαν το αγγούρι

που  μάγεψες και με έκανες καψούρη

θα σε γδάρω όπως γδέρνουν την πατάτα

 που σε αγάπησα και τα έκανα σαλάτα



θα κρυφτώ μες στα άπλυτα του νεροχύτη

πριν στους δρόμους βγω ξανά σαν τον αλήτη

σαν σκυλί που το ξεχάσαν και είναι μόνο

μες στους στίχους  και ας γαβγίζω δεν δαγκώνω

Α.Π




68
ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Σιωπηλά άρχισα να υπαγορεύω τις σκέψεις μου στον στυλό μου...

Και αυτός  να αφήνει τα γαλάζια του γράμματα πάνω στη λευκή σελίδα του παλιού μου τετράδιου , σχηματίζοντας λέξεις και προτάσεις ...

Του μίλησα για εκείνη , για τη μέρα που την γνώρισα , για την ματιά της που όταν έπεσε πάνω μου με ρούφηξε σαν μία μαύρη τρύπα  , και πως από τότε δεν ξαναγύρισα  ποτέ πίσω στην προηγούμενη ζωή μου..

Και χωρίς να με διακόπτει ο στυλός μου έγραφε ... και έγραφε ... δίνοντας μου την ευκαιρία να βγω από μέσα μου και να κυλήσω  πάνω  στις μπλε γραμμές της σελίδας όπως κυλάει η δροσιά της νύχτας πάνω στα ξερά φύλλα , του γερμένου στον μίσχο του ,   ξεχασμένου λουλουδιού ,στο βάζο  ...

Του μίλησα για εκείνα τα άρρωστα όνειρα με το πληγωμένο βλέμμα που με έπαιρναν από το χέρι για να τριγυρίσουμε μαζί κάθε βράδυ έξω από τον παράδεισο ...

Του μίλησα για εκείνο το μικρό πράσινο αστέρι που μου έδειχνε τον δρόμο τις νύχτες για να γυρίσω μέσα μου ,   μην και  ξεχαστώ και  ξημερωθώ στην κόλαση ...

Του είπα για  την ανημποριά μου να ταξιδέψω τοσο μακριά για  να μπω στη ζωή της και του το έδειξα στον χάρτη του χρόνου  ...

Ώσπου του έδειξα τις πληγές που μου έχει αφήσει στο ανάστημα  ο απαξιωτικός της λόγος... και του μίλησα για τον πόνο ,  με τον οποίο γέμισαν την ψυχή μου ...και την καρδιά μου ...και τις φλέβες μου , οι επιλογές της ,που κατέστρεφαν τη ζωή της ..

 Τότε ο στυλός μου άρχισε να θυμώνει και να μουτζουρώνει το χαρτί ...

Θύμωσε με μένα και με εκείνη τόσο πολύ που κοκκίνισε από το κακό του ...

 Σταμάτησε να γράφει , έκοψε τη σελίδα ,  την τσαλάκωσε και την πέταξε στο πάτωμα ...

Και στην επόμενη σελίδα με μία κοφτή κίνηση σχημάτισε μία κόκκινη γραμμή ...

Α.Π.


69
όταν ο κυνισμός κρατάει μαχαίρι..
Και με σταθερή φωνή του λέει κοιτώντας τον μες στα μάτια  ''είμαι όλα όσα θέλεις και δεν θα έχεις ποτέ'' .
Ενιωσε ότι ενώ πέθαινε από την δίψα , εκείνη , με μία γρήγορη κίνηση του πέταξε στα μούτρα ένα ποτήρι με νερό ,  παγωμένο ,το οποίο αν ήθελε  να ξεδιψάσει λίγο θα έπρεπε να σκύψει και να το γλύψει από το πάτωμα , ή με τα δάχτυλά του  να το μαζέψει από το πρόσωπό του έτσι όπως  κυλούσε , σταγόνα την σταγόνα
Γύρισε γρήγορα το βλέμμα του από την άλλη για να μην τον δει με το χειμώνα  μες στα μάτια του , Αύγουστο μήνα , που ήταν έτοιμος να ρίξει καταιγίδες..
Και έφυγε γρήγορα χωρίς να της απαντήσει , για να μην ακουστεί στον ήχο της φωνής του , το αδέσποτο γέρικο σκυλί που άρχισε να  αλυχταει από τον πόνο , από την κλωτσιά που του έριξε με  την καινούργια  , την αστραφτερή της την γόβα  , η νεαρή κυρία ...
Φτάνοντας στο σκοτεινό του το σπίτι , ξεκλείδωσε τρέμοντας την παλιά πόρτα και την έσπρωξε πίσω του ακουμπώντας με την πλάτη σε αυτήν , και  άρχισε να κλαίει  για κάποια δευτερόλεπτα  ...προχώρησε ανάβοντας το φως στην κουζίνα , κάθισε στο τραπέζι άναψε ένα τσιγάρο και μονολόγησε...  ''Είσαι όλα όσα δεν θα έχω ποτέ ... ευτυχώς !!! και ας τα θέλω τόσο ...
Α.Π.

70
ΕΚΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΗ
Μόλις συναντήθηκαν πίσω από τα κλειστά μου μάτια η εκείνη που θα γίνεις με τον εκείνον που ήμουνα...
Νομίζω πως ο ένας αντιπάθησε  πολύ τον άλλον...
Η αλήθεια είναι ότι ο εκείνος που ήμουνα περίμενε πως θα βρει την εκείνη που είσαι και οχι την εκείνη που  θα γίνεις...
Και τώρα που το σκέφτομαι πραγματικά είμαι πολύ περίεργος για το πώς θα τα πήγαιναν η εκείνη που θα γίνεις με τον εκείνον  που είμαι...
Ομως ας μείνουμε στα δεδομένα που ξέρουμε ...ότι ο εκείνος που είμαι έχει μες στην καρδιά του την εκείνη που είσαι και η εκείνη που είσαι δεν δίνει δεκάρα για τον εκείνον που είμαι.... ας το αφήσουμε έτσι ....είναι πιο ξεκάθαρο
Αν και εγώ δεν θα απαγορεύσω ποτέ στον εκείνον που ήμουνα να ονειρεύεται την εκείνη που είσαι...
Τώρα αν ο εκείνος που ήμουνα  τα κάνει θάλασσα και ονειρευτεί την εκείνη που θα γίνεις,  τότε ας ξεμπερδέψει με τον εφιάλτη του όπως μπορει......
Οπως δηλαδή ο εκείνος που είμαι που ονειρεύτηκε την εκείνη που είσαι και ζει έναν  εφιάλτη και που ακόμα δεν έχει ξυπνήσει από αυτόν...
Α.Π.

71
ΒΙΑΣΤΙΚΑ....

 Είναι τόσο παράξενο αυτό.... ενώ πάντα στην ζωή μου βιαζόμουν ποτέ δεν έφτασα πουθενά στην ώρα μου....

Παραδείγματος χάρη όταν ήμουν παιδί , θυμάμαι ότι μόλις μου αγόραζε η μάνα μου παπούτσια , βιαζόμουν να περάσει ο καιρός ώστε να παλιώσουν για να μου αγοράσει καινούργια ... και έτσι ποτέ δεν χάρηκα πραγματικά τα καινούργια μου παπούτσια....πάντα έτρεχα μπροστά τους στον χρόνο και τα έβλεπα να έχουν παλιώσει ....

Πραγματικά ακόμα και σήμερα τα θυμάμαι κάποια από αυτά τα παπούτσια ....ετσι  παλιά ....ξεφτισμένα ... να έχουν χάσει το χρώμα τους και έχουν λιώσει οι σόλες τους...

Ομως δεν έχω ούτε καν  μία εικόνα από την ημέρα που μου τα έφερε στο κουτί η μάνα μου καινούργια... καμία ανάμνηση από αυτά...

Ακόμα και όταν μιλάω βιάζομαι ....μιλάω πολύ γρήγορα λες και προσπαθώ να ακολουθήσω τις σκέψεις μου,   οι οποίες για έναν  ακατανόητο λόγο τρέχουν μες στο κεφάλι μου και προσπαθούν να βγουν έξω από αυτό τραβώντας και σπρώχνοντας με βία  τις λέξεις για να βγουν  από το στόμα μου ...

Και να αγαπήσω πάντα βιαζόμουν...πρώτα ένιωθα να γεμίζω αγάπη και έρωτα και μετά έψαχνα να βρω έναν άνθρωπο που να χωράει όλο αυτό που ένιωθα...

και έτσι τα αισθήματά μου ή θα περίσσευαν και θα έπνιγαν τον άλλον,  ή θα ήταν λίγα ...με αποτέλεσμα να τον αφήνω άδειο.... ποτέ δεν θυμάμαι να βρήκα τον άνθρωπο που του ταίριαζαν γάντι όλα αυτά που ένιωθα....

Και να ζήσω το αύριο βιάζομαι χωρίς όμως  να χρειαστεί να τσαλαπατήσω μέσα στις βρώμικες λάσπες αυτού του τρισάθλιου ''σήμερα''......

Για αυτό λείπω πάντα μέσα από το ''σήμερα''...

Ίσως ο χρόνος μισεί τους βιαστικούς.... Σίγουρα όμως οι βιαστικοί μισούν τον χρόνο...

Α.Π.


72
We are all mad here

Την απόφαση για το τι θα κάνω χθες , θα την πάρω πάλι απόψε το βράδυ , πίνοντας την μπύρα μου ... από μεθαύριο βλέπουμε τι θα κάνω αύριο.

Κάνε μου τη χάρη και μη μετρήσεις στο λογαριασμό μου  την σημερινή μέρα... ξεχάστηκα και δεν την έζησα....

Τι θα πει μεγάλωσα   !!! τι θα πει αυτό δεν είναι σωστό !!! τι θα πει δεν πρέπει να σε αγαπάω !!!   Μεσα σε μία γ**ημένη στιγμή στην κουκίδα του χρόνου  στριμώχτηκε η ζωή μου ... και αυτήν την κωλοζωή την έζησα χωρίς εσένα  ...

Ολοι με κατηγορούν,  πιθανότατα και εσύ, ότι άφησα το χρόνο να περάσει χωρίς να κάνω κάτι , να δημιουργήσω κάτι ... λες και αν ο χρόνος έβρισκε μπροστά του τα δημιουργήματα μου δεν θα πέρναγε...

Μας χωρίζουν λες τόσα χρόνια... Πραγματικά εγώ δεν το είδα γιατί άρχισα να μετράω το χρόνο μου από τη μέρα που σε γνώρισα....

Ο δρόμος της λογικής είναι τόσο παράλογος ..κατευθείαν στην τρέλα οδηγάει... μονόδρομος... και μόνο ένας τρελός θα επιχειρούσε να γυρίσει πίσω οδηγώντας ανάποδα σε μονόδρομο που σφύζει από κίνηση...

Δεν θέλω να σε τρομάξω... αλλά μπροστά σου τώρα βλέπεις έναν τρελό που οδήγησε για χρόνια ανάποδα με το παλιό του το αυτοκίνητο μέσα στην εθνική οδό για να γυρίσει πίσω και να ξεκινήσει ίδιο ταξίδι από την αρχή, μαζί σου αυτή τη φορά...

Έλα τώρα μη σε πιάνει πανικός..... είμαι τόσο κουρασμένος από το ταξίδι της επιστροφής στον χρόνο που απλά θα μείνω εδώ στην αφετηρία , να σε βλέπω  να πηγαίνεις μπροστά , και να χάνεσαι λίγο λίγο από τα μάτια μου , έτσι όπως σβήνει ο ήλιος μέσα στη θάλασσα στο ηλιοβασίλεμα...

 Καλό σου ταξίδι... και νομίζω πως τους αγαπάς τους τρελούς ....αλλιώς ούτε οι τρελοί θα σε αγαπούσανε...και ας μην τους το λες... και ας μην στο λένε...

Αλλωστε τρελοί είμαστε όλοι εδώ ..

Α.Π.


73
ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Και σε κοιτάζω κρυμμένος πίσω από το αδύνατο , το απραγματοποίητο , να ταξιδεύεις στους αόρατους δρόμους της νύχτας ...

Μαντεύω τα λόγια που θα πείτε και αυτά που δεν θα σου πει ... και συ θά' θελες τόσο να τα ακούσεις από εκείνον...

Τα έχω εδώ όλα πίσω από τα κίτρινα δόντια μου , όμως τα λερώνει το σάπιο στόμα μου , και εκείνα που ακούμπησα πάνω στο άσπρο χαρτί είναι λόγια με περιτύλιγμα από γυαλόχαρτο , αισθήματα με μολυσμένο δέρμα γεμάτο φουσκάλες κόκκινες , αποκρουστικές ....

Είχα κόψει ένα τριαντάφυλλο να σου φέρω όμως με πρόλαβε ο χρόνος ,  φύσηξε δυνατά και του πήρε όλα τα πέταλα , το έκρυψα πίσω από την πλάτη μου να μην το δεις...

Ξέρω οτι θα γυρίσεις το πρωί στο σπίτι σου , θα ήθελα να σε ρωτήσω αν σε δω κάποτε πώς μοιάζουν οι νύχτες που δεν έχουν σκοτάδι γιατί το έχω ξεχάσει τόσα χρόνια τώρα...

Ετοιμάζομαι να κλείσω το φως στο παλιό μου πορτατίφ , έχω εκπαιδεύσει τις σκέψεις μου να γίνονται όνειρα όταν αποκοιμιέμαι ... Δεν σου λέω καληνύχτα ,,,,, Θα τα πούμε εκεί ...

Α.Π.

74
ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ
είχε μάθει μόνο να ζωγραφίζει πάνω στον καμβά.... να ακουμπάει με το πινέλο του τα χρώματα....να φτιάχνει το δικό του κόσμο και να ζει εκεί ....μακριά από την μίζερη πραγματικότητα του...
και όταν τελείωνε τον πίνακα να απομακρύνεται από αυτόν και να κάθεται να τον κοιτάζει με τις ώρες....εκεί έβρισκε όσα δεν είχε ...την αγάπη  ....τον έρωτά ....... και τα νιάτα ... τα νιάτα ...
ποτέ δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε να πνίγεται μέσα στα χρώματα .....πώς έγινε ένα μέρος και ένα κομμάτι του πίνακα.... ποτέ δεν κατάλαβε....
δεν ήταν πια ο ζωγράφος... ήταν χρώμα ....δεν ήξερε να είναι χρώμα... ο καημένος δεν ήξερε να είναι χρώμα....
και μέσα στα υπέροχα χρώματα του πίνακα ξεχώριζε έτσι αταίριαστος.... αδαής και ξένος....
Α.Π.

75
ΑΝΕΙΠΩΤΟ...

εκείνη η στάλα της δροσιάς , που έτρεξε  πάνω στο μαραμένο μου το όνειρο  ήσουν

λίγη ζωή που κύλησε πάνω στον μίσχο του ξερού του λουλουδιού , του ξεχασμένου μες στο βάζο

πυρακτωμένο αστέρι που φέγγεις πάνω απ' τις στάχτες που έχουν μείνει από τις φωτιές που δείλιασαν να ανάψουν και να σβήσουν

μαργαριτάρι μες στο  ασύλητο κοχύλι του βυθού ,  που όλο βουτάω με ότι ανάσα μου χει μείνει να το δω , κι' όμως ποτέ μου  δεν το βγάζω



λες και ο Μαΐστρος ζήτησε ένα βράδυ σε χορό κείνα τα λόγια που στεγνώνουν μες το στόμα , τα λόγια τα ανείπωτα

μα εκείνα μαθημένα στη σιωπή σαν κοριτσόπουλα στο πρώτο τους το πάρτυ λικνίζονται ξετσίπωτα

και είπε ο βυθός στο κύμα  ''σε αγαπάω'' μα αμέσως μετανιώνει και ζητάει συγνώμη

και είπε το κύμα ''δεν πειράζει'' μα ο βυθός το ξέρει... δεν τον συγχώρεσε ακόμη



Α.Π.

Σελίδες: 1 2 [3] 4 5 6 ... 19