Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - (Κωνσταντίνος. Γ)

Σελίδες: [1] 2
1
Μια γραμμή το τέλος του κόσμου κι ακολουθώ... 
Εκείνο το νόημα πέρα απ’ τις θάλασσες,
την αλήθεια που κανείς δεν τόλμησε ν' αγγίξει...
Κι εσύ πάντα εκει...
πίσω απ’ τους αρχαίους αστερισμούς
να κρατάς κάτι απ' τη νύχτα...

...Στέγνωσε το δειλινό έξω απ’ το μικρό παράθυρο
   ...Δείλιασε το φως να πλησιάσει την ψυχή μου
      ...κι έτσι έμεινα νησί αχαρτογράφητο...!
παρήγορο βέβαια να στέκεις απέναντι στην ύπαρξη
σαν κάτι το άλυτο σε έναν κόσμο διαλυμένο......!

2


Η πιο βαθιά εικόνα των ματιών σου κρατά τον ουρανό
Εκεί που τα χρώματα συγχέονται,
εκεί που τα χέρια ενός αγγέλου παίρνουν τη λάμψη ξυραφιού,
Πέρα απ’ το άγριο κύμα να σχίσουμε τα φώτα,
Εκεί που η ζωή δεν ξεχωρίζει απ’ την αλήθεια, την πόλη να γκρεμίσουμε.
Λίγο από νύχτα, λίγο από φως,
εδώ η ζωή κι ο θάνατος εδώ!
Ξημερώνει…
Στο πιο απέραντο τοπίο κατοικεί η γαλήνη,
Μήπως είναι η πόλη που κρατά την θλίψη;
Μήπως αν φύγω τώρα κάπου θα βρω τον ήλιο;
Γιατί στα νύχια των ματιών μου μπερδεύτηκε ο ορίζοντας.
Το πρώτο σχέδιο έρχεται πάντα απ’ την σιωπή,
Οι οικοδομές υψώνονται ως την νύχτα
Και νύχτα φέρνουν ως εδώ
Ξημερώνει…
Κι είμαι ακόμη εδώ, μάλλον για ώρες εδώ, απ’ το σπουδαίο βράδυ
στο παγωμένο παράθυρο, μα δεν το ξέρει κανείς
οι τόσοι άνθρωποι της ζωής μου…δεν το ξέρει κανείς.
Πιο ρολόι μπορεί να περιγράψει τον χρόνο;
Πια φλέβα να μιλήσει για ζωή;
Ξημερώνει…
Με το μάτι του Θεού πάνω απ’ την πόλη τυφλό
μέσα από σύννεφα άγρια το θαύμα της άγνοιας υπάρχει,
κοιτώντας προς την μεγάλη ερημιά του κόσμου,
τα παγωμένα τζάμια αγγίζω
κι ακολουθώ με τα δάχτυλα τα αστέρια που έσβησαν.
Το πρώτο φως, το άγιο φως,
η ένωση εντός μου.
Ξημερώνει…
μια καλημέρα προς τον κόσμο
πριν υψωθεί ο ήλιος ίσως για ν’ ακουστεί
ίσως μοναδική, ίσως μόνο σήμερα, κάτι να βρω με ουσία
στα πρόσωπα των δρόμων, στα κρύα χείλη
στα συρμάτινα λόγια που αμίλητα απορούν
κι όμως ξεκάθαρα ζητούν την φθίνουσα πορεία της εποχής.
Ξημερώνει…
κι εγώ μιλώ με την βροχή
που φέρνει γη από τις πιο μακρινές πατρίδες
ας φέρει απόψε κι ένα ίχνος πριν το τέλος,
έστω μια σωτηρία πριν την ανάσταση από γεμάτα καλοκαίρια
γιατί ο κόσμος στο μυαλό μου δεν έρχεται σωστά,
έμεινε μόνο ένας νεκρός προφήτης
από μια δικαιοσύνη άσχημη
έμειναν μόνο οι ακόλουθοι
μιας δικαιοσύνης άσχημης
μα  πάνω απ’ όλα
μια δικαιοσύνη άσχημη!   

3
Νυχτώνει εδώ και πέρα απ’ της πόλης
Στο άκουσμα της νύχτας οι κήποι ανασαίνουν
Τα νυχτολούλουδα…οι μυρωδιές… τ’ απόμερα ξωκλήσια,
πόσες αγάπες έκλεισαν τον κύκλο της ζωής,
το φως του φεγγαριού που μπαίνει απ’ τις γωνιές
και σέρνεται στο σώμα με λόγια κι υποσχέσεις
με έναν ψίθυρο βραχνό…για πάντα θα μ’ εδώ…

Στους δρόμους οι ρωγμές, μια δίψα για βροχή
Το  χρώμα που έδωσε φωνή στα χείλη των αγίων,
Τα κεραμίδια στις σκεπές κι ο χρόνος που τελειώνει
ενώνουν τους ανθρώπους με έκκληση στον Θεό…
…Θα περιμένουμε το φως σαν πρωτοχαράξει…
…Άλλη μια μέρα να μας δει…
…μια ακόμη τελευταία…
…Πριν μας προλάβει η πόλη…
…πριν μας πουλήσει ο χρόνος…

Νυχτώνει εδώ και πέρα απ’ της πόλης,
Μέσα στα στενά οι άνεμοι αγριεύουν
Χορεύουν με την σκόνη σε αχνά φώτα που καίνε,
Των δρόμων οι εικόνες και τα σκυλιά που ουρλιάζουν,
Ξυπόλυτα παιδιά που έταξε ο κόσμος να μείνουνε θλιμμένα,

Τα στέκια που βρωμάνε κι οι άνθρωποι που σβήνουν…
Τα κρύα πεζοδρόμια που σφίγγουν την ζωή μας…
Τα μακρινά εργοστάσια που έμειναν κρυμμένα…
Φωλιές για νυχτοπούλια στο φως του φθινοπώρου…

 Τα δάση σκιερά και ο χειμώνας πέφτει…

  Τ’ αγρίμια φοβισμένα κι η πόλη αναμμένη…

   Το πάθος στα σκοτάδια, του έρωτα η πνοή…

    Ο θάνατος στο κρύο και η ζωή στην άνοιξη…

     Τα νήματα που μ’ ένωσαν μ’ αυτήν εδώ τη νύχτα… 

     
      …….. Νυχτώνει εδώ….. και πέρα απ’ της πόλης…..!




Κωνσταντίνος .Γ

4
Φεγγάρια ραγισμένα πλησιάζουν κι άπνοα οι νύχτες σιγούν
πίσω απ’ τα πρόσωπα μας, πάνω στα υγρά μας βλέφαρα
με λεπίδες κι ακόνια σκυφτά προσκυνούν,
δακρύζουν βροχερά κι αναμένουν να εξορκιστούν
σ΄ ένα κρύο αγκαθερό που όπως μες από δάση σκιερά
και από βουνά με ίχνη από ουρανό σαν φως σκιάς θα έρχεται.
Έχει δυο μέρες που ο χειμώνας πάτησε στη γη μου,
δίνοντας στους κήπους καινούργια πνοή
κι έναν μεγάλο θάνατο να ξεπλυθούν στους δρόμους
μ’ ένα καθρέφτισμα παγερό του ήλιου,
κι ήρθε καιρός με νυχιές και με δαγκώματα
να πλυθούμε κι εμείς σαν αντίμαχα θηρία
σαν δυο άγγελοι αδέσποτοι,
γλιστρώντας απ’ την κενή αθωότητα στην αχόρταγη γνώση
για έρωτα, για ένωση, για πόνο, μεταμορφώνοντάς μας
σ’ ότι πιο φωτεινό ο χρόνος θα φέρει στους τοίχους που υψώνουν…
στις όψεις που σφίγγουν…στις αποστάσεις που φώτισαν…
στους καθρέφτες που έσπασαν…στα όνειρα που τρόμαξαν…
στις γραμμές των χεριών μου που όπως άνοιξα την πόρτα σκότισαν…
Τέλος εδώ! για μια αρχή που θέλησα να ζήσω,
για έναν Θεό που θέλησα να δημιουργήσω,
για έναν δικό μου Θεό!
Παγωμένο το μέτωπο φωτίζω τώρα με λόγια και έννοιες,
Με ένοχες εκπνοές συνεχίζω να ζω κι έτσι θα ζω αιώνια,
να δημιουργώ σκοτώνοντας όνειρα κι αιτίες
για να μπορώ να θλίβομαι κι έτσι να υπάρχω καταφώτιστος
όσο ποτέ δεν θα μπορέσω να υπάρξω
και σελίδες λευκές ασήμαντες θα μετατρέπω σε φτερά
τρόπος μοναδικός για να βρίσκομαι ανάμεσα από αστέρια
εκεί που αχόρταγα βασιλεύει η σιωπή κι ήχος γήινος δεν φτάνει,
εκεί που η γαλήνη απροστάτευτη αγριεύει
τρέφοντας μας με ευχές.

Δική μου ευχή!
Να σβήσω από χάρτες, σύνορα και λίστες ανθρώπων
να ζήσω με τα σώματα του ουρανού
και έτσι να σβήσω καθαρός
κι ανέγγιχτος απ΄ τους ανθρώπους
πέφτοντας κάποια κρυστάλλινη βραδιά
σ΄ ακραίες εκτάσεις ανεξερεύνητων βυθών
και στη γη να υπάρξω μοναχά σαν έννοια
που ανέτειλε από ήλιους εξώκοσμους
κάποιου ποιήματος που ράγισε…



Κωνσταντίνος. Γ


5
Ακολουθώ το φως, την τροπή που πήρε το πιο συμπαγές σύννεφο,
στο πιο φωτεινό περιγράφεται η ουσία του Θεού,
Περιγράφεται κι ένα παιδί να τρέχει δίπλα του  μέσ’ στους ουρανούς,
Το πίσω παράθυρο του δωματίου αντικρίζει νύχτα,
η μυρωδιά των παιδιών της, ξεσκίζει της αισθήσεις,
μέσα μου τα όρια γκρεμίζουνε την κοινωνία,
η επανάσταση μόλις ξεκίνησε.

Μπορώ κι ανάβω στο πιο βαθύ σκοτάδι,
μια ικανότητα για να ενώσω τ’ αστέρια το μόνο που με διακρίνει,
βλέποντας τον χρόνο να με σβήνει αστράφτω πιο βαθιά,
Οι έννοιες πια είναι στο έλεος μου,
θα κρατηθώ από ένα σκοτωμένο όνειρο…
και θα πετάξω.

Μην αφήνεσαι πάνω μου,
κοίτα με καλά…παραπατάω,
ίσως το να πέσω… είναι απλά θέμα χρόνου  … 





Κωνσταντίνος .Γ

6
Ανατολή κι ο κόσμος περιφέρεται.
Στη διασταύρωση των ουρανών, φωτίζουν τα μέτωπα,
η γνωστή ανηφόρα του ήλιου κι οι πρώτες δυο κουβέντες
…Καλό χειμώνα…
Στις άκρες των νησιών οι θάλασσες ψυχραίνουν,
τα πρώτα ταξίδια μπήκαν σε πορεία
αγγίζοντας τους δρόμους νιώθεις την τροχιά τους.

Περπατώντας στην άσφαλτο νιώθω μια ψύχρα,
κοιτάζω προς τον νότο,
τα πάντα οδηγούν προς το λιμάνι,
στις γωνιές που οι άνθρωποι ενώνονται,
χείλη με χείλη,
πόνος με πόνο,
οι απορίες τεντώνουν το σχοινί,
το δέσιμο έχει σφίξει…δεν θα μας σπάσει τίποτα πια!

Οι πρώτες δυο κουβέντες…καλό χειμώνα…
Πέρασε καιρός, τίποτα πια δεν έχουμε κοινό,
η αλλαγή των ανθρώπων στ’ αγριεμένα μάτια μου,
οι στιγμές που έμειναν ανεξίτηλα γραμμένες στις αμμουδιές,
οι φωτιές μεσ’ την ξαστεριά της νύχτας, αιώνιες εικόνες,
τώρα τα χρώματα δέχονται την μετατροπή,
πάνω απ’ τα πλάττει της θάλασσας η όψη αλλάζει…

Η πρώτη βροχή, το στίγμα του χρόνου
στις γειτονιές η ίδια σκέψη μένει ανέπαφη
  …τα χρόνια πέρασαν…γερνάμε…
κάθε που γελώ το μέλλον περιγράφεται στο πρόσωπο μου,
αβασίλευτη η μέρα γυρίζει στα πόδια μου,
αβασίλευτα κι αυτές οι σκέψεις δίνουν στίγμα στην ψυχή μου,
οι πρώτες δυο κουβέντες…καλό χειμώνα….
μα τα παιδιά έξω παίζουν…ακόμα παίζουν…
υπάρχει ελπίδα…

Πάντα θα υπάρχει…







Κωνσταντίνος .Γ
 
 
   

7
Έχω μέσα μου τον θάνατο όσο και τη ζωή
στα μακρινά μου πέλαγα η λύπη των κυμάτων
θα βρει σιωπή
στο κρυσταλλένιο άγγιγμα των αγριεμένων κύκνων
ένα τραγούδι τελευταίο απ’ το δικό τους στόμα
ένα φως πριν απ’ το τέλος στο μέλλον θ’ ανατείλει.

Η παγωνιά στις αμμουδιές όλη η ουσία του χειμώνα
όπως ο άνεμος θα σβήνει τα ίχνη απ’ το τελευταίο καλοκαίρι
το σύμπαν σε μια ενότητα θα μας δώσει το νόημα
πως η ιστορία δεν είναι τίποτα παρά μόνο ένα φίδι
που σέρνεται, επικίνδυνα πλησιάζει
κι εμείς ακόμα κοιτάμε στην αφετηρία

Σεβασμός στη διδαχή, απομάκρυνση απ’ τη λατρεία
κλείνω το θηρίο στο κελί και το κρατάω ζωντανό
ένα χάδι σου, μία πληγή, θα τα αξίζω πάντα
περπατώ προς το μέλλον και σ’ έχω ανάγκη
βλέπω τον δρόμο στραβό…φοβάμαι,
θέλω τις νύχτες μέσα σου να γαληνεύω.

Δώσε μου μια υπόσχεση ακόμα κι αν φύγεις,
δώσε μου μια υπόσχεση για να μπορώ να ζω,
πες μου πως θα με θυμάσαι πάντα.
πάντοτε στα χέρια σου θα έχεις την αφή μου
πάντοτε στα μάτια σου το βλέμμα μου θα γέρνει
και στην τελευταία μέρα σου… εγώ το νεκροσέντονο…




Κωνσταντίνος .Γ
   

8
Περπατώ και επιστρέφω και στο βήμα μου σε νιώθω
σ’ ένα πέρασμα που ο ήλιος δεν μπορεί να με αγγίξει
παρά μόνο ο αέρας στις κινήσεις μου γυρίζει
και μου φέρνει μυρωδιές απ’ το φθινόπωρο
στα κίτρινα, ξερά του φύλλα,
πόσο μοιάζει λυπημένο,  μ’ έναν τρόπο που μπορεί
την λύπη του να μεταδώσει,
μ’ έναν τρόπο που μπορεί το μυαλό σου να λυγίσει
να διασπάσει σε φωνές στις αυγής τα περιγράμματα
σ’ έναν ήλιο μακρινό, πίσω απ’ κρύα τζάμια,
σ’ έναν ήλιο πρωινό, στων δρόμων την γυάλινη επιφάνεια…

Σήμερα το φθινόπωρο έκανε το πρώτο βήμα προς εμάς,
πες μου, πως θα διαβεί και θα γείρει στις πλάτες μας
για μια φορά ακόμα;
πες μου, πόσο η νύχτα θα μείνει σκέπαστρο
πάνω απ’ τη θλίψη των ματιών μας;
πόσο μπορεί ένα μαχαίρι τελικά να σε σκοτώσει
πόσο μπορεί να σ’ αναστήσει
κι από τον χρόνο να χαθείς για μια στιγμή
και να αγγίξεις τελικά την ύπαρξη σου,
θα γυρίσεις με φτερά, θα γυρίσεις με αγκάθια
σαν θα γίνεις ένα με τον κόσμο, τώρα πια δεν θα φοβάσαι
θα νιώθεις ένα κομμάτι ολόκληρο μες στον σπασμένο κόσμο
μες τον σπασμένο ορίζοντα
ένα γεμάτο ηλιοβασίλεμα…

Πια φτερά κι από πια μέρα, θα περάσουν στους αιώνες
σαν με πάθος θα ραγίζουν και στα πόδια σου θα πέφτουν
σαν με μέλι θα σε λούζουν κι ο χειμώνας θα σε κλείνει
σε δωμάτια με νύχτες κρύες και ξεσκέπαστες
κι οι επιφάνειες θα σφίγγουν, θα σκουριάζουν και αθάνατες θα μένουν,
πες μου αν μπόρεσες να κλάψεις για αυτούς που έχεις χάσει
πες μου αν κάποτε μπορέσεις τη ζωή σου να γκρεμίσεις
και στα πιο βαθιά χαλάσματα τη μορφή μου να ξεθάψεις
γιατί εγώ θα περπατώ στις ψυχρές, κόκκινες νύχτες
κι όσο επάνω θα σκεπάζει ο χειμώνας τα αστέρια
θα κοιτάζω τα ζεστά χρώματα μες το ξημέρωμα
και στα μάτια μου το δάκρυ που από χρόνια περιμένω
θα χαρίσω στα πουλιά,
τώρα που γέρνει δίπλα στη νύχτα σιωπηλά
το  πρώτο φως της μέρας…     


Κωνσταντίνος .Γ


9
Κοίταξε πέρα πάνω από ανθρώπους και από σπίτια
δες το φθινόπωρο ανήμερο και γκρίζο
Πως πλησιάζει με ένα βήμα σκοτεινό και με αλήθεια
Έρχεται η νύχτα και στη θλίψη μου ελπίζω

Και τώρα μύρισε ο άνεμος την ψύχρα του
Εδώ θα στείλει η βροχή τα σήματα της
Κι απ’ το παράθυρο ο χειμώνας και η νύχτα του
Κρύα φωνή ακολουθώ τα βήματα της

Πόσα ταξίδια κάτω απ’ τον άγριο ουρανό
Πόσες αγάπες γαντζωθήκαν στην ψυχή μου
Τι να πιστέψω τι να πρωτοθυμηθώ
Σε λαχταρούσα από καιρό μες τη ζωή μου

Εδώ βραδιές ξανά θα νοσταλγώ
Του κρύου εγώ θα πάρω όλη την ψύχρα
Γεννήθηκα ξανά για να μπορώ να βρω
Μέσα απ’ τον χειμώνα του κόσμου την αλήθεια 

Κωνσταντίνος .Γ


10
Τούτο το αγκάθι που στη πλάτη μου καρφώσανε
κάποτε άνθρωποι ξερνώντας περηφάνια
μα τα φτερά μου στ' αστέρια αποδώσανε
κι έγινα νύχτα στ' ουρανού την επιφάνεια

ίδιο το πέρας σ' έναν ορίζοντα ζωγραφιστό
στ' ακρογιάλια σαν μυρίζω την αρμύρα
και θα κεντήσω σ' ένα κύμα φωτιστώ
τη μορφή που απ' το κορμί σου απόψε πήρα

μαύρα τα σύννεφα στο κέντρο τ’ ουρανού
μέσα μου άγγιξε τ’ αγκάθι την καρδιά μου
ισορροπώ στα σπάνια άνθη του γκρεμού
σαν παίρνω φως απ’ την υπέροχη φωτιά μου

κι αρχίζω πάλι με ζωή να δημιουργώ
να χτίζω όμορφα ψηλά πάνω απ’ τ’ αστέρια
κι ότι μέσα μου κρατώ από καιρό
ρυτίδα γίνεται στα δυο φτωχά μου χέρια

γυαλίζει μέσα μου σκουπίδι η περηφάνια τους
γυαλίζει μέσα μου τ’ αγκάθι σαν διαμάντι
γιορτή μεγάλη η αλήθεια τις ορφάνιας τους
κι όσο θα ζω αυτή η γιορτή θα είναι απάτη

(Κωνσταντίνος .Γ)

11
(22:25μμ)

Είναι τα Φώτα που απλώσανε παντού τώρα που έσβησε ο ήλιος
και ξαπλώσανε μπροστά μου σαν άστρα που ξερίζωσε ο χρόνος
σαν άστρα που ξεβράστηκαν στην γη από τις θάλασσες του κόσμου,
από τις νύχτες που χαϊδεύουνε τους δρόμους και γυαλίζουνε πάνω στα κύματα
και πίσω απ’ τα σπίτια τα ζεστά...

(00:45πμ)

Σε μια υπέροχη μοναξιά φεύγουν τα νυχτοπούλια,
πάνω απ’ τις σκιές τα μάτια μου ταξιδεύουν στους ανοιχτούς ουρανούς,
σκόρπιους στα πέρατα και ενωμένους στο παρών,
η ησυχία είναι καθαρή κι απόλυτη, τόσο ερωτική ησυχία,
γύρω μου ύπαρξη καμιά παρά μόνο τα σώματα τ’ ουρανού παρά μόνο η φωνή του κενού
η γλυκιά φωνή του παράξενου ορίζοντα,
τι φωτεινή νύχτα Θεέ μου! τι πανέμορφη βραδιά…
αν πέθαινα απόψε θα ήμουνα γεμάτος, θα είχα ζήση τα πάντα
ίσως να πήγαινα και στον παράδεισο, αν πέθαινα απόψε…
όσο θα μένω εδώ θα νιώθω άρρωστος
και θα υπάρχω μόνο για κάτι τέτοιες νύχτες
για μια αγάπη και τίποτα άλλο…
Έτσι όπως κάθομαι βαθιά στην καρέκλα θα θυμηθώ
πως κάποτε ήμουν με κάποιον ένα
μα το ξέρω πως θα ξεχάσω γρήγορα ίσως γιατί δεν άξιζε απ’ όλα τίποτα   
μόνο εκείνο το παιδί που πια δεν υπάρχει και χάθηκε γιατί ο κόσμος ζει στην άγνοια
και σαν Θεό την παρουσιάζει
μα εδώ οι Θεοί από καιρό έχουν πεθάνει …!

(03:52πμ)

Θα σηκωθώ και θα περπατήσω κοιτώντας ψηλά θα κατέβω στην παραλία
μπροστά απ’ τη θάλασσα θα κάτσω, θέλω εδώ να κλάψω δυνατά για όσα δεν έκλαψα ποτέ μου
πάνω απ’ την παγωμένη αμμουδιά να στάξω τα δάκρυα μου
και να αρπάξουν φωτιά τα πάντα γύρω μου, να σχίσω το στήθος μου και απ’ τα βαθιά να πνίξω
την τελευταία αναπνοή μου, να μην υπάρχω για τίποτα πια, να μην φοβάμαι, να γίνω πάλι παιδί,
να γίνω κάποιος που χάθηκε απ’ τον κόσμο, να γίνω μια βροχή ζεστή πάνω απ’ το καλοκαίρι
και να αγγίξω όσα χάθηκαν απ’ τη ζωή μου, να κάνω έρωτα με τη γη και μαζί της να στεγνώσω.

(06:05πμ)

Όσο η νύχτα θα με έχει κι όσο η θάλασσα θα καίει όλα θα γίνουν ένα
πριν πιάσει το ξημέρωμα γραμμές φωτιστές περίεργα κι αυθόρμητα περιγράφουνε τα σύννεφα,
το πρώτο σημάδι της αυγής, έρχεται το φως
η νύχτα γίνεται κομμάτια και διασπάται στις τέσσερις γωνιές του κόσμου,
ίσως σήμερα όλα θα πάνε καλά, ίσως γελάσω όσο δε γέλασα ποτέ μου,
ίσως να κλάψω, ίσως να χάσω για μια φορά ακόμη ότι αγάπησα πιο πολύ…
και κάπου κάποιος αυτή τη στιγμή πεθαίνει και κάπου αλλού κάποιος γεννιέται,
κάποιος μπορεί να με σκεφτεί και κάποιος μπορεί να με ξεχάσει για πάντα σήμερα…

παράξενη ζωή...

(07:30πμ)

θα τη θυμάμαι αυτή τη νύχτα…το ξέρω πως θα τη θυμάμαι
όχι γιατί είναι διαφορετική
μα γιατί είναι μια νύχτα… σαν όλες τις άλλες…


(Κωνσταντίνος .Γ) 

12

Ήταν η νύχτα φωτεινή, με φως από σκοτάδι
και η μοναξιά μεταξωτό πανί, πανύψηλο κατάρτι…
τα μάτια μου σήκωσα ψηλά, σχίζοντας τις ατμόσφαιρες
πέρασα τα θολά, τα αχνιστά νεφελώματα,
που όπως ξυπνούσαν χάιδευαν παράξενους αστερισμούς…

Στα σύνορα που ο ουρανός περπάταγε στη θάλασσα,
στοές από ασήμι, άπλωναν μοναχικά
και μέσα τους ψιθύριζαν, σαν βάδιζαν αερικά,
στοιχειά, πάνω απ’ τα κύματα και μέσα απ’ τους βυθούς,
            σέρνονται στην αμμουδιά,
κορμί με το κορμί γαντζώνονται με νύχια κοφτερά
και στα μαλλιά μας μπλέκονται,
βίαια τραβώντας μας προς τα βαθιά
ύψωσαν λάβαρα μα και φωτιές, πορεία στο απέραντο
σε μια επανάσταση ερημική…

…εμείς ερωτευμένοι…

Το κύμα έρχεται φωσφορικό,
απ’ το βαθύ, νοσταλγικό σκοτάδι
κι η ώρα τώρα πέρασε,
ίσως να ξημερώσει,
οι ουρανοί θα γίνουν ένα
και απ’ το βάθος
οι στεριές θα υψωθούν σε μια πραγματικότητα
που δεν μπορεί απέναντί μας να σταθεί…
κι εμείς…
ένα υλικό, ανθεκτικό στη μοναξιά!
δεν τσαλακώνουμε τώρα πια!
δεν πρόκειται να σπάσουμε!
ότι κι αν γίνει αύριο…
εγώ απόψε σ’ Αγάπησα…

(Κωνσταντίνος .Γ)


13
(Με μάτια τέλεια εμπνευσμένα, αποτυπώνουμε τ’ αστέρια
Για να φωτίσουμε μ’ αγάπη το άρρωστο μυαλό μας)

( …Κ…Κωνσταντίνος .Γ  )


Σε κάθε βήμα η σκοτεινιά και η ανάγκη για ζωή
Αυτό το γένος θα κριθεί, από έναν άπιστο Θεό
Κείνο το μέρος που θελήσαμε, κείνη η αλήθεια η φωτεινή
Με τα φτερά που εμείς της δώσαμε, πέταξε προς τον γκρεμό

Με βλέμματα αγκυλωμένα κοιτάζουμε τον ουρανό
Κοιτάζουμε τον θλιβερό χειμώνα που επιμένει
Μ’ ένα χαμόγελο πλεχτώ, βαθύ να περιμένει
Να ξεπλυθεί μ’ αίμα και δάκρυ, σ’ ένα ποτάμι αστραφτερό

Βαδίζουμε προς την αλήθεια, την ακριβή, την ενωμένη
Σαν ταξιδεύουμε με τα πουλιά, δεμένοι στα φτερά τους
Τι κι αν ο κόσμος περπατά προς μια αλήθεια πουλημένη
Χάρισμα και κληρονομιά, ας την αφήσουν στα παιδιά τους…

Ελάτε αδέρφια χέρι-χέρι, ένα να γίνουμε με τις οχιές
Να ανταμώσουμε τη θλίψη στις μακρινές ακρογιαλιές
Να στάξουμε φωτιά κι αρμύρα, στα όνειρα και στις ευχές
Και ας χαρίσουμε στη νύχτα τις τελευταίες μας πνοές…


(…Κ…Κωνσταντίνος .Γ)

14
( Στον Ανδρέα .Κ )

Αν είσαι κλαδί να μη φοβάσαι και μαραμένο
έχεις ψυχή…
Αν είσαι μοναχό να  μη λυπάσαι…
Άνοιξ’  τα μάτια σου…
Είμαι εκεί!…

Μαζί! απ’ το έρημο δέντρο ο άνεμος θα μας σπάσει…
μαζί! θα μας σκοτώσει σ’ ένα όνειρο άγονο!
και θα μας πλάση ξανά, σε μια φωτιά από διαμάντι…
Για ένα ταξίδι μακρινό θα έχει μπαρκάρει…
για κάποιο σύμπαν άσπιλο…
σε κάποιο κόσμο φωτιστώ, για τους πολλούς παράξενο...
Μα όχι για μας! Αδερφέ μου…που η ανάσα δεν αρκεί...
Όχι για μας!…που απ’ τα μάτια μας γκρέμισαν οι καθρέφτες…
Όχι για μας!…που οι νύχτες τις μάσκες τους έχουνε κάψει!.
Όχι για μας!…
Εκεί θα βρούμε κείνη τη ποθητή… κείνη την καθάρια σιγή…
κείνη τη λυγερή…τη μεταξωτή πατρίδα!
που λαχταρούσαμε εκ γεννηθείς!…
Εκεί θα σκύψουμε ταπεινά, εκεί θ’ απλώσουμε τα χέρια…
πάνω απ’ τον πέτρινο τάφο τη γης, πάνω απ’ τη νεκρή μορφή της…
κι όλοι μαζί θ’ αναστηθούμε!
Εμάς περίμενε αδερφέ μου!…
Εμάς περίμενε!… θα δεις!…
Και γύρω μας θ’ ανθίσουν δέντρα αστραφτερά!…
Και δέντρο αστραφτερό θα γίνουμε κι εμείς!
Σε μια ερημιά φανταχτερή!...Σε μια ερημιά ζωγραφιστή!...
Στη δροσιά μας θα γεννιούνται Ποιητές!
Στη σκιά μας θα νεκρώνουνε οι ψεύτες!…
θα ατενίζουμε λιβάδια φιλντισένια...
Και στον κορμό μας θα δακρύζουν οι εποχές!
Στα κλαδιά μας θα ερωτεύονται πουλιά και θ’ ανατέλλουνε φεγγάρια! 
γύρω απ τον ήλιο της ζωής !…νοσταλγικά ευτυχισμένοι…
κι όταν σωπαίνουμε…κάθε που ο πρίγκιπας θα βασιλεύει…
θα ακούμε το τραγούδι της σιωπής!
και θα ναι τόσο καθαρό, που θ’ αντηχεί μέχρι τα έγκατα της γης!
κι έτσι θ’ ανθίζουμε αδερφέ μου…έτσι!...Για μια ζωή!
Και αγκαλιά θα τραγουδάμε…
κάθε που η αυγή θα μας Ανάβει!….

(…Κ…)


[/i]

15

Ποιητές! Είμαστε φως στο κοφτερό τούτο σκοτάδι
η άδεια παράξενη σιγή, που πλανιέται γύρω απ’ τ’ άστρα
ένας αέρας θερινός, στα παλιά, έρημα κάστρα
και νερό που ξεδιψάει, στων αιώνων το πηγάδι…

Ποιητές! Είμαστε γη, στ’ άγονο ετούτο χώμα
Άνθος με χρώμα θαλασσί, που ανθίζει σε ατσάλι
Μια βαριά καυτή βροχή, που σταματά κι αρχίζει πάλι
Κι ένα σάβανο ωχρό στού χριστού το σάπιο πτώμα…

Ποιητές! Είμαστε αρχή στο σουβλερό ετούτο τέλος
Μια λεπίδα καυτερή, ακονισμένη με μετάξι
Μια φωτιά παλιρροιακή, που θα ορθωθεί, και θα σας κάψει
Και μια ασπίδα που αψηφά του θανάτου τ’ άγιο βέλος…

Ποιητές! Είμαστε αδέρφια, μιας μητέρας ξεχασμένης
Γεννημένοι από λάσπη, θάλασσα και ουρανό
Αντικρύζουμε ένα τόπο, που για εσάς είναι κενό
Αδελφότητα μιας θλίψης υπαρκτής και γεννημένης…

Ποιητές! Είμαστε πνεύμα δίχως σώμα, μια κραυγή
διάφανο μεταξωτό πανί σ’ ένα ονειρικό καράβι
Κείνος ο γκρεμός που επίκειται, κάποια στιγμή θα μας προλάβει
Και μια διάτρητη ψυχή γεμάτη στάχτη, φλογερή …

Ποιητές! Είμαστε αλήθεια, στο ανθηρό ετούτο ψέμα
Στις εκτάσεις των αιώνων είμαστε οι νικητές
ένα ποίημα τελευταίο, εμπνευσμένο από αίμα
Στην αυγή το ρόδο χρώμα και του σκότους υλιστές…

Ποιητές! Είμαστε νύχτα σε μια παγερή πατρίδα
Είμαστε οι πιο φωτεινοί άγγελοι του σατανά
Σ’ έναν κόσμο που μπερδεύει τα διαμάντια με σκουπίδια
Στα υπόγεια του χειμώνα, θα κυλιόμαστε ξανά…

Ποιητές! Χλωμά θηρία σε χρυσούς, έρημους τάφους
Στα παλιά νεκροταφεία, το στερνό της νιότης άνθος
Του παράδεισου το θαύμα και του κόσμου αυτού το λάθος
Ξεχασμένοι μα γεμάτοι απ’ την ύπαρξη του πάθους…

Ποιητές! Δεν θέλω τίποτα…Μιλήστε μου προτού χαθούμε
την ελπίδα αυτού του κόσμου σ’ ένα ποίημα μας να βρούμε
και τα φώτα που στις πόλης καλοκαίρια θα φωτίζουν
Ποιητές σαν τα κοιτάτε, θέλω εμένα να θυμίζουν…


(…Κ…)








16
Παρωδίες στα παιχνίδια της σιωπής, έχω γίνει φαντασία
το θλιμμένο και παράξενο παιδί που γυρεύει τα σκοτάδια
με μια λέξη πες μου τώρα ποιητή, πια ηλιοφώτιστη θυσία
θα ποιήσεις με ζωή στα βαθιά, στείρα πηγάδια…

Σ' έναν κόσμο πενιχρό που πεινάει για ζωή
έχω δώσει τα φτερά μου σαν αντίδωρο σε πόρνες
ισορροπώντας στη φωτιά, ζητάω μια καυτερή πνοή
να πυρώσω στο βυθό τις κρυμμένες ανεμώνες… 

Η ελπίδα ζοφερή, χάραξε με κοφτερή λεπίδα
στο ταμένο μου κορμί, με ασήμι και ουρανό
ένα ποίημα που υμνεί την θλιμμένη μου πατρίδα
και μια αχτίδα που ζωή, δίνει στο άδικο κενό…

Τούτο το ποίημα μου ριγεί, στων ποιητών τα παγωμένα χέρια
συ είσαι τα μάτια μου, της αβύσσου στερνέ λωτέ
είσαι η αλήθεια τη ψυχής, κείνη που χάρισα στ' αστέρια
κι έχεις το χρώμα που στη γη, δε θα φανεί ποτέ…

(...Κ...)

[/b]

17
Πώς άνθιζες κάθε πρωί πρίγκιπα εσύ του κόσμου 
Μέσα απ’τα σπλάχνα του καιρού γλυκαίνοντας τον χρόνο
Κι Απλώνοντας τα χέρια μου σε ικετεύω δώσμου
Το φως που μέσα μου έσβησε κι απάλυνε τον πόνο 

Πόσα απ’τον κόσμο χάθηκαν πόσους πήρε η νύχτα
Και ποιος τώρα παράδεισος υπόσχεση θα δώσει
Τα’άστρα να λάμψουν φλογερά μέσ’τον βωμό της πίκρας
Κι αν κάποτε ο Θεός για μας ίσως αγάπη νιώσει   

Στα άψυχα χαράματα σαν όνειρο ιππεύεις
Άλογο της ανατολής φωτίζεις τη ζωή μου     
Μα ρόδο εσύ του πρωινού γλυκά πώς ζωντανεύεις
Την κρύα κι άθεη ψυχή μέσα στην κόλαση μου

 
(…Κ…)

18
Τα πόδια σου κρατάν στη γη σίδερα και αλήθειες
πόσοι στα ίχνη σου τρελοί περάσανε χειμώνες
κάποτε ήσουν ποιητής ήσουνα φως κι αγάπη
μα τα μαλλιά σου μπέρδεψαν σ'αγριεμένο φράχτη

Πόσο να ψάξω πια στη γη στα σύμπαντα του χρόνου
μεγάλωσα στα γόνατα της πέννας σου σαν ποίημα
στη νύχτα που γονάτισες κοίτα με γονατίζω
και την ελπίδα πού έχασες κρατάω και ελπίζω

Κατάρες σου απόδωσαν μα τ'άστρα εσύ αξίζεις
καυτά σχοινιά εφόρεσες πικρά στο άδειο σώμα
κι’αν της αβύσσου αγάπησε το πνεύμα σου σκοτάδι
ήταν σκοτάδι φονικό…ήταν ο γιος του Άδη.

Ονειρικέ μου ποιητή πατέρα εσύ της νύχτας
έλειωσες μές'τους καιρούς σε φλογερή αρμύρα
κι'όπως το πνεύμα σου αγρυπνά στο σάπιο ετούτο πτώμα
Θ'αναστηθείς καθώς θα πιεις απ'το σκοτάδι χρώμα.


(....Κ…)

19
Ισως τα φώτα ν'άπλωσαν παντού μα ερειπωμένος ο ήλιος
και είναι σαν άστρα φωτεινά που έγειραν στη γή
πώς θα περάσω μοναχός τον μαραμένο κήπο
που αντίκρυζα στον ύπνο μου σαν είμουνα παιδί

Τόσοι τυφώνες μέσα μου και σκοτεινά ερείπια
τόσοι άνθρωποι που χάθηκαν και έγιναν σιωπή
πιά καλοκαίρια ήτανε που μού είπαν την αλήθεια
και πιό φθινόπωρο άγγιξε την έκπτωτη ψυχή

Μα όσο θυμάμαι χάνομαι δαίμονες ανασταίνω
κι όσο η νύχτα προχωρά απλώνεσαι γυμνή
μα έχω τα μάτια μου κλειστά πρίν με τυφλώση ο χρόνος
και το μυαλό μου το φτηνό δεν έχει πιά φωνή   

Πανέμορφη πικρή βραδιά πατρίδα της φωτιάς
μέσ'την αφόρητη ματιά της κρύας μου ψυχής
μοιάζεις με χρώμα σπάνιο που έσβησε ο κόσμος
κι όμως στα μέσα μου έβαψες τα έγκατα της γής
 
Σαν πιάσει το ξημέρωμα στις θάλασσες του κόσμου
και σάν ζεστάνει η ανατολή η νύχτα θα χαθεί
κι όπως θα χάνεται αργά απ'το παραθυρό μου
θα'μαι και γώ ένας άνθρωπος που έγινε σιωπή.......Κ........


20
Ισσοροπώ μές'τους ορίζοντες απ'το παραθυρό μου
πίσω απ'τους βρώμικους καιρούς μπροστά απ'τους αιώνες
σάν σχοινοβάτης στο απύθμενο και άρρωστο κενό μου
τα όνειρα που σκότωσα χαρίζω στούς χειμώνες

Θα περπατήσω στα καυτά στ'άδυτα καλοκαίρια
στο μακρινό κι απέραντο του νότου μονοπάτι
τώρα ο ουρανός πού τρόμαξε και πάγωσε τ'αστέρια
είδα τη νύχτα να γεννά την πιό μεγάλη απάτη

Μέσα στα πέτρινα στενά στήν κρύα ομορφιά σου
εσένα που αγάπησα πόλη των ποιητών
τί κι'άν σε βλέπω σκυθροπή ξέρω την ανθρωπιά σου
γιατί φτερά μου έδωσες περήφανων αητών

Κι αυτή που τόσο λάτρεψα με άφησε να λιώσω
πίσω απ'του τρένου της γραμμές αδύναμος βραχνός
γιά τα όνειρα πού σκότωσες μ'αγάπη θα σου δώσω
τ'αστέρια αυτά που πάγωσε ο κρύος ουρανός..................Κ...............

21
Πιό μονοπάτι μέσ'τα πράσινα σου μάτια
με περπατάει σε μια ατέλειωτη σιωπή
κι ένα τραγούδι που είναι γραμμένο σε δυό κομμάτια
το ένα απ'τα δυό για πάντα θά'χεις εσύ

Πέφτει στα μάτια μου το φώς της άδειας μέρας
έχει αδειάσει γιατί λείπεις εσύ
τη μυρωδιά σου που μου φέρνει ο αέρας
σ'ένα καράβι ξεχασμένο έχεις μπεί

Κι εγώ σκυμμένος πάνω από χάρτες και ναυάγια
τσαλακωμένος σε μιά πόλη από χαρτί
κόκκινα φώτα θα φωτίζουν στα λιμάνια
και τ'άγριο κρίνο μές'τα χέρια σου θα βγεί

Ελευθερία είν'η αλήθεια μου μιά θλίψη
για σένα αδειάζω την ψυχή μου στο χαρτί
τα δυό φτερά που απ'τη ψυχή μου έχω γεννήση
το ένα απ'τα δυό για πάντα θά'χεις εσύ..................Κ...............

 

22
Πέφτει στα μάτια μου το φώς απ'τη σπασμένη μέρα
άγγελοι τον ήλιο άναψανε απο της γής την άκρη
Κι όπως κοιτάζω τους πικρούς ορίζοντες στο πέρα
σ'αγγίζω με τα χέρια μου και σε θυμάμαι πάλι

Νύχτες που έπεσαν βαθιά και με μαγέψαν τόσο
και εποχές που φθόριασαν αυτο το άδειο σώμα
όσα κι αν είχα να σου πώ στο χώμα θα τα δώσω
γιατί απόψε νέκρωσε το φωτεινό τους χρώμα

Αυτή η ψυχή που πάτησε στα στέκια των θηρίων
πόσο καιρό πλανιόταναι σε μαραμένα δάση
τα βήματα μου δέσανε στον χρόνο με το κρύο
και τα πουλιά καλύψανε τον ουρανό με λάσπη

Σαν γείρω απόψε στο κενό κρεββάτι να ξαπλώσω
απ'το παράθυρο ας δώ τον ήλιο να γλυστράει
σαν δάκρυ απ'το πρόσωπο του ουρανού κι'ας δώσω
απ'της ψυχής μου τα βαθιά το πιό γλυκό κομμάτι..........Κ............



23
Θυμάμαι εκείνο τον καιρό στο αίμα μου κυλάει
σαν κάτι που έμεινε βαθιά μέσα μου ριζωμένο
ανοίξε το ξημέρωμα ο ουρανός και σκάει
στο παγωμένο μου μυαλό ο ήχος απ'το τρένο

Δεν ταξιδεύω πουθενά δεν έχω που να πάω
ο ιδρώτας μου στάζει φωτιά στο άδειο αυτό κρεβάτι
φεύγει απο μέσα μου η ζωή κι όμως ψηλά κρατάω
μια ελπίδα για του κόσμου αυτού τον δίκαιο αναβάτη

Κι άν ψάχνω μέσα στ'άδυτα κομμάτια της ζωής μου
το φώς απ'του παράδεισου τη διαμαντένια πόρτα
θα προσπεράσω μοναχός τον πόνο της πληγής μου
και θα ανάψω μέσα μου όλης της γής τα φώτα

Βγαίνει απο μέσα μου φωτιά φωνάζει η ψυχή μου
στους δρόμους θέλει να χυθεί της νύχτες ν'αγαπήση
στο αίμα μου το δηλητήριο θα σπάσει η φωνή μου
το πνεύμα αυτό το άγριο κανείς...(τ'ακούς!)...κανείς δε θα νικήσει............Κ............




Για τα σκοτεινά μου χρόνια.......Που όμως δεν μπόρεσαν να με νικήσουν..........κ.............

24
Κατι ζεστό θέλω απόψε να σου γράψω
για αυτές τις μέρες που σ'αγάπησα τόσο
και σαν ο ήλιος βγεί...εγώ θα πάψω...
το πρώτο φώς μέσα στα χέρια θα σου δώσω....

Μέσα μου η φωτιά και η άνοιξη γεννιέται
τώρα που φέραν οι άγγελοι μες τη νυχτιά τ'αστέρια
μα τις ψυχής μου η σκιά στα μάτια σου πλανιέται
μ'ένα αγγιγμά σου έδεσες για πάντα αυτά τα χέρια.

Θέλω τώρα ψηλά τα μάτια να σηκώσω
στήν καλοκαιρινή βραδια να δω αυτο το άνθος
που όπως γέρνει απαλά κοίτα...σου μοιάζει τόσο
και καθρεφτίζει στα νέρα το απύθμενο σου βάθος.

Τις ζωής μου μέρες φωτεινές γεμάτες απ'αγάπη
σαν θαύμα ήρθες και άγγιξες την πιό βαθιά μου θλίψη
στου χρόνου μ'έμαθες να περπατώ τ'άβατο μονοπάτι
και στη ζωη μου θα σαι εσύ...η ανατολή και η δύση......Κ.....


...............Μ'ΑΚΟΥΣ;;;..................

25
Σαν θα κοιταξω αυτο το αστερι στην ανατολη
μεσα στη νυχτα πανω απ'το ερημο λιμανι
θα βγει απ'τη ψυχη μου μια κραυγη
και θα γκρεμησω αυτο το λαιμαργο φεγγαρι

σ'αυτη τη πολη που θα λιωνει απ'τη σιωπη
και σαν τοιχοι τα παραθυρα θα κλεισουν
τωρα οι ανθρωποι θα μεινουν μοναχοι
και οι καιροι αστερια που θα σβησουν

δεν σταζει ονειρα αυτη η εποχη
μονο αερα μολυσμενο αναπνεω
οταν θα πεσει μανιασμενη η βροχη
θα βγω στον δρομο και για σενανε θα κλαιω

ποσα μπορει να χασει μια ψυχη
ποσο μπορεις κι εσυ να μ'αγαπησεις
αυτος ο ανθρωπος που χανει στη ζωη
βλεπει ενα φως που για σενα εχει σβησει.....k.....


Σελίδες: [1] 2