Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - stihoplokos

Σελίδες: [1] 2
1
Κάποτε ήμουνα γλεντζές,
ο πιό καλός του κόσμου,
μα ήρθε ένας φερετζές
και μου 'κρυψε το φως μου.
Κάποιοι τον είπαν χαρδαλιά,
άλοι τον είπαν τσιόδρα
και τώρα ζέχνω σκορδαλιά,
δίχως να φάω σκόρδα.
Σαν το ληστή κυκλοφορώ,
με καλυμένη φάτσα,
γιατί μου λέν' οπλοφορώ.
Το όπλο; Μιά χλαπάτσα.
Απέτυχαν να επιβληθούν,
με Δ(ο)Ν(η)Τ(ή) και κρίση
κι όρθιο τώρα με πηδούν,
με έναν (γ)ιό σε στύση.

2
Πίνακας  τρισδιάστατος,
 απλός, χωρίς φτιασίδια.
Κάθε φορά που θα τον δω,
την πλάση μου θυμίζει.
Τόπους σπαρμένους, καρπερούς,
 από τα χέρια αγνών μορφών,
που μέλημά τους έχουνε την σωτηρία.
Που αγωνιούν τι θα τους φέρει η Μοίρα.
Η Μοίρα η αθέατη,
 η πανταχού παρούσα,
η καταδίκη των φτωχών
 και των κατατρεγμένων,
των τυχερών ''χρυσή'' θεά,
 που μόνο αυτούς προσέχει.
Θεά σωματοφύλακας ''ξεχωριστών'' ανθρώπων!
Ανθρώπων που ούτε έστω μιά,
δεν δείχνει για σπουδαία, διαφορά,
να αξίζουν εύνοια τόση.
Της φαντασίας οι σπηλιές,
με εικόνες πλημυρίζουν,
ανθρώπινων ή θεϊκών
έργων, δεν το διακρίνω.
Οικοδομήματα πυγμής,
σαν κάστρα, σαν επαύλεις,
μυημένου αρχιτέκτονα,
που 'χε σοφούς δασκάλους.
Που καυχιέται πως σπουδάχτηκε,
σε χίλια, μύρια τόσα,
πανεπιστήμια, σχολές,
επώνυμα, σπουδαία.
Που όλη την τέχνη κράτησε,
χρόνια πολά κλεισμένη,
 μες σε κελάρια σκοτεινά,
μαζί με οίνους διαλεχτούς,
 δυό βόλτες πατημένους.
Κι όταν αυτοί ωρίμασαν,
φάρυγκες να γητέψουν,
μαζί τους ξεπετάχτηκε
η τέχνη η σκλαβωμένη,
αυτή που πάντρεψε σοφά
τις πέτρες με τα ξύλα.
Τα ξύλα που ήταν με στοργή
και γνώση διαλεγμένα,
 μέσα από δάση εξωτικά,
όπου γλένταγε ο Πάνας.
Τρέχει ο απέραντος ο νούς,
σε θάλασες καθάριες.
Πότε τις τρέφει ο Βοριάς,
πότε τις γαληνεύει,
σα λάδι μέσα σε αμφορείς
μαύρους, για να μην βλέπει
τα σπλάχνα τους ο ήλιος.
Ο ήλιος, που άστρο οι σοφοί,
βάφτησαν μ' ευκολία,
μα που 'ναι πλάνητας θεός,
κομψοντυμένος νέος
κι από συνήθεια παλιά,
ζεσταίνει άγουρα κορμιά
τα παρασέρνει στην ''πυρά'',
για να τ' αποπλανήσει.
Κι έτσι ανθούν οι κερασιές,
με τ' ασημένια τ' άνθη,
τα άνθη τα μυρόβλυτα
και τους καρπούς του πάθους,
που σαγηνεύουν τις ψυχές,
με το άλικο το χρώμα,
για' συμβαδίζει ταιριαστά,
με της καρδιάς το αίμα,
που οι στάλες του τρέφουν κορμιά,
 ψηλά, κυπαρισάτα,
που αγκυλώνονται εύκολα
απ' του έρωτα τ' αγκάθι.
Είναι ο πόνος του γλυκός
και γρήγορα περνιέται,
όμως τα φρόντισε ο καιρός,
ξανά να αποζητιέται,
για να μη λείψει ούτε στιγμή
τούτη η επιθυμία,
αυτή που αιώνες συντηρεί
το Φως, τη Δημιουργία.
Μα όταν το Φως αυτό χαθεί
και πέσει το σκοτάδι,
στην προδομένη την ματιά,
θύελες θα γεμίσει.
Θύελες καταστροφικές,
για τις μονές πιρόγες,
που βρέθηκαν σ' ωκεανούς,
απ' τα ρηχά ρυάκια.
Μα για δεξαμενόπλοια,
με τα τρανά τ' αμπάρια,
αγαπημένες θύελες,
που σπάζουν την ανία.
Σαν του Αυγούστου τις βροντές,
μες στην καλοκαιρία.
Καταμεσής της κόλασης,
του παραδείσου ο κήπος.
Παράδεισος τα μάτια σου,
που εκφράζουν την ψυχή σου.
Κεράσια δροσοστάλιστα
τα χείλη σου στο στόμα.
Ρίξε το πέπλο τ' αλαφρύ!
Γυμνώσου! Φανερώσου!
Όσα πιό  πάνω έχω πεί,
τα 'δα στο πρόσωπό σου.



3
Σκληρές συνθήκες
εις την πατρίδα,
άδεια από γλύκες
η καταιγίδα. 

Φωνάζει η πείνα:
''δρόμο! πορέψου!
κάποιαν Αθήνα
βρες και βολέψου''.

Μία Τετάρτη
την Μοίρα ψάχνεις,
σε έναν χάρτη
πορεία φτιάχνεις.

Σε έναν μήνα
την αντικρίζεις.
Να η Αθήνα!
Λες και δακρύζεις.
 
Πέρασε χρόνος,
πόλη πλανεύτρα.
Ίδιος ο πόνος,
ελπίδα ψεύτρα...


4
Ξεπρόβαλαν στο βάθος οι στιγμές,
σαν του Αυγούστου τις απότομες βροχές.
Σε ξάφνιασαν κι ας ήξερες πως θάρθουν.
Αντάμα αναρίγισαν, καρδιά κι επιδερμίδα.
Λίγο το κρύο, λίγο η μοναξιά, που σέρναν στο κατόπι,
ακούσιο φέραν σφίξιμο στα σωθικά,
πληγή ανοίξαν στο στομάχι,
μην τύχει και ξεμείνει από συντροφιά,
η λαβωμένη απ' τον χωρισμό καρδιά.
Κινούνται οι σκέψεις σου αργά,
σα σκουριασμένες μηχανές παλιού υφαντουργείου,
που έρμο απόμεινε να καρτερά,
της περασμένης νιότης το πολύβουο μεγαλείο.
Από κοντά, σαν όρνια που οσμίστηκαν τροφή,
οι τύψεις. Να θυμίζουν τις φορές,
 που αδίκησες χωρίς να μετανιώσεις.
Να σε ραπίζουν με αναμνήσεις μυστικές,
απ' όταν ζήταγες, σπαραχτικά, αγάπη
κι απλόχερα, δίχως ανταμοιβή ή σκέψη, σου δινόταν.
Πονάς. Να διορθώσεις σκέφτεσαι,
όσα έχεις κάνει λάθος
και να σου φτάσει ο καιρός, ο πανδαμάτωρ χρόνος,
για να επουλώσεις τις πληγές,που ανοιγμένες χάσκουν.
Τούτες που αρκούσε μια ματιά ή νεύμα, για να κλείσουν.
Δεν τόκανες, αλίμονο και νάσαι εδώ! Μόνος,απελπισμένος,
δίχως ελπίδα, διέξοδο να ψάχνεις.
Μα ίσως είναι δυνατόν,ίσως μπορεί ακόμη,
να σου δωρίσει τη γιατρειά,μια λέξη. Η συγνώμη.

5
Η άβουλη παρουσία μου, στο άχρωμο, αυθαίρετο δώμα της ταράτσας,
διέκοψε, ανεξήγητα, την δίχως προορισμό, βουβή πτήση του μαύρου γλάρου.
Γύρω, στήσαν ιπτάμενο χορό, κόκινα χελιδόνια,
σαν πολεμικό τελετουργικό, πυγμαίων στρατιωτών,
πριν ξεκινήσουν για την μάχη, στα δύσβατα ρουμάνια,
της χωρίς όρια πατρίδας.
Εκείνης της πατρίδας, που είχε σαν στόχο του,
το ανιαρό ταξίδι των γέρων πελαργών.
Απέναντι, ακίνητος εγώ,
με την καρδιά μου ανοιχτή πληγή,
να προσπαθώ, ασταθής,
να τερματίσω την πυώδη διαροή

6
Χάθηκα μες στων ματιών σου
το ανείδωτο βάθος.
Μες στα σκοτάδια του μυαλού,
όπου το φως γεννιέται.
Και βρέθηκα σε βουερά πελάγη,
καθάρια, βιαστικά και φουσκωμένα,
από της νιότης την υγρήν ορμή.
Και ανασηκώθηκα, ζωντανεμένος,
απ' το αφρισμένο χτύπημα
του γάργαρού σου γέλιου.
Και κίνησα εμπρός ορμητικός,
έμπειρος θαλασσάρχης,
αγριεμένος πειρατής,
ν' αρπάξω όλα τα λάφυρα,
που, λάθρα, μου προσφέραν.
Και έγινα, εγώ, ο κάτοχος
του  τυχερού λαχείου,
της μοίρας ευνοημένος κληρονόμος.
Και αναθερμάνθηκαν τα πάθη τα σβηστά,
ίδια μπουρλότα καπετάνιου εμπρηστή
και μ' έκαψαν με ευχάριστη στα σωθικά φωτιά,
ωσάν της φλόγας του τζακιού την γλυκοθαλπωρή.
Και έζησα σε μιά στιγμή, ολάκερη τη ζήση.
Μιά απέραντη στιγμή.
Και χάρηκε η αχόρταγη ψυχή.
Και ύστερα γλίστρησε, αθόρυβα η ζωή.
Και πέθανα.
Μιά σύντομη ζωή...

7
Κανόνες τηρούσα,
αρνί που βοσκούσα,
κοιμήσου μου λέγαν
και όλο μ' αρμέγαν.
Χαρούμενος τρέχω
αφού όλα τα έχω
και νιάτα και χάρη
και φρέσκο χορτάρι.
Πηδώ μασουλώντας
χορεύω γελώντας
στους πλάγιους ήχους,
στους όρθιους τοίχους,
που κάποιοι σηκώσαν,
που κάποιους σκλαβώσαν.
Δεν ψάχνω για ταίρι,
ψημένο το χέρι,
χαλάσαν το σπέρμα,
τι θέλουν τα έρμα;
Κρεβάτι και ύπνο,
το δίκτυο για δείπνο
κι ο νούς τους χορταίνει,
η γλώσσα σωπαίνει.
Κεφάλι σκυμμένο,
παιχνίδι στημένο
κι εγώ να ποντάρω,
πως κάτι θα πάρω.
Μιά πόρτα θ' ανοίξει,
αέρας θ' αγγίξει
τα μαύρα μαλλιά μου,
να πέσει η προβιά μου.
Ο αδύναμος κρίκος,
να! γίνομαι ο λύκος,
που όμηρο πιάνει
τον δόλιο τσοπάνη.
Με μάτια αναμμένα,
με δόντια ασπρισμένα,
ξεσκίζω τη σάρκα,
'ξοπλίζω μιά βάρκα,
σε πέλαγα πλέω,
μα, κοίτα με!!! Κλαίω!!!
Ποιά θάναι η ζωή μου,
χωρίς το μαντρί μου;...


8
Στων χειρών σου το άγγιγμα
ξετρελαίνεται ο νούς,
των χειλέων ο ψίθυρος
παραλύει το ούς.


Στου κορμιού σου το άρωμα
ερεθίζεται η ρις,
της καρδιάς σου το απέραντο
δεν το έχει κανείς.


Είναι η γεύση του στόματος
μιά τρελή λιχουδιά
και στο χρώμα του όμματος
δεν σου βγαίνει καμιά.

9
Τα ράφια σας ολόγιομα, με όμορφη πραμάτεια,
ζευγάρια, μοναχά, αστραφτερά΄
στην θέα της θαμπώνουνε, χορταίνουνε τα μάτια,
μα θα 'πρεπε να βλέπουν λιγάκι πιό βαθιά:
στου αγοριού, που μόνο να την βλέπει επιτρέπουν,
την άδολη, την παιδική ματιά,
που τούμαθαν πως τέτοια ''λούσα'' δεν του πρέπουν,
γιατί πατέρα έχει που λιώνει στα γιαπιά΄
στου κοριτσιού, που κούκλα δεν αγόρασε ποτές του,
τα μάτια τα γεμάτα, τα αγνά,
που ξέρει ,πάντα, πως μικρές θα 'ν' οι χαρές του,
χωρίς την μάνα, που 'φυγε για παντοτινά΄
στου γέρου, που η μοναξιά τα χρόνια του βαραίνει,
το κυρτωμένο απ' την κούραση κορμί΄
που έμαθε, καρτερικά, τα πάντα να υπομένει,
ώσπου το ταίρι στο επέκεινα  να βρεί.
Χαρείτε την πραμάτεια σας, την ''όμορφη'', την σκάρτη,
μα κρύψτε την σε μέρη μαύρα, σκοτεινά,
γιατί η μέρα που θέ' να σβηστείτε  από τον χάρτη,
σαν βέλος φτάνει, να καρφώσει την θολερή καρδιά...



10
Κάτι χάρτινα διαόλια,
άλλα, ίσως, σιδερένια
τα 'χουμε στα πορτοφόλια,
τα προσέχουμε με έννοια.


Χρήματα τα ονομάζουν,
εύκολα αλλάζουν χέρια
ή σε θρόνο σ' ανεβάζουν
ή σε ρίχνουν στη μιζέρια.


Οι φτωχοί αναστενάζουν,
σαν πασάδες ζουν οι κλέφτες,
δίκαια δεν τα μοιράζουν
οι ιθύνοντες οι ψεύτες.


Όποτε κι αν τα μετρήσω,
πάντοτε τα βγάζω μείον
κι αγανακτισμένος βρίζω,
πούχω αδειανό ταμείον.

11
Απ' τον καιρό που άρχισα
τον κόσμο να γνωρίζω,
μου μάθαν, σε μιά ζυγαριά,
τα πάντα να ζυγίζω.


Από τη μιά αγόρι μου
βάλε τις αμαρτίες,
τα πάθη,τις κακοτοπιές,
τα μίση, τις κακίες.


Από την άλλη, απέναντι,
ρίξε την καλοσύνη,
αγάπη, έρωτα, χαρά,
τιμή κι εμπιστοσύνη.


Τότε όπως και σήμερα,
ίδιες οι αναλογίες.
Γιατί μου γέρνει η ζυγαριά,
δε βρίσκω τις αιτίες.

12
Βιάστηκες το φως να δείς,
το... ''πενήντα'' γεννηθείς.
Αυτή ήρθε το...''ογδόντα''
κι έχει η άτιμη ''προσόντα''.


Δεν σου στέκεται κανείς,
σ' έφαγαν κι οι συγγενείς:
''Αυτή μοιάζει με...γαζέλα
και 'συ φόρεσες μασέλα''.


''Έχει τα μισά σου έτη,
ρε κερχανατζή ρεμπέτη,
θα 'τανε απόγονός σου
στον καιρό σου αν παντρευόσουν''.


''Μεσ΄σε μιά δεκαετία
θα γελάει η κοινωνία.
Κούνα λίγο το μυαλό σου,
σύννεφο το κέρατό σου.
Να! Θα λένε το..ελάφι,
κάλλιο να 'μενες στο ράφι....

13
Βλέμμα θολό
και λίγο λάγνο.
Χρώμα λευκό
ή μήπως μαύρο;
Σιωπή που σπάει
σημάδι αφήνει,
δρόμος που πάει
μόνο σε εκείνη.
Το χρώμα αλλάζει
γίνεται γκρίζο,
πρόσωπο μοιάζει
που το γνωρίζω.
Υπερβολή
σαν την αλήθεια,
σαν την ουλή
σε άγρια στήθια.
Το χρώμα αλλάζει,
σαν να ροδίζει.
Αίμα που στάζει.
Ζωή χαρίζει.
Χάνεται ο νους
στην απουσία,
σε ουρανούς
όλο ουσία.
Σαν δεν μπορώ
να τους ανοίξω,
με τρικ παλιό
θα τους αγγίξω.
Μπουκέτο φτιάχνω
με άνθη από γλάστρα,
παιδί μονάχο,
μετράω τ' άστρα...


Συνημμένα και άλλες επιλογές[/font]

14
Με το στανιό να προχωράς,
σε τιποτένιες στράτες,
εκεί που άλλοι, πρόθυμα,
βουρλίζονται διαβάτες,
δεν το αντέχει η κούτρα σου΄
δε δένει με το νού σου.
Συ λεύτερος γεννήθηκες,
'πως όλα τα θηρία
και ατραπούς απρόσιτες,
έκανες λεωφόρους,
αστραφτερές, πολύβουες,
να τις οδεύουν κούρσες.
Τώρα σε θέλουν αετό,
μα να πατάς στο χώμα,
να σέρνεσαι σαν έχιδνα,
χωρίς το ιοβόλο
το στόμα,νάσαι άπνοος
βοριάς σε νηνεμία.
Χαρές εσύ που διάλεξες
βαφτίζουν ατιμίες,
οι ''τίμιοι'' λαγόψυχοι,
που βήμα από την τρύπα τους
δεν τόλμησαν να κάνουν,
μη χάσουν τη βολή τους.
Για τα μελλούμενα ''πονούν'',
τάχα μου τα δικά σου,
ψάχνουν να βάλουν όρια
στις ''άγουρές'' σου σκέψεις
και στις επιθυμίες σου
που σ' οδηγούν οι ορμές σου.
Δεν ξέρουν οι απαίδευτοι,
το τώρα είναι το μέλλον.
Να το προφτάσουν προσπαθούν,
αντίς για να το ζήσουν
και τους ξεφεύγει αβίωτο
κι ως ήρθανε θα φύγουν.
Ανέπαφοι, μοιραίοι.
Συ έσκισες το πρόγραμμα,
τόσκασες απ' την ''Τάξη'',
την αλυσίδα έσπασες,
γιατί ήσουνα ο κρίκος,
ο πιό αδύναμος γι' αυτούς.
Για σένα; Ο εαυτός σου...





 Συνημμένα και άλλες επιλογές

15
Ολημερίς κι ολονυχτίς
αγώνας ιδρωμένος,
για καταδικασμένους.
Πλημμυρισμένοι από κενό,
αλάθητοι, μοιραίοι,
τις χίμαιρες γυρεύουν.
Όλο να φτάσουν πιό ψηλά,
όλο να κατακτήσουν,
τα ξένα, τα δικά τους.
Ξοπίσω τους οι δουλικοί,
βουβοί,αγκομαχώντας,
τις εντολές προσμένουν.
Μην τους στερέψει ο Πακτωλός
κι αδειάσει το ''στομάχι'',
ως άδειασε η ψυχή τους.
Τριγύρω, η Φύση χαρωπή.
Τούτα δεν την αγγίζουν,
τα μαύρα,τα μικρά τους.
Οι μαργαρίτες οι λευκές,
ορθάνοιχτες,ανθούσες,
να χαίρονται που υπάρχουν.
Βλασταίνουν πράσινες καρδιές,
πολύχρωμα κεφάλια,
να βλέπουν οι ''χαμένοι''
και να θυμούνται πως μπορούν,
σαν τότε στα μικράτα,
να αγνίζονται με λίγα.

16
Της καρτερίας πλάνος οδηγός,
μεσ' στην καρδιά πληγή ανοίγει.
Σαν ανταμώνει η χαρά και ο καημός,
δάκρυ  γλυκό-πικρό την πνίγει.
Του μαύρου δράκου τη θωριά φορεί,
στενή-ψηλή τηνε τρομάζει.
Του χάρου μήνυμα στέλνει,θαρρεί,
μα στου ήλιου τα περάσματα τη μπάζει.
Και σαν το φως το άπλετο χυθεί,
μέσα στου νού τ' ολάνθιστο περβόλι,
από το σκούρο ίσκιο θ' απλωθεί
νάμα ψυχής ,της άνοιξης ροβόλι.
Καθάρια τούτα τα ρηχά νερά,
πιρόγες ξύλινες θαρρείς να παίρνουν
αθώα μάτια,παιδικά μυαλά,
στου αύριο τις στράτες να τα φέρνουν,
στου ουρανού την πόρτα τη βαριά,
που διάπλατα την άφησαν να χάσκει
κι αγνές μορφές να τη διαβούνε καρτερά
ίδιες μ' αυτές που ήδη έχουνε περάσει.

17
Τα μαύρα της σκεπάσματα
καθώς η νύχτα στέλνει,
μέσα απ' τα χαλάσματα
αχνή φιγούρα βγαίνει.


Άνθρωπος νά' ναι ή ξωτικό;
Φοβίζει τους διαβάτες,
με το σκισμένο του παλτό
στις κυρτωμένες πλάτες.


Αλήτη τον βαφτίσανε
με φόβο και με πάθος,
τη ρετσινιά του ρίξανε
μα κάναν όλοι λάθος.


Ήταν ο γιός της προσφυγιάς
παιδί της εξορίας,
ήταν καρπός παρηγοριάς
μιάς σάπιας κοινωνίας.

18
Ανήσυχος τα βράδια ξενυχτάω,
κοιτάζοντας ψηλά,στον ουρανό.
Τ' αστέρια στο σκοτάδι τρεμοσβήνουν,
λαμπάδες σε τεράστιο ναό.


Και 'συ κοιμάσαι!!!
Γιατί δε θέλεις να θυμάσαι.
Γιατί δε θέλεις να σκεφτείς,
πως σκλαβωμένος είν' ανώφελο να ζείς.


Ποτέ σου δε θα βρείς την ευτυχία,
κλεισμένος μέσα σε μιά φυλακή.
Θα τρέχεις σα χαμένος να προφτάσεις,
το τρένο που δεν έχει επιστροφή.


Για κοίτα βιάσου!!!
Φεύγει η ζωή από μπροστά σου.
Φεύγει και δε θα τη γευτείς
αν συνεχίσεις στα ''σκοτάδια'' σου να ζείς.

19
Σα να μην επερπάτησε
επάνω σου ο χρόνος
ή κι αν το αποτόλμησε,
ήταν το πάτημα ελαφρύ,
χωρίς ν' αφήσει ίχνη.
Γύρω σου, αναπάντητες,
χάσκουν οι ερωτήσεις:
''Πώς τον εκμεταλλεύτηκες;
Έχεις μαζί του κολλεγιά;
Τι τούδωσες ρεγάλο;
Γλυκό σαν τριαντάφυλλου,
πουρνό-πουρνό κομμένου,
ένα απαλό κοκκίνισμα
σου δίνει κι άλλη χάρη,
να μαγνητήσει τις ματιές,
τη ζήλια τους ν' αυξήσει.
Μετέωρος,στο πλάι σου,
με τρώει η αμφιβολία·
ζω την πραγματικότητα;
Ή μήπως,το πιό πιθανό,
με τρέλανε η αγάπη;

20
Αν η ζωή ήταν όνειρο,
θα ήμουν ο εφιάλτης,
όσων μπορούν να κοιμηθούν
ενώ έχουν αδικήσει.


Αν η ζωή ήταν νησί,
θα ήμουνα το κύμα,
που το θωπεύει συνεχώς,
γλυκά να αναριγάει.


Αν η ζωή ήταν η Εδέμ,
θα ήμουνα το μήλο,
που παρασέρνει τους αγνούς,
με δόλο,να αμαρτήσουν.


Αν η ζωή ήταν θέατρο,
θα ήμουν ο κομπάρσος,
που φευγαλέα πέρασε
απ' τη σκηνή κι εχάθη.


Αν η ζωή ήταν ρεβεγιόν,
θα ήμουν ο επισκέπτης,
που απρόσκλητος εφάνηκε,
κλεφτά να διασκεδάσει.


Αν η ζωή ήταν η Γη,
θα ήμουν το φεγγάρι,
που μοναχό απόμεινε
μεσ' σε χιλιάδες άστρα.


Αν η ζωή ήταν θάλασσα,
θα ήμουν το ναυάγιο,
που στον πυθμένα πάτωσε
και στοίχειωσε στα βάθη.


Αν η ζωή ήταν σύννεφο,
θα ήμουν η σταγόνα,
που δεν μπορεί να κρατηθεί
κι απελπισμένη πέφτει.


Αν η ζωή ήταν παιδί,
θα ήμουν το παιχνίδι,
που δεν μπορεί να αποχτηθεί
και πάντα αποζητιέται.


Αν η ζωή ήταν σπιτικό,
θα ήμουνα η σκόνη,
που ανεπιθύμητη γυρνά
κι ενώ τη διώχνουν μένει.


Αν η ζωή ήταν καημός,
θα ήμουν το μοιρολόι,
που δεν μπορεί να ειπωθεί
απ'τους χαροκαμένους.


Αν η ζωή ήταν ποίημα,
θα ήμουνα ο στίχος,
που δεν μπορεί να ταιριαστεί
γιατί δεν έχει ρίμα.


Αν η ζωή ήταν φυλακή,
θα ήμουν ο ισοβίτης,
που ανήσυχος παιδεύεται
να σώσει την ψυχή του.


Μα η ζωή είν' η ζωή
και πρέπει να τη ζήσω.
Να τη ρουφήξω,να την πιώ,
ώσπου να ξεψυχήσω...

21
Σάμπως θαρρείτε πως κι εγώ
γνωρίζω τι γυρεύω,
που κάθομαι,μεσάνυχτα,
στίχους να...μαγειρεύω;
Μέσ' σε κανάλι έπεσα,
μαύρης ανυπαρξίας
και ψάχνω μέσω της γραφής
στίγμα ελευθερίας.
Τα πρότυπα στερέψανε,
οι άγιοι ξεβάφουν,
μέσα τους οι κενές ψυχές,
τις αμαρτίες θάφτουν.
Καράβια χρυσοστόλιστα
καθώς δεν αρμενίζουν,
ωθούν βαρκούλες πλαστικές,
να τις καλωσορίζουν.
Το πιό μεγάλο της κενό
διαβαίνει η ανθρωπότης
και στον ορίζοντα κανείς
δεν ανατέλλει ιππότης,
με μύλους να μονομαχεί
και με θεριά πελώρια,
το ξίφος πού να καρφωθεί;
Στενά τα περιθώρια.
Μαντάτα επιφανειακά
το νού μας βομβαρδίζουν
και της καρδιάς μας οι χορδές,
κατάρες ξεστομίζουν:
''καταραμένοι νάσαστε
της Γης οι ηγεμόνες,
που μας αφήσατε γυμνούς,
σε πολικούς Χειμώνες''...

22
Μιά μέρα πέρασε
που δεν σε είδα,
δάκρυα με κέρασε
μιά καταιγίδα.


Δυό μέρες πέρασα
μακρυά σου, μόνος,
σάμπως να γέρασα·
λίγος ο χρόνος.


Δυό χρόνια σ' έχασα
βαριανασαίνω·
να ζήσω ξέχασα,
αργοπεθαίνω.


Μου είπ' ο ''αθάνατος'',
πούχει τη γνώση:
''Μιά μέρα ο θάνατος,
θα σας ενώσει''...

23
(Τα μάθατε;Προεδρεύουμε!!!)


Μεριάστε Φράγκοι να διαβώ!
Δεν είμαι ΕΓΩ τυχαίος.
Ως 'Ελλην είμ' ωραίος,
ακούστε να σας πω.


Μα τον κακό μου τον καιρό!
Για χρόνια τετρακόσια,
αντί δραχμή είχα γρόσια,
θα φοβηθώ το ευρώ;


Άντεξα μπόρες και βροχές
και μαχαιριές των...Βρούτων,
μα μάρτυς μου ο...Πλούτων,
μου βγήκαν οι ευχές!


Ευχόμουν να αξιωθώ,
να δω πριν να πεθάνω,
να είμ' Eγώ από πάνω,
το νήμα να κινώ.


Και νά 'μαι!Ηγέτης με πυγμή,
ολάκερης Ευρώπης!!!
Εγώ είμαι!Ο...Προκόπης!
Βρήκα την αφορμή,


να κοροϊδεύω να αψηφώ,
Άγγλους κι Αμερικάνους.
Τους παίζω σαν τους χάνους
και πλέω στον αφρό!


Κι ενώ μπροστάρης εφορμώ...
Αχ!Πάπλωμά μου αφράτο!
Έπιασα πάλι πάτο,
σαν άλλαξα πλευρό.-

24
Τέλειωσαν,μου είπαν,οι γιορτές
και νάμαι εδώ κλαμένος,
όχι που γίναν παρελθόν,
μα που δεν μ'έθλιψε η φυγή τους...

25
Άνθρωποι κινούνται γύρω μου γοργά,
έγνοιες τους κατέχουν,περπατούν σκυφτά.
Μόνοι ή με παρέα,με κοιτούν λοξά.
Κάθονται,κοιμούνται,ψάχνουν ζεστασιά.


Κυνηγούν το χρήμα,
μακρυά απ' τη δόξα.
Έχασαν,τι κρίμα!
Έπιασαν τη λόξα.


Μέσα μου κοιτώ και βλέπω το παιδί,
πέρασαν πενήντα χρόνια κι όμως ζεί.
Τόχασε ο χρόνος,αν το είχε βρεί,
άνδρας θα γινόταν,έμεινε παιδί.


Κυνηγά τη δόξα,
μακρυά απ'το χρήμα,
έπιασε τη λόξα,
είν' δικό του κρίμα...










Σελίδες: [1] 2