Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - kostaskapa

Σελίδες: [1]
1
Στο κέντρο ενός κύκλου αοράτου
Τεντώνοντας το τόξο στα όριά του
Στοχεύει και στα βέλη όνειρά του
Βάζει φωτιά
Ανοίγει το μυαλό και την καρδιά του
Φαρέτρα της ζωής και του θανάτου
Θα κάνει αυτός ο εραστής του πάτου
Αποκοτιά

Τριγύρω θεατές κρατούν τις δάδες
Και πέφτουν του χιονιού πυκνές νιφάδες
Θολό τοπίο, πίσω οι συμπληγάδες
Τον καρτερούν
Στα μούτρα του γελούν καιροί φονιάδες
Κ’ οι άγγελοι ανάβουνε λαμπάδες
Χορεύουν του Ζαλόγγου οι μανάδες
Και τραγουδούν

Ζητά του σύμπαντος συνομωσία
Στου τίποτα να φτάσει την ουσία
Εκεί που δεν υπάρχει φαντασία
Προτού το πριν
Στου απερίγραπτου την ουτοπία
Και στου ακατονόμαστου τη βία
Το κέντρο να πετύχει με τη μία
Θέλει, αμήν

Και φεύγουν οι φλεγόμενες σαϊτες
Μπροστά τους καβαλλάρηδες προφήτες
Το παραπέτασμα σκίζουν οι μύτες
Οι κοφτερές
Των γρίφων πιάνουν τα μολύβια οι λύτες
Κρυμμένους θυσαυρούς ψάχνουν οι δύτες
Του ουρανού ανοίγουν οι φεγγίτες
Εφτά φορές

Του απόλυτου η σιωπή τον κουκουλώνει
Καθώς τα βέλη πάνω του καρφώνει
Δεν τρέμει, δεν πονά και δεν ματώνει
Καμιά πληγή
Ολόκληρο το χρέος ξεχρεώνει
Και τη φωτιά με τη φωτιά πληρώνει
Με τ’ άσπρο τον σκεπάζει το σεντόνι
Η χαραυγή


2
Πατρίδα των απάτριδων, τραγούδι
Μαχαίρι κοφτερό μα και λουλούδι
Από το πρώτο σκίρτημα και χνούδι
Με παίρνεις απ’ το χέρι και με πας
Της άνοιξης μ’ ανοίγεις μονοπάτια
Με κρύβεις σε κρυστάλλινα παλάτια
Μ’ αινίγματα, παιχνίδια και γινάτια
Πότε με διώχνεις, πότε μ’ αγαπάς

Τραγούδι από νερό και από χώμα
Τραγούδι από αιθέρα δίχως σώμα
Τραγούδι σαν τη ρόδα που γυρίζεις
Τα πάνω κάτω φέρνεις και ζαλίζεις


Τη μια με το μαστίγιο με δέρνεις
Την άλλη δώρα ακριβά μου φέρνεις
Και σε λαβύρινθο με παρασέρνεις
Γιατί μετράει λες η διαδρομή
Πότε γαλήνη, πότε τρικυμία
Πότε με προσευχές, πότε με βία
Σ’ ακολουθώ σε ξέφρενη πορεία
Οπού δεν ειν’ ευθεία η γραμμή

3
Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

Με το βοριά μες την ψυχή και το νοτιά στο νου μου
κοιμήθηκα ολόγυμνος στην όχθη του εαυτού μου
και μια φωνή ονειρεύτηκα, σωσίβιο να πλέει  
στον ποταμό κι από μακριά τραγούδι να μου λέει:

«Στα παγωμένα τα νερά  πρέπει να κολυμπήσεις
κι αν είναι η πρώτη σου φορά άκου ν’ αποφασίσεις:
μετά την πρώτη τη φορά
θα έρθει η δεύτερη φορά
το πρόβλημα είναι σ’ αυτές
που δε χαθήκαν  παρθενιές»

Και βούτηξα μα χάθηκε κι απόμεινα μονάχος
στα μάτια καθρεφτίζονταν αντίκρυ ένας βράχος
προσπάθησα να φτάσω εκεί μα ξάφνου στην κορφή του
μαύρο πουλί εφάνηκε κι έκραζε τη φωνή του:

«Μην ψάχνεις για στηρίγματα είναι όλα οφθαλμαπάτη
και μόνος σου θα πορευτείς μα έχε στο νου σου κάτι:
μετά την πρώτη τη φορά
θα έρθει  η δεύτερη φορά
το πρόβλημα είναι σ’ αυτές
που δε χαθήκαν  παρθενιές»
 
και βγήκα πάλι στη στεριά μπροστά μου ως πέρα κάμπος
σκαμμένος με περίμενε για να τον σπείρω σάμπως
κι άρχισαν απ’ το στόμα μου σπόροι να ξεπηδούνε
έπεφταν κάτω γράμματα κι άρχισαν να λαλούνε:

«και να μην ξέρεις το μπορείς, πρέπει να μας φυτέψεις
μ’ αίμα θέλουμε πότισμα για να θερίσεις λέξεις
μετά την πρώτη τη φορά
θα έρθει η δεύτερη φορά
το πρόβλημα είναι σ’ αυτές
που δε χαθήκαν  παρθενιές»

σ.σ.
"μετά την πρώτη τη φορά
θα έρθει η δεύτερη φορά
το πρόβλημα είναι σ’ αυτές
που δε χαθήκαν  παρθενιές"


οι παραπάνω στίχοι ανήκουν σ' ένα φίλο

4


-Μεθυσμένα σύννεφα πάνω μου ξερνάνε
ήπιανε και φάγανε, φούσκωσαν και σκάνε
-Η βροχή ‘ναι όμορφη, μύρισε το χώμα
την ψυχή μου άνοιξα, γύμνωσα το σώμα

-Το ποτήρι της ζωής είναι μισοάδειο
και δεν ξαναγράφεται πάλι το τετράδιο
-Πίνω από την κούπα μου τη μισογεμάτη
έγραψα, μουτζούρωσα, μα θα μείνει κάτι

-Άδικα μου φέρθηκες γένος των ανθρώπων
προδοσία δέχτηκα φίλων και ερώτων
-Είχα ότι άξιζα κι ίσως παραπάνω
μια κουκίδα σου κι εγώ στο αιώνιο πλάνο

-Πλούσιος δεν έγινα και πετυχημένος
από τύχης άγγιγμα είμαι εγώ παρθένος
-Πλούτη μου τ’ αρώματα, χρώματα κι ανθρώποι
οι καρδιές, τα σώματα, σύννεφα και τόποι

-Ύπαρξη παράλογη, το μυαλό μου λίγο
άθελά μου βρέθηκα, άθελα θα φύγω
-Της ζωής το νόημα ανοιχτό είναι τραύμα
με την πίστη φάρμακο θα γενεί το θαύμα...




5
        ΣΠΕΙΡΑ

Η αλήθεια πονάει
Κι ο πόνος γεννάει
Καινούργια αλήθεια
Που για αίμα διψάει

Η ψυχή σου πεινάει
αλήθεια να φάει
και μόλις χορτάσει
το ψέμα ξερνάει

Η πίστη ζητάει
Ψυχή ν’ αγαπάει
Και το μεδούλι
Να της ρουφάει

Η ζωή πολεμάει
Την πίστη χτυπάει
Το αίμα που τρέχει
Στην αλήθεια κυλάει

Έτσι ο κύκλος γυρνάει
Κι ο χρόνος γερνάει
Η σπείρα αυξάνει
Στο άπειρο πάει


6
ΠΟΛΕΜΟΣ

Αερόστατα σ’ αδέσποτη πορεία
Πάνε κι έρχονται με τρόπο μαγικό
Ξεφορτώνουνε τα έρμα τους με βία
Ξαναφεύγουν να μαζέψουν υλικό

Υποβρύχια σε πόλεμο διαρκείας
Προσπαθούν ν’ αναδυθούνε στον αφρό
Των κυμάτων μιας αιώνιας τρικυμίας
Που παλεύει να τα θάψει στο βυθό

Με ραντάρ πέντε γυναίκες ανιχνεύουν
Των σημάτων τα κρυμμένα μυστικά
Στο τσουκάλι τους τα ρίχνουν κι αναδεύουν
Και μ’ αρχαία συνταγή φτιάχνουν γλυκά

7

                      ΣΤΗ Β.
Τα μάτια σου οδηγός που μου χαράζει την πορεία
Το βλέμμα τους σαν κεραυνός ξεσπάει εν αιθρία
Του έρωτα το φως μες τη ματιά τους κουβαλάνε
Το άτι της ψυχής μου το σελώνουν και πετάνε
 
Τα λόγια σου αέρας που ανεμόμυλο γυρίζει
Κι αλέθει το μυαλό μου και τ’ αλεύρι μου χαρίζει
Φουντώνει τη φωτιά, ξερά, χλωρά όλα τα καίει
Και φέρνει καταιγίδα που τα σβήνει και τα κλαίει

Κλειδώνει η αγκαλιά σου όταν μέσα της με κλείνει
Και είναι η φυλακή της πιο γλυκιά κι απ’ τη γαλήνη
Της ευτυχίας έμπορος που έκπτωση δεν κάνει
Μ’ ολόκληρο το είναι μου αν πληρώσω θα με ‘γιάνει

Της ύπαρξης διαλύεται το μέγα το μυστήριο
Όταν περνάει μέσα απ’ το δικό σου καθαρτήριο
Παλεύει, αντιστέκεται, τρικλοποδιές μου βάζει
Μα ξάφνου εξατμίζεται σαν το νερό που βράζει

Της Αριάδνης βλέπω ιστό και μίτο της αράχνης
Μπερδεύομαι και πιάνομαι και συ τότε με ψάχνεις
Ποτάμι είσαι μα μπορείς πίσω και να γυρίζεις
Κι απ’ την αρχή ξανακυλάς, τα πάντα καθαρίζεις

8
Πολλά σας κρύβω φίλτατε και συ πολλά επίσης
μα το κρυφό ψάχνεις να βρεις-το φανερό το έχεις
και στο ταξίδι που πολύ, βλέπω καλά κατέχεις
πάμε με τα επόμενα αν δεν έχεις αντιρρήσεις...

(ΑΤΙΤΛΟ)
Μια τελίτσα και ξεκίνημα ενός νέου
Στο αιώνιο βιβλίο κεφαλαίου
δεν ξεκίνησε ποτέ και δεν τελειώνει
και το άπειρο με τ’ άπειρο ενώνει

Δυο τελίτσες πάνω-κάτω η πορεία
Πέντε βήματα που γράφουν Ιστορία
Στα υπόγεια τυφλοί ανθρακωρύχοι
Και στα ύψη πολεμούνε με την τύχη

Τρεις τελίτσες στο φινάλε του κειμένου
Ίχνη κόκκινα, καρφιά Εσταυρωμένου
Με το κόψιμο του ομφάλιου του λώρου
Αίμα-υπόσχεση ακριβού, αιώνιου δώρου

9
Έχω πληγή που με πονά στ' αριστερό μου χέρι
και τι ποιεί η δεξιά δεν θέλει να το ξέρει
επέμβαση δεν δέχεται, γιατρούς δεν συζητάει
του τρέχουνε τα αίματα, στην κάλπη πώς θα πάει;

Το πόδι μου τ' αριστερό, ανήμπορο κι εκείνο
ν' ακολουθήσει τη σωστή κατεύθυνση που δίνω
κουτσό, στραβό κι ανάποδο, με πάει όπου θέλει
μαγκούρα Ευρωπαϊκή να πάρει δεν το μέλλει

Και δεν μου φτάνουν όλα αυτά, πονά και το μυαλό μου
και άκρη δεν μπορεί να βρεί ποιό είναι το καλό μου
να απορρίπτεις εύκολο, να χτίσεις θέλει κότσια
μα ποιός είναι ο άξιος να κουβαλά καρότσια;

Την τύχη μου θα τόθελα να καθορίζουν άλλοι
αν τη σοφία είχανε φάει με το τσουβάλι
μα "το μη χείρον βέλτιστον" βαρέθηκα-νισάφι
στιχάκι μέσα στο κουτί κι ας πάει η ψήφος στράφι...

10
                 ΤΑΞΙΔΙ

Τη μέρα που θα κλείσουν τα γραφεία
ανάξιων εραστών χέρια χρυσά
βαπόρι του Σκαρίμπα τα βιβλία
καθώς αγέρι δυνατό με βία
του Νιόνιου τη φλογέρα θα φυσά

Θα φύγω μακριά χιλιάδες μίλια
με κείνο κει το τραίνο των οχτώ
στ’ αυτιά μου ο θυμός του Γκαϊφύλλια
τ’ αστέρια του Σεφέρη λόγια χίλια
του Μίκη το παράθυρο ανοιχτό

Βαρύς θα ‘ν ‘ ο καημός του Άκη Πάνου
μα εγώ θα τον γλυκάνω με κρασί
τρελό παιδί με τα φτερά του Μάνου
δραπέτης του κλειστού αιώνιου πλάνου
θα φύγω για το επόμενο νησί

 Πετώντας θα χορεύω του Τσιτσάνη
Αρχόντισσα τρελή του φεγγαριού
αιθέρια σονάτα  και θα ‘γιάνει
πληγών μου των απόκρυφων την πλάνη
του Ρίτσου μοιρολόι παλικαριού

Θα φτάσω σ’ άλλα μέρη άλλους τόπους
εκεί που περιμένουν τον Γκοντό
του Μπέκετ οι αλήτες μ’ άλλους τρόπους
και δώρο θα χαρίσω στους ανθρώπους
Χαλκιάδων Ηπειρώτικο σκοπό

Θα βγω στον πηγαιμό για πολιτεία
οπού ‘χω προσκλητήριο για να μπω
και με των ποιητών τη συνοδεία
Καβάφη, Χριστοδούλου , Καββαδία
μαζί τους το ποτάμι θα διαβώ

Σειρήνες φαύλων κι άπιστων ερώτων
φιλία προδομένη παιδική
στα υπόγεια των ρεμπέτικων των πρώτων
στα μάτια λυπημένων πιερότων
στου Στέλιου την φωνή και στου Χατζή

Θα μεταμορφωθούν σε περιστέρια
πάνω σε βουρκωμένο άγαλμα
του Πλέσσα, του Ζαμπέτα χρυσά χέρια
θα φέρουνε ξανά τα καλοκαίρια
μ’ Αλκίνοο, Περίδη, Μάλαμα

11
ΠΡΟΣ ΕΠΙΔΟΞΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΥΣ
(εμού συμπεριλαμβανομένου)

Ω! στιχουργέ επίδοξε, πού τρέχει ο λογισμός σου
κι αυτόν το δρόμο διάλεξες να βγάλεις τον καημό σου;
Ποιο άραγε ποιητικό σε διαπερνάει ρίγος;
Λευτέρης Παπαδόπουλος θα ήθελες ή Φοίβος;

Τα ερωτικά σου βάσανα ποιος θα ‘θελε ν’ ακούσει
άμα δεν είναι φίλος σου ο φίλος της Γιαγκούση;
Κι όσο για σένα σοβαρέ με τα υπαρξιακά σου,
ποιος θέλει να φορτώνεται με τα εσώψυχά σου;

Ποιος είν’ ο λόγος άραγε κάποιος να τραγουδήσει
π.χ. «γιατί με άφησες και τώρα τα ‘χω φτύσει»;
Ή-άλλο ένα παράδειγμα-«το σπίτι με πλακώνει
και η ψυχή φτερούγισε και βγήκε στο μπαλκόνι»;

Γι αυτό λοιπόν και μας καλώ σ’ αυτολογοκρισία
εκτός κι αν η εκτόνωση για σας είν’ η ουσία
οπότε θέλω απάντηση αν γίνεται εμμέτρως
να περισσέψει ο χαβαλές, να φύγει ο Άγιος Πέτρος…

Σελίδες: [1]