Αποστολέας Θέμα: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...  (Αναγνώστηκε 184278 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
            Ξάφνου πετάγεστε  αν φανεί αυτός ν’αποκοιμιέται,
με δύναμη, ακίνητο, τα χέρια τούτον να ’χουν
και ας παλεύει άγρια, με λύσσα ας χτυπιέται
γιατί θα μεταμορφωθεί σε όσα θεριά υπάρχουν,

νερό θα γίνει, και φωτιά, καυτή για να ξεφύγει.
Μα εσείς και άλλη δύναμη στα δυό τα χέρια δώστε
κι αν σας ρωτήσει , και φανεί η δύναμή του λίγη
τότε το άγριο σφίξιμο στο γέρο χαλαρώστε,

ρώτα τον όμως ποιος  θεός σου στέλνει αυτά τα πάθη
και πως, τον δόλιο γυρισμό το κύμα θ’ αναλάβει».                       430
Αυτά είπε και σάλτισε στης θάλασσας τα βάθη
κι εγώ στην άμμο γύρισα που ήτανε το καράβι

όμως στον δρόμο  μ’ έτρωγε σκέψη, κι ερχόταν βράδυ.
     Σαν γύρισα στο πλοίο μας, στης θάλασσας τα μάκρη
πρόχειρα κάτι φάγαμε, κι έπεσε το σκοτάδι
κι ύπνος μας επισκέφτηκε στης αμμουδιάς την άκρη.

Σαν ήρθε το ροδόχρωμο το χάραμα στους λόφους
άκρη την άκρη βάδιζα της αμμουδιάς τα πλάτη
τάματα κάνοντας πολλά, μαζί με τρεις συντρόφους
που σε όποια ανάγκη βρέθηκα, βάζαν για μένα πλάτη                 440

κι η Ειδοθέα απ’ τα νερά πετάχτη τ’ απλωμένα
σκεπτόμενη το τέχνασμα στου γέρου το κεφάλι,
φώκιας τομάρια τέσσερα κρατώντας νιογδαρμένα.
      Τέσσερεις λάκκους άνοιξε στην άκρη στο ακρογιάλι

και μας περίμενε εκεί. Σιμώσαμε σ’ εκείνη
και στον καθένα ξαπλωτό βάζει για σκέπασμά του
ένα τομάρι. Πιο φριχτό καρτέρι δεν θα γίνει
τόσο βαριά κι απαίσια ήταν η μυρωδιά του

από της φώκιας τις βρωμιές. Γιατί και ποιος ν’αντέξει
δίπλα σε θάλασσας θεριό κανένας για να μένει.                           450
Μα πάλι εκείνη πρόφθασε και δίπλα μας θα τρέξει
να βάλει στα ρουθούνια μας ουσία μυρωμένη

που τη σαπίλα των ψαριών με άρωμα την διώχναν.
     Σε λίγο οι φώκιες φτάσανε απ’ των γιαλών το δώμα
και δίπλα στην ακρογιαλιά να κοιμηθούν ξαπλώναν.
Κι ο γέρος βγήκε απ’ το γιαλό σαν έφτασε το γιόμα,

στις φώκιες του αργά-αργά στην άμμο προχωράει,
το πόσες ήτανε να δει εκείνες να μετρήσει.
Αρχίζοντας το μέτρημα πρώτους εμάς μετράει
κι ο νους παγίδα δεν νογά που εμείς του ’χαμε στήσει.                460

αφού ξαπλώνει, με ορμή χυμάμε απ’ το πλάϊ
κρατώντας τον κι ας σκούζει αυτός, το πάθος μας να κόψει
όμως τις δόλιες τέχνες του ο γέρος δεν ξεχνάει
και γίνεται δασύμαλλο λιοντάρι με άγρια όψη,

κι ύστερα κάπρος, δράκοντας αήττητος στ’αγέρια,
νερό πηγής τρεχούμενο και δέντρο φυλλωμένο,
μα εμείς γερά βαστούσαμε τον γέροντα στα χέρια
μέχρι που τον κουράσαμε, και αποκαμωμένο,

τον κάναμε τα λόγια του χωρίς πνοή να βγάλει:
«Με ποιο θεό, του Ατρέα γιε, παγίδα μου ’ χεις στήσει               470
και άθελά μου μ’ έπιασες; τι έχεις στο κεφάλι;».
    Αυτά είπε, και η γλώσσα μου έτσι θα του απαντήσει:

«Γέρο γνωρίζεις, και τα λες για να μου βάλλεις βάρος,
μες στο νησί αποκλείστηκα, πανιά δεν αρμενίζουν
και μες στα στήθεια η καρδιά δεν έχει πλέον θάρρος.
Εσύ όμως γέρο πες τα μου- μα κι οι θεοί γνωρίζουν-,

ποιος είναι εκείνος ο θεός, τον δρόμο που ’χει κλείσει
και στον ψαρόγιομο γιαλό να βγω δεν με αφήνει;».
      Και τότε με δυό λόγια του έτσι θα μου απαντήσει:
«Στον Δία μα και στους θεούς , το τάμα σου έχει μείνει ,             480

λόγια του αέρα, τα όμορφα σφαχτά που ’χες ταμένα,
για να βρεθείς γοργότερα στην πατρική σου κοίτη
την θάλασσα διαβαίνοντας. Μα είναι τελειωμένα.
Πατρίδα, φίλους συγγενείς, και τ’όμορφο σου σπίτι

θα δεις, στου Διόθρεφτου αν πας, του Νείλου πίσω πάλι
και θυσιάσεις στους θεούς, στο γαλανό του ρέμα.
Τότε θα δεις να γίνονται, ότι έχεις στο κεφάλι».
        Αυτά μου είπε ο γέροντας και πάγωσε το αίμα

που στο γεράνιο πέλαγος μου’λεγε να γυρίσω,
ταξίδι δύσκολο, ξανά στην Αίγυπτο να φτάσω.                           490
Κι έτσι με δύο λόγια μου στο γέρο θ’ απαντήσω:
«Γέρο μου έτσι όπως τα λες την Αίγυπτο θα πιάσω.

Αλλά έλα πες μου αληθινά, αν η τρανή φατρία
των Αχαιών ακίνδυνα μες στα καράβια μπήκε,
όσους εγώ κι ο Νέστορας αφήσαμε στην Τροία
ή αν κανένας τον χαμό μες στα καράβια βρήκε

ή χάθηκε στο σπίτι του σαν τέλειωσαν οι μάχες».
Αυτά του είπα και αυτός μου απαντά με λύπη:
«Του Ατρέα γιε τι με ρωτάς; Αμάθητα να τα ’χες
αυτά που έχω μες στο νου, το άκουσμα να λείπει                        500

κι εσένα προειδοποιώ, αδάκρυτος δεν θα ’σαι.
Γιατί χαθήκανε πολλοί, σωθήκαν όμως άλλοι.
Πόσοι αρχηγοί των Αχαιών σκοτώθηκαν ..θυμάσαι,
δυό αρχηγοί στον γυρισμό φάγανε το κεφάλι

κι ένας στου πέλαου την ορμή μονάχος πολεμάει.
       Ο Αίας στα μακρόκουπα καράβια εσκοτώθη,
ο Ποσειδώνας στις Γυρές  για γλιτωμό τον πάει
στις πέτρες τις θεόρατες, και προς στιγμή εσώθη,

θα γλύτωνε, κι ας είχε αυτόν η Αθηνά μισήσει
αν λέξη δεν ξεστόμιζε, βλάσθημη, με ατιμία,                               510
ότι σε πείσμα των θεών το κύμα θα νικήσει.
      Ο Ποσειδώνας άκουσε αυτή τη βλασθημία

και μες στα χέρια τα τρανά, την τρίαινά του παίρνει,
χτυπά την πέτρα στις Γυρές, στα δυό θα την χωρίσει,
το ένα της μέρος στέκει ορθό, το άλλο στο κύμα γέρνει
αυτό που ο Αίας κάθονταν, κι είχε τα θεία βρίσει

στο κύμα μέσα έγειρε, πήρε κι αυτόν η μοίρα,
στο κυματόδαρτο στοιχειό το σώμα του βουτώντας
εκεί ο δόλιος χάθηκε ρουφώντας την αλμύρα.
    Ο αδερφός σου στα βαθιά καράβια ξεγλιστρώντας                 520

σώθηκε. Κι η σεβάσμια  η Ήρα τονε σώνει.
     Καθώς στα όρη του Μαλιά εκείνος πλησιάζει
κακιά φουρτούνα κι άγριο το κύμα τονε σπρώχνει
πνιγμένο μες στους στεναγμούς ,και στην στεριά τον βγάζει

κει που ο Θυέστης πιο παλιά, για χρόνια κατοικούσε
κι ο Αίγισθος ο γόνος του κοντά του εκαθόταν.
   Κι όταν τον έρμο γυρισμό καλόβολο θωρούσε
και στην πατρίδα με όμορφο και πρίμο αγέρι ερχόταν,

έφθασε στην πατρίδα του, του βγήκαν τα όνειρά του
κι απ’ τη λαχτάρα την πολλή το χώμα της φιλούσε                    530
και δάκρυα έχυνε καφτά α’ την πολλή χαρά του.
    Όμως στην Βίγλα ο σκοπός που ξάγρυπνος φρουρούσε

τον γνώρισε. Ο στυγερός, εκεί τον είχε βάλει
ο Αίγισθος, με δυό φλουριά αυτού που είχε τάξει
να την φυλά ολοχρονίς, μήπως το κύμα βγάλει,
εκείνον , και τα άρματα προφθάσει για ν’ αρπάξει,

ευθύς μόλις τον γνώρισε, προς το παλάτι φεύγει
να του το  πει, κι ο Αίγισθος το σχέδιο ετοιμάζει.
   Μέσα απ’ τη χώρα είκοσι τρανούς νέους διαλέγει
και στήνει το καρτέρι του. Κι από την άλλη βάζει                       540

τον κόσμο, του Αγαμέμνονα τραπέζι να του στρώσει,
αυτός μ’ αμάξια κι άλογα θα πάει να τον καλέσει
και στο τραπέζι ανύποπτα με δόλο θα σκοτώσει
όπως το βόδι στο παχνί. Κι οι σύντροφοι απ’ τη μέση,

του Αγαμέμνονα, κι αυτού, σκοτώθηκαν στη μάχη
τη μάχη που ακολούθησε στο ξακουστό παλάτι»
    Μου τα ’πε αυτά, και η καρδιά ξεκίνησε για να ’χει
πόνους, και στην ακρογιαλιά πλημμύρισε το μάτι

με δάκρυ , κι ούτε ήθελα ζωή και ήλιου λάμψη.
     Κι αφού το δάκρυ χόρτασα και τον καημό συνάμα,               550
του άψευδου γέρου η λαλιά ελπίδα θα μ’ ανάψει:
    «Μενέλαε, αιώνια δεν ωφελεί το κλάμα

ούτε θα βγάλεις τίποτα, αλλά καιρό μη χάσεις,
το γυρισμό στη χώρα σου να ’χεις θα πρέπει υπ’ όψη.
Δεν ξέρω αν τον Αίγισθο να ζει θα τον προφτάσεις
ή πρόφθασε ο θεϊκός Ορέστης να τον κόψει

μα εσύ θα κάτσεις για να φας στο νεκρικό τραπέζι».
      Αυτά μου είπε ο γέροντας κι όσο κι αν είχα πόνο
άρχισε πάλι η καρδιά με τη χαρά να παίζει
κι απάντησα στον άψευδο με δυό μου λόγια μόνο           560........ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ




Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                    Δ

«Έμαθα τώρα για τους δυό. Τον τρίτο, που στα μάκρη
η θάλασσα τον τυραννά, πέθανε; ή ζει σε μέρος
άγνωστο; πές το μου κι αυτό, κι ας ξαναστάξει δάκρυ»
    Είπα και μου απάντησε με δυό του λόγια ο γέρος:

«Θιακιώτης, τον άντάμωσα, και γόνος του Λαέρτη,
δίχως συντρόφους και κουπιά, πικρό το δάκρυ χύνει
γιατί η νεράϊδα η Καλυψώ, του γυρισμού το ντέρτι
του ανάβει, και στη χώρα του να φτάσει δεν αφήνει

γλιστρώντας ανεμόσταλτος στης θάλασσας τη ράχη,
κι ούτε δικό σου ριζικό στο αλογότροφο Άργος                          570
είναι να χάσεις της ζωής, Μενέλαε, τη μάχη,
μα θα σε στείλουν οι θεοί και ο ουράνιος μάγος

στα Ηλύσια μέρη, που ο ξανθός Ραδάμανθος υπάρχει
και που στην ζήση του ο θνητός, χαρούμενα περνάει
χειμώνα, χιόνι και βροχή, εκεί δεν θα ’βρεις να ’χει
κι ο Ωκεανός τον Ζέφυρο ανάλαφρα φυσάει,

με την δροσιά του τους θνητούς γλυκά να τους τυλίξει,
γιατί του Δία είσαι γαμπρός, αφού έχεις την Ελένη».
    Έτσι είπε και στης θάλασσας το κύμα θα βουτήξει.
Στους σύντροφους τότε κι εγώ, που ήταν αφημένοι                   580

στα πλοία, πήγα στο γιαλό, με το μυαλό σε σκέψεις.
Αφού λοιπόν προς το γιαλό ήρθαμε βήμα-βήμα
φάγαμε κάτι πρόχειρα, και του ύπνου επισκέψεις
ήρθαν, και κοιμηθήκαμε αντάμα με το κύμα.

Σαν ήρθε η ρόδινη αυγή η νυχτοθροφισμένη
τα πλοία στο βαθύ γιαλό, σύρανε και βυθίσαν,
κι επάνω στα κατάρτια τους, οι ναύτες κεφισμένοι
τα ξάρτια δέσαν, κι έτοιμοι για το φευγιό σαλπίσαν

και κάθισαν , με τα κουπιά το κύμα να χτυπάνε
ώσπου στον Νείλο φτάσαμε τον ποταμό τον θείο.                       590
    Οι τσίκνες, στους ουράνιους απ’ τις θυσίες πάνε,
κι ενώ εκόπασε η οργή, τρανό στήνω μνημείο

στον Αγαμέμνονα, με αυτό, αθάνατος να μείνει.
    Τέλειωσα. Κι άνεμος θεών από το ξένο χώμα
προς την πατρίδα τη γλυκιά να φτάσω με αφήνει.
Ωστόσο εσύ στο σπίτι μου μείνε λιγάκι ακόμα

δώδεκα μέρες, όμορφα να σου ετοιμάσω δώρα
άλογα τρία δυνατά, γεροδεμένο αμάξι
κι ένα ποτήρι, στους θεούς σαν έρχεται η ώρα,
 να με θυμάσαι όσο ζεις, όταν κρασί θα στάξει ».                           600

Κι ο συνετός Τηλέμαχος έτσι του απαντάει:
«Του Ατρέα γιε συμπάθα με μα εμπόδια μη βάζεις
για χρόνο μένω με χαρά ,να σ’ έχω εγώ στο πλάϊ
ξεχνώντας σπίτι και γονιούς, γιατί απ’ το στόμα βγάζεις

λόγο , περίσσια συνετό, ομορφοακουσμένο,
μα στενοχώρια έπιασε τους σύντροφους στην Πύλο
και μ’ έχεις στην πατρίδα σου πολύ καιρό κλεισμένο.
Θα πάρω όμως τα δώρα σου , δώρα από τέτοιο φίλο.

Τ’ άλογα όμως δεν μπορώ στο Θιάκι να τα βγάλω
θα σου τα’ αφήσω χάρισμα να τα ’χεις και καμάρι                     610
γιατί έχεις κάμπο πλούσιο κι απλόχωρα μεγάλο
που βγάζει βίκο, κάπαρη, στάρι κι ασπροκριθάρι

Λειβάδια αλογοβόσκητα στο Θιάκι δεν υπάρχουν,
κατσικοβόσκητες μεριές θα βρεις χαριτωμένες
από άλλους αλογότοπους. Νησιά δεν θα ’βρεις να ’χουν
λιβάδια αλογότροφα, και χώρες κυκλωμένες

απ’ της θαλάσσης το νερό, και πιο πολύ το Θιάκι».
Αυτά ’πε και ο βροντερός Μενέλαος γελάει
σφίγγει το χέρι του γλυκά και λέει με μεράκι:
«Αίμα γενιάς βασιλικής στις φλέβες σου κυλάει                         620

κι ότι είπες αφού το μπορώ, μετά χαράς θ’ αλλάξω,
ότι πολυτιμότερο στο σπίτι μου υπάρχει
όσο ακριβό και να ’ναι αυτό, σε σένα θα το τάξω.
Κροντήρι ασημοσκάλιστο η αφεντιά σου να ’χει

που με χρυσό, ψηλά-ψηλά τα χείλη του έχουν γίνει
έργο του Ηφαίστου. Ο Φαίδιμος ο ξακουστός μονάρχης
των Σιδονιών μου το ’δωσε, σπίτι του είχα μείνει
γυρνώντας στην πατρίδα μου, δικό σου τούτο να ’χεις».

Αυτά οι δυό τους λέγανε, κι οι παραγιοί κοντά τους
κρασί με αψάδα κουβαλούν, κι αρνιά οι άλλοι βάζαν,                630
πανώριες νιές που έφόραγαν τα ομορφομάντηλά τους
ψωμιά τους φέρναν, κι όμορφο τραπέζι ετοιμάζαν.                           ........ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ




Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                    Δ

  Στου Οδυσσέα το ψηλό μπροστά όμως το παλάτι
μνηστήρες δίσκο πέταγαν, και άλλοι το κοντάρι 
σε ισιάδα, όπως και παλιά, ξεδιαντροπιά γεμάτοι,
ο Αντίνος κι ο  Ευρύμαχος , θεόμορφος στη χάρη,

 κάθονταν, πρώτοι απ’ όλους τους, μα και οι πιο γεναίοι.
   Ξάφνου του Φρόνιου ο γιος, Νοήμος καταφθάνει,
και στον Αντίνοο κοντά ζυγώνει και του λέει:
«Ξέρεις αν ο Τηλέμαχος, Αντίνοε, λιμάνι                                     640

από την Πύλο έπιασε, ή πότε θα γυρίσει;
Μου πήρε το καράβι μου που ανάγκη το ’χω τώρα,
στην Ήλιδα να πεταχτώ, γιατί έχω κι αφήσει
φοράδες δώδεκα καλές, απλόθωρη είναι χώρα,

και πρέπει ένα μουλάρι τους να πάρω να το στρώσω».
Σαστίσαν, δεν γνωρίζανε για Πύλο, μα τους πείθει,
νομίζαν θα ’ταν στον βοσκό ή στο κοπάδι ωστόσο,
και τότε άγρια ρωτά ο Αντίνος του Ευπείθη:

«Μίλα καλά. Πότε έφυγε; ποιος τάχα τον βοηθούσε;
τρανοί απ’ το Θιάκι είναι νιοί ή παραγιοί και σκλάβοι;             650
μαζί του πήγαν για βοηθοί; Κι αυτό θα το μπορούσε.
Και γι άλλο ένα μίλα μου ο νους να καταλάβει,

με το στανιό το πλοίο σου το πήρε ή εντίμως
το ζήτησε, και το ’δωσες για να του κάνεις χάρη;».
τότε του Φρόνιου ο γιος, του λέει ο Νοήμος
«Το ’δωσα με τη γνώμη μου, και του ’πα να το πάρει,

ποιος άλλος, αν αρχοντογιός με αβάσταχτο μεράκι
ζητούσε, δεν θα το ’δινε, σαν να ’χε κάποιο μίσος;
Οι σύντροφοι του, είναι παιδιά, τα πρώτα μες στο Θιάκι
και αρχηγός ο Μέντορας ή και θεότης ίσως.                                660

Τόσο πολύ του έμοιαζε. Μα στο μυαλό  γυρνάει
μια απορία, και στο νου εξήγηση οφείλω
γιατί τον είδα το πρωϊ στην πόλη να γυρνάει
ενώ μαζί τους έφυγε στο πλοίο για την Πύλο».

Τους τα ’πε και στο σπίτι του αυτός γυρνάει πάλι,
μα αυτών των δύο η καρδιά από την έννοια ελύθη
και των μνηστήρων τέλεψαν του αγώνα την κραιπάλη.
 Τότε ο Αντίνος μίλησε, ο γόνος του Ευπείθη

μα βράζοντας απ’ τον θυμό. Τα σωθικά του ήδη
φουσκώναν και τα μάτια του μοιάζανε φλογοβόλα:                    670
«Άκου να δεις παράτολμο που σκέφτηκε ταξίδι
να φύγει ο Τηλέμαχος, και δεν μας τα ’πε όλα .

Κοίτα να δεις ανήλικο παιδί που το κατέχει
πείσμα, και πλοίο ναύλωσε ρίχνοντας στο ακρογιάλι
με τα καλύτερα παιδιά συντρόφους του να έχει
και σε μπελάδες άγριους ακόμα θα μας βάλει.

Μα πριν τα νιάτα του χαρεί, ο Δίας ας τα σβήσει.
 Καράβι φτιάξτε, είκοσι ναύτες να συνοδεύουν ,
να του ’χω εγώ στον γυρισμό κρυφό καρτέρι στήσει
Σάμη και Θιάκι αναμεσίς που τα νερά στενεύουν »            680........ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ





Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                           Δ

Κι όλοι οι μνηστήρες δέχτηκαν , τέτοιοι ν’ αρχίσουν κόποι,
κι αμέσως ξαναγύρισαν στο αρχοντικό παλάτι.
 Δεν άργησε όμως όλα αυτά να μάθει η Πηνελόπη,
τι οι μνηστήρες μελετούν στου γιόκα της την πλάτη.

Ο Μέδοντας ο παραγιός, που στης αυλής τα βάθη
καθόταν,  όλα τ’ άκουσε μέσα στο μεθοκόπι
που λέγαν ,και τα πρόφτασε εκείνη να τα μάθει.
  Σαν μπήκε στην εξώπορτα του λέει η Πηνελόπη:

«Κράχτη στον νου των άφρονων μνηστήρων τι να παίζει
ή κάποιος στέλνει εσένανε τις δούλες να διατάξει,                       690
άλλες δουλειές ν’ αφήσουνε, να στρώσουνε τραπέζι.
Μακάρι τη χαρά σ’ αυτούς ουράνιος μη στάξει

και το τραπέζι τούτο εδώ να ’ναι το τελευταίο
που κουβαλιέστε , πίνετε και βάζετε μπελάδες
στα πλούτη του Τηλέμαχου, μα δεν σας ήρθε νέο
ποιος ο Οδυσσέας ήτανε, από τους πατεράδες;

που άνθρωπο δεν πείραξε, κι ούτε κακές κουβέντες
είπε ποτέ, είτε χώρισε ποτέ του τους ανθρώπους
σε δίκαιους και άδικους, που χώρισαν οι αφέντες
μισούς καλούς μισούς κακούς, σε όλους τους άλλους τόπους;    710

Μα αυτός δεν πείραξε άνθρωπο ποτέ όλα τα έτη.
Σας όμως, φαίνονται οι δουλιές, μα κι η ψυχή ακόμη
ούτε και χάρη δίνετε σε φίλο κι ευεργέτη»
Κι ο Μέδοντας της μίλησε με την τρανή του γνώμη:

«Μακάρι αυτό βασίλισσα το πιο πικρό να μείνει.
Μα στων μνηστήρων το μυαλό κακό στριφογυρίζει.
Είθε ο Δίας ν’ αρνηθεί, φριχτότερο να γίνει.
Σκοπεύουν τον Τηλέμαχο, εδώ καθώς γυρίζει

να τονε κόψουν με άπονο μαχαίρι, στο καράβι,
που έφυγε, για τον γονιό, στην Πύλο και στην Σπάρτη».             720
    Είπε, κι εκείνη ελύγισε, κι ο πόνος την ανάβει,
για ώρα δεν εμίλησε, και η καρδιά της γδάρτη.

Δέθηκε η γλώσσα η γλυκιά, βουρκώσανε τα μάτια
κι αφού έμεινε άφωνη αρκετά, αργότερα του κρένει:
«Κράχτη, πως πήρε ο γιόκας μου αυτά τα μονοπάτια;
Δεν είχε ανάγκη στα γοργά καράβια ν’ ανεβαίνει

που κάρα είναι του πέλαγου, και στέλνουνε στη χάση
τους άντρες, του ωκεανού, με κύματα αφρισμένα
ή θέλει, και τον ίδιονε, και τ’ όνομα να χάσει;».
Κι ο Μέδοντας απάντησε σοφά και γνωμισμένα:                    730

«Δεν ξέρω αν μονάχος του, ή ποιού θεού η πείρα
στην Πύλο τον οδήγησε, εκεί να μάθει κάτι
για επιστροφή του κύρη του ή ποια θα έχει μοίρα».
 Είπε και για του Οδυσσέα αυτός κινάει το παλάτι .

Μες στην καρδιά της κάθισε σπιθοβολούσα πίκρα,
δεν την χωράει το θρονί να κάτσει- είχε κι άλλα-
μπρος στον κοιτώνα κάθισε, μα δίπλα της κι αντίκρα
οι σκλάβες όλες κλαίγανε με δάκρυα μεγάλα

γριές και νιες οδύρονταν, μαζί κι οι παρακόρες
κι η Πηνελόπη με λυτά μαλλιά λέει και ρεκάζει:                        740
«Αχ κόρες μου ακούστε με που των θεών οι μπόρες
εμένα βρήκαν πιο πολύ, και του καημού το αγιάζι

από τις συνομήλικες , αφού εγώ έχω χάσει
τον άντρα μου τον άφθαστο σε ρώμη κι ομορφάδα
που από τους Δαναούς κανείς δεν μπόρεσε να φτάσει
και δόξα έχει περισσή στ’ Άργος και στην Ελλάδα .                  ........ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ




Αποσυνδεδεμένος dora

  • Επισκέπτης
  • **
  • Μηνύματα: 79
  • Φύλο: Γυναίκα
  • ...κι οι απο μηχανης θεοι αμηχανα κοιταζουν...
    • Προφίλ
    • ο χωρος μου
τι να πω ....πολλα συγχαρητηρια!!!
 :)
κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωη σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς:μην την εξευτελίζεις
μες την πολλήν συνάφειαν του κόσμου,
μες τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

K. Kαβάφης

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Καλή μου φίλη
για το πέρασμα και το σχόλιο ένα μεγάλο ευχαριστώ....
Να είσαι πάντα καλά..και να περάσεις ένα όμορφο Καλοκαίρι!!!!!!!!!!!1

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                         Δ

Και τώρα του καημού οι βροχές αρπάξαν και το γιο μου
που απ’ το παλάτι έφυγε χωρίς να με ρωτήσει,
κι ούτε ήρθε μία από σας να βάλει στο μυαλό μου
πως το φευγιό του ετοίμαζε, κι εμένα να ξυπνήσει                      750

πως έφευγε ανερώτητα με το μουντό καράβι.
Γιατί αν τούτο μάθαινα κείνη τη μαύρη ώρα
όσο κι εκείνος να ’θελε ,εγώ θα ’χα προλάβει
ή αλλοιώς μέσα στο σπίτι μου νεκρή θα ήμουν τώρα.

Μα τον Δολίο κάποια σας να βρει, που του ’μαι αφέντρα,
για δούλο ο πατέρας μου αυτόν μου είχε στέρξει
κάπου θα είναι στις δουλειές, στου κήπου μας τα δέντρα
και του Λαέρτη όλα αυτά να του τα πει ας τρέξει

μπορεί από το νου αυτού ιδέες να περάσουν
όταν εδώ εμφανιστεί κι αρχίζει για να κλαίει                              760
που του Οδυσσέα το παιδί ζητάνε να χαλάσουν».
   Και τότε η Ευρύκλεια της Πηνελόπης λέει:

«Σφάξε με ή χάρισ’ τη ζωή, η χάρη σου ας διαλέξει
με το μαχαίρι το άπονο, για όλα είχα γνώση,
και του ’δωσα ότι ζήτησε, δεν θα σου κρύψω λέξη,
τροφές και κόκκινο κρασί, μα όρκο είχα δώσει

πριν δώδεκα μερόνυχτα περάσουνε , μη μάθεις
αν δεν ζητήσεις να τον δεις, πως είναι σε ταξίδι,
στο πρόσωπό σου τ’ όμορφο ,κακή ζημιά μη πάθεις.
Μα αφού λουστείς αφέντρα μου τα ρούχα φόρεσε ήδη              770


και με τις δούλες σου σιμά στο σπίτι προσευχήσου,
στου Δία του ασπιδόφρακτου, την Αθηνά, την κόρη
απ’ το σκληρό το φονικό να σώσει το παιδί σου
και του Λαέρτη του πικρού, μη του προσθέτεις ζόρι

γιατί νομίζω οι θεοί το γένος του Αρκεισία
δεν θα το σβήσουν, κάποιον τους θ’ αφήσουνε στην άκρη
για τα τρανά τα σπίτια τους και την αγροχρησία».
   Είπε και της ημέρεψε την πίκρα, και το δάκρυ

σταμάτησε, και λούστηκε, με άλλα ρούχα ντύθη,
με σκλάβες πάει στα δώματα, και σε τρανό πανέρι                     780
βάζοντας κριθαρόσπυρα, στην Αθηνά δεήθη:
«Του Δία κόρη αήττητη, αστραποβόλο αστέρι

αν ο Οδυσσέας κάποτε μηριά σου έχει κάψει
προβάτων ή βοδιών τρανών, να εξαγνιστούν οι μοίρες,
το γιό μου βόηθα αήττητη κανείς να μην τον βλάψει,
θυμήσου τα, και σώσε μας απ’ τους κακούς μνηστήρες».........ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ





Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                            Δ

Με θρήνους τα ’πε, κι άκουσε την προσευχή η Παλλάδα.
Τρελά οι μνηστήρες θορυβούν στο σκιερό παλάτι
και λέει ένας από αυτούς που ’χαν τόση ζαλάδα:
«Γάμο ετοιμάζει η ποθητή, η μεγαλειοτάτη                                 790 
 
χωρίς να της περνά απ’ το νου τον γιο τι περιμένει.
    Τα ’πε αυτά, που να ’ξερε, τι άλλο έχει γίνει.
Τότε ο Αντίνος άρχισε και προς τους άλλους κρένει:
«Κοπάστε λίγο των παχιών των λόγων σας τη δίνη

μη πάει κανείς να της το πει κι η Πηνελόπη μάθει,
μα να διαβούμε αθόρυβα, όπως το σχέδιο ορίζει
που είναι σε όλους αρεστό και δεν σηκώνει λάθη».
     Αυτά τους είπε κι είκοσι λεβέντες ξεχωρίζει

και στο καράβι το γοργό, στην αμμουδιά οδεύουν.
Το ρίξαν μέσα στο γιαλό, κατάρτι ανεβάσαν                                800
και στο καράβι τα πανιά βοηθήσανε ν’ ανέβουν,
πέτσινες θήκες στα κουπιά αργότερα περάσαν

κι ανοίξαν τα λευκά πανιά ψηλά-ψηλά με τάξη.
Οι παραγιοί κουβάλησαν τροφές κρασί και λάδι
κι αφού το πήγαν στ’ ανοιχτά του πέλαγου ν’ αράξει
πρόχειρα λίγο φάγανε όσο να φτάσει βράδυ.

Κι η Πηνελόπη η άμεμπτη επάνω στο ανώϊ
τυραννισμένη, νηστική, στης σκέψης τις πλημμύρες,
αν ο μονάκριβος σωθεί, η έννοια να την τρώει
ή θα ’κοβαν τα νιάτα του οι άθλιοι μνηστήρες.                           810

Κι όσα γυρίζουνε φριχτά σε λιονταριού κεφάλι
 που κυκλωμένο βρίσκετε από ανθρώπων πλήθη,
της Πηνελόπης φέρνανε οι ίδιες σκέψεις ζάλη.
Μέχρι που παραδόθηκε στου ύπνου της τη λήθη.

Μα η λιοπερίχυτη Αθηνά καινούργιο σχέδιο υφαίνει.
Φάντασμα φιάχνει που ακριβώς με την Ιφθίμη μοιάζει
την κόρη του καλόψυχου Ικάριου, παντρεμένη
τον Εύμηλο απ’ τις Φερές, στο αρχοντικό την βγάζει,

της Πηνελόπης ο βαρύς ο θρήνος για να λήξει
που με καφτά τα δάκρυα για τα δεινά της κλαίει,                        820
τραβά τον σύρτη με λουρί την κάμαρη ν’ ανοίξει
και πάνω απ’ το κεφάλι της στέκεται και της λέει:

«κοιμάσαι Πηνελόπη μου, κι ανάβει η καρδιά σου
μα ούτε θα κάνουν οι θεοί τη ζήση σου μαντάρα
θα τονε δεις τον γιόκα σου να ξαναρθεί κοντά σου,
γιατί δεν έχει πάνω του απ’ τους θεούς κατάρα»

           
 
μες στ’ όνειρό της το βαθύ ,στου ύπνου της την μπόρα
η Πηνελόπη της μιλά με δακρυσμένο μάτι
«Γιατί ήρθες αδερφούλα μου, πως με θυμήθεις τώρα
που με ξεχνάς, μα κάθεσαι σ’ αλαργινό παλάτι .                           830

Λες να ξεφύγω απ’ του καημού, του πόνου το καρτέρι,
μα πνέει σε κορμί και νου, των βάσανων ο νότος
που χάθη ο άντρας ο καλός, το ξακουστό μου ταίρι
στην χάρη αξεπέραστος, των Δαναών ο πρώτος

που στο Άργος και στους Έλληνες μεγάλη δόξα έχει.
Και τώρα έφυγε ο γιος με το βαθύ καράβι,
σε κόπους είναι αμάθητος, μικρός, και δεν κατέχει,
μπρος στου Οδυσσέα τα δεινά, πιότερο αυτό με ανάβει

και συλλογιέμαι η άμοιρη κακό να μη μου πάθει
στις θάλασσες που σεργιανά, στης ξενιτιάς τα δάση,                  840
γιατί έχουν βάλει άφθονοι οχτροί στου νου τα βάθη
κακό, να τον σκοτώσουνε, πριν στην πατρίδα φτάσει».

 Και το σκιώδες φάντασμα γυρίζει και της κρένει:
«Φιάξ’ την καρδιά, μες στην ψυχή, δειλία δεν αρμόζει
ετούτος έχει φύλαξη , γι άλλους ονειρεμένη,
την Αθηνά την λιόφωτη, που η δύναμη της σώζει.

Αυτή σε ψυχοπόνεσε, που η καρδιά σου κλαίει
και μου ’πε να σου διώξω εγώ της θλίψης σου το πούσι».
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και της λέει:
«Θεά αν είσαι, και θεού φωνή έχεις ακούσει                               850

για του Οδυσσέα μίλα μου του άμοιρου τα πάθη
αν ζωντανός του ήλιου το φως κατάματα κοιτάει
ή πέθανε, και στου άχαρου του Άδη είναι τα βάθη».
       Και το σκιώδες φάντασμα έτσι της απαντάει:

«Πέθανε ή ζει για να σου πω, δεν ήρθ’ ώρα μεγάλη
κι ούτε τα λόγια να γινούν καλή μου ανεμοσκόρπι».
    Αυτά είπε κι απ’το σύρτη ευθύς τραβάει το μαντάλι
και χάθηκε στον άνεμο.  Σηκώθη η Πηνελόπη

τότε απ’ τον ύπνο το βαθύ, και η καρδιά εχάρη
για το σημάδι του όνειρου, το ολοφάνερό του.                            860
    Τότε οι μνηστήρες φύγανε στο πέλαγος με χάρη
του Τηλεμάχου έχοντας , στον νου τους , τον χαμό του.

Στο πέλαγος καταμεσίς είναι βραχονησίδα
Θιάκι και Σάμη ανάμεσα, σαν πετρωτό παρτέρι
με δυό λιμάνια, ένα νησί, το λένε Αστερίδα.
Εκει τον παραμόνευαν σε φονικό καρτέρι.

      ΤΕΛΟΣ Δ! ΡΑΨΩΔΙΑΣ

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
A+B+Γ+Δ
« Απάντηση #83 στις: 30/07/09, 00:39 »
ΤΕΛΟΣ
« Τελευταία τροποποίηση: 30/07/09, 01:03 από ivikos »

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ+Δ)
« Απάντηση #84 στις: 30/07/09, 00:42 »
.

Αποσυνδεδεμένος Μαρμελακι

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 578
  • ο καλος ο Μαρμελακης ολα τα αλεθει
    • Προφίλ
Ουαου... παρε μια ανασα τωρα... και πηγαινε διακοπες χωρις laptop/γραφομηχανη  ;)
Εκανες πολλα

Πως αισθανεσαι που τελειωσε το εργο σου?

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
φίλε(η)(.)(.)

ήδη έκανα μίνι διακοπές 7 ημερών-οι επόμενες Σεπτέμβρη-χωρίς laptop και γραφομηχανή.....-
Το έργο δεν το τελείωσα λείπουν ακόμα 20 ραψωδίες(σειρά για καταχώρηση τώρα  έχει η Ε! ραψωδία ) που θα καταχωρούνται τμηματικά - χρειάζεται χρόνος για το χτένισμα-
Με το τέλος της κάθε ραψωδίας φυσικό είναι να αισθάνομαι χαρούμενος...
την μεγάλη όμως χαρά θα την αισθανθώ όταν τελειώσω και τους υπόλοιπους 2000 στίχους που απέμειναν, για να ολοκληρωθεί όλη η  απόδοση  της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ ...

Σ'ευχαριστώ για το σχόλιο...την προτροπή για διακοπές...και σου εύχομαι ΚΑΛΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ!!!!!!!!

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ

                    ΡΑΨΩΔΙΑ Ε!

Απ’ του όμορφου του Τιθωνού την αγκαλιά πετάχτη
η Αυγούλα κι έστειλε το φως να φύγει η νυχτωδία.
   Τότε η βουλή η θεϊκή στον Όλυμπο συνάχτη
κι η Αθηνά , με αναμεσίς, τον ψηλοβρόντη Δία,

τους λέει, καθώς τα βάσανα του Οδυσσέα θυμάται,
και τον νοιαζόταν, που η θεά σε σπήλαιο είχε ρίξει:
«Πατέρα Δία και θεοί που από ψηλά κοιτάτε,
άρχοντας μα και βασιλιάς που σκήπτρο έχει αγγίξει,

δίκαιος, πράος και καλός, στον κόσμο μην υπάρξει,
παρά  δυνάστης κι άτιμος ,με το κακό στη σκέψη,                    10
που του Οδυσσέα το κακό εσάς δεν έχει νοιάξει,
αν και σαν κύρης τον λαό, τον είχε βασιλέψει.

Μα τώρα αυτός σε σπήλαιο βαθύ είναι κλεισμένος
φαρμάκια καταπίνοντας στης Καλυψώς το σπίτι
που του εμποδίζει τη φυγή, φριχτά ναυαγισμένος
και δεν μπορεί να ξαναδεί την πατρική του κοίτη,

μα ούτε συντρόφους έχει αυτός ούτε βαθύ καράβι
σαν άνεμος, στου πέλαγου τη ράχη να γλυστρίσει.
Και μες στον νου των άθλιων κακιά φλόγα ανάβει
για το μοναχοπαίδι του,  να κόψουν, σαν γυρίσει,                         20

από την Λακεδαίμονα, και την ουράνια Πύλο ».
     Τότε ο νεφελόβροντος γυρίζει και της κρένει:
« Παιδί μου, άδικη η φωνή και το ύφος το οργίλο,
στο νους σου εσύ δεν τα ’βαλες, τι τώρα σε πικραίνει,

πως ο Οδυσσέας στον γυρισμό ανάλογα θα πράξει;
Κανόνισε τώρα ο γιος να φτάσει δίχως βλάβη,
που το μπορείς, κανένας τους αυτόν να μη πειράξει,
και των μνηστήρων άπραχτο να φτάσει το καράβι».

    Της είπε, και στον γιό του Ερμή, για να του πει, γυρίζει:
«Ερμή στην Καλυψώ να πας, συ ’σαι ο μαντατοφόρος               30
για να της πεις πως των θεών αυτά η βουλή ορίζει
και του Οδυσσέα ο γυρισμός, για τους θεούς, ειν’ όρος,

χωρίς στη συνοδεία του να ’χει  θεούς κι ανθρώπους
μ’ ένα καλόδετο σκαρί , να φτάσει παιδεμένος,
σε είκοσι μέρες στην Σχεριά, πλούσια απ’ άλλους τόπους,
που Φαίακες την κατοικούν, απ’ των θεών το γένος

Σαν τον θεό θα τον δεχτεί η ουράνια φατρία,
να τονε στείλει με χρυσό, και δώρα στο καράβι
όσα δεν θα ’φερνε ποτέ λάφυρα απ’ την Τροία
αν τύχαινε στον γυρισμό κι ερχόταν δίχως βλάβη                        40

γιατί το γράφει η μοίρα του ξανά να συναντήσει
τους ποθητούς, και στο ψηλό το σπίτι του να φτάσει».
    Αυτά είπε κι ο γοργάγγελος του Δία θα κινήσει
αφού τα ομορφοσάνδαλα στα πόδια θα περάσει

που ολόχρυσα κι αιώνια με του άνεμου την άχνη
σε πέλαγα και σε στεριές τον παν’ και φτερουγίζει.
Μετά το μαγικό ραβδί στα χέρια του αδράχνει
που αν θέλει τους θνητούς ξυπνά ή τους αποκοιμίζει....Συνεχίζεται

« Τελευταία τροποποίηση: 02/08/09, 18:14 από ivikos »

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                    Ε

Κρατώντας το ο Αργοφονιάς, ψηλά την Πιερία
την προσπερνά, και στον γιαλό βουτά απ’ τον αιθέρα                 50
παλεύοντας στα κύματα, με γλάρου εμπειρία
που ψάρια στο αχνοπέλαγος ζητάει όλη μέρα

και τα φτερά τα πλουμιστά τα βρέχει στην αλμύρα.
Σαν γλάρος όμοια ο Ερμής το κύμα διασχίζει
κι όταν στο απόμακρο νησί τονε πετά η μοίρα
βγαίνει απ’ το κύμα στη στεριά κι αρχίζει να βαδίζει

ψάχνοντας για το σπήλαιο που η νεράϊδα ζούσε.
Την βρίσκει που καθότανε την ομορφομαλλούσα
δίπλα στον τζάκι, στη φωτιά που ξύλο ευωδιούσε
κέθρο, θυμάρι, κι όμορφα τραγούδαγε σαν μούσα.                       60

Στον αργαλειό της το πανί το όμορφο υφαίνει
και με σαϊτα ολόχρυση ζητά να το στολίσει.
Δάσος τριγύρω στην σπηλιά, μια μυρωδιά ανεβαίνει
σκλήθρες και πεύκα ευωδιούν, και τ’ άγριο κυπαρίσσι

πλουμόφτερα γύρω πουλιά στα δέντρα μέσα πάνε
κουρούνες βροντερόφωνες, γεράκια αγριεμένα,
θαλασσοπούλια, στα νερά του πέλαγου πετάνε
και στη σπηλιά ολόγυρα, σταφύλια φορτωμένα,

βλαστάρια μιας κληματαριάς που όμορφα απλωνόταν.
Τέσσερις βρύσες το νερό το γάργαρο κυλούσαν                           70
αντάμα, μα της κάθε μιας , αλλού αυτό χυνόταν
και δίπλα καταπράσινα λιβάδια που ανθούσαν

με βιόλες κι άγρια σέλινα, που ουράνιος αν θωρούσε,
θα σάστιζε, και η καρδιά θα είχε αναγαλλιάσει.
Εκεί καθόταν ο Ερμής, με θαυμασμό κοιτούσε
κι αφού είχε με το βλέμμα του την ομορφιά χορτάσει

τα βήματά του οδηγεί στο σπήλαιο το μεγάλο
κι ευθύς τον γνώρισε η θεά κοιτώντας τον στα μάτια,
γιατί γνωρίζονται οι θεοί, ο ένας με τον άλλο
έστω κι αν χώρια ζουν αυτοί σε μακρινά παλάτια.                       80

Μα του Οδυσσέα τη σκιά, εκεί δεν διακρίνει,
στο ακρογιάλι κάθονταν βαρύς και λυπημένος
με κλάματα και στεναγμούς, το δάκρυ του να χύνει
και να κοιτά το απέραντο το πέλαγο χαμένος..............Συνεχίζεται


Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                        Ε

Τότε κοιτάζει τον Ερμή, και τον ρωτά ευλόγως
η Καλυψώ, που σε θρονί να κάτσει τονε βάζει
«Χρυσόραβδέ μου κι ακριβέ Ερμή, ποιος να ’ναι ο λόγος
που ’ρθες εδώ, πολύ αραιά ο δρόμος σου σε βγάζει.

Πες τι ζητάς, και σε βοηθώ, αμέσως να το φτάσεις
άμα περνά απ’ το χέρι μου, και δύναμη έχω τόση                       90
φιλιάτικα για σένανε θα βγάλω αν κοπιάσεις».
    Είπε κι ευθύς σηκώθηκε τραπέζι να του στρώσει

κόκκινο νέκταρ του ’βαλε και θεϊκή αμβροσία
και τον μεγάλο Αργοφονιά σε δείπνο τον καθίζει.
Αφού εχόρτασε καλά κι ευφράνθη οινοποσία
το ύφος παίρνει το γλυκό, και να μιλά αρχίζει:

«Θεά εσύ, ρωτάς θεό, ποια είναι η βούληση μου,
θα μάθεις, αφού το ρωτάς, πως η αλήθεια έχει.
Ο Δίας μου είπε να ’ρθω εδώ, χωρίς την θελησή μου,
ποιος πελαγίσια διαδρομή απέραντη αντέχει                               100

που άνθρωπο δεν συναντάς στη διάβα αυτού του χώρου
και δεν υπάρχουν, στους θεούς αρνιά, κανείς να σφάξει,
την γνώμη όμως ποιος μπορεί του Δία τ’ ασπιδοφόρου
να αρνηθεί, κι ας είν’ θεός, είτε να την αλλάξει;

Λέει, τον πιο κακότυχο, εδώ οι ανέμοι σπείραν
απ’ όλους που του Πρίαμου τ’ ανάκτορα αλώσαν.
Εννιά χρονιές παλεύανε, την δέκατη τα πήραν
μα καθώς πίσω γύριζαν, την Αθηνά θυμώσαν

κι αυτή, με κύματα ψηλά, που ’ταν τεράστιοι λόφοι
και γιγαντόμορφα βουνά, τους έστειλε το κρίμα.                         110
Οι αγαπημένοι χάθηκαν στα κύματα συντρόφοι
κι αυτόν εδώ τον έβγαλε ο αέρας και το κύμα.

Ν’ αφήσεις τούτον σου ζητά , ο Ασπιδοφόρος, τώρα
και να μη μείνει αιώνια σ’ αυτά τα μονοπάτια
της μοίρας του είναι γραφτό, να’ ρθει η άγια ώρα
ν’ ανταμωθεί με τους δικούς, στ’ αρχοντικά παλάτια».

Μόλις το ακούει η Καλυψώ, πανιάσανε τα χείλια,
πάγωσε το αίμα, και σκληρές, το στόμα λέξεις βγάζει:
«Σκληροί θεοί, κακόκαρδοι, που λιώνεται απ’ τη ζήλια
αν με θνητό κάποια θεά, την δείτε να πλαγιάζει                          120

κι αγκαλιασμένοι κοιμηθούν , τρελά ερωτευμένοι.
Όπως με τον Ωρίονα η  Αυγούλα η μοιραία,
κοιμήθηκε, μα  εσείς αυτό, το ’δατε οργισμένοι,
και κείνονε με σαϊτιές, η Άρτεμη η ωραία

τον έκοψε, η χρυσόθρονη βαθιά στην Ορτυγία.
Το ίδιο και η Δήμητρα η πλεξοκοτσιδάτη
που στους αγρούς την τύφλωσε η ερωτική μαγεία
κι έριξε τον Ιάσιο σε υπαίθριο κρεβάτι...............Συνεχίζεται


Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                    E
Μα ο Δίας το ’μαθε ευθύς, κι απ’ της καρδιάς τα βάθη
με αστροπελέκι του έκοψε του άμοιρου τα νιάτα.                        130
Τώρα κι εσείς ζηλεύετε, που έχετε όλοι μάθει
πως με θνητό πορεύομαι του έρωτα τη στράτα.

Όμως εγώ του έδωσα μες στη ζωή μια θέση
όταν καρίνα κράταγε στο κύμα , να προλάβει,
που με φωτιά και κεραυνό, στου πέλαγου τη μέση
του Κρόνου ο γιος, του έκοψε το γρήγορο καράβι.

Οι σύντροφοι οι αγαπητοί τότε χαθήκαν όλοι,
και τούτον ,μόνο του έφερε, της θάλασσας η δίνη.
Τον τάϊζα και του ’λεγα , αν του έρωτα το βόλι
για μένα τονε χτύπαγε, αθάνατος θα γίνει.                                    140

Στου Δία του ασπιδόφραχτου τον νου, την σκέψη όμως
αν δεν μπορεί άλλος θεός με τίποτα ν’ αλλάξει,
και πρέπει να εφαρμοστεί ο θεϊκός ο νόμος,
ας φύγει, αφού είναι διαταγή κι αυτά έχει προστάξει,

στο κύμα το απέραντο. Μα πώς να βγάλω άκρη.
Ούτε συντρόφους έχω εγώ, μα ούτε και καράβι
που θα τον στείλουν ανοιχτά στου πέλαγου τα μάκρη.
Μια συμβουλή όμως θα πω, καθένας ας την λάβει

άβλαβος και απείραχτος θα φτάσει στην πατρίδα».
Με λόγια τότε ο Αργοφονιάς , ζητάει να την σώσει:                   150
«Στείλ’ τονε τώρα. Μη σε βρει του Δία η καταιγίδα,
να μη σε βλάψει εσένανε αν τύχει και κακιώσει».

     Του Δία, είπε κι έφυγε αυτά, ο μαντατοφόρος,
 κι η Καλυψώ τον δυνατό Οδυσσέα πλησιάζει
για να του πει τι πρόσταξε, των ουρανών ο χώρος.
Τον βρήκε, μες στους στεναγμούς τον πόντο να κοιτάζει

με αστέγνωτο το βλέφαρο, από το μαύρο δάκρυ
και η ζωή του έσβηνε απ’ του καημού τους δείχτες
ζώντας μαζί της, χάνοντας της ζήσης του την άκρη
που μέσα στη βαθειά σπηλιά, αθέλητα, τις νύχτες                        160

με την νεράϊδα πλάγιαζε, μα εκείνη τον ποθούσε.
Την μέρα όμως στους γιαλούς με τον καημό επολέμα
που δεν φαινόταν γυρισμός, χτυπιόταν, σπαρταρούσε,
κοιτάζοντας το πέλαγος, με δακρυσμένο βλέμμα.

Κοντά του πήγε η θεά και του ’πε λυπημένα:
«Καλέ μου, πια μη χολοσκάς και διώξε τη μιζέρια
ζύγωσε η ώρα κι η στιγμή να φύγεις από μένα
ξύλα χοντρά ψάξε να βρεις, παρ’ τον μπαλτά στα χέρια

βάρκα να φιάξεις ή σκαρί, φαρδύ μα και μεγάλο
να ξανοιχτείς στα πέλαγα. Κι εγώ θα κανονίσω                           170
νερό, ψωμί και κόκκινο κρασί μέσα να βάλω,
 άφθονα να ’χεις, μη πεινάς, και ρούχα να σε ντύσω

και θα φροντίσω να φυσά, ούριος ο πουνέντες
να φτάσεις στα εδάφη σου τα πολυαγαπημένα,
κι αν το θελήσουν οι θεοί, του Ολύμπου οι αφέντες
ας το φροντίσουν είναι αυτοί ανώτεροι από μένα».

       Ο Οδυσσέας τ’ άκουσε αυτά που του είπε ήδη
και πάγωσε, μα της μιλά, θερμά και με ινάτι:
«Θεά, για άλλο θα μιλάς, και όχι για ταξίδι
που με σκαρί, να βγάλω λες, της θάλασσας τα πλάτη                 180


το ατέλειωτο το πέλαγος, την απεραντοσύνη,
που ούτε γοργά πλεούμενα, στους άνεμους της δύσης
δεν το μπορούν ούτε κι αυτά, κι ούτε έχω τη βιασύνη
σε τέτοιο ν’ ανεβώ σκαρί, χωρίς να συμφωνήσεις,

και δίχως συ να ορκιστείς, τον όρκο το μεγάλο
πως άλλο δεν θα σκαρφιστείς κακό για να με πάρει».
    Του χαμογέλασε η θεά, στων λόγων το σινιάλο,
χαϊδεύοντας τον τρυφερά του απαντά με χάρη:...............Συνεχίζεται


Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                    Ε
«Πανέξυπνε που κόβει ο νους, με τόση περηφάνεια
λόγια βαριά ξεστόμισες κι η γλώσσα σου προτρέχει.                  190
Η γη ας είναι μάρτυρας και τα ψηλά τα ουράνια
και το τρεχούμενο νερό που από τη Στύγα τρέχει

-όρκος φριχτός για ουράνιους, βαρύς μα και μεγάλος-
πως άλλα εγώ δεν μελετώ για να σου στείλω ντέρτια
κι αυτά λέει ο νους μου να ’κανα, άμα δεν ήταν άλλος
μα εγώ η ίδια ήμουνα, κι ανάγκη είχα τέτοια.

Έτσι μου γνέφουν της ψυχής και τα καρδιάς οι χώροι
κι ούτε είναι από σίδερο, μα απλή σαν το ζυμάρι».
   Αυτά του λέει και ξεκινά η θεϊκή η κόρη
κι αυτός πιο πίσω ακολουθεί, στης Καλυψώς το χνάρι            200

φτάνοντας στη βαθιά σπηλιά το αρμονικό ζευγάρι
εκείνος, στο θρονί που ο  Ερμής άφησε, θα καθίσει
κι εκεί τραπέζι του ’στρωσε, η Ουράνια όλο χάρη
με φαγητά που οι θνητοί έχουνε συνηθίσει.

Στον Οδυσσέα απέναντι η Καλυψώ καθόταν,
οι δούλες νέκταρ φέρνανε κι άφθονη αμβροσία
στα νόστιμα τα φαγητά τα χέρια απλωνόνταν,
κι αφού χορτάσαν το φαϊ, και την οινοποσία

αρχίζει πρώτη η Καλυψώ με λύπη και μεράκι:
«Σοφέ Οδυσσέα θεϊκέ και γόνε του Λαέρτη                                 210
πίσω ξανά στο σπίτι σου στο αγαπημένο Θιάκι
να φτάσεις τώρα λαχταράς; Θα φύγει αυτό το ντέρτι.

Μα αν ήξερες τι βάσανα και κόπους θα υπομείνεις
μέχρι να φτάσεις, τι κακά, οι μοίρες θ’ αμολύσουν
μαζί μου στη βαθιά σπηλιά θα ήθελες να μείνεις
κι ας είχες τον βαθύ καημό- αθάνατος θα ήσουν-

να ξαναδείς που λαχταράς το αγαπημένο ταίρι
κι ούτε νομίζω πως αυτή καλύτερη περνιέται
στο ανάστημα και στο κορμί, κι αλλοίμονο αν το ασκέρι
το θεϊκό, με τις θνητές στα κάλλη αναμετριέται »                        220

κι ο Οδυσσέας ο σοφός γυρίζει κι απαντάει:
«Συγνώμη ουράνια θεά, ποτέ δεν θα επιμείνω.
Η Πηνελόπη σε ομορφιά, μπροστά σου δεν μετράει
στην όψη, στο ανάστημα, όπως κι αν σας συγκρίνω,

άλλωστε κείνη είναι θνητή, κι εσύ θεά αιώνια
κι αγέραστη. Μα όμως ποθώ να φτάσω στην πατρίδα
τη μέρα της επιστροφής να δω μετά από χρόνια.
Κι αν κάποιος επουράνιος μου στείλει καταιγίδα

θα την αντέξω, στ’ ανοιχτά τα πέλαγα του κόσμου,
έχει η καρδιά χαρίσματα πολύ βαθιά κρυμμένα                       230
στα βάσανα που πέρασα, η γη κι ο ουρανός μου
χάθηκε από τα μάτια μου. Ας έρθει κι άλλο ένα».

Τα ’πε, ο ήλιος χάθηκε, έπεσε το σκοτάδι
και για τα βάθη της σπηλιάς φύγανε αγκαλιασμένοι
και την αγάπη χάρηκαν και του έρωτα το χάδι.
 Όταν η Αυγούλα έφεξε η νυχτοθροφισμένη

ο Οδυσσέας το κορμί με μια χλαμύδα ζώνει
κι ένα φουστάνι η Καλυψώ χιονόχνουδο θα βάλει
που ’χε στη μέση του όμορφη, μαλαματένια ζώνη
και μπόλια χρυσοκέντητη περνάει στο κεφάλι,                            240

του Οδυσσέα το μακρύ ταξίδι να ετοιμάσει.
Μπαλτά μεγάλο του ’δωσε, χαλκόφιαχτο, δεμένο
που ένα στυλιάρι δυνατό στην άκρη είχε περάσει
φιαγμένο από ξύλο ελιάς, με τέχνη σφηνωμένο

κι ένα σκεπάρνι να κρατά βγαλμένο απ’ το ακόνι,
έφυγε πρώτη η θεά για του νησιού τα μάκρη
κει που τα δέντρα η δροσιά θρέφει και τα ψηλώνει,
πεύκα και λεύκες κι έλατα ως τ’ ουρανού την άκρη.:...............Συνεχίζεται


Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                     Ε

Στον Οδυσσέα έδειξε τά δέντρα που θα κόβει
και επιστρέφει στη σπηλιά η θεϊκή γυναίκα,                               250
αυτός, τα ξύλα έκοψε και η δουλειά προκόβει
κι είκοσι καραβόξυλα με τέχνη επελέκα

                                         Ε
με το σκεπάρνι τα ίσιωνε για να τα κάνει λεία.
Τότε τρυπάνι του έφερε η θεϊκή η κόρη
κι εκείνος με ξυλόκαρφα τα ’δενε μ’ ευκολία
κι αργά σχηματιζότανε του καραβιού η πλώρη

κι όσο γερά το πάτωμα του καραβιού το δένει
αυτός που την ξυλουργική άριστα τη γνωρίζει,
ο Οδυσσέας το σκαρί με υπομονή το φέρνει.
Κι αφού με τέχνη τα σκαριά κοντά κοντά στηρίζει                    260

κάρφωσε τα στραβόξυλα το σκάφος να ετοιμάσει
και τα μαδέρια τα μακριά έδεσε να τελειώνει.
Μετά κατάρτι πελεκά τα ιστία να κρεμάσει
και τελευταίο ετοίμασε του σκάφους το τιμόνι

ολόγυρα με λυγαριάς κλωνάρια το διπλώνει
για να μη μπαίνει το νερό, με βάρος το γεμίζει
και καραβόπανο η θεά του φέρνει και του απλώνει
να φιάξει όμορφα πανιά στον πόντο ν’ αρμενίζει,

κατόπιν δένει τους σκαρμούς, τα ξάρτια ανεβάζει
και με λοστάρια το ’ριξε στην πελαγίσια ξέρα.                            270
Τέσσερις μέρες του ’φυγαν , τα πάντα να ετοιμάζει
και η θεά τον χαιρετά την πέμπτη τη μέρα

ρούχα του έχει ευωδιαστά, τον έλουσε η ίδια
και μ’ ένα ασκί μαύρο κρασί , πανώριο τον τρατάρει
στο άλλο δροσερό νερό, και γευστικά πλουμίδια
με τρόφιμα χορταστικά του έχει σε ταγάρι

κι έν’ αγεράκι πίσω του πρίμο του ξεσηκώνει.
Ο Οδυσσέας τα πανιά τα σήκωσε με χάρη,
καθόταν πράος κι ήρεμος με τέχνη στο τιμόνι
κι ούτε στιγμή αποζητά ο ύπνος να τον πάρει                              280

κοίταζε τον Βοϊδοζευγά που αργεί να πάει στη δύση
μα και την Άρκτο, που αλλιώς και Άμαξα λεγόταν
που στον λεβέντη Ωρίωνα το βλέμμα έχει βυθίσει,
η μόνη, που στου Ωκεανού το κύμα δεν λουζόταν.

Ορμήνειες του ’δωσε η θεά πως στο ζερβό του χέρι
σαν αρμενίζει στον γιαλό, να έχει τούτο το άστρο.
Μέρες περάσαν δεκαεφτά στης θάλασσας το αγέρι
στην δέκατη όγδοη φάνηκε των Φαίακων το κάστρο

τα όρη τα βαθύσκιωτα, πολύ κοντά περνώντας
αχνά τα βλέπει και θολά, μες στης αυγής το λέπι.                      290
       Μα τότε απ’ τους Αιθίοπες, ο Τρανταχτής γυρνώντας
κει στων Σολύμων τα βουνά, αλάργα τονε βλέπει ,

μέγας θυμός τον ξάναψε που  αρμένιζε με τάξη,
και το κεφάλι του κουνά, πικρά  μονολογώντας:
«Να ο Οδυσσέας,  των θεών η γνώμη θα ’χει αλλάξει,
όταν μες στους Αιθίοπες καθόμουνα γλεντώντας,

και στων Φαιάκων το νησί κοντεύει να  σιμώσει
γραφτό του, από του χάροντα τα χέρια να ξεφύγει.
Όμως του τάζω η συμφορά να τον ξανανταμώσει».
    Έτσι είπε και τα σύννεφα στα δυό του χέρια σμίγει                300   
 
κι αρπάζοντας την τρίαινα το κύμα αναταράζει
του κάθε ανέμου τη βροχή με αντάρα ξεσηκώνει
και  θάλασσες μα και στεριές με σύννεφα σκεπάζει.
Σκοτάδι μέγα χύθηκε, ο άνεμος φουντώνει

μαζί ο Σιρόκος, ο Νοτιάς, και το άγριο Ζεφύρι
φουρτουνιασμένο, του Βοριά το παγωμένο αγιάζι,
τεράστια τα κύμματα στη διάβα του έχουν γείρει
και του Οδυσσέα η καρδιά χτυπώντας τρεμουλιάζει,

του λύνονται τα γόνατα, και στεναγμό θ’ αρχίσει:
«Ο δυστυχής! αλλοίμονο. Πόσα η καρδιά θα πάθει;                       310
Αλάθευτα όλα η θεά τα είχε προσεγγίσει
για συμφορές στα πέλαγα και για μεγάλα πάθη

πριν φτάσω στην πατρίδα μου. Αλήθεια βγαίνουν τώρα.
Να ο Δίας, έχει σύννεφα τον ουρανό φορτώσει
κι  η θάλασσα λυσσομανά και με τραβά η μπόρα
στου κάθε ανέμου την πνοή. Ποιος τάχα να γλιτώσει;.:...............Συνεχίζεται


 






Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                      Ε

Χίλιες φορές οι Δαναοί, καλύτερη είχαν τύχη
που για του Ατρέα τα παιδιά, οι Τρώες ξεκληρίζαν,
θα ήτανε καλύτερο, δόρυ να με πετύχει
απ’ τα χιλιάδες χάλκινα που εκείνοι ξακοντίζαν                         320

για του Αχιλλέα το κορμί. Μνημείο θα ’χαν στήσει
κι οι Αχαιοί την δόξα μου παντού θα είχαν πάει.
Όμως το γράφει η μοίρα μου, άδικη να’χω ζήση».
 Είπε, και καταπάνω του, άγριο κύμα σκάει

με μια ορμή τεράστια, που το σκαρί τραντάζει,
πετώντας τον στα κύματα τον ίδιονε σαν λέσι,
και το τιμόνι άγρια ο άνεμος του αρπάζει
σπάζοντας το κατάρτι του με δύναμη στη μέση,

με λύσσα αρχίζει πάλεμα στων άνεμων τη δίνη
πανί κι αντένα σκόρπισε, στη θάλασσα αλαργεύει,                     330
για ώρες μες στα βάθη του, κύμα τον καταπίνει
και δύσκολα κατάφερε πάνω να ξανανέβει

καθώς γερά τον χτύπησε η θάλασσα με άχτι.
Γιατί πολύ τον βάραιναν, τα ρούχα, στην πλημμύρα,
που του ’δωσε η Καλυψώ.κι αργά αργά πετάχτη
ως τον αφρό, και σαν χολή ξερνούσε την αλμύρα

που επάνω απ’ το κεφάλι του κελάρυζε σαν βρύση.
Παρ’ ότι του ’βγαινε η ψυχή, το πλοίο του στο αγέρι
δεν ξέχασε, κι ως το ’πιασε, βάλθη να το κρατήσει
με λύσσα, αποφεύγοντας του χάρου το καρτέρι ,                          340

καταμεσίς καθότανε, καθώς το άγριο κύμα,
σαν το χειμερινό βοριά, στου κάμπου το χωράφι
κουβάρι κάνει αγκαθιές , μαζεύοντας τες χύμα,
έτσι στο κύμα δέρνανε, οι άνεμοι τη σκάφη.

Μια ο Βοριάς την έσερνε, και μια ο Νοτιάς πιο πέρα,
πότε ο Σιρόκος την χτυπά, ο Ζέφυρος την άλλη.
    Κι η  λευκογόνατη Ινώ, του Κάδμου η θυγατέρα,
η Λευκοθέα τον θωρεί, που σαν θνητή ελάλει

παλιά, και τώρα οι θεοί, τιμή της δώσαν κάποια
στα πέλαγα, μα λύγισε στου Οδυσσέα τη μάχη.                           350
Μέσα στο κύμα πεταχτή κολύμπησε σαν πάπια
και τον ρωτά σαν κάθισε στου καραβιού τη ράχη:

«Ο Τρανταχτής με σένανε γιατί έχει λυσσάξει
πίκρες και νέφη στέλνοντας στα βάθη τ’ ουρανού σου;
Μα θα σωθείς, κι ας έχει αυτός απ’ το θυμό πλαντάξει,
άμα βιαστείς κακότυχε, νομίζω κόβει ο νους σου,

τα ρούχα βγάλε που φοράς, στους άνεμους ν’ αφήσεις
να παραδέρνει το σκαρί, μακριά ο εαυτός σου,
και στων Φαιάκων το νησί, να βγεις ,ας προσπαθήσεις,
έτσι μονάχα θα σωθείς, αυτό είν’ το γραφτό σου                         360

Μα άπλωσε στα στήθια σου το αθάνατο μαντήλι,
δεν κινδυνεύεις να πνιγείς στης θάλασσας το ρέμα
κι όταν αγγίξεις τη στεριά, το κύμα να το στείλει
ξανά βαθιά στο πέλαγος, μα ρίξε αλλού το βλέμμα

του είπε και το αθάνατο μαντήλι της του δίνει
καθώς στο αφρογάλανο το κύμα μέσα πέφτει,
ίδια με πάπια βούτηξε, στης θάλασσας τη δίνη
κι ο Οδυσσέας τούτα εδώ με βουβαμάρα σκέφτη

και λέει η άφοβη ψυχή καθώς αναστενάζει:
«Αλλοίμονο, ουράνιος παγίδα στήνει πάλι,                                   370
κι απ’ το σκαρί να πεταχτώ έξω με διατάζει
αφού είναι αλάργα της στεριάς το ποθητό ακρογιάλι

που αποκούμπι η θεά για μένα έχει προβλέψει.
Άλλο να κάνω λέει ο νους για να ’μαι κερδισμένος.
Όσο τα ξύλα απ’ τους σκαρμούς δεν έχουν αλλαργέψει,
πάνω τους θα κρατώ γερά, στα πάθια μου δοσμένος,

κι άμα το κύμα το άγριο, το πλοίο το χωρίσει
θα κολυμπήσω στη στεριά, καλύτερο τι να ’χω».
      Κι αυτά ενώ κελάρυζαν στης σκέψης του τη βρύση
κύμα σηκώνει ο Τρανταχτής πελώριο σαν βράχο                         380

που ορθό χτυπά επάνω του και τον γκρεμοτσακίζει.
Και όπως άνεμος σφοδρός απότομα ξεσπάει
και τ’ άχυρα της θημωνιάς τρελά στριφογυρίζει
έτσι τα ξύλα απ’ το σκαρί στην θάλασσα σκορπάει.;.:...............Συνεχίζεται


Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                    Ε

Τότε ο Οδυσσέας κάθισε καβάλα σε καδρόνι
όπως σε άλογο ταχύ, τα ρούχα του πετάει
που του ’χε δώσει η Καλυψώ, και το μαντήλι απλώνει
στα στήθια, και στη θάλασσα κινά να κολυμπάει

τα χέρια ανοιγοκλείνοντας, να φτάσει στο ακρογιάλι.
Τον  είδε τότε ο Τρανταχτής της γης, ο Ποσειδώνας                   390
και μοναχός του μίλησε κουνώντας το κεφάλι:
«Τέτοια σου πρέπουν βάσανα, στο πέλαγος κι αγώνας

μέχρι θεόγενους θνητούς να βρεις στα μονοπάτια,
παράπονο για βάσανα ,δεν πρέπει να ’χεις άλλο».
Είπε και τα δασύτριχα κεντρίζει τ’ άσπρα του άτια
να τονε πάνε στις Αιγές που ’χε ναό μεγάλο .

Τότε η Παλλάδα σκέφτηκε, καλύτερο να γίνει:
Η ορμή λέει των άνεμων, κι η φούρια να κοπάσει
και μόνο του γλυκόπνοου Βοριά βγάζει μπουρίνι
κόντρα στο κύμα να φυσά μέχρι να  ησυχάσει                            400

κι ο Οδυσσέας να βρεθεί στους θαλασσοθρεμένους
τους Φαίακες, γλιτώνοντας της ζήσης του τον φάρο.
Δυό μερονύχτια με άνεμους πολύ αγριεμένους
παράδερνε, χίλιες φορές κοιτάζοντας τον χάρο.

Σαν η Αυγούλα η ρόδινη φέγγει την τρίτη μέρα
κοπάσανε οι άνεμοι κι όλα φαντάζαν πρίμα,
Τότε αργοφάνη η στεριά, κοντά, λίγο πιο πέρα
καθώς τον σήκωσε ψηλά το φουσκωμένο κύμα.

Πως για τα τέκνα είν’ όμορφο, το γειά σου του πατέρα
που βάσανα , βαριάρρωστο σιγά- σιγά τον λιώνουν                    410
και τον καρφώνει αλύπητα του πόνου η μαχαίρα,
μα από τον χάρο οι θεοί, χαρούμενα τον σώνουν,

έτσι τα δέντρα κι η στεριά του Οδυσσέα φαινόταν
που κολυμπούσε γρήγορα στου πέλαου την αγκάλη
κι ως έφτασε τόσο κοντά, που κι η φωνή ακουγόταν
ακούει το κύμα να χτυπά στων βράχων το ακρογιάλι.

Βογγούσαν καθώς δέχονταν τα κύματα οι βράχοι
κι από το πούσι του γιαλού δεν έβλεπε καθάρια.
Γιατί ανοιχτό δεν φαίνονταν έν’ ακρογιάλι να’ χει
μα βράχια δυσθεόρατα, και κοφτερά λιθάρια.                              420

Γόνατα , μα και η καρδιά, κοπήκαν του Οδυσσέα
κι αναστενάζει, έχοντας μες στην καρδιά του αγκάθι:
«Αλίμονο, του Κρόνου ο γιος  με βγάζει στα χερσαία
εδάφη, αφού  διέσχισα του πέλαγου τα βάθη

μα είναι δύσκολο να βγω απ’ το αφρισμένο κύμα.
Οι πέτρες είναι κοφτερές, μουγκρίζουνε  οι βράχοι,
που απότομοι και δύσβατοι στο κάθε μου το βήμα
θα με χτυπούν αλύπητα και τρόπος δεν υπάρχει

τη σωτηρία μου να βρω, ειν’ άπατα τα μέρη
ορθός στα πόδια να σταθώ, να μη με πάρει ο χάρος                    430 
κι άμα μια πέτρα κοφτερή με κόψει σαν μαχαίρι
καθώς θα βγαίνω θα χαθεί η ορμή μου και το θάρρος.
                           
Τότε η Παλλάδα σκέφτηκε, καλύτερο να γίνει:
Η ορμή λέει των άνεμων, κι η φούρια να κοπάσει
και μόνο του γλυκόπνοου Βοριά βγάζει μπουρίνι
κόντρα στο κύμα να φυσά μέχρι να  ησυχάσει                            400

κι ο Οδυσσέας να βρεθεί στους θαλασσοθρεμένους
τους Φαίακες, γλιτώνοντας της ζήσης του τον φάρο.
Δυό μερονύχτια με άνεμους πολύ αγριεμένους
παράδερνε, χίλιες φορές κοιτάζοντας τον χάρο.

Σαν η Αυγούλα η ρόδινη φέγγει την τρίτη μέρα
κοπάσανε οι άνεμοι κι όλα φαντάζαν πρίμα,
Τότε αργοφάνη η στεριά, κοντά, λίγο πιο πέρα
καθώς τον σήκωσε ψηλά το φουσκωμένο κύμα.

Πως για τα τέκνα είν’ όμορφο, το γειά σου του πατέρα
που βάσανα , βαριάρρωστο σιγά- σιγά τον λιώνουν                    410
και τον καρφώνει αλύπητα του πόνου η μαχαίρα,
μα από τον χάρο οι θεοί, χαρούμενα τον σώνουν,

έτσι τα δέντρα κι η στεριά του Οδυσσέα φαινόταν
που κολυμπούσε γρήγορα στου πέλαου την αγκάλη
κι ως έφτασε τόσο κοντά, που κι η φωνή ακουγόταν
ακούει το κύμα να χτυπά στων βράχων το ακρογιάλι.

Βογγούσαν καθώς δέχονταν τα κύματα οι βράχοι
κι από το πούσι του γιαλού δεν έβλεπε καθάρια.
Γιατί ανοιχτό δεν φαίνονταν έν’ ακρογιάλι να’ χει
μα βράχια δυσθεόρατα, και κοφτερά λιθάρια.                              420

Γόνατα , μα και η καρδιά, κοπήκαν του Οδυσσέα
κι αναστενάζει, έχοντας μες στην καρδιά του αγκάθι:
«Αλίμονο, του Κρόνου ο γιος  με βγάζει στα χερσαία
εδάφη, αφού  διέσχισα του πέλαγου τα βάθη

μα είναι δύσκολο να βγω απ’ το αφρισμένο κύμα.
Οι πέτρες είναι κοφτερές, μουγκρίζουνε  οι βράχοι,
που απότομοι και δύσβατοι στο κάθε μου το βήμα
θα με χτυπούν αλύπητα και τρόπος δεν υπάρχει

τη σωτηρία μου να βρω, ειν’ άπατα τα μέρη
ορθός στα πόδια να σταθώ, να μη με πάρει ο χάρος                    430 
κι άμα μια πέτρα κοφτερή με κόψει σαν μαχαίρι
καθώς θα βγαίνω θα χαθεί η ορμή μου και το θάρρος.
                           

Κι αν κολυμπήσω παρακεί, να βρω έν’ ακρογιάλι
αμμουδερό, καλόστρωτο, λιμάνι με απανέμι
κύμα φοβάμαι μη μου ’ρθεί μες στην ανεμοζάλη
και πάλι ο δόλιος τυλιχτώ στου πέλαου την ανέμη

ή κι άγριο σκυλόψαρο η μοίρα φέρει εμπρός μου
απ’ όσα τρέφει η θάλασσα, μες στο βυθό της μύρια
γιατί τον ξέρω τον θυμό του Τρανταχτή του κόσμου».
       Κι όπως αυτά περνούσανε στης σκέψης τα γιοφύρια,          440

κύμα τρανό τον πέταξε στων βράχων τη σχισμάδα,
το σώμα του θα ’χε γδαρθεί, κόκαλα θα ’χε σπάσει
αν δεν του φώτιζε τον νου η ’λιόφωτη Παλλάδα
βράχο μεγάλο, ακίνητο, στα χέρια του να πιάσει.

Και πάνω του να γαντζωθεί με όλη την ψυχή του
μέχρι το αφρογάλαζο το κύμα να περάσει.
Προς το παρόν τη γλίτωσε. Μα στην επιστροφή του,
τον χτύπησε και τον πετά στου πέλαγου τη χάση......................Συνεχίζεται




Αποσυνδεδεμένος Ωρίωνας

  • Θαμώνας
  • ***
  • Μηνύματα: 198
  • Φύλο: Άντρας
  • http://www.e-na.com/mpolitexneio.aspx
    • Προφίλ
    • http://mousikiamilla.blogspot.com/
Συγνώμη αλλά θέλω να κάνω μια ερώτηση προς όλους και κυρίως προς εσένα φίλε ivikos μιας και το έχεις ψάξει και θα ξέρεις καλλίτερα από όλους μας.
Έκανα μια αναζήτηση για τις μεταφράσεις της Οδύσσειας και ενώ βρίσκω τις μεταφράσεις των Καζαντζάκη, Σιδέρη, Εφταλιώτη, Ποριώτη, Κακρίδη βλέπω ότι είναι μεν έμμετρες αλλά δεν είναι ομοιοκατάληκτες όπως η μετάφραση που κάνεις εσύ.
Δεν έχω κάνει λεπτομερή έρευνα και ζητώ απ'  όποιον θέλει και ξέρει να κάνει μια αναζήτηση γιατί ΑΝ οι προγενέστερες μεταφράσεις είναι μόνο έμμετρες και όχι ΚΑΙ ομοιοκατάληκτες τότε η πρωτοτυπία του έργου σου αποκτά άλλες διαστάσεις.
Έρωτας: Γεννιέται σε μια στιγμή, ζει για μια εποχή και πεθαίνει σε μια μέρα.
Αγάπη: Γεννιέται αργά, μεγαλώνει σιωπηλά και θάνατο ποτέ δεν βρίσκει.

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Καλέ μου φίλε μου Ωρίωνα γεια σου
Από πλήθος μεταφράσεων που έχω διαβάσει ή έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου, καμμιά δεν έχω δει με ομοιοκαταληξία
παρά μόνο του Ψυχουντάκη σε πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης ,που σμίγει ομοιοκατάληξία ,λίγο Κρητική διάλεκτο, και μια δόση Ερωτόκριτου,
που την βρίσκω αρκετά αξιόλογη....
Εγώ όπως έχω ξαναπεί σε σχόλιό μου, έβαλα σαν στόχο το αρχαίο κείμενο να το δώσω με την μορφή: δεκαπεντασύλλαβου, τετράστιχου, έμμετρου , σταυρωτά ομοιοκατάληκτου.(ακριβώς το ίδιο έχω ξεκινήσει με την Ιλιάδα)...........
Θέλοντας να δω πως θα απαγγελόταν από σύγχρονους ραψωδούς στην καθομιλουμένη, όπως κατ' αντιστοιχία γινόταν γινόταν με το αρχαίο κείμενο στην τότε Ομηρική διάλεκτο....
Έχω την εντύπωση ότι σε ένα βαθμό το πέτυχα, αν και τελικός κριτής είναι οι αναγνώστες.....................
Όπως και να 'χει , ο κόπος που κάνεις και σκύβεις σε αυτό μου το πόνημα, με κάνει να αισθάνομαι υποχρεωμένος, και σ' ευχαριστώ γι αυτό
Να είσαι πάντα καλά !!!!!!!
Τα λέμε!!!!!!!!!

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ+Δ+Ε )
« Απάντηση #98 στις: 24/08/09, 19:53 »
                         Ε

Πως, το χταπόδι όταν τραβούν απ’εξω απ’ το θολάμι
και πετραδάκια αμέτρητα κολλάνε στα πλοκάμια,                     450
έτσι στον βράχο κόλλησε η κάθε του παλάμη
και τονε ξανασκέπασε  της θάλασσας η λάμια

του Οδυσσέα ο χαμός γραφτό ήταν να γίνει
αν πάλι η ’λιόφωτη Αθηνά τον νου του δεν φωτίσει.
Καθώς τον βγάζει στον αφρό της θάλασσας η δίνη
το βλέμμα ρίχνει στην στεριά, μην τύχει κι αντικρίσει

λιμάνι ευκολοθώρητο, κι αμμουδερό ακρογιάλι.
Σε ποταμού ταχύροου τις εκβολές ζυγώνει
κι εκεί του ’φάνει βολική κι απάνεμη αγκάλη,
αμμουδερή, που τα νερά με ησυχία απλώνει                                 460

ο ποταμός, κι αυτός ευθύς ζητά στην προσευχή του:
«Όποιος και να ’σαι, σώσε με, που βρέθηκες εμπρός μου
κι έψαχνα μέρες άρχοντα,  να μη με βρει η οργή του,
του Ποσειδώνα του θεού στα πέλαγα του κόσμου.

Απ’ τους αιώνιους θεούς, όποιος περιπλανήθη,
την χάρη παίρνει που ζητά, και που εγώ δεν έχω,
στο ρέμα αυτό , στα πόδια σου προσπέφτω, να ’ρθει η λήθη.
Βοήθησέ με αφέντη μου, προστάτη μου να σ’ έχω».

Λέγοντας τούτα ,η ορμή στο κύμα σταματάει
κι ο Οδυσσέας γλίτωσε εμπρός στην εκβολή του,                        470
τα χέρια απλώνει και βαρύς γονατιστός στο πλάϊ,
πρησμένος, έγειρε στη γη, κι εχάθη η δύναμή του

κι έσταζε απ’ τη μύτη του αλμύρα, κι απ’ το στόμα.
Δίχως φωνή κι αναπνοή, λιπόθυμος σωριάστη
πονώντας όλο το κορμί,πέφτει σχεδόν σε κώμα.
Μα αφού ανάσανε η καρδιά, και κάπως ξεκουράστη,

το θεϊκό απ’ το στήθος του πετάει το μαντήλι
μπρός στου θαλασσοφίλητου του ποταμιού τη θέα,
κι αυτό, ένα κύμα το άρπαξε γρήγορα να το στείλει
στα τρυφερά τα χέρια της που άπλωσε η Λευκοθέα.                   480

Απ’ το ποτάμι έφυγε , στα βούρλα να πλαγιάσει
κι έσκυψε δίνοντας φιλί στη γη την καρποφόρα
και λέει στην άφοβη καρδιά, προτού αναγαλιάσει:
«Αλίμονο !τι θα γινώ; Τι μου φυλάει η ώρα;

Αν την πικρόχολη νυχτιά, στον ποταμό περάσω
θα μ’ εύρει παγωνιά πολύ, και παγερή δροσούλα,
θα παραλύσει η καρδιά, φοβούμαι μην τη χάσω,
γιατί αγιάζι ο ποταμός ,ξερνάει την αυγούλα.

Κι αν πάλι πάω στο βουνό στο σκιερό λαγκάδι
και στα χαμόκλαδα βαθιά, τα μέλη παραλύσουν                          490
απ’ την πολύ την κούραση, κι ύπνος με πάρει βράδυ
τρέμω μη πέσουνε θεριά, και κρέας δεν μου αφήσουν»

κι εκεί που τέτοια στο μυαλό περνούν, αποφασίζει
δίπλα να πάει, στου ποταμού το δάσος το μεγάλο
που δύο δέντρα φουντωτά, η φύση τα λυγίζει
ανταμωτά, το ένα ελιά, αγριελιά το άλλο

αγέρας δεν τους φύσηξε τα φύλλα τους τα γκρίζα
αχτίνες ήλιου, λαμπερές, δεν τ’ άφησαν καμένα
μα ούτε και νερό βροχής τα μούσκεψε στη ρίζα
έτσι που ήταν φουντωτά και πυκνοφυτεμένα                               500

εκεί ο Οδυσσέας χώθηκε, και φιάχνει ένα στρώμα
φαρδύ, από σκόρπιες φυλλωσιές, τέτοιο που θα μπορούσε
και δυό, και τρείς να χώραγε για φύλαξη ακόμα
μέσα στη βαρυχειμωνιά, όσο και να φυσούσε

Χάρηκε ο πολύπαθος, που γλύτωσε απ’ τ’ αγιάζι
στην μέση εχώθη, το κορμί, με φύλλα το φορτώνει,
όπως κανείς, καφτό δαυλό, στη μαύρη στάχτη βάζει
στην άκρη κάποιου χωραφιού, αν λείπουν οι γειτόνοι

για να φυλάξει τη φωτιά , η σπίθα της να μείνει
Έτσι ο Οδυσσέας χώθηκε στης φυλλωσιάς τη χάση                       510                 
 κι Αθηνά στα βλέφαρα, ύπνο βαθύ του χύνει
απ’ τη βαθιά τη κούραση, γλυκά να ξαποστάσει

            ΤΕΛΟΣ Ε! ΡΑΨΩΔΙΑΣ



Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                                 

                               
                  ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ


Κει ο Οδυσσέας κείτονταν, στου ύπνου το λημέρι
ριγμένος και ανήμπορος, που βάσανα τον λούσαν
κι η Αθηνά κατέφθασε, στων Φαίακων τα μέρη,
που στην Υπέρεια εξ’ αρχής, για χρόνια κατοικούσαν.

Γείτονες με τους Κύκλωπες, μιας φάρας, δίχως ήθος,
που ανίκητοι στην δύναμη, στο κλέψιμο τους πνίγαν
μα τους φυγάδεψε από κει, πριν χρόνια ο Ναυσίθος
κι αφού τους φέρνει στην Σχεριά , τους κλέφτες  αποφύγαν

Ύψωσε τείχη δυνατά ολόγυρα στην πόλη
κάστρο, ναούς για τους θεούς, χωράφια θα τους δώσει.               10
Μα όταν η μοίρα τον τραβά στου Άδη το περβόλι
ήρθε ο Αλκίνος, βασιλιάς, και άφθαστος στη γνώση.

Σε κείνου μπήκε η λιόφωτη Παλλάδα, το παλάτι
του Οδυσσέα  τον γυρισμό καλά να καταστρώσει .
Και σε μια κάμαρη λαμπρή , στου ύπνου το κρεβάτι,
μια κόρη βλέπει ομοιόθεα, με ομορφάδα τόση,

την Ναυσικά, του Αλκίνοου την κόρη, που εφίλα,
ο ύπνος, και δυό σκλάβες της, πανώριες, όλο κάλλη
στο πλάϊ πόρτας λαμπερής, με ολόκλειστα τα φύλα.
Σαν αγεράκι έφτασε σ’ αυτής το προσκεφάλι                               20

πανόμοια, συνομήλικη, ακριβοθυγατέρα
του Δύμαντα, που χόρτασε της θάλασσας τα ελέη,
κι είναι ακριβοθώρητο καμάρι του πατέρα,
έτσι η Παλλάδα πάνω της, στέκεται και της λέει: ......................Συνεχίζεται



 

Σχετικά θέματα

  Τίτλος / Ξεκίνησε από Απαντήσεις Τελευταίο μήνυμα
1 Απαντήσεις
2430 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 30/06/06, 09:59
από Βραζίλης
23 Απαντήσεις
7701 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 20/06/06, 01:16
από master of puppets
22 Απαντήσεις
8370 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 12/10/07, 21:20
από bluechild
7 Απαντήσεις
3665 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 03/09/08, 21:09
από Neikos
65 Απαντήσεις
24300 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 07/04/09, 00:17
από Βραζίλης
0 Απαντήσεις
1879 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 24/03/09, 22:46
από Βραζίλης
0 Απαντήσεις
2537 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 28/03/09, 17:24
από Βραζίλης
5 Απαντήσεις
3724 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 06/05/12, 16:48
από Απόλλων
0 Απαντήσεις
1716 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 27/06/12, 01:02
από ivikos
0 Απαντήσεις
1210 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 03/06/20, 10:13
από ivikos