Αποστολέας Θέμα: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...  (Αναγνώστηκε 184324 φορές)

0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος Σ.απ.φώΣ

  • Παλιός
  • ****
  • Μηνύματα: 356
  • Φύλο: Γυναίκα
  • Ξέρω, μα επιλέγω ξανά τ' όνειρο.
    • Προφίλ
    • Μαρία Νεφέλη
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #100 στις: 29/08/09, 13:13 »
 iviko,

Συγχαρητήρια για το εγχείρημά σου!

Έτυχε να παρακολουθήσω μάθημα για τον Όμηρο στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο διδαχθήκαμε από το πρωτότυπο Οδύσσεια. Η ομηρική γλώσσα είναι πραγματικά δύσκολη για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με την αρχαιοελληνική γραμματεία και ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα τρομερά στην αρχή. Σε ένα εξάμηνο καλύψαμε περίπου 300 στίχους από τη ραψωδία Ε. Για αυτό, διάβασα με προσοχή την  δική σου απόδοση και πρόσεξα ότι μένεις με πίστη στο κείμενο!

Δεν κατάλαβα αν χρησιμοποίησες το πρωτότυπο κείμενο ή στηρίχτηκες αποκλειστικά στις μεταγενέστερες αποδόσεις. Αν είχες την υπομονή να διαβάζεις το πρωτότυπο και να αναλύεις τις λέξεις και τις φόρμουλες μία προς μία, τότε αποτελείς παράδειγμα για πολλούς φιλολόγους! Μου άρεσε που χρησιμοποίησες δεκαπεντασύλλαβο στίχο (αν δεν κάνω λάθος είναι και ιαμβικός, ο κατεξοχήν εθνικός μας στίχος, κάτι που συνδέει αν θες το μεγαλύτερο αρχαιοελληνικό έργο με τη σύγχρονη γραμματεία).

Εύχομαι κάποια στιγμή κάποιος να την εκδόσει. Καλή συνέχεια!


Κι ένα μικρό ορθογραφικό, στην Ε. Στο επισημαίνω με έντονα γράμματα.

Μόλις το ακούει η Καλυψώ, πανιάσανε τα χείλια,
πάγωσε το αίμα, και σκληρές, το στόμα λέξεις βγάζει:
«Σκληροί θεοί, κακόκαρδοι, που λιώνεται απ’ τη ζήλια
αν με θνητό κάποια θεά, την δείτε να πλαγιάζει                          120
Ιξίονες είμαστε όλοι. Iξίονες που αγκαλιάσαμε ένα σύννεφο νομίζοντας ότι κρατούμε τα όνειρά μας...
Ν.Κ.

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #101 στις: 29/08/09, 16:27 »
Κατ’ αρχήν να σε ευχαριστήσω για την επίσκεψή σου και το σχόλιό σου,
και μετά για την διόρθωση που είναι ευπρόσδεκτη ……..
Για να βάλω τα πράγματα στην σωστή τους βάση θα ήθελα να ενημερώσω ότι δεν είμαι φιλόλογος , ούτε καθηγητής.
Απλά μου αρέσει να ασχολούμαι με τον στίχο και την ποίηση, και ο ΟΜΗΡΟΣ για μένα ήταν και είναι μια πρόκληση
(και για ποιον δεν είναι;)

Τώρα σχετικά με την απορία σου …
Ξεκίνησα με το αρχαίο κείμενο και με βοήθημα  ένα Ομηρικό λεξικό…οι δυσκολίες μου πάμπολλες και ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΕΣ…εν συνεχεία παράλληλα με το αρχαίο κείμενο έπαιρναν θέση οι εκάστοτε αποδόσεις(μεταφράσεις;)  Σίδερης…Εφταλιώτης …Μαρωνίτης…Καζαντζάκης –Κακριδής…κ.λ.π
Η τελική μου σκέψη ήταν και είναι τα δυό έπη να τα δώσω σε τετράστιχο  15σύλλαβο ιαμβικό με  σταυρωτή ομοιοκαταληξία με απόλυτο σεβασμό στο αρχαίο κείμενο, για να δείξει πως ο υποτιθέμενος σημερινός ραψωδός θα απάγγελε το ποίημα στην σημερινή γλώσσα
και πως θα γινόταν κατανοητό από τους ομιλούντες την σημερινή διάλεκτο (έμμετρο, τετράστιχο, ομοιοκατάληκτο) .........

Θέλω να πιστεύω πως σε ένα βαθμό το έχω πετύχει,
αλλά οι τελικοί κριτές είναι πάντα οι αναγνώστες!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Και πάλι σ’ ευχαριστώ….

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #102 στις: 01/09/09, 16:58 »

                         Ζ

«Τι τεμπελιάζεις Ναυσικά, πως σ’ έμαθε η μάνα;
τον λιμπιστό σου ρουχισμό, έτσι θα τον αφήσεις;
έφτασε η ώρα να διαβείς του γάμου την αλάνα
και συ, μ’ αυτόνε θα ντυθείς, και τέτοιον θα χαρίσεις

σε όσους σπίτι σου θα ’ρθούν, νύφη να σ’ οδηγήσουν,
έτσι ανεβαίνει τ’ όνομα, απ’ όσα εγώ θυμάμαι,                            30
θα χαίρει η μάνα κι ο γονιός που η κόρη εσύ ήσουν.
Μα έλα σήκω την αυγή, κι εγώ μαζί σου θα ’μαι

βοηθός σου, ν’ αρχινήσουμε, η πλύση να τελειώνει
και δεν θ’ αργήσει ο γάμος σου, να έρθει ο παινεμένος
για ταίρι τους σε αποζητούν, των Φαίακων οι γόνοι,
πριγκηποπαίδια, που βαστά και το δικό σου γένος.

Μόνο αν βρεις τον κύρη σου, με αγάπη και ομόνοια,
μουλάρια ζήτα, να φιαχτεί άμαξα,  να διατάξει
να φορτωθούν φορέματα, ζωστήρες και σεντόνια
και με τα πόδια εσύ μην πας, καλύτερα με αμάξι                             40

γιατί είναι ώρες μακριά, των πλυσταριών ο χώρος»
  Αυτά είπε και   χάθηκε, στον Όλυμπο η Παλλάδα,
που αθάνατοι το κατοικούν το θεϊκό το όρος
κι ούτε το πιάνουν άνεμοι, και της βροχής θαμπάδα ,

τριγύρω λάμψη απλώνεται, δεν πνίγεται στα χιόνια
κι η ανέφωτη καλοκαιριά, νικά το ξεροβόρι.
Εκεί οι αθάνατοι θεοί, το χαίρονται αιώνια .
Εκεί η Παλλάδα γύρισε, σαν είπε αυτά στην κόρη.........................Συνεχίζεται



Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #103 στις: 04/09/09, 15:55 »
                      Ζ

Σαν έφτασε η χρυσόθρονη αυγή να την ξυπνήσει
την Ναυσικά, που τ’ όνειρο, στου νου της την αλάνα                       50
μπήκε, στις σάλες έτρεξε γοργά να συναντήσει
τον κύρη τον σεβάσμιο, την λατρεμένη μάνα,

με σκλάβες βρήκε και τους δυό, παράδιπλα στον τζάκι
την μάνα με τ’ αδράχτι της, στης ρόκας της τους πόντους
μαλλί να γνέθει θαλασσί, και δίπλα στο πορτάκι
τον κύρη της που πάει να βρει, τους ντόπιους τους αρχόντους

στη σύναξη που Φαίακες, τρανοί είχαν καλέσει.
Καθώς τον κοντοζύγωσε, με νάζι λέει μεγάλο
«Καλέ μου κύρη διάταξε, μιάν άμαξα να δέσει
ένας δικός σου, ευρύχωρη, τον ρουχισμό να βάλλω                           60 

στην ρεματιά για να πλυθεί, τον λερωμένο που ’χω.
Όταν πηγαίνεις στην βουλή, με άρχοντες και προσέχεις
οι αποφάσεις να παρθούν, καθάριο θέλεις ρούχο.
Και μέσα στο παλάτι σου τους πέντε γιούς σου που έχεις

τους δυό με νύφες, άλλους τρεις, σε νιότης μετερίζι
που στον χορό σαν βγαίνουνε, πρέπει φρεσκοπλυμένοι
να είναι. Πάντα η κόρη σου τ’ αδέρφια της,  φροντίζει,
του λέει. Μα για τον γάμο της στέκεται φιμωμένη

από ντροπή. Μα ο βασιλιάς κατάλαβε και λέει:
«Μουλάρια δεν θα λυπηθώ, και θα γινεί στην πράξη,                       70
θα βάλουν μέσα οι παραγιοί του κόσμου τα ελέη
σ’ ένα ψηλό, καλότροχο και σκεπαστό αμάξι»

Σαν τέλεψε τον λόγο του μηνάει στους παραγιούς τους
αμάξι με όμορφους τροχούς, η κόρη μέσα να ’μπει
να φιάξουν, αφού ζέψουνε μουλάρια στους ζυγούς τους.
Κι η Ναυσικά μετέφερε τον ρουχισμό που λάμπει

στην σμιλεμένη άμαξα για να τονε φορτώσει
Η μάνα σε τραγίσιο ασκί κρασί της έχει στάξει,
προσφάγια σ’ ένα κάλαθο πολλά της έχει δώσει
κι ανέβηκε η κοπελιά στο όμορφο αμάξι.                                           80

Ακόμα και χρυσό ροϊ της έδωσε, με λάδι
οι σκλάβες αν πλυθούν, κι αυτή, στο σώμα τους να χύσουν,
τα γκέμια πιάνει η Ναυσικά και το καμτσί με χάδι
και τα μουλάρια τα χτυπά με κρότο, να κινήσουν..........................Συνεχίζεται




Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #104 στις: 18/09/09, 13:21 »

                          Ζ

Κόρη, και ρούχα πήγαιναν τροχάδη τα μουλάρια,
μονάχη όχι- πίσω της οι σκλάβες παρατρέχαν-
Σαν φτάσανε στον ποταμό, νερά βρήκαν καθάρια
κρυστάλλινα που στη σειρά, στις γούρνες μέσα τρέχαν

αστείρευτο ,δροσιάς νερό, που έβγαζε κάθε λέρα,
ξεφόρτωσαν την άμαξα, τα ζώα της να λύσουν                                  90
να οδηγηθούνε μόνα τους, στου ποταμού πιο πέρα
τις όχθες, αγριόχορτα χλωρά για να βοσκήσουν

τα ρούχα μέσα στο νερό, ρίχναν οι παρακόρες
πατώντας τα παράβγαιναν, με χάρη, και με βιάση.
Σαν τα ’πλυναν με προσοχή, αφού περάσαν ώρες
η κάθε μια, το ρούχο της, στην άκρη θα κρεμάσει

κει που τις πέτρες του γιαλού τα κύματα χτυπάνε.
Αφού λουστήκαν, το κορμί, γλυκά να χαλαρώσει
με λάδι το πασάλειψαν, και κάθισαν να φάνε
μέχρι του ήλιου η ζεστασιά τα ρούχα τους στεγνώσει.                        100

Τελειώσανε το φαγητό, κι μέρα ενώ κρατάει
βγάλανε τις μαντήλες τους να παίξουν με το τόπι.
Και πρώτη- πρώτη η Ναυσικά με χάρη το πετάει.
  Πως η σαϊτόγεννη Άρτεμη, κινάει στο κατόπι

για τον τρανό Ταϋγετο , του Ερύμανθου τις φτέρες,
με τα γοργά τα ελάφια της, και κάπρους παιγνιδίζει
κι οι φαραγγόθροφρες οι νιές, του Δία οι θυγατέρες
παίζουν μαζί της, κι η Λητώ από χαρά δακρύζει

ψηλότερη απ’ όλες τους, φαίνεται στον καθένα
κι ας είναι όλες όμορφες, που βόηθησαν στην πλύση,                 110
ξεχωριστή και λιμπιστή, φαίνεται η παρθένα.
 Σαν ήρθε η ώρα που έπρεπε στο σπίτι να γυρίσει

τα ρούχα της να διπλωθούν, τα ζώα της να ζέψει ,
σκέψη περνά της Αθηνάς, στου νου της το λημέρι,
στον Οδυσσέα να φανεί, η κόρη, ν’ αγναντέψει
και να τον πάει η κοπελιά, στων Φαίακων τα μέρη.

Τη μπάλα μία σκλάβα της, στην κόρη την πετάει
μα αστόχησε, και έριξε το τόπι στο ποτάμι
βάζουνε όλες τις φωνές, ο Οδυσσέας ξυπνάει
και μες στο νου αναβλύζουνε, οι σκέψεις που θα κάμει:             120   

«Αλί, τι χώρα είν’ αυτή, άνθρωποι τίνος γένους,
μην είναι άγριοι κι άδικοι, ποιες να ’ναι οι βουλές τους
τάχα φοβούνται τους θεούς, και αγαπούν τους ξένους
σαν κοριτσιών λεπτές- λεπτές ακούγονται οι φωνές τους

σαν τις λαλιές των ξωτικών, που στα βουνά γυρνάνε,
μες στις δροσιές των λιβαδιών και στις πηγές του κόσμου,
ή νάμαι σε κοινούς θνητούς, που ανθρώπινα μιλάνε
ας το εξετάσω, να το δω, θα πάω μοναχός μου»

κι απ’ το πυκνό-πυκνό δεντρί, ο θεϊκός θα σκύψει
να βγει, κλαδί πλατύφυλλο με το βαρύ του χέρι                              130
θα κόψει, να το βάλει εμπρός, τη γύμνια του να κρύψει.
   Σαν το λιοντάρι, που βουνό το τρέφει, και που ξέρει

την δύναμη του, και χυμά με άνεμο, στα χωράφια
ή με βροχή, να φάει αρνιά, την πείνα να κοπάσει
με τη φωτιά στα μάτια του, βόδια κι αγριελάφια
να κόψει, ή σε μαντριά γερά να μπει και να χορτάσει...........................Συνεχίζεται





                                     

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #105 στις: 22/09/09, 09:00 »
                                              Z

Έτσι ο Οδυσσέας έμελλε, τις κόρες να ζυγώσει
με την μεγάλη γύμνια του, η ανάγκη θα τον σπρώξει.
Μα σ’ όλες φάνηκε φριχτός, και με ασχήμια τόση
κι ο φόβος, και ο τρόμος τους, στους λόφους θα τις διώξει,            140

όμως η κόρη έμεινε του Αλκίνοου μονάχη,
η Αθηνά της έδωσε το θάρρος να καθίσει
να βγει εμπρός του. Μα αυτός σκέφτη τι θάρρος να ’χει
της κοπελιάς το γόνατο, με γλύκα ν’ ακουμπήσει

ή να  ρωτήσει απόμακρα τον λόγο τον δικό του,
που να ’ναι η χώρα να του πει, και να τον συνοδεύσει.
     Κι η συλλογή του έβγαλε κάτι καλύτερό του:
με λόγια από μακριά να την παρακαλέσει,

μην τύχει κι αν το γόνατο της πιάσει, του θυμώσει,
κι αμέσως απευθύνεται, με πονηριά στη λέξη:                              150
«Βασίλισσα λυπήσου με, θνητή ή θεά, στη γνώση
αν είσαι, και στα ουράνια κάποτε έχεις παίξει

ομοιόμορφη, της Άρτεμης του Δία, η όψη μοιάζει,
το ανάστημα σου, η μορφή, του κάλλους σου τα πλούτη
κι αν είσαι μια κοινή θνητή, στου κόσμου το περβάζι
καλότυχοι μακαριστοί θαν’ οι γονείς ετούτοι,

καλότυχα τ’ αδέρφια σου. Που πάντοτε η καρδιά τους
θα χαίρεται από μέσα της και θα αναγαλλιάζει
κορμί πανώριο στο χορό να βλέπει η ματιά τους.
Μα πιο πολύ καλότυχος , αυτός που σε θαυμάζει                           160   

και βγήκε πρώτος νικητής, για να σε κάνει ταίρι.
Πλάσμα δεν είδα σαν κι εσέ, όποιου κι αν ήταν φύλου
θαμπώσανε τα μάτια μου μπροστά σε τέτοιο αστέρι.
     Μονάχα στου Απόλλωνα, σ’ ένα βωμό της Δήλου,

νιοβλάσταρη είδα φοινικιά, ν’ ανθίζει όλο χάρη
γιατί κι εγώ ταξίδεψα. Ξοπίσω μου ο λαός μου
μα ήταν γραφτό να με χτυπά της πίκρας το λιθάρι,
θάμπωσα σαν αντίκρυσα τέτοιο κλωνάρι εμπρός μου

ούτε βλαστός τέτοιος στη γη δεν θα ξαναβλαστήσει
έτσι με θάμπωσες κι εσύ σε τούτη εδώ την άκρη                              170
κι ο φόβος, λέει στο γόνατο, χέρι μη σ’ ακουμπήσει.
   Χθές ήταν μέρα εικοστή, κι απ’ του πελάου τα μάκρη

της Ωγυγίας το νησί,  στο κύμα παρατρέχω
και μ’ έριξε άνεμος εδώ, είτε κακιά μου μοίρα.
Ίσως το ξέρουν οι θεοί τι άλλο  κρίμα έχω
και πόσο άλλο θα βραχώ στης πίκρας τη αλμύρα.

Βόηθα κυρά μου να σωθώ, που πρώτη εσένα είδα
μετά από τόσα βάσανα κι άγνοια τόση που’ χω,
ποιοι κάτοικοι την κατοικούν ετούτη την πατρίδα;
Στην χώρα οδήγα με κυρά, και δος μου ένα ρούχο                              180

άμα για ζώνη το’ φερες, τον ρουχισμό να δέσεις.
Είθε ας σου δώσουν οι θεοί όποια χαρά κι αν λάχει,
κι άντρα, και σπίτι, κι έρωτα, ποτέ να μην πονέσεις
που πιότερα καλύτερο στον κόσμο δεν υπάρχει

απ’ την ομόνοια και των δυό, από την μιά τη γνώμη
που θα ’χει το αντρόγυνο, το σπίτι να φροντίζει,
να χολοσκάνε οι εχθροί, κι οι συγγενείς ακόμη
να χαίρονται, που η φήμη τους παντού θα τριγυρίζει»

κι η λευκοχέρα η Ναυσικά του απαντά με νάζι:
«Ξένε, στο πρόσωπο κακή, η όψη σου δεν δείχνει                          190
στον κόσμο ο Δίας ο τρανός την τύχη μας μοιράζει
σε άρχοντες και σε φτωχούς, τη μοίρα μας την ρίχνει.

Έτσι κι εσένα σου ’στειλε αυτά για να περάσεις.
Μα αφού είσαι στης πατρίδας μου το χώμα και την ξέρα
ρούχο θα έχεις να φοράς, και άλλο δεν θα χάσεις,
απ’ όσα θα ’χε άγνωστος που θα ’ φτανε εδώ πέρα

θα μάθεις για την χώρα αυτή ποιοι ζουν, ποια έχει όρη
Φαίακες είν’ οι κάτοικοι σε τούτα εδώ τα μέρη,
του ξακουσμένου Αλκίνοου εγώ είμαι η κόρη
και των Φαιάκων η ακμή σε τούτου είναι το χέρι.                200...........Συνεχίζεται


Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #106 στις: 25/09/09, 09:15 »
                      Z

Αυτά του λέει και στις νιες μηνάει τις σγουρομάλλες:
«Σταθείτε, που χαθήκατε, σαν είδατε τον άντρα
που τον νομίσατε εχθρό κ αρχίσατε τρεχάλες;
Δεν θα ’ρθει κι ούτε θα φανεί στου κόσμου αυτού τη μάντρα

αυτός που μες στους Φαίακες τον σπόρο του πολέμου
θα ρίξει, γιατί μες στο νου, του θεϊκού του γένους
πλέει η αγάπη τους για μας, έστω κι αν  στου ανέμου
στα μεσοπέλαγα βαστά, βαριααπομονωμένους.

Μα αυτός απ’ το ναυάγιο, κι από τη δυστυχία
τη σωτηρία του ζητά. Κι ο Δίας απ’ τα μάκρη                                210
ξένους, φτωχούς, τους συμπονά. Το λίγο είν’ ευτυχία.
Λούστε τον να ’ναι καθαρός στου ποταμού την άκρη,

και δώστε του ποτό, φαϊ  γλυκιές μου παρακόρες»
   Είπε, κι οι δούλες έρχονται δειλά-δειλά από πέρα
τον Οδυσσέα οδηγούν σε μια σκιά οι κόρες
όπως τους είπε η Ναυσικά του Αλκίνου η θυγατέρα

Χλαμύδα του άφησαν κοντά, χιτώνα σ’ ένα δέμα
δίπλα του, το χρυσό ροϊ, που ’ταν γεμάτο λάδι
και του ’παν να ’ρθει άφοβα και να λουστεί στο ρέμα.
Κι ο Οδυσσέας γύρισε, και τις μιλά με χάδι:                                   220

«Πηγαίνετε κοπέλες μου, που η τύχη η καλή μου
το ’φερε, την αλμύρα της, η πλάτη μου να βγάλει
κι έχω καιρό να αλοιφτώ με λάδι στο κορμί μου.
Σ’ εσάς μπροστά δεν θα λουστώ, ντροπή είναι μεγάλη

η γύμνια μου όλη να φανεί, μπρος στο δικό σας μάτι»
   Φύγαν, στην κόρη να τα πουν, στις διπλανές τις φτέρες
κι ο Οδυσσέας έβγαλε την άρμη απ’ την πλάτη
κι απ’ τους φαρδείς τους ώμους του, που ’χε κολλήσει μέρες.

Σαν έβγαλε απ’ την κεφαλή της θάλασσας την άχνη
και το κορμί του έλουσε , κι όλο το λάδι ρίχνει,                                230
τον ρουχισμό της Ναυσικάς,  στο σώμα του σαν φτιάχνει
του Δία η κόρη η Αθηνά, τον έκανε να δείχνει

ψηλότερος, παχύτερος, κι απ’ το σγουρό κεφάλι
σαν τα ζουμπούλια τα μαλλιά, πανέμορφα χυμήξαν,
καθώς τεχνίτης διαλεχτός, το μάλαμα θα βάλει
στο ασήμι, όπως η Αθηνά κι ο Ήφαιστος του δείξαν

έργα να φτιάχνει, ξακουστά, πανέμορφα σαν ποίημα,
έτσι μια χάρη χύθηκε πάνω του, κι έτσι μοιάζει.
Στην άκρη πήγε κάθισε που χτύπαγε το κύμα
κι η κόρη τον κρυφοκοιτά, και τον γλυκοθαυμάζει                          240

λέγοντας στις σγουρόμαλλες κοντά της παρακόρες:
«Ακούστε λευκοδάχτυλες, κόρες τι λέω τώρα
χωρίς να θέλουν οι θεοί, απ’ τις ουράνιες χώρες,
πώς να ’ρθει αυτός ο άνθρωπος στων Φαίακων τη χώρα;

πρωτύτερα στο πρόσωπο σαν άσχημος μου ’φάνη
μα τώρα, όμορφου θεού, μια αίσθηση μου αφήνει.
Μακάρι τέτοιος να ’τανε, που θα ’βαζα στεφάνι
ο άντρας, και να ήθελε στην χώρα μου να μείνει,

μα ελάτε, δώστε του φαϊ ο ξένος θα πεινάει».
   Τα λόγια ακούν οι κοπελιές, κι αμέσως ετοιμάζουν                     250
φαϊ, και δροσερό ποτό αφήνουνε στο πλαϊ
και του Οδυσσέα λαίμαργα τα χέρια του αρπάζουν

το φαγητό, γιατ’ ήτανε η πείνα του μεγάλη.
Μα στης πανώριας Ναυσικάς άλλο περνά στη σκέψη.                   
Αφού τα ρούχα δίπλωσε στο αμάξι να τα βάλει
μονάχη τα χοντρόνυχα μουλάρια της θα ζέψει

και στον ομοιόθεο γυρνά να πει αυτά τα λόγια:
«Ξένε μου σήκω, έφτασε ώρα ν’ ακολουθήσεις
στου συνετού πατέρα μου, σαν φτάσουμε τ’ ανώγια,
τους Φαίακες τους πιο τρανούς εκεί να συναντήσεις.         260...........Συνεχίζεται

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #107 στις: 30/09/09, 22:08 »
                           Ζ

Μα κάνε αυτό που θα σου πώ. Στο νου φαίνεσαι εντάξει.
Καθώς πίσω θ’ αφήνουμε χωράφια δουλεμένα
τροχάδη με τις δούλες μου, και πίσω από τ’ αμάξι
να ’ρχεσαι, κι όλοι θα ’ χετε για οδηγό εμένα,
                                     
κι όταν στους πύργους τους ψηλούς φτάσουμε με στην πόλη
που ’ χει λιμάνια όμορφα, στα δύο χωρισμένα
κι είναι στο έμπα τους στενά, κι έχουν τραβήξει όλοι
τα πλοία έξω στην στεριά, που ειν’ όλα σκεπασμένα,

του Ποσειδώνα τον ναό εκεί θα συναντήσεις,
την αγορά, που οι πέτρες της έχουν τη μια γωνιά τους          270
στη γη χωμένη,τ’ άρμενα των πλοίων θ’ αντικρίσεις,
τα παλαμάρια, τα πανιά, να ξύνουν τα κουπιά τους.

Γιατί οι Φαιάκοι, για σπαθιά δεν νοιάζονται ή για τόξα,
παρά για ξάρτια ,για κουπιά ,για πλοίων δρομολόγια,                       
με πλοία το αφρογάλαζο να σκίζουν έχουν λόξα.
Μα τρέμω άσχημα μην πουν αυτοί για μένα λόγια

κι ούτε φοβούνται για να πουν κακόλογα με μένος
αν κάποιος σε είδε, πρόστυχος ή πίσω μου σε δείξαν,
-Ποιος να ’ναι αυτός ο όμορφος ο λεπτοκαμωμένος
 που ακολουθεί την Ναυσικά; που τάχατε να σμίξαν;        280

Ίσως τον πάρει ταίρι της. Μπορεί καημούς μεγάλους
ναυαγισμένου ν’ άκουσε, και για να τον βοηθήσει
τον πήρε. Αφού γείτονες εμείς δεν έχουμε άλλους
ή έχει απ’ τους αθανάτους κάποιον θεό δεήσει                                     

να κατεβεί απ’ τον ουρανό, για να τον κάνει ταίρι.
Κάλλιο που ξένο διάλεξε κι όχι από ’δω χάμω
αφού δεν καταδέχεται τους ντόπιους που το χέρι
της ζήτησαν , οι αρχοντογιοί λεβέντες μας σε γάμο-

Έτσι θα πουν και την ντροπή δεν την βαστούν οι ώμοι,
τα ίδια θα ’λεγα κι εγώ αν τα ’χε κάνει άλλη                         290
και είχε φτάσει ν’ αψηφά των δυό γονιών τη γνώμη
και με τ’ αγόρια έσμιγε πριν το στεφάνι βάλει.

Ξένε θα πας στη χώρα σου, μα άκουσέ με όμως,
θα σε βοηθήσει ο κύρης μου, εκεί να πας τροχάδη.                       
Στης Αθηνάς το αλσύλλιο που θα σε βγάλει ο δρόμος
γεμάτο λεύκες, με νερά και γύρω του λιβάδι

εκεί ’ναι του πατέρα μου τα’ ολόδροσο περβόλι
που άμα μιλήσουνε ακούς, τόσο κοντά σου είναι.
Καρτέρει εκεί, μοναχικά, μέχρι να φτάσουμε όλοι
στο πατρικό το σπίτι μου στην χώρα, εκεί μείνε,                      300

και πάνω- κάτω αν σκεφτείς πως φτάσαμε εκεί πέρα
τότε ξεκίνα για να ’ρθεις στων Φαίακων τα μέρη,
ρώτα και κάποιον να σου πει το σπίτι του πατέρα
αυτό θα το ’βρεις εύκολα, κι ένα μωρό το ξέρει.                           

Μέσα στη χώρα αρχοντικό δεν θα ’βρεις να ’ναι άλλο
να μοιάζει σαν του βασιλιά Αλκίνοου το παλάτι
κι αν μπεις μες στο προαύλιο που ’ναι κι αυτό μεγάλο
και φτάσεις στο παράσπιτο μη σταματάς, περπάτει,

τη μάννα μου να πας να βρείς, προσπέρασε τη σάλα
στον τζάκι θα ’ναι στη φωτιά ,θα κάθεται να κλώθει                     310
με αδράχτι πορφυρό μαλλί πιασμένο σε διχάλα
στον στύλο πάνω θ’ ακουμπά, τρελά ο νους θα νοιώθει............Συνεχίζεται





Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #108 στις: 06/10/09, 16:53 »
                  Ζ

Σκλάβες πολλές στη μάννα μου, κοντά της θα ’ χουν γείρει,
κοντά της κι ο πατέρας μου, τον θρόνο έχει στηρίξει
ομοιόθεος, γλυκό κρασί θα πίνει στο ποτήρι,
προσπέρνα τον , της μάνας μου το γόνατο ν’ αγγίξει

το χέρι σου, αν θες να δεις γοργά το γυρισμό σου
κι ας είν’ ο τόπος σου μακριά, άμα την καλοπιάσεις
έχεις ελπίδα γρήγορα  να πας στ’ αρχοντικό σου
και τους δικούς σου να χαρείς, στο σπίτι σου αν φτάσεις»                 320

 Είπε και με το καμτσί, χτύπησε τα μουλάρια,
αφήνοντας τον ποταμό που όμορφα κυλούσε,
αυτά, με άγριο καλπασμό χτυπούσαν τα ποδάρια
κι αυτή τα γκέμια του αμαξιού με χάρη τα κρατούσε

ο Οδυσσέας πίσω της κι οι κόρες, ιδρωμένοι.
Στο αλσύλλιο της Αθηνάς σαν φτάσαν, η χλωμάδα
του ήλιου πια βασίλευε, κι ο Οδυσσέας μένει
εκεί, να κάνει δέηση στην λιόφωτη Παλλάδα :

 «Κόρη του Δία ανίκητη, άκου, και λίγο δος μου
βοήθεια, έστω κι αν παλιά δεν μ’ άκουγες στ’ αλήθεια           330
όταν με κυματόδερνε ο Σαλευτής του κόσμου.
Κάμε στους Φαίακες να βρω αγάπη και βοήθεια»

Παρ’ ότι την παράκληση η Αθηνά την δέχτη
δεν φάνηκε, απ’ τον φόβο της ή κι από σέβας ίσως
στον αδερφό, που νόμιζε τον Οδυσσέα φταίχτη
κι ώσπου να βγει στην χώρα του, άσβεστο του ’χε μίσος.

       ΤΕΛΟΣ  Ζ! ΡΑΨΩΔΙΑΣ




Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #109 στις: 10/10/09, 14:42 »


             ΡΑΨΩΔΙΑ  Η

Ο Οδυσσέας την δέηση έτσι θα τηνε στείλει
καθώς τα ζώα φέρανε την Ναυσικά στην χώρα
στο τρανεμένο ανάκτορο, του κύρη το αντιστύλι,
φτάνοντας στην εξώπορτα, τα αδέρφια από ώρα

προσμένανε την άμαξα, ομοιόθεοι στη λάμψη
να κουβαλήσουν τα σκουτιά, παιδιά κάλλους απείρου.
  Στο δώμα πήγε η Ναυσικά. Φωτιά της είχε ανάψει
η Ευρυμέδουσα, γριά απ’ τα μέρη της Ηπείρου,

που από κει πολύ παλιά εκείνη ξενιτεύτει,
σαν δώρο , του Αλκίνοου, την φέραν με καράβι,                          10
του βασιλιά, που στο νησί σαν τον θεό λατρεύτει.
 Της Ναυσικάς το ανάθρεμμα, αυτή είχε αναλάβει

και τη φωτιά της άναψε, τραπέζι να ετοιμάσει.
 Ο Οδυσσέας σκέφτηκε τότε να ξεκινήσει
κι η Αθηνά με καταχνιά πυκνή θα τον σκεπάσει
μήπως στον δρόμο Φαίακας, τον δει και τον ρωτήσει

με λόγια περιπαικτικά, ποιος είναι και που πάει,
κι ότι έφθανε στη χώρα τους, πολύ κοντά στο δρόμο
η λιοπερίχυτη Αθηνά εκείνον συναντάει,
αθώα κόρη, όμορφη, μ’ ένα σταμνί στον ώμο.                           20

Ο Οδυσσέας βλέποντας αυτήν, ρωτά με τρόπους:
«Κόρη μου, του Αλκίνοου δείξε μου τα παλάτια
του άρχοντα που ’ναι βασιλιάς σε τούτους τους ανθρώπους.
  Έχω πολύ τυραννιστεί στης θάλασσας τα πλάτια

και από μέρη μακρινά πολύ έχω κινήσει.
Δεν ξέρω την πατρίδα σας, κι ούτε γνωρίζω κάτι»
  Κι η γαλανόματη θεά έτσι θα του απαντήσει:
«Ξένε μου θα σου δείξω εγώ που είναι το παλάτι

καθώς αυτό έχει κτιστεί κοντά στο πατρικό μου,
τα μάτια σου όμως πρόσεχε, τριγύρω μη κοιτάνε                    30
στραμμένο να είν’ το βλέμμα σου στο χνάρι το δικό μου
γιατί τους νιόφερτους εδώ δεν τους πολυεκτιμάνε

και την φιλοξενία τους δύσκολα την χαρίζουν.
Δοσμένοι στα καράβια τους στων πέλαγων τη δίνη
σαν τα γοργόφτερα πουλιά, τα κύματα διασχίζουν
κι ο κοσμοχαλαστής της γης τη δύναμη τους δίνει

με την ταχύτητα του νου να τρέχουνε στο κύμα»
 Αυτά του λέει και ξεκινά μπροστά- μπροστά η Παλλάδα
κι ακολουθεί της Αθηνάς, ο θεϊκός, το βήμα,
κόσμο συναπαντούσανε, μα βόηθαγε η θαμπάδα,                     40

οι Φαίακες να μην τον δουν, στου κόσμου το κοπάδι
απ’ όλους τον προστάτευε η κόρη η ουράνια
με θεϊκό που του ’χυσε τριγύρω του σκοτάδι.
  Με θαυμασμό κοιτούσε αυτός, τα πλοία στα λιμάνια

την αγορά των αρχηγών, τους πύργους τους ως τ’ άστρα
-σαν θαύματα του μοιάζανε- ψηλά, περιφραγμένα.
Στου  βασιλιά σαν φτάσανε, στων παλατιών τα κάστρα
η γαλανόθωρη θεά του λέει τρανεμένα: .........................Συνεχίζεται





Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #110 στις: 16/10/09, 00:05 »
                    Η

«Κύρη μου, να ότι ζήτησες, εδώ είναι το παλάτι
άρχοντες τρώνε, πίνουνε, απ’ των θεών τη γέννα                50
μπες και μη στέκεσαι δειλός σαν να φοβάσαι κάτι.
Τελειώνει κάθε του δουλειά , με λόγια θαρρεμένα

άμα μιλά ο άνθρωπος κι ας έρχεται απ’ την ξένη.
 Προσκύνα τη βασίλισσα αν φτάσεις, επί τόπου
την λένε Αρήτη κι έρχεται από προγόνων γένη,
ίδια με του Αλκίνοου, του βασιλιά του τόπου.

Του Σαλευτή, για πρωτογιός, του βγήκε ο Ναυσίθος,
καρπός, με της Περίβοιας το σμίξιμο μιάν ώρα,
κόρης του Ευρυμέδοντα, του άφθαστου στο ήθος,
που στων Γιγάντων μια φορά βασίλεψε τη χώρα                 60

μα του λαού η ασέβεια ετούτον θ’ ανατρέψει.
 Ναυσίθος ήταν ο καρπός στο ερωτικό μεθύσι
του Σείστη. Και στους Φαίακες αυτός θα βασιλέψει.
 Ρηξήνορα κι Αλκίνοο εκείνος θα γεννήσει.

Τον πρώτο ο Απόλλων, νιόπαντρο, προτού να κάνει αγόρι,
τον πήρε, μα αφού έφερε στον κόσμο την Αρήτη,
γυναίκα ο Αλκίνοος διάλεξε αυτήν την ώρια κόρη
που την τιμούσε όσο καμιά στο αρχοντικό το σπίτι

όσο στον κόσμο τούτονε γυναίκα δεν τιμήθη
απ’ όσες παντρευτήκανε και σπίτια κυβερνάνε,                      70
κι ο Αλκίνοος, και τα παιδιά, και των λαών τα πλήθη
την σέβονται, και σαν θεά ετούτη αγαπάνε

όταν τη πόλη περπατά, δεν τρέφει τούτη μίση,
 για όλες είναι δίκαιη, μα και στους άντρες λύνει
τις διαφορές που έχουνε. Κι άμα σε συμπαθήσει
έχεις ελπίδα τρανταχτή η επιστροφή να γίνει

στους φίλους σου, στο αρχοντικό, στα πάτρια εδάφη»
 Αυτά του λέει και χάθηκε η θεϊκή γοργόνα,
πίσω αφήνει την Σχεριά την όμορφη κι εστράφη
στην θάλασσα τη λαμπερή, να βγει στον Μαραθώνα                    80

και στην Αθήνα φτάνοντας, τους δρόμους που ’χαν πλάτη,
στον μαρμαρόχτιστο ναό μπήκε του Ερεχθέα.
 Ο Οδυσσέας έφτασε στου Αλκίνοου το παλάτι
και του εμφανίστηκαν πολλά στου νου μέσα τη θέα

προτού το χαλκοκάμωτο πατήσει το αυλοθύρι.
Γιατί σαν αστραποβολιά ’λιοφέγγαρη χυμένη
πεντάστραφτε το αρχοντικό, του Αλκίνοου του κύρη,
απ’ την αρχή ως το βάθος τους τοίχοι χαλκοντυμένοι

με γύρω, βαθυγάλαζο γυαλί, στεφανωμένοι.
  Πόρτες χρυσές το ανάκτορο. Στο χάλκινο κατώφλι,                   90
οι παραστάτες με άργυρο ήτανε καμωμένοι
κι ολάργυρο ίδια ήτανε ψηλότερα το ανώφλι

με το κρικέλι ολόχρυσο. Στο πλάϊ δύο σκύλοι
ανάκατοι, με άργυρο και με χρυσό, γεμάτοι,
φιαγμένοι απ’ τον Ήφαιστο, πιστοί του να ’ναι φίλοι
και να φυλάν’ του Αλκίνοου το αρχοντικό παλάτι.

Αυτά όλα αθάνατα, ποτέ τους γερασμένα.
Απ’ την αρχή ως τα βαθιά των τοίχων, είχαν χτίσει
στο πλάϊ κι απ’ τις δυό μεριές, θρονιά αραδιασμένα
και με σεντόνια σκεπαστά, που είχανε κεντήσει                            100

κόρες κεντήστρες. Πάνω τους οι Φαίακες καθόνταν
που έρχονταν, οι άρχοντες  να πιούνε και να φάνε,
τα πάντα είχαν, τίποτε δεν τους υπολειπόταν.
Χρυσά παιδιά, σ’αγάλματα, στα χέρια τους κρατάνε

δαδιά να βλέπουν τις νυχτιές, όλα σε στυλοβάτη
σαν πέφτει βαθυσκόταδο για τους συνδαιτημόνες.
Πενήντα όλες ήτανε οι σκλάβες στο παλάτι,
άλλες το στάρι άλεθαν, μα δεν ήταν κι οι μόνες.........................Συνεχίζεται

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #111 στις: 19/10/09, 23:30 »
                                           Η

Άλλες υφαίναν ή είχανε στα χέρια τυλιγάδι
πάνω στα φύλλα της ψηλής της λεύκας καθισμένες              110
πλέκαν σφιχτά , τόσο πυκνά που δεν περνούσε λάδι.
  Κι ως ήτανε των Φαίακων οι τέχνες ξακουσμένες

στων πλοίων το κυβέρνημα, στων θαλασσών τη γνώση,
έτσι και στις γυναίκες τους η Αθηνά η Παλλάδα
των αργαλειών την τεχνική απλόχερα είχε δώσει
να υφαίνουνε πανέμορφα με τέχνη κι εξυπνάδα.

 Έξω απ’ το χώρο της αυλής, ο κήπος του κατείχε,
τέσσερα στρέμματα κοντά, κι ο φράχτης γύρω –γύρω
περίκλειε τα δροσερά τα δέντρα μέσα που είχε,
μηλιές με μήλα, αχλαδιές, ροδιές μ’ ωραίο μύρο                    120

συκιές κι ελιές γλυκόκαρπες, με του άνθου τους την γύρη
που καλοκαιροχείμωνο πάντοτε αυτές καρπίζαν
και δεν τον ρίχναν τον καρπό.  Σαν φύσαγε Ζεφύρι
τον έναν τον ωρίμαζαν, τον άλλον τον ανθίζαν,

μεστώνει αχλάδι,  ξανανθεί, μήλο πάνω στο μήλο
σύκο στο σύκο πάλι ανθεί, σταφύλι στο σταφύλι
κι αμπέλι είχε φυτευτεί, πολύκαρπο με φύλλο.
  Τις λιάστρες απλωτές στη γη ο ήλιος της εφίλα

άλλα σταφύλια τα πατούν και άλλα τα τρυγούνε
οι αγουρίδες πάρα μπρος κρεμιούνται ξανθισμένες                 130
άλλων γυαλίζει η ρόγα τους, και πάρα κει λυγούνε
τα φύλλα από λογής πρασιές πάντοτε ανθισμένες.

 Δυό βρύσες στέκανε εκεί. Η μία στο περβόλι,
και το κατώφλι πέρναγε η άλλη κι επροχώρα
προς την αυλή, που παίρνανε νερό από ’κείνη όλοι.
Τέτοια του Αλκίνοου οι θεοί, λαμπρά χαρίσαν δώρα.

Εκεί ο Οδυσσέας στέκοταν κι έμενε να θαυμάσει.
Σαν τα ’δε όλα τα τρανά, και χόρτασαν τα μάτια
του κατωφλιού το σύνορο με τόλμη θα περάσει
τους άρχοντες των Φαίακων να βρει μες στα παλάτια,            140

στον αγρυπνόματο Ερμή η κούπα τους να στάζει
παράκληση να κάνουνε πριν πάνε στα κρεβάτια.
Την κάμαρη προσπέρασε, σκοτάδι τον σκεπάζει
που η Παλλάδα έστειλε να μην τον δούνε μάτια


Και στην αρχόντισα μπροστά, και στον Αλκίνοο πάει.
 Τα χέρια στης βασίλισσας τα γόνατα συρθήκαν
και το σκοτάδι η Αθηνά από γύρω του σκορπάει.
Άφωνοι όλοι κι άλαλοι τριγύρω του σταθήκαν

και σαστισμένοι τον ακούν ν’ αρχίζει παρακάλι:
 «Αρήτη του Ρηξήνορα, στα πόδια σου σαν χάρη                      150
προσπέφτω, και στου κύρη σου, κι όσοι άρχοντες είν’ άλλοι
στων παλατιών τ’ ανάκτορα. Και οι θεοί μακάρι

να τους χαρίζουν αγαθά, κι αφού θα ’χουν γεράσει
να τα περάσουν στα παιδιά που αφήνουνε ξοπίσω
κι ότι δικαίωμα ο λαός σ’ αυτούς έχει μοιράσει.
  Κυρά μου στην πατρίδα μου, βόηθα να φτάσω πίσω

που αλάργα τόσες συμφορές με έχουνε χτυπήσει».
Τους είπε και στην παρωστιά πολύ κοντά θα πάει
κι ενώ ήταν όλοι άφωνοι στην στάχτη θα καθίσει.
 Τότε ο τρανός Εχένηος αρχίζει να μιλάει                                    160

πιο γηραιός στους Φαίακες που ακόμα δεν τον σκιάζουν
τα γηρατειά, κι η γνώση του απ’ τα παλιά πηγάζει.
   Αυτός αρχίζει να τους πει λόγια που πείρα στάζουν.
«Δεν είν’ Αλκίνοε σωστό αυτό κι ούτε ταιριάζει

ο ξένος μας στης παρωστιάς να κάθεται τις στάχτες
κι όλοι τους περιμένουνε των λόγων σου τον δείχτη.
   Βάλτον σε αργυρόδετο σκαμνί και πες στους κράχτες
να φέρουνε να στάξουμε κρασί στον βροντορίχτη

τον Δία τον φιλόξενο, και πες σε μια ’κονόμα
στον ξένο μας κρασί , φαϊ, ότι έχει να το φέρει».                         170
  Τ’ άκουσε ο Αλκίνοος, σηκώνεται απ’ το δώμα
τον Οδυσσέα τον τρανό κρατώντας απ’ το χέρι

κι από την στάχτη που ήτανε στην θέση  τονε βάζει
του Λαοδάμαντα του γιού, του πολυαγαπημένου.
    Από πανέμορφο σταμνί μια παρακόρη στάζει
νερό σε αργυρόσταμνο, για να πλυθεί ο ξένος

τραπέζι εμπρός του του ’στρωσε ομορφοσκαλισμένο
σεμνή μια κόρη κουβαλά ψωμί και του αφήνει
φιλεύοντας τον με φαϊ που είχε φυλαγμένο
κι ο Οδυσσέας άρχισε να τρώει και να πίνει                       180

κι ο Αλκίνοος ο δυνατός τον κράχτη θα προστάξει:
«Ποντόνε, κέρνα με κρασί όλους τους καλεσμένους
καθένας μας με της σειρά στον Δία για να στάξει,
που όσους δεούνται, τους τιμά, και προστατεύει ξένους». .........................Συνεχίζεται                   



Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #112 στις: 30/10/09, 17:59 »
Όπως το είπε έγινε, κι ο κράχτης ο Ποντόνας
μες στα ποτήρια το κρασί μοίρασε, που τους φέρνει,
κι αφού ήπιαν, και το στάξιμο τέλειωσε της σταγόνας
ο θεϊκός Αλκίνοος τον λόγο ξαναπαίρνει:

«Σεις των Φαιάκων άρχοντες ακούστε με ένας-ένας
τις σκέψεις όλες θα σας πώ που έχω στο κεφάλι         190
 Τώρα που όλοι φάγατε, για ύπνο ο καθένας
να πάει, όμως την αυγή να μαζευτούμε κι άλλοι

τον ξένο να τιμήσουμε, και στους θεούς θυσίες
να κάνουμε πολύ καλές, και να’βρουμε τους τρόπους
πως το ταξίδι θα γινεί με ποιες ετοιμασίες
να φτάσει στην πατρίδα του δίχως μεγάλους κόπους,

με την δική μας συνοδειά, την χώρα του να πιάσει
όσο και να’ναι μακρινή κι ούτε να τον πετύχει
κάτι κακό στον δρόμο του, στο σπίτι του πριν φτάσει.
Κει να τον βρούνε τα γραφτά, που η μοίρα του κι η τύχη        200

του γράφουν, απ’ την γέννα του και τον περικυκλώνουν.
Μ’ αν είν’ ουράνιος θεός και εντολές δοθήκαν,
οι επουράνιοι θεοί, κάτι σ’ εμάς σκαρώνουν
γιατί δεν κρύφτηκαν ποτέ, πάντα φανερωθήκαν

όταν θυσίες κάναμε να εξευμενιστούνε,
μαζί καθόμαστε κι εμείς παρέα στη γωνιά τους,
κι όταν διαβάτη τύχαινε να τονε συναντούνε
ποτέ τους δεν κρυφτήκανε γιατ’ είμαστε γενιά τους

καθώς είναι οι Κύκλωπες, στων Γίγαντων τη γέννα»
Τότε  ο Οδυσσέας του απαντά σοφά με περηφάνεια          210
«Στο νου σου τούτα Αλκίνοε μη τα βαστάς κρυμμένα
ούτε και μοιάζω με θεό, που κατοικεί στα ουράνια

παρά θνητός στο ανάστημα και στην κορμοστασιά μου.
Κι αν τους πολύπαθους εσείς γνωρίζατε του κόσμου,
μ’ αυτούς, μπορεί να συγκριθεί μονάχα η αφεντιά μου,
ίσως και μεγαλύτερος ο πόνος ο δικός μου

απ’ τις κατάρες των θεών,  κι απ’ τη κακή μου τύχη.
 Μα αφήστε με στο στόμα μου λίγο φαϊ να βάλλω
γιατί δεν ξέρω απ’ την κοιλιά, στο σώμα να’ χει τύχει
μέρος, που πιο ξεδιάντροπο να ’ναι κανένα άλλο                 220

μα η όρεξη της μοναχά εκείνη  τηνε νοιάζει,
ας είναι ο πόνος μου βαρύς και την καρδιά μου σκίζει,
να πίνει θέλει αχόρταγα και να περιδρομιάζει
εγώ, τα πάθη να ξεχνώ, κι εκείνη να γεμίζει.

Ως τόσο συμπονάτε με, αρχίστε ετοιμασία
να φτάσω στην πατρίδα μου, βοηθήστε με σε κάτι,
που συμφορές με βρήκανε. Το σώμα μου θυσία
θα κάνω, αν στους σκλάβους μου, φτάσω και στο παλάτι»

Τα ’πε και όλοι συμφωνούν, οι γνώμες τους ταιριάξαν
τα λόγια του τα φρόνιμα τους είχαν συνεπάρει                     230
Αφού ήπιαν όσο ήθελαν και το κρασί τους στάξαν
γυρίσανε στα σπίτια τους ο ύπνος να τους πάρει

κι ο Οδυσσέας ο θεϊκός ξοπίσω τους θα μείνει.
Δίπλα του ο Αλκίνοος, στην θεϊκή του κοίτη
κι ενώ οι κόρες μάζευαν ότι είχε απομείνει
η λευκοδάχτυλη άρχισε να του μιλά η Αρήτη,

χλαμύδα σαν αντίκρυσε, χιτώνα φορεμένα
που τα ’χε με τα χέρια της πλεγμένα, και τις κόρες,
γλυκά αρχίζει να μιλά, με λόγια φτερωμένα:
 «Εγώ θ’ αρχίσω να μιλώ, μα πες από ποιες χώρες                     240

ήρθες; Ποιο έχεις όνομα; Ποιος τάχα σ’έχει ντύσει;
Δεν είπες μες στα πέλαγα πως έχεις κακοπάθει;»
Κι ο Οδυσσέας ο τρανός έτσι θα απαντήσει
 «Σαν δύσκολο βασίλισσα, ο νους σου να τα μάθει

αυτά που όλα με ρωτάς μα εγώ θα στα εξηγήσω
όλα τα πάθια που οι θεοί μου έχουνε χαρίσει.
 Βαθειά στα μεσοπέλαγα στης Ωγυγίας τη νήσο
πανέμορφη έχει θεά , πανούργα κατοικήσει

η Καλυψώ, του Άτλαντα, η ομορφοπλεξουδάτη
που ούτε θεός, ούτ’ άνθρωπος ποτέ την έχουν σμίξει,          250
σ’  αυτής το σπίτι μ’ έστειλε της μοίρας μου το ινάτι.
Μα ο φοβερός ο κεραυνός, που ο Δίας θα μου ρίξει,

κι οι ανέμοι, σπάνε  το σκαρί, τα κύματα είναι οι λόφοι.
   Κρατώντας την καρίνα του, κι ενώ ο βοριάς αλύχτα
πάλευα, μα οι διαλεχτοί χαθήκανε συντρόφοι.
Μέρες εννιά παράδερνα, τη δέκατη τη νύχτα,

στην Ωγυγία, των θεών με ρίξανε τα μίση
που μια πανέμορφη θεά, γλυκιά το κατοικούσε,
η Καλυψώ, που δέχτηκε να με φιλοξενήσει.
 Με πήρε, με συντρόφεψε, πανέμορφα μιλούσε,                           260

αθάνατο κι αγέραστο μ’ έταζε μες στις στράτες
της ζήσης μου, όμως την καρδιά δύσκολο να την κλέψει.
  Εκεί παραδερνόμουνα εφτά χρονιές γεμάτες
και ότι ρούχο μου ’δινε στο δάκρυ είχα μουσκέψει..........................Συνεχίζεται                   





Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #113 στις: 06/11/09, 23:28 »

                     Η

Σαν έφτασε η όγδοη χρονιά πια με αφήνει
ξανά στην πολυπόθητη πατρίδα να γυρίσω,
θέλεις, την γνώμη οι θεοί την είχαν, θες εκείνη,
με καλοκάμωτο σκαρί μ’ αφήνει ν’ αρμενίσω.

Ψωμί με φίλεψε, κρασί, ρούχα καλά μου δίνει
και πρίμο αγέρι, ούριο, ξοπίσω μου σκορπάει                    270
πάλεψα μέρες δεκαεφτά στου πέλαγου τη δίνη
την δέκατη όγδοη φάνηκαν βαθύσκιωτα στο πλάϊ

τα όρη της πατρίδας σας, κι ελπίδα θ’ανατείλει.
Μα κι άλλα πάθια ο δυστυχής θα σήκωνα στον ώμο
όσα βουλήθη ο Σαλευτής, του κόσμου να μου στείλει
που σήκωσε τους άνεμους, και μου ’κλεισε τον δρόμο.

Τη θάλασσα ταράζοντας, την έκανε να τρέμει
πως να σταθώ στη βάρκα μου με τέτοια ανεμοζάλη
βαριά αναστενάζοντας; Και τ’ άγριο μελτέμι
την βάρκα την κομμάτιασε, μα φτάνω αγάλι-αγάλι             280

με το κολύμπι, στα όμορφα δικά σας μονοπάτια
καθώς το κύμα μ’ έσπρωχνε, κι ανέμων μαϊστράλια.
 Πώς να ’βγαινα όμως στη στεριά, θα μ’ έκανε κομμάτια
το κύμα, στα βραχόσπαρτα, χτυπώντας τ’ ακρογιάλια.

Πίσω κολύμπησα ξανά, μα μ’ έφεραν οι ανέμοι
σε ποταμό καλόβολο, σε βολεμένο τόπο
που βράχια δεν υπήρχανε, και ήταν απανέμι.
Εκεί με βρήκε η νυχτιά, μετά από άγριο κόπο

κι απ’ την ουράνια ρεματιά το βήμα μου με βγάζει
στις φυλλωσιές, το σώμα μου την ηρεμία νά ’βρει,        290
ατέλειωτο ύπνο ένας θεός στα μάτια μου μου βάζει
και μες στα φύλλα έγειρα με την καρδιά μου μαύρη,

όλη τη νύχτα, το πρωϊ, μέχρι το μεσημέρι
χόρτασα ύπνο, κι ως βουτά, ο ήλιος μες στα όρη
τις παρακόρες άκουσα στης αμμουδιάς τα μέρη
να παίζουν, κι έμοιαζε θεά η όμορφη σου κόρη.

Πρόσπεσα εμπρός της. Έδειξε περίσσια φρονιμάδα
τέτοια, που δεν περίμενα σε νέα τόση να ’βρω
γιατί οι νιοί είν’ αστόχαστοι, στο νου έχουν αψάδα,
κι αυτή  φαϊ με φίλεψε, κι απ’ το κρασί το μαύρο,              300

μ’ έλουσε, και τα όμορφα τα ρούχα μου φοράει
όλη η αλήθεια είν’ αυτή, και ας τα λέω με πάθος».
Κι ο συνετός Αλκίνοος έτσι του απαντάει:
«Ξένε της κόρης μου εδώ, της βρίσκω κάποιο λάθος

που με τις κόρες σπίτι μου δεν θα σε οδηγήσει
αφού στο παρακάλι σου ζητούσες να σε σώσει».
Κι ο Οδυσσέας ο τρανός έτσι θα του απαντήσει:
«Αφέντη μου, την κόρη σου λόγος μη τη μαλώσει,

πίσω της με τις σκλάβες σας, μου ’πε, να είν’ μονάχη,
ντροπή και φόβος μ’ έκανε, να ’ρθώ με άλλους τρόπους                 310
μήπως θυμώσεις σαν με δεις δίπλα της ’μένα να ’χει,
στον κόσμο υπάρχει κι η οργή, που πιάνει τους ανθρώπους»..........................Συνεχίζεται                   



Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #114 στις: 09/11/09, 21:53 »
                    Η

Κι ο  Αλκίνοος του απαντά με λόγια μυαλωμένα:
«Δεν σκέφτεται έτσι η καρδιά, ξένε κι ούτ’ έχει τόση
ζοχάδα κι ασυλογισσιά. Σκέφτομαι μετρημένα,
κι είθε ο Δίας, η Αθηνά, κι ο Απόλλωνας, να δώσει

εσύ που έχεις φαίνεται, μ’ εμένα ίδια γνώμη,
την κόρη μου να παντρευτείς, γαμπρός μου εσύ να γίνεις
κι εδώ να μείνεις. Θα ’δινα το σπίτι μου κι ακόμη
χωράφια να ’χεις αρκετά. Μα πως μπορείς να μείνεις                320

χωρίς να έχεις θέληση, ουράνιος μη το δώσει.
Μα αύριο οι ναύτες μου-μάθε το- πρίμα , πρίμα
κι ενώ στον ύπνο το βαθύ, ο νους σου θα ’χει απλώσει,
θα σ’ οδηγούνε σπίτι σου μες του γιαλού το κύμα

λαμνοκοπώντας γρήγορα, σε όποια και να ’ναι μάκρη,
μακριά όσο κι η Εύβοια, που λεν αυτοί που φύγαν
και προς τα κει ξεπέσανε που ’ναι στη άλλη άκρη
τότε που τον Ραδάμανθο απ’ το νησί τον πήγαν,

της γης τον γιο τον Τιτυό να δει, και σε μια μέρα
πήγανε και ακούραστοι γυρίσανε οι ναύτες.                      330
Τότε θα δεις  τι άξιοι που είναι πέρα ως πέρα
ν’ αφροκτυπούν τη θάλασσα με των κουπιών τις πλάτες».

Ο Οδυσσέας τ’ άκουσε, χαρά η καρδιά του στάζει
κι ευχή μεγάλη έδωσε απ’ της ψυχής τα κλώνια
«Ο Αντίνοος, πατέρα μου Δία, αυτά που τάζει
αν τα τελειώσει, η δόξα του στον κόσμο θα ’ναι αιώνια,

και στη γλυκιά πατρίδα μου θα έχω προσαράξει».
Με αυτά τα λόγια μίλαγαν κι ως να τα τελειώσουν
η Αρήτη η λευκοδάχτυλη τις δούλες θα προστάξει
στο ξέφωτο, πανέμορφο κρεβάτι να του στρώσουν ,              340

κόκκιν’ απλώσανε χαλιά, σεντόνια απ’ τα μεγάλα
κλινοσκεπάσματα καλά, πανέμορφη φλοκάτη
βγήκαν με φως στα χέρια τους, οι δούλες απ’ τη σάλα
κι αφού του στρώσαν γρήγορα το μαλακό κρεβάτι


στον Οδυσσέα πήγανε και του μιλούν με χάρη:
«Έτοιμη για τον ύπνο σου, ξένε μου είν’ η κλίνη».
   Μεγάλη είχε πεθυμιά ο ύπνος να τον πάρει
κι ο Οδυσσέας δόθηκε στου ύπνου τη γαλήνη

στο σμιλεμένο έξοχα πανέμορφο κρεβάτι
κάτω απ’ το καλόηχο και λιολουσμένο δώμα.                   350
   Και ο Αλκίνοος κινά στα βάθη στο παλάτι
σαν το κρεβάτι του ’στρωσε η Αρήτη και το στρώμα

           ΤΕΛΟΣ Η ΡΑΨΩΔΙΑΣ

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #115 στις: 17/11/09, 21:41 »
                            ΡΑΨΩΔΙΑ Θ

Σαν η αυγή αγνάντευε από το νυχτοθρόφι
ο σεβαστός Αλκίνοος ξύπνησε απ’ το κρεβάτι,
μαζί με τον ισόθεο Οδυσσέα εσηκώθη
στην αγορά των Φαίακων να φτάσουν- κι επερπάτει

μπροστά ο Αλκίνοος-, που ήτανε  χτισμένη μες στα πλοία.
Εκεί σαν φτάσαν κάθισαν σε θρόνους με στολίδια
και μες στη χώρα τριγυρνά η Αθηνά η θεία
με του σοφού Αλκίνοου κράχτη να μοιάζει ίδια

του Οδυσσέα του αδάμαστου ταξίδι να ετοιμάσει,
και πήγαινε πολύ κοντά κι έλεγε στον καθένα :                   10
«Φαιάκων άντρες κι αρχηγοί, η χάρη σας ας φτάσει
στην αγορά, για κείνονε που ήρθε απ’ τα ξένα

στου πάνσοφου του Αλκίνοου το ξακουστό παλάτι
δαρμένος απ’ τη θάλασσα, που σαν θεός μου μοιάζει»
Αυτά τους είπε, κι όλων τους του πόθου μονοπάτι
στις έδρες, στα καθίσματα, της αγοράς θρονιάζει

και του Λαέρτη το παιδί ο κόσμος το θαυμάζει,
που με μιά χάρη θεϊκή που του ’ριχνε η Παλλάδα
στους ώμους και στην κεφαλή, τον έκαναν να μοιάζει
ψηλοτερο ,παχύτερο , με θεία ομορφάδα                              20

τρανός, αξιοσέβαστος, και φίλος τους να δείξει
σε κάθε αγώνα δυνατός, στην ξένη τούτη πόλη
οι Φαίακες αν ζήταγαν ετούτο ν ’αποδείξει.
  Κι όταν το πλήθος έφτασε, και συναχτήκαν όλοι

ο Αλκίνοος ο σεβαστός, πρώτος τον λόγο παίρνει:
«Ακούστε με όλοι αρχηγοί, και των Φαιάκων πρώτοι
λόγια που μες στα χείλη μου νους και καρδιά μου φέρνει.
Αυτός ο ξένος, που ούτε εγώ τον γνώρισα, καθ’ ότι

δεν ξέρω απ’ ανατολή, αν φτάνει ή από δύση,
και λέει σπίτι μου έφτασε απ’ άχαρο ταξίδι,                        30
όμως βοήθεια  ζητά τη χώρα μας ν’ αφήσει,
ας τον βοηθήσουμε λοιπόν, σ’ άλλους το κάναμε ήδη.»..........................Συνεχίζεται                   



Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #116 στις: 22/11/09, 18:52 »
                    Θ

Ούτε κανένας έμεινε ’δω στο δικό μου σπίτι
που κατευώδιο ζήτησε με βλέφαρο κλαμένο,
μα ελάτε, εμπρός να ρίξουμε στης θάλασσας την κοίτη
καράβι πρωτοτάξιδο, και ομορφοβαμμένο

Πενηνταδυό να διαλεχτούν του τόπου παλικάρια
τα πιο γερά. Και τους σκαρμούς, και τα κουπιά με τάξη
αφού δεθούν, στο σπίτι μου με τα δικά σας χνάρια
οδηγηθείτε, φαγητά πλούσια θα χω φτιάξει.                             40

Τούτα διατάζω στα παιδιά. Κι οι άλλοι με διακρίσεις
άρχοντες, δημογέροντες, ελάτε υπάρχει θέση,
τον ξένο να φιλέψουμε, δεν θέλω εδώ αρνήσεις.
Ας έρθει κι ο Δημόδοκος, κάποιος να τον καλέσει

που ο θεός του χάρισε του τραγουδιού τις δάδες
να μας ευφραίνει. Να του πει, τραγούδι ν’ απαγγείλει».
Σαν τα ’πε, μπρος πηγαίνει αυτός, ξοπίσω αρχοντάδες,
κι ο κράχτης έφυγε να βρει, τον αοιδό να στείλει.

Κι όπως τα είπε έγιναν. Πενηνταδυό  βαδίσαν
λεβέντες στην ακρογιαλιά, που η νιότη, τους ανάβει.              50
Σαν φτάσανε στην αμμουδιά και τα σκοινιά του λύσαν
ρίξανε στο βαθύ γιαλό το γρήγορο καράβι,

δέσανε όλα τα πανιά, το ιστίο του σηκώσαν
και στα κουπιά, τα πέτσινα, για τους σκαρμούς περνάνε.
Αφού έγιναν με τη σειρά, και τα πανιά υψώσαν
μες στ’ ανοιχτά το δέσανε, κύματα εκεί που σκάνε,

ύστερα στου Αλκίνοου, στου ανάκτορου τις στράτες
φτάσαν , κι εκεί νιοι  γέροντες, ήρθαν να κάνουν χάζι,
σάλες αυλές και κάμαρες όλες λαό γεμάτες.
  Δώδεκα αρνιά ο Αλκίνοος ο σεβαστός τους σφάζει            60

κι οχτώ γουρούνια ασπρόδοντα, δυό βοδινά θρεφτάρια
αφού τα ’γδάραν κάθισαν να φαν’  ,  σαν τα ’χαν ψήσει.
  Ο κράχτης κοντοζύγωσε του αοιδού τα χνάρια,
που η Μούσα του ’χε ένα καλό, κι ένα κακό χαρίσει,

του ’δωσε θεϊκή φωνή, μα φως του ’χε αφαιρέσει,
και ο Ποντόνας, στο θρονί , ο κράχτης  τον καθίζει
στο αργυρόκαρφο, όλους τους να έχει μες στη μέση
τους καλεσμένους, τον ψηλό τον στύλο να αγγίζει

και την κιθάρα σε καρφί κοντά του να κρεμάει
πάνω απ’ το κεφάλι του ,  κι αν ήθελε να παίζει                      70
το χέρι του θα άπλωνε για να την ξεκρεμάει.
 Πανέρι του έφερε ύστερα και του ’στρωσε τραπέζι

κι ένα ποτήρι με κρασί σαν θέλει να το πίνει
Άπλωσαν όλοι κι έτρωγαν σε ότι τους είχαν στρώσει.
  Στο τέλος αφού χόρτασαν της πείνας τους τη δίνη
η Μούσα στον τραγουδιστή, ζητά ν’  αφιερώσει

τραγούδι για πολεμιστές, με τέχνη να τους παίξει,
που φήμη ως τον ουρανό είχε, και πιο μεγάλη.
Πως ο Οδυσσέας με βαριά, κι ο Αχιλλέας λέξη
σ’ ένα τραπέζι αρχοντικό οι δυό τους τα ’χαν βάλει                80

κι αυτό, στον Αγαμέμνονα χαρά μεγάλη δίνει
που οι αρχηγοί των Αχαιών στέκονταν μαλωμένοι
ο Φοίβος του ’χε πει αυτά, πως έτσι είχαν γίνει,
 κι αυτού η Πυθία τα ’χε πει τότε η βλογημένη,

που έφτασε στο κατώφλι της  χρησμό να παραγγείλει.
Τότε κινούν οι συμφορές ο χρόνος σαν περνούσε
στους Τρώες και στους Αχαιούς, ο Δίας που ’χει στείλει.
Ο ξακουστός τραγουδιστής αυτά τους τραγουδούσε............................Συνεχίζεται                   




Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #117 στις: 03/12/09, 00:53 »
                         Θ

Του Οδυσσέα το βαρύ το χέρι τώρα ρίχνει
την κάπα του την κόκκινη στου πρόσωπου την άκρη              90
δεν ήθελε να τονε δουν κι ούτε ν’ αφήσει ίχνη
στους Φαίακες, πως στο άκουσμα αυτά του φέρναν δάκρυ

σαν έπαψε, και κίνησε το δάκρυ να σκουπίσει
από την κάπα έβγαλε εκείνος το κεφάλι.
Μα το τραγούδι θέλανε , του λεν να ξαναρχίσει
οι άρχοντες των Φαίακων – γι αυτά να πει και πάλι-

τους άρεσε να τα ακούν δικοί τους ήταν πόθοι,
ο Οδυσσέας σκέπαζε και πάλι το κεφάλι
μόνο ο Αλκίνοος, σιμά, που κάθονταν το νοιώθει
που βούρκωνε, και σκέπαζε την κεφαλή του  πάλι                 100

και μέσα του ο στεναγμός συνέχιζε να παίζει.
Γυρνά  και λέει στους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένους:
«Aκούστε πρώτοι άρχοντες, το όμορφο τραπέζι
 τελείωσε, για να μας βρει, πλούσια χορτασμένους

 και της κιθάρας οι χορδές, εμάς να ’χουν χορτάσει,
 μα ας βγούμε τώρα όλοι μας σε άθληση να πάμε
 κι ο ξένος μας αργότερα στον τόπο του σαν φτάσει
 να λέει στους δικούς  για μας, πως άλλους ξεπερνάμε

στο τρέξιμο, και στις γροθιές, στα άλματα, στην πάλη».
Βγαίνοντας τα ’λεγε αυτά,  κόσμος  ακολουθώντας.                110
Και την κιθάρα κρέμασε πάνω απ’ το κεφάλι
ο κράχτης, τον Δημόδοκο στη έξοδο οδηγώντας

 βαστάζοντας τα χέρι του κι απ’ τις ψηλές κολώνες
του παλατιού τον  πήγαινε κει που πηγαίναν όλοι
οι άρχοντες των Φαίακων, να δούνε τους αγώνες
και πάρα πίσω ακολουθούν πλήθος, λαός, βουκόλοι

φθάνουν και τ’ αρχοντόπουλα στον στίβο σαν το σμήνος:
ο Ακρόνας, ο Ωκύαλος, ο Αυτιάς ,ο Ελατρέας
ο Θόας, ο Αγχίαλος, Πρυμνιάς, ο Αναβησίνος
και ο Πλωριάς με τον Ποντιά μαζί κι ο Ερετμέας                          120

και του Πολύνα ο Αμφίαλος, το άξιο καμάρι,
κι ο Ευρύλαος, που του θεού του Άρη ίσος μοιάζει
του θνητοφάγου, κι ο έχοντας της ομορφιάς τη χάρη
ο Ευβουλίδης, στο κορμί, στου πρόσωπου το νάζι

πρώτος στους άλλους Αχαιούς , μετά τον Λαοδάμα.
Tου στοχασμένου Αλκίνοου  οι γιοί του κατεβαίνουν,
Άλιος και Λαοδάμαντας, με τον Κλειτόνα αντάμα
στου δρόμου το αγώνισμα οι τρεις τους παραβγαίνουν
 

απ’ την αρχή, σαν το φτερό στο χώμα το καμπίσο
χυμάνε, κι ένα σύννεφο σκόνης  βαρύ σηκώνουν                        130
και ο Κλειτόνας ο  άφθαστος αφήνει όλους πίσω.
Κι όσο χωράφι ολημερίς, μουλάρια δυό οργώνουν

τόσο τους άλλους προσπερνά,  πρώτος να τερματίσει.
Μες στης παλαίστρας τη γωνιά θα μπούνε κάποιοι άλλοι,
τους άριστους ο Ευρύαλος όλους θα τους νικήσει.
Και παίρνει στ’ άλμα ο Αμφίλαος τη νίκη τη μεγάλη............................Συνεχίζεται                   





Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #118 στις: 06/12/09, 13:48 »

                         Θ

Κι ο Ελατρέας δεν θα βρει στον δίσκο άξιο άλλο
Ο Λαοδάμας στις γροθιές την νίκη θα αρπάξει.
Και των αγώνων  νοιώθωντας   το κλέος το μεγάλο
γυρνά ο Λαοδάμαντας στο πλήθος να φωνάξει:                        140

«Ελάτε τώρα ρε παιδιά ερώτηση να γίνει
στον ξένο, αν αγωνίζεται, κακόμοιρος δεν δείχνει
 πόδια δεμένα και κανιά, τα χέρια του σαγήνη
δείχνουνε, και οι πλάτες του άντρα μας δίνουν ίχνη

και χαίρεται μου φαίνεται της νιότης του τη μέθη
μα δείχνει να ’χει κούραση να ’ναι βασανισμένος,
κι απ’ της θαλάσσης την οργή, χειρότερη δεν ’βρέθει
να τιμωρεί τον άνθρωπο, κι ας είναι αντρειωμένος.

Τότε και ο Ευρύαλος έτσι θα του μιλήσει:
«τα λόγια Λαοδάμαντα τα λες όπως ταιριάζει,                           150
προσκάλεσέ τον τώρα εσύ ο ξένος ν’ απαντήσει».
Και του Αλκίνοου ο γιός τα λόγια του αραδιάζει,

στον Οδυσσέα τον τρανό σαν κάθησε στην μέση:
«Ξένε πατέρα ,αθλήματα αν θες να δοκιμάσεις
μπες μέσα στους αγώνες μας, έλα και πάρε θέση
γνώστης καλός μου φαίνεσαι για να μας ξεπεράσεις,

δόξα να δείξει, που να βρει, άνθρωπος πιο μεγάλη
στα χέρια και στα ποδια του για όλη του τη ζήση
΄Ελα αγωνίσου κι η καρδιά από βαθειά να βγάλει
τις έννοιες. Η επιστροφή για σένα δεν θ’ αργήσει                         160

να! Το καράβι έτοιμο κι οι ναύτες περιμένουν.
Κι ο Οδυσσέας του απαντά με τη μεγάλη πείρα:
«Θες Λαοδάμα να γελάς,  πως μες στο νου να μπαίνουν
αγώνες, ύστερα απ’αυτά τα βάσανα που πήρα

που τράβηξα στη διαδρομή για τόσα χρόνια πίσω
και τώρα εδώ που κάθομαι του γυρισμού οι ποθοι
λεν στον λαό, στον βασιλιά, αυτό να τους ζητήσω».
   Τότε ο Ευρύλαος πικρά του λέει καθώς σηκώθει:

«Ξένε δεν μοιάζεις με άνθρωπο σπουδαίο που χει μάθει
αγώνες να διεκδικεί κι ο κόσμος τον γνωρίζει,                                 170
θαλασσινός μου φαίνεσαι που τριγυρνάς στα βάθη
σε πλοίο με πολλά κουπιά, κι εμπόρου μετερίζι

και στις πραμάτειες σου ο νους φαίνεται  πως κυλάει
για κέρδος ασυλλόγιστο. Γι’ αγωνιστής δεν μοιάζεις».
   Ο Οδυσσέας το κοιτά λοξά και του μιλάει
«Σύντροφε άσχημα μιλάς σαν άντρας κι αυθαδιάζεις

μα κι οι θεοί στον άνθρωπο τα πάντα δεν χαρίζουν
την ομορφιά ολάκερη, τον λόγο, και την γνώση.
   Άλλου, μπορεί το πρόσωπο με ασχήμια να γεμίζουν,
μα τα έξυπνα τα λόγια του σοφία να ’χουν τόση                                    180

και σαν μεγάλο ρήτορα τονε θαυμάζουν όλοι
με κέφι πάντα τον ακούν τα λόγια ν’ αραδιάζει
και σαν θεό τον βλέπουνε σαν περπατά στην πόλη.
    Ο άλλος, πάλι ισόθεος στο πρόσωπό να μοιάζει,

τα λόγια του όμως άστοχα , ποιος χάρη να του τάξει.
 Κι εσύ έχεις μια γλυκιά μορφή όπως στα παραμύθια
που ανώτερη της κι ο θεός δεν μπόρεσε να φιάξει
όμως σταλιά δεν έχεις νου, με πλήγωσες στ’αλήθεια

μ’ αυτά τα λόγια τα άπρεπα που έχεις ξεστομίσει
κι ούτε σε αγώνες για να μπει το θέλει η αφεντιά μου,                190
σε τούτους πρωτοστάτησα κι έχω σε αυτούς κερδίσει
στα νιάτα όταν ξεθάρρευα με την παλικαριά μου

νύχτες και μέρες με χτυπούν, κι αυτές δεν είναι μόνες
μα μες στα πέλαγα η καρδιά σπρώχνοντας λέει πολέμα .
Έστω μ’ αυτά που πέρασα θα μπώ μες στους αγώνες
οι άσχημες κουβέντες σου μου ανάψανε το αίμα

σαν τα ’πε αυτά πετάχτηκε την κάπα του φορώντας
λιθάρι έπιασε τρανό, καθώς τονε κοιτούσαν
με το γερό το χέρι του τον έριξε γυρνώντας
λίθο βαρύτερο απ αυτόν που οι Φαίακες πετούσαν                   200

ο βράχος βρόντησε γερά και σκύψανε στη δίνη
οι Φαίακες φοβούμενοι τον δίσκο που πετάει
μακριά πηγαίνει, πίσω του τους άλλους τους αφήνει
και η θεά η Αθηνά για τα σημάδια πάει

με το αντρικό το ντύσιμο, για να του πει γυρίζει:
«τυφλός να ’ρθεί του σημαδιού το ίχνος του να πάρει
ξένε μου τούτο θα το βρει χωρίς να το αντικρίζει,
καμάρωσε για τούτο εδώ, νοιώσε μεγάλη χάρη,

κανένας δεν θα φτάσει εκεί, πίσω του να σ’ αφήσει».
O Οδυσσέας χάρηκε ο ισόθεος στο ήθος                                          210
που ένα φίλο καρδιακό κι εκεί είχε κερδίσει
κι αντιγυρνά στους Φαίακες για ν’ ακουστεί στο πλήθος:............................Συνεχίζεται                   




Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #119 στις: 12/12/09, 21:35 »
                    Θ
«Φτάστε το αυτό, και ύστερα θα κατεβώ στον στίβο
να ξαναρίξω ως εκεί και πάρα πέρα πάλι
και όποιου πάλι του βαστά ας έρθει, δεν το κρύβω
πως πείσμωσα, να παραβγεί μ’ εμένανε στην πάλη

στο τρέξιμο και στις γροθιές αν είναι αντρειωμένος
όποιος κι αν είναι Φαίακας, πλην απ’ το Λαοδάμα,
ποιος πολεμάει φίλο του με μίσος και με μένος.
Άμυαλος είναι, και γι’ αυτόν μεγάλο θα ’ναι δράμα                     220

αυτόν που τονε ταϊσε σε αγώνα να καλέσει.
Μα άλλος κανένας από εσάς εμένα δεν με σκιάζει
κι αν θα σταθεί απέναντι στου αντίπαλου τη θέση ,
για αγώνα να ετοιμαστώ εμένα δεν με νοιάζει

και το δοξάρι μου κι εγώ να ξαναπιάσω πάλι
όπως παλιά, που στων εχθρών έριχνα μες στα σμήνη
όποιον έγώ σημάδευα, κοντά μου ήταν κι άλλοι
σύντροφοι που σημάδευαν αυτόν που θέλαν  κείνοι.

Ο Φιλοκτήτης ήτανε που κέρδιζε μονάχα
εμένανε, σαν ρίχναμε στην Τροία το δοξάρι                             230
κι ούτε άλλους δεν φοβήθηκα  πως νικητές μου θα ’χα
ανθρώπους μες στον κόσμο αυτό που  τρέφονταν με στάρι

απ’ τους παλιούς δεν θα ’θελα στου πόλεμου τη χάρη
τον Ηρακλή, τον Εύρυτο της Οιχαλίας ,να ’βρω
που τους θεούς παράβγαιναν ετούτοι στο δοξάρι
γι αυτό και βρήκε ο Εύρυτος τον θάνατο τον μαύρο

προτού βαθειά τα γηρατειά αυτόν να έχουν πάρει
τον σκότωσε ο Απόλλωνας, φοβούμενος την ήτα
που του ’λεγε να μετρηθεί μαζί του στο δοξάρι.
   Εκεί λοιπόν που την πετώ, άλλου δεν πάει η σαϊτα               240

Μόνο στον δρόμο Φαίακες, εκεί καλός δεν θα ’μαι
φουρτούνες μες στα πέλαγα με έχουν κυνηγήσει
και στο καράβι βάσανα πέρασα και φοβάμαι
ότι τα μέλη του κορμιού έχουνε παραλύσει»

Αυτά τους είπε και μιλιά κανένας τους δεν βγάζει
μονάχα ο Αλκίνοος έτσι θα του απαντήσει:
«Δυσάρεστο απ’ τα λόγια σου ξένε μου δεν πηγάζει
μα θες για την αξία σου με λόγια να ’βρεις λύση

που στους αγώνες σ’ έβαλε κάποιος με κεραυνούς του
και προσβολή στα λόγια του γι άντρα πολύ μεγάλη                  250
που ούτε ποτέ του θα ’κανε αν τα ’βαζε ο νους του.
Μα άκουσε τον λόγο μου και βαλ’ τον στο κεφάλι:

Με αφέντες μες στο σπίτι σου με το καλό σαν σμίξεις
στην σύζυγο και τα παιδιά ν’ ακούνε κάπου-κάπου
σαν τρώτε, την αξία μας για τις δουλειές να δείξεις
πλούσια ο Δίας που έδωσε σε μας πάππου προς πάππου

στο πάλεμα και στις γροθιές πρώτη δεν είναι η θέση
που έχουμε, μα στα γοργά καράβια ποιος μας πιάνει
γλέντι τραγούδι και χορός σε όλους μας αρέσει
το ντύσιμο και τα λουτρά και τ’ όμορφο ντιβάνι                         260

μα ελάτε όλοι χορευτές μες στο χορό να μπούμε
να πει ο ξένος σπίτι του που έχουμε υπεροπλία
κι ότι τους άλλους τους θνητούς όλους τους ξεπερνούμε
στα άλματα και στο χορό στον δρόμο και στα πλοία

και την κιθάρα κάποιος σας στα χέρια να του δώσει
του αοιδού Δημόδοκου. Κάπου θα έχει πάει».
Τα είπε ο Αλκίνοος κι ο κράχτης που είχε γνώση
το όργανο απ’ το ανάκτορο αμέσως κουβαλάει

κι αγωνοδίκες σάλτισαν εννιά, επάνω όλοι,
του νόμου όλοι διαλεχτοί, της τάξης άγια φάρα                        270
ίσιωσαν μέρος όμορφο για του χορού το βόλι
κι ο κράχτης τη γλυκόλαλη κουβάλησε κιθάρα

στα χέρια του Δημόδοκου, που πήγε μες στη μέση
κι ολόγυρά του νιοί τρανοί χορεύουνε με νάζι
φωτιές τα πέλματα πετούν, τη γη έχουν πονέσει
κι ο Οδυσέας έμενε ετούτους να θαυμάζει.:............................Συνεχίζετα





Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #120 στις: 19/12/09, 10:07 »
           Θ

Κι άρχισε αυτός να τραγουδά, πως την γλυκιά Αφροδίτη
ο Άρης την αγάπησε και στου έρωτα την ώρα
σμίξαν οι δυό τους ένοχα, στου Ήφαιστου το σπίτι
το στρώμα του ατιμάζοντας, χαρίζοντας της δώρα                    280

Μα ο Ήλιος σφιχταγκαλιαστούς αυτούς σαν αντικρύζει
το ατίμασμα τρέχει γοργά για να του πει του   Άρη.
Στο εργαστήρι ο Ήφαιστος όλος θυμό  γυρίζει
έχοντας πάντα μες στο νου εκδίκηση να πάρει,

στο σιδεράδικο λοιπόν, και στο μεγάλο αμόνι
σφυροκοπούσε άλυτα, δίχτυα γι αυτούς μεγάλα
που ενωμένοι θα πιαστούν ανήμποροι και μόνοι
κι αφρίζοντας από θυμό στο σπίτι του τρεχάλα

γυρίζει και στο στρώμα του, τα δίχτυα θα τ’ απλώσει
τριγύρω στα ποδαρικά στο νυφικό κρεβάτι                               290
Μα και τριγύρω απ’ τη σκεπή αυτά θα ξεδιπλώσει
αραχνοϋφαντα ,πλεχτά να μη τα πιάνει μάτι

ακόμα ούτε των θεών. Γιατί τα είχε φτιάσει
με μαστοριά αξεπέραστη και κύκλο αφού τα στρίψει
στου κρεβατιού τις άκριες, στην Λήμνο να περάσει
καμώθηκε, φροντίζοντας τα ίχνη του να κρύψει,

πως πήγαινε για το νησί που πιότερο  αγαπούσε.
Μα κι ο Άρης, όπως ο τυφλός, ζητά την Αφροδίτη
μόλις της τέχνης τον θεό είδε που αναχωρούσε
χωρίς ν’ αργήσει κίνησε για του Ήφαιστου το σπίτι                 300

ποθώντας της Κυθέρειας τα ερωτικά τα κάλλη
Αυτή απ’ τον πατέρα της τον Δία είχε γυρίσει
στο σπίτι περιμένοντας του Άρη την αγκάλη
που μπήκε μέσα ολόγλυκα για να της ψυθιρίσει:

«Δείξε μου την αγάπη σου, καρδούλα μου την τόση
ο Ήφαιστος δεν είναι εδώ, στην Λήμνο έχει πάει
εκεί τους αγριόλαλους Σίντιες θ’ ανταμώσει».
Εκείνη νοιώθει την καρδιά απ’ την χαρά να σπάει

κι ανέβηκαν όλο χαρά στου ύπνου το κρεβάτι.
Καθώς ξαπλώσαν το άλυτο το δίχτυ μες στο στρώμα             310
 στους δυό συντρόφους δυνατά, ακίνητα εκράτει
το σώμα και τα μέλη τους, μα κι είδανε ακόμα

πως γλιτωμό δεν είχανε όπως τους είχε πιάσει
ο κουτσοπόδαρος θεός, στης τέχνης το βασίλειο
που γύρισε κουτσαίνοντας προτού στη Λήμνο φτάσει,
έχοντας φύλακα, σκοπό, τον φωτοδότη Ήλιο

πηγαίνοντας στο σπίτι του με σπλάγχνα ματωμένα
στάθηκε στην εξώπορτα,  η πίκρα του μεγάλη
κι έσκουζε τους αθάνατους με λόγια θυμωμένα:
«Αιώνιοι κι αθάνατοι ,Δία μου, κι όλοι οι άλλοι                        320

ελάτε, όλες τι ντροπές, να δει το κάθε μάτι
του Δία πως με ντρόπιασε, η κόρη η Αφροδίτη,
τον Άρη διάλεξε, αντί  εμένα το σακάτη
ντροπιάζοντας το γάμο μας, και το δικό μας σπίτι

Που έχει τα πόδια αλάβωτα, μα και γεροδεμένα.
Μα εγώ τι φταίω, όλα αυτά να κουβαλώ στην πλάτη
που είν’ αμαρτίες των γονιών και βασανίζουν ’μένα
Μα δείτε τους αγκαλιαστούς, επάνω στο κρεβάτι

Κι εγώ λυσσάω βλέποντας που κείτονται αντάμα
κι ο ένας στον άλλονε περνά τον κόσμο τον δικό του,                  330
θα σβήσει ο πόθος αυτουνού για την γλυκιά του ντάμα
και δέσμιους θα τους κρατά η τέχνη μου, ωσότου

ο κύρης της τα δώρα μου όλα τα επιστρέψει
που για την ξεδιάντροπη, έδωσα τα μεγάλα,
κι αν όμορφη, τα πάθη της ποιος να τα συμμαζέψει;»
Αυτά είπε και μαζεύονταν στου παλατιού τη σκάλα,

ο Ποσειδώνας κι οι θεοί σε τούτη εδώ την δίνη
ο γοργοπόδαρος Ερμής, ο Απόλλωνας κι οι άλλοι
Μόνο οι θεές από ντροπή στο σπίτι έχουν μείνει
κι απ’ την εξώπορτα οι θεοί σκύβανε το κεφάλι                          340

του Ήφαιστου τις τεχνικές να δουν και να γελάσουν
λέγοντας με τον διπλανό στων λόγων τους τη χάση:
«Στον κόσμο αυτό οι πανουργιές κάποτε θα κοπάσουν
και ο αργός, τον γρήγορο κάποτε θα προφτάσει,

για δες εδώ που ο Ήφαιστος τον Άρη θα τσακώσει
με τέχνη, και ας ήτανε ο  πιο γοργός στα πόδια
απ’όλους τους Ολύμπιους, μα τώρα θα πληρώσει»
Έτσι μιλούσαν οι θεοί στα μεταξύ τους λόγια..:............................Συνεχίζεται


Αποσυνδεδεμένος Ο Νέος Κιθαρωδός

  • Administrator
  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 3372
  • Φύλο: Άντρας
  • ... και καλό τραγούδι!
    • Προφίλ
    • Κιθάρα
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #121 στις: 23/12/09, 10:07 »
Δεν θυμάμαι αν ήδη σου έχω πει μπράβο, αλλά και να έχω, ας σου πω και μερικά ακόμα!

Αυτός ο δεκαπεντασύλλαβος είναι μούρλια, σκέτη ευχαρίστηση. Κατεβαίνει κάτω σαν γλύκισμα! :D
Όσο πιο πολύ σου αρέσει η μουσική, τόσο πιο πολλή μουσική σου αρέσει...

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #122 στις: 23/12/09, 17:40 »
Το σχόλιό σου φίλε κιθαρωδέ
μου δίνει δύναμη να συνεχίσω,
και σ' ευχαριστώ γι αυτό......................

Να περάσεις όμορφα τις γιορτές!!!!!!!!!!!!!!!1

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #123 στις: 26/12/09, 09:19 »
                       Θ
             
Κι άρχισε αυτός να τραγουδά, πως την γλυκιά Αφροδίτη
ο Άρης την αγάπησε και στου έρωτα την ώρα
σμίξαν οι δυό τους ένοχα, στου Ήφαιστου το σπίτι
το στρώμα του ατιμάζοντας, χαρίζοντας της δώρα .                   280

Μα ο Ήλιος σφιχταγκαλιαστούς αυτούς σαν αντικρίζει
το ατίμασμα τρέχει γοργά για να του πει του   Άρη.
Στο εργαστήρι ο Ήφαιστος όλος θυμό  γυρίζει
έχοντας πάντα μες στο νου εκδίκηση να πάρει,

στο σιδεράδικο λοιπόν, και στο μεγάλο αμόνι
σφυροκοπούσε άλυτα, δίχτυα γι αυτούς μεγάλα
που ενωμένοι θα πιαστούν ανήμποροι και μόνοι,
κι αφρίζοντας από θυμό στο σπίτι του τρεχάλα

γυρίζει και στο στρώμα του, τα δίχτυα θα τ’ απλώσει
τριγύρω στα ποδαρικά στο νυφικό κρεβάτι.                               290
Μα και τριγύρω απ’ τη σκεπή αυτά θα ξεδιπλώσει
αραχνοϋφαντα ,πλεχτά να μη τα πιάνει μάτι

ακόμα ούτε των θεών. Γιατί τα είχε φτιάσει
με μαστοριά αξεπέραστη, και κύκλο αφού τα στρίψει
στου κρεβατιού τις άκριες, στην Λήμνο να περάσει
καμώθηκε, φροντίζοντας τα ίχνη του να κρύψει,

πως πήγαινε για το νησί που πιότερο  αγαπούσε.
Μα κι ο Άρης, όπως ο τυφλός, ζητά την Αφροδίτη
μόλις της τέχνης τον θεό είδε που αναχωρούσε
χωρίς ν’ αργήσει κίνησε για του Ήφαιστου το σπίτι                 300

ποθώντας της Κυθέρειας τα ερωτικά τα κάλλη.
Αυτή απ’ τον πατέρα της τον Δία είχε γυρίσει
στο σπίτι περιμένοντας του Άρη την αγκάλη
που μπήκε μέσα ολόγλυκα για να της ψιθυρίσει:

«Δείξε μου την αγάπη σου, καρδούλα μου την τόση
ο Ήφαιστος δεν είναι εδώ, στην Λήμνο έχει πάει
εκεί τους αγριόλαλους Σίντιες θ’ ανταμώσει».
Εκείνη νοιώθει την καρδιά απ’ την χαρά να σπάει

κι ανέβηκαν όλο χαρά στου ύπνου το κρεβάτι.
Καθώς ξαπλώσαν το άλυτο το δίχτυ μες στο στρώμα             310
 στους δυό συντρόφους δυνατά, ακίνητα εκράτει
το σώμα και τα μέλη τους, μα κι είδανε ακόμα

πως γλιτωμό δεν είχανε όπως τους είχε πιάσει
ο κουτσοπόδαρος θεός, στης τέχνης το βασίλειο
που γύρισε κουτσαίνοντας προτού στη Λήμνο φτάσει,
έχοντας φύλακα, σκοπό, τον φωτοδότη Ήλιο

πηγαίνοντας στο σπίτι του με σπλάγχνα ματωμένα
στάθηκε στην εξώπορτα,  η πίκρα του μεγάλη
κι έσκουζε τους αθάνατους με λόγια θυμωμένα:
«Αιώνιοι κι αθάνατοι ,Δία μου, κι όλοι οι άλλοι                        320

ελάτε, όλες τι ντροπές, να δει το κάθε μάτι
του Δία πως με ντρόπιασε, η κόρη η Αφροδίτη,
τον Άρη διάλεξε αντί,  εμένα το σακάτη,
ντροπιάζοντας το γάμο μας, και το δικό μας σπίτι

Που έχει τα πόδια αλάβωτα, μα και γεροδεμένα.
Μα εγώ τι φταίω, όλα αυτά να κουβαλώ στην πλάτη
που είναι αμαρτίες των γονιών και βασανίζουν ’μένα
Μα δείτε τους αγκαλιαστούς, επάνω στο κρεβάτι.

Κι εγώ λυσσάω βλέποντας που κείτονται αντάμα
κι ο ένας στον άλλονε περνά τον κόσμο τον δικό του,                  330
θα σβήσει ο πόθος αυτουνού για την γλυκιά του ντάμα
και δέσμιους θα τους κρατά η τέχνη μου, ωσότου

ο κύρης της τα δώρα μου όλα τα επιστρέψει
που για την ξεδιάντροπη, έδωσα τα μεγάλα,
κι αν όμορφη; τα πάθη της ποιος να τα συμμαζέψει;»
Αυτά είπε και μαζεύονταν στου παλατιού τη σκάλα,

ο Ποσειδώνας κι οι θεοί σε τούτη εδώ την δίνη
ο γοργοπόδαρος Ερμής, ο Απόλλωνας κι οι άλλοι
Μόνο οι θεές από ντροπή στο σπίτι έχουν μείνει
κι απ’ την εξώπορτα οι θεοί σκύβανε το κεφάλι                          340

του Ήφαιστου τις τεχνικές να δουν και να γελάσουν
λέγοντας με τον διπλανό στων λόγων τους τη χάση:
«Στον κόσμο αυτό οι πανουργιές κάποτε θα κοπάσουν
και ο αργός, τον γρήγορο κάποτε θα προφτάσει,

για δες εδώ που ο Ήφαιστος τον Άρη θα τσακώσει
με τέχνη, και ας ήτανε ο  πιο γοργός στα πόδια
απ’ όλους τους Ολύμπιους, μα τώρα θα πληρώσει»
Έτσι μιλούσαν οι θεοί στα μεταξύ τους λόγια...:............................Συνεχίζεται






Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...
« Απάντηση #124 στις: 03/01/10, 10:28 »
                          Θ

Κι έτσι ο Απόλλωνας γυρνά του Ερμή να του μιλήσει:
«του Δία γιε θεόσταλτε Ερμή γοργοφτερίτη                                 350
θα ’θελες κάποιος στα δεσμά έτσι να σ’ έχει αφήσει
μα όμως να σ’ έχει αγκαλιά γλυκά η Αφροδίτη;»

και ο γοργόφτερος Ερμής έτσι θα του φωνάξει
«Απόλλωνα, τα λόγια σου αλήθεια ας είχαν τόση
κι άλυτα να ’ταν τρεις φορές ’μένα δεν θα με νοιάξει
θεοί, θεές, με τις ματιές, ας με είχανε κυκλώσει

αν ήταν στην αγκάλη μου την Αφροδίτη να ’χα»
με αυτά τα λόγια των θεών το γέλιο τους κυλάει
Μα ο Ποσειδώνας απ’ αυτούς, δεν γέλαγε μονάχα
και τον τεχνίτη Ήφαιστο αυτός παρακαλάει                                360

τον Άρη να τον λύσει πια, με λόγια φτερωμένα:
«Λύσ’ τον ενώπιον των θεών, ετούτος θα σου αφήσει
όλα τα δώρα, είναι αυτό υπόσχεση από ’μένα»
και ο τρανός σιδηρουργός έτσι θα του απαντήσει:

«Τρανέ μου κοσμοσαλευτή αυτό δεν είναι λύση
του Άρη να ’σαι εγγυητής, τα δώρα πως θα δώσει,
πώς να σε πιάσω στους θεούς άμα τον έχω λύσει
και φύγει ο πολεμόχαρος χωρίς να με πληρώσει;»

τότε σ’ αυτόν απάντησε ο σαλευτής του κόσμου:
«Αν φύγει δίχως πληρωμή, καθώς κοινός αλήτης                            370
τα δώρα σου θα πληρωθούν όλα σου απ’ το βιός μου»
 Σε αυτά τα λόγια, ο τρανός, του λέει αρχιτεχνίτης:

«Πως στη καρδιά σου ν’ αρνηθώ έτσι που μου ανοίχτη;»
 και τα δεσμά τους τ’ άλυτα σπάει με το χεράκι.
Μόλις λευτερωθήκανε εκείνοι απ’ το δίχτυ
πετάχτηκαν, και έφυγε ο Άρης για την Θράκη

κι η Αφροδίτη έκανε της Κύπρου το ταξίδι
στην Πάφο που είχε τον ναό τον μοσχοαχνισμένο
οι Χάρες με ώριο άρωμα, κει θα την λούσουν ήδη
καθώς ταιριάζει σε θεό, με άρωμα αχλυσμένο .                                  380

Αυτά τους έλεγε η φωνή η θεϊκά λουσμένη
του Οδυσσέα τη καρδιά τραβώντας απ’ το κλάμα,
κι οι Φαίακες χαιρόντουσαν οι κοσμοξακουσμένοι.
 Προστάζει τότε ο Αλκίνοος Άλιο και Λαοδάμα

να πιάσουν μόνοι τον χορό που άλλος δεν τους φτάνει.
Κι αυτοί, με σφαίρα ,δείχνουνε την θαλερή ορμή τους
που ο Πόλυβος με μαστοριά ετούτη είχε κάνει
και έπαιζαν πετώντας την, λυγώντας το κορμί τους

ο ένας ψηλά στα σύννεφα κι ο άλλος ως το χώμα
προτού να σκάσει από ψηλά στην γη, θα την κρατήσει                    390
κι αφού την σφαίρα στα ψηλά κρατήσανε ακόμα
χορός όπως τον ξέρουνε εκείνοι, θ’ αρχινήσει

αλλάζοντας πολύ συχνά αυτοί τα βήματά τους,
πίσω τους νιοι χέρια χτυπούν, κρότος τους ξεκουφαίνει
από τους ήχους του χορού κι από τα ζάλατά τους
κι ο Οδυσσέας του Αλκίνοου γυρίζει και του κρένει:

«Αφέντη μου Αλκίνοε του κόσμου σου καμάρι
άξιους είπες χορευτές ετούτους τους λεβέντες
δεν τους χορταίνω να κοιτώ το νού μου έχουν πάρει»
κι ο Αλκίνοος τις χάρηκε ετούτες τις κουβέντες                           400

και στους θαλασσογέννητους τους Φαίακες γυρίζει:
«Φαίακες πρώτοι, αρχηγοί, ας βάλουμε έναν όρο
 ο ξένος φαίνεται σοφός η γνώση τον ορίζει,
κι απ’ όλους μας ας φιλευτεί, του πρέπει κάποιο δώρο

έτσι ταιριάζει φίλοι μου, δώδεκα βασιλιάδες
τη χώρα τούτη κυβερνούν κι εγώ δέκατος τρίτος
αντάμα τους κι αναμεσίς σε τόσους αρχοντάδες
ελάτε να ξετυλιχτεί των δώρων μας ο μίτος

όλοι να φέρουμε σ’ αυτόν χιτώνα και χλαμύδα
καλοπλυμένα όμορφα κι  από χρυσό κομμάτι,                               410
αντάμα όλοι, να φανεί περήφανη η πατρίδα,
κι ύστερα δείπνος, που γι αυτόν κι αυτά θα είναι κάτι

κι ας έρθει κι ο Ευρύαλος, που στην κακιά την δίνη
λόγια του είπε άπρεπα την κούφια κείνη ώρα»
Και όλοι συμφωνήσανε κατά πως λέει να γίνει
και δούλο στέλνει ο καθείς να φέρουνε τα δώρα

και στον Αλκίνοο απαντά ο Ευρύλαος με σκέψη:
«Αλκίνοέ μου λατρευτέ, στου λόγου μου τη ρύμη
τον θύμωσα τον ξένο μας, κι εγώ το ’χω πιστέψει
και θα του δώσω το σπαθί που ’χει λαβή απ’ ασήμι                   420

και είναι από φίλντισι τριγύρω το θηκάρι
πιστεύω πως θα το δεχτεί, γιατί αυτό το αξίζει»
είπε και το αργυρό σπαθί του πάει το παλικάρι
και με δυό λόγια συνετά, ότι είπε του θυμίζει:

«Γεια σου πατέρα! ο λόγος μου σε είχε πειράξει τόσο,
ας τονε πάρει ο άνεμος, κι ο Δίας ας σου δώσει
να φτάσεις στη γυναίκα σου, και στο νησί σου ωστόσο,
που σ’ έχει σπρώξει αλάργα τους και τόσα έχεις πληρώσει»

κι ο Οδυσσέας ο σοφός έτσι θα του απαντήσει
«Γεια σου κι εσένα, κι οι θεοί σ’ εσέ να δίνουν λύσεις                 430 
και το αργυρόκαρφο σπαθί που εσύ μου ’χεις χαρίσει
είθε ποτέ γι’ ανάγκη σου, να μην το αναζητήσεις».      ...:............................Συνεχίζεται
   

 

 

Σχετικά θέματα

  Τίτλος / Ξεκίνησε από Απαντήσεις Τελευταίο μήνυμα
1 Απαντήσεις
2438 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 30/06/06, 09:59
από Βραζίλης
23 Απαντήσεις
7708 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 20/06/06, 01:16
από master of puppets
22 Απαντήσεις
8376 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 12/10/07, 21:20
από bluechild
7 Απαντήσεις
3669 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 03/09/08, 21:09
από Neikos
65 Απαντήσεις
24313 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 07/04/09, 00:17
από Βραζίλης
0 Απαντήσεις
1880 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 24/03/09, 22:46
από Βραζίλης
0 Απαντήσεις
2540 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 28/03/09, 17:24
από Βραζίλης
5 Απαντήσεις
3726 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 06/05/12, 16:48
από Απόλλων
0 Απαντήσεις
1717 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 27/06/12, 01:02
από ivikos
0 Απαντήσεις
1215 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 03/06/20, 10:13
από ivikos