Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - GIORGOS KANLIS

Σελίδες: [1] 2
1
Με πονούσες,
με τα γλωσσικά σου τα χαστούκια,
σα χτυπούσες,
και γελούσες και γελούσες….
τα καπρίτσια σου με έπαρση εξυμνούσες,
δεν θυμάμαι ένα βράδι στο σκοτάδι,
των χεριών σου το ανάλαφρο το χάδι.
#
Το αλόφυτο σου τράνεψα σ΄αλμύρα,
με τα δάκρυα μου πότιζα τη ρίζα,
την αγάπη τη δική σου δεν επήρα.
#
Με μαδούσες,
με τα γλωσσικά σου τα χαστούκια,
σα χτυπούσες,
και γελούσες και γελούσες….
δεν προσπάθησες ποτέ σου να αλλάξεις,
τ΄απομέσα της ψυχής σου να πεθάνεις,
τη καρδούλα σου δεν ήθελες να γιάνεις.
#
Το αλόφυτο σου τράνεψα σ΄αλμύρα,
απ΄τα δάκρυα μου έπινε η ρίζα,
την αγάπη τη δική σου δεν εβρήκα.

2
Τα χνώτα μου κάνω φωτιά,
το σπίτι να ζεστάνω,
και ΄συ παράθυρα ανοιχτά,
ωχ λες να ανασάνω.
#
Εσύ ψηλά στο ρετιρέ,
με θέα το Θησείο ,
κι εγώ σ΄ένα υπόγειο
στ΄αγιάζι και στο κρύο.
#
Εγώ κοιτώ να κοιμηθώ,
γιατί αύριο δουλεύω,
κι εσύ μου λες με ποιό να βγω,
στα φράγκα να χορεύω.
#
Εσύ ψηλά στο ρετιρέ,
με θέα το Θησείο,
κι εγώ σ΄ένα κατώγειο
με φόντο το βαφείο.
#
Τ΄αγιάζι μου να ξεγελώ,
στο σπίτι μου χορεύω
κι απ΄το πολύ το περπατώ,
τα μέσα μου ζεσταίνω
#
Εσύ κοιτάς αφ΄υψηλού
ανθρώπους και Θησείο,
κι εγώ ψάχνω μια κουρελού,
ν΄αντέξω αυτό το κρύο.

3
Έλα να επενδύσεις σε εμένα
έχω ακόμη αισθήματα παρθένα,
σίγουρη επένδυση να κάνεις,
τον καιρό σου άδικα μη χάνεις.

#

Όλα υπό πλήρη εχεμύθεια,
δεν γνωρίζω εγώ από παραμύθια,
κάνε γρήγορα για να προλάβεις,
της καρδιάς μου μετοχές να πάρεις.

#

Μετοχές μερίσματα και άλλα,
ρήτρα ποινική αν λέω άλλα,
κι ένα ρετιρέ μες τη ψυχή μου,
σου ΄κτισα για χάρη σου παιδί μου.

4
 Άλλοι πάνε για Ελλάδα,
κι άλλοι για Γουατεμάλα,
γεια σου φίλε μου αμίκο,
πότε πας στο Πορτορίκο.
#
Στο Καράκας,στην Αβάνα,
φίλα με το Τσε Γκεβάρα,
στο απάρθητο το κάστρο,
χαιρετίσματα στο Κάστρο.
#
Μες τη τσέπη δυο πεσέτες,
δεν μου φθάνουν για μανσέτες,
στο Ντητρόιτ,στο Ελ Πάσο,
κάνε κάτι να προφτάσω.
#
Δύο Σέκελ,όλο κι όλο,
το στομάχι παίζει σόλο,
στη Κανά και στη Χαϊάφα,
μια φορά ήταν το μάνα.
#
Τί Αθήνα,τί Δουβλίνο,
ίδιο πάντα το μοτίβο,
μου ΄μειναν δύο πεσέτες,
δεν σου φτάνουν για φουρκέτες.
#
Στο Καράκας,στην Αβάνα,
δυο λουλούδια στο Γκεβάρα ,
στο απάρθητο το κάστρο,
χαιρετίσματα στο Κάστρο.
#
Στα FM και στα βραχέα,
ακαθόριστα τα νέα,
στη Κανά και στη Χαϊάφα,
μια φορά ήταν το θαύμα.


5
Εσύ μιλάς για πέταγμα,
μα εγώ φτερά δεν έχω,
κι αν τα δικά σου δανειστώ,
μες το γκρεμό θα πέσω.
#
Θα με μαζεύουν ύαινες,
φρικιά και σαρκοφάγα,
κι όλης της Γης τα άγρια
θα τρέξουν τα παμφάγα.
#
Δεν θα προλάβω SOS να πω,
βοήθεια να φωνάξω,
σε μια χαράδρα ο περιττός,
για πάντα θα αράξω.
#
Μαζί με τα αζήτητα,
εκεί που παν΄ κι οι άλλοι,
για μένα μη σκοτίζεσαι
και σπάζεις το κεφάλι.
#
Ποτέ αετός δεν ήμουνα,
ούτε και στερνοπούλι,
φτερά για να φυτρώσουνε,
δεν είμαι αετοπούλι.

6
Κόκκινα χείλη μου μαβιά,
μάτια μελιά μεγάλα,
στης σκέψης μου το διάβα,
να ΄ταν να ΄σουν κι εσύ.
#
Να ΄χα μια στάλα Ουρανό,
μια ψύχα από Φεγγάρι,
μια σκάλα ως τον Άρη,
κι όσο ψηλά μπορώ.
#
Μπρούσκο να σ΄έπινα πιοτό,
τα δυο μαβιά σου χείλη,
στου άπειρου το δείλι,
μπρούσκο κρασί στυφό.
#
Να ΄χα κι Αρχάγγελου φτερά,
να σ΄έβαζα στη μέση,
στη χάση και στη φέξη,
να ΄ρχόμασταν στη Γη.
#
Μπρούσκο να σ΄έπινα κρασί,
τα δυο μαβιά σου χείλη,
γλυκόστυφο σταφύλι,
πόσο σε αγαπώ.

7
Greec καμάκι, coca cola
και τιραμισού,
γέμισε το Καλαμάκι,
έρωτες παντού.
#
Φιλλανδία,Σουηδία,
ερωτοροή,
κάνει το ουίσκυ passen,
λεν΄οι Γερμανοί.
#
Δίπλα μου μια Γερμανίδα,
πάει να με πιει,
σα να λέει,
έλα φίλε,
να ΄μαστε μαζί.
#
Greec καμάκι coca cola
και τιραμισού,
ξάπλες,χάψες και καμάκι,
μέχρι πεθαμού.
#
Στο απέναντι τραπέζι,
κάποια Φιλλανδή,
στα Ελληνικά μου λέει,
σ΄αγαπώ γιαβρί.
#
Greec καμάκι,coca cola
και τιραμισού,
κι όταν έλθει το βραδάκι,
πάμε και αλλού.

8
Πίστεψα σε παλιούς χρησμούς,
και σε αρχαίες ρήσεις,
για ν΄αποδιώξω το χτικιό,
καρδιά να μη σαπίσεις.
#
Πίστεψα κίβδηλους θεσμούς,
λάτρεψα εκμαγεία,
θνητούς προσκύνησα Θεούς,
μ΄άγια γονυκλισία.
#
Πλήρωσα επιτίμιο,
αδρά τα πήρε ο μύστης,
μα ΄συ αντί ν΄αναστηθείς,
πλειότερο μου σαπίζεις.
#
Σου΄δωσαν ίαμα να πιεις,
νάμα να ξαποστάσεις,
έπεσα και γονυπετής,
καημέ μου να περάσεις.
#
Βαρύ το επιτίμιο,
αδρά τα πήρε ο μύστης,
πίστεψα ήταν γητευτής,
μ΄αυτός ήταν αγύρτης.

9
Εδώ δεν είναι να ρισκάρεις,
το συναξάρι είναι αλλού,,
εδώ ΄μαστε στου Μπέιχ Τσινάρι,
στ΄ άβατα άλλου ουρανού.
#
Εδώ δεν έχει χελιδόνια,
πουλιά δεν ζουν μες το καπνό,
εδώ πεθαίνουμε τ΄αϊδόνια,
μες της ασβόλης το χορό.
#
Εδώ δεν έχει πολυτέλεια,
τη διάβασα στο λεξικό,
τη λέξη έμαθα ανέχεια,
από παιδί πολύ μικρό.
#
Εδώ δεν είναι να ρισκάρεις,
μαζί μου θα καταστραφείς,
εδώ δεν είναι να ποντάρεις,
τη ζήση μου να μοιραστείς.
#
Εδώ ψυχή δεν σε θυμάται,
μη κάνεις σκέψεις βιαστικές,
εδώ μονάχα σε θυμούνται
μονάχα πριν τις εκλογές.
#
Εδώ κανείς δεν σε  κοιτάζει,
απόντας είναι κι ο Θεός,
εδώ η ζωή σου θα βραδιάζει,
και θα σαπίζεις μοναχός.

10
Τη δική μου πολιτεία,
μη τη ψάχνεις μες το χάρτη,
τη δική μου πεμπτουσία,
θα τη βρεις μέσα στη στάχτη.
Η παρούσα σου απουσία,
μοιάζει δίκοχο μαχαίρι,
δύο κάμες ένα χέρι,
του σπαθιού σου το νυστέρι.
Τέφρα είμαι,μάζεψε με,
στο βυθό σου διήθησέ με,
το περίσσιο σου αν λάχει,
στων αχρήστων το καλάθι.
Τη δική μου πολιτεία,
μη τη ψάχνεις μες το χάρτη,
παλιννόστησε ένα βράδι,
στης ψυχής σου το πηγάδι.
Τη δική μου πολιτεία,
μη τη ψάχνεις μες το χάρτη,
είναι τόση δα μικρή τελεία,
του ανίχνευτου  σου χάρτη.

11
Μη δρέπεις τους ασφόδελους του Άδη
κι απ' την Αχερουσία λίμνη μην περνάς,
δεν είν' μακριά η Κασταλλία
μητ' των Δελφών το νάμα που ζητάς.
Να τέρψεις γλύκα τη ψυχή σου
κι ανθόναμα την δίψα σου να πιεις,
στο ερεχθείο των αέναων Θεών μας
την συναυλία των πουλιών να μοιραστείς.
Και μη μαδάς ασφόδελους
μηδέ τριβόλια του Αδη,
δυο παρασάγγες ποιό εκεί
να βγέις απ' το σκοτάδι.
Στης λίμνης τα λασπόνερα
ψυχές μόνο σαπίζουν
και στ' Αδη τους λαβύρινθους
νεκρών οστά νοτίζουν.
Κι αν είσαι του Άδωνη παιδί
κι εγγόνι του Αχιλλέα
στα Τάρταρα μη χάνεσαι
με τους δειλούς παρέα.
Μη δρέπεις τους ασφόδελους....

12
Μες της πόλης την ασβόλη,
έπεσα πα στο Μανώλη,
μπουχτισμένο,κουρασμένο,
και ολίγο απορρημένο.
#
Κάτσαμε για να τα πούμε,
τα παλιά να θυμηθούμε,
πως περνάει,πως περνάω,
άρχισα να του μιλάω.
#
Τον μιλώ,δεν μου μιλάει,,
πού και πού παραμιλάει,
ούζο πίνει μα το πίνει,
και απάντηση δεν δίνει.
#
Τράκα τρουκ το κομπολόι,
μου θυμίζει μοιρολόι,
μόνιμα αλλού φευγάτος,
ο παλιός μου φιλαράκος.


13
Τα μάυρα μάνα δεν σου παν΄
φόρεσε μάνα τα άσπρα,
και βγες μάνα στη γειτονιά,
να σε χαρώ,
με τ΄άσπρο που σου πάει.
#
Μάνα μου ανεκτίμητη,
μάνα μου θησαυρέ μου,
του ήλιου φως μου ανέσπερο,
γαλάζιε ουρανέ μου.
#
Μάνα μου οικουμενική,
του Κόσμου εσύ χρυσάφι,
κρίνο λευκό μου πάλευκο
μάνα μου και διαμάντι.
#
Μάνα τα μαύρα δεν σου παν΄,
του ήλιου το φως σου πάει,
βάλε τα μπλε σου Ουρανέ,
να σε χαρώ,
το μαύρο με πονάει.
#
Μάνα ανέσπερο μου φως,
το άλλο φως δεν φτάνει,
μάνα εσύ όλο το φως,
το άλλο είναι βράδι.

14
Σε έλουζα μ΄ανθόναμα,
με έλουζες με ήλιο,
τα από καρδιάς μου σ΄άπλωνα,
σεντόνι μεσ΄ το κρύο.
#
Ήταν Αλάσκα οι βραδιές,
σαν χθες ήταν θυμάμαι,
μας ζέσταιναν  τα σ΄αγαπώ,
φύγαν και δεν γυρνάνε.
#
Αλλού εσύ,αλλού εγώ,
σε άλλα ημισφαίρια,
πού τράβηξαν οι δρόμοι μας,
ακόμη δεν το ξέρω.
#
Από καρδιάς σε αγαπώ,
κι ας μη με συλλογάσαι,
μάτια μου εσύ να ΄σαι καλά,
μόνο ετούτο θέλω.
#
Ήταν Αλάσκα οι βραδιές,
κ ήταν αγιάζι όλα,
κι ως σ΄άπλωνα τα σ΄αγαπώ,
ήλιος γινόταν όλα.

15
Σάπισα στη βροχή,
κοντεύει κιόλλας μία,
μ΄ακόμη να φανεί.
#
Δυο σύννεφα γκρενά,
πάνω απ΄τη γειτονιά,
βάστα φτωχή καρδιά μου
τη βαρυχειμωνιά.
#
Πέτρωσες  προσμονή,
μεσ΄τη βροχή να στέργεις,
τ΄ απρόσμενα γιατί.
#
Δυο σύννεφα γκρενά,
μου λένε δεν θα ρθει,
καρδιά μου ξαναστέρξε,
τη νέα αναβολή.

16
Επαίτης και γονυκλινής.


Λαχείο είσαι βρε ζωή ,
κι άμα ποτέ μου κάτσεις
ξωπίσω μου θα εκλιπαρείς,
και άιντε να με προφτάσεις.
#
Επαίτης θα με λοιδωρείς,
στα πόδια μου θα πέσεις,
ήσουν μ΄ εμέ  τόσο σκληρή,
και πώς να ζητιανέψεις.
#
Δεν επουλώνονται οι πληγές,
σαν πώς να μου τις κλείσεις,
του εφιάλτη τις πληγές,
τις οιμωγές να σβύσεις.
#
Επαίτης και γονυκλινής,
θα λες το κύρ ελέησον,
όμως ζωή με συγχωρείς,
δεν σε αρκούν τα ελέησον. 

17
Άντρας σαίνι.

Τον άντρα που ψάχνω,
τον θέλω σαίνι,
δυο μέτρα αντρούκλα,
τη πέτρα να στύβει.
#
Αυτός να δουλεύει,
εγώ να τα παίρνω,
και όταν τα θέλει,
να λέω δεν έχω.
#
Πουλιά στον αέρα,
τ΄αγόρι να πιάνει,
και όλα τα φράγκα
να μου τα βροντάει.
#
Αυτός να δουλεύει,
εγώ να βολτάρω,
να μη με ελέγχει,
αν λίγο αργάω.
#
Μονάχη να φεύγω,
εκεί που γουστάρω,
τα φράγκα να τρώω
κι αργά να γυρνάω.
#
Αυτός να δουλεύει,
εγώ να βολτάρω,
να μη με ελέγχει,
γιατί θα σαλτάρω.
#
Πουλιά στον αέρα,
τ΄αγόρι να πιάνει,
τα σέντς και τα φράγκα
να μου τα τσοντάρει.

18
Τα άγουρα τραγούδια μου,
κανείς δεν τα κοιτάζει,
ήταν που ήταν άγουρα,
ήρθε και το αγιάζι.
#
Μπουμπουκιασμένα πέταλα,
μύριζαν μήνα Μάρτη,
μήνας κακός διπρόσωπος,
κακή του τύχη να ΄χει .
#
Ήταν που ήταν άγουρα,
ήρθε και το αγιάζι,
καπάκι και η παγωνιά
και μέσα μου βραδιάζει .
#
Μπουμπουκιασμένα πέταλα ,
μοσχοβολούσαν Μάρτη,
τότε εμάζευα πουλιά,
τώρα μαζεύω στάχτη.
#
Τα άγουρα τραγούδια μου,
ποιός να τα τραγουδήσει,
βγαίνω στο παραθύρι μου,
μα ποιός να μου μιλήσει.
#
Μπουμπουκιασμένα πέταλα,
λουσμένα μεσ΄ τη γύρη,
μήνα κακέ διπρόσωπε,
γιατί χαλάς χατίρι.

19
Στον ήλιο και στη ξαστεριά,
θα στήσω αραξοβόλι,
για να μαζόξω λίγο φως
στο κρύο μας μπαλκόνι.
#
Να μαζευτούμε τα πουλιά,
του Κόσμου τα αϊδόνια,
με στραντιβάριους βιολιά
λαγούτα και τρομπόνια.
#
Μύριες να παίζουν μουσικές,
παλιές μας συναυλίες,
στις πετρωμένες μας καρδιές
ν΄ανθίσουνε τουλίπες.
#
Κάνε το δάκρυ σου χαρά,
κι η άσπρη ημέρα θά ΄λθει,
θα την γιορτάσεις με βιολιά,
πού θα μας πάει θά ΄ρθει.

20
Το μπλε και το γαλάζιο
αυτού του Ουρανού,
θα το διαφυλλάξω,
σαν κόρη οφθαλμού.
Ουδέ σε δραγουμάνους,
ουδέ και σε οχτρούς,
θα με απεμπολήσω
στους δύσκολους καιρούς.
Στη γη μου τη πατρώα,
"Μολών λαβέ" θα πω,
Δελφούς για να φυλάτω
και Σπάρτες να κρατώ.
Το μπλε και το γαλάζιο,
του Αιγαίου μας νερά,
θα με αναβαπτίσω
μ΄Ελλήνων ιερά.
Ουδέ σε δραγουμάνους,
ουδέ και σε οχτρούς,
ουδέ και σ΄όσους άλλους,
που Σπάρτες πολεμούν.
Κι αν είναι να πεθάνω,
κι αν ειν΄να σκοτωθώ,
κι εκεί ακόμη απάνω,
"Μολών λαβέ" θα πω.
Το μπλε και το γαλάζιο,
κρεμάω φυλαχτό,
ουδείς θα βάψει μαύρο,
το μπλε μας Ουρανό.
Ουδέ σε δραγουμάνους,
ουδέ και σε οχτρούς,
θ΄αφήσω να συλλήσουν,
αλλοτινούς καιρούς.
Δικό μας το Αιγαίο,
δικά μας τα Ψαρρά,
"Μολών λαβέ" σας λέω,
ακόμη μια φορά.


21
Κάποια παλιά σου γράμματα,
ψηλά στο κομοδίνο,
γιατί τα ξαναδιάβασα,
πάλι να ξαναπίνω.
#
Κι εκεί που δόξα τω Θεώ,
βρήκα τον εαυτό μου,
τί ήθελα και γύρισα,
ξανά στο παρελθόν μου.
#
Να ξαναπίνω ο τρελός
και να σε ικετεύω,
εκεί που θα ΄πρεπε σαφώς
να έβαζα φουρνέλο.
#
Κάποια παλιά σου γράμματα,
πάνω στο κομοδίνο,
κάποια παλιά μου δράματα
απ΄το καιρό εκείνο.
#
Και δεν τα έβαζα φωτιά,
απ΄τα παλιά να φύγω,
τί ΄θελα και τα διάβασα,
πάλι να ξαναπίνω.

22
Μεσα από ουσίες και καπνούς,
κάθεσαι μονάχος σου και σβύνεις,
κι είσαι ένα όμορφο παιδί,
μέσα στο ποτίρι να το πίνεις.
#
Θάνατο προτίμησες να πιεις,
χάροντα προτίμησες τσιγάρο,
λειώνεις σα λαμπάδα της γιορτής,
κάνοντας παρέα με το χάρο.
#
Μεσ΄σε παραισθήσεις κι ηδονές,
σου ΄ταξαν χλιδή και ευτυχία,
φάνταζανε όλα σα γιορτές,
κι όλα σου φαινότανε μαγεία.
#
Μέσα από κίτρινους καπνούς,
οσμές ρουφάς θανάτου,
ψεύτικες σου τάξανε γιορτές,
αγύρτες έμποροι του ΄Αδου.

23
Σεβντάδες έχει ο Θεός,
ζεϊμπέκικο χορεύει,
και τον φωνάζει ο Ουρανός
στη πίστα του ν΄ανέβει.
#
Στο ντέφι είναι ο Χριστός,
στο ντραμς ο άγιος Πέτρος,
το πελεκούδι θα καεί
και αύριο θα ΄ναι ρέστος.
#
Τους έδωσε τιμητική,
για την διαγωγή τους,
και χαρτζιλίκι ζόρικο
για τη συμμετοχή τους.
#
 Έδωσε και τετράωρη
στο Στέλιο Καζαντζίδη,
και σαν τελειώσει η γιορτή
στη γη μας θα το στείλλει.
#
Στο ντέφι είναι ο Χριστός,
στο ντραμς ο άγιος Πέτρος,
κι εκτάκτως στο μικρόφωνο,
ο Καζαντ΄ζδης Στέλιος.

24
Ασ΄ το λύκο μέσα μου
μη τον αγριεύεις,
μη ξυπνήσει μόρτισσα
και με ικετεύεις.
#
Μη θυμώσει δηλαδή
και τα κάνει γυάλα,
ασ΄το λύκο μέσα μου,
μην έχουμε και άλλα.
#
Μέσα μου ένα θεριό,
το ΄χεις αρρωστήσει,
πριν με κλείσεις φυλακή,
η φυγή είναι λύση.
#
Δεν είμαι για ντράβαλα
ούτε και για άλλα,
πριν ξυπνήσει ο λύκος μου,
κάνε την κοπάνα.

25
Ένας αγέρας κερατάς
σε πάει και σε φέρνει,
ένας αδιάντροπος βοριάς,
σκουπίδι του σε θέλει.
#
Μάζεψε τα κομμάτια σου,
είναι νωρίς να φεύγεις,
ειν΄ο χειμώνας σου βαρύς,
κι αν θέλεις το πεθαίνεις.
#
Έρμαιο είσαι του βοριά,
μικρό φτωχό κορίτσι,
μέσα σου φέρε τη χαρά
και διώξε τον αλήτη.
#
Ένας αγέρας κερατάς
σε κάνει ότι θέλει,
σκουπίδι του είσαι και κυλάς,
όπου αυτός σε παίρνει.
#
Μάζεψε τα κομμάτια σου,
είναι νωρίς να φεύγεις,
ειν΄ο χειμώνας σου βαρύς,
κι αν θέλεις τον γητεύεις.
#
Να΄λθει η αγάπη στη καρδιά
και στη ψυχή αν θέλεις,
διωξ΄τον αλήτη το βοριά,
και μην το ξαναφέρεις.

Σελίδες: [1] 2