ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑΣ
[/b]
Έβαλα το κλειδί στην πόρτα. Δεν έχω πια τι να περιμένω.
Θέλω να ζήσω.
Μπήκα στο σπίτι. Δεν έχω τι να περιμένω.
Θέλω να ζήσω.
Γύρω γύρω οι ίδιες καταστάσεις. Τα ίδια συναισθήματα. Οι ίδιες απογοητεύσεις για τη «μη ύπαρξη».
Θέλω να ζήσω.
Όλα στο παρόν και στο μετά.
Πώς κανείς προχωράει;
Καθένας πριν και μετά από σένα.
Πότε υπήρξα;
Όλα τα ίδια κι όμως διαφορετικά.
Ανάγκες, ανασφάλειες, ψευδαισθήσεις.
Θέλω να ζήσω.
Δυσβάστακτα φορτία, ασήκωτα. Κουράστηκα πια να μην περιμένω.
Το κλειδί μπαίνει στο συρτάρι και οι σκέψεις παραμερίζονται από τη συνήθεια.
Θέλω να ζήσω.
Λένε συχνά πως τα όμορφα πράγματα κρατάνε μόνο για λίγο. Και έχουνε δίκαιο.
Οι μεγάλες αγάπες, οι δυνατοί και παράφοροι έρωτες, οι μοιραίες γνωριμίες, οι μακρινές φιλίες. Όλα, για λίγο.
Τίποτα δε χαρίζεται. Τίποτα δεν αποκτιέται.
Ο καθένας μόνος του τα περνά όλα. Αγάπη, πάθος, ταξίδια. Πόνο, μοναξιά, σκοτάδι.
Κάπου μες στην καταχνιά ένα χέρι αγγίζει το δικό σου και νομίζεις πως σιμώνεις το ουράνιο τόξο. Δεν έχουν έτσι όμως τα πράγματα.
Λένε συχνά πως τα όμορφα πράγματα κρατάνε μόνο για λίγο. Και έχουνε δίκαιο.
Πώς είναι όταν βρέχει και νιώθεις ένα με τις στάλες; Πώς είναι όταν μετά τα δάκρυα έρχεται η εξιλέωση; Πώς είναι όταν επιβραβεύονται οι θυσίες σου για κάτι σημαντικό; Όλα αυτά.
Στιγμές μόνο.
Περαστικές και φευγαλέες. Η μπόρα σύντομα σταματά, τα δάκρυα κουράζονται και στερεύουν, οι θυσίες ξανά από την αρχή.
Τίποτα δε χαρίζεται. Τίποτα δεν αποκτιέται.
Ακόμα και τα όνειρα. Τα άπιαστα όνειρα.
Μόνο αυτό είναι, εξάλλου. Όνειρα.
Είναι εκεί, να σου θυμίζουν την πραγματικότητα, το κρύο μουντό πρωινό, την τηλεόραση που παίζει μονότονα, το γλυκό που έμεινε και χάλασε στο ψυγείο, το τηλέφωνο που ξέχασε πώς να χτυπάει, τη μοναξιά που έγινε παρέα. Όνειρα. Να σε εκδικούνται κάθε φορά που κλείνεις τα μάτια.
Όνειρα. Περαστικά κι αυτά. Όπως οι καταιγίδες, όπως το κλάμα, όπως η στιγμιαία απόλαυση.
Λένε συχνά πως τα όμορφα πράγματα κρατάνε μόνο για λίγο. Και έχουνε δίκαιο…
Θέλω να ζήσω.