Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - ΧΩΡΙΑΤΗΣ

Σελίδες: 1 [2] 3 4 5 ... 10
26
Στα πρώτα δέκα χρόνια,
ανάβει το φυτίλι,
σμαράγδι και κοχύλι,
παιχνίδια ανεμελιάς,

πολύχρωμα μπαλόνια,
φωτιά μες το καντήλι,
κεράσι και σταφύλι
και φύλλα της ελιάς.

Τα χρόνια προχωράνε
σε πλάνο εφηβείας,
ηρώων και φοβίας
και αλόγιστων θυμών,

οι μέρες προσπερνάνε
την εποχή της βίας,
ασύμμετρης φοβίας
και φανερών καημών.

Ζωές με καρδιοχτύπια,
ψυχές που τραγουδάνε,
τραγούδια ξεπηδάνε
και μνήμες στο χαρτί,

τα όνειρά τους τρύπια,
κεριά - φωτοβολίδες,
χειροπιαστές ελπίδες
υμνούν το καθετί.

Βιάζοντας τον χρόνο,
πηδούν απ΄ την τροχιά τους,
καρφώνουν την καρδιά τους
ξεχνώντας τα γιατί,

στον χρυσαφένιο θρόνο
υψώνουν τη γροθιά τους,
μαθαίνουν τα παιδιά τους
γλώσσα διχαλωτή.

Κι οι μέρες προχωράνε,
θηλειές για το λαιμό τους,
τροφές για το θυμό τους,
ιππότες και αρνητές,

οι ώρες τους γερνάνε,
θυσία στο βωμό τους,
τροφή στον κυνισμό τους
οι χειροκροτητές.

Τα χρόνια προχωράνε
κι αλλάζουν οι σελίδες,
σταγόνες και κηλίδες
και δάκρυα από γυαλί,

στιγμές που προσπερνάνε
του χωρισμού το νήμα,
ονειροπόλο βήμα
σε μαύρη ανατολή.

27
Ξυπνάω μες τον ύπνο μου,
σαν μια ψυχή που βγαίνει,
μες τον αέρα χύνεται,
στο άχρονο αφήνεται
ψυχή μου φαντασμένη.

Ξημέρωσαν τα μάτια μου
σε παρελθόντος μνήμες,
μα το παρόν παράφορο,
το μέλλον μοιάζει αδιάφορο
και πιάνομαι απ' τις ρίμες.

Στιγμή του καταχείμωνου,
βροχή με διαπερνάει,
σαίτα που με ερήμωσε,
έλα κοντά μου, σίμωσε,
τώρα η ζωή κερνάει.

Ξυπνάω μες το θάνατο
και σβήνω τη σκιά του,
μ' ένα τραγούδι μαγικό,
το μόνο που 'χω γιατρικό
ξεχνώντας τα όριά του.

Κι αν θα χαθώ στα πέλαγα
κι αν πνιγώ στα βάθη,
μέσα στα όνειρα θα ζω,
σαν μυθιστόρημα πεζό
που φτιάχτηκε από λάθη.

Στιγμή του καταχείμωνου,
σανίδα σωτηρίας,
όταν ξυπνήσω την αυγή,
φάροι θα φέγγουν απ'τη γη
κάθε αλλαγή πορείας.

Στιγμή του καταχείμωνου,
σανίδα σωτηρίας,
σε ένα μικρό Αχέρωντα
ταξίδι με τον έρωτα
σε αλλαγή πορείας.

28
Πάνω στων τρένων τις γραμμές,
γράφονταν πάντα διαδρομές,
στου χρόνου τα λιοπύρια,
διαμάντια και ζαφείρια.

Πάνω απ΄τα ποτήρια, χλωμές φιγούρες αναπνέουν ζωή και θάνατο μαζί.
Κατεστραμμένα πρόσωπα από τις μνήμες του πιο γνώριμου μέλλοντος.
Κατακόκκινα μάτια από του ήλιου την προαιώνια συνήθεια.

Πάνω στου χρόνου την αιώρα ξαπλωμένος εισπνέω τις ανώνυμες κατάρες.
Τραβάω κουπί πάνω στο τσιμέντο με τη λάμψη των θαλασσινών χρωμάτων.
Αναδιπλώνομαι ξετυλίγοντας το κουβάρι του πιο μακρινού παρελθόντος μου.

Πάνω στων τρένων τις γραμμές,
λάμπει του χρόνου το εκρεμές,
κελαϊδεί το καναρίνι,
τραγουδώντας την ειρήνη.

Η νύχτα ξανάρχεται δείχνοντας τα φεγγαρίσια δόντια της.
Τα αστέρια τρεμοσβήνουν μέσα στο ουράνιο κλουβί τους.
Τα μεσημέρια καίγονται σαν τις λάμπες των μοναχικών φάρων.

Η θάλασσα καμαρώνει την ζωηράδα των κυμάτων της.
Η αυγή αφημένη στην αγκαλιά του τελευταίου ξενύχτη.
Η βροχή αγκαλιά με τον ήλιο εναλλάσσονται στην γηραιά γη.
Η ανάσα του χρόνου ξεχύνεται στο διψασμένο στόμα των αθώων.

Πάνω στων τρένων τις γραμμές
μικρά βαγόνια οι στιγμές,
χελιδόνι και σπουργίτι
αδελφωμένα στο φεγγίτη.

29
Η ευγένεια είναι τρόπος
και ουσία ο σεβασμός,
μα η αυθόρμητη αλήθεια
είναι αιώνιος λυτρωμός.

Είναι ο έρωτας το πάθος
που γυμνάζει την καρδιά,
μια ανόθευτη ελπίδα,
που νικά την πονηριά.

Η αναπόληση της μέρας,
που ήταν όλα ζωντανά,
είναι ο φρέσκος ο αέρας
που τον χρόνο διαπερνά.

Και όταν έρθει η αγάπη
από μια άγνωστη γωνιά,
τότε η έρημος θα ανθίσει
και θα λειώσει η παγωνιά.

Και όταν έρθει η αγάπη
και δροσίσει τη σιωπή,
λόγια θα σου ψιθυρίσει
που κανείς δεν σου 'χει 'πει.

30
Παράξενες μέρες μας καίνε,
μας ρίχνουν σε άγνωστο τρόμο,
προφήτες και αγύρτες μας λένε
για μοίρα, για ανάγκη, για νόμο.

Παράξενες ώρες μας πνίγουν,
πρωτόγνωρες σκέψεις, παρθένες,
σκιές που αρνούνται να φύγουν,
μετρώντας νεκρούς στις αρένες.

Η νόσος του φόβου, μας δένει
στης νέας εποχής το κανάλι
αγέννητες νότες υφαίνει,
.για να σηκωθούμε και πάλι.

Κρατώντας σημαίες ευθύνης,
υμνώντας τα μάτια που κλαίνε,
εν μέσω πολέμων και ειρήνης
ξεπερνώντας αυτά που μας καίνε.

Ψυχές και μυαλά σ΄ ένα σώμα,
με αγάπη κρυμμένη στο πλήθος,
με φιλί παθιασμένο στο στόμα,
μα η καρδιά πληγωμένη στο στήθος.

Η νόσος του φόβου ξεσπάει,
σε νέας εποχής το κατώφλι,
ακροβάτες ελπίδας που σπάει,
στο βωμό της γκρεμίζονται όχλοι.

Η νόσος του φόβου θερίζει,
ιός που τρυπώνει στο σώμα,
πατρίδα ο πλανήτης θυμίζει,
μα ίσως υπάρχουμε ακόμα.

31
Μέσα στα βάθη του απείρου,
μέσα στου σύμπαντος την πλάνη,
εμείς ακόλουθοι του ονείρου,
της αστερόσκονης χαρμάνι.

Μέσα στης μέρας την απάτη,
στης απονιάς το δηλητήριο,
σκιές στου φεγγαριού την πλάτη,
σε ένα παράξενο μαρτύριο.

Πάνω στα κάστρα των αιώνων,
της λησμονιάς οι καταδότες,
απ΄ τις φαρέτρες των αγώνων
σκορπίζουν δακρυσμένες νότες.

Μέσα απ΄τις κόγχες των ματιών μας
βαριές ανάσες αναβλύζουν,
μέσα στα μάτια των παιδιών μας
άγριες ελπίδες παιχνιδίζουν.

Μέσα απ΄ τις  κόγχες των ματιών μας
ξανά γεννιέται ο κλέφτης χρόνος,
λευκά πανιά των ταξιδιών μας
πριν τα μαυρίσει πάλι ο πόνος.

Μέσα στα βάθη του απείρου,
μέσα στου σύμπαντος την πλάνη,
εμείς απόκληροι του ονείρου,
μα ότι αγαπάς δεν θα πεθάνει.

32
Μέσα στην άβυσσο του νου,
κρατάς εικόνες και κολλάς,
μετά χορεύεις και γελάς,
μετά θυμώνεις,

για την αγάπη ενός κοινού
πάνω στο ρόλο σου μιλάς,
μετά την τρέλα σου πουλάς,
και τους πληγώνεις.

Μέσα στα νέφη της ψυχής
τις αγωνίες σου κερνάς,
όλα τα πάθη σου περνάς
σε μαύρους στίχους,

μιλάς για τέλος εποχής,
μα στην αρχή πάλι γυρνάς,
ζωή καινούργια ξεκινάς,
με άλλους ήχους.

Σ' αυτό το ξέφρενο παρόν,
οι ώρες τώρα είναι βαρειές,
της εποχής οι προσταγές
σου φέρνουν θλίψη,

την μια πεθαίνεις, είσαι απών,
είναι οι κινήσεις σου αργές,
μετά γυρεύεις αλλαγές
που σου 'χουν λείψει.

Μέσα στην εύθραυστη σιγή
θέλεις να μένεις νικητής,
ένας ψυχρός εκτελεστής
με χίλιες σφαίρες,

μα είσαι καρδιά που αιμορραγεί,
ένας ευαίσθητος ληστής,
ένας δραπέτης ποιητής
από άθλιες μέρες.

Μέσα στην άβυσσο του νου,
με μόνο φίλο ένα σκυλί,
εχθρός σου ο χρόνος, σ' απειλεί
στη μοναξιά σου,

μετράς τ' αστέρια τ' ουρανού,
πάνω σε ιπτάμενο χαλί,
νοιώθεις ελεύθερο πουλί
μες την καρδιά σου.

33
Οι ώμοι σου βαρύναν,
μα εσύ δεν ξεπουλάς
το αίνιγμα του κόσμου και τα πάθη,


ανθρώπων αμαρτίες
στην πλάτη κουβαλάς,
πηγαίνοντας στα πέρατα, στα βάθη.


Τα χέρια σου πληγώνουν
αμέτρητα καρφιά,
του σήμερα ρουφιάνοι, καταδότες,


τριάκοντα αργύρια
χαμένα στα χαρτιά,
παιγμένα μοιρολόγια μ' άθλιες νότες.


Τα μάτια σου δακρύζουν
σ' αιώνια ερημιά,
τον κόσμο διαφεντεύουν φαρισαίοι,


διασύρουν την ψυχή σου,
σε άψυχα κορμιά,
νεκροί κατά χιλιάδες ναζωραίοι.


Οι ώμοι σου βαρύναν
αιώνες στο σταυρό,
το αίνιγμα του κόσμου για να λύσεις,


στον άνθρωπο χαρίζεις
χαμένο θησαυρό,
το μαύρο του θανάτου να διαλύσεις.


Στον κόσμο αυτό που τρέχει
ταχύτητες φωτός,
πληγώνονται τα λόγια που 'χες δώσει,


Ιούδας Ισκαριώτης
βαφτίστηκε πιστός,
και βρήκε πάλι τρόπο να προδώσει.


Οι ώμοι σου βαρύναν,
ως πότε θα φυσάς,
ελπίδα μες τα όνειρα που σβήνουν,


παλαίμαχος σωτήρας,
ζητιάνος ή πασάς,
με λόγια που παλεύουν για να μείνουν.

34
Μαχαίρι αχόρταγο λευκό
χωμένο μέσα στην πληγή
και η σκιά να αιμορραγεί,
να κοκκινίζει,

σάρκινο σώμα, μαλακό
να καταστρέφεται με οργή
και στερεμένη η πηγή
που σε θυμίζει.

Μέσα σε δάκρυα και ουρλιαχτά,
κλεισμένα μέσα στη σιωπή
και όλα αυτά που σου 'χαν πει
στάχτη και σκόνη,

μέσα σε χρόνια λιγοστά
ζούσες συνέχεια σκυθρωπή,
τώρα είναι αργά για ανατροπή
σε γκρίζο χιόνι.

Πάνω στα πάθη μιας γενιάς,
ακροβατούσες σιωπηλή,
σαν ριψοκίνδυνο πουλί
σε ηλεκτροφόρα,

πριγκίπισσα της σκοτεινιάς
σε ξεχασμένη ανατολή,
κόκκινος ήλιος σε καλεί
που να 'σαι τώρα?

35

Ένα καλοκαίρι ακόμα
θα μυρίσω όλη τη γη,
θα φυτέψω στην ψυχή μου
τη χαρά και την οργή.


Ένα καλοκαίρι ακόμα
θα αγοράσω όλο το φως,
με νομίσματα του πάθους
ζει ο πόθος ο κρυφός.


Ένα καλοκαίρι ακόμα
θα ξεφύγω απ' τη σκιά,
θα πετάξω ως τον ήλιο
κι ας καώ στην πυρκαγιά.


Ένα καλοκαίρι ακόμα
μες την θάλασσα θα μπω
και θα μείνω εκεί για πάντα
σε ένα ατέλειωτο ρεπό.

36

Σ' αυτό το καρναβάλι
των σοβαροφανών,
ανύπαρκτες οι σχέσεις
ανθρώπων αδειανών.


Μετρώντας τις κουβέντες
της κίτρινης γενιάς,
δραπέτης υποψήφιος
θα γίνεις μονομιάς.


Σ' αυτό το καρναβάλι
των άβουλων σκιών,
απάτη και παγίδα
των στείρων θρησκειών.


Οι παθογόνες νότες
των κοσμικών σκυλιών,
ρυπαίνουν τον πλανήτη
των φλογερών φιλιών.


Σ' αυτό το καρναβάλι
των σοβαροφανών,
κλεμμένες οι ατάκες
των νεκροζωντανών.


Κοιτώντας την αλήθεια
μιας άλλης εποχής,
θα κλείνεσαι συνέχεια
στα βάθη της ψυχής.


Σ' αυτό το καρναβάλι
των σοβαροφανών
εικόνες του καθρέφτη
των ίδιων εαυτών.


Πορείες χωρίς μέλλον,
ζωές στο πουθενά,
μόνο στιγμές-ταξίδια
σε λεύτερα βουνά.


Σ' αυτή την κωμωδία
των ένοχων σιωπών
μολύνονται οι ανέμοι
τίμιων ανατροπών.


Αθλούμενοι προδότες
με πρόσχημα αλλαγές,
καρφώνουν τις σημαίες
σε ανοιχτές πληγές.


Οι ελπίδες λαβωμένες
απόμακρες ηχούν,
αδύναμες πεθαίνουν
στο δρόμο ξεψυχούν.


Σε αυτό το καρναβάλι
των άψυχων ζωών,
ανύπαρκτων εκπλήξεων
κενών επιρροών,


στο ελάχιστο της σκέψης
ανάκτηση ας γενεί,
των τίμιων δεδομένων
υψώστε τη φωνή.


Μικρό το μονοπάτι,
αθέατο κλειδί,
μα μένει να το βρούμε
σε μια κρυμμένη ωδή.


Ωδή στη βούλησή μας,
σε ενέργεια του μυαλού
σε αφύπνιση ονείρων
στη σφαίρα του υψηλού.


Ωδή στη θέλησή μας,
σε ανάπλαση του νου,
το χθεσινό να γίνει
σκιά του αποψινού.

37

Ο ύπνος δείχνει θάνατο,
μια δοκιμή, μια πρόβα,
ο χάρος με το δρέπανο
πάνω σε μια πιρόγα.


Βλέπει μετά πως έπεσε
σε μια ακόμα πλάνη
και μπλέχτηκε σε όνειρα
και βγήκε σε λιμάνι.


Μα των ονείρων οι θηλιές,
περάσαν στο λαιμό του
και οι μνήμες άνθησαν με μιας
και φέραν το χαμό του.


Όταν κοιμάσαι νικητής,
ξυπνάς σαν ηττημένος,
ένας δραπέτης ποιητής
στο άλμπουρο δεμένος.


Όταν κοιμάσαι σαν παιδί,
ξυπνάς μες τα στολίδια,
ακούς του ονείρου την ωδή
στου νου τα δακτυλίδια.


Όταν κοιμάσαι και γελάς,
ξυπνάς σαν μαγεμένος,
ούτε θυμάσαι, ούτε μιλάς
και νοιώθεις πεθαμένος.


Ο ύπνος δείχνει θάνατο,
μα μόνο λίγες ώρες,
φέρνει γαλήνη και ερημιά
στου ονειρικού τις χώρες.


Ό ύπνος δείχνει θάνατο,
στη θάλασσα ένα πλοίο,
που πλέει μονάχο κι έρημο
στου νου μου το βιβλίο ...


38

Εσύ που βρέθηκες εδώ, χωρίς νερό κι αλάτι,
άγριο γεράκι ελεύθερο με βλέμμα σαν φωτιά,
χαμογελάς στον θάνατο με μαχαιριά στην πλάτη
σε ένα χαμένο όνειρο μια νύχτα στα χαρτιά.


Εσύ που βρέθηκες εδώ, πλασμένος χωρίς χάδια,
μικρό σπουργίτι, ανώνυμο, σε άγνωστη γωνιά,
θολή ζωή που χτίζεται στα πιο θλιμμένα βράδυα,
σε ένα φεγγάρι αφώτιστο, σε κάποια γειτονιά.


Εσύ που βρέθηκες εδώ, ζιζάνιο μες τους κήπους,
ιός μες τα προγράμματα που κρύβουν τον Θεό,
ουσία που ξεχύθηκε και λέρωσε τους τύπους,
σαν ξεχασμένη λύτρωση για κάποιο γηραιό.


Εσύ που βρέθηκες εδώ, τραγούδι δίχως τέλος,
με έναν στίχο άκληρο που ίσως θα χαθεί,
ένα τραγούδι αζήτητο, χωρίς καρδιά και βέλος
για μια ζωή που χάθηκε προτού να γεννηθεί.


Εσύ που βρέθηκες εδώ, τραγούδι δίχως άκρη,
ένα τραγούδι αδόκιμο, που ίσως ξεχαστεί,
ένα τραγούδι αταίριαστο, χωρίς κρυμμένο δάκρυ,
για δέντρο που ξεράθηκε προτού να ποτιστεί.

39

Το όμορφο, το άσχημο, το φωτεινό, το γκρίζο,
χαρτάκια αυτοκόλλητα στο μέτωπο, στο δέρμα,
σημαδεμένα θαύματα που πάνω σου αντικρίζω,
άλλη ευχή για την αρχή και άλλη για το τέρμα.


Το κόκκινο, το πράσινο, το κίτρινο, το μαύρο,
μικρά σημάδια, στίγματα, σε χρυσαφένια μάτια,
για το χαμένο μου όνειρο που κίνησα για να 'βρω
στου κόσμου το λαβύρινθο κρυμμένο σε κομμάτια.


Το δυνατό, το ανίσχυρο, το πιο παλιό, το νέο,
στάζουν ελπίδα και άνοιξη στο νου και την καρδιά μου,
τι κι αν ο χρόνος με έφερε αντίκρυ στο μοιραίο,
πάνω σε πόρτα ορθάνοιχτη αφήνω τα κλειδιά μου.


Το πιο ψηλό, το χαμηλό, το πιο μικρό, το μέγα,
μετρούν επίγεια θαύματα σε μια διαρκή θητεία,
κινούν πελώρια νήματα στο ''πήγαινε,'' στο ''φεύγα''
και πλάθουν λόγια αμόλυντα σε αιώνια μαθητεία.


40

Από ταξίδι γύρισα,
στα μπαρ της οικουμένης,
ψάχνοντας να 'βρω τον ανθό
αγάπης προδωμένης.

Ψάχνοντας να 'βρω τη φωτιά
όπου ποτέ δεν σβήνει
και του θεού τη σαιτιά
που την ανάσα κλείνει.

Από ταξίδι γύρισα,
σε μακρινά πελάγη,
ψάχνοντας να ΄βρω το κρασί
που μέθυσαν οι μάγοι.

Ψάχνοντας να 'βρω τη σιωπή
που ξεπερνά τις πτώσεις,
στων νοημάτων τις οσμές,
σε ονειρικές ζυμώσεις.

Από ταξίδι γύρισα,
στου ήλιου τις εκλείψεις
και αντίκρυσα κατάματα
τις χίλιες αποδείξεις,

ψάχνοντας να 'βρω την ορμή,
να ζω, να επιμένω,
καθρέπτης γίνεται η στιγμή,
αυτή που περιμένω.

Από ταξίδι γύρισα
και εδώ θέλω να μείνω,
σε μια ψυχή κατάλευκη,
κι ό,τι έχω να το δίνω.

Ψάχνοντας μες τις λέξεις μου,
τον χρόνο προσπερνάω,
χαμένος μες στις σκέψεις μου
κι ας νοιώθω πως γερνάω.

Ψάχνοντας μες τις ρίμες μου,
τον χρόνο προσπερνάω,
ένα παιχνίδι οι μνήμες μου
πιο πίσω όταν γυρνάω...

41

Βλέπεις τον κόσμο στρογγυλό,
πλανήτη μολυβένιο,
μαστορεμένο από πυλό
σε πλαίσιο σιδερένιο.


Βλέπεις τον κόσμο πιο λευκό
μέσα σε μαύρο φόντο,
έναν πλανήτη λαικό,
πλεγμένο πόντο πόντο.


Βλέπεις τον κόσμο από ψηλά,
στις νοητές σου σκάλες,
ένας πλανήτης που μιλά
στου νου σου τις κραιπάλες.


Βλέπεις τον κόσμο στο χαρτί,
στου σκίτσου τις καμπύλες,
με φαντασία που απαιτεί
να βρεις άγνωστες πύλες.


Βλέπεις τον κόσμο σαν γροθιά,
σαν σκαλιστό κουβάρι,
έναν πλανήτη που βαθειά
στο χρόνο θα σε πάρει.


Βλέπεις τον κόσμο σαν πληγή,
σαν φυλακή του Άδη,
θα ψάχνεις πάντα τη φυγή
στο πιο ακριβό σκοτάδι.

42

Λύκοι και αρνιά ανταμώσανε
και δώσανε τα χέρια
και μείνανε αμίλητοι αντίκρυ στο κενό,

τα δεδομένα αλλάξανε
και τώρα τα νυστέρια
άλλοι εχθροί τα ζώστηκαν με τίποτα κοινό.

Τα καλοκαίρια κρύφτηκαν
και βγήκαν οι χειμώνες
κάτι χειμώνες άγνωστοι με κίτρινες βροχές,

οι ερινύες φύγανε,
τώρα πεθαίνουν μόνες,
οι δρόμοι χορταριάσανε, μαζί κι οι εποχές.

Οι καταιγίδες ξόδεψαν
τα πιο ακριβά νερά τους,
τα μάτια τώρα στέρεψαν, τα δάκρυα έχουν χαθεί,

Οι εποχές αλώθηκαν
και 'δώσαν τη σειρά τους,
τα μάτια τώρα πέτρινα, το αίμα έχει χυθεί.

Τώρα οι ψυχές μας ψάχνουνε
καινούργια αγκυροβόλια,
καθάρια λόγια ψάχνουνε και σκέψεις ζωντανές,

με ελπίδες να γεμίσουνε
τα άδεια πορτοφόλια
και οι νότες να ανταμώσουνε με αέρινες φωνές.

Τώρα οι ψυχές μας ψάχνουνε
τις νέες τις γαλέρες,
να βρουν πιο νέα κύματα, μεγάλα σαν βουνά,

Τραγούδια που θα ντύσουνε
νέες λαμπρές ημέρες
και οι νύχτες απροσάρμοστες να γίνουνε ξανά.

43

Ήσουν θεός αυτόνομος,
μα απόμεινες φιγούρα,
ατέλειωτη φαγούρα
και φάλτσο μουγκριτό

και τώρα είσαι αδύναμος,
μικρός σε μαύρη τρύπα,
απότιστη τουλίπα
και άχρηστο ρητό.

Ήσουν φεγγάρι απείθαρχο
και δάμαζες τη νύχτα,
σου 'λεγαν όλοι ''ρίχτα''
και έμενες ταπί,

σου πήραν το χαμόγελο,
οι προδωμένες μνήμες,
χιλιοπαιγμένες ρίμες
περνούν σαν αστραπή.

Ήσουν μια σπίθα άσβηστη,
ανόθευτο χρυσάφι,
μα πήγαν όλα στράφι,
έπεσε σκοτεινιά,

και το μυαλό δεν άντεξε
αμείωτες πιέσεις,
αδιάκοπες ενέσεις
με θλίψη και ερημιά.

Τώρα κοιτάς το άπειρο,
με ανενεργές αισθήσεις,
σε ζουν οι παραισθήσεις,
του νου σου οι χαρακιές,

ζητάς το ακαθόριστο,
τις ώρες ψηλαφίζεις,
τους ίσκιους ζωγραφίζεις
και φτιάχνεις Κυριακές.

Τώρα κοιτάς το άπειρο,
το νοητό σου ρήγμα,
το τελευταίο δείγμα
που φέρνει αναπνοή,

ζητάς το ακαθόριστο,
το ύστατο σημάδι,
το ξεχασμένο υφάδι
που πλέκει τη ζωή.

44

Ανοίγεις τα μάτια σε άλλους καιρούς,
κρυμμένος για χρόνια σε λύπες,
οι σκέψεις σε πάνε σε μαύρους χορούς,
σε γλάστρες με μαύρες τουλίπες,

Δραπέτης του κόσμου με νότες φωτιές,
που τρέφουν ο ήλιος κι ο νότος,
μικρά δρομολόγια που χτίζουν καρδιές,
και γίνονται λάμψη και κρότος.

Η όψη σου λάμπει στης μέρας το φως,
ο δρόμος μπροστά σου μακραίνει
λογίζεται η αγάπη σαν πόνος κρυφός,
γεννιέται, ξεσπά και πεθαίνει.

Ανοίγεις τα μάτια σε άλλες τροχιές,
ξυπνάς από νάρκη χειμέρια,
η νύχτα προσφέρει πολλές συντροφιές,
καρφώνει ερώτων μαχαίρια.

Η πόλη φωνάζει με νότες κραυγές,
κερνάει φρικτές απογνώσεις,
βουτάς το μυαλό σου σε μαύρες πηγές,
σε δίνες με χρόνιες ψυχώσεις.

Ν' αλλάξεις τον κόσμο ξανά προσπαθείς,
μπροστά σου η αυγή ξημερώνει,
ζητάς ν' αγαπήσεις ξανά να σωθείς,
η ελπίδα τα πάντα πληρώνει.

Ανοίγεις τα μάτια, γεννιέσαι ξανά,
ξυπνάς και ζητάς ν' αντιδράσεις,
πουλάς και χαρίζεις ζεστά πρωινά
για να 'βρεις καρδιά ν' αποδράσεις.

Ανοίγεις τα μάτια σε άλλους καιρούς,
αλλάζεις τα χρόνια με μέρες,
οι σκέψεις πετάνε σε μαύρους χορούς,
πιωμένος σε μαύρες βεγγέρες.

45



Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα,
με ένα δισάκι κουμπαρά γεμάτο αέρα,
με χίλιες μνήμες σκαλισμένες στο μπετόν,
νίκες και ήττες στα κιτάπια των ετών
και λίγο γκρίζο στων κροτάφων μας τη σφαίρα.


Τώρα λοιπόν που αντικρύσαμε τις λύπες,
βαλσαμωμένες Κυριακές, τροφή στους γύπες,
γεμάτο σώμα με ταττού και με μολύβι,
όμως στο βάθος η ψυχή μας πάντα κρύβει
το λίγο χρώμα που φωτίζει μαύρες τρύπες.


Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω απ' τ' αμάξι η βαβούρα δυναμώνει,
κάτω απ' τις ρόδες παρελθόν που σιγοτρίζει,
η πόλη μοιάζει σαν εικόνα που ξεφτίζει,
μάνα τσιγγάνα που γελά και που θυμώνει.


Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα,
έχοντας έρθει από ταξίδι με γαλέρα,
με λίγες σκέψεις συντροφιά μέσα στο κρύο,
χαμένοι μες στα ''καλώς όρισες'' κι ''αντίο'',
τώρα που σβήνει το σκοτάδι μες τη μέρα.


Πάνω στον τοίχο ζωγραφιά που πλημμυρίζει
κι ο άγριος ήχος που εσώψυχα γυρίζει,
φορτίζει ο χρόνος τις ψυχές, γίνονται ατσάλι,
παλιά μηνύματα κλεισμένα σε μπουκάλι
μπαίνουν σε αόρατη τροχιά που ηλεκτρίζει.


Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω στο δρόμο η ζωή μας ερημώνει,
κάτω απ' τις ρόδες το παρόν αργοπεθαίνει,
η πόλη μοιάζει σαν εικόνα ξεφτισμένη
μέσα στο χρόνο, πάντα αδιάφορη και μόνη.


Και να, λοιπόν, που φτάσαμε εδώ πέρα,
πέρα από κάθε δηλητήριο και χολέρα,
με λίγες σκέψεις συντροφιά για τον καιρό μας,
με λίγα βήματα να μένουν στο χορό μας,
μικρές ανάσες καθαρού, μα λίγου αέρα.


Οι ώρες φεύγουν μες τα μπαρ και τις βιτρίνες,
ζωή ντυμένη με φτερά και λαμαρίνες,
ζωή που αφρίζει μες την άσφαλτο στημένη,
σε κούρσα ξέφρενη ουρλιάζει και επιμένει,
με άγνοια κινδύνου, μα στο τέλος κάτι μένει.


Τώρα τα χέρια κολλημένα στο τιμόνι,
έξω απ' το τζάμι η βοή δεν με παγώνει,
κάτω απ' τις ρόδες ένα μέλλον που διαφέρει,
η πόλη απρόσωπη, μα πάντα θα προσφέρει,
νέες αιτίες και αφορμές θα αφομοιώνει.


46

Εδώ λοιπόν που φτάσαμε
σε τεντωμένο νήμα,
το χρόνο κι αν χορτάσαμε
με στοιχειωμένο βήμα,


αφήσαμε τα χνάρια μας
σε παρελθόν που αντέχει,
με προίκα τα φεγγάρια μας
σ' ένα παρόν που τρέχει.


Αυτό εδώ το χάραμα
στην εποχή του ανέμου,
σβήνει με φως και άρωμα
το αίμα του πολέμου.


Αυτό εδώ το ξύπνημα
με μια βροντή χειμώνα,
είναι παρόντος μήνυμα
σε μέλλοντος αγώνα.


Αυτό εδώ το βάφτισμα
στου ποταμού τη γνώση,
το τελευταίο ράπισμα
ο χρόνος πριν τελειώσει.


Αυτό που μοιάζει θύμηση,
που μοιάζει μονοπάτι,
η τελευταία εκτίμηση
να ΄βγεις απ' την απάτη.


Αυτό που μοιάζει θύμηση,
που μοιάζει καταιγίδα,
η τελευταία εκτίμηση
να 'βγεις απ' την παγίδα.


47

Φτιάχνεις όλη μέρα σχέδια στο χαρτί,
γράφεις, μουτζουρώνεις πια το κάθε τι.


Λόγια του αέρα τρέχουν στο γυαλί
και την πόρτα κλείνεις σαν φυσάει πολύ.


Πλαστικές σημαίες κρύβουνε τη γη,
γίνανε σκουπίδια μέχρι την αυγή.


Άνθρωποι που μοιάζουν σαν αγάλματα,
γέλιο πια δεν βγάζουν, ούτε κλάματα.


Άδειοι είναι οι τοίχοι και άγρια η λησμονιά
και δεν ξημερώνει πια στη γειτονιά.


Γράφεις όλη μέρα γράμματα σκυφτός,
άδειος από λέξεις, άσημος αστός.


Φτιάχνεις όλη μέρα σχέδια στο χαρτί,
τώρα τα κοράκια λέγονται αετοί.


Λόγια του αέρα μόλυναν το φως,
καίγονται στο χρόνο λύκος κι αδελφός.


Πλαστικές σημαίες κρύβουν τη ζωή,
νάυλον σακούλες χωρίς μια πνοή.


Άνθρωποι που μοιάζουν με προβλήματα,
μείναν οι προθέσεις χωρίς ρήματα.


Σβήστηκαν οι τοίχοι, έμειναν μισοί,
χάθηκε το μαύρο και το θαλασσί.


Γράφεις όλη μέρα γράμματα σκυφτός,
ψάχνεις για τις λέξεις, άπιστος πιστός.


Γράφεις όλη μέρα γράμματα σκυφτός,
άλλαξαν κι οι λέξεις, 'γίναν καθεστώς.

48

Μέσα στη ζάλη των ποιημάτων,
με αναμνήσεις παλιών ασμάτων,
γόνατο βάζω πάνω στο χώμα,
σηκώνομαι όρθιος για λίγο ακόμα.


Μες τα μοντέρνα τα καλοκαίρια
φτύνω τζιτζίκια τα μεσημέρια,
χύνω στους τοίχους μελάνι μαύρο,
μες τους ρεμπέτες αλήθειες θα 'βρω.


Είμαστε ωραίοι, είμαστε λίγοι,
μέσα στο νέφος που μας τυλίγει,
είμαστε ωραίοι, κρατάμε ακόμα,
μέχρι να μπούμε στο μαύρο χώμα.


Μέσα στον κύκλο που με κλειδώσαν,
μια ευκαιρία πάλι μου 'δώσαν,
μα εγώ ακόμα δεν είπα τέλος,
στη συμμορία θα μείνω μέλος.


Μες τη ομάδα την εκτός μόδας,
άγριας κιθάρας και της μιας ρόδας,
με μωβ διακρίσεις ξενυχτισμένων
και με ατάκες καταραμένων.


Είμαστε ωραίοι, είμαστε λίγοι,
μέσα στο νέφος που μας τυλίγει,
όμως κανείς μας δεν ξενερώνει
και δεν μας νοιάζει τι ξημερώνει.


Μέσα στη ζάλη των συγκινήσεων,
φιλιά ερώτων και ροκ κινήσεων,
χωρίς το χρήμα αυτοσκοπό μας
πάντα θα λάμπει το μέτωπό μας.


Χωρίς της μάζας την προστασία,
δεν μας ανήκει καμιά θυσία,
ζούμε μονίμως σ' ένα ταξίδι,
μα που θα πάμε το ξέρουμε ήδη.


Είμαστε ωραίοι, είμαστε μόνοι,
μα δεν μας νοιάζει, δεν μας θυμώνει,
παλιοί δραπέτες ονειροπόλοι,
δεν μας ταιριάζουν οι νέοι ρόλοι.


Είμαστε ωραίοι, είμαστε ίσοι,
δεν μας πειράζει, θα βρούμε λύση
για ό,τι μας τρώει και μας ζορίζει,
ποτέ κανένας δεν μας χωρίζει.


49

Του πρωινού η διάσταση
αλλάζει και εξαρτάται,
από εκείνον που ξυπνά,
ή άλλον που κοιμάται.


Ο ένας ξημερώματα
γυρνάει από ξενύχτι,
εγκλωβισμός σε αρώματα
και σε γυναίκας δίχτυ.


Κι ο άλλος τα χαράματα
ξυπνάει για να μετρήσει
τα χίλια μεροκάματα
και ύστερα να σβήσει.


Του πρωινού τον θάνατο
τον έζησαν χιλιάδες,
άλλον τον κάνει αθάνατο
και άλλους σαν ραγιάδες.


Ο ένας χτίζει τ' όνειρο
σε μάρμαρο και πέτρα,
μα σε καιρό παμπόνηρο
και αδειάζει η φαρέτρα,


τα βέλη που τον πλάνεψαν,
η φλόγα που τον καίει,
τα χρόνια τον ορφάνεψαν
και τώρα καταρρέει.


Ο άλλος φτιάχνει οράματα
στην άμμο και στο χώμα,
μα πριν απ' τα γεράματα
ξαπλώνει σε άδειο στρώμα,


ένας τρελός που περπατά
σε πάτωμα που τρίζει,
τη μια δεν ξέρει που πατά,
την άλλη ξαναρχίζει.


Του πρωινού η άνοιξη
ψυχές θα σημαδεύει,
άλλος με αγάπη θα ξυπνά
κι άλλος θα τη γυρεύει.


Ο ένας στη νιρβάνα του
φτερά θα ζωγραφίζει
κι ο άλλος στη χαρμάνα του
την τύχη του θα βρίζει.


Του πρωινού η άνοιξη,
τον κόσμο ξημερώνει,
άλλος με γέλιο ντύνεται
και άλλος ξενερώνει.


Του πρωινού η άνοιξη
ταξίδια θα φωτίζει,
ένας θα φεύγει στ' άγνωστο
κι άλλος ξαναγυρίζει.

50

Τώρα που βρήκες την Ιθάκη,
σαν Οδυσσέας ναυαγός,
σαν βετεράνος κυνηγός
με άγριο βλέμμα σαν γεράκι.


Τώρα που έπεσε ο αέρας,
μπήκε στου αιόλου το ασκί,
πίνεις μονάχος σου ρακί
μέχρι τη δύση της ημέρας.


Δεν έχουν μείνει πια μνηστήρες,
η Πηνελόπη πια γριά
και δεν υπάρχει γιατρειά
ούτε υπάρχουν πια σωτήρες.


Τι κι αν τη σπίθα σου έχεις δώσει
στου Τηλεμάχου τη ματιά,
του τόξου σου τη σαιτιά
άλλος κανείς δεν θα τη νιώσει.


Ο μόνος φίλος σου έχει φύγει,
είχε το όνομα Αργός,
πιστός σκυλίσιος οδηγός
με τα άγρια νιάτα σου θα σμίγει.


Τώρα που βρήκες την Ιθάκη,
την πιο στερνή σου τη φωλιά,
τώρα δεν βγάζεις πια μιλιά
για το θαλάσσιο το σαράκι.


Τώρα πια γράφεις τ' όνομά σου
φορώντας γέρικα γυαλιά,
με το κεφάλι στη θηλιά,
τώρα για ήττες ετοιμάσου.


Όταν, λοιπόν, ξανά θα φύγεις
μέσα από τούνελ της σιωπής,
μέσα στο φως μιας αστραπής,
ύστατη αλήθεια ξετυλίγεις.


Όταν, λοιπόν, ξανά θα φύγεις
μέσα σε νύχτα του χιονιά,
θα ξεχυθείς στη λησμονιά,
σ' αυτή που πάντα καταλήγεις.

Σελίδες: 1 [2] 3 4 5 ... 10