Αποστολέας Θέμα: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(ΡαψωδίαΑ+Β+Γ)Δ σε εξέλιξη...  (Αναγνώστηκε 184337 φορές)

0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #50 στις: 14/06/09, 16:35 »
                    Γ

Κι έτσι απάντησε η φωνή του γέρο-αλογοτρόφη:
«Πάθια πολλά μου θύμισες γιε, κι η μελαγχολία
με πιάνει , με όσα οι Αχαιοί, οι ατρόμητοι συντρόφοι
πάθαν εκεί σαν βγαίναμε με τα γοργά τα πλοία

για να κουρσέψουμε αυτούς, ο Αχιλλέας πρώτος,
να αλωθεί του Πρίαμου το κάστρο που ήταν τότες                         110
αρχοντικό, ψηλόχτιστο, μα έτυχε ο λώτος
να αντικρύσουμε νεκρούς τους πρώτους μας στρατιώτες

Αίαντας ο πολεμιστής, με τον γοργό Αχιλλέα,
ο Πάτροκλος,ο ισόθεος, που είχε σοφία τόση
ο γιος μου ο Αντίλοχος που ’χε καρδιά δρομέα
κι ήταν τεχνίτης στο σπαθί και άφθαστος στην γνώση

χάθηκε ο αγαπημένος μου, ατρόμητος στην μάχη.
Χιλιάδες πάθαμε δεινά, κανείς πώς να τ’ αντέξει.
Μα πως μπορεί ανθρώπου νους, μες στο μυαλό του να’χει;
χρόνους να τα διηγηθεί, θα ήθελε πέντε-έξι                                      120

των Αχαιών τα πάθια αυτά, του μαύρου τους του άστρου,
μα θα ’φευγες προτού στα πουν,  κούραση θα’χες τόση.
      Με πονηριές παλεύαμε το πάρσιμο του κάστρου
εννιά χρονιές, μα του Διός αλλιώς ήταν η γνώση.

Στην πονηριά και στο μυαλό, στης τέχνης τη συνήθεια,
τον  Οδυσσέα, στον στρατό κανένας μας δεν φτάνει.
Αυτός ήταν ο κύρης σου, αν είσαι γιος του αλήθεια,
κι ένας μεγάλος θαυμασμός σαν σε κοιτώ με πιάνει

γιατί με σύνεση πολύ αυτά που ’χες να στάξεις
τα είπες , έστω κι αν παιδιών λέξεις, δεν έχουν ρώμη.                    130
    Ο Οδυσσέας μα κι εγώ, σε όλες τις συνάξεις
και στην βουλή, μας τύχαινε ίδια να ’χουμε γνώμη

μιά γνώμη ,μία θέληση, προ πάντων μία κρίση,
ποιο θα ’ταν συμφερότερο στων Αχαιών τη φάρα.
Κι όταν το κάστρο είχαμε του Πρίαμου κερδίσει
και μες στα πλοία μπήκαμε, σαν θεϊκή κατάρα

τα φοβερά μπήκαν στον νου, στου Δία το κεφάλι,
για τούτη την επιστροφή της ποθητής της μέρας,
άλλωστε όλοι είχαν νου ;  Μα ήταν και τούτο πάλι,
που ήρθε κι ο αναπάντεχος θυμός της θυγατέρας                           140

του αήττητου του κύρη της, κόρη γαλανομάτα
που στου Ατρέα τα παιδιά διχόνοια είχε σκορπίσει.
Κι αυτοί, βουλή καλέσανε , που άνομα εκράτα
τους Αχαιούς,σαν πήγαινε ο ήλιος για την δύση

κι ήρθαν αυτοί, μα είχανε απ’ το κρασί μεθύσει,
         κι οι δυό Ατρείδες προσπαθούν με λόγια να εξηγήσουν
Ξεκίνησε ο Μενέλαος να τους παρακινήσει
ν’ ανέβουν στα καράβια τους και πίσω να γυρίσουν,

του Αγαμέμνονα αυτό του φέρνει αγριάδα
που δεν του άρεσε ο στρατός ακόμα να επιστρέψει                        150
θέλοντας πλούσιες τελετές να κάνει στην Παλλάδα
που ίσως της σβήσουν τον θυμό και μήπως ημερέψει.

Άνοα σκέφτηκε , οι θεοί ποτέ αυτό δεν πράξαν,
το μένος τους τόσο γοργά, να το φυσήξει αγέρι.
Έτσι εκείνοι με βρισιές και λόγια που ανταλάξαν
τους Αχαιούς τους γρήγορους χωρίσαν σε δυό μέρη

ανταριασμένους. Κι η νυχτιά στη σκέψη τους θα βάλλει
πως, ο καθένας απ’ τους δυό τον άλλονε θα βλάψει
γιατί απ’ του Δία το μυαλό μια συμφορά μεγάλη
περνούσε. Κι όταν η αυγή το φως της πάει ν’ανάψει                       160

μισοί πήραν τα ταίρια τους, τα ζώα, στο καράβι
κι ο άλλος ο μισός στρατός, προς τη στεριά γυρίζει
δίπλα στον Αγαμέμνονα την θέση του να λάβει.
Μπήκαμε στα καράβια μας κι ο στόλος πεταρίζει

κι ήταν γαλήνια η θάλασσα μ’ ενός θεού βοήθεια.
Θυσία μόλις φτάσαμε στης Τένεδου τα μέρη
κάναμε, κι είχε ο πόθος μας φωλιάσει μες στα στήθεια
μα ο Δίας αντιστέκονταν το γυρισμό να φέρει

και έστειλε ο αγνόθωρος  άλλη διχόνοια πάλι.
Στα πλοία μπήκαν τα ψηλά όσοι είχαν μετανιώσει,                     170
με τον Δυσσέα τον σοφό τραβήξαν στ’ ακρογιάλι
να βρουν τον Αγαμέμνονα, ξανά χαρά να νοιώσει.........               ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Αποσυνδεδεμένος kuiper

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1074
  • Φύλο: Άντρας
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #51 στις: 14/06/09, 21:56 »
Με χαρά σε διαβάζω και σε συγχαίρω ακόμα μια φορά για την άψογη, αξιοθαύμαστη και αξιέπαινη προσπάθεια στην έμμετρη απόδοση ενός τεράστιου έργου. 
Καλή συνέχεια.

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #52 στις: 15/06/09, 00:02 »
Φίλε μου kuiper
και να 'θελα να μειώσω τους ρυθμούς για το τελείωμά της, ή να την αφήσω μέχρι εδώ,
μετά από σχολιασμούς σαν τους δικούς σου και από άλλα φιλαράκια, ούτε καν περνά από την σκέψη μου...
Θα την τελειώσω...Άλλωστε 2400 στιχοι περίπου έμειναν ...

Να ξέρεις ότι μου δίνεις δύναμη, και Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!!!!!!!!!!
Να είσαι πάντα καλά!!!!!!!!!!!!

Αποσυνδεδεμένος pinelopi

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1075
  • Φύλο: Γυναίκα
  • κι όμως δεν είναι μακριά...
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #53 στις: 15/06/09, 10:15 »
πράγματι αξιέπαινη η προσπάθειά σου , χαίρομαι να διαβάζω τόσο καλογραμμένες ρίμες ειλικρινά.
Μπράβο σου για το εγχείρημα και το εξαιρετικό αποτέλεσμα.
όνειρο είναι να ουρλιάζουν χιλιάδες ναι απ' το λαρύγγι του όχι  (Κ.Δ.)

Αποσυνδεδεμένος Stergios Kourou

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1526
  • Φύλο: Άντρας
  • Άλλο κουτουρού, άλλο του Κουρού
    • Προφίλ
    • Wardrum Official Website
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #54 στις: 16/06/09, 08:59 »
Σε καμμία περίπτωση δεν θυμάμαι τους στίχους από τις μεταφράσεις που έχουν εκδοθεί κι ετυχε να διαβάσω. Σε καμμία περίπτωση δεν μπορώ να διακρίνω αυτη τη στιγμή, αν έχεις αλλάξει το νόημα καπου. Αυτό που διάβασα πάντως, ρέει και διαβάζεται πάρα πολύ ευχάριστα. Δεν μπορώ να φανταστω πόσες ώρες έχεις καθήσει κι έχεις στίψει το μυαλό σου για τη ρίμα. Μόνο συγχαριτήρια μπορω να δώσω!!! Μπράβο φίλε μου!

Αποσυνδεδεμένος lampros.

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1269
  • Φύλο: Άντρας
    • Προφίλ
    • lamprosl.blogspot.com
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #55 στις: 16/06/09, 10:40 »
Είναι αυτονόητο για όλους εμας, πως πρέπει να τελειώσεις το έργο...
Το αν ειναι όμως ή οχι αισθητό.. μην το αναζητησεις.
Αυτο που επιχείρησες, δεν είναι καθόλου εύκολο για την πλειοψηφία...
Αν η θεματολογία σου αφορούσε ενα παρτυ στην παραλία, το θεμα σου θα ηταν απ' τα πιο δημοφιλή...
Προσωπικά χαίρομαι που το θέμα βρίσκεται στη μόνιμη στήλη. Θα χαρώ να το ολοκληρώσεις, να διαχωριστούν τα σχόλια και να παραμείνει εδω, ακέραιο, έτοιμο για το αύριο...
Καλη δυναμη σου εύχομαι... και μην επηρεάζεσαι απο τίποτε άλλο παρα το αρχικό πάθος, εκείνο που σε ώθησε μέχρι εδω...

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #56 στις: 16/06/09, 11:30 »
φίλε, qrusticks, φίλε lampro
ευχαριστώ για τα σχόλια που για μένα αποτελούν προωθητική δύναμη στον δρόμο προς το τελείωμά της...
Η παρέμβαση και άλλων φίλων από άλλα στέκια με σχολιασμό και παρατηρήσεις, με βοηθούν πολλές φορές
για εντοπισμό λαθών, ή και διορθωτικών κινήσεων...
Θα ήθελα και από εδώ να τους ευχαριστήσω!!!!!
Να είστε πάντα καλά, και να έχετε ένα όμορφο καλοκαίρι...

Υ/Γ (Τα σχόλια που λες φίλε lampro θα μπορούσαν να αφαιρούνται και ανα ραψωδία, ώστε να μένει αυτούσια...
και με το καλό αν ολοκληρωθεί, να αφαιρεθούν και τα ενδιάμεσα μεταξύ των ραψωδιών....
έχω την εντύπωση ότι  εγώ δεν έχω την δυνατότητα να το κάνω....

Φίλε qrusticks  οι ώρες αναρίθμητες ...αλλά με το που τελειώνει κάθε φορά  κάποια ραψωδία , η
χαρά είναι απέραντη....οπότε ποιος λογαριάζει τις ώρες μετά!!!!!!)

Αποσυνδεδεμένος kuiper

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1074
  • Φύλο: Άντρας
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #57 στις: 16/06/09, 12:47 »
Θα χαρώ να το ολοκληρώσεις, να διαχωριστούν τα σχόλια και να παραμείνει εδω, ακέραιο, έτοιμο για το αύριο...

Λάμπρο, οι σχολιασμοί των μελών δεν μπορούν μα και δεν πρέπει να διαγραφούν.
Έτσι κι’ αλλιώς στο τέλος θα μεταφερθεί και τότε βλέπουμε.



 

Αποσυνδεδεμένος lampros.

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1269
  • Φύλο: Άντρας
    • Προφίλ
    • lamprosl.blogspot.com
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #58 στις: 16/06/09, 13:03 »
Δεν προτεινα να διαγραφούν, αλλα να διαχωριστούν ώστε το έργο να είναι ακέραιο...

Αποσυνδεδεμένος Aganippi

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 665
  • Φύλο: Γυναίκα
  • Ποιος ζωντανός προικισμένος μ' αισθήσεις δεν ποθει
    • Προφίλ
    • http://aganipi.blogspot.com
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #59 στις: 16/06/09, 13:08 »
Φίλε μου, τώρα βρήκα χρόνο να διαβάσω όλες τις αναρτήσεις σου και πραγματικά αισθάνομαι πολύ όμορφα που είχα την τιμή να σε γνωρίσω έστω σαν αναγνώστης. Έχεις κάνει πολύ καλή δουλειά και σου αξίζουν συγχαρητήρια με το παραπάνω. Μπορεί να το έχεις διαβάσει πολλές φορές αλλά είναι αληθινό. Καλή συνέχεια στο έργο σου, να έχει τα καλύτερα αποτελέσματα.

Φιλικά
Τρελά νερά αντιμέτωπα με ερμηνευτες της λογικής. Είναι να μην τρελαίνεσαι;
(Maybe dear, oh maybe, maybe, maybe,
Let me help you show me how.
Honey, maybe, maybe, maybe, maybe)

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #60 στις: 16/06/09, 16:31 »
στις φίλες pinelopi και aganipi θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ που σκύψανε πάνω στους στίχους της Οδύσσειας
και σχολίασαν τόσο θετικά  αυτό μου το εγχείρημα!!!!!!
Θέλω να πιστεύω πως μέχρι το τέλος θα τα καταφέρω...και θα ήθελα και τότε την γνώμη σας, για το τελικό αποτέλεσμα....
Καλές μου φίλες να είστε πάντα καλά και να τα λέμε!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Αποσυνδεδεμένος Bάγια

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 618
  • Φύλο: Γυναίκα
  • www.vagiapapapostolou.gr
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #61 στις: 16/06/09, 19:39 »
Πολύ αξιόλογο!
Από όλες τις πλευρές!
Πέραν των καλλιτεχνικών, είσαι εργάτης καλός! Κάτι που λείπει σήμερα...συνήθως τα περισσότερα που διαβάζω είναι "του ποδαριού".
Με το καλό να φτάσεις στο τέλος και να δοθεί η ευκαιρία στη Ραψωδία σου να φτάσει και πέρα από τα μέλη του kithara.gr

Φιλικά,
Βάγια

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #62 στις: 16/06/09, 21:30 »
'Αλλο ένα δώρο η κρίση σου και το σχόλιό σου καλή μαυ Βάγια
που με δυναμώνει!!!!!!
Ένα μεγάλο ευχαριστώ για το σχόλιο και την ευχή σου.........
Να είσαι πάντα καλά!!!!!!!!!!

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #63 στις: 17/06/09, 12:17 »
                         Γ

Μα εγώ με πλοία τράβηξα, μ’ εκείνους που πειστήκαν
μαζί μου να ’ρθουν, έβλεπα της μοίρας μας τ’ αγιάζι.
Με του Τυδέα πίσω μου τον γόνο, στοιχηθήκαν
και του Μενέλαου οι πιστοί, που η θάλασσα τους βγάζει

στην Λέσβο να μας συναντούν ,τον χρόνο να μετράμε,
αν την πετρόσπαρτη ψηλά, την πιάσουμε την Χίο,
προς τα Ψαρά, κι αριστερά την έχουμε όπως πάμε,
ή την διαβούμε χαμηλά, στο κάτω της στοιχείο                              180

στου Μίμα το ανεμόδαρτο κοντά, το ακρωτήρι.
Και στον θεό  που κάναμε την δέηση το βράδυ,
δεκτή την κάνει κι απαντά: το κάθε τρεχαντήρι
να ταξιδέψει έχοντας την Εύβοια σημάδι

και τα μεγάλα μας δεινά στο τέλος τους να φτάσουν.
Άνεμος πρίμος βόηθησε, κι όχι αυτός που αλύχτα,
τον ψαρογέμιστο γιαλό τα πλοία να περάσουν
να φτάσουμε στην Γεραιστό, να βγάλουμε την νύχτα,

κι εκεί για χάρη του θεού, του Ποσειδώνα, ήδη
χιλιάδες βόδια σφάχτηκαν , που είχαμε πλάϊ φίλο.                        190
Στο Άργος, την τέταρτη βραδιά, οι ναύτες του Διομήδη
τα ισομήκη πλοία τους αράξαν. Και στην Πύλο

έφτασα εγώ με άπαυτο ,ευνοϊκό αγέρι
όπως ο Δίας το ’στελνε απ’ την αρχή με χάρη .
Έτσι κατάφερα να ’ρθώ, μα ο νους μου πώς να ξέρει
του χάρου ποιοι ξεφύγανε, και πόσους έχει πάρει;

κι αυτά που στο παλάτι μου ακούμε καθισμένοι
θα σου τα πω ολοκάθαρα , αλήθεια, εγώ μόνος.
Ακούω φτάσανε καλά οι δορατοπλισμένοι
οι Μυρμιδόνες σπίτι τους που του Αχιλλέα ο γόνος                       200

καλά τους πήγε, κι άριστα από τον Φιλοχτήτη
του Ποίμαντα, έφτασαν τον γιο, συντρόφοι πρίμα-πρίμα,
κι ο Ιδομενέας έμαθα τους γύρισε στο σπίτι,
που όσοι στη μάχη γλίτωσαν, γλιτώσαν και στο κύμα.

Μα ακούσατε από μακριά, για του Ατρέα τον γόνο
πως αρχικά την γλίτωσε, και με θανάτου βέλος
πως ο κακούργος Αίγισθος τον κλάδεψε, με φόνο.
Κι αυτός όμως πανάκριβα το πλήρωσε στο τέλος.

Αχ! πόσο στα στερνά καλό, κανείς είναι ν’ αφήνει
απόγονο, περίλαμπρο, τρανό , και παλικάρι                                      210
σαν κείνον που τον Αίγισθο σ’ εκδίκησης καμίνι
τον έκαψε. Και είσαι εσύ, ψηλός γεμάτος χάρη

γίνε ο ακαταμάχητος που εκδίκηση θα πάρει».
Κι ο συνετός Τηλέμαχος με λόγια, του γνωρίζει:
«Νέστορα, του Νηλέα γιε των Αχαιών καμάρι
εκείνος εκδικήθηκε, κι η φήμη του αρχίζει

τραγούδι να ’ναι στον ντουνιά, με αξιοσύνη , ώστε
τρανός να γίνει. Άμποτες και οι θεοί κι οι μοίρες
που εμένα τώρα κυνηγούν, όταν τους λέω δώστε
δύναμη, να μ’ ευσπλαγχνιστουν, να κόψω τους μνηστήρες.         220

Για μένα και τον κύρη μου, η στοχασιά δεν πάει
προς το καλό, απ’ τους θεούς. Μα υπομονή ας γίνει».
Κι ο αλογοτρόφης Νέστορας έτσι του απαντάει:
«Γιε μου, ακούω τα λόγια σου, κι έχει στην μνήμη μείνει

αυτά που λεν: στο πατρικό ,μνηστήρες να ’χουν πέσει
ξεκοκαλίζοντας το βιος τη μάνα σου ζητώντας.
Τ’ αντέχεις όμως όλα αυτά ή έχει μπει στη μέση
θεός, και σέρνεται ο λαός, αυτόν ακολουθώντας;

Ποιος ξέρει αν δεν αναφτεί του γδικιωμού η δάδα
αν με όλους ή μονάχος του ,προς την πατρίδα γείρει.                      230
Μακάρι να σε αγαπά και σένα η Παλλάδα
όπως στην Τροία φάνηκε πως αγαπά τον κύρη

τότε που οι δόλιοι Αχαιοί γεμίσαν με πικράδα.
Μα από θεό σε άνθρωπο αδυναμία τόση
δεν ξαναείδα σαν κι αυτή που του ’χε η Παλλάδα.
Αν και για σένα ήτανε γιε μου η αγάπη, όση


σ’ εκείνονε σταλάχτηκε, για γάμο θα μιλούσαν;».
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντηση του δίνει:
«Τα λόγια γέρο μου αυτά στο νου μου αν περνούσαν
ψηλά θα με ανέβαζαν, μα αδύνατον να γίνει                                    240

και να το θέλαν οι θεοί, ελπίδα εγώ δεν έχω».
Κι η γαλανόματη απαντά με την οργή στο στόμα:
«Τηλέμαχε άπρεπα μιλάς, μα εγώ καλά κατέχω,
πως άμα θέλουν οι θεοί κι αλάργα τους ακόμα

τον άνθρωπο τον σώζουνε. Και θα ’θελα να ζήσω
με εμπόδια τον γυρισμό στη όμορφη πατρίδα,
παρά να μ’ εύρει ο θάνατος στο σπίτι σαν γυρίσω
όπως τον Αγαμέμνονα που μ’ αιχμηρή λεπίδα

ο Αίγισθος τον έκοψε μαζί με την κυρά του,
με απάτη. Μα ούτε κι οι θεοί πίσω μπορούν να πάνε,                     250
την ώρα, που ’ρχεται ο βραχνάς του αμίλητου θανάτου
για τον θνητό, κι ας τύχαινε, με πάθος ν’ αγαπάνε.......ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ







Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #64 στις: 18/06/09, 20:32 »
                          Γ


Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος έτσι θα απαντήσει:
«Τα λόγια τούτα Μέντορα, προτού η φωτιά ανάψει,
καλύτερα ν ’αφήσουμε, αυτός δεν θα γυρίσει
η μοίρα κι οι ουράνιοι τον έχουνε ξεγράψει.

Μα έρώτηση στον Νέστορα που ’χουμε τώρα αντάμα
θα κάνω, κι είναι πάνσοφος, λέει όποιος τον γνωρίζει,
κι ότι βασίλεψε τρανά σε τρεις γενιές συνάμα,
κι ομοιόθεος του φαίνεται όποιος τον αντικρίζει.                            260....


Νέστορα του Νηλέα γιε, ιστόρησε στ’ αλήθεια,
του Ατρέα ο Αγαμέμνονας, ο βασιλιάς πως χάθη;
που ήταν ο Μενέλαος; πως στου Αίγισθου τα στήθεια
να στείλει μπήκε, ανώτερο, στου σκοταδιού τα βάθη;

Στα ξένα θα ροβόλαγε, στο Άργος πριν γυρίσει
κι αυτός γκαρδιώθη ξαφνικά και του ’κοψε το νήμα».
Κι ο αλογοτρόφος Νέστορας έτσι θα του απαντήσει
«Με ευχαρίστηση όλα αυτά θα σου τα πω σαν ποίημα.

Φαντάσου μόνος, αν σκεφτείς με τόλμη και με αντρεία,
αν ζωντανό τον Αίγισθο τον πρόφθαινε ακόμα,                               270
ο ήρωας Μενέλαος γυρνώντας απ’ την Τροία,
χώμα δεν θα βρισκότανε να σκέπαζε το σώμα

σκύλοι θα του ξεσκίζανε τις σάρκες του και όρνια
έξω απ’ την πόλη, κατά γης σερνόμενος σαν λέσι,
και ούτε κόρη Αχαιών θα ένοιωθε συμπόνοια
γι αυτό το ανοσιούργημα που σκέφτη να τελέσει.

Ενώ λοιπόν τραβιόμαστε στης Τροίας τ’ άγια μέρη
αυτός στου αλογότροφου του Άργους μες στο πούσι
του Αγαμέμνονα γλυκά ,ξελόγιαζε το ταίρι.
Μα η Κλυταιμνήστρα στην αρχή δεν ήθελε ν’ ακούσει                  280

ούτε της μπήκε στο μυαλό μια τέτοια ατιμία.
Κι έναν τρανό τραγουδιστή κοντά της είχε βάλει
με οδηγίες πού έδωσε πριν φύγει για την Τροία
του Ατρέα ο γιος, να ’χει το νου σ’αυτής το προσκεφάλι

Όμως κι αυτή δεν άντεξε στην πίεση την τόση
κι έστειλε τον τραγουδιστή σ’έρημο ξερονήσι
με λαίμαργα όρνια, σ’ερημιά, να τονε θανατώσει
καθώς τα λόγια του Αίγισθου την είχανε λυγίσει

κι αυτός  με βόδια ,τους θεούς, θυσίες τους χαρίζει,
στολίδια και μαλάματα και άφθονο χρυσάφι,                                 290
αφού δουλειά τελείωσε χωρίς να το ελπίζει.
Όταν λοιπόν αφήσαμε της Τροίας τα εδάφη,

εγώ και του Ατρέα ο γιος, λάμνοντας μονιασμένοι
σαν φτάσαμε στο Σούνιο, στων Αθηνών τη μύτη,
με σαϊτιά χτυπώντας τον δηλητηριασμένη
ο Φοίβος, του Μενέλαου χτυπά τον κυβερνήτη

που το τιμόνι κράταγε και πέταε το καράβι,
τον Φρόντη του Ονήτορα, που άλλος δεν τον πιάνει
όταν φουρτούνα στο γιαλό το πέλαγος ανάβει.
Έμεινε εκεί, στον σύντροφο μνημόσυνο να κάνει                           300

κι ας βιάζονταν, στο θάψιμο, τιμές να του προσφέρει.
      Στον αψηλόκορφο Μαλιά σαν φτάσανε τα πλοία
γλιστρώντας στον μουντό γιαλό βοηθούμενα απ’ τ’ αγέρι
πικρό τονε περίμενε μαντάτο απ’ τον Δία

που με άνεμους, το πέλαγος το έκανε αστρίτη
με κύμματα σαν τα βουνά οι θάλασσες γεμάτες
και τα καράβια σκόρπισαν, μισά βγήκαν στην Κρήτη,
κει στου Γιαρδάνου τη μεριά, που μένουν Κυδωνιάτες.

Εκεί μια πέτρα γλιστερή, στου πέλαου το ζεφύρι
στην άκρια της Γόρτυνας, ορθώνει το κορμί της.                           310
Εκεί ο νοτιάς απ’ τη Φαιστό, απ’ το ζερβό ακρωτήρι,
τη θάλασσα λυσσομανά, μα κόβει την ορμή της

η πέτρα τούτη η ορθή. Εκεί τα πλοία φτάσαν
κι οι ναύτες βγήκαν στη στεριά με κόπο και με ζόρι.
Όμως τα πλοία χάθηκαν, τα κύματα τα σπάσαν
και πέντε μόνο γλύτωσαν που ’χανε μαύρη πλώρη

όμως κι αυτά στην Αίγυπτο τα πέταξε το κύμα.
Σε ξένους βρέθη , αλλόγλωσσους, και βάλθη να συνάξει
χρυσάφι μες στ’ αμπάρια τους, και θησαυρούς και χρήμα.
Τότε βουλήθη ο Αίγισθος το φονικό να πράξει                               320

κι έσφαξε του Ατρέα το γιο, και στη υποταγή του
μπήκε η Μυκήνα έκτοτε για εφτά  χρονιές γεμάτες
Τον άλλο χρόνο έφτασε πνιγμένος στην οργή του
ο Ορέστης που στων Αθηνών βρισκότανε τις στράτες

Κι αφού σκοτώνει τον φονιά του ξακουστού πατέρα
τραπέζι πλούσιο νεκρικό σ’ Αργείτες ετοιμάζει
για τον κακούργο Αίγισθο, την δολερή μητέρα.
Κι ανήμερα ο Μενέλαος στο Άργος πλησιάζει

με τα καράβια ολόγιομα χρυσαφικά και πλούτη.
    Κι εσέ στις μαύρες ξενιτιές, μην τρέχουν τα μυαλά σου                330
τα κτήματά σου αφήνοντας, θα σου τα φάνε τούτοι
που είναι ξεδιάντροποι, το βιος και τα καλά σου

θα τα μοιράσουν κι άκαρπο θα είναι το ταξίδι.
Ωστόσο στου Μενέλαου να φτάσεις την πατρίδα,
δεν πέρασε πολύς καιρός που ’χει γυρίσει ήδη
από στεριές, που για να δει, κανείς δεν έχει ελπίδα

όποιον τον σύρει ο άνεμος σε τέτοιους μαύρους τόπους
που κι ένα χρόνο τα πουλιά θέλουν στο πέταμά τους
γιατί είναι η διάβα δύσκολη. Με τους δικούς σου ανθρώπους
κίνα με το καράβι σου, για να βρεθείς κοντά τους.                     340.......ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #65 στις: 20/06/09, 11:25 »
Μα αν θες απ’ τη στεριά να πας με άλογα και μ’ αμάξι
στην πλούσια Λακεδαίμονα, γιος μου θα σ’ οδηγήσει.
Πες στον ξανθό Μενέλαο, αλήθεια να σου στάξει
ξόρκιστον , είναι συνετός, σοφά θα σου μιλήσει».

Καθώς τα λόγια τέλειωνε, ο ήλιος πάει και γέρνει
στο κάτω το παλάτι του σκοτάδι για ν’ απλώσει
κι η γαλανόματη Αθηνά γυρίζει και του κραίνει:
«Γέροντα οι κουβέντες σου, σοφία έχουν τόση

αλλά τις γλώσσες των σφαχτών κόψτε, κεράστε τώρα
στον Ποσειδώνα να σταχτούν, στους αθανάτους στάλες,               350
και να κινήσουμε νωρίς, του ύπνου είναι ώρα,
ο κόσμος έχει μπερδευτεί στης νύχτας τις διχάλες

κι εμείς ας μην καθόμαστε στο θεϊκό το γεύμα».
Αυτά είπε και υπάκουσαν, έτσι κι αυτοί νομίζαν.
Κι οι κήρυκες ρίχναν νερό, στα χέρια μ’ ένα νεύμα
για να πλυθούν και με κρασί, ποτήρια οι νιοί γεμίζαν

στάζανε στάλες, και μ’ ευχές περνούσαν τη βραδιά τους.
Τις γλώσσες ρίξαν στη φωτιά, ολόρθοι στην ισιάδα
κι αφού ήπιανε γλυκό κρασί να ευφρανθεί η καρδιά τους
ο θεϊκός Τηλέμαχος κι η Αθηνά η Παλλάδα                                    360

κινήσανε για το βαθύ το πλοίο να γυρίσουν.
Μα ο Νέστορας με φιλικές κουβέντες τους κρατάει:
«Ο Δίας είθε, κι οι θεοί, ποτέ να μην αφήσουν
δικός μου ξένος άστοχα στο πλοίο του να πάει

σαν να ’μουνα θεόφτωχος, στης γης το μεσοστράτι
και ένα κλινοσκέπασμα δεν είχα , ούτε φλοκάτες
για να κοιμάται ήρεμα στο μαλακό κρεβάτι.
Μα εγώ, κουβέρτες μαλακές και με μαλλί γεμάτες

έχω, για να ξεκουραστεί του Οδυσσέα τ’ αγόρι
αντί να πάει να κοιμηθεί στου πλοίου τα σανίδια.                           370
Όσο θα ζω, και στα παιδιά, θα πω, και θα ’ναι όροι:
για όσους ξένους έρχονται, ζεστά να ’χουν στρωσίδια».

Κι η γαλανόματη θεά έτσι του απαντάει:
«Γέροντα, ο Τηλέμαχος ν’ ακούσει τη φωνή σας
μονάχος στο καράβι του δεν θα ’πρεπε να πάει.
Ας μείνει στο παλάτι σου να κοιμηθεί μαζί σας.

Όμως εγώ θ’ αποσυρθώ στο γρήγορο καράβι
Τα νέα τούτα να τους πω, να διώξω όλο το βάρος,
μεγάλος είμαι, κι οι χρονιές με έχουνε προλάβει
κι αυτοί είναι όλοι νιούτσικοι, και πρέπει να ’χουν θάρρος           380

 νέοι σαν τον Τηλέμαχο, και ήρθανε σαν φίλοι.
Εγώ στου πλοίου μια γωνιά το σώμα μου θα βάλω
και το πρωϊ θα πεταχτώ στων Καύκωνων την πύλη
να πληρωθώ ένα παλιό χρωστούμενο μεγάλο

κι εσύ, αφού ο Τηλέμαχος σπίτι σου έχει φτάσει
με οδηγό ένα σου γιο, και μ’ όμορφη αμαξάδα
με τα πιο γρήγορα άλογα στείλτονε να προφτάσει».
Είπε και σαν φτερό αετού εχάθηκε η Παλλάδα.

Ξαφνιάστηκαν, κι ο γέροντας φάνηκε να σαστίζει
και στον Τηλέμαχο γυρνά κρατώντας του το χέρι:                         390
«Δειλός δεν είσαι στη θωριά, σε βλέπω πως σου αξίζει
βοηθούς σου να ’χεις τους θεούς, μες της ζωής το αγέρι

κι αυτός απ’ τους Ολύμπιους θεούς, δεν θα ’ταν άλλος
από την τριτογέννητη τ’ ουράνιου του Δία
την δοξασμένη Αθηνά. Κι ήταν πολύς ο σάλος,
που στον πατέρα σου έδειχνε την εύνοια, στην Τροία.

Περίλαμπρη, για χάρη σου, θυσία εγώ θα τάξω
για την υγειά στο σόϊ μου, για το καλό του θρόνου
και τώρα πλατυκούτελη, δαμάλα  θα σου σφάξω
μ’ επίχρυσα τα κέρατα, αμέρωτη, ενός χρόνου  »                    400.......ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #66 στις: 22/06/09, 10:24 »
                    Γ

τ’ άκουσε όλα η Αθηνά, αυτά που ’χε δεήσει.
Κι ο αλογοτρόφης Νέστορας την κεφαλή εκράτη,
στον δρόμο της επιστροφής, τους γιους να οδηγήσει
και τους γαμπρούς, να φτάσουνε στο αρχοντικό παλάτι,

σαν έφτασαν στο ξακουστό ,πανέμορφο παλάτι
και ξάπλωσε άλλος στα θρονιά και άλλος στο πεζούλι
ο γέροντας, από παλιό δεκάχρονο κανάτι
το σκέπασμά του που έβγαλε , τραβώντας το, μια δούλη

κέρναγε όμορφο κρασί, και μεσ’ απ’ το ποτήρι
που γέμισε, έσταζε κρασί και πέρναγε η βραδιά τους,                     410
στην κόρη την περίτρανη του ασπιδοφόρου κύρη
του Δία, κι αφού ήπιανε όσο ήθελε η καρδιά τους

στην κλίνη του οδηγήθηκε καθένας να ξαπλώσει.
Και διατάζει ο  Νέστορας την πιο καλή φλοκάτη
να δώσουν στον Τηλέμαχο,  άσχημα να μη νοιώσει
κι όμορφο δώμα στην αυλή με τορνευτό κρεβάτι

δίπλα στον φιλοπόλεμο Πεισίστρατο το γιο του
που ήταν ακόμα άγαμος κι ανύπαντρος καρτέρει,
κι αυτός για ύπνο τράβηξε στο δώμα το δικό του
που το κρεβάτι του ’στρωσε το αγαπημένο ταίρι .                           420

Σαν έπιασε η νυχτόθρεφτη αυγούλα να ροδίσει
ο αλογοτρόφης Νέστορας αγουροξυπνημένος
σηκώθη και προχώρησε για λίγο να καθίσει
στον βράχο μπρος στην πόρτα του που ’ταν ασβεστωμένος

κει που ο Νηλέας κάθονταν τα πιο παλιά τα χρόνια
ισόθεος με ουράνιους στην γνώση και στην ρήση
κι όταν ο χάρος του ’στειλε του θάνατου τα χιόνια
ο γιος την ίδια τη γωνιά διάλεγε ν’ ακουμπήσει

φύλακας να ειν’ των Αχαιών ο Νέστορας ο γέρος.
      Κει που καθόταν ήρεμος ο γέρο αλογολάτης                             430
αρχίζουν να εμφανίζονται απ’ το δικό τους μέρος,
ο Θρασυμήδης ο Άρητος ο Εχέφρος και ο Στράτης

φτάνει μετά την είσοδο  του ισόθεου Περσέα,
κι ο έκτος ο Πεισίστρατος ο πολεμοθρεμένος
φέραν και τον θεόμορφο τον γιο του Οδυσσέα
κι ο αλογοτρόφης Νέστορας λέει συγκινημένος

«Παιδιά μου , σαν θυσίασμα, ζητώ απ' τα μεγάλα
στην Αθηνά να κάνουμε, που είχε κοντά μας γείρει.
Ας τρέξει στο κοπάδι μας, ένας σας, μια δαμάλα
να πάρει, κι ένας δούλος μας, κοντά μας να την σύρει .                   440

Δεύτερος, στου Τηλέμαχου ας πάει το καράβι
να φέρει τους συντρόφους του, μονάχα δυό ν’ αφήσει.
Τρίτος, τον χρυσοχόο μας Λαέρκη ας παραλάβει
που στου βοδιού τα κέρατα λαμπρό χρυσό θα χύσει,

οι άλλοι μείνετε εδώ, κι ο κόσμος ας αρχίσει
τραπέζι να ετοιμάζουνε στου παλατιού τη σάλα
θρονιά να φέρουν και σκαμνιά, δροσόνερο απ’ τη βρύση»,
κι ως να τελειώσει ο λόγος του έφτασε κι η δαμάλα.           .......ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #67 στις: 23/06/09, 11:39 »

                            Γ

Τους φίλους του Τηλέμαχου, εκεί ο δρόμος βγάζει
απ’ το γοργό πλεούμενο, έτοιμη κι η μοσκίδα,                                 450
κι ο χρυσοχόος άρχισε τα πάντα να ετοιμάζει
χρυσό, αμόνι, και σφυρί, και λαξευτή τσιμπίδα

τα σύνεργα, να δουλευτεί η αστραφτερή η σκόνη,
κινά η Παλλάδα να δεχτεί το τάμα το μεγάλο
κι ο αλογοτρόφος Νέστορας το χέρι του απλώνει
με τον χρυσό ,τα κέρατα χρώμα να πάρουν άλλο

και να χαρεί το τάμα της η θεϊκή Παλλάδα.
Το ζώο σύραν ως εκεί ο Εχέφρος με τον Στράτη
κρατώντας απ’τα κέρατα την τρυφερή αγελάδα
κι ομορφοσκάλιστο σταμνί  ο Άρητος εκράτει                               460

στο ’να του χέρι, στο άλλο του, σπυρί από κριθάρι
σ’ ένα πανέρι, κι άφοβος στο κεντρικό το μέρος
ο Θρασυμίδης κράταγε μπαλτά για το σφαχτάρι.
Δίπλα ο Περσέας με σταμνί, κι ο αλογοτρόφος γέρος

νίφτη, και κριθαρόσπυρα στα χέρια του κρατούσε.
Ολόψυχα απ’ την καρδιά στην Αθηνά ευχήθη
και δαμαλότριχες πυκνές μες στη φωτιά πετούσε.
    Αφού προσευχηθήκανε , και το κριθάρι εχύθη

ο Θρασυμίδης ζύγωσε, ο γιος ο αντρειωμένος
και το χτυπά στην κεφαλή. Τα νεύρα διαλυθήκαν                          470
χάθη η ζωή του σφαχταριού, το χτύπησε με μένος,
νύφες και κόρες, έντρομες επάνω πεταχτήκαν

κι θεϊκή του σύζυγος η Ευρυδίκη ακόμα
που του Κλυμένη ήτανε η πρώτη-πρώτη κόρη.
Κι άλλοι βοηθώντας, το σφαχτό σηκώσαν απ’το χώμα
και το ’σφαξε ο Πεισίστρατος, χωρίς πια να’ χει ζόρι

αφού αυτό ξεψύχισε και στράγγιξε το αίμα
το γδάραν, κόψαν τους μηρούς, φωτιές είχαν ανάψει
με προσοχή τα έκοβαν τα τύλιγαν σαν δέμα
κι ο γέροντας ξανθό κρασί αφού τα είχε κάψει                               480

τους έχυνε. Κι οι νιότεροι πεντάσουβλα κρατούσαν.
Φάγαν τα σπλάγχνα κ ύστερα στα χέρια τους κρατώντας
τα μηρομέρια τσάκιζαν στις σούβλες τα περνούσαν
και τα ’ψηναν, στις αιχμηρές τις σούβλες τους γυρνώντας.

Κι η Πολυκάστη ,η όμορφη του γέρου η στερνοκόρη
έλουσε τον Τηλέμαχο , ρίχνοντας  λάδι ουράνιο
ρούχα, χλαμύδα έδωσε στο θεϊκό το αγόρι
κι ομοιόθεος πια φάνταζε σαν βγήκε από το μπάνιο

κι ήρθε στον γέρο Νέστορα να κάτσει. Και να φάνε
καθίσανε αφού ψήθηκαν κι από τις σούβλες βγήκαν,                    490
χρυσά ποτήρια, αρχόντων γιοί, στην καθησιά τους πάνε
και το φαϊ και το ποτό περίσσια ευφρανθήκαν,

σηκώθη ο γέρο Νέστορας κάτι να πει, κι αρχίζει:
«Τα γρήγορα άτια να ζευτούν σ’ ένα καλό αμάξι
να πάνε τον Τηλέμαχο όπου αυτός ορίζει»
κι εκείνοι υπακούουνε σε αυτά που ’ χε προστάξει.

Τα γρήγορα άτια ζέψανε, κι η βάγια τον ζυγώνει
φαϊ, κρασί ,και πλούσια προσφάγια του πηγαίνει
που οι βασιλιάδες τρέφονται, κι οι θεϊκοί οι γόνοι
κι αμέσως ο Τηλέμαχος στο αμάξι ανεβαίνει,                                  500

δίπλα του κι ο πολεμιστής Πεισίστρατος, πηδάει
στην άμαξα, για να βαστά γερά το χαλινάρι,
στ’ άλογα δίνει μια βιτσιά, κι η άμαξα πετάει
πίσω το κάστρο αφήνοντας, της Πύλου το καμάρι,

στην χαίτη , τ’ άτια, του κεντριού δεχόντουσαν την μύτη.
Κι ενώ η νύχτα άρχιζε, κι ο ήλιος είχε δύσει
μες στην Φηρή ξεπέζεψαν, στου Διοκλή το σπίτι,
τον γόνο του Ορσίλοχου, που ’χε ο Αλφειός γεννήσει,

κεί διάλεξαν αναπαμό, ο ύπνος  να τους στάξει.
Σαν η αυγούλα ρόδισε στης γης το παραθύρι                                 510
τ’ άλογα ζέψαν τα γοργά και φύγαν με τ’ αμάξι
απ’ το τρανό το ξέφωτο, κι από το αυλοθύρι.

Χτυπούσε τ’ άτια δυνατά κι αυτά γοργά ορμούσαν
στον κάμπο τον σταρόσπαρτο, να μη τους πάρει βράδυ
και το ταξίδι τέλειωσε. Σαν άνεμος πετούσαν
μέχρι που ο ήλιος έδυσε κι έπεφτε το σκοτάδι.                              516


    ΤΕΛΟΣ Γ! ΡΑΨΩΔΙΑΣ

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #68 στις: 30/06/09, 11:29 »
                        ΡΑΨΩΔΙΑ Δ

Στης Σπάρτης τα βαθύσκιωτα φαράγγια αφού φτάσαν
στου Μενελάου  του τρανού, στο ανάκτορο του πλούτου
μπήκανε,κι είδαν δούλους του, τραπέζι που ετοιμάσαν,
των γάμων έχοντας χαρές, της κόρης και του γιού του.

Την κόρη, νύφη έδινε, στου Αχιλλέα τον γόνο,
στη γη της Τροίας τάχτηκε, κει τα ’χανε μιλήσει
κι αφού εδόθη η εντολή απ’ των θεών το θρόνο
με αμάξια ετοιμάζονταν να την ξεπροβοδίσει,

των Μυρμιδόνων την τρανή τη χώρα να πατήσει,
η λυγερή να παντρευτεί, κι εκεί να βασιλέψει.                               10
Τον Μεγαπένθη όμως τον γιό , που σκλάβα είχε γεννήσει
βουλήθη με του Αλέχτορα την κόρη να παντρέψει

μέσα απ’ τη Σπάρτη η νύφη του, γιατί μετά η Ελένη
δεν γέννησε άλλο παιδί, εκτός την Ερμιόνη
μ’ ένα παιδί οι ουράνιοι την άφησαν να μένει,
            ως η Αφροδίτη όμορφη, κι ολόλευκη σαν χιόνι.

     Στου Μενελάου το τρανό πανύψηλο παλάτι
γειτόνοι, φίλοι, και δικοί, κόσμος πολύς γλεντούσε,
και θεϊκός τραγουδιστής με τη φωνή κεφάτη
της άρπας χτύπαε τις χορδές, κι όμορφα τραγουδούσε                 20           

δυό χορευτές λυγάμενοι, στη μέση , στα παλάτια
με τον σκοπό ξεκίναγαν, και πήδαγαν τ’ αψήλου.
Κει τότε στην αυλόπορτα με τα γοργά τους τ’ άτια
προβάλαν, ο Τηλέμαχος κι ο αρχοντογιός της Πύλου.

Κι ο Ετεωνιάς, που βρέθηκε εκεί ,λίγο πιο κάτω,
του Μενελάου ο παραγιός τους βλέπει, κι ανεβαίνει
να πάει γοργά στον βασιλιά, να δώσει το μαντάτο,
και σκύβοντας με σεβασμό κοντά στο αυτί του κρένει:

«Στην πύλη είναι θεότροφε Μενέλαε, απ’ ώρα,
δυό ξένοι, που ισόθεους τα μάτια μου θωρούνε,                         30
πες μας αν τους μηνύσουμε να κατεβούνε τώρα
ή σε άλλους θα τους στείλουμε, ’ποκούμπι εκεί να βρούνε».

     Και τότε ο Μενέλαος του λέει θυμωμένα
«Γιε του Βοήθου, Ετεωνιά, χαμένα εσύ δεν τα ’χες
και τώρα κρένεις και μιλάς, λες κι είσαι στα χαμένα,
σ’ εμάς ψωμί δεν δώσανε; που της ζωής τις μάχες

καλά παλέψαμε ως εδώ, κι ο Δίας αν δεν τάξει
άλλα δεινά και συμφορές, καλύτερα θα πάμε.
Τρέξε στους ξένους γρήγορα, ξεπέζεψε το αμάξι
κι οδήγησέ τους προς τα εδώ, όλοι μαζί να φάμε».           40.......ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #69 στις: 02/07/09, 08:09 »
                        Δ

Αυτά είπε ο Μενέλαος κι ο Ετεωνιάς εχάθη
απ’ το παλάτι, παίρνοντας δούλους και ζευγολάτες
κι αφου ξεζέψαν τ’ άλογα, που είχαν κακοπάθει,
φροντίσαν, τις ταϊστρες τους να έχουνε γεμάτες,

σανό και βίκο για τροφή, κι ολόλευκο κριθάρι,
κι αφού το αμάξι σύρανε στις καθαρές τις μάντρες
προς το παλάτι οδήγησαν τους ξένους που είχαν χάρη.
     Κι αυτοί σαστίσαν βλέποντας, και μάρμαρα και χάντρες

να λάμπουν με μια απόκοσμη από φεγγάρι λάμψη.
Φέγγαν τρανά στα δώματα, του παλατιού οι διάβες,                   50
κι όταν η ώρα έφτασε ο θαυμασμός να πάψει
στα μαρμαρένια τα λουτρά τους οδηγούν οι σκλάβες.

Λουστήκαν οι ισόθεοι και λάδι αφού τους χύσαν,
φορώντας την χλαμύδα τους κι ωραίο πανωφόρι
ζυγώσαν στον Μενέλαο και δίπλα του καθίσαν.
      Με ολόχρυσο πεντάμορφο σταμνί μια παρακόρη

σε αργυρή ρίχνει νερό, λεκάνη να νιφτούνε,
και σκαλιστό τους έστρωσε τραπέζι για να φάνε.
Απ’ τη σιτίστρια ψωμιά ψημένα θα δεχτούνε
και φαγητά λαχταριστά τα δουλικά τους πάνε .                           60

Ο παραγιός κουβάλαγε ψητά και άλλα ελέη
κι εμπρός τους τις επίχρυσες τις κούπες αραδιάζει.
Σηκώνεται ο Μενέλαος , να τους δεχτεί, και λέει:
     «Καλώς ορίσατε εδώ, μα εμένα δεν μου μοιάζει

πως είσαστε κοινοί θνητοί σαν όλους τους ανθρώπους.
Αφού καλά χορτάσετε, ένας σας, ν’ απαντήσει
ποιοι είστε, και πως ήρθατε από τους ξένους τόπους,
όπως εσάς, τρανόθωρους, θνητός, πώς να γεννήσει;».

Αυτά τους είπε κι άπλωσε το χέρι να τους δώσει
ψητά κοψίδια αχνιστά, απ’ του βοδιού την πλάτη                       70
από αυτά που οι δούλοι του μπροστά του είχαν στρώσει,
κι αφού τα φάγαν κι ένοιωθαν υπέροχα χορτάτοι

σκύβει ο Τηλέμαχος κρυφά, ο ξακουστός ο νέος
και λέει στον Πεισίστρατο να μην ακούσουν άλλοι:
«Πεισίστρατε, κοιτάζοντας παντού, με πιάνει δέος
θαύμασε φίλε γύρω σου, εμένα μου ήρθε ζάλη.

Πως λάμπει έτσι ο χαλκός στο βουερό παλάτι,
το κεχριμπάρι , ο χρυσός, το φίλντισι στο τάσι;
του Δία να ’ναι όμοιο, του μέγα ανοιχτομάτη
το ανάκτορο, υπάρχει νους αυτά να λογαριάσει; »                        80

Κρυφάκουγε ο Μενέλαος ετούτα και εμειδία
και με δυό λέξεις φτερωτές σ’ αυτούς βροντοφωνάζει:
«Φίλοι μου, ποιος κοινός θνητός απέναντι στον Δία
θα παραβγεί; αθάνατο το ανάκτορό του μοιάζει.

Ίσως στο χρήμα άλλος θνητός μπορεί να με προλάβει,
Όμως, με κόπους έκανα, ότι σ’ εμένα ανήκει
οκτώ χρονιές στην ξενητιά, κλεισμένος σε καράβι
σ’ Αιθιοπία, Αίγυπτο, και Κύπρο και Φοινίκη,

            Σιδώνα πήγα, κι Ερεμβούς, στη χώρα των Λιβύων,
που τα νεογνά, με κέρατα γεννιούνται μάνι-μάνι                        90
και στις προβάτες τρεις φορές ο κύκλος των εμβρύων
κλείνει τον χρόνο ,και γεννούν. Και δεν θα βρεις τσοπάνη

το κρέας του να ’χει λειψό ή το τυρί ή το γάλα,
μα να το αρμέγει άφθονα, το κάθε αρνί , του γνέφει
κι ενώ εγώ εμάζευα, βιος κι αγαθά μεγάλα,
με δόλο άλλος έσφαζε το δόλιο μου το αδέρφι,

ανέλπιστα και φθονερά , γελώντας την κυρά του.
Πλούτη έχω,  όμως και καημό, μες στης καρδιάς τα βάθη,
μα όμως ο καθένας σας, θα τα ’χει ακουστά του
από τον κάθε κύρη του αυτά που έχω πάθει                                 100

κι έχασα το αρχοντικό το σπίτι , και τα πλούτη.
Το τρίτο όμως που θα ’θελα , και έχω για τούτο άγος:
στην Τροία όσοι χάθηκαν, ας ζούσανε, ετούτοι
που τότε απ’ το λιβαδερό με ακολουθήσαν Άργος.

Αυτούς πενθώ αγόρια μου, στο σπίτι μου αν μένω
και τους θρηνώ, μα την καρδιά απ’ την πικράδα λύνω
και σταματώ τα κλάματα, όταν κι αυτά χορταίνω,
γιατί χορταίνει κι η καρδιά απ’ το μεγάλο θρήνο      .......ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
Απ: ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία)
« Απάντηση #70 στις: 04/07/09, 00:47 »
                    Δ

Όμως κι αυτούς δεν τους πενθώ, με απέραντο μαράζι
όσο πενθώ τον ένανε, που όταν στου νου τα βάθη                        110
έρχεται, μένω ξάγρυπνος, γιατί η καρδιά δεν βγάζει,
όσα ο Οδυσσέας τράβηξε και όσα έχει πάθει.

Όσα κανένας Αχαιός ,κι η μοίρα του ’χε γράψει
αίμα να φτύσει. Αξέχαστος για εμένανε θα μείνει
που λείπει χρόνους ,και κανείς δεν ξέρει, αν ,να κλάψει
θα πρέπει ,ή να καρτερεί η επιστροφή να γίνει.

 Λαέρτης, κι η γυναίκα του στην έρημή τους κοίτη
θα λιώνουν απ’ τον μαρασμό και  το παιδί το μόνο,
που εκείνος βυζαχτάρικο, παράτησε στο σπίτι».
   Είπε, και ο Τηλέμαχος δεν άντεξε στον πόνο                             120

και σκούπιζε τα δάκρυα, αφού είχε βουρκώσει
με της χλαμύδας το πανί, που κύλαγαν στο χώμα.
Μα ο ξανθός Μενέλαος που γνώση είχε τόση
σκεφτόταν πιο καλύτερο θα ήτανε ακόμα,

ο ίδιος, ή να άφηνε εκείνον να μιλήσει,
και τους καημούς του κύρη του, με λόγια ν’ αναδεύει.
    Και μέχρι τούτη η σκέψη του στο νου του να κυλήσει
η Ελένη απ’ τα ροδόμυρα παλάτια της κατέβει

ισόμοια της Άρτεμις με το χρυσό δοξάρι.
    Η Αδράστη τ’ όμορφο θρονί, για κείνη ετοιμάζει ,                       130
η Αλκίπη στρώνει το χαλί που φέρνει απ’ το κλινάρι
και η Φυλώ το ασημί καλάθι εμπρός της βάζει,

καλάθι, που απ’ την Αίγυπτο, την Θήβα είχε φέρει,
            του Πόλυβου η σύζυγος Αλκάντρα  είχε χαρίσει
που ζούνε πλούσια πολύ σ’ αυτά τα ξένα μέρη.
Λαμπρά, δυό αργυροσκάφιδα εκείνος είχε αφήσει

τρίποδες δυό, δέκα φλουριά, στον γόνο του Ατρέα.
Και στην Ελένη, η σύζυγος, ενώ την κατευώδα
ρόκα γεμάτη μάλαμα της έδωσε ωραία
κι ένα καλάθι αργυρό, που είχε από κάτω ρόδα,                            140

και ο επάνω γύρος του με ασήμι είχε γίνει.
Αυτό της έφερε η Φυλώ το όμορφο καλάθι,
νήμα γεμάτο, αγνόφαντο, και δίπλα της αφήνει
τη ρόκα, με μαλλί απαλό, χρωματιστό στα βάθη

Τα πόδια βάζει στο σκαμνί, και στο θρονί αράζει
και τον Μενέλαο γλυκά τον άντρα της ρωτάει:
«Θεότροφε Μενέλαε ο νους μας μέσα βάζει
ποια να ’ναι τ’ αρχοντόπουλα; που ο ερχομός τιμάει

το σπίτι μας. Και αν θα πω, ο νους βαθειά τι βάζει
λάθος θα είναι; Μα θωρώ πως είναι αρχοντοπαίδι,                    150
με τον Τηλέμαχο, τον γιο του Οδυσσέα μοιάζει
που μοναχό τον άφησε, αν και μοναχοπαίδι

τότε που εγώ η δύστυχη, στης Τροίας τα πελάη
εμάζευα τους Αχαιούς να χύσουνε το αίμα».
    Και ο ξανθός Μενέλαος έτσι της απαντάει:
«Γλυκειά μου, όπως τα μιλάς, δεν δείχνει να ’ναι ψέμα,

έτσι νομίζω, στα μαλιά, στα πόδια και στα χέρια
και στων ματιών τις αστραπές, και στο κεφάλι ,δείχνει
μ’ εκείνον. Κι όταν μες στο νου, της θύμησης τ’ αγέρια
τον Οδυσσέα φέρανε, και τα πικρά του ίχνη,                               160

τον είδα, δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπο, να κλαίει
κι η άλικη του φορεσιά κρυφά να τα σκουπίζει».
        Και τότε ο Πεισίστρατος του Νέστορα του λέει:
«Μενέλαε, του Ατρέα γιε ,ο νους σου όπως νομίζει,

του Οδυσσέα το παιδί, αυτός είναι στ’ αλήθεια
περίσσια έχει φρόνηση, σαν ξένος σου δεν θέλει
άπρεπες λέξεις να σου πει, δεν έχει τη συνήθεια
και συ με λόγια θεϊκά, σ’ εμάς έσταζες μέλι.          .......ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Αποσυνδεδεμένος Aganippi

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 665
  • Φύλο: Γυναίκα
  • Ποιος ζωντανός προικισμένος μ' αισθήσεις δεν ποθει
    • Προφίλ
    • http://aganipi.blogspot.com
Καλέ μου φίλε, διάβασα και τα υπόλοιπα και απλά δεν χορταίνω να σε διαβάζω. Η οπτική σου γωνία θεωρώ ότι είναι πολύ καλή και βλέπεις με ιδιαίτερο σεβασμό της Οδύσσεια. Άλλωστε δεν θα την έπιανες, στην γραφή σου, τυχαία. Πρέπει να το εκδόσεις αυτό το εγχείρημα. Σε καμαρώνω πατριώτη! :)
Τρελά νερά αντιμέτωπα με ερμηνευτες της λογικής. Είναι να μην τρελαίνεσαι;
(Maybe dear, oh maybe, maybe, maybe,
Let me help you show me how.
Honey, maybe, maybe, maybe, maybe)

Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                      Δ

Σαν οδηγό ο Νέστορας, μαζί του μ’ έχει στείλει
να φτάσει ήταν ο πόθος του ως την δική σου κοίτη                    170
να πάρει συμβουλή καλή, δυό λόγια σου απ’ τα χείλη.
Παιδεύετε κάθε παιδί, και πάθια έχει σπίτι

σαν έχει μείνει μόνο του κι είναι ο γονιός στην ξένη
και οι δικοί δεν βούλονται, το χέρι τους ν’ απλώσουν.
Και του Τηλέμαχου ο γονιός στο σπίτι τους δεν μένει
ούτε άλλοι συμμερίζονται βοήθεια να του δώσουν

και ο ξανθός Μενέλαος έτσι του απαντάει:
«Αλήθεια! έχω σπίτι μου, φίλου μου γιο , που ωστόσο
σε όλους τους αγώνες μου αυτόν είχα στο πλάϊ;
κι είχα παλιά υποσχεθεί, φίλε μου να του δώσω                          180

σαν φτάσει, κι ο βροντόφωνος ο Δίας μας αφήσει
να ’ρθούμε με τα πλοία μας στα πάτρια τα μέρη,
μιά πόλη με ανάκτορο. Στο Άργος θα το ’χα χτίσει
κι από το Θιάκι τούτονε, εδώ θα είχα φέρει.

Μαζί του ο γιος του κι ο λαός, θα άδειαζα μιά χώρα
απ’ όσες έχω γύρω μου, και στην υποταγή μου,
πυκνά-συχνά θα έσμιγα, πολύ μαζί του ώρα
κανείς να μη μας χώριζε, και να ’χε τη στοργή μου

προτού κι οι δυό μας πέσουμε στου θάνατου τη λήθη.
Μα κάποιος ζήλεψε θεός, ετούτα δεν εννόει                                 190
και μοναχά τον γυρισμό ,σε τούτονε αρνήθη».
    Είπε, και ήρθε πεθυμιά σ’ όλους για μοιρολόϊ.

Του Δία η κόρη έκλαιγε, η Αργείτισα Ελένη,
Τηλέμαχος, Μενέλαος, στα μάτια είχαν δάκρυ
μα και του Νέστορα ο γιος αδάκρυτος δεν μένει
που τον γεναίο Αντίλοχο θυμήθηκε στα μάκρη

που ο γιος της λαμπερής Ηώς τον έστειλε στην δύση,
κι όπως τον έφερε στο νου, τον λόγο του θ’ απλώσει:
«Μενέλαε, ο Νέστορας για όλα είχε μιλήσει
κι έλεγε, είσαι άφθαστος μες στον ντουνιά, στη γνώση               200

όταν για σένα σπίτι μας γυρόφερνε η λέξη.
Συγχώρεσέ με ότι θα πω, μα εγώ δεν περιμένω
μετά το γεύμα κλάματα. Σε λίγο όμως θα φέξει.
Μα ούτε μου φαίνετε κακό, να κλαιν’ τον πεθαμένο,

αυτό έχει μείνει στον θνητό, στου θάνατου τις ήττες,
που μες στο κλάμα πνίγετε, και τα μαλλιά του κόβει.
Γιατί έχω χάσει αδερφό, ανάμεσα σε Αργείτες,
μπορεί και να τον γνώριζες, που δεν τον σκιάζαν φόβοι.

Να γνωριστώ μ’ εκείνονε σ’ εμέ δεν είχε λάχει
και λένε πως ο Αντίλοχος, όσοι είχανε γνωρίσει                          210
στα πόδια ήταν φτερωτός, κι αδάμαστος στην μάχη».
Και ο ξανθός Μενέλαος’ έτσι θα του μιλήσει:

«Παιδί μου, λόγια σαν κι αυτά τα λένε στον αέρα
πρεσβύτεροι του λόγου σου, και άνθρωποι με γνώση,
σοφά και συ μου μίλησες, παιδί τέτοιου πατέρα.
Μα είναι ευκολογνώριστοι σ’ όποιους ο Δίας δώσει

την ευλογιά στην γέννα του, και την ευχή στον γάμο,
όπως του γέρο-Νέστορα που του ’δωσε για να ’χει
στην Πύλο, όμορφα στερνά, που είναι γεμάτη άμμο,
παιδιά σοφά, και άφθαστα στου κονταριού τη μάχη                   220

όμως ας συνεχίσουμε το γεύμα κι ας μην κλαίμε
στα χέρια να μας ρίξουνε νερό από λαγήνι
κι εγώ με τον Τηλέμαχο σαν έρθει η αυγή τα λέμε».
Τέλειωσε, και στα χέρια τους νερό ο Ασφάλης χύνει

του Μενελάου ο παραγιός ο πολυοεμπιστεμένος,
κι αυτοί, τα χέρια απλώσανε, το γεύμα τους να λήξει.
    Τότε η Ελένη σκέφτηκε, που απ’ των θεών το γένος
κατάγετε, ένα βότανο παράξενο να ρίξει

μες στο κρασί, που αν σε ένανε το στάξεις στο ποτήρι,
καημούς ρουφά, κι αδάκρυτο μένει το μάγουλό του,                  230
ο πόνος δεν τον ακουμπά, νεκρούς μάνα και κύρη
ας δει, ή σφαγμένο αδερφό εμπρός, ή και το γιο του........ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ




Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                        Δ

Τέτοια η θεογέννητη, πολλά είχε βοτάνια,
η Πολυδάμνα, η κυρά, του Θώνη τα ’χε δώσει,
μισά, σου δίνουν λυτρωμό, τα άλλα την αφάνεια,
κι έχουν στης Αίγυπτου τη γη ανάκατα φυτρώσει.

Γιατρός είν’ ο καθένας τους σ’ αυτά τα  κοσμογύρια ,
τον Παίονα τον ξακουστό, πρόγονο τούτοι έχουν.
     Σαν το ’ριξε, και πρόσταξε, κρασί μες στα ποτήρια
τον λόγο της ξανάρχισε, αυτοί να τον κατέχουν.                           240

      «Μενέλαε θεότροφε, παιδιά ,που οι πατεράδες
σπουδαίοι είναι άρχοντες,  απ’ των θεών τον τόπο,
έρχονται σε άλλους, συμφορές κι αβάσταχτοι μπελάδες,
και σ’ άλλους τύχη περισσή,  έχουν αυτοί τον τρόπο.

Μα εδώ όμως που καθόμαστε στο αρχοντικό παλάτι
που τρώμε , ευφραινόμαστε, και λύνεται η γλώσσα,
τον Οδυσσέα θυμήθηκα, θα πω για κείνον κάτι,
πως όλα να τα θυμηθώ, που έχει κάνει τόσα;

Ένα όμως τώρα θα σας πω που μ’ έχει συνταράξει.
Στην Τροία, που τους Αχαιούς κακιά τους βρήκε ώρα,              250
τριγύρω σ’ όλο το κορμί σημάδια είχε χαράξει
και μπήκε στην φαρδύδρομη την εχθρική τη χώρα.

Η αμφίεση τον έκανε να μοιάζει με ζητιάνο
μέσα στην πόλη, κι άλαλοι του Πρίαμου οι κολίγοι
τον βλέπαν, μοναχά εγώ στον νου μέσα τον πιάνω
και τον ρωτώ, όμως αυτός με τέχνη θα ξεφύγει.

Με λάδι τον περίχυσα, αφού τον είχα λούσει
και μ’ όρκο μέγα με έδεσε πριν βάλει την στολή του,
πως απ’ τους Τρώες τίποτα κανένας δεν θ’ ακούσει
αν με τα πλοία τα γοργά δεν φτάσει στην σκηνή του .                  260

Τότε μου είπε τι έπαιζε στων Αχαιών τη μνήμη.
     Μυριάδες Τρώες πέσανε απ’ το σπαθί εκείνου
και στον στρατό σαν γύρισε, μεγάλη πήρε φήμη.
      Κι οι Τρώϊσες ξεκίνησαν το μοιρολόϊ του θρήνου

όμως εμένα ανείπωτη χαρά με είχε πάρει
που ήρθε η καρδιά στη θέση της, και ήθελα στο σπίτι
ξανά απ’ την Τροία να βρεθώ, γιατί μ’ είχε τουμπάρει
και βρέθηκα στην ξενητειά, η έρμη η Αφροδίτη,

και σύζυγο παράτησα, και σπίτι μα και κόρη,
άντρα, που όταν σου μιλά, βαθιά γνώση θα στάξει».                   270
Και ο ξανθός Μενέλαος αρχίζει κι εξιστόρει:
       «Σωστά γλυκειά μου μίλησες, με γνώση και με τάξη.

Πολλών εγνώρισα αρχηγών το θάρρος και την τόλμη
και χώρες γύρισα πολλές, όσο ήμουνα στην Τροία
μα σαν του Οδυσσέα το νου δεν γνώρισα ακόμη.
    Πως πήρε τέτοια απόφαση, που βρήκε τόση αντρεία

σε κούφιου αλόγου την κοιλιά τους αρχηγούς να κρύψει
που φέραν άγριο θάνατο στους Τρώες με μαχαίρι.
Κι ήρθες εσύ, λες και θεός επάνω σου είχε σκύψει
και σε οδηγούσε, τίμημα στους Τρώες για να φέρει.                    280

     Ο οψόθεος ο Δηίφοβος ακολουθούσε εσένα,
τρεις βόλτες γύρω έφερες το ξύλινο κουφάρι,
με το μικρό του όνομα μιλούσες στον καθένα
μιμούμενη την σύζυγο του καθενός με χάρη.

Κι ακούγοντας σου τη φωνή, το αγόρι του Τυδέα,
εγώ, και ο ισόθεος ο γόνος του Λαέρτη,
στην μέση όπως καθόμαστε, τρελή μας ήρθε ιδέα
τους δυό μας, ν’ απαντήσουμε, αβάσταχτο το ντέρτι,

κι έξω να βγούμε θέλαμε, μα εκείνος μας κρατούσε.
Αμίλητοι οι Αχαιοί, εχάσανε το χρώμα,                                        290
κι ήθελε μόνο ο Άντικλος σ’ εσένα ν’ απαντούσε
μα ο Οδυσσέας του ’κλεινε με δύναμη το στόμα

με τα δυό χέρια του σφιχτά, θέλοντας να μας σώσει,
μέχρι που σε απομάκρυνε η Αθηνά η Παλλάδα».
          Σηκώθηκε ο Τηλέμαχος απάντηση να δώσει:
«Θεότροφε του Ατρέα γιε Μενέλαε, ποια δάδα,

θ’ ανάψει για όλα αυτά που λες, αφού χαμένα πήγαν;
Ποιο τ’ όφελός του, κι αν καρδιά φιαγμένη απ’ ατσάλι
είχε, αφού τα πάθια του κι οι συμφορές τον πνίγαν.
Μα ας ξεκινήσουμε από δω για ύπνο να πάμε πάλι                              300

της κούρασης το αλάργεμα να το χαρούμε όλοι.»
    Είπε, κι η Ελένη πρόσταξε, αμέσως το κρεβάτι
στο ξέφωτο να στρώσουνε, στου ήλιου το περβόλι
με αντρομίδες πλουμιστές, κι ολόμαλλη φλοκάτη

για σκέπασμα, και κόκκινα χαλιά να κουβαλήσουν.
Οι δούλες βγήκαν, τ’ όμορφο κρεβάτι για να φιάσουν
κι οι άλλοι δούλοι βάλθηκαν, τους δυό να οδηγήσουν
στο δώμα το πανέμορφο οι νέοι να πλαγιάσουν,

του Οδυσσέα το παιδί, του Νέστορα ο γόνος.
Πλάγιασε και του Ατρέα ο γιος, και δίπλα η δοξασμένη             310
η Ελένη η ισόθεη για να μη μένει μόνος.
     Σαν ήρθε η ρόδινη αυγή, η νυχτοθροφισμένη

του Ατρέα ο βροντόλαλος Μενέλαος σηκώθει,
τα ρούχα του τ’ αρχοντικά κίνησε να φοράει
ίδιος θεός στο πρόσωπο, με το σπαθί του εζώθει
κι αφού σανδάλια έβαλε στα πόδια, προχωράει

στην κλίνη του Τηλέμαχου, τον ίδιο για ν’ ακούσει.
     «Γιε του Οδυσσέα γνωστικέ, γιατί ζητάς βοήθεια
κι ήρθες στη Σπάρτη μπαίνοντας στου πέλαγου το πούσι,
δική σου γνώμη ή του λαού; Πες όλη την αλήθεια».                320........ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ






Αποσυνδεδεμένος ivikos

  • Εδώ είναι το σπίτι μου
  • *****
  • Μηνύματα: 1318
    • Προφίλ
                             Δ

κι ο γνωστικός Τηλέμαχος έτσι θα του απαντήσει:
«Μενέλαε του Ατρέα γιε θεότροφε και κύρη
για τον πατέρα μου ήρθα εδώ, κάποιος να μου μιλήσει.
Τα πλούτη μου όλα χάνονται, και κάποιος έχει στείλει

εχθρούς στο σπίτι, και τα τρων’, έτσι έταξαν  οι μοίρες,
γελάδια παχουλόποδα κι αρνιά μου έχουν σβήσει,
της μάνας μου είναι οι κακοί και δολεροί μνηστήρες.
Γι αυτό στα πόδια σου μπροστά, η χάρη σου αν ζητήσει

πέφτω, δυό λόγια να μου πεις, αν είδες θάνατό του,
ή άκουσες από άλλονε άμα ζητά βοήθεια                                      330
γιατί ήταν ο πιο άτυχος, κι άδικο το γραφτό του.
Μόνο μη κρύψεις τίποτε και πες μου την αλήθεια.

Μη λυπηθείς να μου τα πεις όσα είδανε τα μάτια
σ’ ορκίζω αν ο κύρης μου ο ξακουστός, στ’ αλήθεια
στης Τροίας δίπλα που είσαστε τα ξακουστά παλάτια
για σένα τέλεψε δουλειά ή πρόβαλε τα στήθεια,

 θυμήσου τα, κι αληθινά λόγια να πει το στόμα».
       Τα λόγια του Μενέλαου δεν κρύβουν την οργή τους:
«Σε ποιου λιοντόκαρδου άρχοντα θελήσανε το στρώμα
τέτοια τομάρια άχρηστα να βάλουν το κορμί τους;                     340

Όπως τα δυό ελαφόπουλα η ελαφίνα αφήνει
να κοιμηθούν σε λιονταριού φωλιά μοναχιασμένα,
κι αυτή, τα πόδια για βοσκή στους λόγγους τα ξεχύνει,
μα σαν γυρίζει το θεριό, τ’ άμοιρα ξεσκισμένα

τ’ αφήνει, και την πείνα του με τούτα ξεγελάει,
έτσι ο Οδυσσέας τούτους δω με μίσος θ’ αφανίσει.
    Όπως Απόλλωνα, παλιά στην Λέσβο είχαμε πάει,
Δία μου και Παλλάδα μου που ’χανε καλοχτίσει,

πάλεψε για φιλότιμο με τον Φιλομηλείδη,
τον γκρέμισε και χάρηκε των Αχαιών η μπάντα.                         350
Έτσι και αν ξεκίναγε του χάρου το παιγνίδι
όλοι οι μνηστήρες θα ’ τανε νεκρόγαμπροι για πάντα.

Γι αυτά όμως τώρα που ρωτάς και δεν μπορείς να φτάσεις
η αλήθεια όλη θα φανεί, το ψέμα δεν θα παίξει
κι απ’ όσα μου είπε ο αψευδής ο γέρος της θαλάσσης
δεν θα σκεπάσω τίποτα, ούτε θα κρύψω λέξη.

        Ενώ για την πατρίδα μου έκανα ετοιμασίες
με κλείσανε στην Αίγυπτο, με σύντροφους συνάμα
οι αθάνατοι, που ξέχασα, κι ας έταξα θυσίες
κι οι ουράνιοι δεν συγχωρούν άμα ξεχάσεις τάμα.                       360


Στον αφροκύματο γιαλό ένα νησί υπάρχει
κατάντικρυ στην Αίγυπτο, Φάρος το όνομα του
για να το φτάσει όμως κανείς, μιά μέρα θέλει να ’χει
κι ο άνεμος να τον φυσά με πρίμα τα πανιά του

τα μαύρα πλοία που ζητούν, θάλασσα ’σφαλισμένη
γλυκό νερό να πάρουνε, κει κάποιος θα τα ρίξει.
Για ένα εικοσαήμερο είμαστε αποκλεισμένοι
εκεί, και ούτε άνεμος έλεγε να φυσήξει

που τα καράβια οδηγεί στης θάλασσας τα μάκρη.
Κι αν μιά θεά δεν ήτανε, η όμορφη Ειδοθέα,                                370
χωρίς τροφές θα μέναμε πνιγμένοι μες στο δάκρυ,
η κόρη του θαλασσινού του γέροντα Πρωτέα

που τη καρδιά στα στήθεια της είχα ταρακουνήσει.
Μακριά απ’ τους συντρόφους μου τότε η θεά με βρίσκει,
τούτοι με αγκίστρια ψάρευαν στ’ όμορφο ψαρονήσι
γιατί τα σπλάγχνα θέριζαν της πείνας τους οι ίσκιοι

κοντά μου ήρθε και στάθηκε κι αρχίζει να μου λέει:
«Πως έχεις τόση αστοχασιά ξένε, κι αμυαλωσύνη
ή μες στα πάθια πλέοντας θες η καρδιά να κλαίει
και στο νησί γαντζώθηκες; Τόση παραφροσύνη                          380

έχεις, κι οι ναύτες δείλιασαν, και ψάχνουνε την άκρη;».
είπε, και σαν απάντηση με λόγια εγώ της κάνω:
«Θεά όποια είσαι θα στα πω, κι απ’ όποια να’ ρθες μάκρη,
η γνώμη μου δεν είναι αυτή, τον χρόνο μου να χάνω

μα στους ουράνιους θεούς έκανα αμαρτία.
Πες τα μου – αν και οι θεοί γνωρίζουνε το ίσο-
Ποιος, στράτες επουράνιος, μου ’κλεισε, ποια η αιτία,
και πως τον ψαροταϊστο γιαλό θα συνεχίσω;».

Αυτά είπα κι η γλυκειά θεά έτσι θα μου απαντήσει:
«Ξένε μου όλα θα στα πω, σωστά θα μπω στο θέμα.                  390
Θεός, μα γέρος διάλεξε εδώ να κατοικήσει,
προφήτης απ’ την Αίγυπτο που δεν γνωρίζει ψέμα.

Είναι ο Πρωτέας, του γιαλού όλα τα βάθη ξέρει
κι ο Ποσειδώνας λέγεται αυτόν έχει γεννήσει,
άμα εσύ τον γέροντα τον πιάσεις σε καρτέρι
τον δρόμο της επιστροφής αυτός θα σου γνωρίσει,

τις ώρες στο ταξίδι σου, πως στο αφρισμένο κύμα
θα φτάσεις στην πατρίδα σου, κι αν κι άλλα θες να μάθεις
θεότροφε , όσα καλά ή όσα έχουν κρίμα,
 ενώ έλειπες, θα σου τα πει ή αν θες, κι όσα θα πάθεις».             400

Με λόγια εγώ της απαντώ αφού είχε τελειώσει:
«Για το καρτέρι φρόντισε μονάχη, πως θα κλείσει,
μήπως ο γέροντας με δει και το κακό το νοιώσει
γιατί είναι δύσκολο θνητός ουράνιο να νικήσει»

Είπα κι η φτερωτή θεά ευθύς μου απαντάει
«Αμέσως όλα θα στα πω αυτά βήμα προς βήμα,
όταν του ήλιου η θωριά στα μεσουράνια πάει,
ο άψευτος, της θάλασσας ο γέρος απ’ το κύμα

βγαίνει, και είναι απ’ την πνοή του Ζέφυρου όλος βρώμα
πάει προς τις θαλάσσιες σπηλιές για να ξαπλώσει,                     410
τριγύρω φώκιες δύσμορφες στο αμμουδερό το στρώμα
σε θαλασσόγενη άκρια, η φάρα έχει απλώσει

και βρώμα απαίσια γύρω τους οι δύσμορφες σκορπίζουν.
Εκεί θα σε οδηγήσω εγώ, την ώρα που θα φέξει
να περιμένεις καταγής, μα να σε υποστηρίζουν
τρεις ναύτες που απ’ τα πλοία σου εσύ θα ’χεις διαλέξει,

μα να ’ναι απ’ τους πιο γερούς, και τα φερσίματά του,
του γέρου όλα θα στα πω, τις φώκιες θα μετρήσει
κι αφού κάνει το μέτρημα στα πέντε δάχτυλά του
σαν το βοσκό, να κοιμηθεί δίπλα τους θα κυλίσει .                      420     ........ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

 

Σχετικά θέματα

  Τίτλος / Ξεκίνησε από Απαντήσεις Τελευταίο μήνυμα
1 Απαντήσεις
2441 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 30/06/06, 09:59
από Βραζίλης
23 Απαντήσεις
7711 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 20/06/06, 01:16
από master of puppets
22 Απαντήσεις
8377 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 12/10/07, 21:20
από bluechild
7 Απαντήσεις
3672 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 03/09/08, 21:09
από Neikos
65 Απαντήσεις
24315 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 07/04/09, 00:17
από Βραζίλης
0 Απαντήσεις
1880 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 24/03/09, 22:46
από Βραζίλης
0 Απαντήσεις
2541 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 28/03/09, 17:24
από Βραζίλης
5 Απαντήσεις
3726 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 06/05/12, 16:48
από Απόλλων
0 Απαντήσεις
1717 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 27/06/12, 01:02
από ivikos
0 Απαντήσεις
1215 Εμφανίσεις
Τελευταίο μήνυμα 03/06/20, 10:13
από ivikos