Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - pinelopi

Σελίδες: [1] 2
1
Αγάπες σα χίμαιρες , σπουδαίες κι εφήμερες
αγάπες που πόνεσαν , με πήραν , με κλόνισαν
Αγάπες μαστίγιο , ορμή και μαρτύριο
και άλλες που λιώσανε σα φλέβες ματώσανε

Πλανήτες που πάτησα , αστέρια που πλάνεψα
φεγγάρια που έκλαψα , λυχνάρια που έκαψα
Οι μέρες που πέταξα , οι ήλιοι που έψαξα
νυχτιές που ηττήθηκα μα δεν παραιτήθηκα

Το φως που κυνήγησα , η θλίψη που τρύγησα
στιγμές που ονειρεύτηκα , στιγμές που γιατρεύτηκα
το δάκρυ που δόθηκα μα δεν παραδόθηκα
οι δρόμοι που βάδισα , το χρώμα που κράτησα

Το γέλιο που χάρισα, φιλιά που λαχτάρησα
τραγούδια που αγάπησα, στιχάκια που λάτρεψα
πληγές που με σύρανε που με παρασύρανε
ελπίδες που έλειψαν μα δε μ' εγκατέλειψαν

Και έρχομαι τώρα να πω
σ' αυτούς που ρωτούν ποιά είμ' εγώ
σε σένα που ήρθες εχθές
σα φλόγα και πάνω μου καις

Αυτό είμ' εγώ
Κορμί είμ' εγώ
που μέσα του αγάπες ποτίστηκαν
που πάνω του πόθοι κυλίστηκαν
Αυτό είμ' εγώ
Ψυχή είμ' εγώ
αγάπη και πόθος και πίκρα
σταφύλι , κρασί και καημός
οργή και μανία και νύχτα
και ήλιος που στάζει το φως

Αυτό είμ' εγώ
Κορμί ειμ' εγώ
Αυτό είμ' εγώ
Ψυχή είμ' εγώ

2
Ο χρόνος φεύγει και σκουριάζουν οι συνήθειες
μέσα στο νου γεύση από χώμα και σιωπή
κοίτα πως γίνονται τα ψέμματα αλήθειες
δες πως βολεύτηκες σε πλάνης φυλακή

Νεκρές αλήθειες κλειδώνεις στο συρτάρι
σε ένα πριν με ενοχή στριφογυρίζεις
κι όπως βγαλμένο έχεις στιλέτο απ' το θηκάρι
στις Κυριακές μου με χτυπάς και το γυρίζεις

Λευκός κουρσάρος ξεκινάς να αρμενίσεις
βάρη στην πλάτη κι οι ορίζοντες στεγνοί
πελάγη άγνωρα κινάς να κυβερνήσεις
μα η αλήθεια κρύφτηκε σε ένα μου φιλί

Φεγγάρι ολόγιομο καρφώνω στα όνειρά σου
να περπατάς όλες τις νύχτες με βροχή
μα εσύ φυλάς ένα καρφί στην αγκαλιά σου
κι όπως με παίρνεις μου ματώνεις τη ζωή

Παρ' την κιθάρα και τραγούδα την ψυχή σου
εκεί είναι , μάτια μου,  η αλήθεια μας γυμνή
κράτα το χέρι μου, δώσε όλη την κραυγή σου
μη φοβηθείς να είσαι εσύ τη νύχτα αυτή

Παίρνω τους στίχους και στ' αυτί σου ψιθυρίζω
"...η αγάπη δίνει στα όνειρα μορφή..."
και την αγάπη ολοένα συλλαβίζω
μήπως και σπάσω των χειλιών σου τη σιωπή

Στάζει ένα μέλι ο ουρανός όλο θυμάρι
κάθε σταγόνα την αγάπη ζωγραφίζει
κι αν χάνει νότες πότε πότε το δοξάρι
στο φάλτσο κρύβεται οτι αληθινά αξίζει











3
Στα μάτια σου αστράφτουνε αστέρια σωρό
απ΄τη λάμψη τους χαμένη σωπαίνω
ανεμόσκαλα ρίχνω το δρόμο να βρω
κι από θαύμα σε θαύμα ανεβαίνω

Δρασκελίζω τον χρόνο μετρώ τον καιρό
με το σώμα την ψυχή σου ζυγώνω
ότι αξίζει κρατάω και ότι μπορώ
κι όσα "πρέπει" μου λεν ακυρώνω

Στου μυαλού μου τις δίνες ένας κόσμος μικρός
ένα ελάφι που πίνει σε πράσινη λίμνη
ένα δέντρο που άξαφνα χτυπάει κεραυνός
ένα αγόρι που γελώντας τον κόσμο του δίνει

Μάτια ήλιοι μου τους γκρίζους καιρούς
χρώμα δυόσμου το βλέμμα σου ντύνει
για φθινόπωρα άστους να μιλάνε αυτούς
έχει δύναμη η αγάπη και τα λόγια τους γδύνει

Της ζωής μου σοδιάζω τα λάφυρα
πορφυρές μου χαρές ανασταίνω
φορώ ρούχα μου όσα κατάφερα
κι από θαύμα σε θαύμα πηγαίνω

4
Έρχονται και φεύγουν οι μέρες
θάλασσα γαλήνια
και δυο κοχύλια στις χούφτες
ο κόσμος όλος δυο φτερά
γλάρου λευκού

Έρχονται και φεύγουν οι μέρες
μετάξι στα βλέφαρα
κι ο χρόνος δεμένη κλωστή
κόκκινη κλωστή
αιμάτινη χάντρα
στο λαιμό καρφωμένη
Που είσαι;
Είσαι;
Υπάρχεις;
Μαζεύω χρώμα από βραδινές φωτιές
και σε πλάθω στην σκέψη μου
Μια κραυγή μου σου στέλνω
ζωγραφισμένη σ' ένα κόκκινο φύλλο
Την βλέπεις;
Υπάρχω;

Στην πόρτα σου γερμένο "Απαγορεύεται η Είσοδος"
κι εγώ μπροστά στη θλίψη των ματιών σου
γονατίζω
στην άκρη της φτερούγας μου διψασμένες χαρές
πάνω στην ύλη πως να στήσω τ' όνειρό μου;

Γέλιο στις άκρες, στα χείλη σου
κι εγώ να ψάχνω στα μάτια το κόκκινο
σμιλεύοντας ελπίδες
στο μπράτσο μου

Πως να σου συγχωρέσω όσα δεν είσαι;
Όσα δεν είσαι...
σπασμένος καθρέφτης
που σφίγγω στα δόντια

Καταλαβαίνεις;
Χαμογελάς
κι ένα αστέρι χαμηλώνει το βλέμμα
από ευτυχία , από απόγνωση
Μονάχα μην αφήσεις να χαμηλώσει ο ουρανός
Δεν τον αντέχω τον ουρανό στα πόδια μου...

Στ' ακροδάχτυλά μου περπατάς
κι ανέμελα τους χυμούς μου ραμφίζεις

Που είσαι;
Που είναι το κόκκινο;
Όχι άλλο ροζ
Δεν το μπορώ το ροζ

Κλείνω τα χέρια μου σφιχτά
γεμίζουν οι χούφτες μου κόκκινο
πορτοκαλί το φεγγάρι
η άμμος κατάλευκη
στα πόδια μου άμμος
στα μάτια μου άμμος
ανοίγω την παλάμη μου
και πάλι μέσα της ανθίζεις...


                                                                                             Μυτιλήνη  23/7/2008

5
Μέχρι εδώ

Πάντα
είχα μια αντιδικία με την πραγματικότητα
με τις αιτίες και τ' αποτελέσματα
με τα προκάτ συναισθήματα
μ' άρεσαν οι ανατροπές
Πάντα
γέμιζα τις χούφτες μου κόκκινα ρόδια
τις τσέπες μου γκρίζα βότσαλα
την ψυχή μου αστραπές
και στροβιλιζόμουνα σε κάθε άνεμο
Πάντα
υπήρξα απόηχος ονείρου
μια σπατάλη ευτυχίας
ένα στραπατσαρισμένο στιχάκι
αγκυλωμένο στο φρύδι του θεού
Πάντα
ήθελα ν' ανοίξω την πόρτα
-έτσι ξαφνικά-
και να χαθώ απ' τη ζωή μου
ή να ορμήξω σε μια νύχτα
μελανή, πλατιά
να σκαρφαλώσω στη βλεφαρίδα της
κι από κει ν' αγναντεύω
όλους τους αγέννητους κόσμους
ν' αγναντεύω την υπόσχεση
μα
μέχρι εδώ, αγάπη μου
δεν έχω τόσο χρόνο
τώρα σε θέλω εδώ
το δικό μου παράξενο θαύμα
σε θέλω εδώ
να λούζεται το γυμνό κορμί σου
στη φλυαρία του φιλιού μου
να συλλαβίζω τις σημειώσεις σου
πάνω στο σώμα μου
να περνάς τα δάχτυλά σου
πάνω απ' τα σημάδια
χωρίς να δειλιάζεις
σε θέλω εδώ
να νιώσω το ρυθμό της παλίρροιάς σου
να πλημμυρίσουν οι όχθες μου απ' τους χυμούς σου
να σπάσουν τα φράγματα
κάθε όριο
(ποιός σταμάτησε ποτέ τον έρωτα και το θάνατο; )

Μέχρι εδώ ,αγάπη μου
άνοιξέ μου χώρο
να πέσω στον καταπράσινο γκρεμό

                                                                                          Στον Ν. (Μ.Π.Σ)

6
Κοίτα το χέρι μου
ξέρεις τι μπορώ να κάνω μ' αυτό;
πολλά
Κράτα το χέρι μου
έτσι σφιχτά
ξέρεις τι μπορώ να κάνω τώρα;
τα πάντα

Ν' ανακαλύψω τις κρυφές αποχρώσεις
της αφής
να μεθύσω με το κόκκινο της σελήνης
ν΄αγαπήσω το αόρατο
να μειδιάσω στο προφανές
να γκρεμίσω τα στερεότυπα
να γητέψω τον χρόνο
να παραδοθώ στο άγνωστο
να συντρίψω την υποκρισία
ν΄αρνηθώ την έκπτωση
να πισωπλατήσω στο ξεπούλημα
να συνθλίψω το φόβο
να χτυπηθώ με τους δαίμονες του νου
ν΄απορρίψω το συμβιβασμό
να περιγελάσω το θάνατο
να δω μες στο παράλογο
το υπέρλογο
μες στο αφύσικο
το υπερφυσικό
να κάνω τ' όνειρο δικαίωση
να σφετεριστώ το απόλυτο

Συνεπιβάτες, συνένοχοι, συνομώτες
αρκεί να μας κατοχυρώνει το συν

Κράτα μου το χέρι
έτσι σφιχτά
ναι
μπορώ να κάνω τα πάντα
προκειμένου να πειστώ
πως η ζωή αξίζει

7
Στο ‘χω πει;

Στο ‘χω πει;
μ’ αρέσει να γράφω κάτω απ’ την ανταύγεια μιας λάμπας και μιας πυρκαγιάς
να σκάβω λαγούμια με τα χέρια για να κρυφτώ σε μια φροντισμένη μάταια γραφή
να παραδίδω σε σύμβολα από μελάνι την αγάπη μου για τις θύελλες
ν’ ανακουφίζομαι καθώς οι τελευταίες λέξεις γέρνουν σε μια αόρατη κατηφόρα
την ώρα που ο ήλιος ζαρώνει πίσω απ’ τις διχαλωτές βελόνες του πεύκου
την ώρα που η θάλασσα μαυρίζει σα χελιδόνι
όταν η αστάθεια της νύχτας ισορροπεί στο ξημέρωμα
αντανακλώντας φευγαλέα τη θλίψη μου
για τη νιότη μέσα μου που παραμένει ακόμη ακατέργαστη
άμυαλη, πληγωμένη απ’ τα ίδια της τα αγκάθια

Στο ‘χω πει;
αγαπώ ν’ αποκτώ και να σοδιάζω αυτό που υπόσχεται να διαρκέσει
αγαπώ τον έρωτα και το αλλόκοτο έργο του που μπορεί να σβήνει ένα βουνό, να σέβεται ένα κλωνί,
ν’ αποθεώνει μια ανταύγεια
τον έρωτα που ξέπνοος, περήφανος, ατίθασος, αντάρτης σ’ ανακαλεί στη σιωπή
μακριά απ’ τον απόηχο των στερημένων λέξεων
τον έρωτα που ξεκουράζει στην όαση της αβύσσου του
που νοσταλγεί , που ανταριάζει, που ημερεύει, που μάχεται, που λυγίζει μα δε σπάει

Στο ‘χω πει
πως ζυγίζω άθελά μου την αξία μιας λέξης, την αξία του «δώρου»;
πως ξαναβαφτίζω φαρμακωμένους ηθικούς κανόνες;
πως κανακεύω φτωχές αμαρτίες που διεκδικούν αιώνες το μερτικό τους απ΄ τον παράδεισο;

Στο ‘χω πει;
μ’ αρέσει να αιφνιδιάζω τον εαυτό μου
μ’ αστραπιαίες φυγές στο καθολικό γαλάζιο στο λιγότερο κατοικημένο τ’ ουρανού
μ’ ελεύθερες καταδύσεις στο πράσινο της λίμνης των ματιών σου
μ’ αρέσει να τρέμω απ’ το μελλούμενό σου κίνδυνο σαν ανατέλλων πυρετός
όπως σιγοτρέμουν τ’ αστέρια διεσταλμένα απ΄την υγρασία στην κόρη του ματιού

Στο ‘χω πει;
δεν είναι η φωτισμένη ζώνη εκεί όπου υφαίνεται το χειρότερο
γι’ αυτό γράφω
για την υπόσχεση μιας λυτρωτικής βροχής
που ξεπλένει
που ξεθάβει
που εξυψώνει
που παρασύρει

Στο ‘χω πει;
ονοματίζω πατρίδα κάθε τόπο ευτυχισμένου έρωτα
πόσο αγνοί είναι αυτοί που δίνονται ολότελα
έχοντας για όριο ένα βλέμμα…

Στο ‘χω πει
πως ανεβαίνω και ξανανεβαίνω τη σκάλα των ωρών της απουσίας σου
με μια μέθη βιαστικής προσμονής;
πως γέμισαν οι προφυλάξεις μου από μικρές ηδονικές δαγκωματιές απ΄το στόμα σου που επιμένει;
πως ρέουσα, συνεσταλμένη, αποσπασμένη απ’ το μονόδρομο του παρελθόντος είν’ η μορφή σου;
πως όταν ήρθες με μια αγκαλιά ανέμους κι ένα διάττοντα αστέρα καρφωμένο στο πέτο
τότε είδα πως δε γνώριζα τίποτα;

Στο ‘χω πει
πως έχω ακόμα στα χείλια τη γεύση σου  κανέλλα και μέντα;

Στο ‘χω πει
πως πια δεν κινδυνεύω ν’ αρκεστώ σε μια μικρή βολεμένη ευτυχία
γιατί έμαθα στο ωραίο παράστημα της πολυτέλειας και της σπατάλης;

Στο ‘χω πει;
ένας παλμός σα φτερούγισμα στα σπλάχνα μου με τινάζει στον αέρα
μακριά απ’ το φόβο του γελοίου, τον ενδοιασμό του εφήμερου,
την τερατόμορφη αγωνία της απουσίας σου

Στο ‘χω πει;
δεν μπορώ να σου δώσω λιγότερα
βολέψου έτσι.

8
Μπαλόνια κόκκινα πετάω στον καιρό σου
στο γαλανό σου τ' ανεμίζω ουρανό
όλο το πράσινο απ' το κύμα των ματιών σου
φοράω κατάσαρκα και πέφτω στο νερό

Ήλιος στη νύχτα μου ανάβεις φλογισμένος
σκόρπιες αχτίδες μου σκαλώνεις στα μαλλιά
μοιάζει ο πόνος στ' άγγιγμά σου ξεχασμένος
όπως στους ώμους μου κεντάς λευκά φτερά

Όλη η σιωπή μου ένα φευγάτο περιστέρι
όλη η φωνή μου ένα ατίθασο μαβί
μπορεί ο κόσμος να κρατιέται σ' ένα χέρι;
γίνεται ο φόβος να γελάει σαν παιδί;

Καμβάδες λόγια ζωγραφίζω στον αέρα
σπάω τις ώρες μ' ένα γυάλινο σφυρί
μην πάρει εκδίκηση ο χρόνος μια μέρα
που ξέχασα πως γράφεται η λέξη λογική

Μπαλόνια κόκκινα πετάω στον καιρό σου
με νανουρίζω τις βραδιές με παραμύθια
ύπνος γλυκός με παίρνει πάνω στο σφυγμό σου
κι ανακαλύπτω κάθε που 'ψαχνα αλήθεια


9
Όταν άνοιξα την πόρτα
τα χέρια σου μια διάπλατη αγκαλιά
Πίσω σου δυο άλλα χέρια σφαλισμένα
Κρατούσες νυστέρι
Τέσσερα χέρια; σκέφτηκα
Θα ‘ ναι παραίσθηση, είπα

Στα τυφλά έψαχνες τις πληγές
Ανίδεος με ιχνηλατούσες
με σκάλιζες βαθιά
κι εγώ χαμογελούσα
βγάζοντας πότε πότε αχνές κραυγές
Μη σε τρομάξω

Έβγαζες ήχους σαν λέξεις
ήχους στακάτους
σαν πυροβολισμούς
που με στόχευαν αριστερά στο στήθος
Κέντρο έπιανες
κι εγώ χαμογελούσα
και σε φιλούσα
Μη σε τρομάξω

Τι είναι αυτό; με ρώτησες
Δεν είχες δει αίμα ξανά
Κόκκινο, είπα μόνο
Κόκκινο
κι αποκοιμήθηκες καθησυχασμένος
στην αγκαλιά μου
με τις φλέβες μου ανοιχτές

Σ’ αγαπάω, είπες
και τ' άφησες να πέσει στο πάτωμα
μαζί με άλλα λόγια
με πολύχρωμα φτερά
σαν πεταλούδες

Μη μιλάς έτσι , σου ψιθύρισα
Ενθαρρύνεις τις ψευδαισθήσεις
Γαλουχείς τ’ ανεκπλήρωτο
Ποτίζεις τις αυταπάτες
Ταϊζεις τις χίμαιρες
Η αγάπη είναι υπόσχεση
Η αγάπη είναι ευθύνη
Μη μιλάς έτσι
Η ψευδαίσθηση γίνεται αγχόνη
Μου τυλίγει το λαιμό
Μη μιλάς έτσι
Σαπίζουν στο στόμα μου
τόσες λέξεις που ‘χω να σου πω
Μα δε μιλώ
Μη σε τρομάξω

Παίζω με τις ρυτίδες του γέλιου σου
Ψηλαφώ απαλά τις σκιές σου
Ακραγγίζω τη θλίψη σου
Ακροβατώ στις μέρες που χάνονται
Μασκαρεύω τις μέρες που δεν θα ‘ρθουν
Κάνω τούμπες στον αέρα
Ο παλιάτσος εγώ
Να γελάς
Μη σε τρομάξω

Μη φοβάσαι, είπες
και πρώτος σήκωσες τα χέρια ψηλά
κι έκλεισες τα μάτια

Τον ήλιο σου κοιτάζω
Στο μέσα της παλάμης σου ακουμπώ
κι αφήνομαι
ρεμβάζοντας στο μελλοντικό ναυάγιο
Κόντρα στη λογική και στον καιρό
πιλοτάρω
και χαμογελάω
Μη σε τρομάξω

Ελεύθερη πτώση
Βουτιά στο κενό
Φοβάμαι
Χαμογελάω
και σε φιλάω
Μη σε τρομάξω

Κι όπως θα φεύγω
δε θα γυρίσω να σε δω
Μην αντικρύσεις τη σπηλιά
της θάλασσας μου
Μην πιεις το κύμα
Να μη νιώσεις τον αφρό
Να μην ακούσεις
Να μην ακούσω
τσακισμένα στο βράχο «σ αγαπώ»
Γιατί τότε δε θα μπορώ πια να  σου χαμογελώ
και θα τρομάξεις


10
Χείλια και νύχια κόκκινα βαμμένα
η μουσική να σπαρταράει στα ηχεία
γεμάτο το ποτήρι κι εγώ μεθώ μ' απωθημένα
οι φωτεινές ρεκλάμες γύρω να μου τάζουν ευτυχία

Χωρίς ανάγκη από προφάσεις να με σώσουν
έγινε η αγκαλιά σου μία ξέχειλη αφορμή
δεν παζαρεύω με το χρόνο τη ζωή μου
κι ας ματώσουν
τα ουράνια μπάρκα που σκαρώνω από παιδί

Μια απορία, αθώα με βαφτίζει
ο έρωτας γυμνός το φόβο εμψυχώνει
μα τι τα θες, σα γέλιο παιδικό με αφοπλίζει
στο βλέμμα σου το άγνωστο που με καρφώνει

Δεν έγινα να ζω με περιφράξεις
μ' αναίδεια στο ηλεκτροφόρο σου σχοινί ακροβατώ
τροπαιοφόρος στου γκρεμού μου τις επάλξεις
μ' ένα χαμόγελο τον κίνδυνό σου ορθογραφώ

Εφτά φορές θα σου το γράψω, θα στο πω
την ώρα που κουρσεύεις τα λιμάνια της ψυχής,
όταν στα μάτια σου αναζητάω το θεό,
δεν είναι η αγάπη, μάτια μου, φωτογραφία της στιγμής

11
Οκτώ τραγούδια και ένα ορχηστρικό κυκλοφόρησαν με τίτλο "Μικρή Ελεγεία'.

Ένα cd με αξιώσεις.
Η μουσική ψυχογραφεί, οι στίχοι σε κατακτούν, οι ερμηνείες σε ταξιδεύουν.

Μουσική : Μάρθα Μεναχέμ

Ποίηση και στίχοι : Κ. Καβάφης
                         Ν.Λαπαθιώτης
                         Κώστας Τριπολίτης
                         Στέλιος Γεράνης
                         Θράσος Καμινάκης

Ερμηνεία : Χρ. Θηβαίος
               Απ. Ρίζος
               Γ. Λεκόπουλος
               και η Μάρθα Μεναχέμ



12
Με μαύρο άλογο στη νύχτα σου καλπάζω
ανάγκη εσύ απ' την ανάσα πιο σκληρή
τον άγριο νου σου μ' ένα πέπλο πρόσκαιρα σκεπάζω
και μια αράχνη υφαίνει γύρω μας σιωπή

Άσπρο σκοτάδι τυφλώνει όλη την αλήθεια
γδέρνει τα δάχτυλα το ψέμμα στην αφή
σου είπα όλα μου τ' αγαπημένα παραμύθια
κι εσύ μου χάρισες και μήλο και φιλί

Νήμα σφιχτό απλώνει ολόγυρα η υφάντρα
κανένας μας δε νοιάστηκε που ύπουλα γελά
χαμένοι όπως ψάχναμε του πάθους μας τα κέντρα
τα λάθη μας κεντούσε σε μεταξωτή θηλιά

Μες στης αράχνης τον ιστό θα σου χορέψω
όσα δεν πρόκειται ποτέ μου να σου πω
τα βήματά μου πάνω σου θα τα ξοδέψω
θα με σκορπίσω και μπροστά σου θα σωθώ

Μ' ένα σπασμό κοκκινοπίπερο και μέλι
θα βαφτιστούμε μες στην ίδια τη φωτιά
πυρακτωμένα στρέφεις πάνω μου τα βέλη
και όπως  καίγομαι γίνεσαι στάχτη κι εσύ πια.

 

13
Μ' ένα στιχάκι ταξιδεύω για το άπειρο
μες στου μυαλού μου τις αξόδευτες ευθείες
αφήνω μπόσικο ηνίο για  μεθαύριο
έτσι κι αλλιώς δε μου ταιριάζουν οι τελείες

Μαζεύω λόγια θυμωμένα, απαρηγόρητα
που μου τη στήνουνε το βράδυ στη γωνία
έτσι όπως φέγγουν ζωντανά και ασυγχώρητα
ελευθερώνοντας τη σκοτεινή τους αγωνία

Μ' ένα στιχάκι μεταφράζω τις ελπίδες μου
και τ' ανερμήνευτα μια λέξη περισώζει
όπως ο ήλιος βουτάει στη δύση τις αχτίδες του
πάντα κι εμένα μία νύχτα θα με σώζει

Μ' ένα στιχάκι περπατάω στ' απροχώρητο
ανώφελος αφηγητής συνάμα κι οδοιπόρος
φωνή ουρλιάζω στης σιωπής τ' αδιαχώρητο
φτιάχνω της δυο ραγισματιές ν' ανοίξει ο χώρος

Ανασαίνω λόγια απελπισμένα, αμνημόνευτα
στ' απύθμενα του κόρφου μου βουλιάζω
σκοτώνω εντός μου κάλπικα και ερμαφρόδιτα
απ' την αλήθεια μου κρατιέμαι και στους στίχους μου κουρνιάζω

14
''Δακρύζω'' είπες.
Γιατί; Δεν υπάρχει τίποτα για να κλάψεις.

Ανασυνθέτεις με νεκρούς βιασμούς
κοιτάζοντας τα παλιά φώτα
με δυο νεκρά βότσαλα

Στόμα σκιάς σε καταπίνει
και οι στιγμές αλύτρωτες να καταβροχθίζουν τη ζωή...

Σταυροφόρος των σκέψεων
Σταυροφόρος των λέξεων
Φύλακας της περίφραξης μια λέξης
Αμετανόητος κριτής ξένων ονείρων

Μήπως μες στη σιωπή ολοκληρώνονται όλα;

Προτιμώ να λιάζομαι στο χαμόγελό σου
Μια δαγκωματιά βαθιά απ' την κόρα του ψωμιού σου
φύκι κι ανθόμελο
Ένα φιλί ακουμπισμένο στο μέσα της παλάμης σου
Μια ανάσα θυμαρίσια να παίζει στα μαλλιά σου
το κύμα να περιγελά την άσπρη άμμο όπως εμείς το χρόνο μας...

Πέλαγο τούτος ο δρόμος
γκρίζο το κύμα, γκρίζο το σύννεφο
μα η στιγμή γεμάτη
Όλα, όλα για μια στιγμή και τίποτα για πάντα
Όχι ''έλα'', μόνο ''ζήσε''
μόνο αυτό.
Έτσι έχουν όλα ειπωθεί.

15
Σε είδα.
Αψηφώντας κάθε φυσική νομοτέλεια
σκαρφάλωσες στην ανεμόσκαλα
με δυο δρασκελιές
κι άδραξες το φεγγάρι.
Δάχτυλα λεπίδες
κόψαν την πανσέληνο στη μέση.
"μια φέτα φως για σένα '' είπες και μου χαμογέλασες
'' για μένα μια ''
Έτσι μου χάρισες τη νύχτα.
Κι από τότε κάθε νύχτα, εγώ
για σένα
αθετώ όλες τις υποσχέσεις μου.

16
                                                      "Υπάρχουν άνθρωποι που μπορείς να ζεις
                                                                 μέσα τους χωρίς να ζεις μαζί τους.
                                                                 Όπως και άνθρωποι που ενώ ζεις μαζί
                                                                 τους είναι αδύνατον να ζεις μέσα τους"
                                                                                                  Γκαίτε 



Στη γκριζωπή τη θλίψη του χειμώνα
λευκά φωτάκια ξέφρενα αναβοσβήνουν
στα μάτια τρέμει αναποφάσιστη σταγόνα
όσα φωτίζονται να κρύψεις δε σ΄αφήνουν

Κόκκινο στόμα  οι φλόγες καταπίνουν
το φρέσκο ρόδι που ελπίζει στο τραπέζι
σπόρια ασκόρπιστα υπόσχεση δε δίνουν
και στο σαλόνι το σιντί neden αδιάκοπα να παίζει

Φυλάει ο τόπος ανέλεητα τις μνήμες
μες στου μυαλού το ανεξίτηλο κιτάπι
όχθες αδιάβατες με προσκαλούν κι εκείνες
να τις διαβώ για να γνωρίσω την αγάπη

μα εγώ...

Παράθυρο στα σύννεφα άνοιξα το πρωί
κι ανέβηκα για αγνάντι με δίχτυ ασφαλείας
ερήμην μου αποφάσισα να ζήσω τη ζωή
κλεισμένη μες στο άσυλο της ποιητικής αδείας

17
Σαπίζει υπόγεια η γαρδένια στο μπαλκόνι
η τηλεόραση από μέσα την αλήθεια να πενθεί
πλάσματα αξόδευτα, από μπογιά κι από χαρτόνι
χειροκροτούν την απαξία στην εποχή την τραβεστί

Βαρέθηκα τους ρυπαρούς καμμένους μονολόγους
από διάτρητα μυαλά που στρίβουν στην ευθεία
αμφισβητίες του κενού, φαιδρούς αερολόγους
που την αποτυχία τους λουστράρανε με ουσία

Τα βήματα του πουθενά στοχεύουνε στο κέντρο
επαναστάτες ευτελείς, της εσχατιάς πεσόντες
με ύφος περισπούδαστο σαν ξεραμένο δέντρο
να κριτικάρουν άπαντα, πάντα ωσεί παρόντες

Τσίγκινοι δουλοπάροικοι σε τρέλας περιβόλια
τα όνειρά τους χτίσανε μέσα σε ένα τέλμα
και με οργή θανάσιμη ρίχνουν άσφαιρα βόλια
μαύρο κρασί ποτίζοντας αθώους στην αρένα

Αντάρτες πολεμοχαρείς, ακάματοι προφήτες
μιας κούφιας διανόησης, μιας μιαρής κουλτούρας
πουλάν' λόγους παράνοιας σε τρομαγμένες νύχτες
και μεθυσμένοι παίρνουνε μορφή καρικατούρας

Οι επαίτες της τοξίνης, συλλέκτες της ντροπής
οι ικέτες της απόλαυσης απ' όπλων ηδονές
οι εραστές του τίποτα, αγάπης αδαείς
εναγωνίως μάχονται αλύτρωτες στιγμές

Λυπάμαι μα δε θα γενώ της τρύπας θιασώτης
μαζί μ' αυτούς που στο μηδέν φορέσανε τις βέρες
μ' ανεπαρκείς που έγιναν της ζήσης τους προδότες
στης φτήνειας τις νεροποντές θε να στραγγίζω μέρες


18
Ξαναχειμώνιασε


Στο κρύο σεντόνι ανασαίνει η απουσία
ξαναχειμώνιασε , περνάει ο καιρός
πάλι θα έχω τη μεγάλη ευκαιρία
να σου ξεφύγω, είναι ο πόνος δανεικός

Ξαναχειμώνιασε, η βροχή με παγιδεύει
ουράνιο τόξο που χαράζει ένας λυγμός
και μια ματιά μου που αιωνίως δραπετεύει
στο πριν που σάπισε σαν άρρωστος καρπός

Φλούδα νεράτζι στα χείλη δαγκωμένη
μα εσύ ποτέ τα βήματά μου μην ακούς
που σε γυρεύουνε εκεί που πια κανείς δε μένει
γιατί είναι βήματα που τρέχουν στους καημούς

Άλλαξα, κοίτα με, δεν είμαι πια η ίδια
πως θα μπορούσα αφού πια δε μ’ αγαπάς
φοράω στα χέρια του καπνού τα δαχτυλίδια
κι ένα παλτό από τη θλίψη που σκορπάς

Φωτογραφίες σου μες στις γροθιές κλεισμένες
να μη σε βλέπω απ’ το χαρτί πως με κοιτούσες
ασπίδες του μυαλού μου φυλαγμένες
και ένα βέλος να χτυπάει όπου πονούσες

Είναι καιρός που πια δε σε χωράω
στο χώμα μου όπως ρίχνεις πάντα κεραυνό
κάθε μου μέρα τώρα πια θα σε ξεχνάω
σαν μια εκδίκηση για όσα δε σου συγχωρώ

19

Ο Ποιητής και το Περιστέρι

Απόμακρη φιγούρα σ' ένα ορίζοντα υγρό
χαρτί, μολύβι, άφιλτρο σέρτικο στο χέρι
παραδομένος στο φως του ήλιου το στερνό
ο ποιητής χαϊδεύει ένα περιστέρι

Θάλασσα φίλντισι στα πόδια του ακουμπά
πως θα ΄θελε στις λέξεις του τη σιωπή να κλείσει
όπως το κύμα που γνωρίζει χωρίς λόγια να μιλά
έτσι και την αλήθεια του σαν κόμπο να τη λύσει

Σκαλώνουνε οι έννοιες στων φθόγγων την απόχη
γλαρόνι ελεύθερο ο νους σκιρτά να φτερουγίσει
γίνεται το μολύβι του μια πυρωμένη λόγχη
έτσι όπως ξεχάστηκε κατάφατσα στη δύση

Άγριοι κρίνοι, αλαβάστρινα χωνιά
μύρο σκορπάνε με το τρέμουλο του αέρα
πως ήταν και στερήθηκε της γης τη μυρωδιά
πως κι απολησμονήθηκε στης μοναξιάς την ξέρα

Πουλιά χτυπάνε τα κατάλευκα φτερά
σκέψεις τού ανοίγουνε αιμάτινες χαράδρες
ψάρια του ερέβους αργοπλέουν στα νερά
το αδικαίωτο υψώνει εμπρός του Συμπληγάδες

Φυγές αστραπιαίες σ' ένα διάφανο ουρανό
τα μάτια του ας χώραγαν μεμιάς τον κόσμο όλο
μια αντανάκλαση από φως να 'σκιζε το κενό
σπόρια ροδιού κοκκινωπά να γέμιζαν το θόλο

Χύνεται ο ήλιος σιωπηλά ματώνοντας τη γη
μ' ένα αγκάθι καρφωμένο στην άκρη του φιλιού του
ο ποιητής μ' ένα ναυάγιο βυθισμένο στη ψυχή
ένα σκαρί γυρεύει να τον πάει ως τα βάθη του μυαλού του

Γερμένος μες στης πλάσης την κινούμενη ερημιά
με δάχτυλα από φώσφορο ακουμπά το μυστικό της
κοιτάζοντας στα βράχια μια γοργόνα θαλασσιά
να ξαγρυπνά και να ρωτά για τον Αλέξανδρό της.

20
Μία βραδιά μ' ένα φεγγάρι γερασμένο
μέσα στους κόμπους μιας παλιάς συνενοχής
μου 'λεγες ''ρούχο είν' η αγάπη σου καμμένο''
και μ' έσερνες στα πρόθυρα της λογικής

Υγρά τα μάτια μου, φωτιές ζευγαρωμένες
εικόνες γέμιζαν τυφλής διαδρομής
ελπίδες χάρτινες στο χρόνο μουσκεμένες
απ' το γαλάζιο μιας απρόσμενης βροχής

Κουρέλια διάπυρα στα πόδια πεταμένα
στην ομηρία ενός δερβίσικου χορού
σου 'λεγα ''αγάπησα τα καταδικασμένα
σ' αυτόν τον κόσμο που ραγίζει από παντού''

Ήχος απόμακρος απ' όστρακο που βρίθει
σαν πέταγμα πουλιού το βάρος μιας στιγμής
σου είπα ''το όνειρο μονάχα μου ανήκει
για να παραιτηθώ θα είναι πάντοτε νωρίς''

21
Απ' τη μισάνοιχτη πόρτα
μπήκε η νύχτα
αφήνοντας έξω τον ήλιο
να καίει ακόμα

Απομένω να κοιτώ
με τη σοβαρότητα ενός ενδοιασμού
το χρόνο να μεταμφιέζεται

Μετά από σένα
αποθάρρυνα όλα τα σύμβολα
του χρόνου
του χώρου
έτσι, περπατώ στον τοίχο
τα βράδια
να ξαναπερπατήσω στα χνάρια μου

Απ' τη μισάνοιχτη πόρτα
μπήκε η θάλασσα
αφήνοντας πίσω την άμμο
να διψάει ακόμα

Δεμένη πισθάγκωνα
ταράζομαι
από υπόγειες δονήσεις

Μετά από σένα
δεν έχω ανάγκη από επιείκεια
του πόνου
του φόβου
από καλή πίστη διεκδικώ
το ανέφικτο
αφού μπορώ να κλάψω κι από μέσα μου

Μετά από σένα
έκλεισα καλά την πόρτα πίσω μου.

22
Απόψε λέω να ξεχάσω να θυμάμαι
λέω στην πόλη να γλιστρήσω ως το πρωί
ήχοι βραχνοί και μουσικές να με τρυπάνε
με αλκοόλ να υποδεχτώ την Κυριακή

Απόψε λέω να ξεχάσω πως υπάρχω
και να κρυφτώ μέσα σε γέλιο πλανερό
να κατεβώ απ΄της αλήθειας μου το βράχο
ν' αγκαλιαστώ με του παρόντος την ηχώ

Λέω ν' αρπάξω τη στιγμή που μου ξεφεύγει
λέω απόψε μαύρο μύθο να γευτώ
να ψάξω στο σκοτάδι τι ειν' αυτό που μου διαφεύγει
πάνω σε λάφυρα ήσυχη πια, να σκορπιστώ

Νύχτα , απόψε,  στα ζεστά σου μονοπάτια
συντρόφεψέ με στο σεργιάνι ως την αυγή
ρίξε μου φως, από τ' αστέρια σου, στα μάτια
ξεμάκρυνέ με απ' τ' ανάπηρα γιατί

Απόψε λεω να ξαποστάσω σ' έναν τοίχο
να ημερέψω, να φιλιώσω με το τίποτα
να ξοδευτώ μέσα στον πιο γελοίο στίχο
να βυθιστώ έτσι ανείπωτα, έτσι ανύποπτα

23
Έλεγα αν είναι να χαθώ ας είναι από ταξίδι
έλεγα αν είναι να σωθώ ας είναι από φιλί
και χύμηξα στο δίκοπο του απόλυτου λεπίδι
φορώντας γέλιο κρύσταλλο και μιαν απαντοχή

Ψηλά κρατούσα το κεφάλι και στη βροχή και στην κατάρα
σαν στην αυλή της μοναξιάς σου περπατούσα
και στο κορμί σου τέντωνα τα δάχτυλα βεντάλια
όλη γινόμουν σπήλαιο βαθύ και σε χωρούσα

Νύχτες υγρές και ο βοριάς ψυχρός να αγριεύει
λίμνες ιδρώτα στα σεντόνια ο πυρετός σου
άκαμπτος ύπνος, ο νους σου πάλι εφιάλτης που θεριεύει
πως βρέθηκα να παίζω το λυγμό μες στ' όνειρό σου...

Όταν η κάμα χτύπησε ανάμεσα στα φρύδια
αίμα δεν έσταξε μονάχα απορία
αναίμακτο το φονικό σαν όλα τα παιχνίδια
πτώμα δε θα βρεθεί ποτέ σ' αυτή την ιστορία

Πυρπολημένοι άγγελοι, ποιός θύτης ποιός το θύμα
σκιαγμένο σμάρι ερωδιών οι ερωτήσεις
κι ένας θεός βουβός να προχωράει στο κύμα
αμείλικτα σκορπώντας στους αφρούς τις απαντήσεις

Σπέρνω λιανόκλαρα ένα γύρω στο σκοτάδι
κι εμείς ανάβουμε, πλάσματα μέσα στη σιωπή
γραμμή φωτιάς απ' των ματιών σου το υφάδι
έμοιαζε θάνατος κι όμως ήταν ζωή.

24
Έχω γι' ασπίδα
μια τρύπια ελπίδα καλοκαιριού
Έχω για δρόμο
άγραφο νόμο μικρού θεού

Κόσμε αγύρτη
έχω για σπίτι τον ουρανό
Κόσμε αγύρτη
κάθε ξενύχτι σε κυβερνώ

Έχω βαρκούλες
δύο ευχούλες παρηγοριά
Κι ένα φεγγάρι
στο μαξιλάρι για συντροφιά

Κόσμε αγύρτη
μιλώ τις νύχτες με τα πουλιά
Κόσμε αγύρτη
έχω πυξίδα τη μοναξιά

Μια πίκρα έχω
που δεν αντέχω τις Κυριακές
μα για το δάκρυ
έχω στην άκρη δυο μαχαιριές



25
Βόστρυχοι εβένινοι
-άγρια πουλιά-
στους παιδικούς σου ώμους

Στα πράσινα νερά του ποταμού
ξεδίψασαν
τα φλογερά σου μάτια

Ορίζοντας απέραντος
το βλέμμα σου
ντύθηκε γαλανός στα όνειρά σου

Γέλιο μου γάργαρο,χρυσό
κυματισμοί στη θάλασσα
η φωνή σου
κεχριμπαρένια λόγια

Τον κόσμο ολάκερο
-βότσαλο λίμνης-
στη χούφτα σου κρατάς
πως τον χωράς;

Μαβί κυκλάμινο η ελπίδα σου
ψυχή μου
σ' απάτητα φαράγγια
ξεφυτρώνει

Τ' ακράγγιγμά σου στη ζωή
είν' τρυφερό
πούπουλο μοιάζει
Μα ειν΄τ' αδράχτι
αιχμηρό
και σε τρομάζει

Πέτα, ψυχή μου,
αγνάντεψε
ρούφηξε φως κι αέρα

Βούτα, ψυχή μου,
γύρεψε
πιο μέσα και πιο πέρα

Γέλα, ψυχή μου,
χύμηξε
ρομφαία η δύναμή σου

Κλάψε, ψυχή μου,
λύγισε
ζωή η ανταμοιβή σου.

                                                                        Στην κόρη μου

Σελίδες: [1] 2