Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - elian

Σελίδες: [1]
1
Ούτε κατάλαβα τα χρόνια πως περάσαν
πάλι αγγίζω τα στήθη σου λοιπόν.
Δε με φοβίζει πια το μαύρο χρώμα,
φτάνει που είσαι  στο πλάι μου παρών.

Καιροί μας βρήκαν να καίνε τους καρπούς μας
δίχως κανείς μας να βλέπει τη φωτιά.
Νωπά τα δάκρυα που σβήσαν τη φωνή μας
κι εμείς αγνάντι να δίνουμε φιλιά.

Πίσω μου κοίταξα και σάστισα για λίγο,
το βλέμμα πάγωσε σαν είδα την πληγή.
Μέσα μου το ‘νιωσα εκείνο το μαχαίρι
κι ας ήταν στο τέλος  κομμένη η σκηνή.

Γυάλινοι τοίχοι υψώθηκαν στον δρόμο
και εμείς κουνούσαμε μαντήλι στο παιδί.
Σιγά σιγά χαμήλωσες τα φώτα,
μονάχα άφησε την πόρτα ανοιχτή.

2
Εδώ στα άσπρα καφενεία
μεταίχμιο και φύρα και υψηλοί
αδειάσαν τα μελανά δοχεία,
φωτιά και αίμα και βροχή.

Εδώ στα άσπρα καφενεία
μειδίαμα και όχλος κι αποστροφή`
χαλκεύει η πένα τη μωρία,
βορά στα όρνεα ετούτη η γη.

3
           

Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι λες`
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
 
με πλάτες γυρισμένες   στο εφήμερο χθες`
κι αν είσαι μόνη μες στα πλήθη σα νομίζεις

παράθυρο στα χάη του απλανές`
δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, ας κλαις.
 
Ξάφνου θα δεις δυο μάτια γαλανά
στο απόκρημνο φως εκείνης της μέρας
 
κι ο χρόνος κλόουν που χασκογελά,
επαίτης στη θέα μιας τρύπιας δεκάρας`
 
μα σαν ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συμφορά παλιά και να ξυπνά,

εφιάλτης θα ‘ναι που αγναντεύει`
ξάφνου θα δεις δυο μάτια γαλανά.

4
    Χροιά  που φέρνει ρίγη,
  σιωπή κι αμηχανία.

  Θηλιά που με τυλίγει
  του νου η αβαρία.
 
  Σκοτώνουμε παρέα
  τις ενοχές της μέρας.
  Ζηλεύουμε μοιραία
  τον άρχων της φοβέρας.
 
 
  Μονάχοι τραγουδάμε
  τις νύχτες του σακάτη.
  Σιμώνουν και τα σπάμε
  τα λόγια στο κρεβάτι.
 
  Ρωτάμε κι απαντάμε
  μα τελειωμό δεν έχουν.
  Θαρρώ κι εγώ πως θα 'μαι
  μ' αυτούς που δεν αντέχουν.

5
               
Περπατώντας το δικό μου αδιέξοδο
σε ψάχνω μα ποτέ δεν είσαι εκεί,
ποτέ δεν ήσουν γι’ αυτό δε σε  βρίσκω.
Περπατώντας το δικό μου αδιέξοδο,
ανακαλύπτω αυθαίρετα παραπήγματα
σοβάδες,γκρεμισμένα θεμέλια
πάνω σε χώμα γόνιμο.

Κάποτε θυμάμαι μου χαν πει
για ένα μέρος μ’ ανθισμένα  χαμόγελα,
σ’ αυτό το μέρος μικρό παιδί
ονειρευόμουν να μεγαλώσω.
Κάποτε θυμάμαι μου χαν πει
‘‘θα έρθει κι η δική σου ώρα
μα είναι ακόμη νωρίς γιε μου’’.

Τείνει ο ουρανός να χάνει το φως
κρίμα στο κρίμα θα λέγαν οι  προπάτορες,
σημεία των καιρών θα χρήζαν οι  προφήτες.
Τείνει ο ουρανός να χάνει το φως
αδιαίρετό κομμάτι εν σάρκα μία,
γλυκιά η αφύπνιση του νου
σαν μέλλει να έρθει.

Πλανόδιος εραστής και σαρκοβόρο
στη γλώσσα,στο λόγο και στην πένα
σαρκάζει'το φόβο προπηλακίζει,
το δόγμα του τάχα ονείρου δικού  μου.
Πλανόδιος εραστής και σαρκοβόρο
κάτω απ’ το κρεβάτι μου φιγουράρει
το πιο όμορφο ψέμα.

Ενθάδε κείται η αιώνια αγάπη
κάποιας άγνωστης φύσης ιστορία,
λοιδόρησα τη σκέψη πως υπάρχεις
δυο συλλαβές σηκώσανε κύμα.
Ενθάδε κείται η αιώνια αγάπη
πάνω στην πέτρα αγγίζω εσένα'
αυτό είναι αγάπη θαρρώ.

6
Μοιάζει ο χρόνος με αμμουδιά,
μοιάζει ο δρόμος με αγρίμι.
Κλεψύδρα   δίπλα στη φωτιά
και τ' όπλο δίπλα στα ασήμι.

Σβήνω τα ίχνη   του σεισμού,
σβήνω τη δίψα  και το δέος.
Πλύση του νου,νερά παντού
λύγισε   πια κι ο τελευταίος.

Πόλεις ζωσμένες με   κακό,
πόλεις που φτάνουν στο φεγγάρι.
Σαν ρθει   εδώ,σαν ρθω   κι εγώ
σαν φύγουμε σε πλοίο που σαλπάρει.

Κηλίδες φωτός σε   αλαβάστρινο δέρμα
σύρομαι εντός σου σε λάγνο χορό.
Λύνω φωνή και φιλάω το   πέλμα,
σε χώμα σε πέτρα σε ξηρό ποταμό. 

7
Κουβάρι με χρωματιστές κλωστές,
γενναίες μήτρες κλέβουν τις στιγμές.
Όνειρά θαμμένα στη βροχή,
άγνωστοι τρανοί γραμματικοί
σχοινοβατούν σε γκρίζες εποχές.

Φλόγες τα μάτια σου,
νύχτες φωτίζουν.
Διάττοντες αστέρες βουτούν στο γιαλό.

Πάνω στους ώμους σου
βράχοι δακρύζουν.
Κύματα βρέχουν στείρο ωκεανό.

Πολλές σκοτούρες τώρα το μυαλό,
γριά λεχώνα σέρνει το χορό.
Άνοστες κι αχόρταγες φωνές,
πλήθιοι κι ανώνυμοι εραστές
ακροβατούν σε γκρίζο ουρανό.

8
Όνειρα νωχελικά,
είδωλα χιμαιρικά
γύρω μου στήνουν χορό.
Μ' έναν ήλιο φαιδρό
σηκώνω το βλέμμα,
δαμάζω το ψέμμα.

Του χρόνου οι δείκτες,
περιαλγείς νύχτες
γύρω μου στέκουν αμίλητα.
Κι ο άνεμος χτυπά αμείλικτα
σε δρόμους ερημωμένους,
σε τόπους ερειπωμένους.

Μετουσιώνεται η σιγή,
παραπληγικό παιδί
σε τραύμα που δε κλείνει.
Τα σημάδια πίσω αφήνει
να θυμίζουν το πέρασμά του,
το θάνατο του έρωτα του.

Ασύδοτη χλεύη,
ψυχή που σαλεύει
στα όρια του χόλου.
Στη φαντασία ενός ονειροπόλου
φαντάζει σαν κάτι ποταπό
να κρύβομαι σ' αυτά που θα 'πρεπε να πω.

9

Νύχτες θολές,
ισχνή ορατότης.
Λεπτές κλωστές
το κουβάρι της νιότης.

Βαραίνει η χλαίνη
τον ρου συννεφιάζει
η κίτρινη σκόνη.
Σε κρύο βαγόνι
ο νους σκοτεινιάζει
κι η ανάσα κομμένη.

Στο τέλος του δρόμου
μια ράγα σπασμένη
που κόβει ανάσα.
Ανόητη φάρσα
στις φλέβες να σέρνει
μουσώνες του κόμμου.

Κλειδί στειρωμένο
σε μήτρα που κλείνει
το χρόνο μαζί της.
Ζητιάνος προφήτης
σε δέρμα που ντύνει
παιδί φιμωμένο.

Νύχτες ποτάμια
πληγές και φιλντίσι.
Στερνά λιμάνια
σωπαίνουν στη δύση.



Σελίδες: [1]