Παραμονές τ’ αη Λιος ακόνιζες μαχαίρια
Δεκαπενταύγουστο, πελέκαγες σπαθιά
σέρνοντας πίσω σου σφαγμένα καλοκαίρια
γυρνούσες τρέμοντας με ματωμένα χέρια
και ξεχειμώνιαζες σ’ απάτητη ερημιά.
Τις νύχτες έσμιγες με του βουνού τ’ αγρίμια
Τις μέρες, σπάραζες την ίδια σου καρδιά
Ότι σ’ αγάπησε το γκρέμισες συντρίμμια
ντρεπόσουν κι έθαβες την πρόστυχή σου γύμνια
στις στάχτες π’ άφηνε η πρόσκαιρη φωτιά.
Ξερνούσες αίμα και χολή πάνω στα τείχη
που χες υψώσει απ’ Αυτούς για να σε σώσουν
χάραζες πάνω τους θανάτους με το νύχι
έβριζες κι έφτυνες την άδική σου τύχη
κι ότι θυμόσουνα καλό το καταριόσουν.
Μονάχα νύχτες που χανόταν το φεγγάρι
κι ίσκιους δεν είχε να σου κάνουν συντροφιά
τον ύπνο ξόρκιζες κοντά του να σε πάρει
στο χώμα έγερνες, γινόσουνα κουβάρι
και τυλιγόσουνα σ’ ονείρων αρμαθιά.
Εκεί, ξανάβρισκε τον Άνθρωπο το Κτήνος
Εκεί, γαλήνευαν κι η όψη κι η ψυχή
Ξαναγεννιόσουνα κι ήσουνα πάλι Εκείνος
και πριν τολμήσει η κραυγή να γίνει θρήνος
«Μάνα…» ψιθύριζες κι έκλαιγες σαν παιδί.