Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - augo

Σελίδες: 1 [2] 3
26
Χιλιάδες μίλια καταχνιά
να σβήσει περιμένω
στέκεις στο κεφαλόσκαλο
κεράκι αναμμένο.

Δέκα οργιές την άγκυρα
δεμένη στην καρδιά μου
έριξα και περίμενε
στο ντόκο τα φιλιά μου.

Είναι που απόψε η ξαστεριά
κάνει τη νύχτα μέρα,
στης θάλασσας την αγκαλιά
το πέλαγο μια ξέρα.
Είναι που απόψε σα γιορτή
αστράφτουμε κι οι δύο
μεθάμε μπρος στην κουπαστή,
στην παγωνιά, στο κρύο.

Βλέπω λουλούδια στο ραντάρ
αστέρια στον εξάντα
μέσα μου ακούω μια φωνή
"θα σ΄ αγαπώ για πάντα".

Βλέπω καράβια που ΄ρχονται
κι άλλα που ταξιδεύουν
τα κύματα σου μέσα μου
ματώνουν και θεριεύουν.

27
Ξημέρωσε κι έχω χαθεί στα βάθη μιας γαλήνης
που συναντά ξενέρωτα το δρόμο στη φυγή
παρασιτώ γαλάζια της θύμησης εκείνης,
του έρωτα, της θάλασσας, του απρόσμενου που αργεί.

Ξημέρωσε, χαιρέτησα του πόλους της σελήνης
τον ήλιο σαν κατάπλασμα μαζεύω βλοσυρά,
να χαίρομαι δεν θα ΄πρεπε ζωή μ΄αυτά που δίνεις,
την γέννηση, το θάνατο σ΄ ατέρμονη σειρά;

Ξημέρωσε και φόρεσα τον γιορτινό μανδύα,
σκοτώνομαι σφυρίζοντας να τρέξω στη δουλειά,
πετάω τα κουρέλια μου που φέρνουν αηδία
στους άλλους, μα σε ΄μενανε κρυφή παρηγοριά.

Έχω χαθεί, το ξέρω πλέον
εδώ πατώ κι αλλού βρίσκομαι
σέρνω τα βήματα σα νάμαι χαμαιλέων,
κομήτης άστεγος προσπέρασα τη Γη
πενθώ μαζί της, αναλίσκομαι.

28
Την τρίτη όψη του νομίσματος
αυτή που χάνεται τόσο γρήγορα
πίσω απ΄ τις κορώνες και τα γράμματα
ψάχνω να δω κατάματα.
Είναι σίγουρο πως υπάρχει
πίσω απ΄ τον ήλιο και τη θάλασσα
πέρ΄ από τα σύννεφα
εκεί που χάνεται ο ψεύτικος ορίζοντας
κι αρχίζει ο άλλος, ο βαθύς, ο σύντομος.
Πού και πού, αποκαλύπτεται φευγαλέα
στα μάτια κάποιου παιδιού
ή στο κούνημα της ουράς
ενός πρόσχαρου αδέσποτου.
Ύστερα, χάνεται μες τη σιωπή
των καλώς ή κακώς πεπραγμένων,
του χθες και του αύριο,
του Σταμάτη και του Γρηγόρη
στο δρόμο με τις απέραντες ευθείες
και τη μοναδική στροφή.
Είναι σίγουρο πως υπάρχει
όπως η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
που φλερτάρει με τ΄ άφιλτρά μου όνειρα
τ΄ αξημέρωτα.
Αν είναι κάποτε να ξημερώσουν
εύχομαι νάναι ΄κει
όπου τα γράμματα
θέλουν να λένε την αλήθεια
και τα πρόσωπα δεν θά ΄ναι
μεταλλικά σκυθρωπά.

29
Μες των ανέμων τ΄ ανθοστόλιστα παλάτια
εκεί που χρόνια τόσα κατοικούσες
και την καρδιά μου σαν δική σου την κοιτούσες,
στων χρυσανθέμων εποχές φυτρώσαν δάκρυα.

Τώρα ζεστές, ζωγραφισμένες αναμνήσεις
που ξετυλίγονται τα βράδια μία-μία
λεπτές γραμμές, τις βλέπω σαν ταινία,
κουβάρια μπλέκονται στις κρύες τις αισθήσεις.

Σ΄ αυτές ζητώ, ψάχνω και βρίσκω μιαν εικόνα
να την αγγίξω δε μπορώ στα όνειρά μου,
είναι φτωχή χωρίς εσένα η αγκαλιά μου
και τα χρυσάνθεμα ξερά και τόσο μόνα.

Κι εσύ απέναντι μου γνέφεις να περάσω,
ν΄ακολουθήσω την αντίθετη πορεία
μα δε μπορώ, έχει τελειώσει η ταινία
και προσπαθώ καρέ-καρέ να σε ξεχάσω.

30
Κάθε πρωί όταν πηγαίνω στη δουλειά
βλέπω τον άστεγο μαζί με μια κουβέρτα
καθώς τυλίγει τα όνειρά του στα κλεφτά
χαμογελά στα παλαβά τα σούρτα-φέρτα.

Φτωχέ αλήτη, μες τη μιζέρια,
δεν έχεις σπίτι, μόνο τ΄ αστέρια.
Φοράς κουβέρτα, είσαι στο κρύο
κι εμείς φοράμε το προσωπείο.
Μα έχεις κάτι ολόδικό σου
είναι στον ήλιο το μερτικό σου.

Μόλις που ξύπνησε, το στρώμα του κοιτά,
μετά μαζεύει τα χαρτόνια του με χάρη
σα να ΄ταν πούπουλα απ΄της χήνας τα φτερά
και χρυσοκέντητο, αφράτο μαξιλάρι.

Φτωχέ αλήτη, μες τη μιζέρια,
δεν έχεις σπίτι, μόνο τ΄ αστέρια.
Φοράς κουβέρτα κι εμείς μανδύα
να μη μας κλέψουν την ευτυχία.
Μα έχεις κάτι ολόδικό σου
είναι στον ήλιο το μερτικό σου.

31
Είν΄ οι μέρες όλες
σκόρπιες αναμνήσεις
σα σταγόνες βρύσης
πέφτουν στο κενό.

Τρύπησαν οι σόλες
και τα βήματά μου
σέρνονται μπροστά μου,
φαίνονται βουνό.

Όσο προχωράω
περιμένω κάτι
μες την αυταπάτη
να ΄ρθει να με βρει.

Πίσω μου κοιτάω
πέρασαν τα χρόνια
μέτραγα βαγόνια
σ΄ όλη τη ζωή.

Ήταν όλα άδεια
κι ήμουν σ΄ όλα μέσα
δίχως να το ξέρω
ήμουν φυλακή.

32
Παρακαλάει μια καρδιά
της θάλασσας τ΄αγέρι
να πάει ΄κει στην ερημιά
το ταίρι της να φέρει.

Του Ποσειδώνα τ΄ άλογα
τα φτερωτά να ζέψει
να στείλει πίσω στη στεριά
εκείνη που ΄χει κλέψει.

Άραγε θα βρει γαλήνη
πες μου εσύ γλυκειά Σελήνη
που όλο ψάχνεις για σημάδια
στων ανθρώπων τα σκοτάδια.

Πικρά κρατάει σφαλιστά
γιαλό-γιαλό τα μάτια
και προχωράει στου βυθού
τα γαλανά παλάτια.

Κι όταν τ΄ανοίγει μια στιγμή
γοργόνες της χαρίζουν
ναυαγισμένα δάκρυα
που δυο καρδιές στολίζουν.

33
Πώς μας κοιτούν όλο παράπονο οι τοίχοι
και τα γεράνια πώς μαραίνονται στις γλάστρες
την περηφάνια μας μετρήσαν μ΄ έναν πήχυ
και τη ζωή μας την απλώσαν σε κρεμάστρες.

Πόσο θρηνούνε σφαλιστά τα παραθύρια
και τα γαβγίσματα των σκύλων ξεχασμένα
σ΄ ένα σεντούκι πώς χωράνε χίλια-μύρια
δικά μας όνειρα που πήγανε χαμένα.

Πώς ερημώσαν τα δρομάκια κι η πλατεία,
πώς έχει σβήσει το χαμόγελο απ΄ τα χείλη
μα στο ξωκκλήσι ακόμα καίει το καντήλι
κι η φλόγα του μας συντροφεύει στην πορεία.

34
Στα χείλη μου κρεμιέται το τσιγάρο
στα χείλη σου μια λέξη μ΄ αδικεί
απ΄ την καρδιά σου αυτό που θα ΄θελα να πάρω
αναβοσβήνει σαν τον φάρο,
είναι μακριά κι η γη στενή.

Κοχύλι άδειο είμαι μες την άμμο
που τρέμει που βουλιάζει ξαφνικά
πίσω απ΄ την άβυσσό σου τρέχω να προκάμω
με θέλεις να κυλιέμαι χάμω
να με πατάς να με ορίζεις μαγικά.

Δεν είναι που παράφορα ματώνω
μια πίκρα είναι μόνο που διαρκεί
κι όσο απλώνεται σκοτάδι μες τον χρόνο
τόσο σφιχτά θα με πολιορκεί.

Στην πρύμνη όλο κρεμιέμαι πριν σε χάσω
πριν σβήσω απ΄ τον χάρτη, ναυαγός
δροσοσταλιά φιλιού σου θέλω να προφτάσω
πρωτού η ζωή μου πάει πάσο
στου έρωτά σου τ΄ ομιχλώδες φως.

Θα έρθει κάποια μέρα να θυμάσαι
στην άμμο την χρυσή που περπατάς
θα κλαις μ΄ αυτό που σ΄ αγκαλιάζει, θα λυπάσαι
μ΄ ένα κοχύλι μόνη θα ΄σαι
σαν φυλαχτό απ΄ το λαιμό θα με κρεμάς.

35
Στα παραμύθια που μου λέγανε παλιά
κάποιαν αλήθεια πάντα εύρισκα κρυμένη
σαν τη ζωή μου μυστικά που περιμένει
να βρει χαμένη από τότε αγκαλιά.

Τα παραμύθια μου γελάγανε πλατιά
είχα συνήθεια να τ΄ακούω κάθε βράδυ
πριν κοιμηθώ και πριν να νιώσω στο σκοτάδι
παραμυθένια αγάπη και γλυκά φιλιά.

Με παραμύθια μεγαλώσαν οι στιγμές
κι έγιναν χρόνια και καράβια τσακισμένα
μες τις φουρτούνες της ζωής ήταν για μένα
κάποιες του χθες αγαπημένες αστραπές.

Τώρα που νιώθω πως αλλάξαν οι καιροί
και την αλήθεια την κατέκτησε το ψέμα
τα παραμύθια νοσταλγώ αντί για βλέμα
σε μια κρυστάλινη αφίσα παγερή.

36
Θαλασσοπόρος να ’μουν έπρεπε
Κολόμβος, Μαγγελάνος
αντί να είμαι της στεριάς
απόκληρος ζητιάνος.

Να τριγυρνώ σ’ ωκεανούς
με συντροφιά μου τ’ άστρα
και να γκρεμίζω της ψυχής
τα στοιχειωμένα κάστρα.

Να’ χω το κύμα οδηγό,
να ταξιδεύω χρόνια
εκεί που ζούνε ξωτικά,
γοργόνες και τελώνια.

Σ’ αυτή τη γη που φύτρωσα,
που δεν θεριεύει σπόρος,
έγινα μόνο στα όνειρα
τρανός θαλασσοπόρος.

37
Κοιτάζω και ζηλεύω τους ανθρώπους
βαδίζουν ανασαίνοντας χαρά
κι εγώ μες τα κοντόφθαλμα γυαλιά μου
αθροίζω τη ζωή μου νοερά.

Έμαθα διαίρεση,
πρόσθεση, αφαίρεση,
μ΄ έκαναν μάνατζερ
μού ΄παν με γεια.

Πλούσιο στέλεχος
και αυτοέλεγχος
φαινόμενο σύγχρονο
χωρίς καρδιά.

Αισθάνομαι πως έχασα το μέτρο
σε πράγματα απλά και βασικά
πετάω τα κοντόφθαλμα γυαλιά μου
και χώνομαι στο πλήθος που γελά.

38
Επλάνεψαν οι πίνακες τ’ αστέρια
θαμπώσαν απ’ τη λάμψη τους αδρά,
τη λύπη, την οργή και τη χαρά
τάχα θεών εσμίλεψαν τα χέρια;
Σ’ εκθέσεις, σε μουσεία τους κρεμάμε
ταξίδια, ψευδαισθήσεις στη σειρά,
σε ψάχνω, δε με βρίσκω πουθενά
στον αντιπίνακα που όλοι μας ξεχνάμε.

Ζωγράφοι στους αιώνες που περάσαν
αθάνατοι γινήκανε πολλοί
κι εσπείρανε, θεριέψανε στη γη,
τα χάδια με εικόνες τους μοιράσαν.
Οδύνες που μας κάναν να πονάμε,
κρυφές και αλησμόνητες στιγμές,
το βλέμμα τους χαράζει πινελιές
στον αντιπίνακα που όλοι μας ξεχνάμε.

Ο χρόνος που αδυσώπητα κυλάει
τις φλέβες μας μπολιάζει μοχθηρά,
την είδα τη Μαντόνα να γερνάει
κι η Άνοιξη αιώνες δεν κρατά.
Εφήμερες οι μέρες που περνάμε,
τα σμήνη των αγγέλων μας φθονούν,
κι οι σάρκες των παρθένων δεν ριγούν
στον αντιπίνακα που όλοι μας ξεχνάμε.

Η Μέδουσα που μέσα μας φωλιάζει
θα μένει με μιαν όψη τρομερή,
σκοτώθηκε, μ΄ αυτή θα μας τρομάζει
στον αντιπίνακα που όλοι μας ξεχνάμε.

39
Η απόκρισή μου πρόθυμη
στις γήινες προκλήσεις
που γαργαλούν αιώνια
τις πέντε μου αισθήσεις.

Στ' αραξοβόλι των θεών
στα πέρατα του ανέμου
εκεί δεν εταξίδεψα,
γιατί ψυχή μου; πες μου...

Εκεί που τα ποιήματα
στέκουν σαν τις Σειρήνες
και καρτερούν τους τυχερούς
που φτάνουν ως εκείνες.

Εκεί που τα ποιήματα
σαν τους λωτούς κρεμιώνται
για κάποιο χέρι διαλεκτό
που θα 'ρθει αναρωτιώνται.

Για 'κει μονάχος τράβηξα
τον δρόμο δεν τον βρίσκω,
καμιά φορά τον συναντώ
και κάθομαι στον ίσκιο.

40
Μεσάνυχτα και κάτι
στα βάθη της σιωπής
κι ακόμα περιμένω
γι΄αγάπη να μου πεις.

Της νύχτας άδειο δώρο
σαν όνειρο περνά
περίτεχνα δεμένο
με λέξεις που ξεχνά.

Δεν ησυχάζω, δεν κλείνω μάτι,
δεν ανασαίνω, μου λείπει κάτι.
Κι όλο φωνάζω με τη ψυχή μου,
αυτή η νύχτα θάναι δική μου.

Χαράματα πονάνε
μαχαίρια της αυγής,
το σώμα σου με καίει
σε θέλω μην αργείς.

Η μέρα φτερουγίζει
στην άκρη του μυαλού,
την άκουσα να λέει
πως τράβηξες γι΄αλλού.

41
Σ΄ένα γραφείο που σκοτώνεται η μέρα
μ΄έναν καφέ που όλο γίνεται πικρός
κι ένα μηχάνημα δεξιά σου παραπέρα
να σε κοιτάζει σαν να ήσουνα εχθρός.

Εκεί λεπταίνουν συνεχώς τα όνειρά σου
σαν να κοιμάσαι ενώ είσαι ξυπνητός,
αυτή όμως φίλε δυστυχώς ειν΄η δουλειά σου,
κι ο ίδιος θα΄ναι πάντα ο ρυθμός.

Αυτά τα νούμερα μπλεγμένα μεταξύ τους
συνωμοτούν για να σου πάρουν την ψυχή,
σαν τους διαβόλους έχουν μέσα στο πετσί τους
μιαν αταξία και μια διάθεση κακή.

Απ΄το μικρό της φυλακής σου παραθύρι
μπαίνει του ήλιου το ατίθασο το φως
κι εσύ μετράς και όλο ψάχνεις το σβηστήρι
μην σου ξεφύγει ένας λάθος αριθμός.

42
Με ροδοπέταλα σκεπάζεις απαλά
κι όλο δροσίζεις μιαν ανήσυχή μου σκέψη
αυτό το γέλιο που τον πόνο έχει γιατρέψει
ποτάμι γίνεται και μέσα μου κυλά.

Γίνεται θάλασσα ξεχύνεται μπροστά
στην πιο κρυφή κι αθέατη πλευρά μου
απ΄τον ορίζοντα του σκοτεινού θαλάμου
έχω σαλπάρει, ταξιδεύω στ΄ανοιχτά.

Σ΄όλα τα μήκη, σ΄όλα τα πλάτη
σ΄όλα τ΄αστέρια, σ΄όλη τη γη
θέλω μαζί σου να ταξιδεύω
να σε γυρεύω και να ΄σαι εκεί.

Μες του κορμιού σου όνειρά μου φωτεινά
όλο μεθούν αγγελικά με χάδια
κι αναριγούνε του ανέμου τα υφάδια
όταν ακούνε τη χαρά μου να ξυπνά.

Να με κερνούσες κάθε μέρα σαν κι αυτή
με τον ανθό σου, με το νέκταρ σου και να 'χα
σ΄όλο τον κόσμο ένα βλέμμα σου μονάχα
να μ΄οδηγεί σε κάποιαν έρημη ακτή.

43
Άλλη μια μέρα στο εργοστάσιο
Το πνιγηρό κι ανήλιαγο
Πετώντας λίγα σεντς γι΄ αντάλλαγμα
Το φως να ροκανίζει.
Άλλης μιας χαμένης ύπαρξης
Γρανάζι χαλασμένης μηχανής
Κυνηγημένα κι ανεκπλήρωτα
Μπήκαν τα όνειρα στο αρχείο.
Σφάλισαν οι κλειδαριές
Μ΄ ένα καταχθόνιο κλικ
Το ίδιο που σφάλισε τα στόματα
Όσων τόλμησαν ν΄ αντισταθούν.
Κι η μηχανή συνέχισε να δουλεύει
Κάνοντας χιλιάδες κλικ
Και χιλιάδες λάθη
Δίχως όμως να σταματά
Δίχως ν΄ απολογηθεί κάποτε
Για τα ελαττωματικά της προϊόντα.

44
Τώρα που πέρασε η βροχή
με λάσπη πόσο μοιάζει
το πρόσωπό μου που βουλιάζει
στη γερασμένη εξοχή.

Τώρα που έσβησε η φωτιά
στο δρόμο περιμένει
μια σπίθα ακόμα ξεχασμένη
να της μιλώ στη σιγαλιά.

Έρχονται πλοία μακρινά
διαρκώς με πλησιάζουν
μα τα λιμάνια που ΄ξερα
στο φως θα σκοτεινιάζουν.

Έρχονται όνειρα κρυφά
και μου μιλούν για σένα
μα τ΄ άλλα πάνε, βούλιαξαν
σε μια άγκυρα δεμένα.

45
Ένα μαντήλι μουσκεμένο μ΄ αναμνήσεις
κι ένα τσιγάρο τελειωμένο από χθες
ότι απέμεινε πριν φύγεις, πριν να σβήσεις
κάτι στιγμές σαν σπίθες λιγοστές.

Μοίρασες την τράπουλα
τράβηξα και κάηκα
απ΄ την αρχή δικό σου το παιχνίδι.
Βλέπω το μαντήλι σου
σκέφτομαι τα χείλη σου
μ΄ αλλού τα δίνεις ήδη.

Ένα μαντήλι ποτισμένο με φαρμάκι
κι ένα φιλί σου που με πρόδωσε νωρίς
έχω κρυμένο και με τρώει σαν σαράκι
μέχρι βαθειά, ως το μεδούλι της ψυχής.

46
Εσύ αϊτέ μου που πετάς
περήφανα και φεύγεις,
κι όλο τον κόσμο από ψηλά
με τη ματιά χαϊδεύεις.

Θέλω μια μέρα χαμηλά
όπως του ήλιου αχτίδα
να κατεβείς και να μου πεις
τα νέα απ΄ την πατρίδα.

Δάνεισέ μου τα φτερά σου
εκεί πέρα να πετάξω,
δάνεισέ μου τη ματιά σου
για μια ώρα να τη δω.
Εσύ αϊτέ μου που γυρνάς
σε όλα αυτά τα μέρη
να πας σε μια κορφή
που ΄ναι θεών λημέρι.

Με τη δική μου τη ματιά
δεν φτάνω εκεί πέρα
και τα δικά μου τα φτερά
δεν σκίζουν τον αέρα.

Νάρθω μια μέρα από ψηλά
για λίγο ν΄αγναντέψω
και μια φορά σαν αϊτός
λεβέντης να χορέψω.

47
Δυο μέρες απ΄την πρύμνη
πάει του Καρκίνου ο τροπικός,
στον Ισημερινό κοντεύω.

Στα μάτια σου μια λίμνη,
στην άβυσσό μου ένα SOS
εκπέμπω, σ΄ αγναντεύω.

Τα χρόνια τα χαμένα
πετάω στα θολά νερά,
ψαρεύω αναμνήσεις.

Γυρεύοντας στα ξένα
τη λύτρωσή μου σα φωτιά
με καις πριν με φιλήσεις.

Διακεκαυμένη ζώνη
μες τη ζωή μου χιόνι,
τριγύρω καλοκαίρι,
καυτός ωκεανός.

Διακεκαυμένη ζώνη
και η καρδιά κρυώνει
σαν πληγωμένο αστέρι
στο Σύμπαν δίχως φως.

48
Σα νυχτερίδες που γυρνούν
μες τα πυκνά σκοτάδια,
τα όνειρά μου ξαγρυπνούν
σε μια καρέκλα άδεια.

Σε μια γωνιά μοναδική
κοιμούνται κρεμασμένα
τα όνειρά μου το πρωί
στου χρόνου την καδένα.

Όταν απλώνεται το φως,
τα διώχνω, τα σκορπίζω
κι όλο αισθάνομαι λεπρός,
με ψέματα γεμίζω.

Είναι που χώρια το πρωί
βλέπω με δόση τρέλας
στα περιθώρια ζωή
ξεφούσκωτης σαμπρέλας.

49
Ξεχάστηκα και πήρε να χαράζει
με όνειρα στα μάτια τ΄ ανοιχτά,
το κύμα συνεχίζει ν΄ αλυχτά
σαν σκύλος που φοβάται το μπουγάζι.

Κουράστηκα τ΄αστέρια να μετράω
θαρρώντας πως σε κάποιο είσαι συ,
η θάλασσα με πίνει σαν κρασί
μα ύστερα με φτύνει όπου πάω.

Η βάρδια μου τελείωσε πριν ώρα,
φιλί σου αποθύμησα καυτό,
πεθαίνω κάτι βράδια σαν κι αυτό
καράβι τσακισμένο, δίχως πρώρα.

Περνάμε τον πορθμό του Μαγγελάνου
ανάμεσα σε δυο ωκεανούς
μια λέξη μας χωρίζει, δεν ακούς
ανάσα στ΄ άδεια χείλη μου, ζητιάνου.

Σκάντζα βάρδια κι εγώ
στην ίδια θέση μένω
σ΄ ένα κατάστρωμα πικρό
και θαλασσοδαρμένο.

50
Απ΄το βουνό το πιο ψηλό
του κόσμου την εικόνα
να δω κι αμέσως να κρυφτώ,
να βγάλω το χειμώνα.

Σε μιας σπηλιάς την αγκαλιά
να πέσω ένα βράδυ,
να κοιμηθώ με συντροφιά
της μοναξιάς το χάδι.

Κι όταν ξυπνήσω άνοιξη
να βγω απ΄τα σκοτάδια,
κοντά σ΄αγρίμια και πουλιά
και της ζωής λειβάδια.

Απ΄το βουνό το πιο ψηλό
τον κόσμο ν΄αγναντέψω,
ένα χαμόγελο δειλό
να στείλω πριν κιοτέψω.

Σε μιας σπηλιάς τη σιγαλιά
να διώξω μαύρες σκέψεις
του μακρινού αυτού ντουνιά,
τραγούδι δίχως λέξεις.

Σελίδες: 1 [2] 3