Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - pimami

Σελίδες: [1] 2 3 4 5
1
Είναι αλήθεια, πέρασαν τα χρόνια. Μα έχει μείνει
δαχτυλικό αποτύπωμα στου φεγγαριού την πλάτη.
Είμαι εγώ που τ' άγγιξα κι απ' τη δικαιοσύνη
ζητώ την τιμωρία μου γι' αυτή μου την απάτη.

Κι ενώ ειν' στα χείλη τ' ουρανού η ετυμηγορία
κανείς δε δίνει τελικά σε μένα σημασία.
Εκείνο τ' άθλιο ίχνος μου χάνεται μεσ' στη σκόνη
άδικα, καθώς φαίνεται, πέρασαν τόσοι χρόνοι..

2
δίπλα στο ποτάμι χορεύουν τα πουλιά
μα κανένα τους ποτέ να πιει νερό δε σκύβει.
Τα χάδια μου μπλεγμένα στα λυτά σου τα μαλλιά
Μα τα βαθιά σου μυστικά η θάλασσα τα κρύβει

Όπως το παραθύρι σου οι σκέψεις μου ραμφίζουν
Τα δάχτυλά σου ακροπατουν στο βλέμμα σου επάνω
Όλα όσα βλέπεις κελαηδούν κι οι ουρανοί γυρίζουν,
ακολουθούν το βήμα σου κι εγώ το φως μου χάνω!

Στα κύματα χορεύεις κι η μορφή σου ακροβατεί
Του ήλιου το ναυάγιο στα πόδια σου αποσταίνει
Οι άνεμοι επάνω στο κορμί σου έχουν πιαστεί
Και σέρνουν το τραγούδι από τα χείλη μου που βγαίνει..

3
από το "δικοί μας στίχοι και ποιήματα" του kithara.gr φτάσαμε εδώ: http://alafroiskiwtos.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html
ευχαριστώ.

4
Προχωρούσαμε πάνω στην παραλία με τα χέρια
Μοιράζαμε το χάδι μας σε χιλιάδες κόκκους άμμου
Τα πόδια μας έγραφαν έναν χορό στον ουρανό
δίχως ρίμα και μέτρο
Κι όπως μας κατέβαινε το αίμα στο κεφάλι
τα όνειρά μας σκαρφάλωσαν στις πατούσες
Δεν είμαστε ξυπόλυτοι πια
μα τα παιδικά νούμερα μας στενεύουν αφόρητα
Ένα φιλί μας θα δώζει ζωή στην άμμο
μα θα πρέπει να σπάσουμε τα μούτρα μας



*** από την ποιητική συλλογή "ημερολόγιο στρώματος.κομ" που κυκλοφόρησε από τα "24 γράμματα" και τη σειρά "εν καινώ" σε e-book.   http://www.24grammata.com/ebooks/Dimosthenis%20Michalakopoulos/Imerologio%20Stromatos%20com/index.html

5


Στη ρίζα του μπαλκονιού
Μια αλυσίδα δαγκάνει την ουρά των ταξιδιών μου


Κι εκείνα ματαιώνονται
ανήμπορα  να φανταστούν τους προορισμούς
Κόβεται το κομμάτι
Δεσμοί αίματος που δεν ομολογούσε κανείς
Φανερώνονται
Και στο μωσαϊκό σπαρταρά ένα κολοβό σαμιαμίδι
Πήγαινε-έλα στο βοτσαλένιο χάρτη
Κοϊμπρα-Κύθηρα
Παγκράτι-Κάβο Δουκάτο
Τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σμίγουνε
στην τελευταία κηλίδα
Ο γύρος του κόσμου σ' ένα μπαλκόνι

6
Έχει "τύχει" σε κανέναν;
Έγινε προχθές η διάγνωση. Απ ότι είδα και άκουσα πολλοί τραγουδιστές το έχουν περάσει... Οι περισσότεροι έκαναν εγχείρηση... προς το παρόν μένω "άφωνος" και περιμένω να δει ο γιατρός τι θα κάνουμε...  :(
Για πείτε! Θα ζήσω.....; ή μάλλον , θα ξανατραγουδήσω;;;....  :P

7
Δεν έχεις πού να γείρεις
αδιάβαστος κοπανατζής
μπροστά σου πράσινα θρανία να περάσεις
στιγματισμένα με συνθήματα ανεξίτιλα που έκανες
με τα δόντια
Το ψωμί το τραβολογούν τα σκυλιά σε ιπποδάμεια που
τερματίζουν σε αφτιών λαβυρίνθους
Άκουσε κανείς;
Η ελευθερία διανέμεται δωρεάν στα φανάρια
Στην επόμενη στάση κατεβαίνεις για κατούρημα ασφαλώς αφανής
σε σκοτάδια αυστηρώς φυλασσόμενα
Είδε κανείς;
Στο λιμάνι ξεφόρτωσαν καμιόνια με θρανία καινούρια
που δε πιάνουν πάνω τους μελάνια και αίματα
κανείς δε γράφει πια

Το είπαμε
Αδιάβαστος
Φέιγ-βολάν και μπροσούρες σκεπάζουν τη γύμνια μας
Η μαρκίζα του Μάη λέει "κλειστόν"
Πίσω απ' τα φερμουάρ το "made in" σφράγισε το δέρμα μας
σαν εισητήριο καταφυγής διαρκείας

Επιτέλους ήσυχος πια
-έχει κι άλλους εκεί κάτω-
και περιμένωντας τα συνεργεία διάσωσης
Το στερέωμα καταπλάκωσε τα θρανία
σώσαμε τα κεφάλια μας
μα κανείς δε φέρει ευθύνη για το "αριστείον" που απονεμήθηκε 

8
μουσική/στίχοι: Μιχαλακόπουλος Δημοσθένης
2ο βραβείο στον 1ο διαγωνισμό στίχου του kithara.gr
"ιδρωμένα σεντόνια"

9
(στης ποίησης τη δούλεψη)


Μπροστά του βλέπει το βουνό, τη νύχτα πίσωθέ του
μια δρασκελιά και σίμωσε, μια δρασκελιά κι ακούσθει.

Αν δρασκελήσει στο βουνό το φως θα τον τυφλώσει
κι αν κάνει πως πισωπατεί τονε στοιχειώνει η αγρύπνια.

                         
                       * * *


Μακραίνουν του τα δάχτυλα ως που δε φτάνει μάτι
και με το κρύφιο χέρι του τ' αστέρια ψηλαφίζει.

Χορτάτος απ' το πιάτο του το βλέμμα σα σηκώνει,
λέξεις από τα γένια του θα στάξουν στα μολύβια.

                       * * *

Φανταχτερές σωπαίνουνε στα σκιερά χωράφια,
πέφτει η δροσιά κι αρχίζουνε τραγούδια να ανθούνε

Σιμά θα πιάσουν το χορό του κάμπου οι αγγέλοι,
νύχτα θα πιούνε τους χυμούς, αυγές στο μεροδούλι.

                       * * *

Είχε δεξιά τον άνεμο, στ αριστερά λυγμός του
σεμνά τον ορθοπλώριζε στη στεριανή φουρτούνα.

Αστροπελέκια στα μαλλιά, στα χέρια νυχτερίδες,
στις πέντε μαύρες θάλασσες φωτίζουν τη γραφή του.

10
δεν ξεχωρίζεις μεσ' στο πλήθος τη φωνή μου
μία σταγόνα στα ωκεάνια δεσμά της
επάνω σου είναι γαντζωμένη η απόδρασή μου
νερό στο σώμα που αναδύεται ακροβάτης

το χάδι του ήλιου που θα 'ρθει θα τη στεγνώσει
άσπρο αλάτι στο κορμί σου και σωπαίνει
γλύφεις το δέρμα σου, στο στόμα σου θα λιώσει
μιλάς και μέσα απ' τη φωνή σου ξαναβγαίνει. 

11
κύλησε η νύχτα
σα χάδι αδέσποτο επάνω στα σεντόνια
ρόγχοι ορφανοί συγκεντρώνονται με πλακάτ στα χέρια
προς αναζήτηση πατρίδας
Από 'κείνες που πέσαν στο πάτωμα
τσόφλια απ' τον πασατέμπο της κυρά-ιστορίας
ματωμένες χρονολογίες
που κάθησαν στο λαιμό μας πριν φτύσουμε το αίμα
το προγονικό
Από 'κείνες που χορεύουν όταν κρυφοκοιτά το φως από τις γρίλιες
όπως σηκώνεται η σκόνη
όταν η ίδια κυρά σαρώνει τις βρωμιές της

Καθαρίσαμε
κοιμηθείτε

12
κανείς δε φοβάται τη βροχή εδώ μέσα
έχουν τα μαχαίρια στα θηκάρια τους
διψασμένοι για αίμα
οι λερωμένες λεπίδες στάζουν σύννεφα κι
αστράφτουν κάπου κάπου στα βλέμματα των άλλων
Της νύχτας ο βραχνάς θαμμένος στους ντελβέδες φυτρώνει
για να καρπίσει άγουρα μεσημέρια
Ανακατεύονται οι ζωές σε κάθε ζαριά
νυχτώνει κάτω από τα πούλια
κι όσοι ψάχνουν για αστέρια κλείνουν τα μάτια τους
Έχει άλλη γεύση ο καφές
οι κουβέντες γιγαντώνουνται σε παίρνουν απ' το χέρι
και σε σπρώχνουν σα σαϊτα προς το ταβάνι
Σιωπή
Μπαίνει ο θεός στο καφενείο
στάζει τσίπουρο στις πληγές του κι ακουμπά καπνό
πάνω τους
Μια πληγή μεθυσμένη συγχωρά
Η λησμονιά του καπνού είναι σοφότερη
κι όλοι αρχίζουν να μιλούν
έτσι που να μη ξεχωρίζουν οι κουβέντες μεταξύ τους
να νομίζεις πως τρίζουν τα ντουβάρια
κι έπειτα γελάνε
κλαίνε
"Είδα το δάκρυ των τοίχων να στάζει στα κεφάλια μας"
Σιωπή
Οι άλλοι ξέρουν
πως την καλύτερη συντροφιά την κάνουν οι σκέψεις τους
στα ξύλα που καίγονται στο τζάκι
Θα τον αφήσουν να μεταλάβει
κι έπειτα να μαστορέψει στη ζαριά του την ιστορία που δεν είπε
ποτέ σε κανέναν 

13
Σε ποίηση Κ. Καρυωτάκη

14
οι πεζόδρομοι των ανθρώπων
διάδρομοι απογείωσης
φτερά σπαρμένα στις πλάκες
ζωές που καρπίζουν
παρασιτούν η μία στην άλλη

Φτιαγμένοι από λέξεις
ανακατεύω το γυάλινο δοχείο να τραβήξω τον κλήρο
με τη διάφανη τύχη στο μάτι
ήρθε το αδειανό χαρτάκι στα χέρια μου
Έχω τον πολυτιμότερο μπαλαντέρ και την πιο ιδιοτελή συμπάθεια
για τους συμπαίκτες
Μοιράζω περσόνες
έχω ένα όνομα για τον καθένα
είμαι η μάνα
που γκρεμοτσακίζεται στα απόνερα της πτήσης τους
Λέξεις εδάφους-εδάφους για όλους
ψάχνουν στόχο

Δε θέλω την παρέα σας
η σκληρότερη παρτίδα έχει έναν παίκτη
και θα ήθελα να κερδίσω πολλά ή να τα χάσω
όλα

θα ήθελα 

15
Στις πέτρες κλειέται η βοή και η φωνή της νύχτας
κι εκείνου που την έστιψε αίμα κυλάει στο χέρι

κι εκειός με το γαρύφαλλο στο χέρι του που ανθίζει
συνάζει στην παλάμη του το δάκρυ όλου του κόσμου

                       -

Φτάσαν πουλιά στα χέρια μου μέλισσες στα μαλλιά μου
το βήμα μου τριαντάφυλλα κι οχιές τρικλοποδίζουν

αν πέσω στα τριαντάφυλλα θα θρέψω το μελίσσι
κι αν πέσω πάνω στις οχιές θα σκιάξω το θεό μου

                       -

στα χτήματα που σπείρανε τα ματωμένα χέρια
περπάτησε ο θεριστής με αδειανό σακούλι

στα πόδια του είναι η σπορά κι ορθός σαν είναι στάζει
το κόκκινο που πότισε το γέννημα του τόπου

                      -

βουνά έχει στα χέρια του στα μάτια τους νεκρούς του
ένα τραγούδι άνθισε στο στεγνωμένο αχείλι

τα εγγόνια ρίχνουν στη φωτιά ξύλα να τον ζεστάνουν
και κάηκαν αντάμα τους του γέροντα τα λόγια 

16
Δε βλέπουμε παρά μόνο τις σκιες μας
στα υποδήματα των άλλων
να χορεύουν στο ρυθμό των ανέμων
Κάτι αδέσποτα κουρέλια
που ξεσκονίζουν το χρόνο για να ξαπλώσει το
νιογέννητο πάνω
Βογγούν οι πέτρες τον πόνο τους όταν γεννούν
τους αιώνες
Τα πλουμίδια που βαραίνουν στ' αφτιά
μας σέρνουν την ακοή ως να κυληστεί στη λάσπη
Ρυάκια τα λόγια των ποιητών
του κόσμου το δαχτυλικό αποτύπωμα σχηματίζουν
στο χώμα
Μια βραγιά ποιήματα αρνιέται ο καθένας μας
-ποιος ξεδιψά με αίμα-
και κρεμόμαστε απ τους τοίχους για μια σταγόνα ιδρώτα
ασφαλείς
πως το αποδεικτικό στοιχείο που καταπίνουμε θα αθωώσει
τα διαπραχθέντα εγκλήματα

Είναι άλλο το αίμα που ρουφάνε τα σύννεφα στο
λιόγερμα
κι άλλο αυτό που μοιράζουν οι παλμοί του κόσμου στα
μάτια μας

Παγαπόντηδες αγιογράφοι
αμαρτωλών ανέμων το σφύριγμα σας υπαγορεύει τις ανείπωτες εκπνοές
των πραγμάτων
με τις μυστικές ανθρώπινες μυρωδιές στα
ρουθούνια

17
Με έναν κουβά θάλασσα
ξεπλένω τον ιδρώτα της νύχτας απ το
κατάστρωμα
Ξημερώνει ανάποδα
Το πιο βαθύ αμπάρι βαστάει την τιμονιέρα του ύπνου
Μπρούμυτα στο ταβάνι
στο στρώμα ανάσκελα
Κι οι πόλεις του κόσμου μπρούμυτα στο σκοτάδι
Δρόμοι παράλληλοι που ερωτεύονται με το φως της
ημέρας και
συναντιώνται σε μυστικά σταυροδρόμια τις νύχτες
Ένας
ποιητής με παίρνει απ το χέρι και
μ' ένα λευκό χαμόγελο
γάλα απ της νύχτας τα βυζιά μου λέει
"πάμε να σου δείξω"

Δε θα του πω
πως όταν κοιμάμαι με τη ντουλάπα ανοιχτή
ένα ζευγάρι μαύρες γόβες που απόκτησα πληρώνοντας ένα πουγκί ύπνου
μου
μαρτυρά τα πάθη των δρόμων που τέμνονται στις
σόλες τους

18
εκείνο το κορμί το αγεφύρωτο
που έφτιαξα για χάρη του μιαν άρνηση "σπουδαία"
απόμεινε σαν τάμα μου ανεκπλήρωτο
κι αυτή η ευκαιρία του, να υπάρξει, η τελευταία!

εκείνο το νερό το απροσπέλαστο
καθρέφτης κάποιας βούλησης απρόβλεπτης, ακραίας
που αυτό το πρόσωπό μου το αγέλαστο
ενσάρκωσε, στο ρόλο μιας παράστασης γενναίας

κομπάρσος δίχως λέξεις και κινήσεις
σε μια γωνιά αθέατος μα πάντοτε παρόντας
προσεκτικά να αποφευχθούν οι συγκινήσεις
με ανατριχίλες πα’ στο δέρμα ιχνογραφώντας.

Κι αυτό το σκοτεινό και κρύφιο πέρασμα
που μια παιδούλα άνοιξη γονατιστή σιμώνει
τα άνθη στα μαλλιά της θείο κέρασμα
με αυτό της το προσκύνημα το χάσμα γεφυρώνει.

Απόμεινε η άρνηση να κρέμεται
γκρεμίζοντας με μια κραυγή τη γέφυρα και πάλι
κι ένα κορμί που διάβηκε μα ντρέπεται
που υπήρξε όσο το πέρασμα απ’ την μια μεριά στην άλλη.

19
Κάτω από τα σύννεφα ο κόσμος δε χωράει
ψάχνουν πατρίδα τα πουλιά κι οι άνθρωποι για σπίτι
μ' ένα σπυρί απ' τα λόγια μου πετάει ένα σπουργίτι
με το λυγμό ενός τραγουδιού με άφησε και πάει.

Κάτω από τα κύματα τα όνειρα μιλάνε
σε μια γλαρένια αγκαλιά, στη ρότα ενός κουρσάρου
γίνονται ασπρόμαυρα tatoo στα μπράτσα κάποιου φάρου
φιλί γοργόνας ζήλεψαν με άφησαν και πάνε.

Ακροπατώ στα βότσαλα με το Νοτιά στο πλάι
χαϊδολογεί τα πόδια μου της γης το άγριο κύμα
τα χνάρια μου σκορπίζονται και μοιάζει κάθε βήμα
μαζί με ότι άγγιξα να μ' αποχαιρετάει

20
http://soundclick.com/share?songid=7742267

είναι η μελοποίηση που έκανα στους στίχους με τους οποίους έλαβα μέρος στον 1ο διαγωνισμό στίχου του kithara.gr.
ηχογράφηση πρόχειρη  ;)

21
όπως τραβούν τους κεραυνούς της νύχτας οι άγριοι βράχοι
κάποιου θεού τη μάνητα θαρρώ εξακοντίζουν
στο αγνάντεμά τους σύγκορμος τρέμω σαν το σαλάχι
καθώς θυμοί κάποιου ουρανού τη ράχη μου ηλεκτρίζουν..

όπως τα μάτια τ' ουρανού ψάχνουν να βρουν καθρέφτη
εκεί ψηλά τα γύρεψα κι εγώ της πλάσης ζώο
που το κελί μοιράζομαι με νταβατζή, με κλέφτη,
για ένα αστέρι που έπεσε στο βλέμμα μου τ' αθώο!

όπως ανοίγω αγκαλιά τη θάλασσα να πάρω
-κορμί που ζήτησε κορμί και βρήκε τον πνιγμό του-
με σημαδεύει κεραυνός, φως απ' αρχαίο φάρο
που έκλεψα και πλήρωσα με το στερνό θυμό του!

22
Τώρα που γέρνει του τοπίου η ζυγαριά
κυλούν στα χέρια μου ποτάμια και χωριά
ασήκωτος ο κόσμος στην πλάτη ενός ανθρώπου
αιχμάλωτα τα λόγια μου αυτού του μάταιου κόπου.

Σταθμά και μέτρα είναι του πέλαγου οι βράχοι
την ελλιπέστατη μερίδα εμείς μονάχοι
καμαρωτά μοιράζουμε σκεπάρνια εμείς του γύφτου
σκαλίζοντας για ποιήματα στα χώματα του ίσκιου

του δικού μας. Μα είναι η φλέβα πιο βαθιά
κάτω απ' τον ίσκιο κι απ' το χώμα που πατούμε
κι όλο στην λάσπη την παχιά τσαλαβουτούμε
μήπως βρεθούμε απ' τα σκουλήκια πιο ψηλά!

Μέσα στο ίδιο το σακούλι δυσωδία
τρέφει και τρέφεται από 'μας. Τι ειρωνεία,
που νομίσαμε πως γίναμε του κόσμου
καθαριστές και τον επήραμε επ' ώμου.

Μα όσα δεν είπαμε θα μένουνε θαμμένα
στη μυρωδιά σάπιου χαρτιού που τα "γιατί" μας
ποζάρουν ένδοξα επάνω του γραμμένα
ή μήπως είναι από το σφίξιμο η πορδή μας;

23
Κοίτα γύρω! Ανασαίνουν οι τοίχοι
τις εκκρίσεις ρουφάνε του ύπνου
στο τραπέζι ξεχνιέσαι του δείπνου
και στο πιάτο όσοι χώρεσαν στίχοι.

Δηλητήριο στα χνώτα, στο δάκρυ,
στον ιδρώτα από κάποιο όνειρό σου
που κλοτσάς το σπασμένο φτερό σου
στου ουρανού σου την πιο γκρίζα άκρη.

Μεσ' σε χάρτινο πύργο κλειδώνεις
'κείνα που ούτε σ' εσένα δεν είπες
μα ανοίξαν τους τοίχους σου τρύπες
κι έτσι όταν κοιμάσαι κρυώνεις.

24
τα γερασμένα κύματα στα μαλλιά σου

τα λόγια που κρύβει η μαυροντυμένη μνήμη σου στην τσέπη της

η κλειδαρότρυπα που φορούν τα μάτια σου πριν αγκαλιάσεις τον ύπνο

το πορτοκάλι που δεν περιμένεις πια να μεγαλώσεις για να φτάσεις να το κόψεις

τα πουλιά που αποδημούν απ’ το μπαλκόνι της θλίψης σου

των φόβων καρποί δηλητήριο που ήπιες τρυγώντας τους



κυοφορώ την ποίηση για τη χαρά της επιλόχειας κατάθλιψης

κατηγορώ τον ποιητή για υπόθαλψη παραβιαστών εναέριου χρόνου

παρηγορώ το θνησιγενές ποίημα θηλάζοντάς το στο βυζί της αθανασίας

προχωρώ στο επόμενο ποίημα ζητώντας δροσιά στην άνυδρη κοίτη των λέξεων

κατουρώ τα ανδρικά παντελόνια μου να ξεραθεί αυτό που φύεται εκτός μου

συμμορώ με ιπτάμενα χνούδια που ερεθίζουν του καιρού τα ρουθούνια

25
Τον ταξιδιώτη που 'σκαβε για χρόνια το κορμί μου
θα τον καθίσω στο σκαμνί στο τζάκι μου μπροστά
ζεστό καρβέλι και κρασί να μοιραστεί μαζί μου
κι οι χάρτες του να ποτιστούν με ζέστη και καπνιά.

Στερνή φορά του θα μας πει για τόπους που αλαργέψαν
για κύματα που έπνιξαν πατρίδα και στεριά
για την καυτή ανάσα του που αραπίνες κλέψαν
και πώς αυτές του έδωσαν στα σκέλια του χαρά.

Της όψης του τις βρώμικες πληγές για να ξεπλύνει
το λαβομάνο του 'φερα με λησμονιάς νερό
μα είναι οι νύχτες που 'ρχονται τα μάτια του όταν κλείνει
που πιο βαθιά σκαλίζουνε στου ονείρου το χορό.

Στρωσίδια δε μου γύρεψε μήτε λευκά σεντόνια
μοναχά που ζητάει μου μιας κόρης το φιλί
της ίδιας που αγαπήσαμε κι οι δυο μαζί για χρόνια
το πιο μακρύ ταξίδι του στα μάτια της να βρει.

Ο ταξιδιώτης που 'λαχε να τρέφει τα όνειρά μου
με τόπους τάχα αλαργινούς - σημάδια σε χαρτί
στ' αποψινό το μπάρκο του θρονιάστηκε σιμά μου
γιατί με βρήκε πιο τρανό, απ' αυτόν, ταξιδευτή...

                                                                  Δεκ.2008, Καλαμάτα.
                                                                                     Δ.Μ.

Σελίδες: [1] 2 3 4 5