Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Fusalida

Σελίδες: [1] 2
1
Είχα τον ήλιο πίσω μου
Χρόνια μεσ' σε τεχνητή μιζέρια
Κι έβλεπα κι άκουγα κι άγγιζα
Τη σκιά μου μόνο κι όχι εμένα

Είχαμε τον ήλιο πίσω μας
Περπατούσαμε μαζί μα ήμαστε αχώρια
Διψούσαν τα "γιατί" μας και το στόμα
Γελοτοποιοί χλευάζαμε τα χρόνια

Μα είχαμε τον ήλιο πίσω μας
Γλιστρούσαν αδέξια τα θέλω απ'τα χέρια
Στα ψεύτικα αγαπήσαμε, στα ψευτικά δακρύσαμε
Χαρίζοντας έρωτες εναλλακτικούς σε πότες-νυχτέρια

Είχαμε τον ήλιο πίσω μας καλέ μου
Έγω να ξεψυχώ παντοτινά σε ξένα λόγια
Να συγκρατώ με σελοτέιπ στα μαλιά μου αστερια
Κι εσύ κάθε αυγή να τσακώνεσαι με τα ρολόγια




                                                                                                                     
   Καλό υπόλοιπό καλοκαιριού παιδάκια...!

2
"Σ'όποιους δρόμους κι αν μεθάς στην ίδια πόλη θα γυρνάς..."

Μποτιλιάρισμα στους δρόμους απ'το χνουδωτό χιόνι της λεύκας
κι απρόσεκτο το βλέμμα μου κινδύνεψε αρκετές φορές να τρακάρει.
Άλλοτε πάνω στο αθέατο και τον περίβλεπτο θρόνο του,
άλλοτε πάνω σε ξεβαμμένες διαβάσεις και εθελοτυφλούσες αποστάσεις,
άλλοτε πάνω στην υπόθεση τοξωτών χειλιών
κι άλλοτε στην υποψία συναπαντήματος με άλλα μάτια...


Μετά την πτώση μιας ριπής κορναρισματων
που με πέτυχε ακριβώς πάνω στο πρώτο βήμα
της φυγής μου, άρχισα να συμορφώνομαι.
Βοήθησε άλλωστε και η νέα αύξηση του εισιτηρίου.
Ανέβηκα στο λεωφορείο ύστερα, και εκεί πλέον συνήλθα
ολοκληρωτικά από την υπερβολική έκθεσή μου στο φως.


Έψαξα με την αφή κάποιον γνωστό μα τίποτα.
Η Αθήνα ήρθε και θρονιάστηκε πάλι στις άκρες των δαχτύλων μου.
Έκανα να φυσήξω με όλη μου τη δύναμη να πέσει κάτω, να γκρεμιστεί
μα καθώς την κοιτούσα σκεφτόμουν πόσο ίδιες μοιάζουν όλες οι πόλεις,
όταν οι δρόμοι τους γίνουν δικοί σου. Όταν οι δρόμοι τους γίνουν εσύ.
Τα πλακόστρωτα στενά και τα διλήμματα,
τα παγκάκια και τα φιλήματα,
οι αφίσες, τα γκράφιτι στους τοίχους,
τα συνθήματα και τα σκιρτήματα,
οι πρωινές παγωμένες χειρολαβές
και τα ιδρωμένα δευτερόλεπτα
του συντομου συνταξιδιού σου με αγνώστους,
οι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι
και τα αυτοδιαχειριζόμενα χέρια
και οι μεθυσμένοι χοροί κάθε αυγη,
τα μεταμεσονύχτια φαστφουντάδικα
και τα μεταμεσονύχτια μανιφέστα κρασιού και τσιγάρου,
ο επιδειξίας της πλατείας
και οι επιδεικτικές αρνήσεις της ευτυχίας - πως να τη διαχειριστείς τόση ευτυχία; 
οι σκιές των γέλιων και των δακρύων στην άκρη των πεζοδρόμων,
οι σκιές των άγνωστων χιλιομέτρων,
που πρέπει ακόμα να διανύσεις, μέσα σε αστικά ή πάνω σε ξέφρενα ποδήλατα για να ικανοποιήσεις την απληστία σου,
οι σκιές των φίλων σου, των άλλων ανθρώπων
και κυρίως οι σκιές εκείνων που διαδραματίζονται ακόμα μόνο στην άκρη της φαντασίας σου.


Φύσηξα προσεκτικά μη με πάρει είδηση ο διπλανός μου και γκρεμίστηκα
άηχα, περήφανα, στα χέρια της στοργικής πτώσης.
Φύσηξα προσεκτικά σαν του Αιόλου χάδι να'μουν κι εγίνα
ένα ιπτάμενο χνούδι άηχα, περήφανα, στα χέρια της ιστορικής πτήσης

17/06/08
 Γιάννενα


Καλώς σας ξαναβρήκα.
Καλό καλοκαίρι σας! :)

3
Tαξίδεψέ με εκεί που τελειώνει η Κυριακή,
Μια βόλτα απογευματινή στους πόθους μας,
Ό,τι δεν μπορέσαμε κι ό,τι αφήσαμε στη μέση
Κι ο χρόνος που μίσεψε, στα χειλη μας λέξη
                              που να ειπωθει δεν αντέχει.


Ταξίδεψέ με εκεί που τελειώνει ο χορός,
Κι αν δεν υπάρχει αθανασία μη μου το πεις,
Η άγνοια γνωρίζει όσα η γνωση αμφισβητεί.
Πάρε μου το χέρι και πάμε στον κόσμο μαζί,
        Κάνεις ποτέ δεν σταμάτησε της γης τη στροφή.


Ταξίδεψέ με εκεί που τελειώνει η μουσική,
Κι αν η αγάπη είναι απάτη μη μου το πεις,
Είναι ο χαμένος στο τέλος νικητής,
Το γελιο και το δάκρυ απο μια λεπτή
                               χωρίζονται γραμμη.


Ταξίδεψέ με εκεί που τελειώνει το φως,
Και μείνε μαζί μου ως την άλλη αυγή,
Ένα παραμύθι πεσμου κι ύστερα ένα χάδι,
Μη θαρρείς, είναι το μυαλό μου παιδικό
                       κι ακόμα τρέμει στο σκοτάδι.




(Ένα μικρό, μικρό ταξίδι που έφτασε στο κατάσπρο χαρτί μου, ύστερα από πολλες μέρες μοναξιάς, μέσα σε 7 λεπτάκια σαν μικρή, μικρή αλλά πολύτιμη λύτρωση!)          
                                                     

4
Αν σταθείς, λέει, για πολύ ώρα στην άκρη
Ίσως να νομίσεις κιόλας πως κινήσε...
Όλη η γης απέραντο, ατέρμονο καράβι
Κι εσύ μοναχικός, νοσταλγός επιβάτης.

   ( Κι ούτε ξέρω αλήθεια, τι είναι αυτό που τα χείλη μου χαϊδεύει πικρό.
     Κάποια θάλασσας σταγόνα ή κάποιο ξέμπαρκο άνευ λόγου δάκρυ; )

Αν ακολουθήσεις, λέει, τ'απόνερα με την αφή,
Όλα θα δείς, πως φεύγουν και γυρνάνε ξανά
Αφημένα πάντα στου Αιόλου τα θελήματα...
Σα σκισμένο από χθεσινό ναυάγιο πανί.

   ( Κι ούτε ξέρω αλήθεια, τι μένει κάθε που μισεύει η άπιαστη στιγμή.
     Στο λιμάνι ένας καημός που ποτέ δε ταξιδεύει ή τάχα μια μνήμη-λεπίδι
                                                                                κοφτερή; )

Θα δεις, λέει, να καταργούνται πράγματα αιώνια.
Θάλασσα κι ουρανός ταπεινά θα υποκλίνονται μπρος σου
Κι η άνωση με τη βαρύτητα θα μάχονται για το χαμό σου
Κάτω απ'τα τρεμάμενα, μικρά σου πόδια.

   ( Κι ούτε ξέρω αλήθεια, ποιος χαμός με μεθά πιο πολύ.
     Του Χρόνου η Άνωση του χαλαστή ή του Είναι η Βαρύτητα
                                                           η ασθενική; )

Ύστερα, λέει, θα ξυπνήσεις ιδρωμένος αργά το μεσημέρι
Στη σκληρή αγκαλιά της υγρασίας και της σήψης.
Στο πάτωμα θα κείται τ'όνειρο που θέλησες να αγγίξεις.
Κι ένας απλήρωτος λογαριασμός θα χάσκει στο τραπέζι.

   ( Κι ούτε αλήθεια θα μάθω ποτέ, που η αλήθεια με χλευάζει κρυμμένη.
     Στην επόμενη σελίδα που ποτέ δε τελειώνει ή εκεί, που μια άγνωρη αγάπη
                                                          γη και θάλασσα ενώνει; )
                                                       
 

5


Το Πάσχα ήταν η τελευταία φορά που μπήκα και πιθανόν να ήταν και η τελευταία φορά που είδα όλη την παρέα, και κυρίως τους δημιουργούς αυτού του site, όλους μαζί να συζητάνε, να ενδιαφέρονται, να παίζουν μουσική, να ακούνε μουσική... Έχει περάσει λιγότερο από  3 μήνες και προφανώς μεσολάβησαν όσα δεν μεσολάβησαν αυτά τα 2 χρόνια σχεδόν που είμαι γραμμένη στο φόρουμ....

Πανικοβάλομαι! Ας μου πει κάποιος τι έχει συμβεί!;!; Που πήγατε όλοι ρε παιδιά;;; Που πήγαν οι γνωστοί συντονιστές;;;
Αν θυμάμαι καλά οι περισσότεροι απο αυτούς περνούσαν εδώ μέσα τις περισσότερες ώρες τις μέρας τους. Και τώρα τα ονόματα αυτών έχουν διαγραφεί απ'τον τίτλο του κάθε θέματος στην κεντρική σελίδα, στο στέκι.

Τέτοια αδιαφορία;;; Για 3 μέρες (Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή αν θυμάμαι καλά...) δεν μπορούσα να μπω στο site κι απ' ό,τι έμαθα όχι μόνο εγώ. Για τρεις μέρες;;; Και δεν ξέρω δηλαδή αν κράτησε και παραπάνω γιατί το Σαββατοκύριακο δεν επιχείρησα καν να μπω. Ενώ παλιότερα τέτοια προβλήματα ήταν θέμα λίγων ωρών να διορθωθούν...


Να ειδοποιήσω τον Παπά της γειτονιάς μου, να ειδοποιήσω και όλους τους παλιούς καλούς φίλους ή η κηδεία θα γίνει σε οικογενειακό περιβάλλον;;;Μα υπερβολικά οικογενειακό!!!Εγώ μαζί μ'εμένα θα θρηνήσω αξιοπρεπέστατα θαρρώ...




6
Ας είναι, θα βαφτίσω μεγάλες τουτες εδώ τις στιγμές
Κι ας μη μου άφησαν, όπως άλλες, βαθιές πληγές.
Ας είναι, αφού το ξέρω, όλοι θα φύγουμε μια μέρα
Έγραφε:Προσοχή!Εφήμερα! στο λιμάνι η ταμπέλα.

Θα μείνει μόνο μια κηλίδα λάδι στην κουζίνα πάνω       
Και λίγη σκόνη ευτυχισμένη θ'αναπαύεται στο πιάνο.
Ένα γέλιο, μια λέξη, μια ματιά ανίδεα για τη φυγή μας,
Ανώφελα θα περιμένουν να ενωθούν με τη φωνή μας.

Τραγούδια και στίχοι τους τοίχους θα υγραίνουν,
Τα βράδια του χειμώνα, που οι μνήμες θ'αγριεύουν...
Ίσως κάποτε μέσα από του σήμερα τον πανικό,
Να γλιστρά η ψυχή σαν αεράκι νοτινό                    

Στους κρύους δρόμους, μέσα σε δωμάτια αδειανά
Θα τριγυρνά η ψύχή, θα τρέμει, θ'αναριγά
Νομίζοντας - τι χαζή!-  ότι ζει απ'την αρχή ξανά
Όσα της έκλεψε του χρόνου η γητειά.                                 

Μάταια.

Κάποτε, σα να'ταν πριν, σα να'ταν μετά, σα να'ταν τώρα
Χορεύοντας βαλς με μιαν αδέσποτη και μεθυσμένη ώρα
Θα μπερδεύω επίτηδες τα βήματα μου, να πέσω, να σωθώ,
Να σταματήσω επιτέλους του χρόνου τον αδιάκοπο χορό.     

                                                                   


                                                         
                                                                         Στα παιδιά στο νησί με μια κρυφή ευχή και προσευχή...

7

Απ'την αλήθεια ως τα παραμύθια
Μια εισπνοή πολύχρωμα ενύπνια
Π'απειλούν με νεροπίστολα τη συνήθεια.

Απ'το γέλιο ως το στεναγμό
Ένα χελιδόνι διαβατάρικο
Που λαβώθηκε από ξένο κυνηγό.

Κι απ'τη γη ως τον Άδη
Μια διακοπή ρεύματος το βράβυ
Κι εν' απαλό,της Περσεφόνης χάδι...

8
Αρμένιζα στα στενά του Θησείου
Απόγευμα όλων των αντίρροπων χρωμάτων.
Ποιος τα ανάγκασε να συνυπάρξουν;

Σταμάτησα έξω απ'το παλιατζήδικο του δειλινού.
Ήξερα βέβαια τι θα συμβεί.Ήταν αναμενόμενο.
Άρχισα τα παζαρέματα με την κυρά Λήθη...

Άκουσα συμπονετικά τα παράπονά της.
Ξέρει καλά να σε ξεγελά με την πλήρη
                                            συγκατάθεσή σου!
"Ο χρόνος όλα τα γιατρεύει" λες κι έτσι
μένεις αγιάτρευτη στην ροπή του,
Ραγισμένος τροχός, τρύπια αναπόληση
Αδύναμη να ακολουθήσει...

Έλεγα όμως για τα παράπονα της κυράς των Ματαιοτήτων.
Είναι χρόνια δύσκολα μου είπε. Δεν το αρνούμαι.
           (Πως να αρνηθω;Κάπως άλλωστε πρέπει κι εγώ
            να δικαιολογήσω όλες τις πανσέλινες νύχτες
                           που ξέχασα να θυμηθώ...)

Πως να επιβιώσεις, είπε, με τόσα σύγχρονα μέσα
Αιχμαλωσίας απόντων στιγμών...;
Φωτογραφικές μηχανές, Βιντεοκάμερες
Κινητά τηλέφωνα συρρικνωμένης τεχνολογικής προόδου
                        και διεσταλμένης μοναξιάς....

Έκανα τάχα πως την λυπάμαι. Στον εαυτό μου έστω.
Κι έτσι αρχίσαν οι συναλλαγές!Ένα γνωστό πλέον
                παιχνίδι προσθαφαίρεσης.

Πήρε ό,τι δεν αιχμαλωτίζεται: Γεύσεις, αρώματα,
            βλέμματα, αγγίγματα, φιλήματα...
Κι εγώ πρόσθεσα στο κενό τους επιτάφιες επιγραφές
Σαν τους τίτλους πάνω από τις εικονικές φωτογραφίες
                               των κινητών.

Μιαν επαλήθευση αυτού που κάποτε υπήρξε.
Αυτού που προς χάρην του υπάρχω τώρα κι εγώ,
Σαν ένα ακόμη σύγχρονο μέσο αιχμαλωσίας
                     επαναλήψεων χαμών.



                   

                                      Καλώς σας βρήκα για άλλη μια φορά.
                                      Καλή Άνασταση να'χετε όλοι.

9
Των Φασμάτων


Έχω δυο φεγγάρια, το'να στον ουρανό
Και τ'άλλο στο καθρέφτη της θαλάσσης,
Μα δε ξέρω...ποιο απ'τα δυο είναι τ'αληθινό
Και ποιο θέλει πιότερο κόπο να το φτάσεις...;

Φιάνω σκάλες από προσευχές και προσμονές
Μα το'να είναι πολύ ψηλά
Και τ'άλλο όσες κι αν προσπάθησα φορές
Σκορπίζει σαν αγγίζω τα νερά.

Φιάνω τα χέρια μου γεφύρια και σκοινιά
Μα χάνομαι συνέχεια μεσ'την ομίχλη
Και εσύ φαντάζεις πάντα όλο πιο μακριά
Ανυποψίαστα όπως με νικά η Λήθη
 
                                           Έτσι, παίρνω δυο μικρά ψαράκια του γιαλού
                                           Να μ'οδηγούν μεσ'των Φασμάτων τις ατραπούς
                                           Παίρνω και δυο γλάρους, μαριονέτες του θεού
                                           Να νομίσω τάχα πως πετώ πάνω απ'τους καημούς.

                                           Έτσι, αφήνω την αλήθεια να χαθεί στου ορίζοντα το βάθος
                                           Έκει που μπλέκεται η θάλασσα με τον ουρανό,
                                           Χτίζω τα "γιατί;" μου με δίψα περισσή και πάθος
                                           Κι ας είναι ύστερα το κένο της απάντησης διπλό.
                   
                 
       (Τα χρώματα πληθαίνουν στον αντικατοπτρισμό...
                                                                       ...νομίζεις ότι πορεύεσαι σε δρόμο μαργαριταρένιο, μαγικό....)


[το συνημμένο έχει διαγραφεί από τον Διαχειριστή]

10
Στ'απόνερα του περάσματός σου
Είμαι πάντα εκείνη η μαβιά
Αγαπημένη σου νηρηίς...
Το ανώνυμο κύημα των αφρών
Που γεννιέται επανειλημμένα,
επίμονα με κάθε κύμα
Που γητεύεται σε κάθε γλυκό 
κελάρυσμα του νερού
Που χάσκει μπρος στην σαρωτική
αύρα του παραμυθιού σου.

Ωσπου να διαμελιστεί
προσκρούοντας στα βράχια
Ή ν'ασθενήσει στη
ροπή της συνήθειας...
 

Στην εικονική προοπτική
του βυθού σου
Είμαι πάντα μια διάφανη
μικρούλα φυσαλίδα
Αφελώς αφημένη στην άνωση,
ανεβαίνω άηχα στην
επιφάνεια της πάντα
   απατηλής
μορφής σου...

Εκτεθειμένη στην κάθε
κίνησή σου

Εκτεθειμένη στην κάθε
υποψία ανάδυσής σου

Συμβιβασμένη με την
κρυφή γνώση,τη γνώση
της μελλοντικής μου
   Ανυπαρξίας.



                                 
                                        12/11/06
                                       Οινούσσες
       Παρατηρώντας τις φυσαλίδες κάποιου μικρού ψαριού που έκανε τρελαμένο αναδύσεις και καταδύσεις....         
                       

11
Είχε στα χέρια του σημάδια
απ'την λαχτάρα κάποιας χίμαιρας
που ονόμασε ελευθερία.
Μέσ'τα αλλόκοσμα μάτια του
κυμάτιζε ζωηρά
η υπερτροφική του φαντασία.

Τα δειλινά γλιστρούσε απ'την στιγμή
και πήγαινε να βρει,
όσα φύγαν δίχως να'ρθουν,
και κάτι παιδιά, που σα σκυλιά
μέσ'τα σωθικά του αλυχτούσαν
διέξοδο να'βρουν.

Σαν έπιανε το φθινόπωρο έβγαινε μεσ'την βροχή,
μεσ'τους μύριους μικρούς καθρέφτες
και χόρευε με τ'αδιόρατο είδωλό του,
κι η καρδιά του, στην ομορφιά της γύμνιας ντυμένη
μούσκευε ολόκληρη και χλεύαζε άφοβα
την απληστία του βασιλιά Χρόνου.

Ένας πρίγκιπας του πουθενά
άναμεσα σ'αυτοκίνητα και καπνούς,
που έμαθε το σήμερα να υπομένει
και έπλασε το παραμύθι του
αδιαφορώντας για τον αιώνιο ύπνο
της καλής του, για να'χει να προσμένει.

Τις νύχτες πάλευε με την απόγνωση της θριαμβευτικής γνώσης ότι υπήρχε
ακόμα και μεσ'την προσπάθεια της απόλυτης αδράνειάς του,
καθότι το μικρό σαράκι ροκάνιζε ασταμάτητα το υγρό του μυαλό,
ώσαν τα σπλάχνα του ξύλου, καταστρέφοντας το ίδιο το σώμα που το γέννησε.

Τις νύχτες πάλευε με τους κλέφτες που φέρναν οι αγέριδες
διαμελίζοντας τις ψυχές τους, σαν την μαρμαρυγή κάποιου αστέρα.
Τους ζήλεψε θαρρείς!
Έτσι, ψάχνωντας ψηλαφιστά την κρύα πλευρά του μαξιλαριού και
την ζεστή όψη του κόσμου, αποξεχάστηκε σ'ένα φάλτσο σόλο,
και δε σηκώθηκε ποτέ ξανά απ'το κρεβάτι.


Σ'ένα φάλτσο σόλο, σαν από'κείνα που σκάρωνε για να μην ακούει τη σιωπή ή τον εαυτό του...

                                                                                                                                           01/09/06



Υ.Γ.Με τούτο εδώ σας αποχαιρετώ για ένα μικρό διάστημα...
     Καλή αντάμωση...

12
"Καλοκαιρινή Βροχούλα"


 Σύννεφα, μαύρα μου πουλιά
 Που παίξατε κρυφτό με τη σελήνη
 Φέρατέ μου στάλες στα μαλλιά
 Μεσ'της νύχτας την απάνεμη γαλήνη.

 Κι οι σκέψεις μου είδωλα λειψά,
 Στου ουρανού τον καθρέφτη εξαϋλωθήκαν
 Γίνηκαν φιλιά, μυρωμένα υγρά
 Και στα στεγνά μου χείλη γλιστρήσαν.
 
 Βροχούλα μου δροσιά κι ανατριχίλα
 Στου καλοκαιριού την ακινησία
 Και πάνω στ'ασάλευτα φύλλα
 Σε ποια με πας διάφανη πολιτεία;

 Βροχούλα μου, της Παναγιάς το δάκρυ
 Που θρηνείς απά στα κεραμίδια,
 Μούλιασαν οι πόθοι μου στης γης τα βάθη
 Κι ανάβλισαν σαν Ολύμπιων Θεών στολίδια.

 Κι έτσι όπως αναστήθηκαν απ'το βρεγμένο χώμα
 Του κόσμου όλου τ'αρώματα που 'σαν θαμμένα,
 Γελώντας πονηρά της αγάπης τα τελώνια
 Απ'του Άδη τα λημέρια ανάστησαν κι εμένα.

26/08/06

13
Λόγος υποθετικός...
              ... όπως πάντα...


Αν είχα λέει εύκολα τα παραμύθια,
Θ'ανέβαινα σ'ένα άστρο να κατοικώ
Τη θλίψη μου θ'άφηνα στη γη,
Σα μαύρη τελεία σε τετράδι λευκό.

Αν είχα λέει εύκολα τα παραμύθια,
Θα'μουν η Μούσα κάθε άδοξου ποιητή
Κάθε νέου που ψάχνει το Θεό,
Θα'μουν φάρος στου ερέβους τη ροπή.

Αν είχα λέει έυκολα τα παραμύθια
Θα'μουν του Μέγα Αλέξανρδου η αδερφή,
Όχι να ρωτώ τους ναυαγούς αν ζει,
Μα να κλέψω της άγνοιας την απαντοχή.

Αν είχα λέει εύκολα τα παραμύθια
Θα'μουν νεράιδα με δυο μεγάλα αυτιά,
Να μη γλυστρά της Λήθης το στεφάνι απ'τα μαλλιά,
Κατακάθια του χθες να φαντάζουν θολά.

Αν είχα λέει εύκολα τα παραμύθια,
Λαθρεπιβάτης θα'μουν σ'ένα καράβι από ψέμα
Στου πηγεμού τα πέλαγα, για τα ενδότερα ξένα,
Πυξίδα μου το άπιαστο ως στης λογικής το τέλμα.

Πρόκειται όμως λέει η Δασκάλα για Λόγο Υποθετικό,
Στ'αρχαία, στα νέα και σ'όλες τις γλώσσες του νου,
Αόριστη επανάληψη σε παρελθόν και παρόν,
Ονειροβασίες ως στην αυγή στ'απόκρυμνα τ'ουρανού.

                 
                                                        ....πάνω στο θρανίο...εν ώρα Αρχαίων....

14
Η Πορεία ενός κενού.
             (....ή μισεμός....)

Ένα απροσδιόριστο κενό
χορεύει πάνω στις ώρες
πάνω στου τώρα τις αιώρες,
πάνω στους λεπτοδείκτες σιωπηρά
το "γενικά" ενός οράματος μετρά.

Ένα θαυμάσιο, υπερήφανο κενό
σα να ουρλιάζεις "τίποτα δε μου φτάνει εδώ"
μα..."για τίποτα δε φτάνεις!" να γυρίζει η Ηχώ
σα μια κάμπια που σέρνεται σου στα σωθικά,
μα πως να γίνει πεταλούδα με σάπια ιδανικά;

Ένα αχόρταγο, άπληστο κενό
χλευάζει πάλι του "είναι" σου την ήττα,
κι η Ζωή σου απ'το ζήτα ως το ήτα,
ξέχειλη απ'του "φαίνεσθαι" την ομορφιά
χαρίζεται σε ολιγόζωη λησμονιά.

Ένα διάφανο, αδιόρατο κενό,
μα αν κοιτάξεις,θαρρώ υπάρχει κάτι,
κάτω απ'του νου σου το κρεβάτι.
Είν' το κενό που μια μέρα και σε θα κλέψει
ή το γέλιο που άφησε ο εαυτός σου πριν μισέψει.





Υ.Γ. Καλό καλοκαιράκι σε όλους...όσο καλύτερο μπορείτε...

15
Απόψε θα ντυθώ φυγή
Προτού γίνω κάτι απ'αυτά που μίσησες,
Θα χορέψω για στερνή φορά
Σε τούτη την παραίσθηση που μίσεψες.

Κι ύστερα ξέρεις που θα με βρεις
Πάντα ήξερες....γι'αυτό όλο σκληρά μ'αφήνεις,
Σε κάποιο στίχο ασώματη να ζητιανεύω
Για τον εαυτό μου που κάθε νύχτα σβήνεις.

Θα με βρεις στο τέλος της αρχής
Να σώνομαι σα κλωστή σε κάποιας Μοίρας τ'αδράχτι
Ή σε μια σκέψη σχεδόν ανορεξική
Μούσα στην οθόνη νεκρή, θαμμένη στων καιρών τη στάχτη.

Θα με βρεις στου κόσμου το σαματά
Να κλέβω κάποιου ποιητή τα πανδέγμονα μάτια,
Διψώντας για το νερό της λησμονιάς
Να καίω τ'ανάλγητο τώρα με της Μνήμης τ'αλάτια.

Θα με βρεις να κυματίζω
Μεσ'την πλανόδια ζεστή πάνω απ'την άσφαλτο καυτή
Ή σ'ενα τσιγάρο που σιγοκαίγεται ξεχασμένο
Στου χρόνου το τασάκι, υπολογίζοντας την αντοχή.

Θα με βρεις σε κάποιο στενό,
Σε κάποιο καλτνερίμι της Πλάκας παλιό,
Ν'ανασταίνω ήχους, αγγίγματα, φιλήματα,
Ώσπου σ'ένα όνειρο μοβ πάλι ν'αναληφθώ.

Θα με βρεις όπου θες εσύ...
Σ'ένος στημένου παιχνιδιού τις παρτίδες,
Θα με χάσεις, θα με κερδίσεις, θα μ'αφήσεις.
Ωσότου άηχα να με γητεύσουν του μύθου νηρηίδες...
                                                             

16
Της Νυχτός ή Ύμνος στη Νύχτα



   Ω νύχτα συ, πλανεύτρα
   με γιασεμιά μυρωμένη,
   Συ που χαρίζεις ταξίδια στις καρδιές
   τ'ονείρου ερωμένη

   Συ που χαιδεύεις τις πληγές
   και πλάθεις παραμύθια,
   Συ με τ' ολόγιομα φεγγάρια-φωτιά για
   τα τσιγάρα-ποιο το χρώμα σου αλήθεια...;

   Πυγολαμπίδες τ'αστέρια σου
   μεσ'του νου τα σκοτάδια,
   Κι εγώ αιθεροβάτης με νωπά
   της πτώσης τα σημάδια.

   Σβήσε νύχτα, την μεθόριο
   απ'της Ζωής το χάρτη, να χαρείς
   Μα μη ψάξεις τα κατακάθια της αυγής
   γιατί οσάν το ρόδο θε να μαραθείς.

   Φτιάξε νύχτα, εκείνον το σκοπό
   σιγαλή μελωδία παλιά
   Να ξεχαστεί λιγάκι
   του χθες η αγυρισιά.

   Τι αντίτιμο γυρεύεις
   σ'ονειροδρόμια να με πας
   Κι απ'του χρόνου την αψίδα
   να σε βλέπω να περνάς.

   Πάρε νύχτα ό,τι θες,
   πρ'την λιγοστή πνοή μου,
   Την άδεια σκέψη μου
   και τ'αδέσποτο κορμί μου.

   Μον'άστη κιθάρα μου,
   να σου φτιάχνω τραγουδάκια.
   Άστα χέρια μου μονάχα,
   να σου γράφω παράξενα στιχάκια.

   Ω νύχτα εσύ πλανεύτρα
   που τους πόθους μου λογχίζεις,
   ποιου πόνου τη ροπή,
   που λέγεται Ζωή ορίζεις...;

   Πάντα ανάλγητα γλυστράς
   μισεύουν τα ενύπνια την αυγή,
   Σκληρά παιχνίδια παίζουν
   με της απουσίας τη σιωπή.

   Πάρε με απόψε νύχτα στα παλάτια
   του αιθέρα, μη τάχα βρω τη λησμονιά,
   Γιατί αγάπη δε βρίσκω πια στη γη
   κι είναι η πίκρα μου βαριά.



     Κάτι πιο ανάλαφρο, που γράφτηκε πριν δυο χρόνια μια καλοκαιρινή νύχτα...
     Για όλους τους νυχτόβιους...
 
     

   
 

   

17
Διάλογος....


Ψηλαφείς το σκοτάδι...

-Βρέχει στους άδειους δρόμους,
θαρρώ και στη καρδιά...

-Όμως γιατί;

-Τι; Δε σ'ακούω....
Μη με ρωτάς...έχω ξεχάσει να ακούω...
Άκου...τα αηδόνια ή τα σπουργίτια
δε σ'αφήνουν να κοιμηθείς τα χαράματα...
Ενώ το ροχαλητό του πατέρα σου
απ'το διπλανό δωμάτιο,
σπάζοντας την πλανόδια σιωπή,
διαπερνώντας τοίχους και λεπτά,
δε σ'αφήνει ούτε καν να διαβάσεις.

-Τις νύχτες όλα μοιάζουν
αβάσταχτα ηχηρά...

-Ναι, μόνο που κανένας
ήχος δεν είναι βαρύς
για τη σκέψη...
Ουτέ καν το ροχαλητό
του πατέρα μου δεν
μπορεί να την ενοχλήσει...

Κι ενώ ο Δημοσθένης
προσπαθεί να πείσει τους
Αθηναίους για πόλεμο υπερ
της Ροδίων ελευθερίας,
εσύ πετάς στα κατακάθια του χθες....



-Ποιο χθες;
Το χθες ανήκει στην ανυπαρξία!
Και το σήμερα αφήνεις να περνά αβίαστα
μπροστά απ'τις οθόνες των ματιών σου...

Ψηλαφείς τον εαυτό σου...

-Είσαι μόνη!
Μόνη ανέβηκες τα σκαλιά
τούτης της σκηνής, μόνη θα
κατρακυλήσεις μια μέρα απ'αυτά
στο κενό, στην ανυπαρξία...

-Όχι, όχι εγώ....σταμάτα, φύγε!

-Δε ξέχασες ακόμα να'ακούς μικρή μου!

-Φύγε!Εχώ κλείσει τ'αυτιά μου!
Δε ξέρω να ακούω, έχω ξεχάσει να ακούω!

-Είσαι ένας ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ στις ζωές των άλλων!

-..........

-Τι; Είπες κάτι; Λιγόστεψε η φωνή σου....

Είσαι μια μικρή, ολιγόζωη φυσαλίδα...τίποτα άλλο!

-..........

-Πως είπες;;;
Σε σάπιο ωκεανό γυρεύεις οξυγόνο;
Τι ανόητη!
Κοιμήσου καλύτερα....

Αύριο...αύριο θα'χεις ξεχάσει....
Σ'αρέσει να ξεχνάς...
Σ'αρέσει να κάνεις πως δεν ακούς...
Σ'αρέσει να μην είσαι εσύ...

 



              [Βαθιά και φανερά επιρεασμένη από τους διαλόγους του Δημοσθένη (pimami)....
                Δημοσθένη ευχαριστώ...]

18
"Σιγή..."


Όταν φωνάζω, να ξέρεις, δεν είμαι εγώ.
Είναι το μοιρολόγι της μέσα μου σιωπής,
Είναι το κενό που ντύθηκε στους αιώνες ηχώ,
Το κενό μιας, οποιασδήποτε απάντησης στα "γιατί;"

Όταν φωνάζω, να ξέρεις, δεν είμαι εγω.
Είναι η πληγή μου γυμνή, ψάχνει να κρυφτεί,
Ένα στιλπνό προσωπείο μου δίνει πάντα να φορώ,
Αφού να με σκοτώσει δεν είναι αρκετή.

Όταν φωνάζω, να ξέρεις, δεν είμαι εγώ.
Είναι η ψυχή που αφήνεται σ'απατηλή φυγή,
Μια Νεράιδα μικρή που δεν ανήκει εδώ
Ψηλαφεί σε στίχους, του χρόνου τη ρωγμή.

Είναι που στις παρυφές της μιζέριας λιποψυχώ,
Γιατί η σιγή θέλει τόλμη κι αρετή
Όταν φωνάζω, να ξέρεις, δεν είμαι εγώ.
Είναι το παιδί που ψαχνεί λιγάκι προσοχή.

19
"Προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας."

Ήμουν κρυμμένη μέσα στο αβέβαιο βήμα,
Μέσα στο αδιόρατο και αφελές πέταγμα πάνω
Απ'το κενό αποβάθρας και συρμού.
Ήμουν παιδί μέσα στο τρεμούλιασμα του χρόνου,
Μέσα στην ανείπωτη προσμονή για την υπόσχεση που του'δώσαν.

Η καρδιά μου φτιαγμένη λες, από γιασεμιά και αιθάλη
Έψαχνε λιγάκι ήλιο μονάχα να ξανοίξει το χάος.
Κι έφτανε μόνο μια σιωπηλή αγκαλιά,
Ένα ψηλάφισμα, δροσιά, σαν αεράκι.
Άλαλος μισεμός απ'το κόσμο. Προορισμός:ο κόσμος.

Χέρια συνθέτες, αρπίσματα στο σώμα,
Χτίστες για το νέο μου δέρμα.
Χείλια που μάτωσαν μεσ'το ασίγαστο πάθος
Να νικήσουν μια φορά, το Χρόνο σμηλευτή.
Συνθήματα στα θρανία, στους τοίχους, στη καρδιά.

Λόγια δίχως ήχο, μάτια αχόρταγα, άπληστα,
Μπλεγμένα όνειρα με μουσκεμένα μαλιά,
Υπόστεγα φιλιών, στίχοι και ήχοι για'μένα,
Ξάγρυπνα κρεβάτια κι ο δρόμος για την Λήθη.
"Ερωτικά παλέματα". Αιμάτινα σ'αγαπώ.


Τέλος.
Ηττήθηκα; Ηττήθηκες; Ηττηθήκαμε!


Σε ρούφηξε ο ανυπόφορος συριγμός του τρένου
Ή σάπισες μέσα στην ανύποπτη υγρασία της συνήθειας.
Και άλλο, τώρα πια, δεν έχεις, παρά να πορεύεσαι
Με μια ηρεμία στο πρόσωπο και μια απουσία στο βλέμμα.
Την απουσία όλων αυτών που λαχτάρησες για μένα.

Εγώ...δε ρωτας, το ξέρω, μα είμαι καλά.
Γυναίκα με μια διάφανη νεκρή νεραίδα στους ώμους.
Παιδί που αθέτησαν την υπόσχεση που του'χαν δώσει.
Ίκαρος ανέμυαλος, που θέλησε να πετάξει ψηλά
Μα προσέκρουσε σκληρά στο κενό μεταξύ αποβάθρας και συρμού,
                                                  μεταξύ αλήθειας και παραμυθιού,
                                                    στο πουθενά σου που'ταν το δικό μου παντού.
     


   

Υ.Γ. "Ερωτικά παλέματα" : Από την μετάφραση του Χειμωνά στην τραγωδία "Ηλέκτρα" του Σοφοκλή.

20
 
  Απόστολος Ρίζος.....Πρόκειται βεβαίως για τον νεαρό φοιτητή, που βρέθηκε να τραγουδάει τους υπέροχους στίχους του Ν. Ζούδιαρη με διάφορες το ίδιο όμορφες και απρόσμενες μουσικές!
       
       Στα 18 του όταν είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα για τις σπουδές του (Στους Μηχανικούς Μηχανολόγους στο Πολυτεχνείο)  τραγουδούσε παράλληλα στο "Χαμάμ". Έκει τον ανακάλυψε ο Νίκος Ζούδιαρης ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τον τρόπο ερμηνείας του ενώ λίγο αργότερα τον προτίμησε για τα καινούργια του κομμάτια!

       Ήταν μια κασέτα που έφτασε σε κάποιον παραγωγό του σταθμού Μελωδία (99,2 Fm)...Περιείχε ένα τραγούδι εν' ονόματι "Για φαντάσου"....Το τραγούδι άφου έπαιξε κάποιες φορές αγαπήθηκε από πολλούς, όπως φάνηκε, ακροατές αφού αρχίσαν να το ζητάνε συνέχεια! Εντομεταξύ το ζητούσαν όχι ως "Για Φαντάσου..." αλλά ως "Φυσαλίδα!" Κι έτσι έμεινε τελικά το "Φυσαλίδα"! Έτσι γνωρίσαμε και οι υπόλοιποι τον Απόστολο Ρίζο με την βαθειά και βραχνή φωνή του.
       
       Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε το δισκάκι "Φυσαλίδα" όπου περιείχε: 1.το "να 'μαστε μαζί"  2. το "φυσαλίδα" (Ντουέτο με την Άννα Μπουρμά)  3. το "φως του Σαββατόβραδου"
       Είχε κυκλοφορήσει όμως ήδη, το "Ένας κύκνος κλαίει", κανονικός δίσκος, όπου περιείχε τα πολυαγαπημένα, που σε πολλούς κάνανε ζημιά, "Τι να θυμηθώ" και "Πεταλούδα"....
       (όλα σε στίχους και μουσική του Ν. Ζούδιαρη.)

 
      Ο Απόστολος Ρίζος έπαιζε σε διάφορες μικρές σκηνές από τα 18 του, το χειμώνα ενώ το καλοκαίρι είχε κάνει ελάχιστες συναυλίες. Η τελευταία του δουλειά είναι η συμμετοχή του στο δίσκο "Ένας τεμπέλης δράκος" με το πολύ γλυκό, ταξιδιάρικο και παραμυθένιο "Γυάλινη μικρή κουκλίτσα"
      Τον τελευταίο χρόνο έχει χαθεί γιατί υπηρετεί τα στρατιωτικά του καθήκοντα καθώς τελείωσε την σχολή του!

       Από 'κει και πέρα δεν ξέρω τίποτα!Θα παρακαλούσα όποιον ξέρει κάτι...ο,τιδήποτε γι' αυτή την παράξενη φωνή που ήρθε να μας ταρακουνήσει, να το στείλει εδώ!

   
    Ευχαριστώ.
         



Υ.Γ. 1.Προσωπικά το τραγούδι "Φυσαλίδα" ήταν η αφορμή πριν από 3,5 χρόνια σχεδόν, της μεταστροφής μου σ' αυτό το είδος μουσικής!

      2. Σωτήρη ευχαριστώ για την πολύτιμη βοήθειά σου! ;)

21
Όσα δεν είπα...


Όσα δεν είπα κι όσα δεν θα πω
Σκουριάζουν μεσ'της καρδιάς την τρύπα
Απ'του "όχι" την αλμύρα και το σάπιο νερό.

Όσα δεν πρόλαβα να ζήσω κι όσα στα ψεύτικα ζω
Είν' το παρόν που γκρεμίστηκε πριν χτίσω,
Είναι σκιρτήματα του χθες στο αύριο που κυνηγώ.

Όσα αρνήθηκα ν' αγαπήσω, αυτά που πιο πολύ αγαπώ
Έρχονται όνειρα τις νύχτες τα μάτια μου σαν κλείσω,
Να με σώσουν απ'της συνήθειας τον άηχο πνιγμό.
 
Όσα με πάθος λαχτάρησα κι υστερα τ' αρνήθηκα μ' αηδία
Είναι κάποιας Άτης φευγαλέα φάσματα,
Που κυνηγούσαν άλλης εποχής την ουτοπία.

Κι όσα δάκρυα ζόδεψα στης θλίψης την μανία
Είναι που όξυνη λύπη, αληθινή δεν γνώρισα,
Να δώσω επιτέλους στην χαρά την αρμόζουσα αξία!



Υ.Γ. Για να μην παρεξηγηθώ ξανά, να επισημάνω πως ό,τι γράφω δεν σημαίνει ότι το έχω βιώσει η ίδια...στο έπακρο τουλάχιστον.
       
    Ευχαριστώ,
             Γιώτα.

22
"ΛΑΘΟΣ IΘΑΚΗ"


Σα μεγαλώνεις βλέπεις το χρόνο
Να σε χλευάζει αμίλητος,
Μισός εραστής του χθες κι άλλος μισός
Προφήτης σιωπηλός που χορεύει
Στα γόνατά του τη συνείδησή σου.

Σα μεγαλώνεις βλέπεις κάπως απρόσιτος
Μα πάντα απράγμων, ανυπεράσπιστα ιδανικά
Να φλέγονται στην κάμινο της συνήθειας.

Σα μεγαλώνεις παύεις να ρωτάς τους βιαστικούς
Ανθρώπους και στάζεις γράμμα το γράμμα
Ένα "γιατί;" σε τετράδια που σιωπούν.

Σα μεγαλώνεις παύεις να απορείς
Για την ένδεια της καρδιάς απ' αγάπη
Αφού ζεις σε κόσμους ξέχειλους απ'απάτη.

Σα μεγαλώνεις ο μόνος ήχος που ακούς
Είναι τα τριξίματα απ'το σκούριο καλοριφέρ
Kαι απ'τα πατατάκια της βραδινής τηλεραστώνης.

Τις νύχτες ανεπαίσθητα αρχίζεις να μιλάς
Με το σκούριο καλοριφέρ, με τα ογκώδη πατατάκια,
Άηχα παλεύεις μ' ένα τσιγάρο ή μ' ένα υγρό ταβάνι.
Έτσι πορεύεσαι στο θαυμάσιο κενό μιας χίμαιρας,
Με μια συνήθεια υγρασία μεσ'το νου
Πίνεις σαν ασπιρίνη την κάθε μέρα που σε χαιρετά,
Κερνάς καφέ την κάθε μνήμη που θελημένα ξεφτίζει.

Ύστερα αρχίζεις να μιλάς μ'ασώματες φιγούρες,
μια υποψία συντροφιάς, αυτών που έχουν πεθάνει.
Μα είσαι κι εσύ μια σκιά, ένα θόλωμα σαν κι αυτούς,
Ενός φτερού το εφήμερο τίναγμα
Στην απανεμιά των πνευμάτων,
Σ' αποκοιμισμένες απαντοχές και λαχτάρες...

Κι αν τώρα το ξέρεις, δεν έχεις διόλου ντροπή.
Είσαι νεκρός κι εσύ, νεκρός, νεκρός πριν πεθάνεις.



23
          "Νεραϊδόπαρμα"
     (ή αλλιώς Ερωτικό...)


Στ'άσπρο προσκεφάλι δυο ζαλισμένα άστρα,
Κρυφά τα μέθυσε ο παιχνιδιάρης άνεμος
Και γλίστρησαν στου δωματίου μου τα κάστρα,
Και βάφτηκαν με φως χρυσό οι σκέψεις,
Και τα ονειρά μου πήραν πνοή κι ανάσα.

Γίνηκε με μιας ο δρόμος μου πλατύς με χρώμα ρόδινο και θαλασσί,
Ντύθηκε νεράιδα η σιωπή μ'ένα φεγγάρι για ραβδί,

Μια αδέσποτη κιθάρα νότες τρελές να μου τραγουδεί,
Χιλιάδες γιασεμιά, άνθη μυστικά να μου δωρίζει το φιλί.

Γίνηκε η καρδιά μου μεσ'το νερό σκιά, θολή μορφή
Και με τα νούφαρα χόρεψε σαν πεταλούδα μικρή.

Ένα μελτέμι-αερικό απ'του ουρανού τα σκέλη
Τον άγνωρο έρωτα σα καραβάκι σέρνει.
 
Κι ένας ήλιος ματωμένος που γκρέμισε τον φράχτη,
Έκανε και χάθηκε η θλίψη απ'της όψης μου τον χάρτη.

Και σαν έδυσε στα μάτια μου η μέρα ετούτη σιωπηλά,
Σαν με κέντησαν τα χέρια σου αδίστακτα,
Στην κόψη των χειλιών σου πνίγηκε η μέσα μου φωτιά
Γεννήθηκα για δέυτερη φορά στα σύννεφα,
Μα ως την αυγή με γυρίσανε στη γη μαγεμένα ξωτικά.


Αφιερωμένο σ'αυτούς που πιστεύουν πως...."τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια άλλα τουλάχιστον δεν είναι ψέματα."

24
   
 
   "ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ"


    Μη φεύγεις...
    Δεσ με, είμαι εγώ, άγγιξέ με
   
    Δεσ με, Πηνελόπη με λένε ξεγελώντας έναν
    μαστροπό καιρό περίμενα να 'ρθεις,
    κοροϊδεύοντας στην ποδιά μου το φευγιό
    περίμενα το γυρισμό να ντυθείς.
   
    Ελένη με λένε, κι Ηλέκτρα κι Αντιγόνη...
    Φλέγομαι ρουφώντας λαίμαργα
    της ύβρης μου τ' αφιόνι.

    Δεσ με, πούλησα την ψυχή μου στον Άδη,
    να γιατρέψω της αγάπης σου το ψεγάδι.
       
    Χαρίστηκα σε μια άσωτη ψυχορραγία
    να λυτρώσω της αφής σου τη βουλιμία.

    Δεσ με, είμαι εγώ, άγγιξέ με
    στις άδειες νύχτες σου ακούμπησέ με
    κι αφού στην καρδιά σου δεν μπορείς
    στο εγώ σου παντοτινά φυλάκισέ με.

    Μα πως;Τ' ανομά μου αλήθεια δε θυμάσαι;
    Όχι, όχι παραμυθάκι μου, μη λυπάσαι...

    Ίσως να'μαι απλώς μια ματιά νοτισμένη.
    Ίσως πια να με λένε απλά Ξεχασμένη. 
     
   
   
         

25
Τ'απογεύματα τις Κυριακές...


Τ'απογεύματα τις Κυριακές
Στ' αγνάντι του ο χειμώνας
Με σέρνει σε θύμισες λειψές
Και μιας θλίψης γίνομαι θαμώνας.

Τ'απογεύματα τις Κυριακές
Βγαίνω απ' το σώμα μου νωχελικά
Και μπαίνω μέσα σ' άναρχες μουσικές
Σε ρόλους και παραμύθια δανεικά.

Τ'απογεύματα τις Κυριακές
Ακούω βήματα να σχίζουν σιγαλά τη σιωπή,
Βλέπω μεσ' το καφέ να χορεύουνε σκιές
Μα είναι μόνον κάποια του νου ξεκούρδιστη χορδή.

Τ'απογεύματα τις Κυριακές
Οι στοιχειωμένοι τοίχοι του σπιτιού
Αντιλαλούν παράξενες φωνές
Σα τη προσευχή μικρού παιδιού.

Έτσι κι εγώ τ'απογεύματα τις Κυριακές
Γίνομαι ξανά παιδί κι αφήνω μια ευχή,
Αποκοιμιέμαι πάνω στων ονείρων τις ριπές
Μα πάντα πιο μόνη ξυπνώ την αυγή.


         

Σελίδες: [1] 2