Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - Ανταίος

Σελίδες: [1]
1
πολύ όμορφο, πραγματικά
αποδίδεις με ωραίο τρόπο την ψυχολογία του νεαρού ναυτικού
μπράβο φίλε

'Ισως γιατί είναι πράγματα που τα έχω ζήσει φίλε ΧΩΡΙΑΤΗ.Πρώην ναυτικός βλέπεις.
Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σου και οφείλω να σου πω ότι παρακολουθώ με ενδιαφέρον τα έργα σου.Καλή συνέχεια σε ότι κάνεις. 

2

Θυμάμαι πόσα όνειρα και σκέψεις
είχα κάνει,
-τότε που ήμουν ναυτικός και γύριζα
τον κόσμο-
μέσα στη καμπίνα μου κοιτώντας
το ταβάνι
και τη γλαστρούλα απέναντι,με το
μικρούλη δυόσμο.

Θυμάμαι τις ατέλειωτες,ώρες
της μοναξιάς μου.
Το όμορφο νανούρισμα απ`τη γλυκιά
μπαλάντζα,
και τη μονότονη βουή της μηχανής
στ`αυτιά μου.
Το καρδιοχτύπι το ζεστό όταν ερχόταν
λάντζα.

Θυμάμαι όταν πλησίαζε το πλοίο
σε λιμάνι,
πως τό`παιρνε είδηση η καρδιά κι άλλαζε
ρυθμό,
κι ευθείς το άτιμο μυαλό,ξεκίναγε
να φτιάνει,
απίστευτα σενάρια,δίχως
τελειωμό.

3

'Ολα είναι θλίψη.

Κι αυτά που ήρθανε,
κι αυτά που δε θα έρθουν.
------
'Ολα είναι πόνος.

Κι αυτά που έζησα,
κι αυτά που δε θα ζήσω.
------
'Ολα είναι άδεια.

Το μυαλό,η καρδιά,
και η ψυχή μου.
------
'Ολα είναι θάνατος.

Τα πριν,τα τώρα,
και τα επόμενα.

4
  Ως τότε μες στα "λήμματα" (λέξεις)...  Μήπως  εννοείς  τα λύματα ;
Έχεις απόλυτο δίκιο και σ'ευχαριστώ πολύ.Ο <ποιητικός> μου οίστρος καμιά φορά με παρασύρει!! ::) ::) 

5
Μηδαμινά και τιποτένια
σκουλήκια δίποδα,που είστε
τόσο μικρά και σιχαμένα,
που απορώ γιατί να ζείτε.

Μέσα σε όλους τους αιώνες
το αισχρό το είδος σας υπάρχει
για να σαπίζει κάθε ωραίο
για να χαλάει κάθε καλό.
Συνέχεια μετρώ τις ώρες
σκουλήκια δίποδα,ώσπου να'ρθει
το τέλος σας που είναι μοιραίο,
με θόρυβο εκκωφαντικό.

Ως τότε μες τα λύματα
να ζείτε να κυλιέστε
κι απ'όλα σας τα κρίματα
πάντα να τυραννιέστε.

6
ΧΑΜΕΝΑ 'ΟΝΕΙΡΑ



Κάποτε,τα όνειρά μου όλα
τα έχτιζα πάνω σου.
Κάποτε οι ελπίδες και οι προσδοκίες μου
αντανακλούσαν σε σένα.
Κάποτε,η ζωή χωρίς εσένα
δεν είχε νόημα και ουσία
και το χαμόγελο στα χείλη αναγκαστικό,
για να σπάει η νευρικότητα.
Κάποτε..
Τώρα;
Τώρα τα όνειρά μου
τα φτιάχνω μόνος μου.
Τις ελπίδες και τις προσδοκίες μου
δεν τις λέω σε κανέναν.
Και πάλι η ζωή όπως παλιά,
δεν έχει νόημα και ουσία.

Κι όλα αυτά γιατί έφυγες.

7
Καλοκαιρινή βροχή

Ξαφνική βροχή του Ιούλη
που πλημμύρισες τους δρόμους,
κι έκανες τα χελιδόνια
να κρυφτούν στις φυλλωσιές.
Ξαφνική βροχή του Ιούλη
πάρε τους καημούς μας όλους
και βοήθησε ν'ανθήσουν
τα λουλούδια στις καρδιές.

Πως μ'αρέσει η μυρωδιά σου
όταν συναντάς το χώμα-
ξαφνική βροχή του Ιούλη
πέσε λίγη ώρα ακόμα.


Γράφτηκε σήμερα το πρωί κοιτώντας τη βροχή να πέφτει.


8
Παράθεση
Μα εγώ που είμαι ανάποδος
και τ' άδικο με πνίγει
το φούσκο έχω εύκολο
είν' έτοιμος να φύγει!

Υπό αυτές τις συνθήκες και κάτω από το φόβο του ξυλοδαρμού  :D :D
οφείλω να ομολογήσω πως είναι το καλύτερο ποίημα που έχω διαβάσει ποτέ!! :D :D :D

9
Αφορμή γι'αυτό το ποίημα(?)στάθηκε ένα θλιβερό γεγονός.'Ο θάνατος του ηθοποιού Σπύρου Καλογήρου.
Διαβάζοντας όσα γράφτηκαν για τον υπέροχο αυτόν άνθρωπο και το μακροχρόνιο γάμο του με την επίσης ηθοποιό Ευαγγελία Σαμιωτάκη,θυμήθηκα μια θεία μου που πριν από χρόνια έχασε τον άντρα της μετά από πολλά χρόνια γάμου και μέσα σε 2-3 μήνες έσβησε απ'τον καημό της.
Προσπάθησα για λίγο λοιπόν να βάλω τον εαυτό μου στην ψυχολογία μιας τέτοιας κατάστασης και πραγματικά συγκλονίστηκα.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Είμαι σίγουρος πως κάπου εκεί έξω
(κάτω απ'το χαλάκι της εξώπορτας ίσως),
υπάρχει ακόμα η σκόνη από το ταξίδι που κάναμε οι δυο μας.
Συνταξιδιώτες και συνοδοιπόροι,
σε μια εποχή που δεν ενδείκνυται για ταξίδια τέτοιου είδους,
και που τα όνειρα πλέον τα κάνουν συνήθως
μόνο όσοι κοιμούνται!
Εισιτήριο είχαμε βγάλει μόνο ένα-κι αυτό χωρίς επιστροφή.
<Τι να το κάνουμε το δεύτερο> είχαμε πει,
αφού εμείς έτσι κι αλλιώς είμαστε ένα,
κι αφού ίδιοι (σαν άνθρωποι) δεν πρόκειται να μείνουμε,
πίσω γιατί να χρειαστεί να'ρθούμε;
Το μόνιμο πρόβλημά μου από τότε ήταν
(σε όποιο προορισμό φτάναμε),
μήπως ανακαλύψουν την ψεύτικη ημερομηνία γέννησης
που στο διαβατήριο ήτανε γραμμένη.
Βλέπεις εγώ γεννήθηκα τη μέρα που σε γνώρισα
και πριν, απλά ανύπαρχτος υπήρχα!
Την ζωή μου χωρίς εσένα ποτέ δεν σκέφτηκα
(πως μπορούσα άλλωστε να κάνω κάτι τέτοιο),
κι αν το μυαλό καμιά φορά προσπαθούσε να με παρασύρει,
τσίμπαγα την καρδιά μου για να συνέλθω!

Κι όμως,κι όμως τώρα στέκω εδώ
να χαϊδεύω κάποιες τρίχες απ'τα μαλλιά σου
που έχουν μείνει πάνω στο μαξιλάρι σου!
Να μυρίζω το άρωμά σου που έχει μείνει πάνω στα πόμολα
και να ακούω τη φωνή και την ανάσα σου δίπλα μου όταν ξαπλώνω!

10

Δε ντρέπομαι να το πω,
μου λείπεις!
Παρ'όλο που δε σε γνώρισα ακόμα-
μόνο που ξέρω ότι βρίσκεσαι κάπου εκεί έξω,
μου λείπεις!

-Αν και ποτέ μας δεν αγκαλιαστήκαμε,
μου λείπει η μυρωδιά απ'τα μαλλιά σου.
Οι βόλτες που ποτέ δε κάναμε,
μου λείπουν κι αυτές!

Πολλές φορές περνώντας από κάποιο δρόμο,
αισθάνομαι, πως πριν από λίγο
είχες περάσει κι εσύ από κει.
Θεέ μου,γιατί να είναι τόσο μεγάλος ο κόσμος;

11

Ρέκβιεμ

 
 
(Requiem)
'Άρχισε άνεμος.Μαζεύονται σύννεφα.
Κουρτίνες τρεμόπαιξαν.Κλείνουν οι πόρτες.
'Ανθρωποι τρέχουν γρήγορα σπίτια τους,
ζώα κρύβονται μες' τις φωλιές τους.
Μωρά ουρλιάζουν,γριές γονατίζουν!
Τα φώτα σβήσαν.Σκοτάδι παντού.
Πνοή θανάτου σκεπάζει τα πάντα,
όπως η στάχτη την Πομπηία.
Πνοή που περνάει κάτω απ' τις πόρτες.
- Νομίζω πως ήρθε η ώρα να βγω!
(Dies irae)
Φορώ το παλτό μου,βγαίνω στο δρόμο.
'Άδεια τα πάντα,ψυχή πουθενά.
Πάω προς τα πέρα να βγω στη πλατεία.
-Οι πρώτες σταγόνες δυνατά με χτυπούν.
Κάτι περνάει από μπροστά μου και πέφτει,
κοιτάζω και βλέπω ένα πουλί.
Σηκώνω το βλέμμα ψηλά και γελάω,
<τώρα με τρόμαξες> λέω ψυχρά.
Σφίγγω τα δάχτυλα μέσα στις τσέπες
κι ανοίγω πάλι το βήμα με πείσμα.
(Domine)
Φτάνω στη γωνία.Ο αέρας με σπρώχνει.
Απλώνω το χέρι να κρατηθώ.
Και τότε, νιώθω τη γη να κουνιέται,
τ' αυτιά μου ραγίζει μια βροντή.
Μια έντονη λάμψη τα μάτια μου κλείνει.
Παίρνω μια ανάσα και προχωρώ.
Φτάνω στο μέσο ακριβώς της πλατείας,
τα χέρια ανοίγω και κοιτώ προς το φως.
Μια ριπή του αέρα με σπρώχνει στο πλάι,
μα στέκομαι πάλι στα πόδια γερά.
(Sanctus)
Ξαφνικά,ο αέρας κοπάζει.
Η λάμψη χάθηκε,μπορώ να δω.
Μια μαύρη φιγούρα στέκει μπροστά μου.
Μαύρη,τεράστια και σκυθρωπή.
'Αν κι έχει σχήμα,μοιάζει διάφανη,
ψύχρα εκπέμπει και παγωνιά.
<Τόσα χρόνια ,μου λέει,με φώναζες να' ρθω,
και τώρα που ήρθα στέκεις μουγκός > .
- Θάνατε,λέω,πουν' το κεντρί σου,
αυτό που έχεις και μας κεντάς;
Θαρρείς πως σκιάζομαι το μαύρο σου βλέμμα
κι ότι φοβάμαι το άσαρκο σώμα σου;
(Agnus Dei)
Με τόσα που τράβηξα,
εχθρός μου δεν είσαι.
Με τόσα που έπαθα,
λυτρωτή μου σε βλέπω!

12

Το <Φυτό>

Κάτσε εδώ στη <γλάστρα> σου,που σ'έχουνε φυτέψει!
Σου βάλανε ριάλιτι και <λίπασμα> Τατιάνα,
και με τα πρωινάδικα,τα φύλλα σου ανθίζουν!
Τώρα,γιατί φαγώθηκες και ρίζες θες ν'απλώσεις;
Δε βλέπεις πως σε νοιάζονται και πως σε αγαπάνε;
Συνέχεια μ'αθλητικά <ποτίζουν> το μυαλό σου,
για να νομίζεις και εσύ,δέντρο πως θ'απογίνεις.

Να - κοίτα τούτα τα δεντριά,έξω απ'την <αυλή> μας,
πως τα χτυπάει ο βοριάς και τα σκεπάζει ο πάγος.
Ενώ εσένα σ'έχουμε σε <σκέπαστρο> από κάτω,
και όλα σου τα προβλήματα,τα έχουμε λυμένα.

Τι κάθεσαι και κλαίγεσαι για ήλιο κι ηλιαχτίδες;
Δεν έχεις Eurovision μία φορά το χρόνο;
Δεν έχεις Ολυμπιακούς και το Filmnet για τσόντες;
Μην είσαι λοιπόν αχάριστο και κάτσε μεσ'τη γλάστρα,
κι όποτε θα'χουμε εκλογές φρόντιζε να ανθίζεις!

13


Τι κι αν πάντα προσπαθούσα το καλύτερο να κάνω,
και με όλους του ανθρώπους να'μαι πάντα ευγενικός;
Τι κι αν είχα συνηθίσει πάντοτε εγώ να χάνω,
και σε κάθε πονηριά τους να'μαι υποχωρητικός;

Τι κι αν έτρεχα για όλους όταν είχανε ανάγκη,
τι που απ'το υστέρημά μου έδινα και στους φτωχούς;
Πάντα υπήρχε μεταξύ μας ένα αδιάβατο φαράγγι,
πού'μοιαζε θαρρείς σπαρμένο όλο βράχους κοφτερούς!

Τι κι αν έκανα κουράγιο κι έδειχνα μακροθυμία,
σ'όλες τις αχαριστίες,σε κάθε τους εγωισμό;
Πάντα ήταν μουτρωμένοι κι έδειχναν απροθυμία
έστω και μια καλημέρα να μου πουν το πρωινό!

Τι κι αν όλα αυτά συμβαίνουν;Δρόμο εγώ δεν θα αλλάξω!
Κι ώσπου να'βρω έναν Σάντσο,μοναχός θα περπατώ!
Ανεμόμυλους θα ψάχνω μήπως και τους υποτάξω,
για ν'αλλάξουμε τον κόσμο όσο αυτό είναι εφικτό!

 

14

'Εμαθες να ζεις περιμένοντας κάτι.
'Έμαθες να πλάθεις μύθους για να ελπίζεις.
'Έμαθες τη λέξη κουράγιο,για να παίρνεις θάρρος,
μα ύστερα μια μέρα ξαφνικά,αυτοκτόνησες!

Δεν είχες μάθει τους ανθρώπους.

Η ζωή πάντα σου άρεσε.
Το χαμόγελο στα χείλη σου μόνιμο.
'Ώσπου μια μέρα κατάλαβες,πως έπρεπε ν`αλλάξεις,
και να συμβιβαστείς με πράγματα,που δε συμφωνούσες.
Και τότε σκέφτηκες,αντί να πουλήσεις την ψυχή σου ,

καλύτερα να την καταστρέψεις!

15
Όταν

'Οταν οι ανθρώπινες καρδιές
τα τείχη τους γκρεμίσουν,
κι αλήθεια κ'ειλικρίνεια
αρχίσουν να σκορπάνε...

'Οταν η σκέψη η ανθρώπινη
βγάλει φτερά κι ανέβει,
κι αιώνια ιδανικά
αρχίσει ξανά να ψάχνει...

'Οταν μ'αγάπη οι ψυχές
γεμίσουν μέχρι πάνω,
κι απλόχερα το περίσσευμα
αρχίσουν να μοιράζουν...

'Οταν η μόνη έγνοια μας
είν'το καλό του άλλου,
και το Εγώ οριστικά
θα το'χουμε πετάξει...

Τότε θα ήμαστε άνθρωποι
άξιοι για να ζούμε,
και κοινωνία ιδανική
θα έχουμε φτιαγμένη.

16
Νομίζω,αν και δεν ξέρω και πολλά,πως εδώ ο στίχος ρέει σα γάργαρο νερό.Ευχαριστούμε

17
Σας ευχαριστώ και καλώς σας βρήκα.

18
Και να που ήλθε ο καιρός,
που οι μέρες δεν αλλάζουν.
Που το μυαλό και η καρδιά,
χειρόφρενο έχουν βάλει.
Κι οι σκέψεις και τα όνειρα
δρόμους βατούς δεν έχουν.


Το Είναι μου φαντάζομαι
στη νύχτα τυλιγμένο,
μέσα σε έρημο βουνό
μόνο να περπατάει,
και γύρω του η παγωνιά
στην αγκαλιά να τό'χει.


Πόσο ν'αντέξει ένα πουλί
μεσ'το κλουβί κλεισμένο;
Πόσο ν'αντέξει ένα κλαδί
χωρίς νερό στις ρίζες;
Πόσο ν'αντέξει ο άνθρωπος
χωρίς να βλέπει ήλιο,
χωρίς να βλέπει ουρανό
κι ελπίδα να μην έχει;


Πόσο ν'αντέξω και εγώ
αντίγραφα να βλέπω,
τη μιά μετά την άλληνε
τις μέρες να κυλάνε,
χωρίς να έρχεται τίποτα,
χωρίς να φεύγει κάτι;

Σελίδες: [1]