Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Anastasis

Σελίδες: [1] 2
1
ΔΕΗΣΙΣ                                   14/07/2009



Οκτώ οι μήνες  που περάσαν, άδειοι.
Έλεος μηδέν η Μούσα, μου δεικνύει.
Ίχνος κανέν απ’ τ’ απαλό της χάδι.
Σ’ άπλετ’ ο οίστρος, σκότος, καταλύει.
 
Στίχοι αδύναμοι και καταδικασμένοι
Εκ γεννετής ανάπηροι, σφαδάζουν
στου κάδου κάπου  τ’ άδυτα, σκισμένοι
της ποίησης παράλυση προστάζουν.

Ανόητα μου λόγι’ αγαπημένα, δώρα.
εκλιπαρώ σας βγείτε απ’ το σκοτάδι
Σκέψεις μου αλόγιστες ελάτε, τώρα
της μέθης σας κεράστε μου τη χάρη.

Της λογικής μου κρύψτε την ανέχεια 
Διατάξτε τον ασύμμετρο ειρμό σας
να πάρει από το νου μου τη συνέχεια
και σύρτε με στον μαγικό χορό σας.

2
Με λένε Σκουπιτέκιο PCάκη,
τεχνολογίας τέκνον με πτυχίο,
ο φορητός μου cuore επι δύο,
κι αντί καρδιά φοράω τσιπάκι.

Στον τοίχο με φυλάει μια bravia,
ίντσες πολλές και high definition,
απόρθητο έχω της καρδιάς partition,
online κανείς, δεν δίνω άδεια.

Στο κινητό μου έχω Τ εννέα,
βαριέμαι την ορθογραφία,
το facebook σωστή εποποιία,
έχω ήδη φίλους δεκαεννέα.

Ένα σκληρό γεμάτο δύο τέρρα
μυριάδες έχω εμ-πι-θρι,
όλου του κόσμου η μουσική,
απο pink floyd εώς  φλογέρα.

Δεν τα ακούω σχεδόν καθόλου,
είναι πολλά να ξεχωρίσεις.
Όπως του wiki οι απαντήσεις
καθείς επι παντός του βόλου

Μου χαμογέλασε χθες η Μαρία,
βαρέθηκα ν’ ανταποδώσω,
στο pornotube λέω να ενδώσω
τα του έρωτα, μου φέρνουνε ανία.



3
Προδοσία



Στην πατρίδα μου οι λέξεις είναι ιστορία
Κάθε ιδέα,και ότι άυλλο ή υλικό
αντιστοιχεί  επ’ ακριβώς με λέξη μία
Κάθε λέξη μαρτυρά ενα τι μοναδικό.

Στην πατρίδα μου η γλώσσα παραπαίει
την σκοτώνουν κάθε μέρα στα σχολεία
τη μικραίνουν πιο απλή να γίνει λέει,
ευννοούν συλλογισμών την αστοχία. 

Ο νέος Έλλην ζει εν τη μωρία.
Ερωτηθείς  λέξεων  την ετυμολογία
ορθά  απάντησε  μόνο σε  μία 
στην  αέναη, παναρχαία μαλ-κία.

Περι προδοσίας αισχροτάτης ομιλώ
περι ωμής συνομωσίας
Διδασκάλων ιδεολογιστών θαρρώ
δημοσίας ανεξέλεγκτης  θητείας. 

Γραφικό το ξέρω θα με πούνε
εθνικόφρωνα φασίστα,
δεν μπορούν λένε, αυτές  να είναι
σκέψεις κάποιου σοσιαλίστα.


Μια ταμπέλα μου κολλήσανε
και τη φέρω όπου πάω
Αναχρονιστή με χρίσανε
έγκλημα  τη γλώσσα να πονάω.

4
Λίγο...




Δέν έχει ή μέρα υπομονή,
φεύγει καί δέ ρωτάει.
Ό μετρονόμος τού καιρού,
τέμπο αυστηρό κρατάει.

Πήρε καί νύχτωσε νωρίς,
χειμερινό λιοστάσι.
Ή λάμπα άδεια, απαθής
απόψε δέ θ’ ανάψει.

Στή κάμερά μου ξένυχτώ,
μιά καί μισή μποτίλια,
τής μέθης μου εκλιπαρώ
ονειρικά χατίρια.

Κρασί παλιό θα πιώ, στερνό
σαν τότε νά μεθύσω,
γεύσεις ζωής πού νοσταλγώ,
γιά νά τίς ξαναζήσω.

Οίνε γλυκέ, παραμυθιάρη,
ρίξτου καιρού μία κλωτσιά,
στις μέρες πού ήμουν παλλικάρι,
τού χρόνου η ρότα να γυρνά.

Λίγο κοντά της να βρεθώ,
λίγο να την αγγίξω
τα μάτια της λίγο να δώ
Λίγο, λίγο πριν σβήσω.

5
Ένα βουνό πελώριο στη μέση της θαλάσσης ,
στον ύπνο μου τα βράδυα σκαρφαλώνω .
Κορφιάζοντας , δάσος θωρώ ανήλιο και μόνο .
Περίεργα τα βλάστια του, γέννημα άλλης  πλάσης.

Η νύχτα στο μέρος τούτο δώ, κάτι μου κρύβει.
Ξανοίγομαι αργά μ’ ανήσυχο κάπως το βλέμμα ,
δεν μοιάζει μ’ όνειρο, δεν φαίνεται για ψέμμα .
τη λογική, ο φοβος μου αλύπητα συνθλίβει.

Σπρώχνοντας, βήμα ταχύ προστάζει ο τρόμος.
Μακραίνω γρήγορα, τύχη καλή, ένα μικρό λιβάδι .
Μπροστά μου σπάνια ομορφιά, μόνον εγώ ψεγάδι .
Αμόλυντη  απέραντη γαλήνη, εδώ κοιμάται ο χρόνος .

Ψυχών στα σίγουρα της φύσης τούτο το παλάτι.
Άπλετο φως  ,ηλίου απόντος , φωτίζει αληθώς.
Ένας αέρας ψάλλει ασμάτων άσμα, μελωδός,
ξεπλένοντας της αμαρτίας το ανόσιο αλάτι.

Χορεύοντας, με φέρνει και με πάει σα το κύμα
σαν του κρασιού του πρώτου με κερνάει
μαριόλλα ζάλη, που βόλτα στα όνειρα γυρνάει
πλέκοντας τ΄άυλο, της μοίρας τ’ άσπρο νήμα.

 Ύστερα... παύει χωρίς κανείς να ξέρει
Σαν να μη φύσηξε ποτέ, σαν να ήταν ψέμμα .
Ξυπνώ ξανά, αλαφιασμένο άναρχο το  βλέμμα.
Μα ο νούς απέμεινε..
                      του ονείρου να κρυφτεί- δεν θέλει.

6
Άπειρος Γυνή                  17/10/2007

Στ’ αρχαίο της Δωδώνης,
του Διός μαντείο,
ένας χρησμός.
Γέρων, ιερεύς, Σελλός:
«Εσού αει πλησίον,είς
ο Γκιώνης».

Μάνα, γυναίκα κι αδερφή
ρούχα καημών φοράς,
τα μαύρα μόνο.
Σε γέρνει μοίρα πονηρή,
μα σύ η κόρη της ιτιάς,
λυγάς στον πόνο.

Απο μικρή μοιρολογείς,
Παλιών αρχέγονων καιρών 
ιερή πεντατονία.
Τον Χάρο πάντα τιμωρείς
Χορεύοντας των Μολοσσών,
Χορόν αργό στα τρία.

Στης Πίνδου τ’ άγρυπνα βουνά,
Κορφιάζεις στα απάτητα
βαρύ ζαλίκι,
τ’ ανδρός που κλέφτης πολεμά
εχθρό ασταμάτητα,
τ’ αρματωλίκι.

Τα βράδυα λες μια προσευχή.
«Παναγιά να μ’ αξιώνεις,
σου ζητώ,
μέχρι που ο ήλιος θα φανεί
μην τραγουδήσει ο Γκιώνης 
άλλον χαμό.

Κάποτε να ρθουν ξημερώματα
στη μάνα γη του Πύρρου.
Στην Ελλοπία.
Στων Πελασγών τα χώματα
στη Χώρα του Απείρου,
Στη Χαονία."

7
3/10/2007     


Η όμορφη πόρνη
στους δρόμους,τα βράδυα
μονάχη γυρνούσε.
Τα μάτια της μισόκλειστα.
Το βλέμμα μοναξιά μαρτυρούσε.

Πάνω απο σαράντα δεν είναι.
Μα στη δουλειά της, τα έτη 
ανα δύο και τρία περνούνε.
Σαιτιές
του χρόνου ηγέτη.

Καπνίζει συνέχεια, με πάθος.
Το κόκκινο τις γόπες ματώνει.
Στα χείλη αφθονεί,
στην καρδιά το κόκκινο,
το σκέπασε χιόνι.

Λίγο κονιάκ να ζεσταίνει.
Κόκκινη τσάντα,
στο μέσον του χεριού,
αιωρεί κρεμασμένη
στον ρυθμό του κορμιού.

Ξάφνου
στο δρόμο που πάει
νέος ωραίος, νέον ωραίο
στη μνήμη προβάλλει.
μια φλόγα σβηστή τη πονάει.

Έπεσε λιγόθυμη.
Η τσάντα της ξέρασε
ολάκερο το βιός της.
Πούδρες ,κρέμες ,κραγιόν.
Πιο δίπλα κείται ο καημός της.


8
Οκτώβριος 1992


Υστεροφημία


Τα πάντα μέσα του γυρίζουν,
θολούρα κίτρινη συχνάζει στο μυαλό του.
Και τα γυμνά χέρια του με τρύπες γεμίσανε.
Βαθύς ο πόνος που τρώει το κορμί,
μα , είναι ωραία...
Στη σκέψη του εικόνες από την ζωή.
Την ζωή που έζησε.
μα πιο πολύ απ' αυτήν που ποτέ δεν θα ζήσει.
Σαν πεθάνει μόνος του,
στο φτωχικό δωμάτιο,
μια υστεροφημία αλλιώτικη. μια σύριγγα θα έχει.
                                 

9
                                                       22/9/2007

    Άνθρωπε...


Γαλουχημένη εκ Θεού
ως είν’ η Άγια Φύση,
έκλεισε στην αγκάλη της
απο μικρή τη Ζήση.
Ότ’ είχε πιο πολύτιμο,
της πρόσφερε με Χάρη.
Δένδρα, ποτάμια και βουνά
και χίλια μύρια κάλλη.

Περίτρανη τελειότητα,
σε όλες τις εκφάνσεις.
Σε σχήματα, σε χρώματα,
στων ήχων τις κυμάνσεις.
Κληρονομιά αμύθητη,
το Θείο τούτο Ποίημα.
Έρωτος σπέρμα τ’ Ουρανού,
στης Γης τα σπλάχνα κύημα.

Μα ήρθε κάποτε καιρός
η Ζήση να τοκίσει,
τα ελέη που της χάρισαν
σειρά της να χαρίσει.
Στον Υιό της τον στερνό,
στ’ Ανθρώπου όλο το Γένος,,
την προίκα της επροίκισε,
να είν’ ευτυχισμένος..
 
Έτσι έγινε λοιπόν
κι ο Άνθρωπος στην Πλάση,
έμελλε άρχων διοικείν
ζώα, βουνά και δάση.
Γοργά  ο Χρόνος κύλαγε
μα πλάι του η Ιστορία,
κατέγραφε εκμαυλισμό,
στου Ανθρώπου την Πορεία.


Άπιστος  βάρβαρος ,  ανίστωρ,
χτυπά αλύπητα,
αυτήν που του δωσε Ζωή
και δώρα  ατίμητα.
Καίει, συλεύει, λεηλατεί,
ρημάζει ότι ωραίο.
Αργύρια έχει για ψυχή,
το μέλλον του, μοιραίο...

10
           Αγέρας


Πνέοντας ψάλλει άσματα,
 ο μελωδός αγέρας.
Νυχθημερόν ακροβατεί,
στις τρύπες μιας φλογέρας.
Ιέρεια  του η θάλασσα,
σαλεύει στ άγγιγμα του,
με λίκνισμα  περίεργο
 σαν  κάλεσμα θανάτου.
Μια μούσα του εχάρισε 
παντοτινό τον οίστρο
Μια νούνα λάγνα μάγισσα
 τον βάπτισε  μαϊστρο

Τι σ’ έκανε μαέστρο μου
 να διευθύνεις πάντα
πότε βοριά,πότε νοτιά ,
πότε σιρόκου μπάντα;
Ποιος έρωτας ,ποιος θάνατος
σε κάνει να συνθέτεις
τα έργα σου από καρδιάς
που δωρεάν  εκθέτεις;
Γιατί φυσάς, γιατί πονάς
γιατί δεν ησυχάζεις;
Γιατί χαρμόσυνο σκοπό
δεν θές ποτέ να βάζεις;

11
27/8/2007



Πλάνης παθών, γυρολόγος βλακείας
η γνώση, μου πρότεινε σχέση φιλίας.
Ευθύνη αγνοίας αιώνια φέρω
Βιβλίου να γίνω εραστής,
άργησα ,νέος δεν είμαι το ξέρω.

Πλάνης σελίδων, βιβλίων επαίτης.
Λαβωμένος ξανά,  πάλι απέλπις.
Λατινικού γνωμικού, μια γραμμή με μπερδεύει.
Eλλείψη γνώσεως θαρρώ,
η φαιά μου ουσία- νηφαλίως εν μέθη παλέυει.

Οι λέξεις μιλούν στην ψυχή, μα οι άγνωστες σκίζουν
Πόσα ονόματα, πόση ιστορία; Ποιοι την γνωρίζουν;
Μεγάλων ανδρών γνωμικά και σοφία.
Ποιος δάσκαλος άφησε,
στο νου μου να γίνει- τοιαύτη  αηθία?

Θα δώσω αγώνα, στο χάος με κραυγή θε να πέσω
Επίσκεψις ονομάτων... χωρίς αυτήν δεν θ’ αντέξω
στην αρχαία οφείλω, να κάνω βαθειά μια βουτιά.
Ειδάλλως το νοιώθω, 
της γνώσης βουλιάζει η βάρκα, με τρύπια πανιά. 

12
                        ΛΗΔΑ-ΛΟΥΚΙΑ                                 24-5-2007


Η Λήδα που αγαπώ εδώ και χρόνια,
εκτός απ’ τ’ όνομα τ’ αρχαιοελληνικό,
καθ’ ότι από γενιά κι από σαλόνια,
βαφτίστηκε Λουκία όνομα χριστιανικό.

Διασάλευση στο νου της επροκλήθη
Ένεκα της διπλής ονομασίας.
Λήδα-Λουκία ας συστήνεται στα πλήθη
η Λήδα ,αλλιώτικη είναι της Λουκίας.

Πιότερο αέρινη η ερωμένη του Διός
πιο αυστηρή και πεισματάρα η Αγία.     
Η πρώτη, άριστη στο πιάνο μουσικός
η δεύτερη σωστή οικοκυρία.

Αν με ρωτήσεις,,ακριβώς θα σου το πω
ποια της αγάπης μου αλήθεια η ουσία.
Η παύλα αυτή, στα ονόματα ανάμεσα τα δυό,
που φτιάχνει του είναι της, τη δισυποστασία.






13
Στα χέρια μου αδελφέ μου, στα χέρια μου
πέταξες αδελφέ μου - στερνή φορά.
Και να αδελφέ τι μάθαμε
απ' όσα εδίδαξες όλα καήκανε.
Λόγια χορτάρια,του λίβα η σοδειά.


Και να αδελφέ μου, στον τάφο σου πάνω
κείνοι που σ' άκουσαν πρώτα.
χούφτες σου ρίχνουν το χώμα, το χώμα βαρύ
Των Γιών σου αδελφέ μου τα πρόσωπα,
δεν κλαιν, μα ρίγονται κρύον ιδρώτα.


14
Ίσως αν έφευγα ,νωρίς , θα ταν καλύτερα
Ίσως αν μ’ έδιωχνες, θαρρείς , λίγο νωρίτερα.
Νωρίς θωρείς και λές πολλά και τίποτα.
Χωρίς μπορώ,μα δεν μπορώ τ’ ανείπωτα.

Αν κι όταν, άλλως, μήπως και γιατί
Τα λόγια, τα λόγια στήσανε γιορτή.
Μα μοιάζει πιο πολύ με πανηγύρι
Τα λόγια δε χαρίζουνε χατίρι.

Το απόγιομα σαλπάρισες για πάντα
Πλημμύρα και βροχή μετά την κάλμα
Ο ήλιος χώθηκε σε μια γωνιά
Χαμένη γλύκα ,πικρή αμυγδαλιά

Ίσως κοιμάμαι, ίσως είμαι ζωντανός
Παρηγοριά ψυχή μου, θεριεύει ο χαμός
Το νεύμα τους δεν το αντιστάθηκε κανείς, γνωστό. 
Η μοίρα κι η ζωή, μου παίζουνε κρυφτό.

15
                        Χριστός Ανέστη

Ανάταση ψυχής, ανάσταση ζωής μια μέρα όλη κι όλη
Κι αυτοί δηλώνουν άθεοι κι ανώτεροι και λόγιοι
Και κοροϊδεύουν και χλευάζουν και γελούν
Τους ενοχλούν εκείνοι που νηστεύουν και πονούν.

Εξήγηση σε όλα δίνουν τ’ ανεξήγητα τα άγια
Εξήγηση με τις φωνές τους να φωνάζουν άγρια.
Μπαίνουν στον Τάφο τον Πανάγιο με αναπτήρα
Ξεπλένουν την αγιότητα μες σε νιπτήρα.

Κι εσύ ο πιστός ο ταπεινός θεού υιός
Άνθρωπος αγράμματος φτωχός και ταπεινός
Δεν σπούδασες το ξέρω ποτέ θεολογία
Το δόγμα δεν στο δίδαξε κανείς μηδέ πατρολογία

Ξέρεις μονάχα ταπεινά να κάνεις το σταυρό σου
Το σύμβολο έμαθες όλο κι όλο στο σχολειό σου.
Σ’ αυτούς που σε γελούν θα πεις Χριστός Ανέστη
Αγία μου Τριάδα καλή κυρά συγχώρεσε τους,
Χριστός Ανέστη.

16
Τι ειρωνικό αλήθεια πριν το τραγικό
Αστεία σού κανα περι θανάτου
Εθίχθη ο Χάρος που περιφρονώ
Μισεί να πιάνουν τ’ όνομα του.     

Βράδυ Σαββάτου που ξημερώνει Κυριακή
Ο Γκιώνης τραγουδούσε από νωρίς
Μαύρο τραγούδι  με γλυκιά φωνή
Ο Γκιώνης, πένθιμος στερνός τραγουδιστής 

Ξύπνησες το πρωί ήρεμος γλυκός   
Στην εκκλησιά κι ύστερα στο καφενείο
κάτω απ τον πλάτανο καφές ελληνικός
γέλασες στο τελευταίο αστείο

Γύρισες σπίτι κι εκείνη εκεί
Θα είναι κοντά σου και τώρα
Ως την τελευταία σου αναπνοή.
Έφυγες στη μία η ώρα

Τώρα δεν κοροϊδεύω δεν γελώ
Διόλου στο στόμα δεν τον πιάνω
Μα πιότερο απ’ όλα τον παρακαλώ
Εκείνους που αγαπώ μη ζω να χάνω

17
Η  Σκανταλιά.         5/3/2005


Καμιά φορά τυχαία συναντώ
κάποιον παλιό μου φίλο, καρδιακό.
Κι οι σκέψεις θέλοντας και μη
στην νιότη μου γυρνούν την παιδική.

Αρχίζει η σκέψη ταξιδάκι
στης μνήμης το μακρύ το μονοπάτι.
Να σου λοιπόν εγώ μικρός, παιδάκι
πάνω στο πρώτο μου, το μπλέ ποδηλατάκι.

Στο στόμα μου, ανέμελα στριφογυρνάει
τσικλόφουσκα τεράστια, τη γλύκα της σκορπάει.
Η τσέπη μου η δεξιά αλλιώτικα φουσκώνει
ένας μικρούλης βάτραχος αέρα ξετρυπώνει.

Μ' απότομα την κόντρα μου πατώ
μπρος μου η δημοσιά ορθώνεται βουνό.
Πέρα απο δώ η μάνα λέει μην πάω
εγώ γενναίος είμαι και στο πετάλι ορμάω.

Κάποιος κακός στην πόλη μέσα μ' είδε
και όσα έκανα στη μάνα μου τα είπε.
Μου ρίχνει μερικές μα εγώ χαμογελάω
το απόγευμα σαν έρθει κρυφά θα ξαναπάω.

18
Το Σύμπλεγμα                    (3/3/2003)


Του μέσα μου το σύμπλεγμα με τρώει
Και μέρα με τη μέρα παίρνει μπόι.
Σε ψυχολόγο πήγα να το δώ,
Μα είναι λέει τα μάλα ισχυρό.

Και θέλει ναι και σώνει και καλά
Ποιήματα να γράψει επικά.
Βρε κάτσε, εγώ του λέω, στα καλά σου
μα κείνο μου απαντάει, εσύ δουλειά σου.

Πιάσε την πέννα αλλιώς θα σε τρελάνω,                                                                                   
στην ποίηση αστεία εγώ δεν κάνω
το γένος μου γνωστό, αριστοκρατικό
και κόμπλεξ τ’ όνομα μου το καλλιτεχνικό. 

Παίρνω την πέννα και χαρτί
Κι ακούω τον μεγάλο ποιητή
που υπαγορεύει τις αρλούμπες.
Η πέννα,   εγώ κι αυτός  το τρίο στούτζες.

Και φτάνει η δύσκολη στιγμή.
Το καλλιτέχνημα ζητάει υπογραφή.
Υπόγραψε εσύ μου λέει να κάνεις φήμη
Ω Θεέ μου ,γιατί η καλοσύνη;

19
Εποίησες ποιήματα μεγαλοπρεπή,
της λογιότητος επάτησες τ' ανώτερο σκαλί.
Φήμην αρίστη εγνώρισες
ομοία τρανού πολεμιστή.
Συνεκίνησες ανθρώπων συναισθήματα
τα πιο βαθιά.
Εδοξάσθης δόξες και τιμές
αρμόζουσες σε Βασιλιά.
Μα η τελευταία πριν φθάση,
η ύστατη στιγμή
ποιητική αδεία ετόλμησες
δειλίαν τρομερήν
Ανίκανος ν΄αντέξεις ασθενείας
τον πόνο τον βαρύ
αφήρεσες την σην ζωήν.
Εστάθης προ του τέλους σου Μικρός,

Μεγάλε Ποιητή.

20
Η Πάλη       (18/2/2005)


Σ' εκείνες τις στιγμές της δυσκολίας
που το μυαλό απεγνωσμένα προσπαθεί
σαν πεταλούδα απ' αραχνοιστό για να σωθεί
η λογική ανίκανη, ομοιάζει παρανοίας.

Κι είναι τότε που μέσα μας ξυπνά
του πιο παλιού προγόνου η κτηνωδία
ότι ανθρώπινο το πνίγει με μανία
κι ο Σατανάς ορεγόμενος ξαγρυπνά

Στην αέναη κι αόρατη την πάλη
δεν θα έρθει, δεν υπάρχει ισοπαλία
κι όπου ψυχής οσφρίζεται την αφθαρσία
το Θηρίο θα ξυπνάει, διψασμένο πάλι

21
Κάπου μεταξύ των δύο
των δύο κόσμων που μ' ορίζουν
υπάρχει ένα και μοναδικό
πέρασμα μυστικό.

Ο ένας κόσμος είναι αυτός
αυτός που ζώ συνήθως,
που 'χει μέσα αφθονία, ραθυμία
ηδονή και συνουσία.

Μα ειν' κι ο άλλος
που είναι πιο μοναχικός.
Της ιδέας, του πνεύματος, της μελωδίας
της σκέψεως και της ανησυχίας.

Και με κυνηγάει μια τύψη.
Μήπως το 'φτιαξα το πέρασμα εγώ;
μήπως το κρυψα να μην το βρώ;
Μήπως τον αλαφρύ τον κόσμο προτιμώ;

22
Ας ήτανε για μια στιγμή
γέρο να σταματούσες
Όσα άκουσες
κι όσα έχουν δει τα μάτια σου
να μου τα ξιστορούσες

Άδικα σε παρακαλώ.
Όση σοφία κουβαλάς
τόσο κι εσύ δειλιάζεις.
Είν' τέτοια η κατάρα σου
ποτέ δεν ησυχάζεις.

Μήπως είσαι θνητός;
Ξεμπροστιάσου γέρο.
Θνητός που ξέφυγε θανάτου
μήπως νεκρός που τυραννιέται
απο αμαρτία που κυνηγάει τα παιδιά του

Μ' αυτό που περισσότερο
καταραμμένε γέρο
σ' εσένα με πειράζει
πως ότι αφήσω πίσω μου
μικρό μπροστά σου μοιάζει. 
 

23
Σεντούκι   (12/2/2005)

Κρυμμένος πάντα σε καβούκι
Κράταγα σφαλισμένα, μυστικά
Όλα του εγώ μου, τα μεγάλα και μικρά.
Σαν της γιαγιάς, παλιό σεντούκι

Και κύλαγαν αργά τα χρόνια έτσι
Μα η νιότη δεν αντέχει τα λιμνάζοντα νερά,
Αυτά ταιριάζουνε στα γηρατειά.
Κι ήρθε ο Έρωτας να πάρει θέση.

Έχουνε δίκιο που τον είπανε θεό
Γιατί αυτούς που ζούνε πεθαμένοι
Μ’ ένα του βέλος στην καρδιά τους ανασταίνει.
Έτσι αναστήθηκα κι εγώ.

Κι άνοιξε το σεντούκι το παλιό
Όπως ανθίζει το λουλούδι
Τα μυστικά μου τα κανα τραγούδι
Σου τα χαρίζω, σ’ αγαπώ.

24
Χορηγία         

Ψάχνω ανάμεσα στις λέξεις
Είναι πολλές ποια να διαλέξεις
Κοιτάω γύρω μου τη φτιάξη
Πολλές εικόνες ποια θα μου ταιριάξει.

Αραδιάζω προβληματισμούς
Ξεσηκώνω άλλων τους συλλογισμούς
Όλα είναι χιλιοειπωμένα
Κι όσα όχι,είν’ τραγουδισμένα

Μα εγώ ψάχνω άλλη ρότα
κείνη που δεν την χτυπούν τα φώτα
Κι ειναι φορές που πλησίαζω,
την ψυχή μου ξελογιάζω.

Τότε εκείνη παίρνει πέννα
όσα γράφει είναι παρθένα
Κι εγώ,μια μικρούλα Χορηγία
Στης ψυχής την Τραγωδία

25
Τα χέρια σου μυρίζαν πάντα χώμα
Στις φλέβες σου κυλούσε η γη
Την πάλευες σώμα με σώμα
Κι έβγαινες πάντα νικητής.

Κι εγώ εκεί  να σε θωρώ
Να πατάς τον καρπό του αμπελιού
Στο υπόγειο εκείνο το παλιό
Που ανέδιδε  οσμή  κρασιού

Πιανόμουν απ τα παντελόνια σου
Με σήκωνες ψηλά γινόμουν βασιλιάς
Κι ήσουνα πάντα ο ήρωας μου
Στα παραμύθια της γιαγιάς.

Όμως τα χρόνια πέρασαν
Κι ήρθε η ώρα σου η στερνή
Πώς σε κρεβάτι σε χωρέσαν
Λεβέντη μου και θεριακλή

Σε νοιώθω κάπου εδώ κοντά
Σε πίνω στο γλυκό κρασί
Σ’ ακούω σ’ ηπειρώτικο μοιρολόι απ τα παλιά
Με το κλαρίνο όπως το θελες , βαρύ.

Στον παππού μου.

Σελίδες: [1] 2