Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - KgSoloman5000

Σελίδες: [1]
1
Τα δέντρα καταπράσινα όπως πάντα,
κι οι αγαλμάτινες προτομές
με τα μεγαλόστομα γράμματα στη βάση,
μένουν για πάντα καθηλωμένα
στην εποχή του γρανίτη.

Κάτω από την σκιά των πεύκων,
δυο γερόντια με κομπολόγια
Ακίνητα σε ένα απ’ τα παγκάκια.
Αμίλητοι σαν πέτρες, σκονισμένοι
σαν βιβλία ιστορίας παρατημένα στο ράφι,
σχεδόν αδιάβαστα αν και τσαλακωμένα.

Πιο πέρα, μια παρέα, πιτσιρίκια,
να κυνηγούν το κουκουνάρι, ελλείψει μπάλας,
με απροκάλυπτη αδιαφορία για συστήματα,
μόνο συνθήματα νίκης και μανία,
τυχαίες κινήσεις, σαν τις δεκαοχτούρες
που θα πάρουνε τη θέση τους,
όταν θα τρέξουν ιδρωμένα στις μανάδες τους.

Κάθε πρωί, οι βιαστικοί,
περνούν περαστικοί
Από την πλατεία Πεσόντων.

Τα χαραγμένα γράμματα στο μνήμα,
δεν είναι γι’ αυτούς παρά μια μύγα,
που διώξανε μ’ ένα χαστούκι ασυναίσθητα
σαν έκατσε για μια στιγμή στο μάγουλο τους.

2
Το πόσο δυστυχής αισθάνομαι δε λέγεται
για τ’ ότι οδηγήθηκα στα ίδια συμπεράσματα.

Πως δεν είναι εν τέλει δυνατόν με κάποιο τρόπο
να αγαπάς τον Άνθρωπο όπως τον έμαθες

στην αγωνία της Αντιγόνης που πεθαίνει
ή μέσα απ’ του Μπετόβεν τις δυναμικές

άμα δε γίνεις μισάνθρωπος ο ίδιος.
Δε γίνεται να μη μισείς θανάσιμα τα ανθρωπάρια

εκείνα γύρω σου, τα οποία χωρίς αιδώ και συστολές,
ντροπιάζουν απροκάλυπτα την έννοια του Ανθρώπου.

Όπως επίσης δε γίνεται να συγχωρείς τον εαυτό σου
που διατηρείται σε αυτήν την ηττοπάθεια.

Καλύτερα να γκρεμιστείς από την αρτιμέλεια σου
παρά να θυσιάσεις τα τρυφερά σου ενδότερα

σ’ αυτή τη χύτρα του επαίσχυντου μαγειρέματος
εφήμερων εικόνων κι εντυπώσεων.

3
Όλοι μυρίζουν το λουλούδι της ποίησης.
Οσφραίνονται το άρωμα της νοσταλγίας που αποδίδει…
Τ’ αφήνουν να εισέλθει στα ρουθούνια τους
κι αδημονούνε για την άνοιξη που υπόσχεται.

Όλοι χαζεύουν το λουλούδι της ποίησης.
Βλέπουν τα όμορφα χρωματισμένα πέταλα
ν’ αναδεικνύουν τους κόπους της κηπουρικής τους
και το μαδάνε, έπειτα, το αναλύουν
στα εξ ων συνετέθη.

Όλοι λατρεύουν το λουλούδι της ποίησης.
Όταν μια φρούδα μέρα ανθοβολήσει
Ευθύς το ξεριζώνουνε και ύστερα το σφηνώνουν
στο πέτο τους, στην πόρτα τους,
ή πάνω από τα’ αυτί τους.

Όλοι φροντίζουν το λουλούδι της ποίησης
κι ενδόμυχα απεχθάνονται
της χασμωδίας το χώμα.
Ραντίζουν το κοτσάνι του με ρύμες
και εναποθέτουν πάνω του όλη την κοπριά τους.

Γιατί,
όσο κι αν το γουστάρουμε,
της ποίησης το λουλούδι,
στης φιλαυτίας τη γύρη που επιφέρει,
ουδείς μας βρέθηκε ποτέ αλλεργικός.

4
Στάθηκα μες τη συννεφιά του πρώτου μας χειμώνα.
Απρόσμενα ήρθε κι έφυγε.
Εσύ δε θα θυμάσαι.
Πάντα ονειρευόσουν ήλιους
σε φόντο καταγάλανου ουρανού
και ξεγελιόσουν.

Βρέθηκα μέσα στη βροχή που ακολούθησε,
να ψάχνω τι έχει φταίξει.
Ήταν ο άνεμος των φαιδρών προσδιορισμών σου
που έστειλε τη μπόρα καταπάνω μου
κι έπνιξε εν τη γενέσει τους
τις όποιες μου διαθέσεις ;

Και εν τέλει ακόμη αγνοώ
πως βρέθηκα να παριστάνω το μετεωρολόγο
των τεθλασμένων σου προσδοκιών.
Μούσκεμμα ήμουν, σε κοιτούσα.
Ήλπιζα θα μου πέταγες
της λύπησης σου τη σκισμένη ομπρέλλα.

Έπειτα εγώ σαν αφελής
από το θολό το τζάμι της ανταπόκρισης σου
πάλευα να διακρίνω σιωπηλά
την παραμορφωμένη εικόνα σου.
Πια παραδόθηκα να ζωγραφίζω μουσκεμμένος
ανούσιες τρίλιζες πάνω στην υγρασία σου.

5
Βγήκαν μπροστά και διεκδικήσανε φωνή
Κι άρχισε το στόμα τους ν’ αφρίζει,
Να ξεστομίζει λέξεις ακατάληπτες,
Να προμηνύουν το τέλος μας πως θα ’ρθει.

Έσπειραν μες τις σκέψεις μας τον κίνδυνο
Τον περιέγραψαν με τρόπο γλαφυρό
Κι άρχισαν να ωρύονται ότι δε τους ακούμε

Τότε μας θύμισαν το μύθο της Κασσάνδρας
Που έλεγε η Τροία πως θα πέσει
Και δεν της έδινε κανένας σημασία..

Μα οι Κασσάνδρες στο τέλος θα βιάζονται
και οι ψευδοπροφήτες θα επιβιώνουν.

Ξέρουν να συνθηκολογούν όταν χρειάζεται.

Σαν να μην έφτανε που άνοιξαν τις Κερκόπορτες,
Σαν να μην έφτανε που βγήκαν κερδισμένοι,
Τώρα από θέση ισχύος ψιθυρίζουνε
«εμείς αυτά τα είχαμε προβλέψει.»

6
Αποφάσισα να αναρτήσω κάτι στίχους που έχω γράψει για ένα τραγούδι μου. Το τραγούδι δεν είναι ηχογραφημένο ακόμη ωστόσο υπάρχει ένα βίντεο από το τελευταίο live μας.





Feathers

We are feathers
We are feathers
Each time the winds
Blow on our faces
We dance in air with dust

Worn out faces
Worn out faces
So young and pure
But still without potential
How ghostly seem their dreams?

We are feathers
We are feathers
Not heavy enough
To put our feet onto the ground
Not light enough to fly

We left no traces
We left no traces
We lost our road
And we don t care ‘bout going home
We don t wish to be found

We are feathers
We are feathers
We only scrach
The surface of our tragedy
And blame it all to fate

We are lost cases
We are lost cases
We came and went
Without anyone noticing
And still nobody knows

We are feathers
We are feathers
Each time the winds
Blow on our faces
I feel i’m losing you




7
Eξώπορτα λευκή, ξεφλουδισμένη
Με τη σκουριά στο σιδερένιο πόμολο
Εγώ εμπρός της να χαζεύω σα το μόμολο
Και η φθορά του χρόνου παραμένει…

Και να την αντιστρέψω πως μπορώ ;

Μες στην αυλή κλωτσούσαμε μια μπάλα.
Νερατζοπόλεμοι που σπάνια κερδίζαμε.
Σε βρύση πέτρινη τη δίψα μας δροσίζαμε
Τώρα δε τρέχει απ’ τη βρύση ούτε στάλα.

Την κάνουλα ν’ ανοίξω προσπαθώ…

Στη σκάλα πλέον σάπισε το ξύλο
Εκεί και αν φωλιάζουν αναμνήσεις…
Μια ουλή κάθε σκαλί που’ χα κουτρουβαλήσει
Άτσαλα όπως έτρεχα παρέα με το σκύλο.

Ένα ολόλευκο Τεριέ αρσενικό…

Στ’ αρχοντικό σαλόνι πολυθρόνες
Πιο δίπλα ένα πιάνο σιωπηλό
Στον τοίχο κάποιο αντίγραφο Βαν Γκω
Μα τώρα πια ξεθώριασαν εκείνες οι εικόνες.

Υπεύθυνος εν μέρει είμαι κι εγώ.

Και στη σοφίτα όπου κάποτε σε έφερα
Να δούμε τ’ άστρα πριν να σε πρωτοφιλήσω
Τώρα υπάρχουνε ιστοί και λίγο παραπίσω
Τα λάφυρα μιας εποχής που δείχνανε όλα ελεύθερα.

Λες και σκλαβώθηκαν μετά στου κέρδους το βωμό.

Και κάπως έτσι,
Το όνειρο της αναπαλαίωσης
Με οδηγεί
Στην αναπαλαίωση των ονείρων.

8
Ονειρευόμαστε με μάτια ανοιχτά
Και υποθέτουμε ότι κάνουμε υποθέσεις
Πως οι ροπές θα αλλάξουνε φορά
Και ότι θα έρθει ο τροχός στη θέση του
Πριν σταματήσει μια για πάντα να γυρίζει.

Κι αν μοιάζουν τα όνειρα με φρέσκα πορτοκάλια,
τα στύβει  εν τέλει η ζωή χωρίς να μας ρωτήσει.
Θρέφει με το ζωμό τους τη ρουτίνα μας
Πετά στη μούρη μας τις αφυδατωμένες φλούδες
Και μας εμπαίζει λέγοντας :

«Είναι αυτή εδώ η ζωή που ήλπιζες να ζήσεις ;»

Και,κάπου κάπου, στα κρυφά, λέμε το «ναι»,
και το κεφάλι στρέφεται στο έδαφος.
Οι σκέψεις απαιτούν λίγη βαρύτητα.

Κι όμως, εκείνες οι γλυκές οι ψευδαισθήσεις
Το στιγμιαίο μύχιο παραλήρημα
που λες «όλα πηγαίνουν κατ’ ευχήν»,
Αυτές είναι στιγμές ατόφιας ευτυχίας

9
Παλλόμενη ελπίδα που της έλαχε
Εικόνα γης, φερέγγυα, χιλιοτραγουδημένη
Που μυδριά στο δυνατόν για να αδράξει
Αυτό το λίγο από το πλήρες που της έλλειπε.

Αρχόμενος σκοταδισμός με ξένο ηχόχρωμα,
Ηδονοβλεπτική ματιά μέσα από απρόθυμη οπή
Προσπίπτουσα σε μάλλον πέλαγος ραγιαδισμένο
Δεν ανακλάται πια και δεν αφομοιώνεται

Κι όσοι επιχειρούν ετούτα να ταιριάξουν
Μάλλον ενέργεια έχασαν και χρόνο..
Είτε το θέλουν είτε όχι
Η νύχτα πέφτει και αυτό δεν το αλλάζουν.

10
Ήθελα  άλλωστε στον έρωτα της να ενδώσω,
στο σκοτεινό της πειρασμό να ρουφηχτώ,
να κρατηθώ και τον αρμό της μην προδώσω
γι’ αυτά που η κρύα της ξηράς η γη ζητά να απαλλαχτώ.

Πρόσωπα είδα να πλέκονται με του νερού το σχήμα,
κολυμβητές πλησίασαν στης σωτηρίας τ’ όνομα
μικρές κινήσεις, σίγουρες, με κλέψαν' απ΄το κύμα
αλληλεγγύη στον καημό, προσπάθεια δίχως νόημα.

Κατέπεσα στο περιθώριο του πνιγμού
και πίστεψα η τύχη μου αυτομόλησε.
Έκαν’ η θάλασσα ένα νάζι στεναγμού
kαθώς χέρι ανθρώπινο μας χώρισε.

11

12
Τώρα έτσι όπως καθόμαστε
κι οι δυο μας μουδιασμένοι
απείρως αβοήθητοι, νοσταλγικά χαμένοι,
αναδιπλώσου γύρω μου
και χόρεψε μαζί μου
αυτό το Βαλς της Λήθης.

Κι έτσι όπως πλέον βρίσκομαι
θολά μετανιωμένος,
τα βήματα σου φέρε μου
διστακτικά μπροστά μου
και τράβα με – κι ας αρνηθώ-
σ’ αυτό το Βαλς της Λήθης.

Και στην αρχή θα ‘ν’ άβολα,
Τα βήματα θα χάνω,
μα θα ΄ναι ωραίος ο χορός…
Πάρε λοιπόν το χέρι μου
και δέξου να 'σαι η ντάμα
Σ’ αυτό το Βαλς της Λήθης.

13
Ο ιδιόρρυθμος Seasick Steve έγινε γνωστός σε ηλικία 65 ετών χάρη στον Jools Holland, που τον έφερε στην εκπομπή του παραμονή πρωτοχρονιάς 2006. Βασικός εξοπλισμός του είναι μια κιθάρα με 3 χορδές και το Mississipi Drum Machine, το οποίο είναι ένα ξύλινο κουτί το οποίο κοπανάει ρυθμικά με την αρβύλα του. Ιδιαίτερος τύπος, σε κάποιους θα αρέσει και κάποιοι θα τον βρούνε γραφικό.




14
Ποια λέξη κρύβει άραγε αυτό που θες να νιώσεις
και πλέον ποιο συναίσθημα δεν έχει ειπωθεί ;
Ποιο λήμμα, δήθεν εύηχο, τη ρίμα θα σου δώσει
με τρόπο ακατέργαστο, χροιά ποιητική ;

Ποιο έργο σου βελτίωσες χωρίς να καταστρέψεις ;
Ποια χασμωδία κατάφερες να εναρμονιστεί
σε στίχο δίχως άξονα, στις σκόρπιες σου τις σκέψεις,
με φράσεις τόσο ορφανές από ουσία μεστή ;

Για ποια δουλειά ανέμπνευστη μπορείς να καμαρώσεις,
όταν κυλούν αγόγγυστα οι στίχοι  στο χαρτί ;
Του μόχθου σου την ένσταση αντέχεις να προδώσεις
όταν μαζί σου αγωνιά μην απαξιωθεί ;

Η σπίθα σου η πιο πρόσφατη κουβέντα δε σου λέει,
στο ύψος του συνθέτη της ήλπιζε να σταθείς
τώρα μονάχη στέκεται παράμερα και κλαίει
που στο συρτάρι κρύβεται του στείρου ποιητή.

Μα ο ποιητής και αν γέρασε αρνείται να συλλάβει
ότι απέχει η έμπνευση από την εμμονή.
Τους πιο σπουδαίους στίχους του μες το συρτάρι θάβει
μήπως κανείς κακεντρεχής βρεθεί για να του πει :

"Τι εύκολα που οι στιγμές του σήμερα
φέρνουν στο νου τους κόπους μιας ζωής
και ομολογούν τα έργα τους τα εφήμερα
όταν τους συναντήσουνε οι στίχοι της στιγμής! "

15
Η πόρτα που τρίζει

Όλα μου μοιάζουνε σωστά, μονάχα η πόρτα τρίζει
το ξύλινο το κλάμα της σαν κάτι να θυμίζει
είναι μυστήριο σύμβολο, είν’ ένα ξένο νεύμα
φταιν τα ανοικτά παράθυρα, φυσά και φέρνει ρεύμα
τα νεύρα σου τα οξύθυμα το σφύριγμα της απαιτούν
να σιωπήσει δια παντός κι έτσι το απωθούν
σε σκοτεινές, σχεδόν βουβές, του υποσυνείδητου γωνίες
για να μη δραπετεύει ο νους σ’ ανούσιες ασχολίες

Η πόρτα και αν γέρασε, δε θα τηνε ξηλώσεις…
Κι ας μάζεψε τόση σκουριά απάνω στις αρθρώσεις…
Η γκρίνια τής εντείνεται, τι λες λοιπόν να κάνεις;
Καλύτερα αδιαφόρησε, μη κάτσεις να πεθάνεις
Δουλειές στη μέση μην αφήνεις, να είσαι τυπικός
όταν τελειώσεις πια θα ‘ρθεί της πόρτας ο καιρός
Κλείσ’ το παράθυρο να μη χτυπά, είναι αρκετό προς το παρόν
Δε σπαταλιούνται οι σοβαροί σε σκέψεις αφελών

Την πόρτα πια δε την ακούς, όπως χτυπά τον τοίχο
Πιο γνώριμα όλα ακούγονται μες του τριγμού τον ήχο
Μα το βερνίκι έφυγε, ξεθώριασε το χρώμα
Φθαρμένη όπως στέκει πια, γιατί να υπάρχει ακόμα;
Είναι εικόνα δυνατή, στο νου φέρνει το χρόνο
Μα κι ένα έγκλημα ειδεχθές, ενός ονείρου φόνο.
Που πήγε αυτό που μίλαγε στη νεανική καρδιά μας;
Κρύφτηκε στις ρυτίδες μας ,στα γκρίζα τα μαλλιά μας;

Νοητά παράθυρα έκλεισα για να μη μπαίνει αέρας
Όταν ένιωσα να ‘ρχεται της νιότης μου το πέρας
Στην ασφυξία το μυαλό αδίκως πλέον ελπίζει
Και μπρος μου στήνει διαρκώς την πόρτα αυτή που τρίζει

16
Πηγάδι βαθύ και γενναιόδωρο
προσφέρει απερίσκεπτα τα δροσερά νερά του
σε ανθρώπους άδροσους

Και να που ήρθε η ώρα του πια
να στερέψει. Ότι είχε το τραβήξαμε.
Πρέπει κι εμείς να στρέψουμε αλλού
Την αναζήτηση ύδατος.

Η μπόρα! Η μπόρα ήρθε!
Φούσκωσε το πηγάδι μας νερά
Και ήρθε και μας θύμισε
Πόσο πολύ διψάμε


17
Ντυμένη μες το κόκκινο φουστάνι σου
του μυστηρίου το πέπλο σε σκεπάζει
διψάει η ψυχή μου για το νάζι σου
στην όψη σου το μέσα μου στενάζει

Σκλάβα δεμένη και εσύ στη ματαιότητα
κι ας μην τη διάλεξες εσύ μα η συγκυρία
Παίζουν τα μάτια σου στο γύρω χώρο αυθόρμητα
αναζητώντας μια ελπίδα σωτηρίας

Και κάπου κει τα βλέμματα 'νταμώνουν
χωρίς κουβέντα να μου πεις καταλαβαίνω
πως τα κοινά μας στο σημείο αυτό τελειώνουν
και μένω στη λαχτάρα σου ν' ασθμαίνω

Και συ καημένη μου, αλήθεια, δε μου φταις
Μονάχα λίγο πριν η ελπίδα μου πεθάνει
Μέσα στα μάτια με κοιτάς κι όλο μου λές :
«δεν είμ’ εγώ η πιο όμορφη ερωτική σου πλάνη ; »

18
Είναι ένας ήλιος αρνούμενος να λάμψει
Μπροστά του μαύρα απλώνονται σύννεφα της βροχής
Βράζει η θάλασσα αρνούμενη ν’ αλλάξει
Και παραμένει στους αιώνες αβαθής

Ζητιάνο είδα ρακένδυτο να προσποιείται λέπρα
Είν’ άκρως  εμπορεύσιμο το έλεος των φτωχών
Είχε εκδορές στο πρόσωπο και εξελκωμένα λέπια
Κι αν ήταν ψεύτικα έμοιαζαν πολύ αληθινών

Έτσι σαν πόρνη που υποκρίνεται ηδονή,
μα μέσα της κρατιέται μην ξεράσει,
σε ιδανικά βαρύγδουπα κι αν μένω ειλικρινής
θυμάμαι  αμέτρητες φορές που πόρνη έχω υπάρξει

19
Ακόμη ξεκούρδιστος είσαι…και βγάζεις μουσική παράφωνη
Στύβεις στις σκέψεις σου το νου
να βρει μια μελωδία
μα είσαι τόσο ανίδεος του τι θα πει ταλέντο
Ακόμη φάλτσα τραγουδάς…είν ΄η φωνή σου άχρωμη
Κάποιοι στους στίχους σου γελούν
άσμα φαιδρό σαν παρωδία
H νότα σου η πιο φωτεινή, αδύναμο κρεσέντο

Ακόμη ξεκούρδιστος είσαι…κι όμως ακόμη τραγουδάς
Διαρκώς να γράψεις προσπαθείς
Τον ύμνο της ζωής σου
Μα δεν είναι αρκούντως μίζερος, ούτ΄αρκετά αστείος
Ακόμη είσαι βαρετός…τα ίδι’ ακόρντα ΄λο χτυπάς
Σαφώς στερείται αισθητικής
η ανούσια μουσική σου
και μου χτυπάει άσχημα ο ήχος σου ο κρύος 

Ακόμη ξεκούρδιστος είσαι…Λάθος χορδές χτυπούν διαρκώς τα χοντροδάκτυλα σου
Οι φίλοι σου χειροκροτούν
Και η αδαής η κοπελιά
Θα σε χαζεύει εκστατικά αφού σβήσουν τα φώτα
Μα μέσα σου και συ το ξέρεις, έκδηλο είναι στη ματιά σου
Τα χρόνια γρήγορα περνούν
Και θα ‘ναι θαύμα ειλικρινά
Απ’ τα τραγούδια σου αυτά αν επιζήσει μία νότα
 
Ακόμη ξεκούρδιστος είσαι…Αυτιά δεν έχεις, δεν ακούς;
Ως πότε θα μας τυραννά το ηχητικό έγκλημα σου;

20
Νυχτερίδικό Σύνδρομο

Πριν καν προλάβουν σαν πουλιά να μάθουν να πετούνε
Πριν καν φτερά πολύχρωμα φυτρώσουνε στους ώμους
Πριν για πρώτη τους φορά στους ουρανούς να βγούνε
Ήθελαν τις βαρύτητας να αψηφούν τους νόμους

Όμως δεν έγιναν δεκτά στον κόσμο της Ημέρας
Τη μοίρα αυτή αποδέχτηκαν, πληγώθηκαν πολύ
Είπαν : «ας πάμε να κρυφτούμε εκεί που δε φυσά ο αέρας
Νύχτα μόνο θα βγαίνουμε και πίσω θα επιστρέφουμε με την ανατολή

Στου ουρανού την αγκαλιά
Ήλπιζαν πως θα βγούνε
Την πλάνη ετούτη την οικτρά
δεν ξανακολουθούνε
Πλέον θα ζούνε στις σπηλιές
Σε σκοτεινά λημέρια
Απ’ τους ανθρώπους μισητές
Στης νύχτας τη μιζέρια

Καλύτερα να φανταστούν
Στενοί πως είναι  συγγενείς των σιχαμένων τρωκτικών
Καλύτερα από το να πουν
Πως είναι μέλη έκπτωτα του βασιλείου των πτηνών

21
Διασκέδαση / Μεγάλες αλήθειες
« στις: 14/09/08, 20:07 »
εμπνευσμένος από τη ραδιοφωνική εκπομπή fightclub αποφάσισα να ξεκινήσω ένα θέμα για μεγάλες αλήθειες, δηλαδή για τα μικρά χαζά πράγματα που όλοι κάνουμε συχνά χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Θα δώσω εγώ το έναυσμα με κάποιες από τις μεγάλες αλήθειες της ζωής και προσθέτετε εσείς τις δικές σας μεγάλες αλήθειες.

- πάντα στα μεγάλα οικογενειακά τραπέζια υπάρχει κάποιος θείος/θεία που κάθεται με τα παιδιά λόγω έλλειψης χώρου, και χρησιμοποιεί τη φράση : "εγώ θα κάτσω εδώ με τη νεολαία"
- όλοι έχουμε πάρει ένα caprice και προσποιηθήκαμε πως καπνίζουμε πούρο
- όταν τρώτε παϊδάκια κάποιος από το τραπέζι θα πει την ατάκα "εμένα με συγχωρείτε αλλά θα τα πάρω με το χέρι μου"
- όταν κάποιος καθηγητής/τρια πετάει έξω ένα μαθητή θα ακούσει την αγανακτισμένη φωνή "γιατί τι έκανα;"
- όλοι χρησιμοποιήσαμε τη δικαιολογία "δεν είδα ότι έχει κι από πίσω" για να τη γλιτώσουμε που δε κάναμε τις ασκήσεις των αγγλικών από το φυλλάδιο
- όταν ήμαστε μικροί η πιο συχνή διαφωνία με τους γονείς μας ήταν σχετικά με τον θα γυρίζαμε σπίτι στις 9 ή στις 9 θα ξεκινοούσαμε να έρθουμε
- όταν οδηγείς έχεις την ψευδαίσθηση ότι κανείς δεν θα προσέξει ότι σκαλίζεις τη μύτη σου και πετάς τή μύξα από το παράθυρο
-γυρνώντας από το σχολείο όλοι έχουμε πει τη φράση "α ρε μάνα, πάλι φακές έκανες;"

22
H Aρετή στον Άδη

Έτσι όπως παίζουν τα παιδιά στα δώδεκα τους χρόνια
Πέφτουν, χτυπούν τα γόνατα, κυλιούνται μες τα χιόνια
Κι όλο φωνάζουν και γελούν, δεν έχουν σιωπή
Έτσι δεν έπαιξε ποτέ η δόλια η αρετή

Μαύρη αρρώστια τη χτυπά, τη θέλει ο Χάρος νύφη
Το λένε και οι τρείς γιατροί, με βάρος μες τα στήθη
Πως δεν υπάρχει γιατρειά, μήτε κάποιο βοτάνι
Και σαν περάσουν μήνες τρεις η κόρη θ 'αποθάνει 

Τ’ ακούει η μάνα της αυτό και πέφτει του θανάτου
Στην Αρετούλα πώς να πει ετούτο το μαντάτο;
Παν τα χρυσά της τα μαλλιά, τα γαλανά της μάτια
Το Χάρο παίρνει για γαμπρό στου Άδη τα παλάτια

Αργά κινεί στο τόπο της, και πιο αργά στο σπίτι
Οπού με λύπη τραγουδά μελαχρινό σπουργίτι
«Κρίμα Αρετή ο πόνος σου, κρίμα το βάσανο σου
Το νυφικό φουστάνι σου να ναι το σάβανο σου»

Σαν τηνε βλέπει η Αρετή ευθύς την αγκαλιάζει
Με βλέμμα ανυποψίαστο στα μάτια την κοιτάζει
Η μάνα λιποψύχησε και στου ματιού την άκρη
Σαν της ψυχής της κάτοπτρο, γεννιέται μαύρο δάκρυ

«Μάνα προς τι τα δάκρυα ; Τι να σε τυραννάει;
Πες τα σε με, την Αρετή, σε με που σε πονάει
Κλαις μήπως για τα αδέρφια σου που στους πολέμους τρέχουν
Η μήπως  κλαις για τις σοδιές που προκοπή δεν έχουν;

Αν τάχα κλαις για τις σοδιές, ο πάγος τώρα λιώνει
Μάρτης ζυγώνει τώρα δα, ο Φλέβαρος τελειώνει
Κι αν κλαις για τα αδέρφια σου, σιμά θα σου μιλήσουν
Τελείωσε ο πόλεμος, σύντομα θα γυρίσουν»

«Δεν κλαίω μήτε γι’ αδερφούς, μήτε για τις σοδειές μας
Μα κλαίω για σένα Αρετή, τις τύχες τις δικές μας
Κλαίω για τις πλεξούδες σου που δε θα ξαναπλέξω
Που πιάνοντας το χέρι σου δε θα ξαναχορέψω»

«Μήπως θάνατος σου ‘ρχεται , και θες να σε φροντίσω;
 Να βάλω και τα μαύρα μου, να σε νεκροφιλήσω;
Ή κάποιο μαύρο ριζικό μου γνέφει να πεθάνω
Μ’ όλη την ομορφάδα μου, στην άνοιξη μου απάνω;»

«Μήτε σε με θανατικό έχει ο θεός χαρίσει,
μήτε και σένα ριζικό τέτοιο σου έχει ορίσει.
Αλλά σου βρήκαμε γαμπρό, που ήρθε από τα ξένα
Και σε τρεις μήνες θα ναι δω για να ζητήσει εσένα»

Και σαν περνούνε μήνες δυο κι άλλες τριάντα ημέρες
Ντύνετ’ ο Χάρος πρίγκιπας, και κάνει τ’ άστρα βέρες
Κάνει το σύννεφο άλογο και το βουνό σαμάρι
Και καβαλάρης τρέχοντας πηγαίνει να την πάρει

Και ερωτεύεται η Αρετή τα μακριά μαλλιά του
Το ανάστημα του το ψηλό, κι όλη την ομορφιά του
Πηγαίνει ο νέος σπίτι της για να τηνε ζητήσει
Αρνείται όμως ο κύρης της το γάμο να ευλογήσει

Σαν πέρασε τ’απόγευμα, σαν ήρθε πλέον η νύχτα
Ακούγεται σαν σύνθημα του πρίγκιπα η σφυρίχτρα
Που έρχεται το χάραμα την Aρετή να κλέψει
Την ανεβάζει στ' άλογο, και δίνει μια να τρέξει

Μα σαν περνούν ώρες πολλές κι ο νέος μιλιά δεν βγάνει
καρδιοχτυπά η Αρετή, μια αγωνία την πιάνει :
«Άντρα μου, ποια η χώρα σου, ο τόπος ο δικός σου;
Πού είν' οι υπηρέτες σου, πού το βασίλειο σου;»

«Εκεί που ο ήλιος δεν περνά, και δεν κυλάει ο χρόνος
Μα το σκοτάδι κυβερνά και βασιλεύει ο πόνος.
Εκεί που αν με γνώριζες ποτέ σου δε θα ρχόσουν
Δεν είμαι πρίγκιπας εγώ, μονάχα ο θάνατος σου»

«Κρίμα μεγάλ’ ο πόνος μου, κρίμα το βάσανο μου
το νυφικό μου φόρεμα να ‘ναι το σάβανο μου
Πάει όλη η ομορφάδα μου, και τη ζωή μου χάνω
Άδικα όπως στερήθηκα τον κόσμο των επάνω»



23
Άνθρωπος και ζωή / ΚΩΣΤΑΛΕΞΙ...
« στις: 02/07/08, 22:09 »
Δε ξέρω αν υπάρχει κάτι προς συζήτηση, απλά άκουσα κάπου τη λέξη Κωσταλέξι να χρησιμοποιείται μεταφορικά, και θυμήθηκα την πραγματική ιστορία. Παραθέτω το παρακάτω λινκ για να μάθετε και σεις -αν δε ξέρετε ήδη- τι ήταν το Κωσταλέξι και να συνειδητοποιήσετε ως που μπορεί να φτάσει ο ανθρώπινος σκοταδισμός.

http://www.pare-dose.net/blog/?p=59

Σελίδες: [1]