Σελίδες:
  • #1 από stihoplokos στις 17 Dec 2018
  • Πίνακας  τρισδιάστατος,
     απλός, χωρίς φτιασίδια.
    Κάθε φορά που θα τον δω,
    την πλάση μου θυμίζει.
    Τόπους σπαρμένους, καρπερούς,
     από τα χέρια αγνών μορφών,
    που μέλημά τους έχουνε την σωτηρία.
    Που αγωνιούν τι θα τους φέρει η Μοίρα.
    Η Μοίρα η αθέατη,
     η πανταχού παρούσα,
    η καταδίκη των φτωχών
     και των κατατρεγμένων,
    των τυχερών ''χρυσή'' θεά,
     που μόνο αυτούς προσέχει.
    Θεά σωματοφύλακας ''ξεχωριστών'' ανθρώπων!
    Ανθρώπων που ούτε έστω μιά,
    δεν δείχνει για σπουδαία, διαφορά,
    να αξίζουν εύνοια τόση.
    Της φαντασίας οι σπηλιές,
    με εικόνες πλημυρίζουν,
    ανθρώπινων ή θεϊκών
    έργων, δεν το διακρίνω.
    Οικοδομήματα πυγμής,
    σαν κάστρα, σαν επαύλεις,
    μυημένου αρχιτέκτονα,
    που 'χε σοφούς δασκάλους.
    Που καυχιέται πως σπουδάχτηκε,
    σε χίλια, μύρια τόσα,
    πανεπιστήμια, σχολές,
    επώνυμα, σπουδαία.
    Που όλη την τέχνη κράτησε,
    χρόνια πολά κλεισμένη,
     μες σε κελάρια σκοτεινά,
    μαζί με οίνους διαλεχτούς,
     δυό βόλτες πατημένους.
    Κι όταν αυτοί ωρίμασαν,
    φάρυγκες να γητέψουν,
    μαζί τους ξεπετάχτηκε
    η τέχνη η σκλαβωμένη,
    αυτή που πάντρεψε σοφά
    τις πέτρες με τα ξύλα.
    Τα ξύλα που ήταν με στοργή
    και γνώση διαλεγμένα,
     μέσα από δάση εξωτικά,
    όπου γλένταγε ο Πάνας.
    Τρέχει ο απέραντος ο νούς,
    σε θάλασες καθάριες.
    Πότε τις τρέφει ο Βοριάς,
    πότε τις γαληνεύει,
    σα λάδι μέσα σε αμφορείς
    μαύρους, για να μην βλέπει
    τα σπλάχνα τους ο ήλιος.
    Ο ήλιος, που άστρο οι σοφοί,
    βάφτησαν μ' ευκολία,
    μα που 'ναι πλάνητας θεός,
    κομψοντυμένος νέος
    κι από συνήθεια παλιά,
    ζεσταίνει άγουρα κορμιά
    τα παρασέρνει στην ''πυρά'',
    για να τ' αποπλανήσει.
    Κι έτσι ανθούν οι κερασιές,
    με τ' ασημένια τ' άνθη,
    τα άνθη τα μυρόβλυτα
    και τους καρπούς του πάθους,
    που σαγηνεύουν τις ψυχές,
    με το άλικο το χρώμα,
    για' συμβαδίζει ταιριαστά,
    με της καρδιάς το αίμα,
    που οι στάλες του τρέφουν κορμιά,
     ψηλά, κυπαρισάτα,
    που αγκυλώνονται εύκολα
    απ' του έρωτα τ' αγκάθι.
    Είναι ο πόνος του γλυκός
    και γρήγορα περνιέται,
    όμως τα φρόντισε ο καιρός,
    ξανά να αποζητιέται,
    για να μη λείψει ούτε στιγμή
    τούτη η επιθυμία,
    αυτή που αιώνες συντηρεί
    το Φως, τη Δημιουργία.
    Μα όταν το Φως αυτό χαθεί
    και πέσει το σκοτάδι,
    στην προδομένη την ματιά,
    θύελες θα γεμίσει.
    Θύελες καταστροφικές,
    για τις μονές πιρόγες,
    που βρέθηκαν σ' ωκεανούς,
    απ' τα ρηχά ρυάκια.
    Μα για δεξαμενόπλοια,
    με τα τρανά τ' αμπάρια,
    αγαπημένες θύελες,
    που σπάζουν την ανία.
    Σαν του Αυγούστου τις βροντές,
    μες στην καλοκαιρία.
    Καταμεσής της κόλασης,
    του παραδείσου ο κήπος.
    Παράδεισος τα μάτια σου,
    που εκφράζουν την ψυχή σου.
    Κεράσια δροσοστάλιστα
    τα χείλη σου στο στόμα.
    Ρίξε το πέπλο τ' αλαφρύ!
    Γυμνώσου! Φανερώσου!
    Όσα πιό  πάνω έχω πεί,
    τα 'δα στο πρόσωπό σου.


Σελίδες: