Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - augo

Σελίδες: 1 [2] 3 4
26
Χρόνια πολλά σε όλους τους καλούς φίλους-μέλη του kithara.gr. Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Αγαπητέ φίλε martinos και βέβαια, οποιαδήποτε παρατήρηση-επισήμανση είναι εξαιρετικά ευπρόσδεκτη, γι΄αυτό και δημοσιεύονται οι στίχοι, αλλιώς θα τους έτρωγαν οι σκώροι στα συρτάρια.

27
Πέρα στα βάθη των καιρών όπου γεννιούντ΄ οι θρύλοι
κι οι αγάπες ταξιδεύουνε με κάτασπρα πανιά
ζούσε μια κόρη, άνθιζε, σαν χάραμα τ΄ Απρίλη,
σαν ηλιαχτίδα βάδιζε, σαν άστρο του βοριά.

Ένα φτωχό ναυτόπουλο έκλεψε την καρδιά της
μια μέρα που ανταμώσανε στου κάμπου τη γιορτή
μ΄ απ΄ την αυγή ξεγλύστρισε απρόσκλητος ο μπάτης
και πρόσταξε σαλπάρισμα στο πρώτο τους φιλί.

Καθώς της Μοίρας ο σκοπός αγέρωχος αλλάζει
δίχως κανένα να ρωτά σ΄ ολάκερη τη Γη
τους πειρατές οδήγησε στης κόρης το περβάζι
κάποια βραδιά την κούρσεψαν, την πήρανε μαζί.

Σα σκλάβα την επούλησαν, χρυσάφι το κορμί της,
ότι μονάχη απόμεινε μία γυμνή ψυχή
που καρτερά την θάλασσα στ΄ αγνάντι απ΄ το κελί της
να φέρει το ναυτόπουλο, όμως αυτή αργεί.

Αχ, να γινόμουν βότσαλο να με φιλά το κύμα,
θαλασσοπούλι, να πετώ σε μακρινές στεριές,
πανί που καλοτάξιδα θα φτερουγίζω πρίμα,
ν΄ αδράξω απ΄την αγάπη μου μονάκριβες στιγμές.

Πάνω στο κάστρο που γερνά και χορταριάζει η πέτρα
αυτή που μ΄ άλλη χώρισε μία λεπτή σχισμή
αργά κι η κόρη πέτρωσε, μα εσύ διαβάτη μέτρα
εκείνα τ΄ αγριολούλουδα που φύτρωσαν εκεί.

28
Αποκαϊδια μες τη στάχτη αναζητάω
ποιος ξέρει τάχατες αν είν΄ ακόμα ΄κει
αφού μ΄ ακολουθούν σβησμένα όπου πάω
παραμεθόρια τα βήματά μου φυλακή.

Στα πριονίδια του μυαλού μου ίσως ψάξω
και σ΄ ένα γκράφιτι στον ήλιο γιορτινό
σαν ηλιοτρόπιο χρυσά μήπως κοιτάξω,
τον θησαυρό που κάνω χρόνια για να βρω.

Ίσως τα ίδια που μου λέγαν παραμύθια
έχουν σε όλους κάπως έτσι ειπωθεί
και μ΄ οδηγούνε στα τυφλά κι από συνήθεια
στα μυστικά που ΄ναι γραμμένα από σιωπή.

Κι όπως βαραίνει μία πλάκα από τσιμέντο
κι όπως δακρύζει απ΄ τη φλόγα το κερί
φάλτσο θα παίξει στην καρδιά ακομπανιαμέντο
παλιά κιθάρα με σπασμένη την χορδή.

29
Έπεσες και τσακίστηκες στου έρωτα τα βράχια
καράβι φτεροτάξιδο, σκιστήκαν τα πανιά
γοργόνες σε συνάντησαν μες του βυθού τα στάχυα
σε πήρανε στον κόρφο τους να βρεις παρηγοριά.

Από το Πορτ-Ελίζαμπεθ ως πέρα στην Οντέσα
κι από το καταχείμωνο σε κάποιον τροπικό
έμοιαζες βασιλόπουλο κι αυτή με πριγκηπέσα
που πλάνεψε την θάλασσα με τρόπο μαγικό.

Χίλια τα μπάρκα που έκανες, χίλιες φορές γυρνούσες
ο έρωτάς σου θέριευε σαν κύμα στο γιαλό
κι όλο σιγοτραγούδαγαν της θάλασσας οι Μούσες
"μ΄ ανέμους πρίμους διάβαινε, ταξίδι σου καλό".

Είναι βαρειά η άγκυρα, πλακώνει την καρδιά σου
κι ο Πολικός ανάμεσα σε σύννεφα τρελά
τα χείλη της μαράθηκαν μα γράφουν τ΄ όνομά σου
στο ανθισμένο πέλαγο που σου χαμογελά.

30
Πιο βαθιά μες τη μιζέρια
πιο μικρά τα καλοκαίρια
κι η καρδιά μου όπου πατεί
λάσπη γίνεται κι αυτή.

Πιο μακριά στέκονται τ’ άστρα
κάποτε μού μοιάζαν άσπρα
τώρα ξέθωρα, θολά
με κοιτάζουνε τρελά.

Τι με πιάνει, τι μου φταίει;
μια φωτιά μέσα μου καίει
να τη σβήσω δε μπορώ
τα κλαδάκια ένα σωρό.

Ο χειμώνας ο μπερμπάντης
της κολάσεως ο Δάντης,
μάντης ήτανε σοφός
που προφήτεψ’ ακριβώς:

«Θα γυρνάς σαν ερημίτης
πιο φτωχός κι από σπουργίτης
τον Παράδεισο θα βρεις
μα δεν θα ’ναι πια νωρίς».

31
Απ΄των ανθρώπων τις γιορτές
να βρίσκομαι αγνάντια
με καταράστηκε ο Θεός
να τριγυρνάω σκυθρωπός
να ψάχνω για διαμάντια.

Σ΄όλο τον κόσμο αναζητώ
με σκούνες και γαλέρες
χρυσάφι σε κρυφά νησιά
να μου χαρίζει ζεστασιά
μα θάμπωσαν οι μέρες.

Έτσι κουρσάρος έγινα
κι ακόμα το γυρεύω
και κάποιος φάρος μακρινός
δακρύζει, στάζει λίγο φως
στον Άδη να κατέβω.

Εκεί που πάω γυρισμός
στην φτώχεια δεν υπάρχει
κι όμως καλύτερα φτωχός
παρά σκοτάδι μόνο μπρος,
γραμμές χωρίς σταθμάρχη.

Όταν ξυπνήσεις την σιωπή
σεντέφια και ζαφείρια
που λάμπουνε στο λυκαυγές
σαν τις δικές σου τις ματιές
θ΄αχολογάνε μύρια.


32
...σωστή η παρατήρησή σου φίλε μου και σ΄ευχαριστώ πολύ! Το σκέφτηκα κι εγώ πριν το γράψω γιατί
κάπου έχω διαβάσει ότι όσο πιο απλά γράφουμε τόσο καλύτερα κι αυτό ισχύει κυρίως για τον πεζό λόγο.
Στην ποίηση όμως, ή σωστότερα στην απόπειρα να γράψουμε ποιητικά, κάνα-δυο "υπερβολές" σαν κι αυτές
ίσως τονίζουν λίγο παραπάνω αυτό που θέλουμε να περιγράψουμε ή του δίνουν μια άλλη διάσταση απ΄ αυτή
που συνήθως δίνουμε στον πεζό λόγο. Πάντως αντικειμενικά έχεις δίκιο "ουκ εν τω πολλώ το ευ"!

33
Αδιαφορώντας για τα λιγοστά κλαδιά
στα φύλλα ζούμε
άλλοτε σαν παράσιτα
κι άλλοτε σα μεταξοσκώληκες
με την ίδια πελιδνή λαιμαργία
να καλύπτει ανυπόφορα τη ζωή μας.
Ως το χειμώνα θα έχουμε γίνει κι εμείς
ένα κίτρινο χαλάκι
που θα τρίζει κάτω απ΄ τις βαρειές πατημασιές
άλλου ενός Αγιοβασίλη,
πιο χοντρού και πιο γέρου από πέρυσι.
Δε βλέπουμε ότι κι αυτό το δέντρο πεθαίνει
απ΄ το ίδιο αδυσώπητο τσεκούρι
που όλα τα πετσοκόβει νύχτα-μέρα;
Σκατά, πρέπει επιτέλους να βγάλουμε
απ΄ τη ναφθαλίνη τα ξεχασμένα μας φτερά
και να πετάξουμε όσο πιο μακριά μπορούμε.

34
Χιλιάδες μίλια καταχνιά
να σβήσει περιμένω
στέκεις στο κεφαλόσκαλο
κεράκι αναμμένο.

Δέκα οργιές την άγκυρα
δεμένη στην καρδιά μου
έριξα και περίμενε
στο ντόκο τα φιλιά μου.

Είναι που απόψε η ξαστεριά
κάνει τη νύχτα μέρα,
στης θάλασσας την αγκαλιά
το πέλαγο μια ξέρα.
Είναι που απόψε σα γιορτή
αστράφτουμε κι οι δύο
μεθάμε μπρος στην κουπαστή,
στην παγωνιά, στο κρύο.

Βλέπω λουλούδια στο ραντάρ
αστέρια στον εξάντα
μέσα μου ακούω μια φωνή
"θα σ΄ αγαπώ για πάντα".

Βλέπω καράβια που ΄ρχονται
κι άλλα που ταξιδεύουν
τα κύματα σου μέσα μου
ματώνουν και θεριεύουν.

35
Ξημέρωσε κι έχω χαθεί στα βάθη μιας γαλήνης
που συναντά ξενέρωτα το δρόμο στη φυγή
παρασιτώ γαλάζια της θύμησης εκείνης,
του έρωτα, της θάλασσας, του απρόσμενου που αργεί.

Ξημέρωσε, χαιρέτησα του πόλους της σελήνης
τον ήλιο σαν κατάπλασμα μαζεύω βλοσυρά,
να χαίρομαι δεν θα ΄πρεπε ζωή μ΄αυτά που δίνεις,
την γέννηση, το θάνατο σ΄ ατέρμονη σειρά;

Ξημέρωσε και φόρεσα τον γιορτινό μανδύα,
σκοτώνομαι σφυρίζοντας να τρέξω στη δουλειά,
πετάω τα κουρέλια μου που φέρνουν αηδία
στους άλλους, μα σε ΄μενανε κρυφή παρηγοριά.

Έχω χαθεί, το ξέρω πλέον
εδώ πατώ κι αλλού βρίσκομαι
σέρνω τα βήματα σα νάμαι χαμαιλέων,
κομήτης άστεγος προσπέρασα τη Γη
πενθώ μαζί της, αναλίσκομαι.

36
Την τρίτη όψη του νομίσματος
αυτή που χάνεται τόσο γρήγορα
πίσω απ΄ τις κορώνες και τα γράμματα
ψάχνω να δω κατάματα.
Είναι σίγουρο πως υπάρχει
πίσω απ΄ τον ήλιο και τη θάλασσα
πέρ΄ από τα σύννεφα
εκεί που χάνεται ο ψεύτικος ορίζοντας
κι αρχίζει ο άλλος, ο βαθύς, ο σύντομος.
Πού και πού, αποκαλύπτεται φευγαλέα
στα μάτια κάποιου παιδιού
ή στο κούνημα της ουράς
ενός πρόσχαρου αδέσποτου.
Ύστερα, χάνεται μες τη σιωπή
των καλώς ή κακώς πεπραγμένων,
του χθες και του αύριο,
του Σταμάτη και του Γρηγόρη
στο δρόμο με τις απέραντες ευθείες
και τη μοναδική στροφή.
Είναι σίγουρο πως υπάρχει
όπως η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
που φλερτάρει με τ΄ άφιλτρά μου όνειρα
τ΄ αξημέρωτα.
Αν είναι κάποτε να ξημερώσουν
εύχομαι νάναι ΄κει
όπου τα γράμματα
θέλουν να λένε την αλήθεια
και τα πρόσωπα δεν θά ΄ναι
μεταλλικά σκυθρωπά.

37
πολύ σωστή προσέγγιση ενός θέματος για το οποίο υπάρχουν διάφορες διιστάμενες απόψεις. Μπράβο σου Ωρίωνα και μόνο που καταπιάστηκες μ΄αυτό!

38
Μες των ανέμων τ΄ ανθοστόλιστα παλάτια
εκεί που χρόνια τόσα κατοικούσες
και την καρδιά μου σαν δική σου την κοιτούσες,
στων χρυσανθέμων εποχές φυτρώσαν δάκρυα.

Τώρα ζεστές, ζωγραφισμένες αναμνήσεις
που ξετυλίγονται τα βράδια μία-μία
λεπτές γραμμές, τις βλέπω σαν ταινία,
κουβάρια μπλέκονται στις κρύες τις αισθήσεις.

Σ΄ αυτές ζητώ, ψάχνω και βρίσκω μιαν εικόνα
να την αγγίξω δε μπορώ στα όνειρά μου,
είναι φτωχή χωρίς εσένα η αγκαλιά μου
και τα χρυσάνθεμα ξερά και τόσο μόνα.

Κι εσύ απέναντι μου γνέφεις να περάσω,
ν΄ακολουθήσω την αντίθετη πορεία
μα δε μπορώ, έχει τελειώσει η ταινία
και προσπαθώ καρέ-καρέ να σε ξεχάσω.

39
Κάθε πρωί όταν πηγαίνω στη δουλειά
βλέπω τον άστεγο μαζί με μια κουβέρτα
καθώς τυλίγει τα όνειρά του στα κλεφτά
χαμογελά στα παλαβά τα σούρτα-φέρτα.

Φτωχέ αλήτη, μες τη μιζέρια,
δεν έχεις σπίτι, μόνο τ΄ αστέρια.
Φοράς κουβέρτα, είσαι στο κρύο
κι εμείς φοράμε το προσωπείο.
Μα έχεις κάτι ολόδικό σου
είναι στον ήλιο το μερτικό σου.

Μόλις που ξύπνησε, το στρώμα του κοιτά,
μετά μαζεύει τα χαρτόνια του με χάρη
σα να ΄ταν πούπουλα απ΄της χήνας τα φτερά
και χρυσοκέντητο, αφράτο μαξιλάρι.

Φτωχέ αλήτη, μες τη μιζέρια,
δεν έχεις σπίτι, μόνο τ΄ αστέρια.
Φοράς κουβέρτα κι εμείς μανδύα
να μη μας κλέψουν την ευτυχία.
Μα έχεις κάτι ολόδικό σου
είναι στον ήλιο το μερτικό σου.

40
Είν΄ οι μέρες όλες
σκόρπιες αναμνήσεις
σα σταγόνες βρύσης
πέφτουν στο κενό.

Τρύπησαν οι σόλες
και τα βήματά μου
σέρνονται μπροστά μου,
φαίνονται βουνό.

Όσο προχωράω
περιμένω κάτι
μες την αυταπάτη
να ΄ρθει να με βρει.

Πίσω μου κοιτάω
πέρασαν τα χρόνια
μέτραγα βαγόνια
σ΄ όλη τη ζωή.

Ήταν όλα άδεια
κι ήμουν σ΄ όλα μέσα
δίχως να το ξέρω
ήμουν φυλακή.

41
Παρακαλάει μια καρδιά
της θάλασσας τ΄αγέρι
να πάει ΄κει στην ερημιά
το ταίρι της να φέρει.

Του Ποσειδώνα τ΄ άλογα
τα φτερωτά να ζέψει
να στείλει πίσω στη στεριά
εκείνη που ΄χει κλέψει.

Άραγε θα βρει γαλήνη
πες μου εσύ γλυκειά Σελήνη
που όλο ψάχνεις για σημάδια
στων ανθρώπων τα σκοτάδια.

Πικρά κρατάει σφαλιστά
γιαλό-γιαλό τα μάτια
και προχωράει στου βυθού
τα γαλανά παλάτια.

Κι όταν τ΄ανοίγει μια στιγμή
γοργόνες της χαρίζουν
ναυαγισμένα δάκρυα
που δυο καρδιές στολίζουν.

42
Πώς μας κοιτούν όλο παράπονο οι τοίχοι
και τα γεράνια πώς μαραίνονται στις γλάστρες
την περηφάνια μας μετρήσαν μ΄ έναν πήχυ
και τη ζωή μας την απλώσαν σε κρεμάστρες.

Πόσο θρηνούνε σφαλιστά τα παραθύρια
και τα γαβγίσματα των σκύλων ξεχασμένα
σ΄ ένα σεντούκι πώς χωράνε χίλια-μύρια
δικά μας όνειρα που πήγανε χαμένα.

Πώς ερημώσαν τα δρομάκια κι η πλατεία,
πώς έχει σβήσει το χαμόγελο απ΄ τα χείλη
μα στο ξωκκλήσι ακόμα καίει το καντήλι
κι η φλόγα του μας συντροφεύει στην πορεία.

43
Βάγια, kuiper σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια, τιμή μου που με διαβάσατε!

44
καλημέρα Aganippi, σ΄ευχαριστώ πολύ!

45
Στα χείλη μου κρεμιέται το τσιγάρο
στα χείλη σου μια λέξη μ΄ αδικεί
απ΄ την καρδιά σου αυτό που θα ΄θελα να πάρω
αναβοσβήνει σαν τον φάρο,
είναι μακριά κι η γη στενή.

Κοχύλι άδειο είμαι μες την άμμο
που τρέμει που βουλιάζει ξαφνικά
πίσω απ΄ την άβυσσό σου τρέχω να προκάμω
με θέλεις να κυλιέμαι χάμω
να με πατάς να με ορίζεις μαγικά.

Δεν είναι που παράφορα ματώνω
μια πίκρα είναι μόνο που διαρκεί
κι όσο απλώνεται σκοτάδι μες τον χρόνο
τόσο σφιχτά θα με πολιορκεί.

Στην πρύμνη όλο κρεμιέμαι πριν σε χάσω
πριν σβήσω απ΄ τον χάρτη, ναυαγός
δροσοσταλιά φιλιού σου θέλω να προφτάσω
πρωτού η ζωή μου πάει πάσο
στου έρωτά σου τ΄ ομιχλώδες φως.

Θα έρθει κάποια μέρα να θυμάσαι
στην άμμο την χρυσή που περπατάς
θα κλαις μ΄ αυτό που σ΄ αγκαλιάζει, θα λυπάσαι
μ΄ ένα κοχύλι μόνη θα ΄σαι
σαν φυλαχτό απ΄ το λαιμό θα με κρεμάς.

46
Στα παραμύθια που μου λέγανε παλιά
κάποιαν αλήθεια πάντα εύρισκα κρυμένη
σαν τη ζωή μου μυστικά που περιμένει
να βρει χαμένη από τότε αγκαλιά.

Τα παραμύθια μου γελάγανε πλατιά
είχα συνήθεια να τ΄ακούω κάθε βράδυ
πριν κοιμηθώ και πριν να νιώσω στο σκοτάδι
παραμυθένια αγάπη και γλυκά φιλιά.

Με παραμύθια μεγαλώσαν οι στιγμές
κι έγιναν χρόνια και καράβια τσακισμένα
μες τις φουρτούνες της ζωής ήταν για μένα
κάποιες του χθες αγαπημένες αστραπές.

Τώρα που νιώθω πως αλλάξαν οι καιροί
και την αλήθεια την κατέκτησε το ψέμα
τα παραμύθια νοσταλγώ αντί για βλέμα
σε μια κρυστάλινη αφίσα παγερή.

48
Θαλασσοπόρος να ’μουν έπρεπε
Κολόμβος, Μαγγελάνος
αντί να είμαι της στεριάς
απόκληρος ζητιάνος.

Να τριγυρνώ σ’ ωκεανούς
με συντροφιά μου τ’ άστρα
και να γκρεμίζω της ψυχής
τα στοιχειωμένα κάστρα.

Να’ χω το κύμα οδηγό,
να ταξιδεύω χρόνια
εκεί που ζούνε ξωτικά,
γοργόνες και τελώνια.

Σ’ αυτή τη γη που φύτρωσα,
που δεν θεριεύει σπόρος,
έγινα μόνο στα όνειρα
τρανός θαλασσοπόρος.

49
Κοιτάζω και ζηλεύω τους ανθρώπους
βαδίζουν ανασαίνοντας χαρά
κι εγώ μες τα κοντόφθαλμα γυαλιά μου
αθροίζω τη ζωή μου νοερά.

Έμαθα διαίρεση,
πρόσθεση, αφαίρεση,
μ΄ έκαναν μάνατζερ
μού ΄παν με γεια.

Πλούσιο στέλεχος
και αυτοέλεγχος
φαινόμενο σύγχρονο
χωρίς καρδιά.

Αισθάνομαι πως έχασα το μέτρο
σε πράγματα απλά και βασικά
πετάω τα κοντόφθαλμα γυαλιά μου
και χώνομαι στο πλήθος που γελά.

50
Επλάνεψαν οι πίνακες τ’ αστέρια
θαμπώσαν απ’ τη λάμψη τους αδρά,
τη λύπη, την οργή και τη χαρά
τάχα θεών εσμίλεψαν τα χέρια;
Σ’ εκθέσεις, σε μουσεία τους κρεμάμε
ταξίδια, ψευδαισθήσεις στη σειρά,
σε ψάχνω, δε με βρίσκω πουθενά
στον αντιπίνακα που όλοι μας ξεχνάμε.

Ζωγράφοι στους αιώνες που περάσαν
αθάνατοι γινήκανε πολλοί
κι εσπείρανε, θεριέψανε στη γη,
τα χάδια με εικόνες τους μοιράσαν.
Οδύνες που μας κάναν να πονάμε,
κρυφές και αλησμόνητες στιγμές,
το βλέμμα τους χαράζει πινελιές
στον αντιπίνακα που όλοι μας ξεχνάμε.

Ο χρόνος που αδυσώπητα κυλάει
τις φλέβες μας μπολιάζει μοχθηρά,
την είδα τη Μαντόνα να γερνάει
κι η Άνοιξη αιώνες δεν κρατά.
Εφήμερες οι μέρες που περνάμε,
τα σμήνη των αγγέλων μας φθονούν,
κι οι σάρκες των παρθένων δεν ριγούν
στον αντιπίνακα που όλοι μας ξεχνάμε.

Η Μέδουσα που μέσα μας φωλιάζει
θα μένει με μιαν όψη τρομερή,
σκοτώθηκε, μ΄ αυτή θα μας τρομάζει
στον αντιπίνακα που όλοι μας ξεχνάμε.

Σελίδες: 1 [2] 3 4