Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Christos Spourdalakis

Σελίδες: [1]
1

 ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΙΚΗΣ ΚΙΘΑΡΑΣ*το κείμενο αυτό  ήταν ο πυρήνας της εισήγησης μου στη συνάντηση οργανοποιών  της Σπάρτης
Εισαγωγή
 Είναι πια κοινό διαπίστωμα πως το αστικό λαϊκό τραγούδι του πρώτου μισού στον 20ο αιώνα κατάγεται από το δημοτικό όπως και αυτό με την σειρά του έλκει την δική του  καταγωγή από την μεγάλη δεξαμενή της μονόφωνης βυζαντινής παράδοσης.
 Στις πλείστες όσες μουσικολογικές ενδείξεις είτε αποδείξεις περί αυτού έρχεται να προστεθεί μια ακόμη τόσο από τον χώρο της οργανογνωσίας όσο –γιατί όχι- και της οργανοποιίας. Ο λόγος για την λαϊκή κιθάρα ως προς την θέση και την σημασία της στην ορχήστρα της εποχής, την ιδιαίτερη χρήση και τεχνική των κιθαριστών, όσο και την ομοιότητα-αναλογικότητα της κατασκευής της με το δημοτικό λαούτο  και τα ιδιαίτερα εκείνα ηχητικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν την κιθάρα αυτή από άλλες κλασσικές και ακουστικές.

Θέση-Χρήση
 Η κιθάρα όντας το πιο χαμηλόσυχνο δηλαδή το πιο μπάσο όργανο της ορχήστρας κινείται ακουστικά κυρίως μόνη της σε συχνοτικές περιοχές που σπάνια κάποιο όργανο απειλεί την κυριαρχία της . Όποτε συνυπάρχει με  το Ούτι, το Σαντούρι ή το Τσουμπούς(Σμυρναίικη σχολή) όργανα που γειτονεύουν συχνοτικά μαζί της, παρατηρούμε πως πολύ σπάνια δυσκολευόμαστε να την διακρίνουμε, εξαιτίας της διαφορετικής της χρήσης. Αυτό διότι εκτός εκείνων των περιπτώσεων που η κιθάρα παίζει την μελωδία (ή εκτεταμένα της μέρη), ο κυριότερος ρόλος της είναι διττός : Ρυθμικός και αρμονικός . Απολύτως ανάλογος δηλαδή του λαούτου. Σε ότι αφορά τον ρυθμικό χαρακτήρα ελλείψη κρουστού  ή άλλου οργάνου που να έχει παρόμοιο αυτόνομο ρόλο, η κιθάρα κυριαρχεί. Σε όλη την κυρίως εξέλιξη του λαϊκού αστικού τραγουδιού έως την εποχή της μετεμφυλιακής αποδοχής του, όπου το λαϊκό σχήμα εμπλουτίζεται με πιάνο, κόντραμπάσο κτλ,  η κιθάρα παρέμεινε ο μοναδικός ρυθμικός και αρμονικός στυλοβάτης της ορχήστρας, συνεπικουρούμενη στην άλλη συχνοτική άκρη (δύο οκτάβες πιο ψηλά) από τον μπαγλαμά.


 Ως προς την αρμονική της  χρήση αξιοσημείωτο είναι πως η κιθάρα στις πρώτες ηχογραφήσεις εμφανίζεται –ας επιτραπεί η έκφραση- «δειλά». Συνήθως αποφεύγει τις τρίφωνες συγχορδίες και τα παράγωγα τους και περιορίζεται στη ρυθμική χρήση της πρώτης και πέμπτης κάθε συγχορδίας παραλείποντας την τρίτη. Αφήνει έτσι τον τελικό προσδιορισμό του μινόρε ή ματζόρε χαρακτήρα της φράσης, στην μελωδική γραμμή. Με αυτόν τον απλό όσο και σοφό τρόπο επιτρέπει ίσως μεγαλύτερη ελευθερία σε μετατροπίες ,εφόσον βρισκόμαστε κυρίως σε τροπικό μουσικό περιβάλλον. Ετούτη η επιλογή αποτελεί ίσως την σημαντικότερη ομοιότητα της κιθάρας με το δημοτικό λαούτο που φαίνεται να μιμείται τον βυζαντινό ισοκράτη. 
 Σταδιακά όμως και κυριότερα από την δεκαετία  του 30 η κιθάρα παίζει πλήρεις τρίφωνες συγχορδίες διατηρώντας και ισχυροποιώντας την ρυθμική και αρμονική της θέση στην λαϊκή ορχήστρα.

Ιδιαίτερη τεχνική
 Αναφέρθηκε πιο πάνω πως η κιθάρα ήταν ο ρυθμικός στυλοβάτης ενώ με το πέρασμα του χρόνου ενίσχυσε την αρμονία της λαϊκής ορχήστρας. Ετούτο το διπλό έργο έγινε εφικτό εξαιτίας της ιδιαίτερης τεχνικής που ανέπτυξε η πολυμήχανη και δαιμόνια ευρηματικότητα του λαϊκού κιθαριστή ο οποίος παίζοντας με πένα (απολύτως διαφορετική τεχνική από της κλασσικής) χώρισε τον διττό ρόλο της κιθάρας σε αντίστοιχες δύο περιοχές ευθύνης.
Οι τρείς πιο πρίμες χορδές (Σολ, Σι, Μι) είναι εκείνες που φέρουν την κύρια αρμονική ευθύνη καθώς σε αυτές κυρίως ολοκληρώνονται οι συγχορδίες .Παίζονται με την πένα ρυθμικά στο ασθενές μέρος του μέτρου (άρση).Χρήσιμο είναι στο σημείο αυτό να επισημάνουμε την λιτή έως περιληπτική ενίοτε αρμονική αγωγή. Φαίνεται δηλαδή πως ο λαϊκός κιθαριστής της εποχής αποφεύγει τα πολλά ακόρντα και περιορίζεται συνήθως στις στοιχειώδης και στις πιο απαραίτητες συγχορδίες μάλιστα εμφανίζοντας κάποια προτίμηση –όπου αυτό είναι εφικτό-στις μινόρε εκδοχές της αρμονίας παρά στις σχετικές ματζόρε .Στις τρείς πιο μπάσες χορδές τις κιθάρας (Μι,Λα,Ρε)τονίζονται με έμφαση τα ισχυρά μέρη του μέτρου. Διατηρείται δηλαδή ο αρχικός ρόλος του ρυθμικού μπάσου που ήδη αναφέραμε ,ενισχυόμενος όμως στο πέρασμα των χρόνων με γέφυρες (έχω ακούσει να αποκαλούνται «μπασαμέντα», «μπασαδούρες»). Αυτές είναι σύντομες κατά κανόνα φράσεις που αναλαμβάνουν με χαρακτηριστική ευρηματικότητα την μελωδική σύνδεση μεταξύ των κυριότερων συγχορδιών. Αξίζει να τονιστεί  η σημαντική αισθητική συμβολή των συχνά ιδιοφυών αυτών μελισμάτων που φτάνουν ενίοτε έως και να χαρακτηρίσουν υφολογικά ολόκληρο το ορχηστρικό αποτέλεσμα.Ως προς το εκτελεστικό μέρος της τεχνικής ο λαϊκός κιθαριστής  παίζει με πένα στο δεξί χέρι. Και σε αυτόν όμως τον κανόνα υπάρχουν εξαιρέσεις με πιο χτυπητές εκείνες του Κατσαρού ή του Μελκόν που βέβαια ετούτοι εμφανίζονται ως αυτόνομες παρουσίες δεν μετέχουν σε ορχήστρες ωστόσο διόλου δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλες εξαιρέσεις που αντί πένας να παίζουν με δάκτυλα π.χ. Μακαρόνας(συνεργάτης του Α. Χατζηχρήστου). Ο κανόνας πάντως είναι η πένα  και μάλιστα χτυπά τις χορδές  πάντοτε με φορά από τις μπάσες προς τις πρίμες χορδές (από πάνω προς τα κάτω). Στο αριστερό χέρι σπανίζει το ολόκληρο μπαρέ ενώ δεν είναι σπάνια και η χρήση του αντίχειρα στα μπάσα όπως ακριβώς άλλωστε συμβαίνει και στο λαούτο.
Ηχητικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά της λαϊκής κιθάρας:
Τα ηχητικά χαρακτηριστικά που πρέπει να συγκεντρώνει ο ήχος της λαϊκής κιθάρας είναι ακριβώς εκείνα που εξυπηρετούν τον διττό της  ρόλο στην ορχήστρα (ρυθμικό και αρμονικό).
Το μικρό sustain:
Δηλαδή η μικρή διάρκεια ή αλλιώς η σύντομη απόσβεση της ηχητικά ωφέλιμης ταλάντωσης .Αυτό το χαρακτηριστικό είναι χρήσιμο για την τόνωση του κοφτού ήχου των μπάσων χορδών που απολαμβάνουμε στις παλιές ηχογραφήσεις. Η στιγμιαία σχεδόν εκτόνωση του ηχητικού φορτίου της ταλαντευόμενης χορδής (staccato)  βοηθά τον κιθαριστή να προσδώσει την απαιτούμενη ρυθμική έμφαση στα ισχυρά μέρη του μέτρου. Μάλιστα την φυσικά περιορισμένη διάρκεια στον ήχο των μπάσων ρυθμίζει και ο ίδιος κατά το δοκούν με την στιγμιαία ελάττωση της πίεσης στη χορδή με το αριστερό χέρι μετατρέποντας έτσι το κάθε δάχτυλο σε σουρντίνα.




2
Η σημασία που έχει ο αριθμός των δουγών στο σκάφος του μπουζουκιού είναι κάτι πού όλους -είτε οργανοποιούς είτε μουσικούς- μας έχει προβληματίσει. Πάντως είναι κάτι που εκτός από την προφανή επίδραση στην εμφάνιση του μπουζουκιού, παίζει συχνά ρόλο βασικό για να προσδιοριστεί η αξία του.Ας δούμε λοιπόν μαζί πόση μεταβολή δικαιολογεί στην τιμή ενός οργάνου ο αριθμός των δουγών και τι σημασία μπορεί να έχει αισθητικά, ηχητικά (που είναι και ο σπουδαιότερο) ή και στατικά.

Ας αρχίσουμε απ’ το αισθητικό μέρος. Για τούτο δεν έχουμε να πούμε πολλά. Ο αριθμός των δουγών στο σκάφος επιδρά στην οπτική αισθητική του οργάνου μας. Αυτό το θέμα απαιτεί αυστηρά υποκειμενική αξιολόγηση, το πώς δηλαδή απολαμβάνουμε καλλίτερα τη θέα του μπουζουκιού μας. Ας μην ξεχνάμε πως ένα κριτήριο -ίσως όχι ιεραρχικά ψηλά- είναι πως πρέπει να δείχνει όμορφο όταν το κοιτάμε. Και αυτό το «όμορφο» ευτυχώς είναι κάτι αυστηρά υποκειμενικό και για τούτο πέρα από κάθε συζήτηση σεβαστό. Πριν εξετάσουμε την ακουστική επίδραση του αριθμού των δουγών, ας θυμηθούμε κάτι απ’ την απλή Ευκλείδειο γεωμετρία του γυμνασίου. Ένα κανονικό πολύγωνο, όσες περισσότερες πλευρές έχει, τόσο προσεγγίζει τον κύκλο. Μάλιστα, κύκλος μπορεί να θεωρηθεί ένα κανονικό πολύγωνο με άπειρες πλευρές.

Τώρα ας δούμε λίγο την κατασκευή του σκάφους και τη δυνητική εφαρμογή της γεωμετρικής αρχής στην πράξη. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους αποτελείται από ισόπαχες ξύλινες ταινίες (εικόνα 1) κατάλληλου σχήματος (εικόνα 2) που αφού λυγιστούν κατά μήκος, συγκολλούνται μεταξύ τους κατά τρόπο ώστε να επενδύσουν το καμπύλο καλούπι. Άρα και εδώ έχουμε ένα πολύγωνο με πλευρά το φάρδος της δούγας που τείνει να προσεγγίσει την καμπύλη. Συνεπώς, όσο μικρότερες στο πλάτος τους οι δούγες, τόσο εγγύτερα στο πρωτότυπο καμπύλο εσωτερικό βρισκόμαστε. Δυστυχώς όμως το προφανές αυτό συμπέρασμα ανατρέπεται από την πρακτική ή
καλύτερα να πω την τεχνική που ακολουθεί μία κατασκευή σκάφους. Και εξηγούμαι: Τα σκάφη κατασκευάζονται με 15, 19 ή και 21 πραγματικές δούγες.

Εικόνα 1


Εικόνα 2
Ακολούθως αυτές χαράσσονται εξωτερικά σε βάθος 1 - 2 mm και στο χάραγμα τοποθετείται το προφίλ ενός καπλαμά (0,75mm) δίνοντας έτσι την ψευδαίσθηση πως και η γραμμή αυτή του καπλαμά είναι δούγα. (εικόνα 3 - 4). Η επιφανειακή αυτή διαίρεση μπορεί να συμβεί σε μια πραγματική δούγα μία, δύο, τρεις ή και τέσσερις φορές! Έτσι ώστε ένα σκάφος με 15 πραγματικές δούγες να εμφανίζεται με 60 εικονικές. Εξωτερικά έχουμε ένα εικονικό εξηντάγωνο και εσωτερικά ένα κανονικό δεκαπεντάγωνο. Η διαδικασία της χάραξης των πραγματικών και ο πολλαπλασιασμός τους σε εικονικές δούγες είναι σχετικά απλή και σύντομη. Πάντως με κανένα τρόπο δε δικαιολογεί την υπερτίμηση που αγγίζει κάποτε τον αντίστοιχο πολλαπλασιασμό της τιμής του οργάνου.

Αν θέλουμε να αποφύγουμε τέτοια εμπορικά τεχνάσματα ας προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τις πραγματικές από τις εικονικές δούγες. Ο πρώτος τρόπος είναι να συγκρίνουμε την εσωτερική εικόνα ενός σκάφους με την εξωτερική. Ίσως τότε δούμε εσωτερικές γραμμές (πραγματικές) και εξωτερικά 60 εικονικές. Αν
πάλι είναι σκεπασμένο το εσωτερικό απ’ το γνωστό χρυσόχαρτο συσκότισης, τότε αν κοιτάξουμε υπομονετικά την εξωτερική πλευρά, ίσως διακρίνουμε κάποιους εταιροχρωματισμούς ή νερά του ξύλου τα οποία διατρέχουν δύο, τρεις ή και περισσότερες γραμμές και αιφνιδίως διακόπτονται για να επαναληφθεί κάποια άλλη ιδιομορφία του ξύλου πάλι για τον ίδιο αριθμό γραμμών κ.ο.κ.

Εικόνες 3 & 4


Απ’ τα παραπάνω γίνεται φανερό πως αν υπάρχει κάποια επίδραση στον ήχο από τον αριθμό των δουγών αυτή θα οφείλεται στις πραγματικές και όχι στις εικονικές. Μάλιστα οι τελευταίες έχουν από αδιάφορη έως ελαφρώς αρνητική επίδραση εφ’ όσον ένα ελάχιστο μέρος της ξύλινης ταινίας αφαιρείται για να αντικατασταθεί από κόλλα και καπλαμά. Όλως εξαιρετικά κατασκευάζονται σκάφη μέχρι και 30 ή και 40 πραγματικές δούγες. Αν θεωρήσουμε το καπάκι και όλα τα υπόλοιπα μέρη ενός τέτοιου οργάνου εφαρμοσμένα σε σκάφος με λιγότερες δούγες, τότε πράγματι η ακουστική ποιότητα του μπουζουκιού με τις περισσότερες (πραγματικές) δούγες είναι ελαφρώς ανώτερη. Τα σκάφη αυτά είναι τόσο σπάνια που στα 29 χρόνια διαδρομής μου στην οργανοποιία έχω συναντήσει 3 - 4 σκάφη με τριάντα πραγματικές δούγες. Πάντως, κλείνοντας αυτό το σημείωμα, θα ήθελα να πω πως η ενίσχυση της συμβολής του σκάφους στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα έχει αντιμετωπιστεί από την οργανοποιία των περασμένων αιώνων. Ένας τρόπος λοιπόν που προτείνεται από τη ευρωπαϊκή παράδοση είναι η κατασκευή της δούγας του αναγεννησιακού λαούτου. Αυτή συνιστάται στην κοίλωση της εξωτερικής πλευράς της κάθε δούγας με αφαίρεση μάζας ξύλου (εικόνα 5 - 6).

Εικόνα 5&6
Στην εικόνα φαίνεται το ότι η δούγα είναι λεπτότερη στη μέση του φάρδους της, με αποτέλεσμα να συνεγείρεται ευκολότερα από το δονούμενο καπάκι και ως ανακλαστήρας με χαμηλότερη ιδιοσυχνότητα να είναι ένα ακόμη εργαλείο στη διάθεση του οργανοποιού, ώστε να αντλεί ήχο από ένα πιο «ζωντανό» ηχείο. Η μέθοδος αυτή έφτασε ως την εποχή μας, εφαρμοζόμενη στα καλά - ακριβά μαντολίνα. Δυστυχώς ο κόπος και η γνώση που απαιτείται για τη σωστή εφαρμογή της σκαφτής δούγας του Αναγεννησιακού λαούτου είναι νομίζω ανατρεπτικός παράγοντας για την πιο διαδεδομένη εφαρμογή της τεχνικής αυτής που -κατά τη γνώμη μου- έχει και αξιοσημείωτα ευχάριστα αισθητικά αποτελέσματα τόσο για το μάτι όσο και για το αυτί.
 
 Ωστόσο ας μη δίνουμε τόση σημασία στον αριθμό των δουγών πριν δώσουμε την προσοχή μας σε άλλες πολύ κρισιμότερης σημασίας παραμέτρους. Και για να μείνω στο σκάφος, το είδος του ξύλου του, το πώς είναι εσωτερικά «δεμένο», το είδος της κόλλας που έχει χρησιμοποιηθεί κ.ά. Για μην επεκταθώ στο καπάκι και το είδος των υλικών διακόσμησης που είναι πράγματι αποφασιστικές παράμετροι για την ποιότητα του ήχου.
 
 Χρήστος Σπουρδαλάκης

3
Αν και το παρακάτω άρθρο αναφέρεται κυρίως στην επιλογή του "πρώτου μου μπουζουκιού" παρόλα αυτά κάποιες βασικές αρχές-κριτήρια ισχύουν για όλα τα όργανα. Ελπίζω να φανούν χρήσιμες οι παρακάτω πληροφορίες ώστε να αποφευχθούν δυσάρεστες εκπλήξεις


* Το κείμενο αυτό είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Όασις
Πριν από 35 χρόνια, όταν ήμουν στα 14 , μετά από επίμονες διαπραγματεύσεις με τους γονείς κατάφερα επιτέλους να αποσπάσω το πολυπόθητο «μου έφαγες τα αυτιά εντάξει θα σου πάρω μπουζούκι!». Πράγματι μετά από μία νύχτα με ελάχιστο ύπνο, το πρωί της επομένης βρισκόμουν με την μητέρα μου ,χορηγό του ονείρου, σε ένα χώρο γεμάτο ισχυρή γοητεία και μυστήριο.
 Τριγυρισμένος από αρκετά μπουζούκια, άλλα έτοιμα και άλλα μισό τελειωμένα. Μετά από λίγο έξω από το οργανοποιείο με το μαγικό αντικείμενο στη θήκη του ξεκίνησα την μακρόχρονη σχέση μου με τα όργανα. Το πρώτο εκείνο μπουζούκι παρά τις επικές διαστάσεις που είχε πάρει στο μυαλό μου , δε μπορώ να πω πως αποδείχτηκε μια επιτυχημένη αγορά, κάθε άλλο μάλιστα. Από τότε πολύς καιρός κύλησε στα ποτάμια και ο χρόνος επιδίκασε ισόβιο κάθειρξη στην σαγήνη αυτής της τόσο γοητευτικής τέχνης της οργανοποιίας. Τώρα πια από την θέση του οργανοποιού  πολλές φορές αντικρίζω εκείνο το χαμόγελο όταν κάποιος νεαρός φεύγει από το μαγαζί μου με το πρώτο του όργανο και κλείνω μυστικά το μάτι στον προ 35 χρόνων έφηβο εαυτό μου ευχόμενος να’ναι καλοτάξιδος κι αυτός στην θάλασσα με τις μουσικές. Αυτή η μυστική συνεννόηση είναι υπεύθυνη για την παρούσα επιλογή ώστε ξεκινώντας την συνεργασία μου με τον φιλόξενο χώρο του Όασις το πρώτο θέμα μας να είναι : Με ποια κριτήρια διαλέγουμε το πρώτο μας μουσικό όργανο ; Πώς μπορεί ένας αρχάριος να αποφύγει τον κίνδυνο μιας ανεπιτυχούς αγοράς; Ποιες σταθερές παραμέτρους πρέπει να πληροί ένα μουσικό όργανο για να είναι αντίστοιχο της αξίας του;  Το θέμα είναι ευρύ και οπωσδήποτε δεν είναι δυνατόν να εξαντληθεί στα πλαίσια ενός και μόνο άρθρου (Ίσως να επιστρέψουμε με πιο εξειδικευμένα επιμέρους θέματα που θα μας  ζητηθούν από εσάς).
Πριν περάσουμε στο θέμα μας για λόγους εποπτικούς ας θυμηθούμε από την εμπειρία της καθημερινότητας μας ένα παράδειγμα παραμόρφωσης ξύλου όταν του ασκείται σταθερά και για κάποιο χρόνο μια δύναμη.
 Ένα ράφι μιας βιβλιοθήκης όταν είναι λεπτό και τα στηρίγματα του βρίσκονται σε μια μεγάλη σχετικά απόσταση μπορεί να συγκρατήσει για κάποιο διάστημα το επίπεδο σχήμα του. Όμως όσο παρατείνεται η πίεση ίσως δούμε ότι υποχωρεί εξαιτίας της χρονιότητας του βάρους που σηκώνει.  Κάπως έτσι και στο έγχορδο ο λόγος των πολλαπλών παραμορφώσεων των ξύλινων μερών του είναι ακριβώς αυτή η χρόνια τάση που του ασκούν οι τεντωμένες χορδές. Εξ’αυτού λοιπόν φαίνεται εύλογο πως αν διαλέξουμε για πρώτο μας όργανο κάποιο που είναι αρκετό χρόνο σε χρήση , κάποιο ας πούμε από δεύτερο χέρι, τότε μεγιστοποιείται η πιθανότητα να μη παρουσιάσει βλάβη, εφόσον έχει περάσει την βάσανο του χρόνου και έχει δείξει τις τυχών αδυναμίες του. Άλλο πλεονέκτημα που έχει μια τέτοια αγοράείναι πως η φωνή, ο ήχος του οργάνου είναι πιο ώριμος και πιο κοντά στην τελική του μορφή. Γιατί πρέπει να γνωρίζουμε πως το μουσικό όργανο αλλάζει, «ωριμάζει» ηχητικά όσο παλιώνει. Τέλος πλεονέκτημα του δοκιμασμένου οργάνου είναι η κατά τεκμήριο πιο χαμηλή του τιμή σε σύγκριση με κάποιο απολύτως καινούργιο.
 Ας δούμε μαζί όσο γίνεται  πιο συνοπτικά πώς μπορούμε εύκολα και πρακτικά να αξιολογήσουμε τα κυριότερα μέρη του οργάνου.

Καπάκι: Δε θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε πως το καπάκι είναι αντικειμενικό το πιο σημαντικό μέρος του οργάνου σε σύγκριση με τα υπόλοιπα εύλογο είναι  να ελέγξουμε πρώτα  εκείνο για τυχόν ελαττώματα μορφολογικά ή μηχανικά.
Μορφολογικά Ελαττώματα : Μορφολογικά ελαττώματα θεωρούνται οι ρόζοι ,τα ραγίσματα , οι ρητινοθύλακες (διαμήκης κοιλότητες με περιεχόμενη ρητίνη) και οι μεγάλες ανομοιογένειες (πυκνώματα- αραιώματα) στην διάταξη των νερών που διατρέχουν την επιφάνεια του καπακιού. Η πυκνότητα των νερών (σκούρες γραμμές) είναι ένα δημοφιλές μακροσκοπικό κριτήριο αξιολόγησης του καπακιού ωστόσο για αυτό το εξειδικευμένο θέμα μπορούμε να επανέλθουμε αν ζητηθεί και να συστηματοποιήσουμε τα κριτήρια τις αξιολόγησης των καπακιών.

Σελίδες: [1]