Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - stihoplokos

Σελίδες: [1] 2 3 4
1
άκου. σώπα.

2
Κάποτε ήμουνα γλεντζές,
ο πιό καλός του κόσμου,
μα ήρθε ένας φερετζές
και μου 'κρυψε το φως μου.
Κάποιοι τον είπαν χαρδαλιά,
άλοι τον είπαν τσιόδρα
και τώρα ζέχνω σκορδαλιά,
δίχως να φάω σκόρδα.
Σαν το ληστή κυκλοφορώ,
με καλυμένη φάτσα,
γιατί μου λέν' οπλοφορώ.
Το όπλο; Μιά χλαπάτσα.
Απέτυχαν να επιβληθούν,
με Δ(ο)Ν(η)Τ(ή) και κρίση
κι όρθιο τώρα με πηδούν,
με έναν (γ)ιό σε στύση.

3
Πίνακας  τρισδιάστατος,
 απλός, χωρίς φτιασίδια.
Κάθε φορά που θα τον δω,
την πλάση μου θυμίζει.
Τόπους σπαρμένους, καρπερούς,
 από τα χέρια αγνών μορφών,
που μέλημά τους έχουνε την σωτηρία.
Που αγωνιούν τι θα τους φέρει η Μοίρα.
Η Μοίρα η αθέατη,
 η πανταχού παρούσα,
η καταδίκη των φτωχών
 και των κατατρεγμένων,
των τυχερών ''χρυσή'' θεά,
 που μόνο αυτούς προσέχει.
Θεά σωματοφύλακας ''ξεχωριστών'' ανθρώπων!
Ανθρώπων που ούτε έστω μιά,
δεν δείχνει για σπουδαία, διαφορά,
να αξίζουν εύνοια τόση.
Της φαντασίας οι σπηλιές,
με εικόνες πλημυρίζουν,
ανθρώπινων ή θεϊκών
έργων, δεν το διακρίνω.
Οικοδομήματα πυγμής,
σαν κάστρα, σαν επαύλεις,
μυημένου αρχιτέκτονα,
που 'χε σοφούς δασκάλους.
Που καυχιέται πως σπουδάχτηκε,
σε χίλια, μύρια τόσα,
πανεπιστήμια, σχολές,
επώνυμα, σπουδαία.
Που όλη την τέχνη κράτησε,
χρόνια πολά κλεισμένη,
 μες σε κελάρια σκοτεινά,
μαζί με οίνους διαλεχτούς,
 δυό βόλτες πατημένους.
Κι όταν αυτοί ωρίμασαν,
φάρυγκες να γητέψουν,
μαζί τους ξεπετάχτηκε
η τέχνη η σκλαβωμένη,
αυτή που πάντρεψε σοφά
τις πέτρες με τα ξύλα.
Τα ξύλα που ήταν με στοργή
και γνώση διαλεγμένα,
 μέσα από δάση εξωτικά,
όπου γλένταγε ο Πάνας.
Τρέχει ο απέραντος ο νούς,
σε θάλασες καθάριες.
Πότε τις τρέφει ο Βοριάς,
πότε τις γαληνεύει,
σα λάδι μέσα σε αμφορείς
μαύρους, για να μην βλέπει
τα σπλάχνα τους ο ήλιος.
Ο ήλιος, που άστρο οι σοφοί,
βάφτησαν μ' ευκολία,
μα που 'ναι πλάνητας θεός,
κομψοντυμένος νέος
κι από συνήθεια παλιά,
ζεσταίνει άγουρα κορμιά
τα παρασέρνει στην ''πυρά'',
για να τ' αποπλανήσει.
Κι έτσι ανθούν οι κερασιές,
με τ' ασημένια τ' άνθη,
τα άνθη τα μυρόβλυτα
και τους καρπούς του πάθους,
που σαγηνεύουν τις ψυχές,
με το άλικο το χρώμα,
για' συμβαδίζει ταιριαστά,
με της καρδιάς το αίμα,
που οι στάλες του τρέφουν κορμιά,
 ψηλά, κυπαρισάτα,
που αγκυλώνονται εύκολα
απ' του έρωτα τ' αγκάθι.
Είναι ο πόνος του γλυκός
και γρήγορα περνιέται,
όμως τα φρόντισε ο καιρός,
ξανά να αποζητιέται,
για να μη λείψει ούτε στιγμή
τούτη η επιθυμία,
αυτή που αιώνες συντηρεί
το Φως, τη Δημιουργία.
Μα όταν το Φως αυτό χαθεί
και πέσει το σκοτάδι,
στην προδομένη την ματιά,
θύελες θα γεμίσει.
Θύελες καταστροφικές,
για τις μονές πιρόγες,
που βρέθηκαν σ' ωκεανούς,
απ' τα ρηχά ρυάκια.
Μα για δεξαμενόπλοια,
με τα τρανά τ' αμπάρια,
αγαπημένες θύελες,
που σπάζουν την ανία.
Σαν του Αυγούστου τις βροντές,
μες στην καλοκαιρία.
Καταμεσής της κόλασης,
του παραδείσου ο κήπος.
Παράδεισος τα μάτια σου,
που εκφράζουν την ψυχή σου.
Κεράσια δροσοστάλιστα
τα χείλη σου στο στόμα.
Ρίξε το πέπλο τ' αλαφρύ!
Γυμνώσου! Φανερώσου!
Όσα πιό  πάνω έχω πεί,
τα 'δα στο πρόσωπό σου.



4
... σε κάθε πρόσφυγα, στην κάθε Αθήνα.

5
Ίσως σου άρεσε, γιατί κάπου χρωστάς κάποια συγνώμη...

6
Σκληρές συνθήκες
εις την πατρίδα,
άδεια από γλύκες
η καταιγίδα. 

Φωνάζει η πείνα:
''δρόμο! πορέψου!
κάποιαν Αθήνα
βρες και βολέψου''.

Μία Τετάρτη
την Μοίρα ψάχνεις,
σε έναν χάρτη
πορεία φτιάχνεις.

Σε έναν μήνα
την αντικρίζεις.
Να η Αθήνα!
Λες και δακρύζεις.
 
Πέρασε χρόνος,
πόλη πλανεύτρα.
Ίδιος ο πόνος,
ελπίδα ψεύτρα...


7
Ξεπρόβαλαν στο βάθος οι στιγμές,
σαν του Αυγούστου τις απότομες βροχές.
Σε ξάφνιασαν κι ας ήξερες πως θάρθουν.
Αντάμα αναρίγισαν, καρδιά κι επιδερμίδα.
Λίγο το κρύο, λίγο η μοναξιά, που σέρναν στο κατόπι,
ακούσιο φέραν σφίξιμο στα σωθικά,
πληγή ανοίξαν στο στομάχι,
μην τύχει και ξεμείνει από συντροφιά,
η λαβωμένη απ' τον χωρισμό καρδιά.
Κινούνται οι σκέψεις σου αργά,
σα σκουριασμένες μηχανές παλιού υφαντουργείου,
που έρμο απόμεινε να καρτερά,
της περασμένης νιότης το πολύβουο μεγαλείο.
Από κοντά, σαν όρνια που οσμίστηκαν τροφή,
οι τύψεις. Να θυμίζουν τις φορές,
 που αδίκησες χωρίς να μετανιώσεις.
Να σε ραπίζουν με αναμνήσεις μυστικές,
απ' όταν ζήταγες, σπαραχτικά, αγάπη
κι απλόχερα, δίχως ανταμοιβή ή σκέψη, σου δινόταν.
Πονάς. Να διορθώσεις σκέφτεσαι,
όσα έχεις κάνει λάθος
και να σου φτάσει ο καιρός, ο πανδαμάτωρ χρόνος,
για να επουλώσεις τις πληγές,που ανοιγμένες χάσκουν.
Τούτες που αρκούσε μια ματιά ή νεύμα, για να κλείσουν.
Δεν τόκανες, αλίμονο και νάσαι εδώ! Μόνος,απελπισμένος,
δίχως ελπίδα, διέξοδο να ψάχνεις.
Μα ίσως είναι δυνατόν,ίσως μπορεί ακόμη,
να σου δωρίσει τη γιατρειά,μια λέξη. Η συγνώμη.

8
Πώς γίνεται να έχεις τόσο δίκιο; ''ασταθής'', ήταν στο πρωτότυπο.
Σ' ευχαριστώ.

9
Η άβουλη παρουσία μου, στο άχρωμο, αυθαίρετο δώμα της ταράτσας,
διέκοψε, ανεξήγητα, την δίχως προορισμό, βουβή πτήση του μαύρου γλάρου.
Γύρω, στήσαν ιπτάμενο χορό, κόκινα χελιδόνια,
σαν πολεμικό τελετουργικό, πυγμαίων στρατιωτών,
πριν ξεκινήσουν για την μάχη, στα δύσβατα ρουμάνια,
της χωρίς όρια πατρίδας.
Εκείνης της πατρίδας, που είχε σαν στόχο του,
το ανιαρό ταξίδι των γέρων πελαργών.
Απέναντι, ακίνητος εγώ,
με την καρδιά μου ανοιχτή πληγή,
να προσπαθώ, ασταθής,
να τερματίσω την πυώδη διαροή

10
Χάθηκα μες στων ματιών σου
το ανείδωτο βάθος.
Μες στα σκοτάδια του μυαλού,
όπου το φως γεννιέται.
Και βρέθηκα σε βουερά πελάγη,
καθάρια, βιαστικά και φουσκωμένα,
από της νιότης την υγρήν ορμή.
Και ανασηκώθηκα, ζωντανεμένος,
απ' το αφρισμένο χτύπημα
του γάργαρού σου γέλιου.
Και κίνησα εμπρός ορμητικός,
έμπειρος θαλασσάρχης,
αγριεμένος πειρατής,
ν' αρπάξω όλα τα λάφυρα,
που, λάθρα, μου προσφέραν.
Και έγινα, εγώ, ο κάτοχος
του  τυχερού λαχείου,
της μοίρας ευνοημένος κληρονόμος.
Και αναθερμάνθηκαν τα πάθη τα σβηστά,
ίδια μπουρλότα καπετάνιου εμπρηστή
και μ' έκαψαν με ευχάριστη στα σωθικά φωτιά,
ωσάν της φλόγας του τζακιού την γλυκοθαλπωρή.
Και έζησα σε μιά στιγμή, ολάκερη τη ζήση.
Μιά απέραντη στιγμή.
Και χάρηκε η αχόρταγη ψυχή.
Και ύστερα γλίστρησε, αθόρυβα η ζωή.
Και πέθανα.
Μιά σύντομη ζωή...

11
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια  :shy

12
αυτη η εναλλαγη καθαρευουσας και "αργκο "(δεν σου βγαινει κανεις π.χ.)εμενα με ξενιζει λιγο  αλλα γουστα ειναι αυτα.εγω παντως θα το αποφευγα
Σεβαστή η άποψή σου, αλλά δεν είμαι ακραιφνής καθαρευουσιάνος.Ένα παιχνίδισμα λέξεων έκαμα...

13
Κανόνες τηρούσα,
αρνί που βοσκούσα,
κοιμήσου μου λέγαν
και όλο μ' αρμέγαν.
Χαρούμενος τρέχω
αφού όλα τα έχω
και νιάτα και χάρη
και φρέσκο χορτάρι.
Πηδώ μασουλώντας
χορεύω γελώντας
στους πλάγιους ήχους,
στους όρθιους τοίχους,
που κάποιοι σηκώσαν,
που κάποιους σκλαβώσαν.
Δεν ψάχνω για ταίρι
στα άγονα μέρη,
χαλάσαν το σπέρμα,
τι θέλουν τα έρμα;
Κρεβάτι και ύπνο,
το δίκτυο για δείπνο
κι ο νούς τους χορταίνει,
η γλώσσα σωπαίνει.
Κεφάλι σκυμμένο,
παιχνίδι στημένο
κι εγώ να ποντάρω,
πως κάτι θα πάρω.
Μιά πόρτα θ' ανοίξει,
αέρας θ' αγγίξει
τα μαύρα μαλλιά μου,
να πέσει η προβιά μου.
Ο αδύναμος κρίκος,
να! γίνομαι ο λύκος,
που όμηρο πιάνει
τον δόλιο τσοπάνη.
Με μάτια αναμμένα,
με δόντια ασπρισμένα,
ξεσκίζω τη σάρκα,
'ξοπλίζω μιά βάρκα,
σε πέλαγα πλέω,
μα, κοίτα με!!! Κλαίω!!!
Ποιά θάναι η ζωή μου,
χωρίς το μαντρί μου;...

14
δεν εχει νοιμα να εξηγεις τους στιχους, γιαυτο τους γραφεις,γιατι ο πεζος λογος δεν σε εκφραζει για να πεις αυτο που θες να πεις  ...εμενα μου αρεσε πολυ μια κλιμακωση που εχει σαν να ανοιγεις την ενταση σιγα σιγα στο ραδιο μεχρι στο τερμα και αποτομα να την κλεινεις
Πιστεύω πως, κάποιες φορές, χρειάζεται να φωτίζεις το μονοπάτι...


15
Αγαπητέ χοληδόχε, σ΄ευχαριστώ για το σχόλιο. Να παρατηρήσω μόνον ότι δεν αναφέρομαι στον λύκο, αλλά στο πρόβατο που νόμισε πως έγινε λύκος. Καλημέρα και καλή χρονιά (αν και πιστεύω πως θα παραμείνει απλά μια ευχή και μόνο).

16
Κανόνες τηρούσα,
αρνί που βοσκούσα,
κοιμήσου μου λέγαν
και όλο μ' αρμέγαν.
Χαρούμενος τρέχω
αφού όλα τα έχω
και νιάτα και χάρη
και φρέσκο χορτάρι.
Πηδώ μασουλώντας
χορεύω γελώντας
στους πλάγιους ήχους,
στους όρθιους τοίχους,
που κάποιοι σηκώσαν,
που κάποιους σκλαβώσαν.
Δεν ψάχνω για ταίρι,
ψημένο το χέρι,
χαλάσαν το σπέρμα,
τι θέλουν τα έρμα;
Κρεβάτι και ύπνο,
το δίκτυο για δείπνο
κι ο νούς τους χορταίνει,
η γλώσσα σωπαίνει.
Κεφάλι σκυμμένο,
παιχνίδι στημένο
κι εγώ να ποντάρω,
πως κάτι θα πάρω.
Μιά πόρτα θ' ανοίξει,
αέρας θ' αγγίξει
τα μαύρα μαλλιά μου,
να πέσει η προβιά μου.
Ο αδύναμος κρίκος,
να! γίνομαι ο λύκος,
που όμηρο πιάνει
τον δόλιο τσοπάνη.
Με μάτια αναμμένα,
με δόντια ασπρισμένα,
ξεσκίζω τη σάρκα,
'ξοπλίζω μιά βάρκα,
σε πέλαγα πλέω,
μα, κοίτα με!!! Κλαίω!!!
Ποιά θάναι η ζωή μου,
χωρίς το μαντρί μου;...


17
Στων χειρών σου το άγγιγμα
ξετρελαίνεται ο νούς,
των χειλέων ο ψίθυρος
παραλύει το ούς.


Στου κορμιού σου το άρωμα
ερεθίζεται η ρις,
της καρδιάς σου το απέραντο
δεν το έχει κανείς.


Είναι η γεύση του στόματος
μιά τρελή λιχουδιά
και στο χρώμα του όμματος
δεν σου βγαίνει καμιά.

18
Τα ράφια σας ολόγιομα, με όμορφη πραμάτεια,
ζευγάρια, μοναχά, αστραφτερά΄
στην θέα της θαμπώνουνε, χορταίνουνε τα μάτια,
μα θα 'πρεπε να βλέπουν λιγάκι πιό βαθιά:
στου αγοριού, που μόνο να την βλέπει επιτρέπουν,
την άδολη, την παιδική ματιά,
που τούμαθαν πως τέτοια ''λούσα'' δεν του πρέπουν,
γιατί πατέρα έχει που λιώνει στα γιαπιά΄
στου κοριτσιού, που κούκλα δεν αγόρασε ποτές του,
τα μάτια τα γεμάτα, τα αγνά,
που ξέρει ,πάντα, πως μικρές θα 'ν' οι χαρές του,
χωρίς την μάνα, που 'φυγε για παντοτινά΄
στου γέρου, που η μοναξιά τα χρόνια του βαραίνει,
το κυρτωμένο απ' την κούραση κορμί΄
που έμαθε, καρτερικά, τα πάντα να υπομένει,
ώσπου το ταίρι στο επέκεινα  να βρεί.
Χαρείτε την πραμάτεια σας, την ''όμορφη'', την σκάρτη,
μα κρύψτε την σε μέρη μαύρα, σκοτεινά,
γιατί η μέρα που θέ' να σβηστείτε  από τον χάρτη,
σαν βέλος φτάνει, να καρφώσει την θολερή καρδιά...



19
Πρωτοξαδέρφη του... CAMPARI !

20
Κάτι χάρτινα διαόλια,
άλλα, ίσως, σιδερένια
τα 'χουμε στα πορτοφόλια,
τα προσέχουμε με έννοια.


Χρήματα τα ονομάζουν,
εύκολα αλλάζουν χέρια
ή σε θρόνο σ' ανεβάζουν
ή σε ρίχνουν στη μιζέρια.


Οι φτωχοί αναστενάζουν,
σαν πασάδες ζουν οι κλέφτες,
δίκαια δεν τα μοιράζουν
οι ιθύνοντες οι ψεύτες.


Όποτε κι αν τα μετρήσω,
πάντοτε τα βγάζω μείον
κι αγανακτισμένος βρίζω,
πούχω αδειανό ταμείον.

21
Μελαγχολικά όμορφο.''Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών''...

23
Τα χρήματα απ' τα μνήματα,
μονάχα δύο βήματα.
Τη μιά στιγμή κορδώνεσαι,
την άλλη παραχώνεσαι.


Έγραψες δυό ποιήματα,
ζητάς χειροκροτήματα.
Για αθώος μου καμώνεσαι,
μα δες!Παραμορφώνεσαι!!!


Τα χρήματα στα μνήματα
δεν είναι βοηθήματα.
Σαν τόμαθες αγχώνεσαι.
Είδες πώς συμμορφώνεσαι;

24
Και το σακάκι αρέσκεται. στου έρωτα το ζύγι,
προσθέτει δυό κουμπότρυπες κι αρχίζει το κυνήγι...


25
Απ' τον καιρό που άρχισα
τον κόσμο να γνωρίζω,
μου μάθαν, σε μιά ζυγαριά,
τα πάντα να ζυγίζω.


Από τη μιά αγόρι μου
βάλε τις αμαρτίες,
τα πάθη,τις κακοτοπιές,
τα μίση, τις κακίες.


Από την άλλη, απέναντι,
ρίξε την καλοσύνη,
αγάπη, έρωτα, χαρά,
τιμή κι εμπιστοσύνη.


Τότε όπως και σήμερα,
ίδιες οι αναλογίες.
Γιατί μου γέρνει η ζυγαριά,
δε βρίσκω τις αιτίες.

Σελίδες: [1] 2 3 4