Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Μιχάλης13

Σελίδες: [1] 2 3 4
1
Να μη τρομάζεις, όσο νιώθεις την ανάσα μου πιο ήρεμη,
εγώ να ξέρεις δεν ησύχασα ακόμα.
Κι αν σου ηχούν τα λόγια μου γαλήνια,
σα να στεγνώσανε απ' όλα τα γιατί τους,
κρατώ ακόμα όλη τη βραχνάδα που η φωνή μου μάζεψε
(σαν άγουρος συλλέκτης),
χρόνο το χρόνο, τραγούδι το τραγούδι, κραυγή με τη σιωπή,
για να μιλώ περήφανα τις νύχτες στη σκιά μου.
Κι ίσως σκεφτείς πως τούτοι οι διάλογοι
κακογραμμένοι επίλογοι φαντάζουν,
με μια πικρία ανώφελα γυμνή, μέσα στις συλλαβές τους,
ηρωικά μνημόσυνα που αρνήθηκαν να σκεπαστούν
με την αποδοχή της ήττας για τελεία.
Κι ίσως να πεις πως δε χωράει περηφάνεια σε ένα ψίθυρο,
ούτε θεμελιώνεται ένα όνειρο
πάνω σε ξεπεσμένες μνήμες,
μουσειακά εκθέματα που επιμελώς γυαλίζονται τα βράδια,
φτάνει να αστράφτουν παρελθόν,
πριν τ' αντικρίσει ο ήλιος.
Εσύ να μη φοβάσαι κι οι μέρες μου δε ντύνονται με χθες,
όσο το βλέμμα μου μπορεί να ψηλαφίζει ακούραστα,
τους δρόμους και τις γειτονιές,
τη θλίψη ανάμεσα τους
και όλη την κούφια υπομονή που απλώνεται αδιάκοπα
σαν σύννεφο καπνού,
πάνω απ' τον ουρανό μας.
Όχι, να μη τρομάζεις κι όσο δεν το λησμόνησα
πως ο ουρανός κι η μοίρα του
χρέος δικό μας είναι,
εγώ να ξέρεις δεν ηττήθηκα ακόμα.

 
Να μη λυπάσαι κι όταν ξαγρυπώ, είναι γιατί προσπαθώ,
να κλείσω μεσ' τη χούφτα μου τον κόσμο.
Έτσι μονάχα νιώθω τους παλμούς και τις συσπάσεις του
κι όλο τον πόνο που συσσώρευσε
κατηφορίζοντας αδέξια, στο διάβα των αιώνων.
Έτσι μονάχα αντιλαμβάνομαι
πόσο απάνθρωπα βαρύ, ειν' τούτο το φορτίο
που σέρνει κουρασμένος στους καιρούς,
γεμάτο αμέτρητες ζωές που μάταια ξοδευτήκαν,
δίχως να 'χουν γευτεί ποτέ,
λίγη απ' την ομορφίά του.
Έπειτα σκύβω πιο κοντά να ακούσω τη φωνή του,
που άλλοτε μοιάζει σύνθημα, άλλοτε μοιρολόι
και άλλοτε μελωδία απάτητης στιγμής.
Κι είναι πολλές φωνές που αέναα
συνθέτουν τη φωνή του
κι είναι πολλές φωτιές που ανθίζουν
μες σε ερείπια και ρωγμές,
πολλές οι άγονες ελπίδες και ακόμα περισσότερες πληγές.
Κι είναι πολλά τα όνειρα που θάφτηκαν
μέσα στη γη σα σπόροι,
πολλοί οι αγώνες που το δίκιο έχουν ζωστεί
και πιο πολλή η προσμονή για
ένα άφθαρτο ξημέρωμα
που των πολλών η λύτρωση
θα ντύσει σαν ρυθμός λιτός,
το βήμα αυτού του κόσμου.

 
Αυτού του κόσμου που αν αγγίξεις το σφυγμό του
θα καταλάβεις ότι ξεπηδούν σεισμοί
ανάμεσα απ' τους χτύπους.
Γιατί εκείνος δεν ησύχασε ακόμα.
Πως θα περίμενες να ησυχάσω εγώ;

 

 
 

 

2
Πρώτα για κείνους θέλω να μιλώ
που από γεννησιμιού οι μοίρες τους σκαλίσανε
μία απροσδόκητη φυγή
πάνω στην παιδική τους κούνια.
Χάρισμα που το κέρδισαν πολλοί
όσο η ιστορία κεντούσε στο σκοτάδι τις σελίδες της
υπολογίζοντας με νούμερα κενά
την κάθε διαδρομή της. 
Και ο τόπος που ανάθρεψε τα χνάρια τους
σκεπάζοντας τα πρώτα βήματα τους
άρχισε ξάφνου να σείεται, να σπέρνει τους τριγμούς του
να νιώθει βάρος περιττό
μια απλή, μια στέρεα στέγη.

Και έπειτα αντίκρισαν πολλά πάντοτε προσπαθώντας
να αντιληφθούν
σα βίωμα επίκτητο που καταντά αξία
τη λογική των λίγων, τη νύχτα των πολλών 
και αυτό το ατέλειωτο γιατί που απαγορεύτηκε
να το κρατούν στα χείλη.
Ίσως  να έφταιξε λοιπόν
η γεύση του ψωμιού, πικρή πάντα και αμφίβολη
γεμάτη με ιδρώτα και ματωμένες ώρες
ή ο αστυνόμος που κρατώντας
χειροπέδες και βρισιές   
επέβαλλε την κούφια δικαιοσύνη του
μονάχα στους ξυπόλητους και στους αδικημένους. 
Μα ίσως να 'ταν και από αυτούς
που είδαν τον ουρανό τους να χει ντυθεί ολάκερος
μεταλλικούς θορύβους και φλογισμένα σύννεφα,
αιμοδιψής οιωνός που φέρει πάνω του
τη στάμπα ενός συνηθισμένου τέλους.
Κι υπήρχαν βέβαια κι όλοι αυτοί
εγκλωβισμένοι μες το περιθώριο της σκέψης
αποδιωγμένοι από ύστατες χαρές,
πληρώνοντας το τίμημα της κάθε συλλαβής τους
αφού έκλεινε μέσα της σφιχτά
το πάθος για ένα όνειρο, τη λάμψη μίας νίκης
που οι νικητές θα 'χουν εκλείψει
και οι νικημένοι θα 'χουν ξεχαστεί.
Ζωές πολλές, δεμένες μεταξύ τους
ανάκατα και πρόχειρα
γύρω από της προσφυγιάς τους κόμπους,
θηλιές ασφυκτικές που 'χουν φυλάξει
ίσα μια ανάσα περιθώριο,
να στέκει σαν ελπίδα.

Πάντα για κείνους θέλω να μιλώ
που έκρυψαν καλά του άγνωστου το φόβο
σε μια βαλίτσα που χωρούσε δυο αλλαξιές
και ένα τσαλακωμένο ήλιο
ψυχρό σαν ξένη ανάμνηση.
Μετά υποδέχτηκαν το ταξίδι
μαρτυρικά και αγόγγυστα
με τις φθαρμένες προσδοκίες τους
ριχτές πάνω στους ώμους, κουβέρτες
που ξεφτίσαν στο άγγιγμα του κορμιού
δίχως για μια στιγμή να το ζεστάνουν.
Έτσι προσπέρασαν τα σύνορα του κόσμου
αγκιστρωμένοι μες σε μουχλιασμένα αμπάρια
και σε ακάθαρτες κουκέτες φορτηγών,
κομμάτι αναπόσπαστο εκείνοι του φορτίου
κι εμπορική συναλλαγή το μέλλον τους
που οι ίδιοι παζαρέψανε σε μια τιμή ευκαιρίας.
Μα είναι που πάντα ο προορισμός
δεν τους προσμένει όλους
και πιότεροι αντίκρισαν στο διάβα
ανάμεσα από την πελαγίσια ορμή του κύματος
ή πάνω σε όπλα με ανάγλυφη ενός νόμου τη σφραγίδα
πως ανασταίνεται το βήμα του θανάτου.
Κι όσοι πιο λίγοι στάθηκαν τυχεροί
κάποτε τα κατάφεραν και έσφιξαν μες τη χούφτα τους
ένα καινούριο χώμα, αλλιώτικο, βαρύ
που τ' άπλωσαν αυθόρμητα απάνω στις πληγές τους
μήπως και τις γιατρέψει.
Όμως η γιατρειά και η λύτρωση ποτέ δε δόθηκαν
απλόχερα σαν δώρο, σε όσους κι αν ζήτησαν
να αγγίξουν την πιο ρόδινη υφή τους,
με λερωμένα δάχτυλα.

Έτσι, θέλω μόνο για κείνους να μιλώ
που πίστεψαν πως σε άλλα μέρη, νέα
ίσως και να αφθονεί στο έδαφος μία στερνή ευκαιρία
ή έστω μια αξιοπρέπεια υπόγεια,
ανθεκτικά υλικά να χτίσουν τη γαλήνη
που η γη η πατρογονική,
χρόνια τους τη στερούσε..
Και βρέθηκαν να τριγυρνούν σε σκοτεινές πλατείες
και σε απρόσωπες λεωφόρους, θλιβερές
νιώθοντας να τους τιμωρεί αναίτια
το ρίγος που 'χε χαραχθεί στο βλέμμα των ανθρώπων.
Ύστερα εμφανίστηκαν οι δυνάστες
σαν είδος που ευδοκιμεί μόνο και ανθίζει
δίπλα στην αθλιότητα
αχόρταγα παρασιτώντας
μέσα στις πιο θνητές αδυναμίες.
Και εκείνοι με άδειες τις τσέπες από επιλογές
(παράταιροι και ξένοι ολότελα)
έσκυψαν όπως όπως το κεφάλι
αποδεχόμενοι το τίποτα που τους προσφέρθηκε
σαν κάτι παραπάνω.
Αυτό το εθελούσιο σκλάβωμα, το αναπόφευκτο
ήταν που όρθωσε
κάγκελα νοητά, μα αδιαπέραστα
γύρω από μια επιβίωση ανεμική, χλωμή
γεμάτη απ' τις στιγμές τους.
Για μια μπουκιά μονάχα, για ένα σπίτι σκυθρωπό,
ρυτιδιασμένο με δέκα ενοίκους
να καλύπτουν τις γωνιές του, για ένα τραγούδι
χαμηλόφωνο σαν γέλιο αμηχανίας,
για μια ματιά υπεροχής ντόπια, σκληρή και απαίδευτη
για τα παιδιά που ίσως κάτι καλύτερο
εδώ πέρα τα προσμένει, για το βουβό το κλάμα
τις νυχτιές που απλώνεται σαν ψίθυρος
στους ρημαγμένους τοίχους.
Και τελικά για ένα κύκλο τέλειο κι ατέρμονο
που δεν ξεχνά ποτέ να επαναληφθεί,
σέρνοντας βίαια μέσα στις καμπύλες του
όσους δε μπόρεσαν κάπως να αντισταθούν
στο ακλόνητο του ρεύμα.

Για όλα τούτα θέλω να μιλώ
και για όσους τα κληρονόμησαν
σαν σκονισμένα υπάρχοντα,
στο γέρμα των αιώνων.
Δυσβάσταχτη κληρονομιά
ολόκληρων γενεών, μαζί με ένα
παράπονο ανεξίτηλο
να ακολουθεί από κοντά σαν ίσκιος.
Και τούτο το παράπονο το αέναο στ' αλήθεια,
όσο κι αν νιώθω τη φωνή μου να ηχεί
τόσο βραχνή και αδύναμη
είναι ο λόγος ο στερνός, ο πιο σπουδαίος
που ακόμα προσπαθώ, που ακόμα επιμένω
που ακόμα θέλω τόσο
να μιλώ.

3
Όλα να ξέρεις ξεκινάνε όταν ανθίζει μέσα σου
εκείνη η κραυγή, χρόνια χαμένη μες την ξεγνοιασιά
της λήθης.
Και έπειτα στέκεται εκεί δίπλα και μέσα σου
προσμένοντας μια ύστατη δικαίωση
σαν αποπαίδι που δεν έζησε
το πατρικό του χάδι.
Εσύ τη νιώθεις, την ακούς να γιγαντώνεται
να συναντά τους πιο παλιούς σου φόβους
κι όμως να μη δειλιάζει
κι όμως να συνεχίζει
γεμάτη μόνο με της λευτεριάς το όνειρο
όπως μετρούν τη μοίρα τους σκλάβοι και εξεγερμένοι.
Τότε καταλαβαίνεις πως δε χωράει άλλη πια σιωπή
στα ξεραμένα χείλη
γεννιούνται λόγια που πρέπει να ειπωθούν
σκέψεις ζεστές στη θέρμη της αλήθειας
πράξεις που κέντησαν το πορφυρό τους όραμα στο στήθος.
Καρποί καινούριοι, ολοζώντανοι
που λάμπουνε στο άγγιγμα του ήλιου
και σφίγγουν μέσα τους τη γεύση της ελπίδας
γεννήματα μίας κραυγής που ολοένα μέσα σου ανθίζει.

Κι όταν ανοίγεις το παράθυρο να δεις τον κόσμο
που κάποτε σου σμίλεψαν στο βλέμμα,
όλα μοιάζουν αλλιώτικα πιο σκοτεινά, πιο ξένα
κι οι άνθρωποι κοντύτεροι απ’ το μπόι τους
κρυμμένοι μες τον ίσκιο που τους πρέπει.
Ύστερα πια μπορείς να διακρίνεις καθαρά
κείνες τις θλιβερές ρωγμές στο κάδρο της προόδου
που οι δάσκαλοι με περηφάνια περισσή
είχαν κρεμάσει στην αίθουσα της τάξης.
Μα πιότερο είναι πως νιώθεις να μη φτάνει
όλο το φως των επιβλητικών κτιρίων
όλη η χαρά των ετερόφωτων προσώπων
όλο το θρόισμα μιας τσάντας πλαστικής
για να ζεστάνει όσους στρίμωξαν τη νιότη τους
γύρω απ’ τη θαλπωρή μιας αυτοσχέδιας σόμπας.
Ναι τίποτα πια δε φτάνει, τίποτα δεν αρκεί
όσο οι γκρίζες γειτονιές δεν ξεκουράζονται τις νύχτες
εγκλωβισμένες στην αυγή που τις προσμένει
ξάγρυπνες και σκυφτές στους στεναγμούς τους.
Τίποτα δε μπορεί να γίνει αποδεκτό
όσο τα μεροκάματο γερνάει σε στιγμές αμφιβολίας
κι ούτε που περισσεύει,
για να ανασύρει ένα χαμόγελο κλεφτό
πάνω απ’ το οικογενειακό τραπέζι.
Τίποτα, τίποτα βέβαια δεν υπάρχει
όσο υπάρχουν όλοι αυτοί που
χτίζουνε στα λαβωμένα πεζοδρόμια της σήψης
δίπλα από κάδους με υπολείμματα ζωής
την επιβίωση τους.

Και συ που τώρα όλα τούτα ξεκαθάρισαν στα μάτια σου
τώρα που αρχίζεις και καταλαβαίνεις
(σα μαθητής που μόλις έμαθε ανάγνωση)
βλέπεις την πολιτεία να ανοίγεται μπροστά σου
δίχως να ‘χει φορέσει το πιο θολό της πέπλο.
Τώρα οι χάρτινες εικόνες γκρεμίζονται απ’ το πρίσμα σου
σβήνουνε μέσα στα κενά θεμέλια τους
και αφήνουν πίσω τους την πιο ειλικρινή τους στάχτη.
Μα ο αέρας που κάποτε αδιάφορα απολάμβανες
σα να ‘γινε λιγότερος, σα να ‘γινε πικρός
σκορπώντας μες σε κάθε σου πνοή
ασφυκτικές ανάσες.
Κι όμως το μόνο πια που θες, το μόνο που σου απέμεινε στο στόμα
είναι μια ατέλειωτη κραυγή
να φτάσει, να σκεπάσει όλη τη ρυπαρή βουή
που ορθώνεται τριγύρω.

Και έτσι με τούτη την κραυγή όλα πια ξεκινήσαν.
 
 

4
Βλέπεις οι μέρες μου με προσπερνούνε 
τώρα αδιάκοπα.
Φαντάζουν αδιάφοροι περαστικοί
που δίπλα μου το βήμα τους στριμώχνουν 
ξένοι ολότελα προς το δικό μου βήμα.
Φορούνε ρούχα όμοια σχεδόν, συνηθισμένα
αφού δε θέλουν μεταξύ τους να διαφέρουν
και προχωρούν σε ραγισμένα πεζοδρόμια
δίχως κάπου να φτάνουν. 
Κάποτε λίγο σταματούν, κοιτούν το δρόμο,
ίσως απέναντι θα ‘πρεπε να περάσουν,
μα το λευκό των διαβάσεων ξεθώριασε
και οι αγχωμένοι οδηγοί
για τους πεζούς δε χολοσκάνε .   
Τότε ένας φόβος γνώριμος γεννιέται
ανάμεσα στο βλέμμα τους και ζωντανεύουν
κείνοι οι ακόρεστοι σπασμοί
που καταλήγουν ως τα λασπωμένα τους παπούτσια.
Τρέμουν, μετά χαμογελούν
-μάλλον το κρύο λένε φταίει-
δεν είναι σκέφτονται τούτοι οι καιροί
για αλλαγές πορείας.
Κι ο κόσμος όλος μια ευθεία που δε διανοείται                                                                                 
να παρεκκλίνει στις ρωγμές τις. 

Βλέπεις λοιπόν οι μέρες μου, ακούραστοι διαβάτες
θα οδηγούνται αιώνια στη δύση
των ευχών τους.   
Μονάχα που και που πες από απροσεξία
σκοντάφτω ξάφνου πάνω τους
και τσαλακώνω λίγο
την πιο διεστραμμένη τους ισορροπία.
Τότε ξανά θα σηκωθούν
δίχως θυμό, δίχως οργή,
δίχως λόγο να αλλάξουν 
και θα βαδίσουν  ήρεμα στο σιωπηλό τους τέλος.
Και γω που θα ‘δινα πολλά
μόνο να με προσέξουν
(εγώ που ούτε το χλευασμό τους δεν αξίζω)
στέκομαι να παρατηρώ
τούτη την αδιέξοδη φυγή τους.
Και εκείνη τη συγνώμη που
μες το σκούρο των ματιών κρατώ,
εκείνη που δεν μπόρεσα ποτέ να τους χαρίσω,
θα τη γευτώ μονάχος μου
σα να ζητώ συγχώρεση από τον εαυτό μου.
Κι  οι μέρες μου που  χάνονται
στου γκρεμισμένου ορίζοντα τον ίσκιο
θα δούνε  πως τουλάχιστον οι τύψεις μου 
βρήκανε το σωστό  προορισμό τους.

5
Ξάφνου το ένιωσα
πως όλο και λιγότεροι απομέναμε
σ’ αυτή τη διαδρομή την κακορίζικη
όπως τη βάφτιζαν σοφοί και νικημένοι.
Κενές οι θέσεις τώρα γύρω μου
δίχως μια παρουσία να τις βαστάει κοντά μου
δίχως μαζί, δίχως παντού, δίχως ανάρμοστο κουράγιο.
Κι η πίστη μου στον προορισμό γίνεται κούραση
έκδηλη, στα μάτια νυσταγμένου οδηγού
που ανυπομονεί για μία στάση.
Μα όλοι εκείνοι πως χάθηκαν προσεκτικά και αθόρυβα
σαν κλέφτες με μόνο κλοπιμαίο τη φυγή τους;
Μα οι ιδέες με το όμορφο τους περιτύλιγμα
με τη ζεστή τους όψη, πως κατέληξαν
το χώμα να πατούν νεκρές, σαν εγκαταλελειμμένα σπίτια;
Μα κάθε σύνθημα πως έμεινε έτσι άρρυθμο,
πως στέγνωσε ολάκερο στο στόμα, σαν φυλλωσιά
ανοιξιάτικη που δεν τη σέβεται ο ήλιος;
Κι εμείς αλήθεια πόσο θα αντέξουμε ακόμα;

Κι όμως δε θέλαμε πολλά για να χαμογελάμε.
Έφτανε μόνο μια καλημέρα να αχνίζει στον καφέ πρωινού
μία κουβέντα ανόθευτη στα μεταξύ μας λόγια
μια σκέψη αλύγιστη που δεν τυπώνεται στις τράπεζες
ένα τραγούδι που μόλις κάποιος το ‘χε γράψει
μια φιλία ακαμουφλάριστη από περίσσια ρούχα
ένα πιάτο φαΐ που δε χρωστάμε σ’ άλλον.
Κι ίσως ένα κομμάτι ουρανό να αντανακλά ζωή
τις νύχτες, με μια ζωή ολοκαίνουρια
να αστράφτει στα κορμιά μας.

Κι όσοι μας εγκατέλειψαν άραγε τι προσμένουν παραπάνω;
Κι αν κρύφτηκαν στον ίσκιο της σημαίας
που με καμάρι ανέμιζαν,
κι αν αποστήθισαν ξανά τις γονικές τους συμβουλές
κι αν παντελόνια εφαρμοστά σφίγγουν τα βήματά τους
κι αν χάρτινες συναλλαγές το μέλλον τους ορίζουν
πόση ελπίδα να χωρούν στου σαλονιού
την οικογενειακή φωτογραφία;

Λίγοι, λιγότεροι και ακόμα και πιο λίγοι
τώρα πια προχωρούμε σαν τρομαγμένο υπόλοιπο
διαίρεσης, που δείχνει αμελητέο μπρος στο σύμπαν.
Έχουμε δρόμους και καιρούς να διανύσουμε,
αγριεμένα πρόσωπα, μπρούτζινες υποσχέσεις
και όνειρα ιδρωμένα για να προσπεράσουμε.
Το βάδισμα μας αντίθετα διαβαίνει
από όπου υψώνονται στέγες βαριές και νοικιασμένες
κι αντίθετα από όπου στέκουν οχήματα επιβλητικά
με αγχωμένες δόσεις τυλιγμένα.
Αντίθετα από όπου ξεδιπλώνονται εφημερίδες
με σαλιωμένα φύλλα εμετικά
και αντίθετα από κείνη τη φωνή
του γυάλινου παρουσιαστή που όλο χρώματα αλλάζει.
Το βάδισμα μας πάντα αντίθετα,
όλο ζυγώνει σε εκείνο το ξημέρωμα
που η αυγή γνέφει σαν μάνα στοργικά
προς τους θνητούς αυτού του κόσμου.

«Μα μέχρι πότε;»
Ένας ψίθυρος ακάλεστος στάθηκε ανάμεσα μας
δίχως κανείς μας να μιλά, δίχως κανείς να ξέρει
πως βρέθηκε εδώ πέρα.
Μια λερωμένη ερώτηση, κρυφή
σαν μια παγίδα που έχουν στήσει κυνηγοί
καταμεσής του δάσους.
«Μέχρι μονάχα να χαμογελάμε» απάντησα
φωνάζοντας για να ακουστώ σε μένα πρώτα.
Μετά πάλι κινήσαμε νιώθοντας
τόσο σίγουροι, σχεδόν σαν νικητές.

6
Κανονικά μια νύχτα σαν αυτή θα ‘πρεπε το λευκό χαρτί
να ‘χει γεμίσει με μυρωδιές και χρώματα.
Θα ‘πρεπε βέβαια τα άστρα να παρατάσσονται στρατός
και να αγκαλιάζονται με θυμωμένες θάλασσες
ανίκανα να αντισταθούν στο θέλημα τους.
Πιο κει ολόφωτη η πανσέληνος, βασίλισσα
που οφείλει να προσκυνηθεί απ’ τα αισθήματα μας.
Και φυσικά παρομοιώσεις λυρικές
στίχοι που ανθίζουν μες τα γιασεμιά και στου καλοκαιριού
τη δύση κι ίσως βαστούν μια στάλα θλίψη
στο άκουσμα τους.
Έτσι μονάχα ετούτο το λευκό χαρτί αυτή
τη νύχτα τη μαγευτική (στα αλήθεια)
θα έντυνε με ποίηση τη μοναξιά του.
Κανονικά. 
 
Όμως απόψε τα απομεινάρια των ερώτων μου
και στεναγμοί από πάθη, δε διάβηκαν την πόρτα
του σπιτιού μου. 
Είναι που  το μπαλκόνι μου
παραπατά μετέωρο σε ένα αστικό τοπίο
που οι ζωγράφοι αρνήθηκαν να απαθανατίσουν.
Τριγύρω τσαλακωμένοι δρόμοι κι αγέρωχοι σηματοδότες
φωτεινοί, φορούν πολύχρωμες σκιές
επιβολής της τάξης.
Βιτρίνες θελκτικές προσμένουν να πουλήσουν
ένα κομμάτι όνειρο με εκπτωτικά κουπόνια.
Δειλές φωνές, άσεμνα κορναρίσματα, βήματα
νεφελώδη και μποτιλιαρισμένες σκέψεις.
Και δίπλα απ’ όλα αυτά οι άνθρωποι
που περιφέρονται ακόμα σαν να υπάρχουν. 
 
 Ναι οι άνθρωποι, που ξετυλίγουν  το κουβάρι
της ζωής, μπροστά σε υποτιτλισμένους διαλόγους
μιας οθόνης.
Σίγουρα οι άνθρωποι, που έντεχνα γυρίζουν το κεφάλι
(με αντανακλαστικά παροιμιώδη)
σ’ όσους αναζητούν μία μπουκιά
επιβίωσης σε απορριμάτων κάδους.
Πάντα οι άνθρωποι, που προχωρούν με υπνωτισμένες αξιώσεις
ασαφείς, νιώθωντας τυχεροί
όταν στην τσέπη τους βαστούν
δυο τρύπια μεροκάματα για να ξοδέψουν.
Κι οι άλλοι άνθρωποι που όλο λοξοκοιτάζουν
τα άδεια πιάτα κι ύστερα σέρνουν στο δάπεδο το βλέμμα
να γίνει ένα με τη σκονή,
έτσι μην αντικρίσει η  ντροπή τους δυο μάτια παιδικά
και ανυπόμονα, που κάτι περιμένουν.
Και τα παιδιά των ανθρώπων, που λες και άξαφνα
βράχνιασαν οι φωνές τους κι ούτε μπορούν
να ακουστούν στις γκρίζες γειτονιές, ούτε να σπείρουν
στην άσφαλτο μια ελπίδα. 
Μα ακόμα οι νέοι άνθρωποι, σκυφτοί και κουρασμένοι
περιπλανιόνται δίχως λόγο
σ’ αυτόν που κληρονόμησαν τον κόσμο,
σαν κάτι να αναζητούν που το ‘χουν πια ξεχάσει. 
Και κει πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους ακόμα στέκει
περήφανα η πανσέληνος ίδια οικοδέσποινα
που ‘βαλε τα καλά της και προσδοκά
να τη γεμίσουν κολακείες. 
 
Κανονικά θα ‘πρεπε πια οι συλλαβές
να ‘χουν πιαστεί απ’ το χέρι και να χορεύουν κυκλικά
γύρω από τόση λάμψη.
Ο ουρανός ο αποψινός θα ΄πρεπε να διαγράφει
μια χάρτινη πορεία λυτρωτικής εικόνας.
Και πίσω του λιτά να ξεμακραίνει ο πόνος
μιας αγάπης σαν ύστατος αποχαιρετισμός
σε μια άδεια προκυμαία.
Αυτές τις νύχτες λένε γεννιούνται οι ποιητές.
Όμως τα λόγια τα δικά μου
ξέρουν να συνωστίζονται μαζί με τους ανθρώπους.
Τα λόγια τα δικά μου μπορούν
να ανασαίνουν μονάχα απ’ των ανθρώπων την βουή.
Ναι, τα λόγια τα δικά μου ανθρώπινα θα μείνουν.
Κι ίσως ακόμα κι η πανσέληνος που απορρημένη
τώρα με θωρεί
κάποτε καταλάβει.

7
Είναι που ξέρω πως πίσω απ’ τα κλειστά παντζούρια
πλανιέται μια νύχτα αλλιώτικη.
Διστακτικό και ετοιμόρροπο το βήμα της μοιάζει
με τρέκλισμα διαβάτη που αναζητά μια λύτρωση στη μέθη.
Οι κουρασμένες γειτονιές έγειραν να αποκοιμηθούν στον ίσκιο της.
Μα τούτο το δωμάτιο το στενό δεν τη χωράει
άξαφνα τόση γαλήνη.
Τριγύρω οι λερωμένοι τοίχοι κρύβουν τις ενοχές τους στο σκοτάδι.
Άραγε πόση ελπίδα αρκεί για να σφραγίσει
το πιο τυφλό μου βλέμμα;
Κάτω απ΄το ξύλινο κρεβάτι μένει ασάλευτη
μια ξεχασμένη θάλασσα.
Φαντάζει ενθύμιο από κείνους τους καιρούς
που έσπερνα στον ύπνο μου ταξίδια.
Κι όμως αυτά τα χρόνια τα αδίστακτα
γεμίζουν μόνο μ’ άπνοια το πέρασμα τους.
Έτσι απόμεινε κι η θάλασσα βουβή να αντανακλά
τη γέρικη ανάσα της · θηρίο λαβωμένο μες τη σκόνη.
Έτσι απόμεινα και γω να ξαγρυπνώ πίσω
από  κάγκελα διάφανα, που ύψωσα μονάχος.
Κι απ’ έξω η νύχτα να ραγίζει με τα χνώτα της τ’ αστέρια.   
 
Οι χτύποι του ρολογιού έστρεψαν προειδοποιητικά 
τον παλμό τους, προς τη λήθη μου.   
Σαν κάτι να άλλαζε στον κόσμο που ‘χτισα και έπρεπε να το νιώσω.
Μικρές αχτίδες διαπερνούσαν τώρα θαρραλέα απ’ τις ρωγμές μου.
Μα είναι δυνατόν ποτέ να ξημερώνει σ’ αυτά τα σκούρα μέρη;
Έσφιξα στο χέρι τούτη τη στιγμή της πρώτης, γυάλινης αυγής .
Έπειτα άνοιξα το παράθυρο και χάρισα στον άνεμο
μια αλήθεια, που ‘μενε κλεισμένη στο συρτάρι μου.
Καλημέρα.

8
Μοίρασα στα δύο τη φωνή μου μες στο χλωμό της ήχο
να καθρεφτίσω ένα τραγούδι βραχνό.
Ζύγισα με ένα μονάχα άγγιγμα το βάρος που ‘χουν
μέσα τους οι λέξεις που προφέρω:
μια μελώδια απόμεινε για μένα και χίλια λόγια καταφατικά
να γνέφουν στους ανθρώπους.
Σαν δίκαιη πολύ φαντάζει τούτη η μοιρασιά
στα μάτια όσων διακυρήττουνε τους νόμους.
Μα αυτή την πράξη τη γενναία, ποτέ της
δεν τη χάραξε στο μαυροπίνακα η δασκάλα,
όταν μου μάθαινε τον κόσμο.
Κι όλο μεγάλωνα και χώραγα στο στόμα
κύματα, βλέμματα ερημικά κι αστραπές.
Γεύση πίκρας ατέλειωτης, τριγύρω
από τα χείλια και πίσω από το νου.
Και μία γλώσσα ατσάλινη και μόνη, που ‘θελε
να δραπετεύει στο κάθε βήμα της.
Ένας φυγάς που κρίθηκε παράνομος προτού παρανομήσει.
Αυτή η γλώσσα μου κι αυτά τα χείλια μου
κι αυτή η πίκρα που γίνηκε δική μου.
Κι ύστερα εγώ.
Που όλο μεγάλωνα αδιάκοπα.

Κι άξαφνα ήρθαν όλοι αυτοί για να με συνεφέρουν.
Μια μέρα γκρίζα διάβηκαν στο χώρο μου
από την πίσω πόρτα που άφηνα ξεκλείδωτη.
Φορούσαν καθωσπρέπει καλημέρες γελαστές
και ένα νάυλον άρωμα κρεμόταν στο λαιμό τους.
Είμαστε οι νικητές του παιχνιδιού, είπαν.
Είμαστε οι γνώστες της ζωής, είπαν.
Είμαστε αυτό που θες να γίνεις, είπαν.
Η μάνα έστρωσε το τραπεζομάντηλο το λευκό
που χρόνια φύλαγε μέσα στις προσευχές της.
Κι ύστερα τοποθέτησε τριγύρω από τα πιάτα
όλες τις συμβουλές τους, μία-μία.
Ένιωσε τη γαλήνη της γυμνή να τρέχει ανάμεσα μας.
Κι ήταν σαν πάντα να τον πρόσμενε αυτόν τον ερχομό τους.
Εκείνοι σπρώξανε τη ματιά μου σε τούτο
το παράθυρο που ατένιζα τις νύχτες.
Ύψωσαν τους δείκτες των πέτρινων χεριών τους
και μου ‘δειξαν το δρόμο που ‘χε βαφτεί
με φωτεινές επιγραφές και μία ψύχρα ακόρεστη.
Τούτος λοιπόν είναι ο δρόμος που θα πάρεις,
ο δρόμος ο σωστός, ξανάπαν.
Μονάχα για να πορευτείς θα αλλάξεις τη φωνή σου.
Οι ήχοι σου θα πάλλονται όμοια με των άλλων.
Κι οι στίχοι σου νεκροί.
Η μάνα το ‘ξερε κι έγειρε δουλικά σ’ αυτό το πρόσταγμα τους.
Εκείνοι το ΄ξεραν ότι δεν είχαν πια άλλο λόγο να πουν.
Και το ‘ξερα και γω ότι τα πόδια μου δεν τη βαστούσαν άλλη ελπίδα.

Έχω μια φωνή σπασμένη και μοιρασμένη ανάξια.
Τώρα βαδίζω μια διαδρομή με οδηγίες χρήσεις
γραμμένες στην παλάμη.
Μαζί μου μεγαλώνει κάθε τόσο και η σκιά μου.
Όμως τζογάρω πια για να κερδίσω δυο γουλιές εκτίμηση.
Μετά συλλέγω χειραψίες που μοιάζουν πειστικά γεμάτες φως.
Κι όλο κρατώ τα λόγια εκείνα της κατάφασης μέσα στο πορτοφόλι.
Εγώ όμως το αποφάσισα να γίνω από
αυτούς που όλο νικούν στου κόσμου το παιχνίδι.
Μα σαν γυρίζω πίσω θα βρίσκω ένα τραγούδι να με κοιτά δειλά.
Έτσι να μου θυμίζει πως προχωρούσε κάποτε σιμά μου.
Ίσως και να μπορώ να ενδίδω στα κρυφά στον πειρασμό του.
Μια μελωδία που αρκεί να με λυτρώσει και μια φωνή απρόσωπη
να υψώνεται μπροστά μου, δίχως υπομονή.
Αυτός ο ήχος που ειν’ ακόμα τόσο διαπεραστικός για μένα.
Κι ας μοιάζει για τους άλλους μακρόσυρτη σιωπή.

9
Δικοί μας στίχοι και ποιήματα / N.II
« στις: 14/03/12, 15:45 »
Και κάπως έτσι σε ‘χασα, δίχως να ‘χω φυλάξει
μια στάλα απ’ την ανάσα σου, να με ξεπροβοδίζει τις νυχτιές.
Τότε που τριγυρίζω σαν πεταλούδα πριν καεί,
στο φως της πολιτείας.
Κι αφήνομαι να λησμονώ μες σε καπνούς κι αρώματα φτηνά
και πεθαμένες εκδοχές του εαυτού μου.
Τότε που άξαφνα σβήνουνε, χωρίς να λυτρωθώ
τα ματωμένα στίγματα απάνω στις παλάμες.
Μια ανάσταση προσωρινή ίσα για να χωρέσει
το ζαλισμένο σφίξιμο μιας άδειας χειραψίας.
Μάτια καινούρια με θωρούν και λόγια τους  χαρίζω 
που δε θυμίζουν τίποτα απ’ όσα σου ‘χω γράψει.
Όχι, δεν είμαι εγώ που ανασταίνομαι να ξέρεις.
Εγώ πιο πίσω, πνίγομαι κι ασθμαίνω κι αναζητώ
μια σταλα απ’ την ανάσα σου που δε μου ‘χεις αφήσει.
Μία καθάρια αναπνοή μόνο για να με σώσει.
 
Και κάπως έτσι σε ‘χασα, έτσι όπως χάνει
τ’ αποδημητικό πουλί το δρόμο για το καλοκαίρι.
Αιώνιος προσανατολισμός που σκόρπισε σαν ήλιος
απ’ τις σκισμένες τσέπες.
Κι έμεινα να πλανιέμαι πιο πάνω από τα σύννεφα
και γύρω απ’  τους ανθρώπους , σιμά μα όχι μαζί τους.
Κατάκοπος  περιηγητής που μέσα σε θολές στιγμές
γέρνει το βάδισμα του.
Και κυνηγά δύο κουβέντες πρόχειρες, φτιαγμένες με γαλήνη,
ίσα να συνεχίσει.
Τότε είναι που ανθίζει ένα κρυφό χαμόγελο
στο βάθος της σκιάς μου.
Όχι, δεν είμαι εγώ που χαμογέλασα να ξέρεις.
Εγώ όλο κατευθύνομαι σαν σε οφθαλμαπάτη
στο δρόμο που μου κρύβεις.
Πορεία αμετάπειστη μόνο για να σε νιώσω. 
 
Και κάπως έτσι σε ‘χασα, διώχνοντας απ’ τον ήχο μου
την παιδική λαλιά σου.
Κι έμειναν τα τραγούδια μου γυμνά, σαν προσευχές
που ικετεύουν για μια νότα. 
Τώρα φωνή βραχνή (ελπίδα γερασμένη)
κυκλώνει κάθε συλλαβή που ορθώνω.
Μα έτσι πάντα ισορροπώ, σε μία χάρτινη δοκό
απάνω απ’ το κενό του κόσμου.
Τότε είναι που συλλέγω επαίνους τραγικούς 
για όσα καταφέρνω.
Όχι, εγώ δεν τα κατάφερα ποτέ να ξέρεις.
Εγώ όλο θα γκρεμίζομαι σ’ απομεινάρια σύγχρονα
αν δε μου φέρνει ο αγέρας, μια σου λέξη. 
Μια ώθηση ανάλαφρη προς την απέναντι όχθη.
 
Και κάπως έτσι σε ‘χασα, δίχως καν να προλάβω
να αποτυπώσω γύρω μου όλη σου την αλήθεια.
Εγώ που σε ‘χασα και γω που σ’ είχα χάσει
προτού να διανοηθώ την υπάρξη σου.

10
Κάποτε θέλω να θυμάσαι τη φωτιά
που ‘χαμε ανάψει οι δυο μας
ανάμεσα απ’ του σαλονιού τα γκρίζα έπιπλα
και της γενιάς μας τη ζεστή τη λύπη.
Και απ’ το κουτί που μας ανέθρεψε
πρόσωπα κρυμμένα στη σιγουριά των κουστουμιών
μας μάλωναν, μόνο μας μάλωναν
για τη ζωή που κρύβαμε κάτω απ’ το μαξιλάρι.
Κι ύστερα με ύφος πατρικό και ξένο
κι απ’ ένα κόσμο άλλο σε ένα γυαλί τετράγωνο
μας ζήταγαν, μόνο μας ζήταγαν
να μη φοράμε λόγια που τους καιρούς θυμώνουν.
Και ‘γω με κόλπα του Οδυσσέα που ‘χα μάθει
σου σκέπαζα τα αυτιά σαν μελωδία
(να μην ακούς φωνές μπογιατισμένες)
και ήθελα, πόσο το ήθελα
να κάψουμε τη μοίρα μας μέσα σε αυτή τη φλόγα.

Κλεισμένοι μες σε τσιμεντένια σπίτια
που σκαρφαλώνουνε το ένα πάνω στο άλλο
χτίσαμε χάρτινη θαλπωρή και χίλια αύριο πεθαμένα.
Απ’ τα μικρά παράθυρα χαζεύαμε
αέναους διαβάτες όμοιους, σε μια πορεία κυκλική
προς το γνωστό τους τέλος.
Κι όλο φοβόμασταν του δρόμου την αλήθεια
όπως φοβάται πρωτάρης ναυτικός
του ωκεανού τα κύματα.
Κι όλο μαθαίναμε με γνώση σκόρπια
κιτρινισμένων σχολικών βιβλίων
να μοιραζόμαστε πιο λίγα από τα λίγα μας.
Κι όλο προσμέναμε
σα νεογέννητα μωρά, να μας ταΐσουν όνειρα
για να αποκοιμηθούμε.

Μετά μόνο κατάλαβες σαν είδες στον καθρέφτη
το ραγισμένο είδωλο που ‘μοιαζε κάποιου άλλου.
Έτρεμες βλέποντας γυάλινες ρωγμές
που το παλιό σου βλέμμα δεν ήταν να χωρέσει.
Έκαιγες με ένα πυρετό που ‘χε σκοπό να μείνει
στο αμάθητο κορμί σου.
Πέθαινες στου καναπέ σου την ασφάλεια
και μες τα κάγκελα του.

Κι άναψα ‘κεινη τη φωτιά για να τη μοιραστούμε
να ναι για σένα γιατρικό και θάνατος για μένα.
Τότε είναι που αναστήθηκες και ζήταγες να κάψεις
τις φορεμένες διδαχές που ‘κρυβες στην ντουλάπα.
Τότε είναι που πετάγονταν σα σπίθες βιαστικές
οι υπνωτισμένες μέρες μας που τρέκλιζαν για χρόνια.
Κι εσύ μονάχα δάκρυζες και γέλαγες και ζούσες.
Κι εγώ μόνο καμάρωνα τη νιότη που σου χάριζε
όλη ετούτη η στάχτη.

Κάποτε θέλω να θυμάσαι τη φωτιά
γιατί πάντα από μια φωτιά ταξίδια θα αρχινάνε. 
Την έξω και τη μέσα μας.

11
Δικοί μας στίχοι και ποιήματα / N.
« στις: 06/12/11, 18:13 »
Τι να σου γράψω πες μου, που να μη το ξέρεις;
Έχω γελάσει με το γέλιο των ματιών σου
μονάχα δυο αιώνες πριν χαρείς.
Σαν προσευχή που απ’ έξω έχω μάθει
κρατώ μέσα στου νου μου την ομίχλη
το φως της ύπαρξης σου.
Και τούτη η σκέψη η ευλαβική και μόνη
ίδια ηλιαχτίδα του Δεκέμβρη διαπερνά
τα σύννεφα που ζώνονται απάνω στο ταβάνι.

Τι να σου γράψω πες μου, για να με θυμάσαι;
Σαν ποδοβολητό εξαγριωμένου πλήθους
περάσανε από πάνω μου οι καιροί
αφήνοντας σημάδια φανερά, να με γνωρίζει η μέρα.
Κι ύστερα ξένος μες τους ξένους τριγυρνούσα
σε τόσους νυσταγμένους δρόμους
μια μέθη απλή να διεκδικώ που όνειρο να θυμίζει.
Κι εσύ ήσουν πάντα κάπου εκεί
ρυθμός στα βήματα μου
και ξεβαμμένος προορισμός τσαλακωμένου χάρτη.

Τι να σου γράψω πες μου, για να μη φοβάσαι;
Ο κόσμος γύρω απλώνεται σαν τσιμεντένιο δάσος
και λίγα μείνανε ξέφωτα
τον ουρανό να ορίζεις.
Κι οι άνθρωποι που προσπερνούν
ένστικτα αρχέγονα έχουν
θηρία που όλο αναζητούν το πρώτο θήραμα τους.
Και δεν μπορεί, κανένας δεν μπορεί
μέσα στο βλέμμα σου το ξάστερο
να αντιληφθεί σαν μια αλήθεια προφανή
το άσπρο του το χρώμα.

Τι να σου γράψω πες μου για να μη λυπάσαι;
Έχω αφήσει μες τον πιο βαθύ σου ύπνο
ίχνη πάνω στα κύματα, χνάρια πάνω στο χώμα
για να με βρεις να σε προσμένω μοναχός
στα μέρη που ζωγράφιζες προτού σε πιάσει η νύχτα.
Κι εκεί με ένα τραγούδι απ’ της Άνοιξης το στόμα
(μια μελωδία που ‘μεινε κλεισμένη σε συρτάρι)
θα μοιραστούμε σαν ψωμί  την πιο γλυκιά μας λήθη
για την ατέλειωτη βροχή που αφήσαμε ξωπίσω.
Κι ίσως όταν θα ξυπνάς μέσα στην πρώτη ζάλη
να ‘χεις φυλάξει σαν εικόνα μακρινή
εκείνο τον Παράδεισο που ήθελα για σένα.

Τι να σου γράψω πες μου,  για να μη ξεχάσεις;
Δυο λόγια χάρτινα και μια πληγή ζεστή
περίσσεψαν μονάχα.   

12
Δεμένες ενοχές μες τα κατάρτια
υγρά ταξίδια που δεν ξέφυγαν απ' το χάρτη
θαμπές εικόνες έμειναν στο νου
να σου θυμίζουν κάτι , ξένο .
Λιμάνια απάνεμα , βουβά , να σε προσμένουν
τέρμινα ολάκερα και μόνα .
Ολόγυρα μες στη σκιά τους
παραπατούνε άγρυπνοι αχθοφόροι
που προσδοκούν να κουβαλήσουν τη σωρό σου .
Κι εσύ δεν κίναγες ποτέ , όχι γιατί φοβόσουν ,
μα δεν δεν περίσσευε μαντήλι να σ' αποχαιρετήσει .
Κι ίσως για δεν απόμεινε φωνή , γεμάτη "καλως ήρθες" ,
κάπου στον ερχομό σου . 

Λιμάνια απάνεμα , ορφανά , δίχως τα κύματά σου .
Πραματευτάδες κι έμποροι τριγύρω , να διαλαλούν ,
για να πουλήσουν μια πληγή σου .
Βαρκούλες χάρτινες σφιγμένες απ' τους κάβους ,
από όνειρα και χέρια , παιδικά φτιαγμένες
να τρέμουνε την πρώτη καταιγίδα .
Σεργιάνι πόρνες άπληστες να βγαίνουν
που 'χουν φυλάξει στον πικρό τους κόρφο
τα εφηβικά τους κίτρινα φεγγάρια .
Κι εσύ δεν έφτανες ποτέ , όχι γιατί θυμόσουν ,
μα ήταν πολύς ο κόσμος σου για να τον παρατήσεις .
Κι ίσως γιατί οιωνός δε φάνηκε , μυριάδες χρόνια τώρα ,
κάπου στον ουρανό σου .

Λιμάνια απάνεμα , πιστά στις θυμησές σου .
Ηλιοκαμμένοι , ισόβιοι , ναυτικοί   
με πέλαγος χορταίνουν τη ματιά τους 
και έχουν χαράξει τατουάζ ,
το πιο στερνό τους μπάρκο , που δεν ήρθε .   
Σα ξημερώνει κατεβαίνουν οι ψαράδες
δίχτυα φθαρμένα , ατέλειωτα απλώνουν ,
το βλέμμα σου που πνίγηκε να σύρουν ,
στο γυάλινο βυθό σου .
Και μια γοργόνα σ' ένα βράχο παραπέρα
με χρώματα απ' τις μνήμες σου στο στόμα 
όλο ρωτά τους γλάρους που περνούν ,
αν ζει η φλόγα της φυγής σου .
Κι εσύ δεν έφευγες ποτέ , όχι γιατί λυπόσουν ,
μα ήσυχος ήταν ο ύπνος σου για να ξυπνήσεις πάλι .
Κι ίσως γιατί κάθε νυχτιά , αγκίστρωνες μονάχος σου ,
τη μοίρα σου απ' τη στέγη .

Λιμάνια απάνεμα κι εσύ μίλια και μίλια ξένος . 
Μόνο που εκείνες οι ενοχές δεμένες στα κατάρτια
ακόμα επιπλέουν στη θάλασσα σιμά
κι όλο θυμίζουν ίχνη
από παλιό ναυάγιο .

13
    Εδώ ο αέρας κουβαλά μια σκόνη
 που όλο σε λούζει –
 που όλο σε καίει –
  που τιμωρεί .
  Μνήμη θολή άξαφνα γίνεσαι για κάποιους δρόμους μακρινούς
  που ακόμα σε θυμούνται .
  Σε λίγο θα ‘σαι λήθη
  ύστερα στεναγμοί .
  Βήματα ίδια και απαράλλαχτα με χθες και έναν αιώνα πιο πίσω .
  Τα ακούς , τα νιώθεις , τα φοβάσαι .
  Έχουνε μάθει να στέκουν προσοχή και να ανασάνουν ,
  σαν άτακτο παιδί που μένει τιμωρία .
  Πότισε και το βλέμμα σου ολάκερο τούτο το χρώμα το χακί
  (κι ύστερα είπες πως έμαθες ) ,
  όπως μαθαίνουν οι τυφλοί να ζουν μες στο σκοτάδι .
  Ζυγίζει πάνω από εκατό καημούς
  το όπλο σου κι απόψε .
  Βαραίνει τόσο ο καιρός τούτα τα πέτρινα χέρια;
  Νύχτες ξαγρύπνιας και σιωπής ,
  μαύρος ιδρώτας στο μέτωπο
  σα να σηκώθηκες από όνειρο κακό ,
  μα τα όνειρα σβηστήκαν εδώ πέρα
  πριν απ’ το σιωπητήριο .
  Τσιγάρο ανάβεις στα κλεφτά κι ύστερα αρχίζεις το κρυφτό
  μ’ αυτό που σου ‘πανε πως λέγεται καθήκον .
  Θύμα μιας δίωρης και αιώνιας μοναξιάς , τον κέρβερο θυμίζεις ,
  σκοπός στο τίποτα πιστός , μπροστά
  σε δύο κόσμους .
  Κι εσύ δεν είσαι ζωντανός , μα ούτε που πέθανες ,
  σκοπός μονάχα απέμεινες και φύλακας
  της ίδιας που σου χτίσαν φυλακής σου .
 
  Κάπως μεγάλωσε και τώρα το φεγγάρι
  κάπως κιτρίνισε πιότερο
  και πώς να το χωρέσεις στο κράνος σου ;
  Κάποτε το φορούσες στα μάτια της
  και το κρατούσαν γέλια παιδικά της γειτονιάς , μα όχι πια ,
  δε χωράει σε τούτο το κράνος .
 
  Κάνει περίπου δυο ζωές εδώ να ξημερώσει , μπορεί και ακόμα μία ,
  δίχως φεγγάρι σιμά σου ,
  δίχως λουλούδια στο διάβα σου ,
  μόνο μ’ αυτή τη σκόνη .
  Χνώτα βαριά , ξερές αναπνοές , τα ίδια ,
  μα άλλα βήματα ακούς να πλησιάζουν .
  Φωνές πνιχτές από στόματα πικρά, που γκρίζα έχουνε βάψει τα λόγια τους, μέσα στις συλλαβές τους .
  Για ποιο ταξίδι κίνησαν μουντό , για ποια κουβέντα όμοια , να ψάξουν ;
  Κι είναι που άφησες και το τραγούδι σου άδειο ,
  δίχως μια χούφτα στίχους , να ταιριάζουν .
  Κι είναι που ένιωσες πως δεν περίσσεψε ούτε μια μελωδία , για να τους χαιρετήσει .
 
  Αλτ τις ει ;
  Και δεν προσμένεις απάντηση που να καταλαβαίνεις .
  Αλτ τις ει ;
  Κι έχεις φυλάξει ένα δάκρυ κρυφό , μες στο χιτώνιο σου .
  Αλτ τις ει ;
  Κι έχεις κιόλας ξεχάσει ποιος είσαι .

14
 Όταν νυχτώνει ξεκινούν βήματα ξένα
και διασχίζουν τη βουή των λεωφόρων .
Φώτα χλωμά  καλούνε  μόνους σαν και σένα
να παραδώσουν το όνειρο τους άνευ όρων .
Γέλια , φωνές πνιχτές , τραγούδια γερασμένα
παζάρι για στιγμές άδωρων δώρων .
 
Αυτές τις νύχτες τις σκεπάζει η βροχή 
κι ανασταίνει κάθε ανθρώπινο κουφάρι .
Μα σαν γυρνάς στο σπίτι , μια ενοχή 
μουσκεύει με λυγμούς το μαξιλάρι .
Αυτές τις νύχτες που λυτρώνεται η ψυχή
κι ανοίγει τα φτερά προς το φεγγάρι .
 
Όταν νυχτώνει ξαγρυπνάνε τα σημάδια
κάθε πληγής που ‘χει σκουριάσει στους καιρούς .
Κρυφές ελπίδες  που  τρεκλίζουν στα σκοτάδια
μήπως γλιτώσουν από κόσμους παγερούς .
Λύπες , ποτά βαριά   και μεθυσμένα χάδια
αναπνοές μες σε καπνούς φαρμακερούς .
 
Αυτές τις νύχτες τις αγγίζει ο βοριάς
και παρασέρνει στο διάβα του τη μοίρα .
Κι εσύ ναυάγιο μιας έρημης στεριάς
κρατάς στα μάτια σου θαλασσινή αλμύρα .
Αυτές τις νύχτες της παλιάς παρηγοριάς
που όλο γίνονται τα δάκρυα πλημμύρα . 
 
 

15
           
Ζωγράφιζαν τα χνώτα μου στο  τζάμι
την πολιτεία τούτου καιρού .
Μισά χαμόγελα που  κοντοστέκονται να πουν
μια καλημέρα φευγαλέα , σε  εκείνες τις βιτρίνες
που τραγουδάνε ακόμα τις  χαρές τους .
Μα τόση γιορτή πώς να τη  μοιράσουμε στα ίσια ;
Κι οι πλαστικές σακούλες οι  πολύχρωμες ,
που βόλταραν μαζί με τις ζωές  μας δε φτάναν
για να μας λυτρώσουν ούτε  απόψε .
Ύστερα είπες πως τον είδες .
Το λερωμένο πανωφόρι του  έμοιαζε ακόμα κόκκινο .
Κόκκινο αλλιώτικο , από τις  πληγές των παιδικών χεριών
που έμειναν άδεια γιατί και  εκείνος
έμαθε να λησμονεί τούτα τα  χρόνια .
Κάτω από τα ψαρά του γένια  δεν άνθιζαν τώρα ευχές
μονάχα σιωπή ατέλειωτη .
Κι ο σάκος που με δυσκολία  κρατούσε στην πλάτη
δε χώραγε ούτε μια αλήθεια  αυτού του κόσμου .
Θα γέρασε μου πες , γι αυτό
ξεχνάει τα ραντεβού με τα  όνειρα μας .
Θα γέρασε μαζί με τις καρδιές  μας .
Μα το κομμάτι του γλυκού που  του φύλαξα
θα περιμένει αιώνια .
Κι όταν θα ‘ρθουν τα παιδιά
με τα παγωμένα πρόσωπα και τα  ζεστά μάτια
να μας πουν τα κάλαντα ,
θα κουνήσουμε συγκαταβατικά  το κεφάλι
δίχως να πιστέψουμε τίποτα
από όσα λένε ή θέλουν να μας  πουν .
Έτσι ομορφαίνουνε οι μέρες  τούτες .

Ζωγράφιζαν τα χνώτα μου στο  τζάμι
παραμύθια , μελωδίες κι  ουρανούς .
Πίσω από το τζάμι εγώ που  κοιτάζω ακόμα το δρόμο
σαν κάτι να περιμένω . 




16
  • Όταν νυχτώνει ξεκινούν βήματα ξένα
    και διασχίζουν τη βουή των λεωφόρων .
    Φώτα χλωμά  καλούνε  μόνους σαν και σένα
    να παραδώσουν το όνειρο τους άνευ όρων .
    Γέλια , φωνές πνιχτές , τραγούδια γερασμένα
    παζάρι για στιγμές άδωρων δώρων .
     
    Αυτές τις νύχτες τις σκεπάζει η βροχή 
    κι ανασταίνει κάθε ανθρώπινο κουφάρι .
    Μα σαν γυρνάς στο σπίτι , μια ενοχή 
    μουσκεύει με λυγμούς το μαξιλάρι .
    Αυτές τις νύχτες που λυτρώνεται η ψυχή
    κι ανοίγει τα φτερά προς το φεγγάρι .
     
    Όταν νυχτώνει ξαγρυπνάνε τα σημάδια
    κάθε πληγής που ‘χει σκουριάσει στους καιρούς .
    Κρυφές ελπίδες  που  τρεκλίζουν στα σκοτάδια
    μήπως γλιτώσουν από κόσμους παγερούς .
    Λύπες , ποτά βαριά   και μεθυσμένα χάδια
    αναπνοές μες σε καπνούς φαρμακερούς .
     
    Αυτές τις νύχτες τις αγγίζει ο βοριάς
    και παρασέρνει στο διάβα του τη μοίρα .
    Κι εσύ ναυάγιο μιας έρημης στεριάς
    κρατάς στα μάτια σου θαλασσινή αλμύρα .
    Αυτές τις νύχτες της παλιάς παρηγοριάς
    που όλο γίνονται τα δάκρυα πλημμύρα . 
     
     
     

17
Άντε και να περίσσευε ένας στίχος
στο τραπέζι εκείνο
με τις καλησπέρες της Κυριακάτικης μάζωξης .
Χίλιες κουβέντες αχνιστές και τόσα τρύπια
θαύματα , χωρούσανε σε ένα ζεστό καρβέλι .
Κι ήταν και εκείνο το κρασί
που ‘χε παλιώσει στα χέρια μας , κάθε γουλιά
και ένα τραγούδι ασπρόμαυρο .

«Γεια μας» φωνάζαμε κι υψώναμε
τα ποτήρια μας στους ουρανούς για να
πετούνε ελεύθερα .
«Γεια μας» κι όλο μεθούσαν οι στιγμές
που ‘χαν φορέσει οι κορνίζες
του δρόμου μας .
«Γεια μας» και βρίσκαμε στις τσέπες μας
χαμόγελα τσαλακωμένα και φοβισμένα
να αντικρίσουνε βλέμματα .

Ανοίγαμε τα παράθυρα αγκαλιάζαμε
τους ανέμους και κλείναμε τη δροσιά τους
στα στήθια μας .
Παίρναμε μια χούφτα χώμα και ξέραμε
πως μύριζε αλλιώς  , όπως ο κόσμος
που θέλαμε να ανθίσει στην αυλή μας .
Κι είχαμε δανειστεί από τον ήλιο
τις αχτίδες του για μαχαίρια
να καίνε τις πληγές πριν να τις κόψουν .

Ούτε που θέλαμε πολλές μπουκιές ζωή για να χορτάσουμε .

Άντε και να περίσσευε ένας στίχος
σε τούτο το τραπέζι το Κυριακάτικο .
Ίσα για να γραφτεί το βράδυ που γύριζες σπίτι
με τα βήματά σου για συντροφιά μονάχα .

18
Το περιστέρι πρέπει να ‘φτασε μεσάνυχτα
μαζί με τη βροχή πάνω στο τζάμι .
Τούτες τις ώρες ανταμώνουν οι ψυχές
και τραγουδάνε .
Εκείνο σιωπηλό κρατούσε μες το ράμφος μια ελπίδα .
Μέσα στα μάτια του οι θάλασσες
του κόσμου που αψηφούσε .           
Δεν ήθελα να το ρωτήσω για ταξίδια ,
εγώ που ‘χα μάθει να φοβάμαι τα σύννεφα .
Μονάχα κοίταζα την πέτρινη πληγή
που είχε στην ουρά του .
Στο κόκκινο του αίματος που βλέπεις
έχω μαζέψει συλλαβή προς συλλαβή
τις προσευχές σας ,
μου ψέλλισε .
Πριν λίγο προσπέρασα
τις Συμπληγάδες του κόσμου σας .
Ξέρεις αυτές που ‘χτισαν τα γυμνά σας χέρια με τσιμέντο .
Και τότε εγώ άπλωσα τις παλάμες  στη βροχή
να μου ξεπλύνει τη σιωπή που ‘χα φορέσει .
Εκείνο ήξερε .

Το περιστέρι σκέπαζε κάτω απ’ τα φτερά του
τον ήχο του βοριά και τη ζωή που ‘χα ξεχάσει
έξω απ’ το παραθύρι .
Στο πόδι του δεμένο με αλυσίδα και φωτιά
ένα γαλάζιο μήνυμα .
Μεγάλα γράμματα και φωτεινά που ‘χαν ξεμείνει
απ’ του παραμυθιού το ψέμα .
Για σένα μου ‘πε θα το φύλαξε ο καιρός για να στο στείλει .
Και τότε εγώ του έδειξα τους άδειους τοίχους
γύρω μου και τις ρωγμές της νύχτας στο κορμί μου.
Του έδειξα το τίποτα που περιμένω όταν ρουφώ
τις πρώτες της αυγής αχτίδες . .

Εκείνο κατάλαβε και με ένα χάρτινο αντίο
πέταξε ξανά προς το φεγγάρι . 

19
Ήρθα μου είπες ,
κι ας μη θυμόμουν πως υπάρχεις εδώ πέρα  .
Ήρθα και έχω μια θάλασσα στη χούφτα
για να ξεπλύνεις όση σκόνη σου φορούν .
Μέσα στην τσέπη μου είπες ,
αναπνέουνε δυο σπόροι όνειρο
για να φυτέψεις ένα δέντρο στο μπαλκόνι .
Κι ίσως μέσα στον ίσκιο του να κρύβεσαι
να μη σε βλέπουν φωτεινές ματιές , να μη σε καίνε .

Ποιος δρόμος μυστικός να σ’ είχε φέρει εδώ ,
χάμω από τον κόσμο και στης φυγής τα σύνορα ;
Ποιο παραμύθι να ‘χες ντύσει με τις ευχές
που ‘χα αγγίξει ένα βράδυ κοιτάζοντας τα αστέρια ;
Ποια μουσική ψιθύριζες που ‘χε φυλάξει ο καιρός
στο εφηβικό εκείνο το μεθύσι ;

Άλλαξες μου είπες ,
έχεις ντυθεί με βλέμμα ξένο
και γέμισες ρυτίδες την καρδιά .
Κι έχει η ανάσα σου  τη γεύση Κυριακάτικης βροχής
που τιμωρεί τις στέγες γέρικων σπιτιών .
Μη φοβάσαι μου είπες ,
έχω κρατήσει χίλια χρώματα για σενα
να ζωφραφίσω κάθε βήμα σου .
Κοίτα στον καθρέφτη μου φώναξες ,
άφησα έναν ήλιο να ανθίσει τα χρόνια εκείνα
που κοιμόσουνα κατάκοπος
με ανοιχτά τα μάτια προς τον ουρανό  .

Και τότε κρέμασες ένα χαμόγελο αληθινό
από τη λάμπα τη σβηστή .
Ήρθα μου είπες
και έχω φορέσει ανοιξιάτικο φουστάνι
να περπατήσουμε μαζί στα ανοιχτά του κόσμου μονοπάτια .
Ήρθα μου είπες
μα εγώ είχα κιόλας φύγει .

20
Μισή αλήθεια λέγανε τα συνθήματα στους τοίχους .
Άλλη μισή είχε κρυφτεί κάπου στ’ αστέρια .
Εκεί ψηλά που στέλνεις τη ματιά σου
κι όλο κοιτάς δειλά μήπως σε πρόσεξε κανείς .
Δεν έπρεπε να  ξέρουν οι καιροί πόσο ψηλά
μπορούμε να κοιτάξουμε πριν φέξει .
Κι είναι το φως τόσο πολύ τα μεσημέρια
που σε θαμπώνει και ξεβάφει τα τραγούδια .
Μα σαν βραδιάζει ζωντανεύουνε οι δρόμοι
και ξαγρυπνούν για να ακούν τα βήματά μας
να ανεβαίνουν ρυθμικά στους ουρανούς .
Μες την παλάμη μας ένα γυάλινο όνειρο κρατάμε .
Το σφίγγουμε πολύ , ίσαμε να ματώσουμε .
Μετά μ’ αυτό το θυμωμένο αίμα
ξεπλένουμε τις προσευχές μας .
Κι ανασαίνουμε .
Κι αναζητούμε .
Και προχωράμε  .
Ερειπωμένο μυστικό τούτες οι διαδρομές 
που ‘χαν προσεχτικά φυλάξει τα βλέμματά μας
για να μην ραγίζουν .
Κι εμείς όλοι εμείς ψηλαφίζουμε τα λόγια μας
στους τοίχους κι ύστερα ταξιδεύουμε στα αστέρια  .
 Εμείς μονάχα εμείς που τις νύχτες ζούμε αληθινά
και τις μέρες χαμογελούμε ψεύτικα .

21
Κάτι τέτοιες νύχτες είναι που πετάω
κόκκινα χαλίκια στα σύννεφα μήπως και 
πάψει να κρύβεται η χλωμάδα της σελήνης 
από τα όνειρά μας .
Ξέρεις για κείνες  τις νύχτες μιλάω
με το βιαστικό βήμα της βροχής να παλεύει
να ισορροπήσει στις στέγες μιας γειτονιάς που
αποκοιμήθηκε νωρίς .
Τα αποτυπώματα των χειλιών σου ακόμα ζωντανά
στο μισοάδειο ποτήρι δεν έχουν κάτι να πουν .
Κι η φωτιά που θέλω να με ζεστάνει
δε χωράει στα σκόρπια βιβλία
που βαριανασαίνουν πληγωμένα στο πάτωμα .
Δυο γενιές παλεύουν εδώ γύρω μεταξύ τους
για το ποια θα ελπίζει .
Μα δεν ελπίζει κανείς κι ούτε κρυώνει
σαν φύτρωσαν τούτα τα κάγκελα στο μπαλκόνι .
Μεγάλα κάγκελα ανθιστά για να μας προστατεύουν .
Κούφιες ζωές που κάνουν να γελάσουνε πριν κλάψουν .

Καταλαβαίνεις τώρα πως χτυπάει
ο παλμός του ρολογιού κι απόψε ;
Έτσι κι εγώ παίρνω μουτζουρωμένα χαρτιά
και πλάθω τον εαυτό μου .
Εκείνος με κοιτά και δε δειλιάζει .
Μονάχα ταξιδεύει στους καιρούς
και κόντρα στους καιρούς .
Εκείνος μονάχα νιώθει και ζει .

Ξέρεις για κείνες τις νύχτες μιλάω
που μέσα στα σκοτάδια γεννιέμαι .
Κι ύστερα κάθε αυγή πεθαίνω χαρούμενος .
 

22
Ο κλέφτης μπήκε από την πόρτα με το κλειδί
που έκρυβε η σκιά μου , εκεί δίπλα στη γλάστρα
- καιρούς ατέλειτωτους - .
Δίχως να φοβηθεί τον ήλιο
άνοιξε τα σφαλισμένα παράθυρα και κάπνισε
το τσιγάρο που καιγόταν ακόμα αγέρωχο στο τασάκι .
Ήπιε το ποτήρι με το αλμυρό νερό σαν δάκρυ 
που στεκόταν πάνω στο τραπέζι
για να ξεδιψάσει .
Μετά έπιασε δουλειά
κι άρχισε να μαζεύει σε μια πλαστική σακούλα
στεναγμούς .
Κι έψαξε σπιθαμή προς σπιθαμή για να συλλέξει
όσα κομμάτια μπορούσαν να συνθέσουν εδώ γύρω
μια ζωή .
Ύστερα ξεκρέμασε το κάδρο το αδειανό
που ίσως περίμενε μια αυριανή φωτογραφία
να χωρέσει .
Έριξε μια γκρίζα ματιά στα κλοπιμαία .
Αυτά ήταν όλα .

Τον συνάντησα ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια
δυο αιώνες πιο κάτω .
Αύριο θα λείπω ξανά ,
του ψέλλισα χαμογελώντας .

23
Ζωγράφιζαν τα χνώτα μου στο τζάμι
την πολιτεία τούτου καιρού .
Μισά χαμόγελα που κοντοστέκονται να πουν
μια καλημέρα φευγαλέα , σε εκείνες τις βιτρίνες
που τραγουδάνε ακόμα τις χαρές τους .
Μα τόση γιορτή πώς να τη μοιράσουμε στα ίσια ;
Κι οι πλαστικές σακούλες οι πολύχρωμες ,
που βόλταραν μαζί με τις ζωές μας δε φτάναν
για να μας λυτρώσουν ούτε απόψε .
Ύστερα είπες πως τον είδες .
Το λερωμένο πανωφόρι του έμοιαζε ακόμα κόκκινο .
Κόκκινο αλλιώτικο , από τις πληγές των παιδικών χεριών
που έμειναν άδεια γιατί και εκείνος
έμαθε να λησμονεί τούτα τα χρόνια .
Κάτω από τα ψαρά του γένια δεν άνθιζαν τώρα ευχές
μονάχα σιωπή ατέλειωτη .
Κι ο σάκος που με δυσκολία κρατούσε στην πλάτη
δε χώραγε ούτε μια αλήθεια αυτού του κόσμου .
Θα γέρασε μου πες , γι αυτό
ξεχνάει τα ραντεβού με τα όνειρα μας .
Θα γέρασε μαζί με τις καρδιές μας .
Μα το κομμάτι του γλυκού που του φύλαξα
θα περιμένει αιώνια .
Κι όταν θα ‘ρθουν τα παιδιά
με τα παγωμένα πρόσωπα και τα ζεστά μάτια
να μας πουν τα κάλαντα ,
θα κουνήσουμε συγκαταβατικά το κεφάλι
δίχως να πιστέψουμε τίποτα
από όσα λένε ή θέλουν να μας πουν .
Έτσι ομορφαίνουνε οι μέρες τούτες .

Ζωγράφιζαν τα χνώτα μου στο τζάμι
παραμύθια , μελωδίες κι ουρανούς .
Πίσω από το τζάμι εγώ που κοιτάζω ακόμα το δρόμο
σαν κάτι να περιμένω . 

24
Οι κιτρινισμένες εφημερίδες που ‘χαν σκοπό
να κατακάτσουν στα συννεφιασμένα συρτάρια ,
δίπλωσαν ξαφνικά και πήραν σχήμα άλλο για να ακολουθήσουν
τα παιδικά χαμόγελα που με ανέστησαν .
Δε θα με πίστευε ο βοριάς όταν θα του ‘λεγα
να ανεβάσει στον ώμο του μια σαΐτα με φυλαγμένο
μυστικά στα φτερά της κάποιο πρωτοσέλιδο χθεσινό .
Εκείνος λησμονούσε ουρανούς που είχαν γεύση άλλη .
Κι ήξερε πως με τόσες ακάθαρτες ανάσες
δε θα μπορούσε να πετάξει μακριά ένα όνειρο .
Ήταν και το κύμα που θα πρόδιδε ένα τέτοιο ταξίδι
αφού ήταν δύσκολο πολύ να βαστάξει η κίτρινη βαρκούλα
με τα τσαλακωμένα γκρίζα γράμματα και τις άδειες ελπίδες .
Το κύμα αυτό που ξυπνούσε τούτο το χάραμα
κατάπινε αχόρταγα σωρούς από ηττημένους δρόμους .
Τα παιδικά χαμόγελα δε θα με συγχωρούσαν
αν έκλεινα ξανά τα μάτια .
Μα πως αλλιώς μπορούσε να αναστηθεί κανείς
σ’ αυτά τα ξένα χρόνια ,τα δικά μας ;
Άκουσα το ρολόι στον τοίχο να σφυρίζει δήθεν αδιάφορα .
Ο λεπτοδείχτης μόνο με αγριοκοίταξε σαν με προσπέρναγε
για πολλοστή φορά .

Αλήθεια μου είπανε , δεν είναι πια στιγμές να γίνεις άλλος .
Έκλεισα πεισματικά τα μάτια , όπως ήξερα .
Όταν τα άνοιξα οι κιτρινισμένες εφημερίδες
είχαν διπλωθεί τόσο καλά ,για να χωρέσουν ίσα -ίσα
στο καλάθι των αχρήστων .

25
Οι τελευταίοι φίλοι αποκοιμήθηκαν νωρίς
στο γδαρμένο πάτωμα του ξενώνα .
Δεν ήξερα  πως θα τους συναντούσα εκεί ,
να ξεμακραίνουν απ’ τον  ύπνο μου λαθραία .
Κάτω από το χαλί είχα αφήσει τα ξύλινα κλειδιά
που ανοίγουν ετούτη την πόρτα .
Εκείνοι κατάκοποι καθώς ήταν δε σκέφτηκαν
να ακολουθήσουν το φως που δραπέτευε από τη χαραμάδα .
Και να που βρέθηκαν στο μέρος που φιλοξενούσα
τις περαστικές σκιές μου .
Έκλεινα τα αυτιά μου για να μην ακούω φωνές
που δυνάμωναν εκεί πέρα με κάθε βήμα μου .
Κι είχα αδειάσει κάθε πιθαμή του δωματίου από μένα .
Πόσες χθεσινές , κουρελιασμένες κουβέντες
μπορούσε να χωρέσει επιτέλους ένας ξενώνας ;
Τώρα βουβές ανάσες και υγρές σιωπές
διαχέονταν σαν ηχώ στο σεντόνι μου .
Τα τελευταία αδέρφια μου θα ‘ταν 
που με κερνούσαν ότι τους είχε απομείνει .
Κρατούσα κλειστές τις γρίλιες στα γύρω παράθυρα
γιατί φοβόμουν μη τυφλωθεί κανείς .
Έτσι συνέχιζα τις σκοτεινές μου βόλτες σε μια πελώρια 
καλύβα που ο καιρός την έχτισε δυο ορόφους ψηλότερα από τη γη .
Καμιά φορά διψούσαν τα χαμόγελα που ‘χα φυτέψει
σε μια γλάστρα κρυμμένη στο ντουλάπι .
Τότε έρχονταν εκείνοι απρόσκλητοι συνδαιτυμόνες 
κρατώντας κάτω από τη μασχάλη ένα πρωτοβρόχι για δώρο .
Κάποτε στρώναμε ένα γιορτινό τραπέζι που δε χωρούσε
να στριμώξουμε τα κομμάτια του εαυτού μας .
Έτσι μοιραζόμασταν τις ευχές που ‘χαμε κάνει
κάποια ξάστερα βράδια .
Ξάφνου ακούστηκε να διπλοκλειδώνει η πόρτα .
Εκείνοι είναι , οι τελευταίοι φίλοι που αποκοιμήθηκαν για πάντα
στο γδαρμένο πάτωμα του ξενώνα μου .

 

Σελίδες: [1] 2 3 4