Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - Agar-agar

Σελίδες: [1] 2
1
Hello!

2
Δρασκέλιζα με προσοχή τις πλάκες του δαπέδου σιγά-σιγά και μια-μια και ταυτόχρονα τα όρια της λογικής. Απότομα.
Ο αέρας ερχόταν από το βουνό (μπορούσα να βλέπω ένα μόνο μικρό κομμάτι του) σαν μια δροσερή ανάσα. Μπορούσα να την ακούσω. Κάπου στο βάθος, σε κάποια μόρια της φυσικής μου υπόστασης, ένας εαυτός που αισθανόμουν ξένο, επιδιδόταν σε λογικά συμπεράσματα: Η θεραπεία μου είχε αποτύχει, εάν είχε ποτέ εφαρμοστεί. Ίσως η νόσος δεν είχε καν ποτέ διαγνωστεί σωστά.

Ίσως επρόκειτο απλώς για κείνη την παλιά τομή στο χέρι μου, αποτέλεσμα επιπόλαιης πρόσκρουσής μου πάνω στο τζάμι της νότιας εισόδου της κουζίνας στο σπίτι του λόφου, που παρ’ ολίγο να μου στοιχίσει τη ζωή. Ίσως ποτέ να μην είχα συνέλθει από κείνη την αναισθησία μου, λόγω, είπαν, υπερβολικής απώλειας αίματος. Ό,τι θυμάμαι άλλωστε, τώρα που το σκέφτομαι, από κείνο το συμβάν, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τόσο απίθανο όσο και αληθινό. Ίσως ποτέ να μην εμφανίστηκε εκείνος ο καλός συνάδελφος να δώσει τις σωστές οδηγίες για πρώτες βοήθειες στο παραπαίον από τον πανικό πλήθος γύρω μου. Και ο οδηγός; Πως βρέθηκε τη συγκεκριμένη στιγμή ο οδηγός στην απομονωμένη μονάδα μας; Ο χειρουργός; Το γεγονός ότι θυμάμαι  τον ιδρώτα στο πρόσωπό του καθώς προσπαθεί να επανενώσει τους κομμένους τένοντες, συνηγορεί στο ενδεχόμενο να μην υπήρξε ποτέ. Όμως ο πόνος στο χέρι μου είναι αληθινός, όπως κι ο πόνος στο αφτί.
Ξαπλώνω, μικρό παιδάκι στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Μαζί μου ξαπλώνει η μητέρα μου. Άραγε συνέβησαν όλα αυτά;

Ήμουν στο μπαλκόνι όλη τη νύχτα, έτσι είπε η μητέρα μου. Κι εγώ δεν ήξερα ποιόν ή τι περίμενα.
Εν πάση περιπτώσει, ο θάνατος του παλιού προϊσταμένου μου μάλλον με είχε ταράξει περισσότερο απ’ όσο νόμιζα. Η καλή μητέρα πρότεινε καφέ, ενώ μου έφερνε το μπολ με τα πρωινά φραγκόσυκα. Η συνέντευξή της την προηγούμενη ημέρα της είχε αφήσει μια ευχάριστη έξαψη. Είχε την ευκαιρία να πει τόσα πολλά! Για το αλώνισμα στα βορινά αλώνια, για τα ασβεστοκάμινα, για τις εξορίες και τα κρατητήρια απ’ όπου είχε περάσει, μικρό, μαυροντυμένο κοριτσάκι ακόμα, για τα δύο προξενιά που της έγιναν ταυτόχρονα, για τη μάγισσα στο διπλανό χωριό, για τα όνειρά της, που τα περισσότερα έμειναν όνειρα, γιατί «ποιος είπε ότι οι επόμενες γενιές μπορούν να είναι καλύτερες από τις προηγούμενες;»
Έφαγα τα φραγκόσυκα με ευχαρίστηση και ήπια το καφέ μου. Καμιά καταγραφή στο ημερολόγιο.
Αποφάσισα να επισκεφτώ τη χήρα του αφεντικού μου, στο σπίτι που είχα βρεθεί τόσες φορές στο παρελθόν. Η γειτονιά μου φάνηκε στενή (για τους γνωστούς λόγους) και αλλαγμένη. Το φωτογραφείο; το γαλακτοπωλείο; τα δυο μεγάλα και ανταγωνιζόμενα ζαχαροπλαστεία; τα δυο ψιλικατζίδικα; το κρεοπωλείο; τα κάποτε καινούργια σπίτια στη θέση των κάποτε παλιών; Το μικρό φαρμακευτικό τμήμα που ο φαρμακοποιός διατηρούσε εκεί παράλληλα με την εργασία του στον Φ.Τ. ήταν ακόμα εκεί. Αλλαγμένο βέβαια. Είχε ήδη πουληθεί όσο εκείνος ζούσε ακόμα. Στην πραγματικότητα, είχε αναγκαστεί να το πουλήσει, κατ’ απαίτηση του νόμου που καταργήθηκε αμέσως μετά την πρώτη εφαρμογή του κι ο οποίος όριζε όριο ηλικίας για τη συγκεκριμένη απασχόληση. Αυτό το μικρό τμήμα ήταν στην ουσία η ζωή του και συνέχιζε να περνά εκεί τα πρωινά του μέχρι το τέλος, κάνοντας παρέα στο νέο ιδιοκτήτη και τους παλιούς ασθενείς του.
Το σπίτι του ήταν ένα τετράγωνο παραπέρα. Στον τέταρτο όροφο, νομίζω. Κάθε μέρα, έκανε τον ίδιο δρόμο, με το ελαφρύ του βάδισμα. Μόνο ένα τετράγωνο απόσταση.

3
Με λύπη μου πληροφορήθηκα από τους αξιότιμους φίλους μου για το θάνατο του Φ. Όχι ότι ξαφνιάστηκα βέβαια. Όσον καιρό τον ήξερα και είχα δουλέψει μαζί του, τον θεωρούσα παππού ή έστω γέρο. Οι εξηντάρες γεροντοκόρες της υπηρεσίας ήταν γι’ αυτόν κοπέλες. Έτσι τις αποκαλούσε κι έτσι ήταν για εκείνον, αφού όλες τους είχαν γεννηθεί πολύ αργότερα από τη δική του είσοδο στη δεύτερη περίοδο ωριμότητας. Κι εν τω μεταξύ, είχαν περάσει άλλα 20 χρόνια. Μακριά από μένα οποιαδήποτε ψευδαίσθηση περί δυνατότητας απόδοσης της μακρινής εκείνης εποχής που δούλευα μαζί του στον Φαρμακευτικό Τομέα του Οργανισμού, με ρεαλιστικούς διαλόγους (της τότε διαλέκτου) και τα όμοια. Διατηρώ ωστόσο το δικαίωμα των ισχυρών αναμνήσεων από τις προσωπικές μας στιγμές. Η μνήμη μου άλλωστε υπήρξε η αφορμή για πολλά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι με είχε σαν γιο του. Τόσο μ’ αγαπούσε, τόσο απόμακρος κι αυστηρός ήταν μαζί μου. Μου διηγούνταν ιστορίες από τον πόλεμο (το δεύτερο μεγάλο), μου έδινε οδηγίες για να κάνω αντισωματικές εγχύσεις (ουδέποτε προσπάθησα ή χρειάστηκε να κάνω κάτι τέτοιο) με σχετικά σχέδια επί χάρτου, όπου χώριζε την περιοχή των γλουτών σε τεταρτημόρια, με κέντρο το νοητό άξονα του ορθού και, φυσικά, μου έδινε συμβουλές για τον επικείμενο τότε γάμο μου. Η σχετική φιλοσοφία του συνοψιζόταν στη φράση «απέτυχες στο γάμο σου, απέτυχες παντού» και ήθελε να με προφυλάξει από το ενδεχόμενο, μετά τη γ**ήλια τελετή, η απάντηση των φίλων μου στην ερώτησή μου πώς τους φάνηκε η νύφη να είναι «βιάστηκες».
Περιέργως, γι’ αυτόν και τα πολυάριθμα αδέλφια του (τουλάχιστον 5 ή 6), η εποχή της αφθονίας ήταν μια εποχή δύσκολη για τον τόπο και την ιστορία του. Είχε ζήσει, παρ’ όλη την οικονομική του άνεση, μια ζωή λιτή και συντηρητική, με την αυστηρή σύζυγο και συνεργάτιδά του, κόρη ήρωα στρατηγού του πρώτου μεγάλου πολέμου και των μετέπειτα απελευθερωτικών αγώνων.
Στο Φ.Τ. έζησα μαζί του την έξαρση, ή την πρώτη ορατή εκδήλωση της πρώτης εκφυλιστικής νόσου, που αρχικά εκδηλώθηκε στα νεαρά μέλη της κοινωνίας μας. Οι πρώτες σχετικές οδηγίες αντιμετώπισης ήταν ακόμα (λόγω απειρίας) χαλαρές και τα κέντρα ήταν ελεύθερα να χορηγούν θεραπευτικές αγωγές που αποδείχτηκαν βλαβερές πολύ αργότερα αλλά και πολύ πριν απαγορευτούν. Όλα βέβαια υποτίθεται ότι γίνονταν με καλή πρόθεση αλλά δεν ήταν αρκετά. Τίποτα δεν φαινόταν ικανό να σταματήσει την επέκταση της νόσου, πολλώ δε μάλλον που όλες οι σχετικές προσπάθειες γίνονταν τότε στα πλαίσια μιας αφηρημένης άποψης περί γενικού καλού, που λειτουργούσε όμως τελικά απλώς ως κάλυμμα για μια επιπλέον δραστηριότητα συμφέρουσα από οικονομική ή, στην καλύτερη περίπτωση, ερευνητική άποψη.
Τόσο νεφελώδεις ήταν οι απόψεις του κόσμου γι’ αυτό το ζήτημα εκείνη την εποχή, ώστε η αγαπητή σύζυγος και βοηθός του, κατά τη διάρκεια μιας εφημερίας αντιμετώπισης κρίσεων (έτσι ονομαζόταν) επέλεξε να προσφέρει ως βοήθεια σε κάποιον πάσχοντα στο τελευταίο στάδιο 20 μονάδες εκχύλισμα συκομουριάς, κατεβαίνοντας με τέτοιον τρόπο ταχύτατα όσο και αυθαίρετα την κλίμακα της σχετικής φαρμακολογίας. Θυμάμαι ότι από την αρχή αμφέβαλλα για το κατά πόσο μη επανεμφάνιση του φακέλου του συγκεκριμένου ασθενούς στα αρχεία νοσούντων οφειλόταν στην άμεση θεραπευτική δράση του εκχυλίσματος συκομουριάς.
Θυμήθηκα ότι ο Φ. ήταν από τους πρώτους που πλησίασαν οι εμπνευστές της κίνησης ανάδειξης των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Η θέση του ότι η τότε νέα γενιά της αμφισβήτησης (πάντα υπάρχει μια τέτοια) δεν ήταν παρά παιδιά τρελά (sic), που όταν τα σταματήσεις στο δρόμο και τα ρωτήσεις «τι θέλετε» αυτά απαντούν «δεν ξέρω» φαίνεται ότι είχε εκτιμηθεί ιδιαιτέρως.
Είχαμε το ίδιο μικρό όνομα, αλλά εκείνος συνήθιζε να με αποκαλεί με το επώνυμο ενός πολιτικού ηγέτη που είχε γεννηθεί στην ίδια περιοχή με μένα (πολιτικά αντίθετο με τον ίδιο), γιατί εκτός των άλλων, με θεωρούσε έξυπνο και δραστήριο.

Η φωνή με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ανασηκώθηκα στην καρέκλα μου αναζητώντας ασυνείδητα, όπως η μύγα το φως, την αιτία της αφύπνισής μου.

Το θηρίο της παλιάς αρρώστιας αργοσάλεψε μέσα μου, γεμίζοντας τον εγκέφαλό μου με υποτιθέμενα υπαρκτές οσμές και άλλες αισθήσεις, κυρίως όμως οσμές, του παρελθόντος.

Η οσμή μιας τουαλέτας, η αφή ενός χνουδωτού παλτού, τα λόγια ενός παλιού τραγουδιού, η αίσθηση ερήμωσης κάποιο χειμωνιάτικο απόγευμα, σ’ ένα χωριό με λιγότερο από 500 κατοίκους, η αναμονή, … αυτή η αναμονή…

Ήμουν στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και περίμενα. Έκοβα βόλτες όλη τη νύχτα. Έκανα σκέψεις που δεν μπορώ να αναπαράγω.

4
Κάποια φάση του προγράμματος, αδύνατον να θυμηθεί πια κανείς ποια ακριβώς, προέβλεπε την ανάδειξη του πρωτογενούς στοιχείου πάσης φύσεως και (πρωταρχικά) των απλών «λαϊκών» μελών της κοινωνίας, στους οποίους έπρεπε να αναγνωριστεί ύψιστη αυθεντία και προτεραιότητα.
Επιστήμονες και καλλιτέχνες συναναστρέφονταν με τους αυτοδίδαχτους μάστορες που κατείχαν οποιοδήποτε είδος τέχνης.
Απλοί ποιμένες δέχονταν ύψιστες τιμές από θρησκευτικούς ηγέτες και ιεράρχες όλων των δογμάτων.
Ταπεινά (έστω και εγκαταλελειμμένα) εικονοστάσια των δρόμων αναγνωρίζονταν και τιμούνταν ως τόποι λατρείας σημαντικότεροι από τους περίτεχνους αρχιτεκτονικά και ιστορικούς ναούς, οι οποίοι, ιδιαίτερα στις δυτικές περιφέρειες, σύντομα μετατράπηκαν σε μουσεία και γκαλερί τέχνης.
Φιλόσοφοι και μελετητές παρουσιάζονταν να κρέμονται κυριολεκτικά από τα χείλη και τα θέσφατα γερόντων και γεροντισσών (όσων είχαν απομείνει), τους οποίους αναζητούσαν και ανακάλυπταν σε κάθε απομονωμένο χωριό, σε κάθε ταπεινό σπίτι. Ιδιαιτέρως περιζήτητοι ήταν οι αγράμματοι γονείς επιτυχημένων στελεχών της κοινωνίας.
Οι δάσκαλοι στα σχολεία, εκθείαζαν επιδεικτικά και αψηφώντας κάθε μέχρι τότε παραδεκτό κανόνα παιδαγωγικής, τα τέκνα των φτωχών και περιθωριακών οικογενειών για την οποιαδήποτε υποψία προσπάθειάς τους, ανεξαρτήτως τελικών επιδόσεων ή επιτυχιών τους.
Παρόλα αυτά, για να αποφύγουν απογοητεύσεις και αποτυχίες του παρελθόντος (παρόμοιο φαινόμενο είχε εμφανιστεί 180 περίπου χρόνια παλιότερα), αποθάρρυναν οποιαδήποτε κίνηση θα περιείχε την ιδέα της ούτως καλούμενης λαϊκής συμμετοχής.
Το όλο πρόγραμμα έπρεπε να εφαρμοστεί μαζικά αλλά κυρίως ελεγχόμενα.
Εγώ, την περίοδο εκείνη, κατά την πάγια συνήθειά μου, είχα μείνει (έτσι νόμιζα) εκτός του γενικού κλίματος.
Εύλογη λοιπόν η έκπληξή μου όταν κάποιο πρωί (την ώρα μάλλον του δεύτερου γεύματος της ημέρας), ένα συνεργείο ενός από τα πλέον δημοφιλή τηλεοπτικά κανάλια της χώρας (ο όρος χρησιμοποιούταν ακόμα τότε) ήρθε στο σπίτι για να πάρει συνέντευξη από τη γριά μητέρα μου. Η ίδια δε μου είχε πει τίποτα, παρόλο που είχε εγκαίρως ενημερωθεί, φοβούμενη, όπως πάντα άλλωστε, την κατάσταση των νεύρων μου.
Τι συγκεκριμένα ειπώθηκε σ’ εκείνη τη συνέντευξη δεν έμαθα ποτέ, άλλωστε θα έβαζε στοίχημα πως οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που άκουσαν τα αφτιά των δημοσιογράφων εκείνο το πρωί, εγώ το είχα ήδη ακούσει τουλάχιστον 2 ή 3 φορές μέσα στην τελευταία εβδομάδα. Η καημένη η μητέρα μου βλέπετε, είχε ήδη τότε προ πολλού περάσει εκείνο το ανεπίστρεπτο σημείο, πέραν του οποίου η αναφορά σε οποιουδήποτε είδους λογική γίνεται για λόγους καθαρά ανθρωπιστικούς και προς χάριν της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Μέσα στη θύελλα της νοητικής της ασυνειδησίας, η γερόντισσα είχε μέσα στα 3 τελευταία χρόνια ζήσει τουλάχιστον 5 διαφορετικές ζωές, όλες απόλυτα αληθινές, αλλά όχι απαραίτητα δικές της.
Άφησα τη μητέρα μου μόνη με το συνεργείο και κατευθύνθηκα προς τον Όμιλο.
Συνάντησα και χαιρέτησα όσα μέλη βρίσκονταν εκεί ξεχασμένα από την προηγούμενη ημέρα, επιδιδόμενα σε ανελέητη χαρτοπαιξία, η οποία πλέον θεωρούνταν ύψιστη τεχνική απασχόληση.
Με κέρασαν αφέψημα και συζητήσαμε για τον καιρό, την πολιτική και την επικείμενη παράταση της ισχύος των συνδικαλιστικών συμφωνιών.
Τους ήξερα όλους με το όνομά τους. Είχαμε μεγαλώσει μαζί, αν και σε διαφορετικούς τόπους ο καθένας. Εγώ ειδικά ήμουν μάλλον από τους πιο καινούργιους, αλλά όλα αυτά τα χρόνια, μέσω του διαδικτύου, είχαμε αναπτύξει (κάπως) στενές σχέσεις.


5
Έφυγα από τον κόσμο και περπάτησα
Κι όλους της γης και τ' ουρανού τους δρόμους πάτησα
Κι η μαύρη μου ψυχή απ' τα βάθη ανάσανε
Άφησα πίσω μου τον έρωτα, την προδοσία
Τ' απατηλά μου όνειρα για την αθανασία
Που την καρδιά μου τόσα χρόνια τη χαλάσανε
Τα πάθη μου, τον οίκτο και το θαυμασμό
Την αρχικήυ μου πίκρα για το χωρισμό
Τα ξέχασα όλα κι όλα -είπα- με ξεχάσανε.

Θεοί και Δαίμονες με τράβηξαν κοντά τους
Κι είδα -στα μάτια μου να ζούν- χίλιους θανάτους
Που να με βλάψουν δεν μπορούσανε ξανά
Γύρισα τους βυθούς κι όλα τ' αστέρια
Και της αβύσσου η σκοτεινιά μου πάγωσε τα χέρια
Κι έπαψε πια η καρδιά μου να πονά
Έζησα μές το φως και το σκοτάδι
Κι είδα παλιούς συντρόφους μου στον Άδη
Και στα Ηλίσια Πεδία τα φωτεινά.

Ναι, έφυγα και ταξίδεψα χρόνια και χρόνια
Κι είδα πολλές φορές να λιώνουνε τα χιόνια
Πάνω στις θάλασσες και στ' ουρανού τις σφαίρες
Μα τώρα που έφτασα ξανά σ' αυτά τα μέρη
Που μιας πατρίδας γνώριμης φυσάει τ' αγέρι
-Τώρα που ξέφυγα από θάλασσες και ξέρες-
Ένα κορίτσι μες την αγκαλιά μου κλαίει
-Θεέ μου τα μάτια της τι μου θυμίζουν;- και μου λέει
Πως έλειψα μονάχα εννέα μέρες.


6
........................

Κάποτε, σα να'ταν πριν, σα να'ταν μετά, σα να'ταν τώρα
Χορεύοντας βαλς με μιαν αδέσποτη και μεθυσμένη ώρα
Θα μπερδεύω επίτηδες τα βήματα μου, να πέσω, να σωθώ
..........................
                                                                   
                                                         
καλο
κάπως έτσι είναι ένας αλησμόνητος χορός.
Αδέσμευτος από τον χρόνο, δραπέτης του χώρου, ασύμβατος, αντάρτης, χωρίς σύμβολα και όρια.
Έναν τέτοιο χορό ας χορεύει ψυχή μας κι η πίστα όλη δικιά μας!!  :)

7
Ας κρατήσει για πάντα στα χειλάκια σου η λήθη
το χαμόγελο. Εγώ θα σου πω παραμύθι

για ένα άλλο παιδάκι, που όταν του 'λειψε ένα
κοκκαλάκι απ' αυτά που 'χε πριν μαζεμένα,

απ' το χέρι του κόβει το μικρό δαχτυλάκι
και στο χώμα το μπήγει, τελευταίο σκαλάκι

να πατήσει, ν' ανέβει - τι χαρούμενο τέλος! -
το βουνό και να ρίξει του άλλου κόσμου το βέλος

8
Εδώ το φως θα μ' έφτυσε, σεις κύματα μ' ακούτε
κι εσύ με το σκοτάδι σου σπηλιά, που σιγοτραγουδώ.
Απόψε ψεύγω, χάνομαι μακριά απ' τους άλλους κι ούτε
ένα δεν μένει χνάρι μου πάνω στην άμμο που πατώ.

9
Τώρα που όντως κλείσανε, όπως είπε,
τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα,
η μόνη ελπίδα μου έμεινε γλυκέ μου κήπε,
στο θροϊσμό των φύλλων σου το λήγοντα.

Κι αν κλείσει έτσι η τελευταία εκκρεμότητα
και η διαθήκη η τελευταία αν πληρωθεί
θα μείνεις κήπε μου γλυκέ σε ετοιμότητα,
μόλις κι ο κύκλος πάλι αυτός συμπληρωθεί,

πάλι και γιούλια και κυκλάμινα κι ας μην τα ξέρω
ν' ανθίζεις όπως άνθιζες και ήξερες
θα 'χεις εμένα κήπε μου σε μια άκρη γέρο,
τις χάρες σου να χαίρομαι τις ύστερες.

10
Σαν σε κοιτάζω, αδιαφορώ
σαν μεγαλώσω τι θα γίνω
τα ίδια ρούχα όλο φορώ
και σημασία καμιά δε δίνω.
Σαν σε κοιτάζω αδιαφορώ
μες τη ζωή τι θ' απογίνω.

Σαν δεν σε βλέπω ανησυχώ,
σαν τον μπεκρή συνέχεια πίνω
να πάω σπίτι μου ξεχνώ
και το τσιγάρο μου δε σβήνω.
Σαν δεν σε βλέπω ανησυχώ
μες τη ζωή τι θ' απογίνω.

11
Δεκαοχτώ χιλιόμετρα καιρό
μου δίνεις μοναχά για να σε πείσω
να μην κατέβεις απ' το μαύρο μου φτερό
προτού την έρμη διαδρομή μου τερματίσω.

Δεκαοχτώ χιλιόμετρα καιρό
για μιας ζωής χρεόγραφα να σκίσω
και με μιας πλάνης νέας το νερό
ετών φωτός τα ψέματα να σβήσω.

Δεκαοχτώ χιλιόμετρα καιρό
που προσπαθώ όπως παλιά να ξαναζήσω
μ' όποιο κομμάτι μου απέμεινε γερό
απ' όταν μ' άφησες για πάντα να σ' αφήσω.

12
Τι είναι αυτό που σπρώχνει τον άνθρωπο στην τέχνη, στην ποίηση, στο γάμο, στον έρωτα, στην πορνεία, στην αναχώρηση, στο φιλί, στον οίκτο, στην τροφή, στη μέθη, στο σαδισμό, στη φιλαργυρία, στην αυτοθυσία, στην εκμετάλλευση, στη δημιουργία της πόλης, στο μαζοχισμό, στον πόλεμο, στην ειρήνη, στην αναζήτηση της αλήθειας, στην άσκηση, στην άθληση, στη ζήλια, στο μίσος;
Η αγάπη, η αναζήτηση της ενότητας, ο μόνος τρόπος ύπαρξης. Που, απλά, καμιά φορά χάνει το δρόμο της, αλλοτριώνεται, διαστρέφεται.

Ξέχασε κάθε ιδέα. Κοίμισε το μυαλό. Κλείσε για πάντα τα μάτια και το νου και ζήσε. Και έτσι θα ζήσεις.

Ο Μεγάλος Αδελφός το ξέρει και το εκμεταλλεύεται.
Στην αρχή από την ανάποδη:

…και είπεν ο όφις τη γυναικί. Ου θανάτω αποθανείσθε. Ήδει γαρ ο Θεός, ότι ή αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί…

Στη συνέχεια από την καλή:
δεν πρέπει απλά να συμφωνήσεις ότι τα πέντε δάχτυλα του χεριού είναι έξι. Πρέπει να το ζήσεις, να το πιστέψεις.

Ξέχασε. Άδειασε για να γεμίσεις.
Μη ρωτάς. Έχε πίστη, δηλαδή εμπιστοσύνη. Με αφέλεια, αναίτια, χωρίς λόγο.
Βάδισε με τη σιγουριά του υπνοβάτη.

Βίωσε τα πράγματα και τον άλλο στη σιωπή και στο σκοτάδι.

… και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον εστι του κατανοήσαι, και λαβούσα από του καρπού αυτού έφαγε. Και έδωκε και τω ανδρί αυτής μετ’ αυτής, και έφαγον. Και διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο, και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν…

Συν-χώρεσε, δηλαδή κάνε τον εαυτό σου χώρο του άλλου.
Δώσε συν-γνώμη, δηλαδή άδειασε το μυαλό σου για να χωρέσει η γνώμη του άλλου.
Μην κρίνεις τον άλλο με τις δικές σου λέξεις. Μάθε τι σημαίνει η κάθε λέξη γι’ αυτόν. Την ημέρα που θα κρίνεις τον αδελφό σου, να την πετάξεις σα χαμένη.

13
Από έναν δρόμο ερημικό του σκοταδιού,
Που άγγελοι μόνο τον στοιχειώνουν του κακού
Κει που ένα Είδωλο που 'ν' ΝΥΧΤΑ τ' όνομά του
Σε μαύρο στέκει αιώνια θρόνο του θανάτου
Σ' αυτές τις χώρες εδώ κάτω έχω πια φτάσει
Απ' τη χλωμή της Θούλης γη που 'χω περάσει-
Απ' το βασίλειο που φριχτό και πάντα μόνο
Στέκει τρανό πέρα απ' το ΧΩΡΟ κι απ' το ΧΡΟΝΟ.

Ρέματα ατέλειωτα κι απέραντες κοιλάδες
Δάση τιτάνια, σπηλιές, βαθιές χαράδρες
Που τη μορφή τους βλέμμα ανθρώπινο δε φτάνει
Καθώς η πάχνη γύρω αόρατα τα κάνει
Βουνά τεράστια που αδιάκοπα γλιστρούνε
Μέσα σε θάλασσες απύθμενες να βυθιστούνε
Θάλασσες που φουσκώνουν μανιασμένα
Στα ουράνια ν' ανεβούν τα φλογισμένα
Λίμνες που αιώνια απλώνουν τα νερά τους
-Έρμα νερά, που κρύβουν μέσα τους θανάτους-
Νερά ασάλευτα πάντα κρυσταλλιασμένα
Με χιόνια από τα κρίνα τα γερμένα.

Εκεί στις λίμνες που όλο απλώνουν τα νερά τους
-Έρμα νερά, που κρύβουν μέσα τους θανάτους-
Νερά ασάλευτα πάντα κρυσταλλιασμένα
Με χιόνια από τα κρίνα τα γερμένα-
Κει στα βουνά -που τη χλωμή την όχθη αγγίζουν
Του ποταμού και σιγανά κι αιώνια μουρμουρίζουν-
Εκεί στα δάση -και τα έλη εκεί τα μαύρα
Όπου για σπίτι τους κρατούν ο βάτραχος κι η σαύρα-
Εκεί στους ζοφερούς κι απαίσιους λάκκους
Που κατοικούνται μόνο από τους δράκους-
Εκεί στη γη του πλέον ανίερου μαύρου τόπου
Στην καθεμιά πιο θλιβερή γωνιά είναι όπου
Έκθαμβος ο διαβάτης σαν περνάει
Του παρελθόντος αναμνήσεις συναντάει
Μορφές σαβανωμένες που στενάζουν
Καθώς το δύστυχο οδοιπόρο πλησιάζουν
Μορφές λευκές φίλων παλιών που από καιρό
Μ' αγώνα δόθηκαν σε Γη και σ' Ουρανό.

Για την καρδιά που δυστυχίες έχει ασκέρι
Τούτη η χώρα ανακούφιση θα φέρει
Και για το πνεύμα που πορεύεται μακριά απ' τον ήλιο
Μοιάζει σα να 'ναι του Ελντοράντο το βασίλειο!
Μα ο ταξιδιώτης άμα τύχει να περνάει
Να την κοιτάξει δεν μπορεί και δεν τολμάει
Και μένουν πάντοτε κρυφά τούτου του τόπου
Τα μυστικά απ' το θνητό βλέμμα του ανθρώπου
Έτσι το θέλησε ο αφέντης του και διατάζει
Να μη σηκώνεται το πέπλο αυτό που τη σκεπάζει
Κι έτσι η έρμη που περνά ψυχή εκείνη
Μόνο από κρύσταλλο λες μαύρο τη διακρίνει.

Από έναν δρόμο ερημικό του σκοταδιού,
Που άγγελοι μόνο τον στοιχειώνουν του κακού
Κει που ένα Είδωλο που 'ν' ΝΥΧΤΑ τ' όνομά του
Σε μαύρο στέκει αιώνια θρόνο του θανάτου
Σ' αυτές τις χώρες εδώ κάτω έχω πια φτάσει
Απ' τη χλωμή της Θούλης γη που 'χω περάσει.

14
Περί θανάτου και αιωνιότητας:
Γενικά έχεις δίκιο και σ' ευχαριστώ για την προσεκτική ανάγνωση.
Το θέτεις πολύ ωραία: ... μια προδοσία που περνάει στην αιωνιότητα.

Η ιστορία του Κάιν και του Άβελ, εν συντομία:
Όταν πέθανε ο Κάιν, βρήκε στον άλλο κόσμο τον Άβελ, ο οποίος είχε (φυσικά) πεθάνει πριν απ' αυτόν.
Ο Κάιν έχει μετανοιώσει για την πράξη του και νοιωθει τύψεις. Ντρέπεται λοιπόν να πλησιάσει τον Άβελ. Τελικά, μη αντέχοντας το βάρος της πράξης του και έχοντας έντονη την ανάγκη για συγχώρεση, πλησιάζει τον Άβελ και του λέει: "Αδελφέ μου κλπ, ... θα ήθελα να με συγχωρέσεις". "Για για ποιο πράγμα;" τον ρωτάει ο Άβελ. "Μα... επειδή σε σκότωσα...όταν ζούσαμε (σχήμα οξύμωρο)". "Αδελφέ" του λέει ο Άβελ, "τώρα που το λες, θυμόμουν ότι ένας από τους δυο μας σκότωσε τον άλλο, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος ποιον". Τότε ο Κάιν χάρηκε, γιατί κατάλαβε ότι ο Άβελ τον είχε συγχωρέσει. Η μόνη πραγματική συγχώρεση είναι η λησμονιά.

Agar-agar:
Πηκτική ουσία-σκόνη, που προέρχεται από τα φύκια. Χρησιμοποιείται ως πηκτικό μέσο / σταθεροποιητής στην παραγωγή πολλών τυποποιημένων τροφίμων (π.χ. παγωτό) και ροφημάτων. 

15
Αγαπητέ λέοντα,

Λογική η απορία σου. Παρατηρώ βέβαια ότι δεν δείχνεις να αμφιβάλεις ως προς το μετά από ποιανού (από τους δύο) το θάνατο αναφερόμαστε. Θα ήθελα τη γνώμη σου.
Δυστυχώς δεν μπορώ να σου πω την πραγματική αλήθεια (υπάρχουν και αλήθειες που δεν είναι πραγματικές), αλλά θα σου πω μια αλήθεια που κάνει κι αυτή μια χαρά τη δουλειά της:
Είναι προφανές ότι ο χρόνος του ποιήματος είναι η μετά θάνατον αιωνιότητα. Για άλλη μια φορά, εδώ μιλάνε και πάλι οι νεκροί. Η προδοσία, ασχέτως πότε συντελέστηκε, πιστοποιείται μόνο μετά θάνατον και οποιαδήποτε αναφορά στον προ θανάτου χρονο στερείται παντός νοήματος.
Πρόκειται για μια πραγματική ιστορία για την άρνηση της συγχώρεσης. Φαντάζομαι ότι καταλαβαίνεις γιατί. Εάν όχι, θύμησέ μου κάποια στιγμή να σου πω ένα πραγματικό σχετικό περιστατικό με τον Κάιν και τον Άβελ, όπως μου το διηγήθηκε κάποιος που τους γνώρισε προσωπικά και τους δύο.

...λέοντος τρόπον κατ' εμού κινούνται και γαρ οι εχθροί μου... (Αναβαθμοί β΄ ήχου)



16
Ξημερώνει; Δεν ξέρω, κοιμηθήκαμε νωρίς
Ο καφετζής, καθώς περνούσαμε, το μαγαζί του
τ' άνοιγε ήδη, ή μήπως το 'κλεινε; Μήπως μπορείς
να φανταστείς; Τώρα ο φίλος μου κι εγώ μαζί του

- που μ' έχει κιόλας μετά θάνατον προδώσει -
στην αμμουδιά την άδεια, κάτασπροι απ' τ' αλάτι,
μάταια -μάλλον- περιμένουμε να ξημερώσει,
τ' άστρα μακριά κοιτάζοντας μ' αιώνιο μάτι

17
Καλησπέρα. Το μέλος με το ψευδώνυμο agar-agar φιλοξενείται στην ηλεκτρονική μου διεύθυνση. Χριστίνα. Έτσι, για να μην μπερδευόμαστε.

18
Η αλήθεια είναι ότι η μετάφραση ενός οποιουδήποτε έργου (ιδιαίτερα λογοτεχνικού και ιδιαίτερα ενός ποιήματος) είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, όταν δεν θέλεις να προδώσεις το πρωτότυπο (όσο αυτο είναι δυνατόν, φυσικά) κι αυτό είναι μεγάλο βάσανο. Άλλωστε, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί το γεγονός ότι, ως αναγνώστες, αγαπάμε μάλλον τις μεταφράσεις όσων διαβάζουμε, παρά τα ίδια τα πρωτότυπα έργα.
Προσωπικά, ελάχιστες φορές έχω επιχειρήσει κάτι τέτοιο (και μόνο για λίγα ποιήματα του Poe - θα στείλω άλλο ένα τελευταίο σύντομα), αφού πιστεύω ότι υπάρχουν άλλοι, περισσότερο αρμόδιοι και άξιοι από μένα γι' αυτή τη δουλειά.
Οι λόγοι που το έκανα για (κάποια) ποιήματα του Poe είναι:
α) Η ασθένεια (ψώνιο) είναι πολλές φορές ανεξέλεγκτη
β) Ο Poe μου "μίλησε" μ' έναν μοναδικό τρόπο, που μ' έκανε να προσπαθήσω να κοινωνήσω τα ποιήματά του όσο βαθύτερα γινόταν
γ) Η χαρά του παιχνιδιού - δημιουργίας.
Όσο για το χρόνο που μου παίρνει κάθε φορά, εξαρτάται (όπως και για τα δικά μου "έργα"): Άλλα είναι για να βγουν και βγαίνουν αμέσως (2-3 ημέρες) κι άλλα αντιστέκονται για αρκετές εβδομάδες. Φυσικά, το αποτέλεσμα άλλοτε ικανοποιεί κι άλλοτε όχι. Μην ξεχνάτε ότι η δουλειά μου είναι ερασιτεχνική και δεν διεκδικεί τη φροντίδα μιας επαγγελματικής - ποιητικής δουλειάς.

19
Αγαπητοί Απόλλωνα και geni, ευχαριστώ κατ' αρχήν για τα (υπερβολικά) καλά σας λόγια, τα οποία μάλλον δεν αξίζω.
Απόλλωνα, μια απορία: Πώς ... υποψιάστηκες ότι είμαι φίλ-η; Θα με ενδιέφερε πολύ να το μάθω.

20
Στα Ουράνια ένα πνεύμα κατοικεί
"Που 'ναι η καρδιά του σαν χορδές λαγούτου".
Με τέτοια εξαίσια ομορφιά άλλος εκεί
Όπως τον άγγελο Ισραφήλ δεν τραγουδεί
Κι όλοι οι πλανήτες (λένε οι θρύλοι) εκστατικοί
Παύουν των ύμνων τους τη μουσική
Βουβοί ν' ακούνε τη φωνή του αγγέλου τούτου.

Και καθώς ψηλά τρεκλίζει
Στο μεσουράνημά της που ανεβαίνει
Η σελήνη ερωτευμένη
Απ' την αγάπη της ροδίζει
Ενώ, κάθε μετέωρο στα ουράνια χάη
(Που στις γρήγορες Πλειάδες πλάι
Που 'ναι επτά, πάντα πετάει)
Για ν' ακούσει, την τροχιά του σταματάει.

Και λέει (η χορωδία των άστρων κείνη
Κι όποια ύπαρξη ακούει άλλη)
Ότι στον Ισραφήλ τη φλόγα δίνει
Η λύρα του, που δεν αφήνει
Μα πάντα δίπλα του στέκει και ψάλλει
Έγχορδο ζωντανό που έχει μείνει
Με παράξενες χορδές να πάλλει.

Μα οι ουρανοί που ο άγγελος πατάει
Ειν' το βασίλειο που μόνο η σκέψη είναι χρέος
Και αρχαίος Θεός η Αγάπη το κρατάει.
Εκεί τα μάτια των Ουρί γεμίζουν πλέρια
Με ομορφιά που οι άνθρωποι με δέος
Θαυμάζουν μόνο από μακριά στ' αστέρια.

Όχι, ο Ισραφήλ σφάλμα δεν κάνει,
Που ένα τραγούδι δίχως πάθος
Στα χείλη του ποτέ δεν πιάνει.
Σ' αυτόν αξίζει δάφνινο στεφάνι,
Για της φωνής και της σοοφίας του το πάθος!
Ας ζει αιώνια και θλίψη ας μην τον φτάνει!

Όλη τούτη η έκταση στα ουράνια ύψη
Με τις φλογισμένες νότες του ταιριάζει-
Με την αγάπη του, το μίσος, τη χαρά, τη θλίψη,
Με το πάθος του λαγούτου του και μοιάζει
Δίκαιο, κάθε αστέρι βουβό να τον θαυμάζει.

Ναι, τα ουράνια δικά του έχει όλα
Κι εμείς εδώ έναν κόσμο με χαρές και πόνο.
Τ' άνθη μας άνθη μένουν μες το χρόνο,
Κι η μέρα μας η πλέον φεγγοβόλα
Δεν είναι παρά μια σκιά της ευτυχίας του μόνο.

Όμως, να μένω αν μπορούσα εκεί
Που ο Ισραφήλ τώρα κατοικεί
Κι αυτός κάτω στη γη αν κατοικούσε,
Ίσως με εξαίσια ομορφιά να τραγουδεί
Τις γήινες μελωδίες να μην μπορούσε,
Ενώ απ' τη λύρα μου στον ουρανό μια μουσική
Απ' τη δική του πιο γενναία ίσως ηχούσε.

21
Κάθε που βραδιάζει σ' ακολουθώ
σα σκιά σου όπου περνάς περνώ

Κάθε βήμα σου με φέρνει κι αλλού
σαν ταξίδι λεύτερο του μυαλού

Δεν πατώ στο χώμα μόνο πετώ
πάνω απ' τα μαλλιά σου σαν ξωτικό

Σαν τ' αγέρι δίπλα σου τραγουδώ
μα το πρόσωπό σου δεν μπορώ να δω

Μου το κρύβει η νύχτα κι η καταχνιά
σαν του φεγγαριού τη σκοτεινή πλευρά

Κι όσο φεύγεις πάντα σ' ακολουθώ
σα σκιά σου όπου πατείς πατώ

Με τρομάζει κάθε του δρόμου φως
κάθε σταυροδρόμι μου θυμίζει πως

Θα χαθείς για πάντα κάποιο πρωί
σε μιας νέας μέρας τη ζεστή πνοή

Με μαλώνει ο δρόμος που δεν μπορώ
μόνη μου τη νύχτα να περπατώ

Μα σαν ξημερώνει κι είμαι μοναχή
καρτερώ το βράδυ να ξαναρθεί

22
Έτσι, μια νύχτα στη βουή, στα φώτα
μιας νέας, πρωτόγνωρης ζωής, να αφεθώ
στον οίκτο σου - πιο δυνατό από πρώτα -
με τ' άρωμά σου να μεθώ.

Μακριά απ' τους άλλους, μια φορά, ίσως φαντάζω
σαν πιο ωραίος, πιο βολικός να σου τω πω.
Κάτω από ψεύτικους καημούς να μη στενάζω
για μια μου νύχτα μόνο. Εσένα ν' αγαπώ.

Στης μέθης μέσα τη χαρά να με κοιτάξεις
μέσα από κρύσταλλο, πρώτη φορά για να με δείς.
Μέσα στη ζάλη μυστικά να με φωνάξεις
στην αγκαλιά της ηδονής.

Κι ύστερα πάλι τίποτα να μη θυμάσαι,
πριν φύγω τίποτα ούτε κι εγώ να μη σου πω,
μόν' να γυρίσω να σε δω που θα κοιμάσαι
κάτω απ' το άγγιγμα της άνοιξης το χαρωπό.

23
Αχ να 'μουν κάποιου τ' όνειρο και να φοβάται
να μην ξυπνήσει και χαθώ και φύγω.
Κάποιου κι ας ήταν μοναχά όταν κοιμάται
κι ας ήταν μόλις πριν το ξυπνημα, μόνο για λίγο.

Κι ας ξύπναγε κι ας μ' έχανε, μόνο ας κρατούσα
σα φευγαλέα θύμηση μια θέση στο μυαλό.
Έτσι, να πω πως έζησα ίσως μπορούσα,
έστω σαν όνειρο κάποιου άλλου απατηλό.

Όπως ποτέ δεν έζησα. Να με ζητάνε
σαν φεύγω, όπως ποτέ δε με ζητήσανε.
Να 'μαι εγώ η εικόνα εκείνη που αγαπάνε
όσοι νομίσαν πως εμένα αγαπήσανε.

24
Της γέννησής σου την απάτη   βλέπεις πλέον μ' άλλο μάτι
και με τρόπο πια κανένα   να σε φθείρει δεν θ' αφήσεις.
Μα κι εδώ θα είσαι μόνος   κι ένας επιπλέον πόνος:
των γονιών σου έσχατος γόνος   την καρδιά τους να ραγίσεις.
Μονόδρομος μοιάζει για σένα,   μα το ξέρω θα γυρίσεις,
να σου πω να μην τολμήσεις.

Θα ντυθείς καινούργια ρούχα   και με φάρμακα οπιούχα
του κορμιού και της ψυχής σου   τα θηρία θα νικήσεις
και με ζήλο θα παλέψεις   -αφού πρώτα εσύ πιστέψεις-
των τριγύρω σου τις σκέψεις   και τις ζοφερές τους κρίσεις,
που όμως πια δεν θα σ' αγγίζουν,   μα το ξέρω θα γυρίσεις
στο κάλεσμα της πρώτης φύσης.

Νέας ζωής ανατριχίλα   με καρδιάς καινούργιας φύλλα,
για έναν νέο εαυτό σου,   που αξίζει να χαρίσεις
ένα καθαρό σου βλέμμα,   δίχως της ντροπής το ψέμα.
Λες πως έληξε το θέμα,   δεν χωράνε αντιρρήσεις.
Όχι άλλα μπρος και πίσω,   μα το ξέρω θα γυρίσεις,
έστω μετά τις εγχειρίσεις.

25
Περίστροφο η αγάπη σου μες την παλάμη
μ' όλες τις σφαίρες περασμένες στη θαλάμη.

Πως να γλυτώσω και να κάνω τώρα πίσω
που είν' η σειρά μου τη σκανδάλη να πατήσω.

Πώς με παγίδεψες σε τούτη τη ρουλέτα
και μου 'πες "όλα τ' άλλα ξέχασέ τα"

Πώς σ' άφησα και μ' έκανες να το πιστέψω
ότι θα μ' άφηνες παιχνίδι τίμιο να παίξω

Σελίδες: [1] 2