Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Μιχάλης13

Σελίδες: 1 [2] 3 4
26
Το Σάββατο δραπέτευαν από την πόρτα του ψυγείου
σκουριασμένα πουκάμισα .
Μας έπαιρναν αγκαλιά και χωρούσαν μέσα τους
εκείνες τις ζωές που ‘χαν κρεμάσει οι μανάδες μας
στον τοίχο για να τις καμαρώνουν .
Μας έσφιγγαν πολύ
ίσα να μην αναπνέουμε , ίσα να χαμογελάμε
στη νύχτα που περίμενε απ’ έξω να μας οδηγήσει
σε μια φωταγωγημένη Εδέμ των πολλών λυτρωμένων .
Διάσπαρτες μουσικές μας σκουντούσαν επίμονα στην πλάτη
για να τις προσέξουμε .
Μεταχειρισμένα τραπέζια άλλαζαν ιδιοκτήτες
για να ακούνε τις ίδιες χιλιοειπωμένες ιστορίες
με άλλα χρώματα , ζωγραφισμένα στους χάρτες μιας γειτονιάς .
Ζαλισμένοι χοροί προσπαθούσαν αδιάκοπα
να ελέγξουν τα βήματά τους για να φτάσουν σε δυο σταγόνες
στερημένης ελπίδας .
Θα πιούμε μια σειρά ακόμα ;
Κίτρινος ιδρώτας στο μέτωπο , μισόκλειστα βλέμματα
που σε λίγο θα σβήσουν για απόψε μονάχα .
Το φεγγάρι κρυφοκοίταζε από ψηλά , μα δε μίλαγε .
Ούτε και εμείς .
Δανεικό φως για ένα βράδυ στα ασχημάτιστα πρόσωπα .
Μέσα στα γυάλινα ποτήρια η ελευθερία μας .
Μεσα στους μεθυσμένους καπνούς τα σύννεφα μας .
Μέσα στις κουρασμένες φωνές εμείς .
Ναι , θα πιούμε μια σειρά ακόμα .
Το δικαιούμαστε να τρεκλίζουμε στους έρημους δρόμους
ξεχνώντας προσωρινά τις μέρες μας .
Η πρώτη αχτίδα του δικού μας του ήλιου
θα σημάνει ένα ηρωικό τέλος .
Πριν ξημερώσει τα σκουριασμένα πουκάμισα
επέστρεφαν στο ψυγείο για να χορτάσουν παγωμένες εικόνες
μέχρι να δραπετεύσουν ξανά κάποιο Σάββατο .
 

27
Την είδα μου είπες , την Άνοιξη μας .
Ήταν εκεί , στη στάση του λεωφορείου σαν την ποδοπατούσε
το πλήθος με τα σκισμένα παπούτσια και το ομόηχο βουητό
της διπλανής σιωπής .
Τη γνώρισα μου είπες , αμέσως .
Κι ας πέρασαν από πάνω της οι αχνές γραμμές
κάθε ματωμένης παλάμης .
Στα μαλλιά της είχε πλέξει στεφάνι τα λουλούδια
που ‘χα αφήσει απότιστα στο βάζο .
Στα χέρια της κρατούσε το ξεραμένο κερί ,
το σχεδόν λαβωμένο από τη λειτουργία της Ανάστασης .
Στην αγκαλιά της κοιμόνταν οι έρωτες
που ξάπλωσαν κάποιο βράδυ στα ιδρωμένα χορτάρια
για να θαυμάσουν τα αστέρια .
Την ένιωσα μου είπες , πως πονούσε .
Κάποτε ερχόταν συντροφιά με τους καιρούς
για να ανταλλάξει τις μυρωδιές της , με καλημέρες
που ‘χαν σβήσει τη βραχνάδα από τον ήχο τους .
Φορούσε τότε εκείνα τα απογεύματα
που ξελόγιαζαν τον ήλιο και τον έκαναν
να δροσίζει το βλέμμα του .
Κι εμείς που δεν μπορούσαμε να της αρνηθούμε τίποτα
ταξιδεύαμε σε βόλτες που ‘ταν τόσο κοντά στα σπίτια μας
και τόσο μακριά από τον κόσμο .
Τις μέτρησα μου είπες , τις πληγές της .
Ήτανε που δεν έφερνε πια μυρωδιές
και που τα χείλη ξέχασαν να προφέρουν καλημέρες .
Ήτανε που ο ήλιος ήθελε να μας κάψει σε κάθε του άγγιγμα
και που εμείς μάθαμε να της λέμε όχι .
Πεθαμένα δέντρα βάφουνε τώρα τις ρίζες τους με τσιμέντο .
Όλοι εμείς σκυφτοί σε ένα γραφείο
που ‘χουμε αφήσει στα συρτάρια του , τους παλμούς μας .
Εχθές νομίζω πως πέρασε εκείνη και μου χτύπησε το τζάμι .
Μα εγώ δεν της χάρισα τη ματιά μου γιατί δεν έπρεπε να την ανταμώσω .
Την είδα μου είπες , την Άνοιξη .
Κι αφού δεν είναι πια δική μας ,
έγινα ένα μου είπες , με το πλήθος που άφηνε πάνω της
τα σημάδια του Χειμώνα του .

28
Το παιδί που έμεινε τιμωρία δυο ζωές
γιατί λησμόνησε τα λόγια του δασκάλου
έψαξε να με ‘βρει εχθές ακολουθώντας
τα ξεβαμμένα χνάρια μου .
Εγώ σκάλιζα σε ένα παγκάκι με το λαβωμένο
σουγιά του παππού , τα αρχικά μας .
Θα θυμηθούν οι ηλιοκαμένοι Μάηδες 
ότι κοντοσταθήκαμε εδώ πέρα  βουβοί περαστικοί ,
σε ένα πρώτο ραντεβού που το ‘χαμε ξεχάσει .
Το παιδί μου έδειξε τις μελανιές που ‘χε φορέσει
στα χέρια για να το γνωρίσω .
Δεν είπα τίποτα .
Ίσως σε λίγο να φανείς μαζί με τους άλλούς
που παίζανε πόλεμο με τις κομματιασμένες σφεντόνες
στην πλατεία που γκρίζαρε άξαφνα .
Μη ντραπείς που οι καιροί λερώσανε
το πιο άσπρο σου φόρεμα .
Μη λυπηθείς που ο ήλιος
δεν αντιφέγγει πια στα μαλλιά σου .
Μη φοβηθείς που σουρουπώνει
και θα αργήσεις να γυρίσεις .
Το παιδί με ρώτησε αν στερεώθηκε ο κόσμος
που ‘χα για πόστερ στο δωμάτιο μου ,
πάνω από το κρεβάτι με τα κύματα .
Δεν είχα τίποτα να πω .
Σε λίγο θα πέσω από το μονόζυγο
για να τρέξει από τα γόνατά μου αίμα ατόφιο , καθαρό
που θα δροσίσει τις πληγές μου τις ξένες .
Οι άλλοι που θα γυρίσουν από τον πόλεμο τους
με νεκρές τις σφεντόνες σε κάποιο κλειδωμένο συρτάρι
και ζωντανά τα τραγούδια τους
θα ‘ρθουν κοντά μου για να δροσιστούνε και εκείνοι .
Ίσως φτάσεις και εσύ
με το ξεραμένο μαντηλάκι  και τη χλωμή φωνή σου
για να με σώσεις από το αγορίστικο τρέξιμο μου
στα σύννεφα .
Το παιδί μου ζήτησε να παίξουμε
για τελευταία φορά κρυφτό .
Έκλεισα τα μάτια κι άρχισα να μετράω
τις ερειπωμένες νύχτες για να προλάβει
να αποτραβηχτεί στη γνωστή του κρυψώνα .
Όταν τα άνοιξα ξανά ,
το παιδί είχε κιόλας γεράσει . 

29
Έδεσα στο λαιμό μου σφιχτά το κασκόλ
των πιο απλών μου ιδεών για να υπερασπιστώ
τα κατακάθια τους , πρώτη φορά .
Κλώτσησα φρενιασμένα σωρούς από βιαστικές πέτρες
που ξεπετάχτηκαν στο διάβα μου .
Οι άλλοι άργησαν στο στιγμιαίο ραντεβού μας .
Θα ‘ρθουν και θα θυμίζουν
την αντίθετη όψη του καθρέφτη μου .
Μα τούτη τη φορά το φανατισμένο έμβλημα
που έραψε ο χρόνος στη μπλούζα μου ,
δε θα δεχτεί να απαλύνω τα βήματά μου .
Μέσα στις σφιγμένες γροθιές στριμώχτηκαν κύματα ερημικά
που πνίξανε κάποια νύχτα σκουριασμένα ημερολόγια .
Και να που τώρα ήταν έτοιμα να ξεβράσουν
εκείνα τα ξεχασμένα ναυάγια .
Οπαδισμός αλλόκοτος ξεχείλισε από τις γκρίζες φλέβες μου .     
Κι αφού το μουσκεμένο τεραίν με απόδιωξε για το τίποτα μου,
είπα πως  θα παλέψω πια στις πήλινες κερκίδες . 
Οι άλλοι κατέφθασαν ήδη .
Κι είχαν ντυθεί με τα αντίθετα χρώματα ,
εκείνα που φοβόμουν να αντικρίσω .
Θα υπερασπιστώ  τις ιδέες που αντανακλούν
σαν τύψεις στα ματωμένα μάτια τους .
Στα μάτια όλων αυτών,
 που μοιάζουν με μένα και έγιναν άλλοι
στο πέρασμα τους από τη σκονισμένη διασταύρωση .
Θα αφήσω μια λαβωμένη χαρακιά στο γυαλί .
Φανατισμένος θεατής που δικαιώθηκε ,
κερδίζοντας μια αναπνοή στην παράταση .
Μετά ανακουφισμένος θα τυλίξω πιο σφιχτά
το κασκόλ στο λαιμό μου .
Κι ως γνήσιος πια οπαδός των πιο απλών μου ιδεών
θα τραγουδήσω ένα σύνθημα
που θα μοιάζει με θρήνο . 

30
Το πήραμε απόφαση εχθές να υψώσουμε βουνά ,
με τα γυμνά μας χέρια και τα πικρά μας στόματα μονάχα .
Βουνά ψηλά , καμαρωτά όπως εκείνα 
που ανακαλύπταμε παιδιά κάτω από το μαξιλάρι
μαζί με τις σκόρπιες διδαχές των πατεράδων μας .
Πευκοδάση σκαρφάλωναν στο διάβα τους
για να ξαποσταίνουν κοπάδια από αγρίμια
στην πρόστυχη σκιά τους .
Κι εσύ κρυμμένη στον κορμό ενός δέντρου  ,
να παραφυλάς με το λερωμένο φόρεμα και τα ξυπόλητα πόδια σου ,
προσμένοντας να πέσουν οι πρώτες χλωμές ψιχάλες .
Η πηγή με το αλμυρό νερό μολύνθηκε άξαφνα
από τα τραγούδια των κυνηγών που μας προσπερνούσαν την αυγή .
Εμείς που θέλαμε μονάχα να αναπνέουμε
απολαμβάναμε την κόκκινη δροσιά .
Το βράδυ όμως ήταν αλλιώς .
Ανέβηκαν τα τριζόνια στα κλαδιά κι εμείς χορεύαμε
μέσα στις μελωδίες , πιασμένοι σφιχτά χέρι- χέρι .
Χορεύαμε και ζούσαμε .
Όταν κουραστήκαμε διπλά ,
διασχίσαμε το φεγγαρόλουστο μονοπάτι που ‘χε ανοίξει ο ουρανός
σαν κοιμόμασταν , για να κατακτήσουμε δειλά την κορυφή .
Από κει μπορούσαμε να ατενίσουμε περήφανα
το μετέωρο τίποτα που βρισκόταν από κάτω μας .
Κι έτσι να επιστρέψουμε ήσυχοι πια
για να ξαπλώσουμε ανάσκελα στα πέτρινα κρεβάτια
που ‘χαμε φτιάξει πρόχειρα πάνω στα ξερά χόρτα .
Κοιτάξαμε ψηλά , πολύ ψηλά
ώσπου να συναντηθούν οι ματιές μας
και να μοιραστούν το κουράγιο τους .
Ύστερα άρχισε να ξημερώνει και δε σε είχα βρει ακόμη .
Μη κρύβεσαι πια στον κορμό του δέντρου .
Χθες αποφασίσαμε να υψώσουμε βουνά
μα αύριο θα τα γκρεμίσουμε

31
Οι μπρούτζινοι σωτήρες της γενιάς μας ,
έφταναν με τους μεταξένιους τους χιτώνες
κάθε που φθινοπώριαζε στη γειτονιά . 
Ένα χαμόγελο γυάλινο δένανε προσεχτικά
κόμπο στη γραβάτα τους .
Γέμιζαν με ξύλινους πάτους τα τρύπια τους
παπούτσια για να μοιάζουν  ψηλότεροι
από τις σκιές μας .
Κι είχανε χτίσει στον πιο κάτω δρόμο
τον παράδεισο που μας στέρησε η νύχτα .
Μονάχα όταν τους έσφιγγες το χέρι
σου άφηναν ένα σκονισμένο αποτύπωμα .
Εμείς προσμέναμε τις καταιγίδες 
για να ξεπλυθούμε από κάθε άγγιγμα .
Κι έβρεχε πολύ σ’ αυτά τα μέρη τα υπόγεια .
Στα κουρασμένα καφενεία αποκοιμόνταν
όσοι περίμεναν να τους σώσουν εκείνοι .
Κάποιοι άλλοι άπιστοι κρατούσαν συλλογή
με τα εισητήρια των τραμ της πρώτης αυγής .
Μα έπρεπε να πιστέψουμε πως ο κόσμος γυρίζει
και πως οι μεγάλες λιακάδες θα σταθούν
στο κατώφλι μας .
Όσο πιο πολύ πιστεύαμε τόσο περισσότερη σκόνη
τυλιγόταν στο κορμί .
Το περιστέρι που γύρισε από τον πιο κάτω δρόμο
είδε μόνο γκρίζα γιαπιά και ραγισμένα θεμέλια .
Εκείνοι συνέχιζαν να φορούν στο κεφάλι το στεφάνι
με τα μάλλινα αγκάθια και τα διψασμένα αρώματα ,
φορτωμένοι με τα κρίματα των ονείρων μας .
Αμετανόητες παραβολές μας χάριζαν
για παιδιά που παίζανε ξέγνοιαστα σε πλατείες
και για λουλούδια που χρωμάτιζαν τα μπαλκόνια μας .
Και συνεχίζαμε να πιστεύουμε στις καταιγίδες .
Σωτήρες βέβαια , μπρούτζινοι σωτήρες .
Με τόση περίσσια αυταπάρνηση
ώστε να μας καμαρώνουν από μακριά
καθώς ανεβαίναμε κάθε πρωί σε ένα Γολγοθά 
που μας ύψωναν αυτοί τα βράδια . 


32
Η πινακίδα στην άκρη του δρόμου σου έγραφε :
ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΕΡΓΑ .
Μια κίτρινη ειρωνεία που στοιβαζόταν σε λέξεις .
Συνταιριάζoνταν καμιά φορά οι δρόμοι μας ,
σαν στένεψαν απότομα και οι δύο.
Και από τότε μονάχα διαβάτες
με λασπωμένο στόμα και κατακόκκινα μάτια
περνούν από δω ,  κατά λάθος .
Φωτισμός ανύπαρκτος :
τους τελευταίους πυλώνες της λάμψης σου ,
τους είχε καταπνίξει μια αλμυρή βροχή
που ‘χες φορέσει για να δροσιστείς .
Και το ‘χες λησμονήσει πως ήταν δύσκολο πολύ ,
διψασμένες αυλές και γαλάζιοι γείτονες να κοντοσταθούν
στα ορισμένα σύνορα σου.
Άχρωμες γάτες μονάχα σου ψιθύριζαν
πως μπορούσαν να αναπλάσουν το σκοτάδι
και να βαφτίσουν τις αλήθειες με ονόματα απλά
που δε φοβίζουν .
Μα σαφώς εκτελούνται έργα .
Εργάτες θορυβώδεις πάλεψαν πάνω σε χάρτινες σκαλωσιές
για να κατεβάσουν πιο χαμηλά τα άστρα .
Κι άλλοι θέλησαν να φυτέψουν πλαστικά τριαντάφυλλα
στο χώμα που σου ‘χε απομείνει να μετράς .
Φάλτσες μελωδίες άρχισαν να ακούγονται από λεωφορεία
που ξεμπάρκαραν τις ενοχές τους σε μια στάση
κάπου εδώ κοντά .
Κι ύστερα σε είδα φτιασιδωμένο με λογής γιαπιά
που περίμεναν να υποδεχθούν
τους πρώτους γυάλινους ενοικιαστές τους .
Μα σαφώς εκτελέστηκαν έργα .
Δε θα συνταιριαστούν πια οι δρόμοι μας .
Ο δικός μου είναι ακόμα τόσο στενός όσο τον θέλω .
Ούτε πινακίδα δε χωράει να σταθεί .


33
Είναι που βλέπω να ξεπετάγονται τα βήματά μου
πάνω στις ταράτσες αποκοιμισμένων σπιτιών .
Ύστερα σέρνομαι για να αποφύγω μια πτώση στα σύννεφα .
Έχει ένα βάρος περίσσιο ο ουρανός
σαν προσπαθείς να τον σφίξεις στην παλάμη σου .
Δεν ήθελα να χαμηλώσω τη ματιά μου .
Σπαρακτικές φωνές όλο συμπόνοια
και ήχοι από κενά κουφάρια ,
προσμένουν το θέαμα μιας πτώσης . 
Είναι πολύ ψηλά εδώ πάνω .
Κρατά και ο αέρας μια παράξενη γεύση
που στεγνώνει τις λέξεις , τις μυστικά φυλαγμένες
για μία κρυφή ευχή .
Πλήθος βλεμμάτων βρίσκονται κάτω από τα πόδια μου
για να διαρρηγνύουν ακαταπόνητα
το έδαφος που πατώ .
Θα τριγυρίζω εδώ για να συλλέγω
τις νυσταγμένες Κυριακές που εκπνέουν οι καμινάδες .
Κι αφού φουσκώσω τα πνευμόνια μου
με μια μισοπεθαμένη ανία
θα φυσήξω δυνατά για να αναπνεύσουν όλοι
τους κόκκινους κόκκους της άμμου ,
που δεν επισκέφτηκαν ποτέ τα ματωμένα τους πέλματα .
Εκδικούμαι λοιπόν την προσπάθεια μου
να μην παραπατήσω στο κενό του κόσμου .
Εκδικούμαι και τους απρόσωπους θιασώτες
που αναφωνούν σε κάθε κίνηση μου
προσμένοντας να σπάσει η πυξίδα μου.
Εκδικούμαι και μένα .
Όμως οι ταράτσες δέχονταν απροκάλυπτα
το καταπονεμένο γέλιο μου που το φορούσα στα ρεσάλτα
κάθε τρύπιας ανάσας μου .
Κι έτσι ξεκίνησα να ισορροπώ αέναα
μην έχοντας κάτι άλλο να κάνω .
Μετά συγκεντρώθηκε από κάτω μου
εκείνο το πλήθος των θρυμματισμένων βλεμμάτων .
Τους έκλεβα μια ηδονική μυρωδιά κουράγιου
που δεν ήθελαν να μου χαρίσουν .
Εκείνα ζητούσαν να κυριεύσουν τα χνώτα μου .
Κι αφήναμε τον ήλιο να διασχίζει αδιάφορα τις όψεις μας .
Κάποια στιγμή θα πέσω βέβαια , επίτηδες  .
Και τι έγινε ;
Ένας ακροβάτης λιγότερο .


34
Θα ανάψουμε φωτιά σε τούτο το ξέφωτο
του τσιμεντένιου δάσους .
Πρέπει να ζεσταθούμε αυτή τη νύχτα
μιας και βρέθηκαν πολλοί με ένα παγωμένο γέλιο στο στήθος ,
ενθύμιο των καιρών .
Θα φέρω για προσάναμα τα απομεινάρια
του χωματένιου δρόμου μου .
Και έχω ποτίσει σωρούς από πλανεμένα χειρόγραφα
που ανθίζουν στο πάτωμα μου ,
ειδικά για μια τέτοια περίπτωση σύψης .
Θα ζωντανέψει μια φλόγα λυτρωτική και αδηφάγα .
Θα λαμυρίζουν τα πρόσωπα μας καθώς θα κειτόμαστε
γύρω από τη φωτιά εκστασιασμένοι επιζώντες
της καθημερινότητας μας .
Τα μάτια μου έχουν θολώσει .
Φταίει αυτός ο καπνός που τα επισκέπτεται
και φορά το γνώριμο άρωμα ξεπεσμένων αναμνήσεων .
Είδα πως πετάξατε και εσείς τα κόκκινα σημάδια σας
για να χορτάσετε τη φλεγόμενη ελπίδα μας .
Χαρείτε την προσωρινή θαλπωρή αυτής της κάθαρσης .
Κοιτάξτε ψηλά : τούτο το ξέφωτο αγκαλιάζει τ’αστέρια .
Τέτοιες στιγμές χάραξα κρυφά στο κορμί
για να μην μπορώ να λησμονώ .
Από τις υπόλοιπες θα απομείνει η αποψινή τους στάχτη ,
για να με τυφλώνει .
Απρόσμενη ζέστη , επιπόλαια .
Τα λαβωμένα μαντήλια που κρεμάσαμε τριγύρω
άρχισαν να στεγνώνουν από τις πληγές τους .
Κίτρινες σπίθες χορεύουν κυκλικά και μέσα μας ,
προστάζοντάς μας να ενώσουμε τα χέρια .
Αναστενάρηδες οι ίσκιοι μας περπατούν γενναία
για πρώτη φορά στα αποκαϊδια των ιστοριών τους .
Ίσως να περάσει κι ο άνεμος
για να μας αφήσει μια υγρή καλησπέρα .
Μην τον ρωτήσετε όμως μες την αγένεια των παλμών σας ,
για την εξάπλωση αυτής της επιβίωσης μας .
Πάει καιρός που οι πυρκαγιές έπαψαν να τρομάζουν
τα τσιμεντένια δάση . 


35
Κοίτα τα χέρια μου πως είναι μπογιατισμένα .
Πριν από λίγο ζωγράφισα στο ταβάνι ,
δυο ουρανούς και μία συννεφιά .
Θυμάσαι το τοπίο που ‘χες καρφιτσώσει
ψιθυρίζοντας στο μαξιλάρι μου ;
Τη σκιά του αντέγραψα μονάχα .
Και αφού δεν μπορώ να κοιμηθώ όταν ονειρεύομαι ,
ξύπνησα νωρίς χθες το βράδυ και δίχως να το καταλάβεις
ανακάτεψα με χρώματα τον κόσμο σου .
Θα το συνηθίσεις , θα δεις .
Το γάβγισμα ενός σκύλου και το φως που δεν νιώθει ,
είναι αυτό που σε τρομάζει περισσότερο
αφού έτσι έμαθες να ξεχωρίζεις την αλήθεια
των προσώπων μας .
Το ασπρόμαυρο κρασί που ξεχάστηκε
για πολυ καιρό στο κελάρι , κάντο ρυάκι στο πάτωμα .
Εσύ θα σηκώνεις ψηλά τη ματιά σου
και θα ταξιδεύεις πια .
Κράτα σφιχτά το λερωμένο χέρι μου
θέλω να πάμε μια βόλτα στις ζωγραφιστές επιθυμίες μου .
Θα με ρωτήσεις βέβαια για τα λόγια
που μετράνε οι μπογιές μου .
Εμείς , τα μάτια σου και οι ουρανοί μόνο .
Κι η συννεφιά ;
Μα η συννεφιά ειναι μοναδική , στην απεραντοσύνη των βημάτων
που την ακολουθούν ξέγνοιαστα . 
Μη σε ενοχλούν αυτά περπάτησε μόνο
στο γαλάζιο μονοπάτι που σου χάραξα .
Δε θα ζεσταθούμε μιας και ο ήλιος βασίλεψε νωρίς
στη μουδιασμένη παλέτα μου .
Μόνο τα σημάδια του ξέχασε να αντανακλούν
στις χλωμές παλάμες των χεριών μου που βάφτηκαν
με ξένα χρώματα .
Είναι όμορφα όταν προσπερνάς τείχη
χωρίς να χρειαστεί να τα γκρεμίσεις .
Ας αναπνεύσουμε λοιπόν την καθαρότητα
του μπογιατισμένου αέρα .
Ας απολαύσουμε τη φωτεινότητα
που διασχίζει τα βλέμματά μας .
Κι ας ελπίσουμε να μη συννεφιάσει άλλο.
Λίγες ψιχάλες αρκούν ,
για να ξεβάψουν τέτοια τοπία .

36
Τσαλακωμένες πτυχές του εαυτού μου
στοιχειώνουν τη ντουλάπα μου .
Πρόσωπα διαφορετικά , λόγια αντίθετα
τυλιγμένα με ένα άρωμα ναφθαλίνης ,
Πρέπει να ντυθώ κατάλληλα για σας
και για τις προδοκίες του χρόνου που με προσπερνά.
Έχει αρχίσει να βάζει ψύχρα .
Κάτω από το πουλόβερ μου
θα χωρέσω τις πιο ζεστές λέξεις .
Έτσι θα ζεσταθούμε όλοι .
Έμαθα λοιπόν να ακολουθώ από παιδί
τα χνάρια των ανθρώπων .
Όσοι προσπάθησαν να διασχίσουν γυμνοί το χάρτη μας ,
έγιναν θηράματα αυτοκινήτων που τρέχανε
με ιλιγγιώδη ταχύτητα .
Εμένα όμως μου ‘χε ψιθυρίσει στο αυτί μυστικά ,
ο θόρυβος της πόλης
κι ήξερα να προφυλαχθώ από τις παγίδες της σκέψης μου .
Μπορούσα έτσι να ανέβω βαριανασαίνοντας
τα σκαλοπάτια του κόσμου
κι ας κρατούσα κρυφά την ελπίδα μιας ελεύθερης πτώσης .
Μπορούσα να αγγίξω την επιβεβαίωση
ενός χαμογέλου
κι ας μάτωνα στο άγγιγμα του .
Μπορούσα να νιώσω τη θαλπωρή
της  λάσπης
κι ας έτρεμα καθώς ήμουν μόνος .
Πρέπει να ντυθώ κατάλληλα για όλους σας .
Καμιά φορα κουράζομαι από τους ρυπαρούς
διαλόγους με το χώμα .
Βγαίνω στο μπαλκόνι μου και καμαρώνω τη λευκότητα
που ορίζουν τα σύννεφα .
Κάποτε είχα ακολουθήσει τα σημάδια του ουρανού
μα κάπου δεν ισορρόπησα καλά και βρέθηκα εδώ πέρα
που δεν ισορροπεί κανείς .
Ίσως να φταίνε και αυτά τα χάρτινα ρούχα για όλα .
Χωρίς αυτά ίσως  και να πατούσαμε καλύτερα στα πόδια μας .
Οι χτύποι του ρολογιού είναι ακόμα οι ίδιοι
και εγώ έχω πλάσει ήδη τις ιστορίες που θα πω
στο τζάμι του παραθύρου .
Δε φταίω εγώ που έμαθα από παιδί
έμαθα να ακολουθώ τα χνάρια των ανθρώπων .
Πριν από λίγο μου είπες πως μ’ αγαπάς .
Πρέπει να ντυθώ κατάλληλα για σένα .

37
Εγώ ήμουν ο χτύπος στην πόρτα σου την  αυγή .
Πέρασα από τον ύπνο σου , για να σου φέρω
την αλήθεια που σου στέρησε
ο λερωμένος άνεμος του καιρού μας .
Κοιμόσουν αγκαλιά
με τη λιμνάζουσα όψη των κόπων σου ,
έχοντας ξεχάσει την τηλεόραση ανοιχτή επίτηδες .
Ανέπνεες από το άρωμα του αυριανού παζαριού
κι είχες ζωγραφίσει ένα χαμόγελο στον καθρέφτη σου.
Πόση ευτυχία στέκεται
στην επαναλαμβανόμενη πορεία σου προς τ’αστέρια ;
Έπρεπε να μάθεις όλα εκείνα ,
που ‘χες κρύψει με προσοχή κάτω από το κρεβάτι σου .
Μα η καμμένη λάμπα του δωματίου σου ,
σε βοηθούσε να βλέπεις ήσυχα όνειρα .
Κι είχες επιλέξει το ασφαλές σκοτάδι του κόσμου σου .
Εγώ όμως τούτο το ξημέρωμα έγινα μια πέτρα
που χτύπησε στοργικά το τζάμι σου .
Και συναρμολόγησα από την αρχή
τα κομμάτια του ξηπνητηριού που βρήκα πεταμένα
στα μονοπάτια σου .
Έπρεπε να καταλάβεις τη βραχνάδα της φωνής μου .
Έπρεπε να νιώσεις την καταιγίδα στο μέτωπό μου .
Έπρεπε να ζήσεις την αλήθεια που σου ‘φερα .
Τίποτα .
Κουράστηκα και το βαλα στα πόδια
κρατώντας τη γεύση της θάλασσας στο στόμα .
Σίγουρα θα με άκουσες με τόσο θόρυβο
που έκαναν τα μάτια μου .
Μα ακόμα και να ξύπνησες για μια στιγμή ,
προτίμησες να σε νανουρίσει η νύχτα σου .


38
Φόρεσα βιαστικά το παλτό του πιο διάφανου κύρους μου
για να διασχίσω συζητήσεις αδιέξοδες
και εφηβικούς εφιάλτες .
Παρατηρούσα στους δρόμους γκρίζους περαστικούς
καθώς κρατούσαν ταυτότητες προς ένδειξη
απύθμενης φιλίας , μοιράζοντας σκόρπιες καλημέρες .
Πλησίασα με σκοπό να αποκτήσω
ένα γυάλινο ενδιαφέρον .
Σκοτείνιασα .
Ύψωσα την ομπρέλα μου προς τα αστέρια
μήπως και προστατευθώ από τις παγωμένες στάλες
που μύριζαν καυσαέριο .
Δε νομίζω πως θα γλιτώσω σήμερα .
Το απορριματοφόρο φρέναρε απότομα μόλις με είδε .
Δίχως να το πολυσκεφτώ ,
του φόρτωσα τα λόγια μιας αξιέπαινης πορείας .
Ανακουφίστηκα .
Γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη
και είδα να με πλησιάζουν μανιασμένα ορδές από τύψεις
για τα κομμάτια του αύριο που μόλις είχα καταστρέψει .
Τρόμαξα.
Το ξέρω πως δε θα γλιτώσω σήμερα .
Άρχισα να τρέχω , όπως πάντα προς τη λάθος μεριά της γης
και έφτασα ως το χείλος των πιο μπερδεμένων μου ονείρων .
Ήμουν μόνος πια .
Τώρα μπορούσα ελεύθερος να επιστρέψω 
στην πολύβουη αλήθεια μου .
Γέλασα .
Ούτως ή άλλως δε θα γλίτωνα ποτέ .
Καθώς νύχτωνε τριγύρω ,
δε μπορούσα πια να αναγνωρίσω κουρασμένες χειραψίες ,
μονάχα τα μάτια μπορούσα να ψηλαφίσω .
Χάρηκα .
Ήμουν μόνος και ελύθερος πια .
Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής
συνάντησα έναν από τους επαίτες των ευκαιριών του χώματος .
Σίγουρος πια , του χάρισα εκείνο το παλτό
του διάφανου κύρους μου .
Κρύωσα .
 



39
Λοιπόν απόψε , θα γελάσουμε δυνατά για ν’ακουστούμε
σε κάθε απόμακρη και σκοτεινή γωνιά των ουρανών μας .
Θα κάτσουμε όλοι μαζί γύρω από το τζάκι
και τότε εγώ θα πετάξω με μανία στη φωτιά ,
τα θλιμμένα παραμύθια της γιαγιάς ,
που ‘χα φυλάξει για καιρό στη φόδρα
του χιλιοφορεμένου μου τζιν παντελονιού .
Και από τη στάχτη τους θα φτιάξω τα βήματα ,
για τους καινούριους δρόμους που θα περπατήσουμε ,
από αύριο .
Κι ίσως ξεγελάσω τις ρυτίδες που στριμώχτηκαν
στα μάτια μας , για να βλέπουμε τα χρώματα αλλιώς .
Θα είναι όλα τόσο αστεία , θα δείτε .
Έπειτα θα σας σερβίρω εκείνο το κρασί
που πρωτοήπιαμε στις παρυφές της εφηβείας μας .
Ναι εκείνο που μας ζάλιζε δίχως λόγο ,
με το έντονο άρωμα και τις υποσχέσεις
που χωρούσαν σε κάθε γουλιά ,
για μια ζωή ολόκληρη που είχαμε μπροστά μας .
Μη φοβάστε δε δε θα μας ζαλίζει πια ,
μετά από τόσα βράδια στο ίδιο τοπίο
ξεθύμαναν οι γουλιές μας  .
Μονάχα τα μεγάλα λόγια στον πάτο του ποτηριού
έχουν απομείνει , εφιαλτικά όνειρα
που κατατρώνε τα φεγγάρια μας .       
Αφού πιούμε αρκετά θα τραγουδήσουμε βέβαια
αφού δανειστούμε τους ήχους των διαδρομών μας .
Κι ας διαλέξει ο καθένας ένα τραγούδι
για τη δικαίωση της μέρας του και τον ήλιο
που ανατέλει μαζί του τις χαραυγές .
Και θα κουβαλάει κάθε μελωδία τις ιστορίες
που ζωγραφίζουμε στα θολωμένα τζάμια τις νύχτες .
Έτσι θα ενωθούν τα τραγούδια μας ,
με τους καπνούς που επιβιώνουν στο γεμάτο τασάκι .
Μα είδατε πόσο αστεία είναι όλα ;
Μόνο προσέξτε δεν πρέπει να δακρύσει κανείς .
Συμφωνήσαμε όλοι πως απόψε ,
θα γελάσουμε δυνατά .



 

40
Κίτρινα φώτα στις λεωφόρους της νύχτας μου .
Ήχοι σιωπής , πνιγμένα κορναρίσματα ,
ιστορίες ζωής που αγκαλιάζουν την φλεγόμενη άσφαλτο .
Στο φανάρι έχει ανάψει κόκκινο εδώ και αιώνες .
Και εγώ που έχω ξεμείνει
σε τούτο το μποτιλιάρισμα των ματωμένων ονείρων  ,
προσμένω ακόμα να διασχίσεις το δρόμο μου .
Δε χωράνε πια , φοβισμένοι διαβάτες  εδώ πέρα .
Μονάχα περαστικοί της φυγής , που κοιτάνε κατάχαμα
γιατί δεν πρέπει να σ’αντικρίσουν στα μάτια .
Γαντζώνω τα χέρια μου σ’ένα τιμόνι ,
που ‘στριβε πάντα σε άλλη κατεύθυνση
από κείνη που ‘θελα .
Αφουγκράζομαι τους ιδρωμένους παλμούς
που ξεμακραίνουν από το γκάζι μου .
Συνομιλώ για λίγο με τις ανάσες
που με ποτίζει η εξάτμισή μου .
Όλα συνηγορούν πως ήρθε η ώρα να ταξιδέψω
για πρώτη φορά , πέρα από τις θλιβερές μελωδίες
αυτής της συνοικίας .
Θα οδηγήσω κι ας πουν ότι παρανόμησα
πίνοντας αρκετές σταγόνες ελπίδας , πριν φτάσω ως εδώ .
Κι αν τυχόν θελήσεις να έρθεις μαζί μου
θα στο απαγορέψω , με την απελπισία ενός «όχι» διάφανου .
Τέτοια ταξίδια δε χρειάζονται συνοδηγούς ,
διαδρομές μοναχικές τα κυβερνούν .
Ξέρω πως μέχρι την αυγή θα έχω συγκρουστεί μετωπικά
 με τη σελήνη .

41
Άνοιξα την τηλεόραση για να κοιτάξω κατάματα
τα σημάδια που άφησε ο χρόνος στα πρόσωπά μας .
Και εκεί , μέσα σε μια οθόνη
έμεινε κλεισμένη μια γενιά που διψούσε
να γευτεί λίγο καθαρό αέρα .
Κανένας δεν έλειπε , ήμασταν όλοι εκεί
στα ίδια κελιά .
Ποιοι μας κατάντησαν κομπάρσους
σε ένα σήριαλ που φαινότανε γραμμένο για μας ;
Σε ποιο τηλεπαιχνίδι χάσαμε
τα κερδισμένα μας όνειρα , απαντώντας λάθος
στην ερώτηση για τους δρόμους που θα περπατήσουμε ; 
Πόσοι από μας προτίμησαν να μπουν σε μια γυάλα
προκειμένου να αναπνεύσουν ελεύθερα
την καταξίωση της σκόνης ;
Αφήστε τα πολλά λόγια .
Τέτοιες ερωτήσεις δεν ήταν ποτέ στο σενάριο .
Έτσι μέσα από τη σιωπή αυτή που έγινε ανάγκη
μάθαμε να ρωτάμε λίγα και να γνωρίζουμε λιγότερα
για τον κόσμο που θέλαμε να φτιάξουμε .
Κι οι μέρες ξημέρωναν συνεχώς
χωρίς τα τραγούδια μας .
Από αυτά τα κάγκελα ξέφυγαν μόνο
όσοι αγάπησαν τη μελωδία του κύματος
και τον καλπασμό του ουρανού .
Οι υπόλοιποι ζήσανε παρασιτώντας σε ταξίδια
που ‘χαν ψεύτικους χάρτες και κλεμμένους ορίζοντες .
Κι οι δρόμοι άδειαζαν από τα βήματά μας .
Κι οι νύχτες έκλαιγαν από τα γέλια μας .
Άνοιξα την τηλεόραση και τρόμαξα
από τα σημάδια που άφησε ο χρόνος στα πρόσωπά μας .
Ύστερα άλλαξα κανάλι .

42
Το καλοκαίρι που υποσχέθηκα να σου φέρω
το ξέχασα στην τσέπη του μπουφάν μου .
Μη μου θυμώσεις γι αυτό .
Φταίει η αλμύρα που κρατάω στα μάτια μου .
Έτσι ξεχνώ καμιά φορά τις διαδρομές μου .
Όμως σήμερα βγήκα νωρίς
να μαζέψω κοχύλια από την άσφαλτο .
Ύστερα θέλησα να κάνω μια βουτιά
στη σιωπή που κρύβει
το συνωστισμένο τσιμέντο του κόσμου μου .
Δεν δροσίστηκα .
Κι εσύ που έχεις αφήσει
κόκκινες πατημασιές στην άμμο
- έτσι για να σε θυμάται η θάλασσα -
αναπνέεις ακόμα από τις αναμνήσεις
που σου φέρνει ο άνεμος .
Μη μου πεις πως δεν τηρώ τις υποσχέσεις μου .
Είναι που τέλειωσαν και τα κοχύλια
στην άσφαλτο .
Αλλά κάπως έτσι μάθαμε να ζούμε .
Με τον ιδρώτα να κυλάει στην καρδιά
Είναι που τα σπίτια μας ψήλωσαν πολύ
και άλλαξαν χρώμα .
Εγώ φοβόμουν όμως τα ύψη και το γκρίζο .
Είναι και που οι άνθρωποι
μάθανε να μιλάνε μία μόνο γλώσσα .
Κι εγώ είχα αλήθεια τόσες άλλες λέξεις να πω .
Έτσι όλα αυτά γίναν η αλμύρα
που κρατάω στα μάτια μου .
Καταλαβαίνεις τώρα ;
Καμιά φορά αν χρειαστεί
λέω την ανάγκη μου , αφηρημάδα .
Ξέχνα τα όλα .
Μπες μόνο μέσα μη βραχείς .
Πες ότι φταίω εγώ
μα η μπόρα που θα έρθει δεν είναι καλοκαιρινή
και θα κρατήσει .

43
Απόψε στένεψε τούτο το δωμάτιο
και οι τέσσερις τοίχοι
γέρνουν απειλητικά προς τα πάνω μου .
Είναι που από παιδί φοβόμουν
τους διαλόγους μαζί τους .
Κι ας είχα τόσα πολλά να τους πω .
Το ποτήρι με το κρασί
έχει αδειάσει από καιρό .
Εσύ θα το πιες κάποιο βράδυ
από αυτά που κρυβόμουν
για να μη με δεις .
Όχι . Δεν ήθελα να με δεις .
Τα κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη
θα είναι εδώ , για να στο θυμίζουν .
Απόψε όμως θα πάρω ανάσα .
Θα ανόιξω την πόρτα
στο Βοριά που θα μου χτυπήσει .
Θα τον καλοδεχτώ και θα πιούμε
από το κρασί που έπινες .
Έτσι για να σ’εκδικηθούμε .
Μετά θα βγω στο μπαλκόνι
και θα χαιρετήσω τη νύχτα μου .
Κι αν τύχει και δω τη σκιά σου να περνά
θα τη φωνάξω να μεθύσει μαζί μου .
Όχι . Απόψε δε θα κρυφτώ άλλο .
Στο είπα θα πάρω ανάσα .
Κι έτσι μέσα από την κρεπάλη
του πρώτου μου ονείρου 
θα ‘χω λευτερώσει τα πιο παλιά μου δάκρυα .
Αυτό λοιπόν το παράξενο γλέντι
θα χυθεί σε στιγμές του αυριανού μου ουρανού  .
Κι όταν όλα θα τελειώσουν
και θα επιστρέψω δίχως άλλο
στους τέσσερις τοίχους 
δε θα τρομάζω πια στις απειλές τους .
Αφού θα ‘χω πάρει ανάσα .

44
Χαράματα θα ‘ταν
σαν με ξύπνησαν φωνές παιδιών που παίζαν μπάλα
σε δρόμους που δεν έχω ταξιδέψει .
Στο ιδρωμένο βλέμμα τους
αντιφέγγιζε ο ουρανός .
Στα πόδια τους είχαν φτερά
αφού φορούσαν την ελπίδα κατάσαρκα
κάτω από το αθλητικό τους μπλουζάκι .
Χαρούμενες ιαχές , αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα ,
φιλίες αιώνιες δεμένες με τα χρώματα μιας πλατείας .
Τότε σε αναγνώρισα μέσα στην αθωότητα
αυτού του πλήθους .
Ήσουν εσύ , δεν μπορεί να μην ήσουν εσύ .
Βέβαια είχες βάλει το πιο αληθινό σου χαμόγελο
 (κάπου θα το ‘χες ξεχάσει για καιρό )
και τα μάτια σου έλαμπαν σαν τα σήκωνες ψηλά
χωρίς να φοβάσαι να αντικρίσεις τον ήλιο .
Αλλά σίγουρα ήσουν εσύ .
Μετά με είδες .
Το κατάλαβα πως με είδες 
αφού ένιωσα πόσο τρόμαξες στην όψη
κάποιου εφηβικού σου εφιάλτη .
Το κατάλαβα πως ήθελες να κλάψεις .
Κι είναι νωρίς ακόμα για να αρχίσεις τα δάκρυα .
«Κύριος μας δίνετε τη μπάλα ; »
μου φώναξε κάποιος από την ομήγυρη
μιας και η μπάλα τους είχε κάπου μπερδευτεί
με τα όνειρά μου .
Κύριος ; Καμια φορά λέξεις που δεν το περιμένεις
σε τιμωρούν .
Χαράματα θα ‘ταν
σαν με ξύπνησαν φωνές παιδιών .
Ύστερα ξαναγύρισα στο λήθαργό μου .


45
Κρυμμένα λόγια έφερε το κύμα
και μυστικά της χθεσινής αυγής .
Εγώ που πέφτω σε κάθε βήμα
κι εσύ σημάδι μιας παλιάς πληγής .

Κρυμμένα λόγια έσπειρε το χώμα
γιατί πληγώνουν πάντα σαν τ’ακούς .
Εγώ μετράω τ’αστέρια ακόμα
κι εσύ τούτου του κόσμου τους κακούς .

Κρυμμένα λόγια μάζεψε ο αέρας
για να σκορπίσει τα ξερά κλαδιά .
Εγώ ελπίζω στ’αύριο κάθε μέρας
κι εσύ στην παιδική σου την καρδιά .

Ελπίδες χθεσινές κρυμμένα λόγια
εσύ που ‘χεις στη φλόγα τους καεί
κι εγώ που ‘χω ξεχάσει μια ζωή
στα γκρίζα εφηβικά σου ημερολόγια .



46
Κρύβει πολλή μοναξιά αυτός ο τόπος
που την αισθάνεσαι ιδρώτα στο κορμί
κι όταν έγινε η ζωή μου κόπος
ήταν τα μάτια σου να ζήσω αφορμή .

Εγώ τα μάτια σου θέλω μόνο να ξέρω
αντανακλάσεις ενός ξάστερου ουρανού
γαλάζια όνειρα στη λογική του νου
γαλάζια λάμψη τις νύχτες που υποφέρω .
Εγώ τα μάτια σου κοιτώ και θα σου φέρω
τα απομεινάρια ενός κόσμου φωτεινού .

Κρύβουν πολλά δάκρυα αυτά τα βράδια
που δε στεγνώνουνε σαν έρθει το πρωί
κι όταν έμεινε η καρδιά μου άδεια
ήταν τα μάτια σου η νέα μου πνοή  .

Εγώ τα μάτια σου θέλω μόνο να ξέρω
αντανακλάσεις ενός ξάστερου ουρανού
γαλάζια όνειρα στη λογική του νου
γαλάζια λάμψη τις νύχτες που υποφέρω .
Εγώ τα μάτια σου κοιτώ και θα σου φέρω
τα απομεινάρια ενός κόσμου φωτεινού .



47
Μη μου λυπάσαι
και μη μου βασανίζεσαι .
Μη μου φοβάσαι
στη νύχτα μη δανείζεσαι .

Κλείσε τα μάτια
κι αν είναι δακρυσμένα .
Χρυσά παλάτια
θα χτίσω εγώ για σένα .

Δώσε μου ξανά τ’ άδειο σου χέρι
κι έλα στης καρδιάς μου την κρυψώνα .
Κι αν τέλειωσε για μας το καλοκαίρι
εγώ θα σε ζεστάνω το χειμώνα .

Μη μου θυμώνεις
και μη μου συννεφιάζεις .
Μη με μαλώνεις
στα αστέρια να κοιτάζεις

Κλείσε τα μάτια
κι αν είναι δακρυσμένα .
Χρυσά παλάτια
θα χτίσω εγώ για σένα .

Δώσε μου ξανά τ’ άδειο σου χέρι
κι έλα στης καρδιάς μου την κρυψώνα .
Κι αν τέλειωσε για μας το καλοκαίρι
εγώ θα σε ζεστάνω το χειμώνα .


48
Δεν είσαι εκείνη που θυμάμαι
τα μάτια σου είναι μακριά μου
δεν αγαπάς τα δάκρυά μου
κι έχω αρχίσει να φοβάμαι .

Το βλέπω πια έχεις αλλάξει
και το όνειρο που σου’χα τάξει
δεν είναι όνειρο για σένα .
Το βλέπω πια δεν είσαι η ίδια
και στης καρδιάς μου τα ταξίδια
δε θα ‘σαι θάλασσα για μένα .

Δεν είσαι εκείνη που ‘χα μάθει
να ζω για το δικό της χάδι
σκοτάδι γίνεσαι το βράδυ
σε μια ζωή γεμάτη λάθη .

Το βλέπω πια έχεις αλλάξει
και το όνειρο που σου’χα τάξει
δεν είναι όνειρο για σένα .
Το βλέπω πια δεν είσαι η ίδια
και στης καρδιάς μου τα ταξίδια
δε θα ‘σαι θάλασσα για μένα .

49
Η αγάπη είναι ένα ταξίδι
που σαλπάρεις στης ελπίδας το καράβι
κι όταν δεις το φάρο να ανάβει
έχεις βγει απ’ την πορεία ήδη .
Η αγάπη ένα δύσκολο ταξίδι .

Η αγάπη είναι ένα παραμύθι
με πριγκίπισσα , ιππότη και κακούς 
κι εσύ κάθε συμβουλή την παρακούς
όταν η αλήθεια του σε πείθει .
Η αγάπη ένα ακόμα παραμύθι .

Η αγάπη είναι ένα στιχάκι
σε κιτρινισμένο απ’ τον καιρό χαρτί
έχει λόγια που μιλάνε για γιορτή
μα που σε πληγώνουνε λιγάκι .
Η αγάπη ένα αλλιώτικο στιχάκι .

50
Πήρες εσύ το δρόμο σου
και γύρισα εγώ στη μοναξιά μου .
Μα ίσως θυμάσαι κείνο το βράδυ
που μείναμε οι δυο μας στο σκοτάδι
και σου ‘χα ανοίξει την καρδιά μου .

Θυμάμαι μου ‘λεγες  μη κλαις
κι ύστερα κλαίγαμε μαζί .
Δε φταις μου έλεγες, δε φταις
που το όνειρο σου πια δε ζει .
Κι ας ήμασταν μαζί .

Πήρες εσύ ξανά το δρόμο σου
και γύρισα στης θλίψης τα λημέρια .
Μα ίσως θυμάσαι κείνο το βράδυ
που μείναμε οι δυο μας στο σκοτάδι
και ενώσαμε σφιχτά τα χέρια .

Θυμάμαι μου ‘λεγες  μη κλαις
κι ύστερα κλαίγαμε μαζί .
Δε φταις μου έλεγες, δε φταις
που το όνειρο σου πια δε ζει .
Κι ας ήμασταν μαζί .
   

Σελίδες: 1 [2] 3 4