Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Χρήστοςφλ

Σελίδες: 1 2 [3]
51
Δεσμώτης μέσα στα νερά της Μεσογείου
δεμένος με σκοινί από φύκια που δε λύνει
εκεί στη ρίζα του μεγάλου του ηφαιστείου
που έκοψε κάποτε στα δυο τη Σαντορίνη

και πλέω  πλάι στον φλεγόμενο κρατήρα
και  βλέπω οράματα απ’ τις αναθυμιάσεις
με έλουζες ,λέει, σ’ αλαβάστρινο λουτήρα
κι ερχόσουνα μ’ αρώματα να με θυμιάσεις

μέσα στη θάλασσα του ύπνου και τ΄ ονείρου
ανακατεύονται η λήθη με τη μνήμη
το τέλος της ζωής μοιάζει η αρχή του απείρου
Θειάφι μυρίζουν τα νερά και μανταρίνι…


52
Τι περιμένεις η σιωπή να σου απαντήσει
Η μοναξιά νικάει την άνωση του θάρρους
και σε  άπατα νερά έχει την ψυχή βυθίσει
Και το κορμί  κάτω απ’ την πίεση του βάρους

Τι περιμένεις να σου μάθουν τα βιβλία
Μέρα τη μέρα τι είναι η ζωή θα μάθεις
Μια τεθλασμένη είναι γραμμή από κιμωλία
που σβήνεται πάνω που πας να τη περάσεις

Τι θέλεις τώρα και ρωτάς τι είναι η αγάπη
Αν δεν τη νιώσει ποιος μπορεί  να καταλάβει
Απτή αγκαλιά, ζεστή και κρύα οφθαλμαπάτη
σαν να χεις λάβα μα και πάγο μεταλάβει

53
Βασίλισσα μου στη στέψη σου 
Ρόγες σταφύλι τα χείλη σου
Μέθυσα πάλι στη σκέψη σου:

Πως  μπαίνεις είδα  σαν άνοιξη
Κι αναγεννιέμαι σαν Διόνυσος
μες σε ουράνια κατάνυξη

σμίγω το σώμα σου στο νερό
Στρείδια κλεισμένα τα βλέφαρα
Σ’ αγάπησα… μα ήτανε όνειρο

Μα  όπως αλλάζουν οι εποχές
Γυρίζω  πάλι στην τέφρα μου
Και στις ατσάλινές ενοχές…

δείξε μου πια το γραμμένο σου
Αχ ειμαρμένη και μοίρα μου
Πως θα ξεφύγω απ’ το μένος σου;

Στη στείρα- άγονη ζήση μου
Κίτρινα σπέρνω ηλιοτρόπια
Μην είμαι μόνος στη δύση μου…

54
Να ‘ξερα ποιος  σκληρός θεός ποιος μοιραγέτης
Όποιους αγάπησα όρισε να  ταξιδέψουν 
Στα γόνατα να πέσω  ταπεινός ικέτης
Σαν όνειρο τουλάχιστον να επιστρέψουν 

με λέξεις άηχους επιθανάτιους ρόγχους
Θαλασσοκόρη που  εσιχάθης τα κοχύλια
Σε κράζω να ρθεις να με δεις προτού στους βρόγχους
Δεν μείνει  αναπνοή ούτε  χρώμα στα χείλια

Τώρα που ‘πιάσαν στο χορό  οι Εσπερίδες
Και  βούτηξε γυμνή  στο Αιγαίο  η σελήνη
Με τις πορτοκαλί μαρμαρυγές που αφήνει
βαμμένη λίγο  να σε δω κι ύστερα φύγε       

55
Στο χαμομήλι μέσα βρίσκεται ο κάμπος
Στα αρώματα του γιασεμιού μέσα η αυλή σου
Μες τον καθρέφτη μου ακόμη ειν’ η μορφή σου
Μόλο που τη σκεπάζει του καιρού το θάμπος

Μες το κοχύλι του πελάγου είναι το χρώμα
Και η αρμύρα του στο ξεραμένο αλάτι
Μέσα στα μάτια σου είμαι εγώ κι αυτό είναι κάτι
Τα έχω ποτίσει όπως το νερό το χώμα

μέσα στο σπέρμα του ροδιού η αυγή ροδίζει 
θανάτου  χρώμα θάλλει  στ’ άνθη κυκλαμίνων
αίμα η  μνήμη μου θολό  ρήσεων εμμήνων
Που να αναγεννηθώ  φριχτά με εμποδίζει

Ζωή σε παίρνω στο κατόπι και σε πιάνω
και σε τραβώ  στα σκλαβοπάζαρα  της Ρόδου
και σε πουλώ μ’ αντάλλαγμα λουλούδι  ρόδου
προτού εσύ να με  πουλήσεις δίχως φράγκο…

56
Κάτω απ’ το φως του φεγγαριού
Τα χείλη ενός μικρού παιδιού
Να με ρωτάνε:
Μπαμπά σαν φεύγουν τα πουλιά
Κι αφήνουν πίσω τα παλιά 
Πες μου που πάνε

Κι εγώ χρόνια –πουλιά  μετρώ
Στο παιδικό σου πρόσωπο
Το πρόσωπό μου
Αντικατοπτρισμός ζωής 
Δεν θέλω όμως να  ντυθείς
το είδωλό μου

μπαμπά πως νιώθει η θάλασσα
όταν καράβι την περνά
δεν την ματώνει;
Πόσο ζυγίζει  ο ουρανός 
Που φεύγει και που πάει το φως
Όταν νυχτώνει;

Κύκλος μικρός είναι η ζωή
Φεύγω εγώ έρχεσαι εσύ
Και συνεχίζεις
Κι αν κάτι  με παρηγορεί 
Είναι πως σαν  θα φύγω εσύ
θα με θυμίζεις

57
Πρόβαλλε  απόψε σκουριασμένο το φεγγάρι
Αποκοιμήθηκε η αυγή και  δεν χαράζει
Θάλασσα μέσα μου το χτες  δεν ησυχάζει
Το βράδυ το διαδέχεται και πάλι βράδυ

Άγρια ξέσπασε μέσα στο νου μου μπόρα
κι είμαι μικρός και δεν μπορώ να την αντέξω
θέλω ξανά  με το πατίνι  μου να παίξω
και να κυλήσουμε μαζί στην κατηφόρα

έγραψα πάλι απόψε στο χαρτί δυο στίχους
ο ένας λέει για το ναι, ο άλλος  για το όχι
πως πιάστηκα πάλι στη συρματένια απόχη
πως μπλέχτηκα  μες της σιωπής τους ήχους;

έλεγα ρόδα είναι  η ζωή μα δε με νοιάζει
μα τώρα νιώθω να με παίρνει στις στροφές της
ζαλίζομαι να κατεβώ πως θέλω πες της
κι ας είμαι στα μισά του δρόμου δεν πειράζει

58
εγώ τους φθόγγους που με κέρασε η φωνή σου
Ακόμη τους φυλάω καλά μέσα  στ’ αυτιά μου
Θα σ’ αγαπούσα πιο πολύ σύννεφο αν ήσουν
Βροχή αν έριχνες και χιόνι στα μαλλιά μου 

Ακόμη ζω με αυτή τη θέρμη απ’ το Κορμί σου
Που με ποτίζει ως τα τρίσβαθα του εντός μου
Θα σ’ αγαπούσα πιο πολύ θάλασσα αν ήσουν
Κι αν με ταξίδευες στις εσχατιές του κόσμου

Θα σ’ αγαπούσα πιο πολύ  φεγγάρι αν ήσουν
Κι αν σεργιανούσες τις βραδιές στον ουρανό μου
Θα ακολουθούσα  φωτεινή τη διαδρομή σου
Πίσω μου αφήνοντας τον κόσμο το δικό μου


59
Ποιος κλωτσάει του καιρού την ανέμη
Και με παίρνει μαζί στις στροφές της
Αν τη δεις, την αγάπησα πες της
Πως τη λέγαν; Νομίζω Ειμαρμένη

Ποιος μου υφαίνει με αέρινο νήμα
Το ένδυμα της σιωπής κάθε βράδυ
Αν της δεις πες της πως στο  σκοτάδι
Σέρνω νύχτα και μέρα το βήμα

Ποιος αλήθεια καιρός να με βιάζει
Του θανάτου μου η ώρα μην ήρθε;
Αν τον δείτε, τις μνήμες μου κρύψτε
Μην τις πάρει μαζί και σαλπάρει   

Τα φλεγόμενα  σύννεφα βλέπω
Στης αυγής την ολόπρωτη ώρα
Μεταξένιο κουκούλι το τώρα
Κι απ’ τις μύριες κλωστές δεν ξεμπλέκω

60
με τη σκέψη μου και πάλι πήρα να καλώ   
του Νηρέα  όλες  τις κόρες τις πεντάμορφες
που περνάνε τη ζωή τους μέσα στο νερό
που γνωρίζουν  από κύματα και θάλασσες 

πρώτη έλα εσύ Γαλάτεια,  τα γυμνά σου μέλη
πως  πεθύμησα κι απόψε πάλι να φιλήσω,
στάζει αγάπη το κορμί σου πιο γλυκιά απ’ το μέλι
άσε με το άσπρο σου δέρμα λίγο ν’ ακουμπήσω

έπειτα έλα εσύ Γαλήνη να με γαληνέψεις
δώσε διαταγή στις σκέψεις να κοπάσουνε
πάρε με σε ακτή βραχώδη, να με προστατεύσεις
οι λεπτές  οι αντοχές μου προτού  σπάσουνε

έλα Κυμοθόη που είναι το κορμί σου  κύμα
να ενωθούμε να γεννήσουμε άλλα κύματα
κάνε με έρμαιο στην ορμή σου του έρωτά σου θύμα
μάθε με, με στέρεα να βαδίζω βήματα

κι εσύ  Ευλίμενη να μου’ βρεις  ήσυχο λιμάνι
με κουράσαν τα ταξίδια, θέλω να απαγκιάσω
βόηθα Ευκράτη, των ανέμων κράτα την ανέμη
μέχρι να βρω μια πατρίδα το κορμί να θάψω….
 

61

Παράθυρα άνοιξα  να μπει στην κάμαρα η θάλασσα
να ντυθούνε στα μπλε της νυκτός μου τα όνειρα
να μυρίσουν ακτή οι πελάγιοι πόθοι μου
να γεμίσουνε φύκια τα μαλλιά και τα χέρια μου.

όμως ένας βυθός σκοτεινός με προσέγγισε
με κοχύλια πορφύρας ερυθρά και παράξενα
και με κόκκινο βάφτηκαν της νυκτός μου τα όνειρα
κι απ’ την άμμο μακρύνανε περισσότερο οι πόθοι μου

τώρα έλα να δεις κλειδωμένος πως βρίσκομαι
και φαντάζομαι μόνο,  τα απέραντα πέρατα
και ονειρεύομαι απλά κυματίζουσες θάλασσες 
με επίπλαστη αρμύρα διαποτίζω τα όνειρα…..



62
Μύστης σε χθόνιο  ιερό, να ‘μουν στην Ελευσίνα
Να καταπίνω αμάσητα σποράκια  του ροδιού
Στο χώμα να ‘ριχνα   χοές ανέρωτου  κρασιού
Να εξευμενίζω τις φωνές που όλο μου λεν «ξεκίνα»

Ή θιασώτης  μιας πομπής λαμπρής στα Υακίνθεια
να αναγεννιέμαι πίνοντας νερό της εφηβείας
από μια μελανόμορφη φιάλη ακροκορίνθια
και απ’ τον αιώνιο έφηβο να ‘κλεβα αθανασία

ακόλουθος, ο πιο πιστός, να ήμουν του Διονύσου
να υποβαστάζω χαλαρό το σώμα του απ’ το πιόμα
ή να ‘μουνα  η κατάληξη μονάχα,  ενός στίχου
να ‘βγαινα απ’ του  τυφλού αοιδού τα χείλη και το στόμα

μα είμαι μονάχα ασήμαντος μικρός  θεατρινίσκος
που αντί να ερμηνεύω εγώ, οι ρόλοι μ’ ερμηνεύουν 
που  ταλαντεύομαι  μπροστά στα πρέπει  και τα μήπως
που κάνω πάντα ότι μου πουν  κι ότι οι άλλοι θέλουν…


63
Ποια είμαι; Τ’  όνομα  μου δεν θυμάμαι
Η μνήμη μου λειψή το σώμα γέρικο
Τι θέλω μες στα τείχη;  τι φοβάμαι
Τι περιμένω αλήθεια και τι καρτερώ

Τα μαλλιά γιατί είναι άσπρα και γιατί γελώ
Ενώ απ’ τα μάτια τρέχουν ρυάκια δάκρυα;
Τι τα θέλω τα ψιμύθια; και γιατί κρατώ
Τούτο το κουρέλι ανάμεσα στα δάχτυλα;

Γιατί μάχης μες τη νύχτα ακούω βουητό
Ιππήλατες στα όνειρά να  πλησιάζουνε
Γιατί τα σεντόνια μου έχουν χρώμα κόκκινο
Και γιατί σε δυο πατρίδες νιώθω πως μοιράζομαι;

Έχω αδέρφια  ή δεν έχω; Μάνα, άνδρα παιδιά;
Ποιος μου πέρασε βραχιόλια στους βραχίονες μου
Ποιο ποτάμι κελαρύζει νύχτες μες τα αυτιά
Και γιατί τρομάζω τόσο από τις φωνές μου

Ποιος αέρας να φυσάει  πάνω από τη Ελλάδα 
Και μυρίζει η μοναξιά μου φρέσκια  ρίγανη
Έναν ποταμό θυμάμαι και κάποια κοιλάδα
Χρόνια που με περιμένει για να με δεχτεί

Γιατί νιώθω ότι πρέπει τώρα να ντυθώ;
Νόστου ποια λαχτάρα πάλι, μ’ έχει ξεσηκώσει;
Φέρτε γυάλινο καθρέφτη για να στολιστώ
Κάποιος θα ρθει να με πάρει πριν να ξημερώσει…



64
Γυναίκα έλα εδώ κοντά μου
Και γύρεψέ μου ότι θες
Λίγο να αγγίξεις τα μαλλιά μου
Στο άσπρο τους να δεις, το χτες

Μην κάνεις θόρυβο ν’ ακούσεις
Την εκκωφαντική σιωπή
Κι ύστερα  το κορμί να λούσεις
με το νερό της αντοχής

και εγώ τα χέρια μου θα ανοίξω
τα  κέρινα εύθραυστα φτερά
και μέσα εκεί αφού σε τυλίξω
θα σ’ ανεβάσω στα ψηλά

βυθίζω το μυαλό σε βύθος
το σώμα  σε καταστολή
αφού ό,τι αγάπησα ήταν μύθος
που φόραε κόκκινη  στολή

65
Όρθια στέκει η  Αφροδίτη στο κοχύλι της
εκεί στ’ ανοιχτά της Κύπρου  και παρακαλά
τόσες  προσευχές ξεφεύγουν απ’ τα χείλη της
όσα γύρω της αφρίζουν άσπρα κύματα:

«ντύσε θεέ  μου το κορμί μου ντρέπομαι πολύ
ντρέπομαι την ομορφιά μου και τη γύμνια μου
με κυκλώσανε εμπόροι σάρκας, μαστροποί
και σκοτώσανε μια νύχτα τα δελφίνια μου»

με το ένα χέρι κρύβει τα απαλά της στήθη
το άλλο χέρι βάζει αντήλιο κατά το βοριά
βλέπει τη μισή σελήνη  στο μισό νησί της
και τα δάκρυά της σμίγουν με τη θάλασσα…

Σελίδες: 1 2 [3]