Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - Ιππαρχος

Σελίδες: 1 [2] 3 4
26
   
Νύχτα Ιουνίου με τον άνεμο του Νότου
το πέλαγος λίγο να ρυτιδώνει
νύχτα Ιουνίου με το κάλεσμα του γκιώνη
που μάταια ψάχνει να βρει τον αδελφό του

Νύχτα Ιουνίου με του Σκορπιού το αστέρι
να λάμπει θαρρείς κι ο ουρανός τού ανήκει
νύχτα Ιουνίου με το επίμονο τζιτζίκι
να νομίζει πως είναι ακόμα μεσημέρι

Νύχτα Ιουνίου με γιορτές στη βεράντα
μουσικές και αρώματα γεμίζουν οι κήποι
νύχτα Ιουνίου με μια ανεξήγητη λύπη
που πιστεύεις πως ήρθε να μείνει για πάντα

Νύχτα Ιουνίου και η θάλασσα μυστηριώδης
υπό το φως ενός φάρου αδύναμου και μόνου
νύχτα Ιουνίου η συντομότερη του χρόνου
νύχτα υπέροχη, νύχτα μεγαλειώδης

27

Πάντα απορούσα
με την τόση σου λύπη
και αναζητούσα
το δάκρυ που λείπει

Σε κάθε πίκρα
μάζευες κι ένα
ποτέ δε βρήκα
πού τα' χες κρυμμένα

Τα είχες δέσει
να φτιάξεις αστέρι
να το αφήσεις να πέσει
η ανάγκη αν το φέρει

Το είχες φορτώσει
με ευχή και ελπίδα
σε ελεύθερη πτώση
μια νύχτα το είδα

28
   
Στου σώματός σου το μυχό
Θέλω ν’ ακούσω την ηχώ
Του ονόματός μου

Στο ποθητό σου το κορμί
Θέλω να σβήσω την ορμή
Του κύματός μου

Να κοιμηθώ στη σιγαλιά
Στην όμορφη ακρογιαλιά
Του βλέμματός σου

Να σε κρατώ στην αγκαλιά
Τα χείλη να κερνώ φιλιά
Ως να ματώσουν

29

α.

Στητός αδιάφορος στ’ ανεμοβόρι
κοιτά τη θάλασσα π’ ανοίγει δρόμο
το βλέμμα των ματιών μπροστά στην πλώρη
στο διάβα του σκορπά μεγάλο τρόμο
υποχωρεί το κύμα να περάσει
πιστό στου ισχυρότερου το νόμο
που όλοι σέβονται σ’ αυτήν την πλάση.
Σα βέλος σκίζει το νερό η τριήρης
καθώς κωπηλατούν γερά με βιάση.
Εκείνος σκεφτικός μπροστά μονήρης
προς το νησί του ο λογισμός του τρέχει
γνωρίζει πως του πέλαγου ο Κύρης
μ’ ασίγαστο θυμό τον κατατρέχει
ποτέ δε χάνει όμως την ελπίδα
χιλιάδες μίλια ακόμα ας απέχει
η όμορφη γυναίκα και η πατρίδα.
Ο κεραυνός τα σύννεφα ανάβει
και μαίνεται ολούθε η καταιγίδα
ακάθεκτο πηγαίνει το καράβι
ολόισια στο δρόμο του θανάτου
το ξέρει αυτός μα μέσα του το θάβει
μαζί με τα πιο μύχια μυστικά του.
Πορεία μπρος φωνάζει οδηγημένος
από το φως αστέρα αοράτου
που πάντα παραμένει καρφωμένος
απάν’ απ΄την πατρίδα του σα φάρος
και μοναχά γι’αυτόν είν’ αναμμένος
σαν απελπίζεται να παίρνει θάρρος.
Κοιτά ψηλά για θεϊκά σημεία
δυσοίωνος στ’ αριστερά ο γλάρος
ελπίδα δεν αφήνει ούτε μία
Σα ν’ άλλαξε όμως γνώμη ο Ποσειδώνας
και διέταξε να πάψει η τρικυμία
ημέρεψε η όψη της γοργόνας
στ’ ακρόπλωρο που είναι σκαλισμένη.
Τα χρόνια που περάσανε αιώνας
γυρίζουν πίσω τώρα γερασμένοι
χορτάτοι από πόλεμο και πλούτη
δεν ξέρουν αν θα ζουν οι αγαπημένοι
και τους τσακίζει η αγωνία τούτη

β.

Στον αργαλειό της πάντα καθισμένη
θα είναι τώρα πια είκοσι χρόνοι
υφάσματα τη μέρα να υφαίνει
μα μόλις σκοτεινιάσει τα ξηλώνει
και με το πρώτο φως τα ξαναπιάνει
γεμίζοντας τις ώρες που ΄ναι μόνη.
Θυμάται τότε, κόσμος στο λιμάνι
καθώς ετοιμαζότανε ο στόλος
το μακρινό ταξίδι για να κάνει
της νήσου ο πληθυσμός ήτανε όλος
να δει τους άνδρες που σε λίγο φεύγουν
Αυτός αμίλητος ονειροπόλος
τα μάτια του θαρρείς την αποφεύγουν
αυτή σιωπηλά του λέει να μείνει
τα χέρια της βουβά τον ικετεύουν
το βλέμμα της που του’ φερνε γαλήνη
ανίσχυρο μπροστά στο πεπρωμένο
που λέει πως θα πρέπει τώρα κείνη
να χωριστεί απ’ τον αγαπημένο
Κοιτάζει απ’ τον ορίζοντα πιο πέρα
το βλέμμα της στο βάθος καρφωμένο
πετάει η ψυχή της στον αιθέρα
σαν βλέπει να ‘ρχεται κάποιο καράβι
πως έφτασε του γυρισμού η μέρα
ελπίδα μέσα της βαθιά ανάβει
μα είναι πάντα φρούδα η ελπίδα
και όταν τελικά το καταλάβει
χαράσσεται ακόμα μια ρυτίδα
στο κάποτε ωραίο πρόσωπό της
θυσία για την άσπλαχνη πατρίδα
που θέλησε να πάρει τον καλό της

γ.

Καθώς συνήλθε βρέθηκε στην άμμο
τον ξύπνησε του κύματος το χάδι
προσπάθησε να σηκωθεί από χάμω
μπροστά το χέρι έχοντας σκιάδι
μα έπεσε και πάλι ζαλισμένος
αυτός που γύρισε απ’ τον Άδη
από τη δίψα νιώθει νικημένος
με μόνο φίλο τώρα πια το κύμα
που μέχρι χθες τον χτύπαγε με μένος.
Μες στο μυαλό του τώρα παίρνουν σχήμα
τα τρομερά της νύχτας γεγονότα:
Τρεις μέρες συνεχώς φυσούσε πρίμα
και της πατρίδας φάνηκαν τα φώτα
«νενίκηκά σε» είπε «Ποσειδώνα
στου γυρισμού πια βρίσκομαι τη ρότα
για δέκα χρόνια ήμουν στον αγώνα
να ξεπερνάω τα εμπόδιά σου
η δόξα μου θα λάμπει στον αιώνα
εγώ θνητός μα νίκησα το θέλημά σου»
Φωνή αντήχησε από το βάθος:
«Εσύ που κρύβεις πάντα τ’ όνομά σου
τυφλός, οδηγημένος από πάθος 
νομίζεις έχεις φτάσει στο νησί σου.
Πολλοί αυτοί που έκαναν το λάθος
να θέλουν τους θεούς να καταργήσουν
και πόσο τώρα το ‘χουν μετανιώσει!
Χαμένοι στα σκοτάδια της αβύσσου
ας είχαν πρώτα τη στερνή τους γνώση
τους λείπουνε οι ύβρεις και οι στόμφοι
ζητούν απ’ το θεό να τους λυτρώσει»
Υψώθηκαν τα κύματα σα λόφοι
και σήκωσαν το πλοίο στον αέρα
χαθήκαν από μπρος του οι συντρόφοι
δεν ήτανε γραφτό να δουν τη μέρα.
Στο πλοίο τώρα πια αυτός μονάχος
δε νιώθει όμως στην ψυχή φοβέρα
του γυρισμού του έφυγε το άγχος
και μόνη σκέψη του να επιβιώσει.
Ποτέ κανένας άλλος μονομάχος
δεν είχε πεθυμιά να ζήσει τόση
και ούτε λύσσα κυνηγός κανένας
το θύμα του να θέλει να σκοτώσει
Στο κέντρο της υδάτινης αρένας
 αγώνας εκτυλίσσεται μεγάλος
μικρός αδύναμος θνητός ο ένας
δεινός πανίσχυρος θεός ο άλλος
με μίσος κοιταζόντουσαν στα μάτια
κλυδώνισε το πλοίο μέγας σάλος
και χίλια δυο το έκανε κομμάτια.
Ημέρεψε η οργή του Αθανάτου
που γύρισε στα θεϊκά παλάτια.
Στο έλεος ο άλλος του θανάτου
αφέθηκε στ’ανέμου τις θελήσεις
 στη λύσσα τη μεγάλη του κυμάτου
και έχασε στο τέλος τις αισθήσεις.

δ.

Την ξύπνησε το φως του παραθύρου
κι ο θόρυβος που ‘ρχόταν απ’ το δρόμο
τη γεύση είχε ακόμα του ονείρου
αργά επανερχότανε στον κόσμο
και φοβισμένη κοίταζε την πόρτα
ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο τρόμο
λουσμένη καθώς ήταν στον ιδρώτα
τα χέρια είχε στην καρδιά σφιγμένα

Ο στόλος λέει στο νησί ερχόταν
με όλα τα πανιά του ανοιγμένα
κι οι κωπηλάτες όλοι μ’ ένα στόμα
τραγούδια έλεγαν αγαπημένα
Δεν είχε δέσει το καράβι ακόμα
μα κείνος βγήκε στη στεριά με βιάση
γονάτισε και φίλησε το χώμα
σε κλάματα ζεστά είχε ξεσπάσει
για τούτη τη στιγμή τα συγκρατούσε
που στην πατρίδα τώρα είχε φτάσει
Μα κάτι γνώριμο αναζητούσε
σαν σήκωσε ξανά ψηλά το βλέμμα
δεν είδε αυτά που πεθυμούσε
ο γυρισμός του έμοιαζε με ψέμα.
Ψυχή δεν είδε να τους περιμένει
στου ταξιδιού που έφτασαν το τέρμα.
Πώς λαχταρούσε την αγαπημένη
να τρέξει να βρεθεί στην αγκαλιά του
να τον φιλά γλυκά. ευτυχισμένη
που ξέφυγε απ’ τα χέρια του θανάτου
για να κρατήσει το δικό της χέρι!
Ορμητική και βίαιη η ματιά του
κοιτάζει να την βρει στα γύρω μέρη
που του φαντάζουν άγονα και στείρα
μέσα στα βάθη της ψυχής το ξέρει
-ποτέ δεν τον συμπάθησε η μοίρα-
το σπίτι θα ‘ναι άδειο, ρημαγμένο
Αργά αργά πηγαίνει προς την θύρα
το  βήμα του βαρύ, υποταγμένο
στη θεία βούληση των Αθανάτων 

Ακόμα το μυαλό της θολωμένο
ακούει τώρα θόρυβο βημάτων
σιγά, διστακτικά η πόρτα ανοίγει
και να! Ω μέγα θαύμα των θαυμάτων
επέστρεψε εκείνος που είχε φύγει.



Αν  μου επιτρέπετε δυο λόγια. Είχα ανεβάσει παλιότερα το α και β μέρος, αλλά αποφάσισα για διάφορους λόγους να σας παρουσιάσω ολόκληρο τον "Νόστο". Ένας από τους λόγους είναι για να τον αφιερώσω στον φίλο Ίβυκο για το τιτάνιο έργο που έχει αναλάβει.
Θα σας ήμουν ευγνώμων για οποιεσδήποτε υποδείξεις επάνω στο κείμενο, στο μέτρο, σε όλα...

30
   
Κόρη πανώρια λυγερή
το σώμα σου σαν το κερί
καίγεται κι αργολιώνει

Άνεμος είναι φονικός
κύμα ψηλό ο πανικός
μπόρα που δεν τελειώνει

Ο ήλιος κατακόκκινος
ερχόταν μέχρι πρότινος
τώρα δε λέει να φέξει

Ποια θάλασσας θεότητα
του κύματός την όργητα
άραγε θα ημερέψει

Τα δάκρυα επάργυρα
όμως βαριά σαν άγκυρα
σε παίρνουν στο βυθό τους

Λάμπουν εκεί για μια στιγμή
κι ύστερα πια ούτε ρωγμή
στο πέλαγος του σκότους

Το σώμα σου ανάσκελο
πλέει κοντά στον άγγελο
που θέλει την ψυχή σου

Γοργόνα με ξανθά μαλλιά
και με τα μάτια τα μελιά
ρωτάς που ‘ν’ οι δικοί σου

Ποια θάλασσας θεότητα
θα δει την αθωότητα
και θα σε βοηθήσει

Τον άγγελο που σε κρατά
προσπέφτοντας στα γόνατα
να πει να σε αφήσει

Να στείλει φεγγαρόφωτο
κι έν’ αεράκι αλλόκοτο
να μπει απ’ το φεγγίτη

Να βγεις στην επιφάνεια
η ομορφιά σου σπάνια
ίδια η Αφροδίτη

31
μόνο το "σ' αγαπώ" στο τέλος προ(σ)φέρεται...


Πανέμορφη είναι η σιωπή κοιτάζοντας τα μάτια σου

να επισκιάζουνε  τ’ άστρα που μιλάνε εκεί ψηλά για μας

το νιώθεις ψηλαφίζοντας τον γαλαξία με τα δάκτυλα

η Σελήνη με μακρόσυρτο ‘‘σσσσ’’ επιβάλλει σιγή

στο αεράκι που θέλει να παίξει με τα φυλλώματα

η καρδιά στο ρολόι του τοίχου σταμάτησε

κρίνοντας απ’ το ‘‘τικ’’ που έμεινε αναπάντητο

οι λέξεις απόψε διστάζουν να προφερθούν

καμμιά τους δε θέλει το άγος του θανάτου της σιωπής

32
"Ego non baptizo te in nomine patri sed in nomine diaboli" , Κάπταιν Άαχαμπ


«Λέγε με Ισμαήλ» έτσι απλά συστήθηκες
από τη στεριανή ζωή πολύ απογοητευμένος
της θάλασσας τον κίνδυνο, του κύματος το μένος
για να γευτείς στο Νάντακετ μια μέρα οδηγήθηκες

Σε τρόμαξαν του Κουίκουεγκ τα φοβερά τα στίγματα
με αυτόν η μοίρα σ’ έστειλε να μοιραστείς την κλίνη
σε κέρδισε  η απλότητα κι η πλέρια καλοσύνη
μαζί αποφασίσατε να οργώσετε τα κύματα

Ούτε που γνώριζες πώς είναι η ζωή φαλαινοθήρα
το φίλο όμως ήξερες ότι θα έχεις στήριγμα
πολύ σε τρόμαξε του γέρο-πάστορα το κήρυγμα
λες κι άκουγες από το στόμα του να σου μιλά η μοίρα

Ανοίχτηκες στο πέλαγος να κυνηγήσεις φάλαινες
πάνω στο γέρικο σκαρί του «Πικουόντ»
παγόβουνα αντίκρισες και αιχμηρά φιόρντ
αντί για πράους ωκεανούς και θάλασσες καταγάλανες

Πολύ σε τρόμαζε του γέρο Άαχαμπ το ψεύτικο ποδάρι
μα πιο πολύ η τρέλα που ‘βλεπες στο μάτι του
ήταν παράλογος, δεσμώτης πάθους ασταμάτητου
ή να πεθάνει ή τη ζωή του Μόμπι Ντικ να πάρει

Ήταν μια φάλαινα λευκή, μοναδική στον κόσμο
όσοι την είχαν δει ορκίζονταν πως ήταν ο Λεβιάθαν
όσοι πήγαν ξοπίσω της κακό μεγάλο πάθαν
μα οι πιο πολλοί, οι πιο συνετοί, αλλάζανε απλώς δρόμο

Στέλναν σημάδια οι ουρανοί και πλήθος οιωνούς
όμως κουφός ο Άαχαμπ, τυφλός, αλλοπαρμένος
στην πλώρη του μερόνυχτα αδιάκοπα γερμένος
πρώτος αυτός να δει του Μόμπι Ντικ τη στήλη από ατμούς

Σε βάρκα ανέβηκε σαν είδε την ασπρίλα στον ορίζοντα
βρήκε τον θάνατο, μπλεγμένος με σχοινιά πάνω στο κήτος
κι ύστερα το καράβι δέχτηκε ένα χτύπημα στο κύτος
αύτανδρο το κατάπιανε τα κύματα τα αφρίζοντα

Ούτε κατάλαβες πώς βρέθηκες στη θάλασσα Ισμαήλ
έχοντας για σωσίβιο του φίλου σου την κάσα
κι εκεί που ήσουν έτοιμος να αφήσεις την ανάσα
σαν να ‘σουν το παιδί της σε περιμάζεψε η «Ραχήλ»

33
Χειροπιαστό σκοτάδι, γαλαξίας μαυροφόρος
μα στην καρδιά του Οφιούχου ένα αστέρι
μόνο του λάμπει εκεί ψηλά και δίχως ταίρι
ξέχασε να το σβήσει ο φανοκόρος

Δριμύς, ατέλειωτος χειμώνας
το περσινό του τοίχου καλαντάρι
έχει κολλήσει σε μια νύχτα του Φλεβάρη
όμως ανθίζει ο βλαστός της ανεμώνας

Βαριά σιωπή, πυκνή, άμα την στύψεις
μπορεί ν’ ακούσεις την ηχώ ενός ψιθύρου
που ξεγελώντας τον φρουρό του παραθύρου
τρύπωσε απόψε στο δωμάτιο της θλίψης

34
   
Ήσουν ημέρα αλκυονίδα στου χειμώνα την καταχνιά

το χαμόγελό σου σαν ήλιος μαγιάτικος ανέτειλε
πυρπολητής του χιονιού δεινός και επιδέξιος

το δικό μου χαμόγελο δειλά ξεπάγωσε στα χείλη
που είχαν μείνει αιώνες, αιώνες μισάνοιχτα

με μια λέξη αγάπης να μένει μετέωρη
κι ένα φιλί χωρίς ταίρι, ορφανό, ανεπίδοτο

Σε νόμιζα πως ήσουν επιτέλους η άνοιξη

που για όλους κάποια στιγμή επιφυλάσσεται
μα για μένα μονάχα ήταν παλαιά υπόσχεση

με τα χρόνια είχα πάψει πια να πιστεύω

Ήρθες και η απορία στη σκέψη γεννήθηκε

αν ήσουν Μάης θερμός ή Απρίλης ηλιόλουστος
μόνο Μάρτης ασταθής δεν ήθελα να ‘σαι

Ήσουν στ’ αλήθεια πολύχρωμη κι ευωδιαστή
δεν είναι που είχα μάθει να ζω στο σκοτάδι

ακόμα και το χελιδόνι επέστρεψε απ’ το βορρά
στην καινούργια φιλόξενη φωλιά να κατοικήσει

τα’ αστέρια του χειμώνα έδυσαν ωσάν να μην υπήρξαν
Όχι μόνο εγώ, όλη η φύση μιμήθηκε το άνθισμά μου

Σαν πάχνη πρωινή επικάθισες πάνω στα χέρια μου
τόσο ανάλαφρη και εύθραυστη άρα πολύτιμη

κι ύστερα έφτασες βαθιά ως την ψυχή μου

Τότε ένιωσα το πρώτο σκίρτημα της άνοιξης
όταν το άρωμά σου μέθυσε κάθε μόριο της ύπαρξής μου

ξυπνώντας με ζαλιστικά από νάρκη χειμέρια

πεινασμένο ζώο ενστικτώδες το κορμί μου
κι εσύ η λεία που μου δίνονταν πρόθυμα

Ύστερα πρώτη φορά κοιμήθηκα με όνειρα

Ένα άνθος σαν ανάμνηση μακρινή μου απέμεινε
αφημένο στο μαξιλάρι, σύμβολο αποχαιρετισμού

απόδειξη όμως πως κάποτε αλήθεια υπήρξες

δυο χείλη κενά από λέξεις κι από φιλιά ανυπόμονα
κι η προσμονή όχι πια για επερχόμενη άνοιξη

μα για μια ακόμα, τελευταία έστω, ημέρα αλκυονίδα

35
Έχεις ασφαλώς απόλυτο δίκιο, θα θυμάμαι τα λόγια σου...Ευχαριστώ!

36
Συγγνώμη για την επαναφορά στην επικαιρότητα αλλά νομίζω αξίζει να το προσέξετε κάπως..

Εύχομαι χρόνια πολλά σε όλους και ευχαριστώ για την φιλοξενία. Καλή συνέχεια...

37

Ήλιος καυτός ξημέρωσε στη γη των Ιουδαίων
πανάκριβα πωλούνται στο παζάρι οι σκιές
με τριάντα αργύρια μια συκιά σου δίνει όσες θες
για το σκοινί θα πρέπει να πληρώσεις επιπλέον

Ο πειρασμός της άνοιξης το ρούχο έχει ντυθεί
στον κήπο της Γεσθημανής αμφιβολίες θα σπείρει
ο  πόνος και ο θάνατος χωρούν σε ένα ποτήρι
ποιος θα βαστάξει άραγε πρόθυμα να το πιει;

Κάποιος σκοτώνει βάναυσα ένα Ρωμαίο στρατιώτη
το πιο γελοίο δίλημμα σύντομα θα τεθεί
«Ιησούν ή Βαραββάν;» και πώς να αρνηθεί
να ελευθερώσει ο όχλος τον μεγάλο πατριώτη;

Τον πιο αντάξιο για θεό απ’ όλους τους θανάτους
δε δυσκολεύτηκε ο νους του ανθρώπου για να βρει
στον Γολγοθά στημένοι δύο ξύλινοι σταυροί
παραμερίζουν τρίτος να χωρέσει ανάμεσά τους

38
Είχες τον τρόπο να ομορφαίνεις κάθε δάκρυ
κάθε μικρή σταγόνα εκεί στην άκρη
των βλεφάρων

Πολύχρωμα εμφανίζονταν μικρά ουράνια τόξα
και φως λαμπρό υπέρμετρο χιλίων φάρων
εφήμερη δόξα

Έμοιαζε πάχνη πρωινή κάθε σταγόνα
ισορροπούσε κι έδινε αγώνα
για να μη στάξει

Έπεφτε όμως τελικά λίγο μετά το δείλι
μα πάντα επέστρεφε προτού χαράξει
δροσιά του Απρίλη

Κι ήτανε δίλημμα μεγάλο τα απόβραδα
να μένω να θαυμάζω τα ματόκλαδα
ή μ' ένα μαντήλι

Να σου σκουπίζω την αυγή την όμορφη πάχνη
που όποιου δρόσισε μία φορά τα χείλη
πάντα την ψάχνει

39
Του Προμηθέα τον αετό έχω φίλο
και λυπάται να μου φάει το ήπαρ
τους εχθρούς πολεμάει με ζήλο
δίπλα μου θα 'ναι ως το μόρσιμον ήμαρ
πιο πιστός απ' του Οδυσσέα το σκύλο

Ένας λιόντας τα χέρια μου γλύφει
να ημερέψει τη μαύρη καρδιά μου
για σένα που ντύθηκες νύφη
ας μη γνώρισες στέφανα γάμου
πανέμορφη στων ασωμάτων τα στίφη

40
Δε συνηθίζω να σχολιάζω, πολύ περισσότερο τις δικές μου δημιουργίες, αλλά εδώ χρειάζεται μια απάντηση.

Κατ' αρχάς ευχαριστώ για την παρατήρηση, έχεις δίκιο σε ότι αφορά το Άλφα του Κενταύρου, είναι το κοντινότερο - μετά τον Ήλιο - αστέρι στη γη...ο Κένταυρος όμως είναι ένας αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου, αόρατος από το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας, συνεπώς και το Άλφα του Κενταύρου...άρα ένα ταξίδι ως το Άλφα του Κενταύρου, αρχίζοντας από τις Άρκτους , ισορροπώντας στην εκλειπτική και καταλήγοντας εκεί δεν είναι και μικρό, σίγουρα δεν είναι μια βόλτα ως το ...περίπτερο, αφήνω που κατά την ταπεινή μου άποψη είναι απείρως ποιητικότερο από μια τέτοια βόλτα...Και είναι ακριβώς αυτό που λέω, ένα ταξίδι με το νου, τίποτα λιγότερο-τίποτα περισσότερο...

Τέλος, ας μου επιτραπεί να πω ότι γνωρίζω αρκετά περί αστρονομίας χωρίς να έχω ανάγκη βοηθήματα τύπου google...

Καλό βράδυ

41
   
Στον αργαλειό της πάντα καθισμένη
θα είναι τώρα πια είκοσι χρόνοι
υφάσματα τη μέρα να υφαίνει
μα μόλις σκοτεινιάσει τα ξηλώνει
και με το πρώτο φως τα ξαναπιάνει
γεμίζοντας τις ώρες που ΄ναι μόνη.
Θυμάται τότε, κόσμος στο λιμάνι
καθώς ετοιμαζότανε ο στόλος
το μακρινό ταξίδι για να κάνει
της νήσου ο πληθυσμός ήτανε όλος
να δει τους άνδρες που σε λίγο φεύγουν
Αυτός αμίλητος ονειροπόλος
τα μάτια του θαρρείς την αποφεύγουν
αυτή σιωπηλά του λέει να μείνει
τα χέρια της βουβά τον ικετεύουν
το βλέμμα της που του’ φερνε γαλήνη
ανίσχυρο μπροστά στο πεπρωμένο
που λέει πως θα πρέπει τώρα κείνη
να χωριστεί απ’ τον αγαπημένο
Κοιτάζει απ’ τον ορίζοντα πιο πέρα
το βλέμμα της στο βάθος καρφωμένο
πετάει η ψυχή της στον αιθέρα
σαν βλέπει κάποιο να ‘ρχεται καράβι
πως έφτασε του γυρισμού η μέρα
ελπίδα μέσα της βαθιά ανάβει
μα είναι πάντα φρούδα η ελπίδα
και όταν τελικά το καταλάβει
χαράσσεται ακόμα μια ρυτίδα
στο κάποτε ωραίο πρόσωπό της
θυσία για την άσπλαχνη πατρίδα
που θέλησε να πάρει τον καλό της


42
   
Σου άρεσε να βλέπεις τους αστερισμούς
απ’ το μικρό μπαλκόνι σου τις νύχτες
πυροβολούσες ένα αστέρι με τους δείκτες
στην πτώση του ευχόσουν με λυγμούς


Πηγαινοερχόταν του συννέφου η γαλέρα
στο μαγικό αρχιπέλαγος του ουρανού
μαζί της έφευγες κι εσύ ταξίδι με το νου
στο Άλφα του Κενταύρου και πιο πέρα

Ζητούσες να βρεθείς στων άστρων τους λιμένες
και βάλθηκες όπως ο αστρονόμος του Εξιπερύ
με βοηθό το φως από ένα μικρό κερί
να υπολογίζεις τις ουράνιες συντεταγμένες

Απέφευγες των Άρκτων τις συμπληγάδες
ισορροπούσες πάνω στην εκλειπτική
ήταν οι ορίζοντές σου εκπληκτικοί
καθώς μπροστά σου ανοίγονταν χιλιάδες


Με μια παράξενη αίσθηση σε βρίσκει η αυγή
έχουν μια γεύση αστρική τα όνειρά σου
αστρόσκονη γεμάτα είν’ τα μαλλιά σου
το νιώθεις πως απόψε δε βρισκόσουνα στη γη

43

Είναι πηγάδι μυστικό που μόνο εγώ το ξέρω
και παραμένει αόρατο, ας βρίσκεται μπροστά σου
της λήθης έχει το νερό κι εγώ θα σου το φέρω
για να σου πλύνω τις πληγές, να λούσω τα μαλλιά σου
κάθε σου μνήμη από το χθες παντοτινά να διώξω
και όπως θα χτενίζεσαι μπορεί οι δροσοσταλίδες
να φτιάξουν με το φως μικρό ουράνιο τόξο
ξέρω καλά ότι ποτέ ως τώρα δεν το είδες
πώς να το δεις που οι ουρανοί πάντοτε ήταν γκρίζοι
εκτός κι αν εμφανίστηκε μέσα σ’ ένα σου δάκρυ.
Ελπίδα λένε αυτοί που το ‘δαν πως χαρίζει
και πως κρυμμένο θησαυρό έχει στη μία άκρη
ίσως τα ξωτικά για σε τον έχουν φυλαγμένο
ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να του ακουμπήσει χέρι.
Πιες όσο θες απ’ το νερό που είναι μαγεμένο
να σου χαρίζει τη δροσιά μέσα στο καλοκαίρι
να σου ζεσταίνει την καρδιά στον άγριο χειμώνα.
Πιες όσο θες μα άσε με κι εμένα σαν διψάσω
από τα χείλη σου να πιω μονάχα μια σταγόνα
μη φοβηθείς, να σ’ αγαπώ ποτέ δε θα ξεχάσω.

44

Το δάκρυ σου μύρο κι αγίασμα
και απόνερο

Το βλέμμα σου χαμός και μίασμα
και όνειρο

Φυλακή και παράδεισου πύλη
τα ματοτσίνορα

Εχθρική η ματιά σου και φίλη
μάτια οξύμωρα

45

Θα γίνουν κάποτε τα σώματα αγνώριστα στο σύθαμπο
στης ζήσης το βασίλεμα θα μοιάζουν να ‘ναι ξένα
ας είχαν κάποτε βρεθεί κοντά, ας ήταν ενωμένα
θα ‘χουν αλλάξει από της λήθης το ποτάμι το θαμπό
κι από το χρόνο που όπως λένε όλα τα γιατρεύει
αυτοί που δεν πληγώθηκαν ποτέ το λένε
κι όσοι δεν αναγκάστηκαν στα σκοτεινά να κλαίνε.
Όμως παρ’ όλη την απόσταση η αγάπη θα θεριεύει
αν ήταν δυνατό ποτέ το άπειρο να πληθύνει
ή μήπως το απέραντο να μεγαλώσει κι άλλο
και οι ψυχές θα έχουνε κάποιο κρυφό σινιάλο
και πάντα θα γνωρίζονται με ανέπαφη τη μνήμη
σα να ‘ταν χθες που έγινε το πρώτο άγγιγμά τους
η πρώτη εκείνη επαφή που ακόμα τις ενώνει,
ας ξεχαστούν τα σώματα, ας φεύγουνε οι χρόνοι
η μνήμη αντέχει εφτά ζωές κι άλλους εφτά θανάτους

46

Ηλιοβασίλεμα όμορφο πλασμένο από αίμα
η θάλασσα ρόδινη αγκαλιά τα χέρια της απλώνει
στης δύσης τον ορίζοντα αιώνια ανοιγμένα
κι ο ήλιος γιος που γύρισε θαρρείς από τα ξένα
στης μάνας το αντάμωμα κλονίζεται και λιώνει,
ο ουρανός κοκκίνισε σαν ν’ άκουσε κάποιο ψέμα
σα να ‘δε την προσποίηση μέσα σε κάποιο βλέμμα
κι αυτό το μέγα μυστικό πολύ τον εξοντώνει
και βιάζεται να καλυφτεί στην νύχτας το μαύρο υμένα

Γάζες αιμάτινες λεπτές απέγιναν τα νέφη
πορεύονται αργά αργά να κοιμηθούν στη δύση
ο Αποσπερίτης φάνηκε, ανέτειλε κι η Πούλια
θ’ αρχίσουν να κελαηδούν τώρα τα νυχτοπούλια
μόλις ο ήλιος εντελώς στο πέλαγος θα σβήσει
τραγούδι προς τιμή του γιου που σήμερα επιστρέφει
τ’ αστέρια θα παίξουν μουσική και το φεγγάρι ντέφι
μια μουσική απόκοσμη που λίγο θα κρατήσει
τα μαύρα της ζηλόφθονα θ’ απλώσει η νύχτα τούλια

47

Με το κεφάλι στηριγμένο στους καρπούς
αναπολείς την άνοιξη που έχει φύγει ήδη
τους ζουμερούς και νόστιμους καρπούς
των ανθισμένων λουλουδιών τα όμορφα είδη

Μέχρι να 'ρθει το ηλιοβασίλεμα είναι ίσος
ο χρόνος που σου όρισαν οι μοίρες
κι εσύ δεν παύεις μάταια να εύχεσαι πως ίσως
δε θα κατέβει ο ήλιος άλλες τρεις μοίρες

Όμως οι ορίζοντες, να δες, είναι αναμμένοι
έχει προβάλει παγερή και όμορφη η Σελήνη
η θάλασσα σε δυο λεπτά τον ήλιο αναμένει
νιώθεις από το σώμα σου το χέρι που σε λύνει

48

Κάποτε ο φάρος
φώτιζε με θάρρος
τα σκοτεινά πέλαγα
Κάποτε γέλαγα

και με γυμνά χέρια
ένωνα τ' αστέρια
με αργυρό νήμα
στο δικό σου σχήμα

Κάποτε η δύση
περίμενε να αρχίσει
μόλις γελάσεις
για να την θαυμάσεις

Με ένα σου νεύμα
η σελήνη σαν στέμμα
σε έχριζε αγία
Κάποτε τα εκμαγεία

απ' τα δικά σου βήματα
προσέχαν τα κύματα
να μην τα σβήσουν
Έρχονταν να φιλήσουν

τους αστραγάλους σου
θαυμαστές του κάλλους σου
στης θαλάσσης το όριο
Το βλέμμα σου πανώριο

τον ορίζοντα πυρπολούσε
τα καράβια οδηγούσε
σε ασφαλή λιμένα
Κάποτε στρωνόταν για σένα

η φεγγαρένια γέφυρα
απ' τα υπέρθυρα
τ' ουρανού ως τη θάλασσα
Κάποτε ήσουν η άνασσα

σε ολόκληρη την φύση



Αλλάξανε πια οι καιροί
κι ο φάρος σαν το κερί
για πάντα έχει σβήσει
Τώρα η θλίψη έχει νικήσει

τα άλλα συναισθήματα
Κοπήκαν τα νήματα
που έδεναν τ' άστρα
Η μοίρα η χαλάστρα

τη δύση έχει ασχημύνει
και η κάποτε γεμάτη σελήνη
όχι πια φωτοστέφανο
σαν του χάρου το δρέπανο

παγερό το φως τώρα ρίχνει
Των ποδιών σου τα ίχνη
σβησμένα απ' το κύμα
Κανένα φωτεινό σήμα

τα καράβια δεν κατευθύνει
ο ορίζοντας έχει σκουρύνει
του φεγγαριού το γεφύρι
ο χρόνος το έχει πια φθείρει

ανεπίστρεπτα το έχεις διασχίσει...

49

Πρέπει να ανέχεσαι δυο-τρεις κάμπιες αν θες φιλία με τις πεταλούδες, Ο μικρός Πρίγκηπας, Αντούαν ντε Σαιντ Εξιπερύ

Έναν ελέφαντα μες στην κοιλιά του βόα
έψαχνες άνθρωπο που μπόραγε να δει
ώσπου συνάντησες στην έρημο ένα παιδί
που ‘χε δυο μάτια γαλανά και τόσο αθώα

Ατίθασο ήταν το μαλλί του, ανάκατο, ξανθό
και στο λαιμό του περασμένο ένα φουλάρι
μόνη του έγνοια είχε καημό του και καμάρι
τον όμορφο που άφησε στον κόσμο του ανθό

Τα βράδια ακούραστος μπορούσε να μιλά
ώρες ατέλειωτες για το μικρό του σπίτι
σε κάποιο μακρινό πολύ πλανήτη,
ήταν παράξενος ο τρόπος που ‘χε να γελά

Το ηλιοβασίλεμα του άρεσε να κοιτά
τριάντα φορές μέσα στην ίδια μέρα
τόσο μικρή ήταν του πλανήτη του η σφαίρα
που μπόραγε στη δύση συνεχώς να περπατά

Μονάχος ζούσε εκεί μια ήρεμη ζωή
με το λουλούδι του μοναδική παρέα
πόσο του άρεσαν τα χρώματά του τα ωραία
και η δροσιά που φύλαγαν τα φύλλα το πρωί!

Ώσπου βαρέθηκε την τόση μοναξιά
και θέλησε να δει και άλλους κόσμους
μια τελευταία έριξε ματιά πίσω απ’ τους ώμους
και βρέθηκε στο διάστημα απλά, με μια σπρωξιά

Ω, πόσο κόσμο γνώρισε μέχρι να ‘ρθει στη γη
τι αστρονόμους, φανοκόρους, βασιλιάδες
πολύ τους ζάλιζαν οι απορίες του οι χιλιάδες
με περιφρόνηση του φέρνονταν και με οργή

Ωσότου γνώρισε στη γη μια αλεπού
που του είπε πως θα είναι μοναχό του
πίσω στο σπίτι το τριαντάφυλλό του
και θέλησε να βρει έναν τρόπο γυρισμού

Συνάντησε ένα φίδι πρόθυμο πολύ
σε έναν τοίχο, δίπλα σ’ ένα πηγάδι
τον δάγκωσε στο πόδι ένα βράδυ
ίσως και να του έδωσε απλώς ένα φιλί


Πόσο το αγάπησες εκείνο το παιδί!
ποτέ δεν έμαθες αλήθεια το όνομά του
πέταξες ένα πρωί για συναπάντημά του
και δεν επέστρεψες, Αντουάν ντε Σαιντ Εξιπερύ

50

Ώρα να ασχοληθείς νομίζω με τον ουρανό
όσο ακόμα είναι νωπό το κυανό σου χρώμα
αυτό με το οποίο έφτιαξες πριν λίγο τη θάλασσα σου,
θα είναι για σένα τώρα πια παιχνίδι
το βλέμμα σου αρκεί για λίγο να σηκώσεις
και θα τον δεις ακίνητο εκεί να σου ποζάρει
σαν από χρόνια έτοιμος να τον αθανατίσεις.
Μη σ’ ενοχλούν τα σύννεφα, περαστικά είναι
κοίτα πιο πίσω από αυτά το γαλανό που κρύβουν
και μη βιαστείς το σχήμα τους να ζωγραφίσεις
ίσως ανέφελος θελήσεις κάποτε να είναι ο ουρανός σου.
Μόνο μην μπεις στον πειρασμό να βάλεις άλλο χρώμα
να μην ακούς το κόκκινο που σου φωνάζει
είναι αργά πολύ για να καλέσεις πίσω την αυγή
το ηλιοβασίλεμα απέχει ακόμα, μην το βιάζεις.
Μα αν αποφασίσεις τελικά πως θες να δοκιμάσεις
-εσύ κρατάς στα χέρια το πινέλο-
ακόμα κι αν μπορέσεις να διαλέξεις μεταξύ τους
βάλε σημάδι διάκρισης κάπου στον πίνακά σου
να ξέρει αυτός που τον κοιτά αν είναι αυγή ή δείλι
να το θυμάσαι και εσύ καθώς θα ζωγραφίζεις
ένα ξωκλήσι ίσως ταπεινό σε μια μεριά στο βάθος
πάντοτε είναι ικανό να προσανατολίζει.
Είναι και κάτι δύσκολο πολύ να το πετύχεις
πρέπει να είσαι δημιουργός αληθινά σπουδαίος
του βάθους την εντύπωση στο επίπεδο χαρτί σου
του απέραντου την αίσθηση και του χωρίς ορίου…

Σελίδες: 1 [2] 3 4