Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - Ιππαρχος

Σελίδες: 1 2 [3] 4
51

Τράβηξε μια γραμμή απ' άκρη ως άκρη
τα βουνά από αιώνες στέκουν μόνα
το ένα στη δύση και το άλλο στην ανατολή,
φτιάξε τον ορίζοντά σου σαν γέφυρα
όχι ευθεία, καμπύλη ανεπαίσθητη δος του
ίσα ίσα για να στέκεται ο ουρανός
και να μη χύνεται στο πέλαγος.
Βούτα καλά το πινέλο στη μπογιά σου
θάλασσα θα φτιάξεις, υγρή πρέπει να 'ναι
ναι! τόσο νομίζω είναι καλά
καν' τη να μοιάζει με τον ουρανό
ένα τόνο μόνο πιο σκούρα.
Μην της βάλεις κύματα
ας είναι στο ξεκίνημα ατάραχη
οι φουρτούνες έρχονται ακάλεστες
να, δες, ήδη μυρίστηκαν την ηρεμία
και συνωστίζονται ποια θα προλάβει
να οργώσει το παρθένο υδάτινο στρώμα.
Φτιάξε ένα δυο βράχια, να σπάνε τη μονοτονία
καν' τα να μοιάζουν με ό,τι θες
με χέρια που περιμένουν σωτηρία από ψηλά
ή με ράχη κάποιας ακίνητης φάλαινας
δεν έχει σημασία τι σχήμα θα τους δώσεις
όλα είναι πιθανά, έτσι κι αλλιώς
θ' αλλάξουν με το χρόνο και τον άνεμο.
Αρκεί να υπάρχει πού και πού λίγη στεριά
για να μην ξεγελιέται αυτός που κοιτάζει
και ξεχνά πως βρίσκεται στη γη.
Κάνε λίγο πιο πίσω και θαύμασε αυτό που έφτιαξες
ένα πέλαγος ακίνητο και ήρεμο και ακύμαντο
και μη λυπάσαι που είναι χωρίς ζωή
δεν υπάρχει αυτό που λένε "νεκρή φύση"
θα πλημμυρίσει τώρα με κάθε λογής πλάσματα
και να 'θελες δε θα μπορούσες να τα ζωγραφίσεις
άσε το πινέλο σου, να, δες!
μια γοργόνα ξεπροβάλλει πίσω από το βράχο...

52

Στητός, στερεωμένος σ’ έναν τοίχο
λες και φοβάσαι κάποιο χτύπημα στην πλάτη
πάει καιρός που έτρεχες καβάλα στο άτι
συνεπαρμένος απ’ του πόλεμου τον ήχο

Ακουμπισμένη η ασπίδα παρά πόδα
που αμέτρητες φορές σε είχε γλιτώσει
αλλίμονο, πώς έχουν μαραζώσει
τα τρία άλικα του θυρεού σου ρόδα

Σκουριάζει το σπαθί μέσα στη θήκη
της δόξας σου το μέγα απομεινάρι
μα το κρατάς σφιχτά κανείς να μην το πάρει
ας είναι άχρηστο, ακόμα σου ανήκει

Κέλυφος άψυχο και άδειο η πανοπλία
μες στο μουσείο τώρα στέκει μόνη
από ψηλά σαν την κοιτάς το βλέμμα σου θολώνει
και νοσταλγείς τα περασμένα μεγαλεία

53

Έφυγες και είμαι μοναχός
νιώθω να μην έχω πια πατρίδα
του πελάγους είμαι ναυαγός
χωρίς της σωτηρίας τη σανίδα
σύντροφός μου ο αναστεναγμός
καθώς γεμίζω λέξεις τη σελίδα

Έφυγες και δε θα ξαναρθείς
μα θα σε θυμάμαι όπως σε είδα
νύχτα του Απρίλη να ανθείς
από της ψυχής μου την αχτίδα
δε σου μέλλεται να μαραθείς
θα ‘χεις την αγάπη μου για ασπίδα

Έκανα τα χέρια μου εκκλησιά
μέσα τους να βρίσκεις την ελπίδα
να ‘ρχεσαι εδώ για ζεστασιά
όταν σε χτυπά η καταιγίδα
να σε πάει στου ονείρου τα νησιά
των χεριών μου η στέρεη αψίδα

54

Θα καθίσω κι εγώ στο βράχο το μαρμάρινο
του Σουνίου όπως ο μέγας Άγγλος ποιητής
του πελάγους θα γίνω θεωρός και υμνητής
που σαν σε κάτοπτρο τέλειο και κρυστάλλινο

καθρεφτίζεται εκεί ο ουρανός ηλιοφώτιστος
με σύννεφα αραιά και λευκά, όχι πια μαύρα
που τα χαϊδεύει στοργικά η μεσημεριάτικη αύρα
και ο βυθός από κάτω να φέγγει αιώνια ασκότιστος

Και το κυματάκι στο γιαλό σιγανό και χαδιάρικο
τη δεμένη και μόνη βαρκούλα νανουρίζει
μακρινές και παλιές ιστορίες τής ψιθυρίζει
με φωνή που ‘χει τόνο απαλό, ταξιδιάρικο

Για καράβια πειρατικά της μιλάει, κουρσάρικα
που στη μάχη ρίχνονταν με λύσσα και πάθος
για ναυάγια που η μοίρα τους το ‘χει στο βάθος
με νοσταλγία να τραγουδάνε παραπονιάρικα

Η ματιά μου μακριά να ταξιδεύει ανεμπόδιστη
στη γραμμή του ορίζοντα και πιο πίσω ακόμα
εκεί που ο ουρανός με του δειλινού το υπέροχο χρώμα
και το πέλαγος γίνονται φίλοι πιστοί και αχώριστοι

Και το βράδυ με τη σβελτάδα θαρρείς ενός πάνθηρα
η ασημένια πανέμορφη πανσέληνος του Ιούλη
παίζοντας με τα σύννεφα αδιάκοπο κρυφτούλι
λαχανιασμένη να τρυπώνει σε μισόκλειστα παράθυρα

Η αυγή να επιστρέφει μεγαλόπρεπη και ροδόχρωμη
και μέγας ολοστρόγγυλος ο ήλιος ανατέλλων
υποσχέσεις να δίνει για ένα καλλίτερο μέλλον
χωρίς πια σκοτάδι και μοναξιά εκατόχρονη

Κι ο ναός ο δωρικός ο από αιώνες ακατοίκητος
ορθός σε πείσμα του χρόνου, άδειος και μόνος
ακόμα να πιστεύει στην υπόσχεση του Ποσειδώνος
πως θα επιστρέψει τροπαιοφόρος και ακατανίκητος

Εκεί, χωρίς να μπορεί να με νικήσει ο κάματος
αφήστε με μόνο θεωρό και υμνητή της ομορφάδας
ενός πελάγους αεικίνητου, κι απ’ τα «Νησιά της Ελλάδας»
στα χείλη να ανεβαίνει ορμητικός ο στίχος ο αθάνατος:

«Στου Σουνίου θα καθίσω το μαρμάρινο βράχο
σύντροφό μου το κύμα του Αιγαίου θα κάνω
αυτό εμένα να ακούει κι εγώ εκείνο μονάχο
κι εκεί πάνω σαν κύκνος με τραγούδι ας πεθάνω»

(Λόρδος Βύρων, Τα νησιά της Ελλάδος, μετ. Αργύρης Εφταλιώτης)


Αυθεντικό κείμενο:

Place me on Sunium's marbled steep,
Where nothing, save the waves and I,
May hear our mutual murmurs sweep;
There, swanlike, let me sing and die

55
   
Ω, τι θλίψη σαν σε θυμάμαι
να κοιτάζεις μακριά στο πέλαγος
κι εγώ δίπλα σου μόνο να ‘μαι
κι ουρανός από πάνω ο απέραντος

Σα μάρμαρο λευκό ήταν το δέρμα σου
σαν άγαλμα που στήθηκε στα κύματα φρουρός
σα φάρος έλαμπε το βλέμμα σου
όπου κοιτούσες σκόρπιζες το φως

Αναζητούσα το φως σου σαν τους μάγους
που από ένα αστέρι παίρνουν θάρρος
σαν το καράβι στη μέση του πελάγους
που τ’ οδηγεί μόνο ένας φάρος

Εγώ κι εσύ και πέρα μακριά κατάμονο
ένα καράβι στην άκρη του ορίζοντα
καθώς ακούγαμε των βράχων το παράπονο
που έδερναν τα κύματα τ’ αφρίζοντα

Κι ο ήλιος την παρουσία σου λες πως ένιωσε
αφήνοντας τα κόκκινά του ίχνη
βυθίστηκε στη θάλασσα κι έλιωσε
και τώρα η νύχτα πόσο όμορφη σε δείχνει

Μέσα στα μάτια σου έβλεπα τη θάλασσα
μέσα στη θάλασσα έβλεπα εσένα
αυτή ήταν το βασίλειό σου ω άνασσα
κι είχες τ’ αστέρια τ’ ουρανού για στέμμα

56

Είναι το βλέμμα σου παράξενα θλιμμένο
σαν ουρανός στα χρώματα της δύσης
σαν πέλαγος απέραντο να το διασχίσεις
βαθύ, ανάστατο, φουρτουνιασμένο

Είναι τα μάτια σου απόμακρα αστέρια
που τρεμοσβήνουν σε μια νύχτα του χειμώνα
και νιώθουν, θε μου, πάντα τόσο μόνα
στ’ ατέλειωτά σου σκοτεινά νυχτέρια

Το στόμα σου γλυκό μαζί και πικραμένο
στο πλάι του οι γραμμές διαγράφονται επίμονα
τα χείλη παραμένουνε φιλήδονα
ας είναι το φιλί γι’ αυτά από καιρό κρυμμένο
 
Στο πρόσωπό σου η ομορφιά μάχεται με τον πόνο
με πείσμα αντιστέκεται, το πάθος της περίσσο
μα όλο και χάνει έδαφος, όλο και κάνει πίσω
η ασχήμια έχει σύμμαχο τον καταλύτη χρόνο

57
   
Με τρομάζει, σου λέω, αυτό το ανηφόρι
το όλο ομίχλη στενό και δύσβατο μονοπάτι
μοιάζουμε τώρα σαν δυο αχθοφόροι
που το βάρος τούς έχει λυγίσει την πλάτη

Μου λες, ο δρόμος σε λίγο τελειώνει, κρατήσου
έχουμε ήδη από χρόνια περάσει τη μέση.
Και τι θα δούμε, ρωτάω, από κείνη τη θέση.
Αν κοιτάξεις πίσω με καθαρή την ψυχή σου
θα αποφασίσεις, μου λες, αν τελικά σου αρέσει
η μεγάλη και κουραστική διαδρομή σου

Και αν κοιτάξω μπροστά, σε ρωτάω, τι θ’ αντικρίσω.
Αυτό, μου λες, δεν είναι γνωστό σε κανένα
ούτε κι εγώ μπορώ να το απαντήσω
κάποια πράγματα καλό είναι να μένουν κρυμμένα

Καθώς σε λίγο θα έρθει αναπόφευκτα το δείλι
τώρα που φτάνουμε στου ταξιδιού το ύστατο σκέλος
και η κούραση βαραίνει το κάθε μου μέλος
πες μου τουλάχιστον ποιο είν’ το όνομά σου, αιώνια φίλη.
Ναι, ήρθε η ώρα να το μάθεις, στου δρόμου το τέλος
«μοναξιά» με φωνάζουν, μου λες με τρεμάμενα χείλη

58

Ήταν το βήμα σου αέρινο
δεν ήξερα αν πατάς πάνω στη γη
είχες δική σου την πανσέληνο
με τ’ ασημένιο φως να σ’ οδηγεί
το γέλιο σου λιγάκι ένρινο
επέβαλε στον κόσμο τη σιγή

Είχες το βλέμμα του ηλιοβασιλέματος
κι ο άνεμος του δειλινού
σου σήκωνε την άκρη του φορέματος
θρόιζε ο ήχος του λινού
και η λευκότητα του δέρματος
μου θάμπωνε το νου

Είχες την τελειότητα αγάλματος
που σμίλες έφτιαξαν οι πιο λεπτές
κι όπως ερχόμουν σε συνάντηση του θαύματος
με τις αγκάλες ανοιχτές
έσβησε η όψη του οράματος
και χάθηκε ξανά στο χτες

59
Χρόνια σας πολλά , ευχαριστώ gkou

60
Σε σκιές δωματίου σκοτεινού και έρημου
με κατακλύζουν συναισθήματα τα πιο μύχια
κι όπως το κομμένο άκρο νιώθει ακόμα τα νύχια
έχω την αίσθηση των μαλλιών σου στο χέρι μου

Το δωμάτιο κελί υγρό και ανυπόφορο
νομίζω πως θα με πνίξει ο τοίχος
πόσο μου λείπει της φωνής σου ο ήχος
και το γέλιο που χάριζες απλόχερο

Πόσο αργά κυλάει απόψε η ώρα
πόσο γρήγορα φεύγουν τα χρόνια
μυρίζω στον αέρα τη δική σου κολόνια
κι ας ξέρω πως είσαι στης λήθης τη χώρα

Οι τέσσερεις τοίχοι τα σύνορα του κόσμου
κι όλη μου η ζωή χωρά σ’ ένα μόνο βράδυ
θαρρώ πως βλέπω στο σκοτάδι
τη μορφή σου να στέκεται μπρος μου

Μόνο η γεύση δε σ’ έχει ακόμα γνωρίσει
μόνο αυτή απομένει με παράπονο
και καθώς η αυγή με βρίσκει κατάμονο
πόσο θα ‘θελα να σε είχα φιλήσει

61

Εχθές η νύχτα σ’ έστεψε βασίλισσα της πλάσης
το Βόρειο Στέμμα έλαμπε επάνω απ’ το κεφάλι σου
ανέμελο το πέλαγος κοιμόταν στην αγκάλη σου
και συ ακίνητη φοβόσουν μήπως το ταράξεις

Μα ζήλεψαν τη λάμψη σου τα υπόλοιπα αστέρια
κι έστειλαν προς το μέρος σου έν’ αεράκι ασήμαντο
φουρτούνιασε με μιας το πέλαγο το ακύμαντο
και καταρράχτης σού ‘φυγε ανάμεσα από τα χέρια

Με αλυσίδα έδεσες το πιο λαμπρό αστέρι
και το ‘χες στο λαιμό σου ασημένιο κόσμημα
και το φεγγάρι έπαιζες στα δάχτυλα σαν νόμισμα
κορώνα ή γράμματα να δεις αν θα σου φέρει

Μα φύσηξε ο άνεμος και σου’ πεσε απ’ το χέρι
και το φεγγάρι έσπασε του πέλαου τον καθρέφτη
σε μια στιγμή αιώνια το φως σου εξοδεύτη
και πίσω ξαναγύρισε στου ουρανού τα μέρη

Έχασες πια την αίγλη σου βασίλισσα της πλάσης
το μόνο φως που σου ‘μεινε είναι ένα κεράκι
που το κρατώ προσεκτικά μη σβήσει απ’ το αεράκι
κι ας ξέρω πως με την αυγή τον ήλιο θα θαυμάσεις

62
Εγώ ευχαριστώ για τα σχόλια!

63
Με λίγα λόγια..μια ζωγραφιά!

64
Στητός αδιάφορος στ’ ανεμοβόρι
κοιτά τη θάλασσα π’ ανοίγει δρόμο
το βλέμμα των ματιών μπροστά στην πλώρη
στο διάβα του σκορπά μεγάλο τρόμο
υποχωρεί το κύμα να περάσει
πιστό στου ισχυρότερου το νόμο
που όλοι σέβονται σ’ αυτήν την πλάση.
Σα βέλος σκίζει το νερό η τριήρης
καθώς κωπηλατούν γερά με βιάση.
Εκείνος σκεφτικός μπροστά μονήρης
προς το νησί του ο λογισμός του τρέχει
γνωρίζει πως του πέλαγου ο Κύρης
μ’ ασίγαστο θυμό τον κατατρέχει
ποτέ δε χάνει όμως την ελπίδα
χιλιάδες μίλια ακόμα ας απέχει
η όμορφη γυναίκα και η πατρίδα.
Ο κεραυνός τα σύννεφα ανάβει
και μαίνεται ολούθε η καταιγίδα
ακάθεκτο πηγαίνει το καράβι
ολόισια στο δρόμο του θανάτου
το ξέρει αυτός μα μέσα του το θάβει
μαζί με τα πιο μύχια μυστικά του.
Πορεία μπρος φωνάζει οδηγημένος
από το φως αστέρα αοράτου
που πάντα παραμένει καρφωμένος
απάν’ απ΄την πατρίδα του σα φάρος
και μοναχά γι’αυτόν είν’ αναμμένος
σαν απελπίζεται να παίρνει θάρρος.
Κοιτά ψηλά για θεϊκά σημεία
δυσοίωνος στ’ αριστερά ο γλάρος
ελπίδα δεν αφήνει ούτε μία
Σα ν’ άλλαξε όμως γνώμη ο Ποσειδώνας
και διέταξε να πάψει η τρικυμία
ημέρεψε η όψη της γοργόνας
στ’ ακρόπλωρο που είναι σκαλισμένη.
Τα χρόνια που περάσανε αιώνας
γυρίζουν πίσω τώρα γερασμένοι
χορτάτοι από πόλεμο και πλούτη
δεν ξέρουν αν θα ζουν οι αγαπημένοι
και τους τσακίζει η αγωνία τούτη.

65
Εντυπωσιακή πραγματικά η παραμοίωση με το γύφτο, εκεί στο τέλος...

66
Συμφωνώ απόλυτα με αυτά που λες στο σχόλιό σου για την ειλικρίνεια στην ποίηση. Όσο για το ποίημα, η αυτοθυσία της τελευταίας στροφής είναι χαρακτηριστικό αληθινής αγάπης. Μπράβο!

67
Καλημέρα και ευχαριστώ για τα σχόλια. Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι μικροί ποιητές, προς Θεού, ποιος είμαι εγώ να το πω?...Μόνο πικροί...

68
Ποιητές πικροί
που η ζωή δε σας φέρθηκε καθώς πρέπει
γεμάτη βάσανα, ήταν μικρή
συχνά δεν είχατε ούτε ένα κέρμα στην τσέπη
αθάνατοι τώρα αν και είστε νεκροί
κι ας μη γράψατε του Ομήρου τα έπη

Έντγκαρ Άλαν Πόε και Κωστή Καρυωτάκη
και πολλοί άλλοι γνωστοί μα και άσημοι
ήπιατε άφθονο απ’ της ζωής το φαρμάκι
γι’ αυτό και την βρήκατε τόσο πολύ άσχημη
θάνατο προμηνούσε το Κοράκι
χωρίς μιαν ελπίδα έστω και αβάσιμη

69
Guevara

Έτρωγε γύρους μεσημέρι μέχρι τα μεσάνυχτα
έλεγε η μάνα του παιδιού καμάρι μου κρατήσου
όμως τα μάτια μείνανε των διπλανών ορθάνοιχτα
όταν το χέρι άπλωσε να φάει και το φαΐ σου

Ποιος το ‘λεγε, ποιος το ‘λπιζε τριάντα πως θ’ αντέξει
αλάργα φεύγουν τα παιδιά και πιάνουν την κοιλιά τους
τιγκάρει το στομάχι του μα θέλει άλλους έξι
γύρους να του φέρουνε από τους πιο γεμάτους

Σαν το γορίλα ρεύεται, φουσκώνει, κοντοστέκει
γλύφει τα χέρια τρεις φορές και πιάνει το πιρούνι
αφήνει το σουβλάκι του κι αρπάζει το μπιφτέκι
τα χείλη χτυπάει με δύναμη και τρώει σαν γουρούνι

Της ψησταριάς φτάνει ο καπνός στον ουρανό
ξέσφιξε πια και τη γραβάτα και τη ζώνη
είν’ το πουκάμισο δυο νούμερα στενό
δεν τον χωράει τώρα πια το παντελόνι

Τόση τροφή μέσα στο στόμα πώς μπουκώνει
ανακατεύεται, ζορίζεται, καταπίνει
το βράδυ σίγουρα θα τον πηγαίνει «αμόνι»
απόψε αυτός ως το πρωί σόδες θα πίνει

Του Μπίλι το διπλό στομάχι χλιμιντράει
μ’ αυτός εκέρδισε το μέγα στοίχημά του
τριάντα έξι πως θα φάει στην καθισιά του
στραβώνει ο φίλος και το χρήμα τού μετράει

Γέροντας ψήστης με το μούτρο λιγδωμένο
φτιάχνει σουβλάκια με τα πιο φτηνά κομμάτια
έχει το κρέας του από καιρό ληγμένο
και θέλει ωστόσο να το φάει με τα μάτια


70
Φοβερή δουλειά, ειδικά η "Αρετή" είναι όντως αριστούργημα, μπράβο φίλε!

71
Ναι, έχεις δίκιο, κι εγώ θα ήθελα να σταματούσα στις 3 στροφές. Όμως, πιστεύω, ότι ποίηση (αν είναι ποίηση αυτό που έγραψα δλδ) δεν είναι μόνο να περιγράφεις έναν ιδανικό κόσμο, αλλά και τον υπαρκτό...

72
Υπέροχη πρόσκληση αυτό το "μπες". Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η κρυφή πυξίδα...

73
Πολύ όμορφο, ειδικά η δεύτερη στροφή, εξαιρετικό και σε νόημα...

74
Αναμφισβήτητα υποδειγματικά γραμμένο!

75
Ευχαριστώ θερμά για το καλωσόρισμα...

Σελίδες: 1 2 [3] 4