Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - Νεφελοβάτης

Σελίδες: [1]
1

«Του Φεγγαριού τη στράτα σαν κοιτάζεις,

θα σε πάρει μακριά απ’ του κόσμου τα στενά,

και θα σε ‘πα εκείθε η καρδιά σου που προστάζει,

εκεί που όλα θαν’ αληθινά..»
    

Χειμωνιάτικη νυχτιά,
μ’ ένα φεγγάρι στη χάση του,
που από ώρα πολύ τη μάχη του,
με τη δύση έχει χάσει..


Κι ο ουρανός, φωτισμένος,
από τ’ αρρωστημένα της πόλης τα φώτα,
ένα παγωμένο βλέμμα, σιωπηλό,
στην πλάση χαρίζει..


Κουρασμένος και κείνος,
απ’ όσα βλέπει,
τ’ αστέρια των ματιών του
σα να θέλει γι’ αλλού να τραβήξει..


Και ‘γω σε ένα δωμάτιο παγωμένο κάτωθέ του,
μες σε μια ησυχία που σειρήνες αλύπητα τη σκίζουν,
φωνάζοντας για τ’ άδικο που ολόγυρα γίνεται,
μες το κρύο τσιμεντένιο τοπίο,
να βλέπω το βασιλικό να μαραίνεται..


Παιδί του ήλιου, της ζεστασιάς,
και μιας ζωής ατίθασης γιός και κείνος είναι,
και εικόνες από καλοκαίρια χαμένα στη δίνη του χρόνου,
στο νου μου φέρνει..


Κι έτσι θυμάμαι ένα φεγγάρι ολόγιομο,
του δεκαπενταύγουστου,
την άσφαλτο σαν ποτάμι ολόχρυσο να φωτίζει,
με σβηστά φώτα πάνω στο μηχανάκι,
καθώς το δρόμο ακολουθούσα…


Και στη θάλασσα στο βάθος,
το μονοπάτι του να φτιάχνει..
Που τη στράτα του με καλούσε να διαβώ..


Μα τ’ άναβα τα φώτα,
σαν ερχόταν απ’ απέναντι αυτοκίνητο..
Για να μη φοβηθεί τάχατες,
ο ανυποψίαστος οδηγός έλεγα..


Αν και στο βάθος και τότε ήξερα,
πως για μένα το έκανα..
Μια και ένιωθα πως δρόμο είχα ακόμα,
προτού στου φεγγαριού το μονοπάτι να πατήσω..


Τα χρόνια πέρασαν, μηχανή το παπί έγινε..
Κι ακόμα είναι φορές, που εκείνο το φεγγάρι,
τη σκέψη μου στοιχειώνει..
Στα μονοπάτια του, σειρήνες με καλούν..


Μα εκείνο το δρόμο στο νησί,
χρόνια πολλά να πάρω έχω..
Γιατί ξέρω..


Πως σαν το κάνω,
τα φώτα τώρα δεν θ’ ανάψω..
Και για να μην τρομάξω τον οδηγό,
που πάντα ίδιος θα ‘ναι,
ευθεία ‘θε να πάω στη στροφή..


Μέχρι τη θάλασσα που λαχταρώ να συναντήσω..
Εκεί που το μονοπάτι μου ακόμα περιμένει..
Μ’ ένα φεγγάρι οδηγό,
Στ’ ονείρου μου τη χώρα να με ‘πα..    


«Εμπνευσμένο από σκέψεις και εικόνες που το ποίημα του Μιχάλη13, «Δεκαοκτώ Χρονών», στου μυαλού τα σοκάκια έχει φέρει..»

2


«Φαντασία και πραγματικότητα, τόποι από του ονείρου της γωνιές, φερμένοι σε έναν τόπο που τα όνειρα εκτός νόμου θεωρεί…»
 
   
Οι Πήγασοι τσακίζουν τα φτερά τους,
Σε πετρωμένα σύννεφα χτυπώντας του καιρού,
Καθώς αναζητούν τα μονοπάτια,
Που θα τους πήγαιναν στην άκρη τ’ ουρανού..

Στη θάλασσα καράβι ταξιδεύει,
Ευχές και όνειρα παιδιών που κουβαλά,
Μα το σκαρί το κύμα παρασέρνει,
Μέσα σε σπήλαια ανήλιαγα το ‘πα,

Και συ ακόμα αρμενίζοντας προσμένεις,
Την κορυφή μες την ομίχλη να φανεί,
Μα οι δικές σου οι ελπίδες πια χαθήκαν,
Και ο Ποσειδώνας στο βυθό του σε καλεί,

Θολά νερά θα σε κοιμίζουνε αιώνια,
Σαν τα φταιξίματα που σου ‘δωσαν να πιεις,
Στεφάνι απ’ αχινούς σα μια κορώνα,
Μ’ αγκάθια από πρέπει θα φορείς,

Θυσία έγινες για αλλωνών τα θέλω,
Λασπόνερα και βούρκο στην καρδιά,
Σου ‘δωσε απλόχερα η μοίρα σου να έχεις,
Από την πρώτη μητρική την αγκαλιά,

Γάλα από τσίγκινο δοχείο μου ‘χαν δώσει,
Σκόνη σαν τον πηλό που ‘μαι και ‘γω,
Παιδί της θύελλας και του βοριά για πάντα,
Στο μάτι του τυφώνα προχωρώ,

Και ναι κοπάζει κι ο καιρός τα καλοκαίρια,
Μα ο ήλιος δε ζεσταίνει την καρδιά,
Μόνο θλιμμένα μου γελά και μου θυμίζει,
Πως φεύγει ο χρόνος μου και πίσω δε γυρνά,

Σκόνη σε έρημο φτιαγμένη από τέφρα,
Χωριό προγόνων μου καμένο από καιρό,
Ένα τραγούδι μοιρολόι στον αγέρα,
Για όλα εκείνα που δεν πρόλαβα να δω…

Κι η λεμονιά ακόμα με προσμένει,
Σε κήπο που είν' βγαλμένος απ’ αλλού,
Σπέρμα αγάπης από κείνη που αντέχει,
Κόντρα στο πείσμα τ’ άγριου καιρού..    

3
Φωτογραφίες κοιτάς…

Αμαλία… Αλέξης…

Παναγιώτης…..

Δεν είναι πια εδώ…

Φωνή δεν έχουν, μα στα μάτια σε κοιτούν…

Και μετά…

Η «προστασία Οθόνης» πέφτει…

Και τ΄ αστέρια, τα ψηφιακά, μπροστά σου παρουσιάζονται..

Μέσα απ’ της οθόνης  το παράθυρο …

Και κει καταλαβαίνεις…

Αυτό που πάντα ήξερες…

Πως το πεπρωμένο μας είναι στ’ άστρα…

Εκεί που οι ψυχές τους τώρα κατοικούν..

Και μας κοιτούν…

Που με θολωμένα μάτια απ’ τα δάκρυα …

Των δικών μας αστεριών το φως αναζητάμε..

Για να μας βγάλει απ’ αυτή την καταχνιά

Και τα σκοτάδια που ζούμε να φωτίσει…

Καλό ταξίδι να ‘χετε..

Και να μας θυμάστε…

Μια και τα μονοπάτια μας με τα δικά σας συναντιούνται…

Να μας θυμάστε…

Όταν το δρόμο που πήρατε θα πάρουμε…

Και μην ξεχνάτε…

Πως σας θυμόμαστε…

Και αν δε βρεθεί κανείς εμάς να θυμάται…

Παρακαλώ σας εκεί να είστε..

Το χέρι μας να κρατήσετε…

Σαν το σκοτάδι έρθει…

Μέχρι το φως να μας δοθεί…

Καλό σας ταξίδι…

Μακάρι και το δικό μας το ταξίδι Νόημα να ‘χει…

Και να το θυμηθούν…

Σαν το δικό σας…

Στων αστεριών τα μονοπάτια…



"Μια και Ζούμε στη μνήμη εκείνων που μας θυμούνται…


http://nefelovatis.blogspot.com/2008/12/blog-post_14.html

http://nefelovatis.blogspot.com/2008/12/blog-post_18.html"

4
Εκπεσώντες κι Αγγέλλοι ,
για ψυχές καρτερούν,
Ουρλιάζουν και κλαίνε,
και μάχες ζητούν.

Με σπαθιά πολεμάνε,
προσευχές και βρισιές,
Και το δίκιο κυλάνε,
Στους  βούρκους του χθες.

Ψυχές που πονάνε ,
Ανθρώπων κοινές,
Που ήλιο ζητάνε,
Μα τριγύρω σκιές.

Λαχταράνε Ελπίδα,
Κι  αυτή πουθενά,
Στον κόσμο χαμένοι,
Παντού καταχνιά.

Σκυφτές οι φιγούρες,
Λιγοστεύει το Φως,
Τα βήματα σέρνουν,
Και που ειν’ ο Θεός;

Γιατί να πεθαίνουν,
Τόσα νέα παιδιά,
Σε ασφάλτινους δρόμους,
Σε σοκάκια στενά;

Γιατί η αδικία,
Παντού να γυρνά,
Τσιμπούσι να κάνει ,
Σ΄ αθώα κορμιά;

Γιατί το ποτήρι ,
Να ‘ναι πάντα πικρό,
Για όσους αγαπάνε,
Και ζητάν ουρανό;

Είναι που φταίνε,
Στ’ αλήθεια κι αυτοί,
Είναι που θέλουν ,
Μα δεν έχουν πυγμή;

Είναι που δούλοι,
Εμάθαν να ζουν,
Τα μάτια να κλείνουν,
Σε όσα ποθούν;

Είναι που την πάρτη,
Θεό τη θωρούν,
Μια και τους είπαν,
Με τα Πρέπει να ζουν;

Μη τάχατες είναι,
Πως ξεχάσαν κι αυτοί,
Το «ότι δώσεις θα λάβεις»,
Και γίναν τυφλοί;

Κενοί από συμπόνια,
Απ’ αγάπη, στοργή,
Στριγκά αηδόνια,
σε μια μαύρη ζωή.

Και ψάχνουν και κλαίνε.
Σαν γυρνάν μοναχοί,
Στα κλουβιά τους τα βράδια,
Για λίγη πνοή.

Ότι δώσεις θα πάρεις,
Το λέγαν παλιά,
Και σαν το ξεχάσεις,
Ελπίδα καμιά.

Ανέλπιδα ψάχνουν,
Μαύρους τράγους να βρουν,
Θυσία να κάνουν ,
Μπας και τάχα σωθούν.

Μα μέχρι να νιώσουν,
της ψυχής τους το φως,
η δυστυχία θα είναι,
σύντροφός τους απτός.

Κι η καρδιά θα σπαράζει,
Για λίγη ζωή,
Μα μονάχα το δάκρυ,
Αυτήν θα καλεί.

Η Αλήθεια υπάρχει,
Και το Φως κι η Πνοή,
Μα χωρίς την Αγάπη,
Θα ‘ναι πάντα λειψή.

Και ως να την νιώσει,
Ο καθείς από μας,
Στα σκοτάδια θα μένει ,
Και θα είναι φυγάς..

5
Ήθελα να βάλω το κείμενο, που τη μέρα ή μάλλον τη νύχτα που πέρασε, εκείνη του Πολυτεχνείου αφορά, μα ήταν μεγάλο μου λέει το site..  Και το καταλαβαίνω μια που για στίχους και ποιήματα κυρίως είναι φτιαγμένο..

Επειδή όμως σε πεζό μου βγήκε, και όπως είναι θέλω να το αφήσω, βάζω εδώ τη σύνδεση, για όσους θελήσουν να το διαβάσουν..

http://nefelovatis.blogspot.com/2008/11/blog-post_17.html

6

Φυλακισμένος του παν είσαι εδώ πέρα,
Και θα ‘σαι ως το τέλος των καιρών,
Όλα σου θα ‘ναι τα όνειρα χαμένα
Θυσία άμωμη στα χέρια ισχυρών.

Σκέψεις δε θα ‘χεις πια, δικές μας θα ναι,
Κι ούτε το δίκιο σου θα έβρεις μια στιγμή,
Δούλος πειθήνιος μεγάλων αφεντάδων,
Μικρό γρανάζι μες αυτή τη μηχανή

Και για να κάνουνε χρυσό το χάπι τούτο,
Σταλιές του ‘δίναν από τάχα σιγουριά,
και πληρωμή του λέγανε πως παίρνει,
και ας τον κάλυπτε ολοένα η καταχνιά.

Και αν ακολουθούσε τους κανόνες,
Αν δούλευε με περισσό ενθουσιασμό,
μπορούσε και να μοιάσει τους αφέντες,
γκόμενες να ‘χει, και λεφτά και σπιτικό

Μονάχα που εκείνος λαχταρούσε,
Να νιώσει την ανάσα του Βοριά,
να ζήσει όσα του ψιθύριζε η νύχτα,
να βγει μέσα από τοίχους και κλουβιά

Σαν Δαίδαλος κι αυτός να δραπετεύσει,
Και στα ουράνια να μάθει να πετά,
Στου ουρανού τα πέρατα να φτάσει,
Κι ας είναι κέρινα στους ώμους τα φτερά.

Ο Λόγος είναι η δύναμη που έχει,
Κι η Σκέψη δεν κρατιέται σε κλουβιά,
Θα δραπετεύσει όπου να ‘ναι και ας πέσει,
Αφού η ψυχή του λαχταρά τη Λευτεριά.

7
Άηχοι ήχοι,
τραγούδια σκορπούν,
μ' αγάπη ουρλιάζουν,
για μίσος μιλούν.

Τελώνια κι αγγέλοι,
αγίους ρωτούν,
πούθε πάνε οι κόσμοι,
να μάθουν ρωτούν.

Εραστές απ’ ασβέστη,
σαρκία ποθούν,
μια κι είναι στον Άδη,
μα θέλουν να ζουν.

Στα σκοτάδια χαμένες,
ανθρώπων ψυχές,
το φεγγάρι να ψάχνουν,
μα γύρω σκιές.

Κλειδιά αναζητάνε,
διαφυγή λαχταρούν,
στο λαβύρινθο είναι,
να φύγουν ποθούν.

Το ταξίδι στα ξένα,
μπορεί να ‘ναι πικρό,
μα σαν θες να ξεφύγεις,
πρέπει να ‘χεις σκοπό.

Μουσική στην καρδιά σου,
να φωτίζει μελιά,
ένα ήλιο να έχεις,
συντροφιά στα μαλλιά.

Να μπορέσεις να έβρεις,
το αιθέριο κλειδί,
μακριά να σε πάρει,
να ‘σαι πάλι παιδί.

Να γελάς, να Φωτίζεις,
να σκορπάς τη Βοή,
χρώμα να 'χει η Νύχτα,
και η μέρα Ζωή.

Σελίδες: [1]