1
Δικοί μας στίχοι και ποιήματα / Το Λίκνο του Οκτώβρη!
« Τελευταίο μήνυμα από kuiper στις Σήμερα στις 10:43 »Το Λίκνο του Οκτώβρη!
Δευτέρα, δέκα οκτώ του Οκτώβρη, η πρώτη ανάσα της ζωής ώθηση στις στροφές των πεπρωμένων.
Αδιάβαστες, κρυφές της μοίρας οι γραφές,
“βολίδα” και ο χρόνος της ζωής.
Του Οκτώβρη το ταξίδι του σήμερα ένας ακόμη κύκλος, ακόμα μια ματιά από το φτωχικό το λίκνο του Οκτώβρη,
από το μακρινό το χθες, από το χαμόγελο των άγνωστων εκείνων κόσμων, τις ζεστές αγκαλιές του τότε, στο άγνωστο
σ’ αγαπώ του τώρα.
Και ήρθε η μοίρα το λίκνο του Οκτώβρη να στολίσει
με τα στρωσίδια τα υφαντά της μάνας,
γράμμα για της ζωής του τα μελλούμενα ν' αφήσει
κι' ένα λουλούδι γιατρικό, φιλί βαλεριάνας.
Ο χρόνος ήρθε κι' έφερε γιορτή
ηλιόλουστο το πρωινό τ' αγαπημένο,
κεράσματα, μέλι ζεστό με τη ρακή
κι' ήμουν κι' εγώ εκεί,
μια “ατραξιόν” στο πεπρωμένο.
Όμως περνάει γρήγορα ο καιρός
του λύχνου τις ματιές ο χρόνος σβήνει
θειάφι για φωτιά στην παραστιά
σπίθα στη στάχτη για το αύριο να μείνει,
θαμπή της νύχτας η ματιά.
Ξημέρωμα με χιόνια Κυριακή
αγλύκαντος κι' ο χόντρος με το γάλα
δύσκολη της δευτέρας η γραμματική
βοριάς στο λάθος η δασκάλα.
Χριστούγεννα ονειρεμένο πρωινό
όμως δεν άλλαξε ο ήλιος, το φεγγάρι,
κρίκος αδύναμος τραπέζι γιορτινό,
αλλού το όνειρο αλλού και το λογάρι.
Χιονίστρες στου Δεκέμβρη τα “αλώνια”
μαγκάλι αναμμένο για παρηγοριά,
άγνωστα τα πολύχρωμα μπαλόνια,
τα σύννεφα στα όνειρα βαριά.
Σβουρίζει ο βορράς το χιόνι,
στην παραστιά τρίζουν οι βίτσες οι χλωρές
θέλει καιρό να' ρθει το χελιδόνι,
κηπούλια παγωμένα και σπορές.
Απ' τους χοχλιούς το μοιρολόι περισσεύει,
σκολιάτικος μεζές μπουμπουριστός,
λάθρα τσιγάρο κι' ο χιονιάς που αγριεύει,
χιονάνθρωπος με παρασύρα αγκαλιαστός.
Του ανηφορά παραπονιάρικα παιχνίδια,
τ' αστροπελέκια έφεραν βροχή,
ανεπαλιές στα υφαντά στρωσίδια,
τ' αχινοπόδι το ξερό να μη βραχεί.
Λιαστή ντομάτα στην καλαμωτή.
στης παραστιάς τη χόβολη πατάτα,
το πάτημα στους ομανίτες να μη μαθευτεί,
συντροφικά να μείνουνε μαντάτα.
Κοντοπαντέλονο παλικαράκι στο σεργιάνι,
για ντάκο με ντομάτα καμιά αθιβολή,
άγουρο λάδι για τη γρίπη να σε γιάνει,
από τα τρία Τ Τ Τ γράμμα επίσημο, παραλαβή.
Δυο μαντινάδες στο τεφτέρι το ραμμένο,
μαργώνουνε τα χέρια στο χιονιά,
μια σουσουράδα θήραμα αγαπημένο,
κοπάδι διαβατάρικα των μύλων τα πανιά.
Αλύγιστος ο δικαστής, ο χρόνος,
δεν έχει τέλος ο δωδέκατος χιονιάς,
απ' τις χιονίστρες οι πληγές κι' ο πόνος,
λες κι' είναι άπονη η ζωή, φονιάς.
Κοφτές βεντούζες για να πέσει ο πυρετός,
τα γιατροσόφια έχουνε παγίδες,
μένει αταξίδευτος και ο χαρταετός,
καλμόλ και καλμοντίνες είναι λίγες.
Γεύση πικρή οι ασκορδουλάκοι,
είναι που φεύγεις σαν το χέλι που γλιστρά
θα περισσέψουν στο πιθάρι και οι ντάκοι,
ο χρόνος χείμαρρος κυλά.
Έλιωσε το τεφτέρι το ραμμένο
προσάναμμα της κρύας παραστιάς
στ' αζήτητα το λίκνο αφημένο
δίχως ιάματα και φύλλα της μυρτιάς.
Όμως άλλη μια προσπάθεια να τα πούμε,
εγώ του σήμερα ο ξένος κι’ εσύ κοπέλι του χθες…
Εγώ είχα λέει… εκεινιά την ταχινή
ένα δυο μπίλιες πήλινες και δυο αμάδες
από πηλό κι’ από κοχύλια τιμαλφή
το σπίτι μου έδερναν αλύπητα βοριάδες
κι’ ήταν με χώμα και καλάμια η οροφή.
Την πέτρα έσκιζε ο ήλιος του καλοκαιριού
στης άνοιξης τα όνειρα κρυφομιλούσα
φθινόπωρο, η ώρα του παραμυθιού
τα χειμωνιάτικα πουλιά πετροβολούσα.
Είχα του λύχνου την παρέα τις νυχτιές
τον Ερωτόκριτο στης γειτονιάς το φωνογράφο
για τις ανέμελες του κόσμου μου ματιές
ένα κοντύλι με κλωστή στη πλάκα μου να γράφω.
Ανηφοριές, κατηφοριές, στα καλντερίμια
ρίμες παθιάρικες στους στίχους της βροχής
τις Κυριακές θηρεύοντας καρδιές κι’ αγρίμια,
στα πεφταστέρια όνειρα γλυκιάς απαντοχής.
Στις γειτονιές τις πλουμισμένες σεργιανούσα
από το δώμα αγνάντευα των μύλων τα πανιά
κρυφές ματιές ντροπιάρικα φιλοξενούσα
στην ανθισμένη της αυλής μου λεμονιά.
Είχα χαμόγελα στ’ αλήθεια με μεθούσαν
κι’ ένα φεγγάρι κέρινο για συντροφιά
μα ξέμειναν, λένε πως δεν μπορούσαν
στου χρόνου τους ορίζοντες, τη συννεφιά.
Γιάννης Χαρκιολάκης
Δευτέρα, δέκα οκτώ του Οκτώβρη, η πρώτη ανάσα της ζωής ώθηση στις στροφές των πεπρωμένων.
Αδιάβαστες, κρυφές της μοίρας οι γραφές,
“βολίδα” και ο χρόνος της ζωής.
Του Οκτώβρη το ταξίδι του σήμερα ένας ακόμη κύκλος, ακόμα μια ματιά από το φτωχικό το λίκνο του Οκτώβρη,
από το μακρινό το χθες, από το χαμόγελο των άγνωστων εκείνων κόσμων, τις ζεστές αγκαλιές του τότε, στο άγνωστο
σ’ αγαπώ του τώρα.
Και ήρθε η μοίρα το λίκνο του Οκτώβρη να στολίσει
με τα στρωσίδια τα υφαντά της μάνας,
γράμμα για της ζωής του τα μελλούμενα ν' αφήσει
κι' ένα λουλούδι γιατρικό, φιλί βαλεριάνας.
Ο χρόνος ήρθε κι' έφερε γιορτή
ηλιόλουστο το πρωινό τ' αγαπημένο,
κεράσματα, μέλι ζεστό με τη ρακή
κι' ήμουν κι' εγώ εκεί,
μια “ατραξιόν” στο πεπρωμένο.
Όμως περνάει γρήγορα ο καιρός
του λύχνου τις ματιές ο χρόνος σβήνει
θειάφι για φωτιά στην παραστιά
σπίθα στη στάχτη για το αύριο να μείνει,
θαμπή της νύχτας η ματιά.
Ξημέρωμα με χιόνια Κυριακή
αγλύκαντος κι' ο χόντρος με το γάλα
δύσκολη της δευτέρας η γραμματική
βοριάς στο λάθος η δασκάλα.
Χριστούγεννα ονειρεμένο πρωινό
όμως δεν άλλαξε ο ήλιος, το φεγγάρι,
κρίκος αδύναμος τραπέζι γιορτινό,
αλλού το όνειρο αλλού και το λογάρι.
Χιονίστρες στου Δεκέμβρη τα “αλώνια”
μαγκάλι αναμμένο για παρηγοριά,
άγνωστα τα πολύχρωμα μπαλόνια,
τα σύννεφα στα όνειρα βαριά.
Σβουρίζει ο βορράς το χιόνι,
στην παραστιά τρίζουν οι βίτσες οι χλωρές
θέλει καιρό να' ρθει το χελιδόνι,
κηπούλια παγωμένα και σπορές.
Απ' τους χοχλιούς το μοιρολόι περισσεύει,
σκολιάτικος μεζές μπουμπουριστός,
λάθρα τσιγάρο κι' ο χιονιάς που αγριεύει,
χιονάνθρωπος με παρασύρα αγκαλιαστός.
Του ανηφορά παραπονιάρικα παιχνίδια,
τ' αστροπελέκια έφεραν βροχή,
ανεπαλιές στα υφαντά στρωσίδια,
τ' αχινοπόδι το ξερό να μη βραχεί.
Λιαστή ντομάτα στην καλαμωτή.
στης παραστιάς τη χόβολη πατάτα,
το πάτημα στους ομανίτες να μη μαθευτεί,
συντροφικά να μείνουνε μαντάτα.
Κοντοπαντέλονο παλικαράκι στο σεργιάνι,
για ντάκο με ντομάτα καμιά αθιβολή,
άγουρο λάδι για τη γρίπη να σε γιάνει,
από τα τρία Τ Τ Τ γράμμα επίσημο, παραλαβή.
Δυο μαντινάδες στο τεφτέρι το ραμμένο,
μαργώνουνε τα χέρια στο χιονιά,
μια σουσουράδα θήραμα αγαπημένο,
κοπάδι διαβατάρικα των μύλων τα πανιά.
Αλύγιστος ο δικαστής, ο χρόνος,
δεν έχει τέλος ο δωδέκατος χιονιάς,
απ' τις χιονίστρες οι πληγές κι' ο πόνος,
λες κι' είναι άπονη η ζωή, φονιάς.
Κοφτές βεντούζες για να πέσει ο πυρετός,
τα γιατροσόφια έχουνε παγίδες,
μένει αταξίδευτος και ο χαρταετός,
καλμόλ και καλμοντίνες είναι λίγες.
Γεύση πικρή οι ασκορδουλάκοι,
είναι που φεύγεις σαν το χέλι που γλιστρά
θα περισσέψουν στο πιθάρι και οι ντάκοι,
ο χρόνος χείμαρρος κυλά.
Έλιωσε το τεφτέρι το ραμμένο
προσάναμμα της κρύας παραστιάς
στ' αζήτητα το λίκνο αφημένο
δίχως ιάματα και φύλλα της μυρτιάς.
Όμως άλλη μια προσπάθεια να τα πούμε,
εγώ του σήμερα ο ξένος κι’ εσύ κοπέλι του χθες…
Εγώ είχα λέει… εκεινιά την ταχινή
ένα δυο μπίλιες πήλινες και δυο αμάδες
από πηλό κι’ από κοχύλια τιμαλφή
το σπίτι μου έδερναν αλύπητα βοριάδες
κι’ ήταν με χώμα και καλάμια η οροφή.
Την πέτρα έσκιζε ο ήλιος του καλοκαιριού
στης άνοιξης τα όνειρα κρυφομιλούσα
φθινόπωρο, η ώρα του παραμυθιού
τα χειμωνιάτικα πουλιά πετροβολούσα.
Είχα του λύχνου την παρέα τις νυχτιές
τον Ερωτόκριτο στης γειτονιάς το φωνογράφο
για τις ανέμελες του κόσμου μου ματιές
ένα κοντύλι με κλωστή στη πλάκα μου να γράφω.
Ανηφοριές, κατηφοριές, στα καλντερίμια
ρίμες παθιάρικες στους στίχους της βροχής
τις Κυριακές θηρεύοντας καρδιές κι’ αγρίμια,
στα πεφταστέρια όνειρα γλυκιάς απαντοχής.
Στις γειτονιές τις πλουμισμένες σεργιανούσα
από το δώμα αγνάντευα των μύλων τα πανιά
κρυφές ματιές ντροπιάρικα φιλοξενούσα
στην ανθισμένη της αυλής μου λεμονιά.
Είχα χαμόγελα στ’ αλήθεια με μεθούσαν
κι’ ένα φεγγάρι κέρινο για συντροφιά
μα ξέμειναν, λένε πως δεν μπορούσαν
στου χρόνου τους ορίζοντες, τη συννεφιά.
Γιάννης Χαρκιολάκης