Τι ειρωνικό αλήθεια πριν το τραγικό
Αστεία σού κανα περι θανάτου
Εθίχθη ο Χάρος που περιφρονώ
Μισεί να πιάνουν τ’ όνομα του.
Βράδυ Σαββάτου που ξημερώνει Κυριακή
Ο Γκιώνης τραγουδούσε από νωρίς
Μαύρο τραγούδι με γλυκιά φωνή
Ο Γκιώνης, πένθιμος στερνός τραγουδιστής
Ξύπνησες το πρωί ήρεμος γλυκός
Στην εκκλησιά κι ύστερα στο καφενείο
κάτω απ τον πλάτανο καφές ελληνικός
γέλασες στο τελευταίο αστείο
Γύρισες σπίτι κι εκείνη εκεί
Θα είναι κοντά σου και τώρα
Ως την τελευταία σου αναπνοή.
Έφυγες στη μία η ώρα
Τώρα δεν κοροϊδεύω δεν γελώ
Διόλου στο στόμα δεν τον πιάνω
Μα πιότερο απ’ όλα τον παρακαλώ
Εκείνους που αγαπώ μη ζω να χάνω