ΣΕ ΜΙΑ ΑΜΜΟΥΔΙΑ
Είχες μπαρκάρει μ ένα στρόβιλο γι αλλού
κι όταν η μοίρα σου στο δρόμο είχε αποκάνει
σε ξαναντάμωσα,αχιβάδα τού γιαλού
στην αμμουδιά πού είχα,από χρόνια πριν,πεθάνει
Το γλυκοχάραμα ριγούσε ηδονικά
κι ένα φεγγάρι ετρεμόπαιζε, να σβήσει
Σού είπα πως, κάποτε, σε είχα αγαπήσει
κι εσύ μού γέλασες πικρά κι ειρωνικά
Είχε η μέρα αποσταμένη λιγωθεί
κι είχε αφεθεί σε μιά ανελέητη σβηστήρα
όσο πού η φύση τον γαλάζιο της χρωστήρα
στο μαύρο βούτηξε, σε νύχτα να ντυθεί
Λευκή αχιβάδα, στο χρυσάφι ενος γιαλού
με βρήκες κι έσμιξες με το απολίθωμά μου
Πρόλαβες κι έγραψες στην άμμο το όνομά μου
πριν η παλίρροια σε στείλει κάπου αλλού
Σε μιά αμμουδιά μετράω αιώνες καί χρησμούς
στο περιγιάλι πούχω εξαίσια ξωκείλει
εκεί πού θάρρεψα πως είχα ανατείλει
καί δύση χόρτασα, με αγάπης ξορκισμούς
Μιά νύχτα πούμελε, πριν φύγεις ξαφνικά,
μιά αιωνιότητα καί κάτι να κρατήσει
Σού είπα πως, κάποτε, σε είχα αγαπήσει
κι εσύ μού γέλασες πικρά κι ειρωνικά