Δ
Τέτοια η θεογέννητη, πολλά είχε βοτάνια,
η Πολυδάμνα, η κυρά, του Θώνη τα ’χε δώσει,
μισά, σου δίνουν λυτρωμό, τα άλλα την αφάνεια,
κι έχουν στης Αίγυπτου τη γη ανάκατα φυτρώσει.
Γιατρός είν’ ο καθένας τους σ’ αυτά τα κοσμογύρια ,
τον Παίονα τον ξακουστό, πρόγονο τούτοι έχουν.
Σαν το ’ριξε, και πρόσταξε, κρασί μες στα ποτήρια
τον λόγο της ξανάρχισε, αυτοί να τον κατέχουν. 240
«Μενέλαε θεότροφε, παιδιά ,που οι πατεράδες
σπουδαίοι είναι άρχοντες, απ’ των θεών τον τόπο,
έρχονται σε άλλους, συμφορές κι αβάσταχτοι μπελάδες,
και σ’ άλλους τύχη περισσή, έχουν αυτοί τον τρόπο.
Μα εδώ όμως που καθόμαστε στο αρχοντικό παλάτι
που τρώμε , ευφραινόμαστε, και λύνεται η γλώσσα,
τον Οδυσσέα θυμήθηκα, θα πω για κείνον κάτι,
πως όλα να τα θυμηθώ, που έχει κάνει τόσα;
Ένα όμως τώρα θα σας πω που μ’ έχει συνταράξει.
Στην Τροία, που τους Αχαιούς κακιά τους βρήκε ώρα, 250
τριγύρω σ’ όλο το κορμί σημάδια είχε χαράξει
και μπήκε στην φαρδύδρομη την εχθρική τη χώρα.
Η αμφίεση τον έκανε να μοιάζει με ζητιάνο
μέσα στην πόλη, κι άλαλοι του Πρίαμου οι κολίγοι
τον βλέπαν, μοναχά εγώ στον νου μέσα τον πιάνω
και τον ρωτώ, όμως αυτός με τέχνη θα ξεφύγει.
Με λάδι τον περίχυσα, αφού τον είχα λούσει
και μ’ όρκο μέγα με έδεσε πριν βάλει την στολή του,
πως απ’ τους Τρώες τίποτα κανένας δεν θ’ ακούσει
αν με τα πλοία τα γοργά δεν φτάσει στην σκηνή του . 260
Τότε μου είπε τι έπαιζε στων Αχαιών τη μνήμη.
Μυριάδες Τρώες πέσανε απ’ το σπαθί εκείνου
και στον στρατό σαν γύρισε, μεγάλη πήρε φήμη.
Κι οι Τρώϊσες ξεκίνησαν το μοιρολόϊ του θρήνου
όμως εμένα ανείπωτη χαρά με είχε πάρει
που ήρθε η καρδιά στη θέση της, και ήθελα στο σπίτι
ξανά απ’ την Τροία να βρεθώ, γιατί μ’ είχε τουμπάρει
και βρέθηκα στην ξενητειά, η έρμη η Αφροδίτη,
και σύζυγο παράτησα, και σπίτι μα και κόρη,
άντρα, που όταν σου μιλά, βαθιά γνώση θα στάξει». 270
Και ο ξανθός Μενέλαος αρχίζει κι εξιστόρει:
«Σωστά γλυκειά μου μίλησες, με γνώση και με τάξη.
Πολλών εγνώρισα αρχηγών το θάρρος και την τόλμη
και χώρες γύρισα πολλές, όσο ήμουνα στην Τροία
μα σαν του Οδυσσέα το νου δεν γνώρισα ακόμη.
Πως πήρε τέτοια απόφαση, που βρήκε τόση αντρεία
σε κούφιου αλόγου την κοιλιά τους αρχηγούς να κρύψει
που φέραν άγριο θάνατο στους Τρώες με μαχαίρι.
Κι ήρθες εσύ, λες και θεός επάνω σου είχε σκύψει
και σε οδηγούσε, τίμημα στους Τρώες για να φέρει. 280
Ο οψόθεος ο Δηίφοβος ακολουθούσε εσένα,
τρεις βόλτες γύρω έφερες το ξύλινο κουφάρι,
με το μικρό του όνομα μιλούσες στον καθένα
μιμούμενη την σύζυγο του καθενός με χάρη.
Κι ακούγοντας σου τη φωνή, το αγόρι του Τυδέα,
εγώ, και ο ισόθεος ο γόνος του Λαέρτη,
στην μέση όπως καθόμαστε, τρελή μας ήρθε ιδέα
τους δυό μας, ν’ απαντήσουμε, αβάσταχτο το ντέρτι,
κι έξω να βγούμε θέλαμε, μα εκείνος μας κρατούσε.
Αμίλητοι οι Αχαιοί, εχάσανε το χρώμα, 290
κι ήθελε μόνο ο Άντικλος σ’ εσένα ν’ απαντούσε
μα ο Οδυσσέας του ’κλεινε με δύναμη το στόμα
με τα δυό χέρια του σφιχτά, θέλοντας να μας σώσει,
μέχρι που σε απομάκρυνε η Αθηνά η Παλλάδα».
Σηκώθηκε ο Τηλέμαχος απάντηση να δώσει:
«Θεότροφε του Ατρέα γιε Μενέλαε, ποια δάδα,
θ’ ανάψει για όλα αυτά που λες, αφού χαμένα πήγαν;
Ποιο τ’ όφελός του, κι αν καρδιά φιαγμένη απ’ ατσάλι
είχε, αφού τα πάθια του κι οι συμφορές τον πνίγαν.
Μα ας ξεκινήσουμε από δω για ύπνο να πάμε πάλι 300
της κούρασης το αλάργεμα να το χαρούμε όλοι.»
Είπε, κι η Ελένη πρόσταξε, αμέσως το κρεβάτι
στο ξέφωτο να στρώσουνε, στου ήλιου το περβόλι
με αντρομίδες πλουμιστές, κι ολόμαλλη φλοκάτη
για σκέπασμα, και κόκκινα χαλιά να κουβαλήσουν.
Οι δούλες βγήκαν, τ’ όμορφο κρεβάτι για να φιάσουν
κι οι άλλοι δούλοι βάλθηκαν, τους δυό να οδηγήσουν
στο δώμα το πανέμορφο οι νέοι να πλαγιάσουν,
του Οδυσσέα το παιδί, του Νέστορα ο γόνος.
Πλάγιασε και του Ατρέα ο γιος, και δίπλα η δοξασμένη 310
η Ελένη η ισόθεη για να μη μένει μόνος.
Σαν ήρθε η ρόδινη αυγή, η νυχτοθροφισμένη
του Ατρέα ο βροντόλαλος Μενέλαος σηκώθει,
τα ρούχα του τ’ αρχοντικά κίνησε να φοράει
ίδιος θεός στο πρόσωπο, με το σπαθί του εζώθει
κι αφού σανδάλια έβαλε στα πόδια, προχωράει
στην κλίνη του Τηλέμαχου, τον ίδιο για ν’ ακούσει.
«Γιε του Οδυσσέα γνωστικέ, γιατί ζητάς βοήθεια
κι ήρθες στη Σπάρτη μπαίνοντας στου πέλαγου το πούσι,
δική σου γνώμη ή του λαού; Πες όλη την αλήθεια». 320........ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ