Άλλη μια νύχτα με τους φίλους τους παλιούς...
Είδα τους φίλους τους παλιούς,
σε μια θολούρα στους μεγάλους ουρανούς,
με τα ολόλευκα φτερά, δίχως τα μαύρα τους μαλλιά,
να λένε για τα χρόνια τα παλιά.
Ταξίδεψαν αλάργα,
ο Θοδωρής, ο Μήτσος, ο Λευτέρης, ο Δημήτρης,
σημάδια αδιάβαστα κι’ οι οιωνοί,
τα μερομήνια κι’ ο αποσπερίτης.
Κι’ εγώ να παίζω λέει μοναχός
δίχως αγάπη κι’ ουρανό.
καλαμοσκέπαστη και η φωλιά στο σπίτι.
- Ξύλο και σήμερα θα φας, αναρχικέ μικρέ αλήτη.
Μέσα στα πέπλα του χιονιά
μου λείπει αλήθεια η ανάσα του Χαντρά,
της άνοιξης μου λείπουν τα σοκάκια,
οι μαντινάδες μου χαθήκαν στα βαθιά
ξεθωριασμένα τα ερωτικά τα ραβασάκια.
Μα κι΄ οι παντέρμοι οι γλεντζέδικοι χοχλιοί
δίχως σπιρτάδα κι’ η ρακή,
ξετροχαλιάστηκαν τα όμορφα, κρυφά γιατάκια,
του καϊμακλίδικου ανέραστα μεράκια.
Άλλη μια νύχτα να την παίζω τη ζωή,
τους γρίφους της σιγά και μη διαβάσω,
της στέλνω δυο πικάντικα φιλιά, μια ψεύτικη αγκαλιά,
τα δίχτυα της τα πονηρά να σπάσω.
γ. χ.