Μια αναγέννηση Γιγάντων, πολυπόθητη φουρνιά.
Και ο ταβερνιάρη να πληρώνει, με δυο κόκκινα φλουριά.
Τι να μας φταίει… Το μυαλό η το θνητό μας το κορμί ;
που δεν βαστάμε, ούτε μια ώρα, μακριά από ψέμα και οργή.
Δεν ανασταίνονται τα λόγια, και το τώρα δεν μπορεί,
μέσα από ένα ξερό, χτες να ζήσει, να φανεί.
Είναι το αύριο που σπρώχνει, το παρόν μας να χαθεί,
και εμείς πιο μόνοι από σήμερα, ζητάμε αμοιβή.
Για όλα εκείνα που δεν κάναμε, ποιος θα απολογηθεί;
ούτε οι θεοί, δεν θέλουν δίκιο, σε αυτή την εποχή.
Κάθε μας σκέψη, κρύβει δάκρια πολλά πολιτικών,
δάκρια ψεύτικα, των γελωτοποιών.
Στην αυλή, μπρος στο παλάτι, του μεγάλου βασιλιά.
Με δυο χαστουκιά, μια δραχμή.
Μια κωλοτούμπα, δυο φλουριά.
Τρία δολάρια ο θάνατος.
Μιάμιση λύρα, η ρουφιανιά.
Χαρά μεγάλη σου αφέντη μου,
πάρε και εμένα κοντά.
Πετρέλαιο μυρίζει, η αγκάλη σου
και έχεις λεκέδες πορφυρούς.
Βάλε αστέρια στην σημαία σου,
τι σου λένε μην ακούς.
Και εμείς είμαστε ένα κτήμα σου,
μόνο σε εσένα, να υπακούς.
Κάνε μας λάσπη, στα παπούτσια σου.
Σε αγαπάμε θειε… Μπους .